ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

repentance

Θα αναφέρω εδώ καί άλλη μία σχετική ιστορία από τον Συναξαριστή, ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπα­κοής καί ευλάβειας. Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο πα­τέρα του για δούλο έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: «Παιδί μου Θεόφιλε, σου συνιστώ να πάς καί σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις με την ευχή μου. Μό­νο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκ­κλησίας μας καί να εκκλησιάζεσαι τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο ναό μας, να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς καί να ανάβεις το κεράκι σου». Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπα­κοής, άκουσε τον πατέρα, έλαβε την ευχή του καί ανα­χώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του. Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τί­μια. Τον απατούσε με έναν άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε να μπει στο δωμάτιο για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον ερα­στή. Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε. «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; Πρέπει να προλάβουμε!» Έτσι, καλούν εκτά­κτως τον άρχοντα στο σπίτι.
Τι συμβαίνει; Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει ή γυναίκα, σου καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι προσπάθησε να με βιάσει. Λοιπόν, αν ανε­χθείς αυτός πού πρόσβαλε την τιμή σου να ζήσει έστω καί μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα, αλλά την πίστεψε. Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα κάποι­ος εκ μέρους μου. Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω. Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις καί την αμοιβή. Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο. Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του δείνα εκ μέρους μας καί ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. Καθ’ όδόν, περνούσε έξω από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του. «Ας πάω να ανάψω ένα κε­ράκι καί συνεχίζω», σκέφτηκε. Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. «Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», είπε μέσα του. «Θα μεί­νω, ώσπου να τελειώσει, καί μετά προχωρώ». Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό σε λεπτό το κεφάλι στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. Ό εραστής πια δεν αντέχει. Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται, έμαθε το μυστικό. «Μή­πως …; μήπως; Ας πάω επί τόπου να φέρω το κεφάλι, όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν. Πέρασε μέσα, του κάνει.
Καί αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά τον αποκεφαλίζει. Σε λίγο, να καί ό Θεόφιλος. Αφού λει­τουργήθηκε, έτρεξε στο καθήκον. ‘Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
Έρχομαι εκ μέρους του δείνα. Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο αφεντικό σου καί πες του πώς περιμένω την αμοιβή. Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι. Μό­λις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν. Πήγες στον τάδε; Πήγα. Τι σου είπε; Μου έδωσε αυτό καί ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοί­ξουμε Ανοίγουν καί Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. Ή γυναίκα πέφτει αμέσως λιπόθυμη. Καί σε λί­γο, μόλις ανοίγει τα μάτια της, έρχεται σε συναίσθηση καί αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται καί να ομολογεί:
Κόψε καί το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεό­φιλος! Εγώ είμαι ή ένοχη καί αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε απατούσα μαζί του. Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρε­σε, τον δε Θεόφιλο, επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτη­σαν. Καί από τότε σαν γιος τους διαχειριζόταν μία τε­ράστια περιουσία, την οποία τελικά καί κληρονόμησε. Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε καί τον γέρο πατέρα του στο αρχοντικό.  Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! Ή τιμιότητα; Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος καί δεν σκέφτηκε «μήπως καί αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό» ούτε υ­πολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουρ­γία, σκέφθηκε, τα αναπληρώνει όλα. ‘Αλλά καί ή αδι­κία, πώς μόνη της ξεσκεπάστηκε! Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς μας δεν διαφεύγει από τη θεία δικαιοσύνη.

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΒΑΡΕΙΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. WWW.PIGIZOIS.GR

Share Button