Επιστολή Εικοστή Πέμπτη
Καταπαύουν οι αισθήσεις και αρπάζεται
ο ευχόμενος εις θεωρίαν
Αυτό που γεύτηκες παιδί μου στην προσευχή σου εκείνο το βράδυ είναι η ενέργεια της Χάρης. Αυτό γύρευε να σου το δώσει πάλι ο Κύριος, όταν θελήσει.
Γνωρίζω έναν αδελφό που μία μέρα συνάντησε πολλούς πειρασμούς και πέρασε όλη την ημέρα εκείνη με δάκρυα χωρίς καθόλου να γευτεί (τη χάρη).
Καθισμένος λοιπόν σε μία πέτρα κατά τη Δύση του ηλίου έβλεπε στην κορυφή το Ναό της Μεταμορφώσεως και κλαίγοντας παρακαλούσε, λέγοντας με πόνο:
Κύριε, καθώς μεταμορφώθηκες στους μαθητές Σου μεταμορφώσου και στην ψυχή μου! Πάψε τα πάθη, ειρήνευσε την καρδιά μου! Δώσε ευχή στον ευχόμενο και κράτησε τον ακράτητο νου μου!
Ξεστομίζοντας με πόνο τέτοια (λόγια), ήλθε από εκεί από τον Ναό, μία πνοή σαν αέρας λεπτός γεμάτος ευωδία. Όπου, όπως μου έλεγε, γέμισε την ψυχή του χαρά, φωτισμό, θεία αγάπη κι άρχισε μέσα του, από την καρδιά του, να αναβλύζει με μέλι (γλυκύτητα) αδιάλειπτα η ευχή.
Οπότε αφού σηκώθηκε, εισήλθε εκεί που καθόταν, διότι είχε αρχίσει να νυχτώνει· και σκύβοντας την κεφαλή στο στήθος άρχισε να γεύεται τον γλυκασμό, ο οποίος έρρεε από την ευχή που του δόθηκε. Και ευθύς αρπάχτηκε σε θεωρία, και βρέθηκε όλος εκτός εαυτού.
Δεν περικλείεται από τοίχους και βράχους. Έξω από κάθε θέληση. Σε μία γαλήνη, σε άπλετο φως και απεριόριστο εύρος. Χωρίς σώμα. Και μόνο ένα περιστρέφεται στον νου του: να μην γυρίσει πλέον στο σώμα αλλά εκεί όπου βρίσκεται να μείνει για πάντα.
Αυτή ήταν η πρώτη θεωρία που είδε εκείνος ο αδελφός και πάλι ήρθε στον εαυτό του και αγωνιζόταν πώς να σωθεί.
…..
Λοιπόν οι δύο τρόποι της προσευχής είναι καλοί.
Αν και ο δεύτερος με τα λόγια είναι επίφοβος αλλά πιο καρποφόρος. Εγώ και τους δύο μεταχειρίζομαι κάθε εσπέρας. Πρώτα με λόγια κι αφού κουραστώ και δεν βρίσκω καρπόν τον κλείνω (τον νου) στην καρδιά.
Είδα εγώ εκείνο τον αδελφό, που όταν ήταν νέος 28-30 χρονών έξι ώρες κατέβαζε τον νουν στην καρδιά του και δεν τον συγχωρούσε να βγει έξω από τις εννέα το απόγευμα μέχρι τις τρεις τη νύχτα. Είχε ρολόι που χτυπούσε τις ώρες. Και γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Και κατόπιν σηκωνόταν και εργαζόταν στις υπόλοιπες δραστηριότητές του.
Λοιπόν, εν ολίγοις, για να κερδίσει ελευθερία ο άνθρωπος οφείλει να σαπίσει το σώμα του και να αψηφά τον θάνατον.
Η προσευχή που γίνεται με τα λόγια πάλι νοερά γίνεται χωρίς φωνή και λέγεται αίτησις, ικεσία. Λοιπόν αυτός που θα αρχίσει την ικετήρια ευχή αρχίζει έτσι: «Θεέ αόρατε, ακατάληπτε ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, η μόνη δύναμη και βοήθεια πάσης ψυχής, ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, η ζωή μου, η χαρά, η ειρήνη….» και εξακολουθεί αρκετή ώρα με τέτοια αυτοσχέδια προσευχή.
Και εάν μεν ενεργήσει η χάρη αμέσως ανοίγεται θύρα και φθάνει στην πύλη του ουρανού. Και σαν στύλος ή φλόγα πυρός ανεβαίνει η προσευχή. Και αυτή τη στιγμή γίνεται η αλλοίωσις. Σε περίπτωση δε που δεν ενεργήσει η χάρη αλλά γίνεται σκορπισμός του νου, τότε κλείνει (τον νου) στην καρδιά κυκλικά. Και σαν να είναι μέσα σε φωλιά, ησυχάζει και δεν μετεωρίζεται – σαν η καρδιά να είναι τόπος κλεισούρας και φυλακής του νου.
Ενώ, όταν γίνει αλλοίωσις γίνεται στη μέση της αιτήσεως-ικεσίας. Και πλημμυρίζοντας από χάρη γεμίζει φωτισμό και άπειρη χαρά. Οπότε αδυνατώντας ο δεχόμενος τη χάρη να κρατήσει το πυρ της αγάπης καταπαύονται οι αισθήσεις και αρπάζεται σε θεωρία.
Μέχρι εδώ είναι οι κινήσεις της ίδιας θελήσεως του ανθρώπου Πέρα από αυτό το σημείο δεν έχει πλέον εξουσία ο ίδιος μήτε γνωρίζει τον εαυτό του. Διότι ενώθηκε πλέον αυτός με το πυρ και μετουσιώθηκε όλος και θεώθηκε κατά χάριν.
Αυτή είναι η θεία συνάντηση, που τα τείχη φεύγουν και ο ευχόμενος αναπνέει άλλον αέρα διανοίας, ελεύθερο πλήρη ευωδίας του παραδείσου. Υστερα πάλι σιγά σιγά συστέλεται η νεφέλη της χάρης και σκληραίνει ο πήλινος (άνθρωπος} όπως το κερί κι έρχεται στον εαυτό του σαν να βγήκε από ένα λουτρό καθαρός, ελαφρύς, διαυγής χαριέστατος γλυκύς μαλακός σαν το βαμβάκι και πλήρης σοφίας και γνώσεως.
Μόνο που εκείνος που τα θέλει αυτά οφείλει να βαδίζει προς τον θάνατο σε κάθε στιγμή.
————————————————————————————–
*Ελεύθερη απόδοση σε απλή νεοελληνική
——————————————————————————————–
Από το βιβλίο: Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας,
Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού, σελ. 151-154