Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»

 

Στον ασκητή χτίστη προλέγεται ο παγκόσμιος πόλεμος.
Τα βάσανα της υγείας, η φτώχεια και το που έτρεχε δώθε-κείθε, όπου έβρισκε καμιά δουλίτσα, δεν τον εμποδίζανε στο εσωτερικό του έργο: αυστηρή νηστεία, πολλή νυχτερινή προσευχή, πόλεμος κατά των πειρασμών . Μαζί όμως συμπονούσε πολύ, μα πάρα πολύ, τους ανθρώπους. Όποιος και όπου του ζητούσε χέρι βοηθείας, δεν έλεγε όχι. Δεν μπορούσε να πει όχι! Όλοι στο χωριό τον είχανε για ιερό πρόσωπο, κι ας μην ήξεραν τι κάνει τις νύχτες και πως ασκητεύει.
Στις αρρώστιες και στις δύσκολες ώρες τον φωνάζανε πάντοτε να διαβάσει Ευχές και να σταυρώσει. Το 1939 ή αρχές του 1940 πολλά παιδάκια του χωριού πάθανε ομαδικά μαγουλάδες. Στο σχολείο το ένα τις μετέδωσε στο άλλο. Τα μάζεψαν τα παιδάκια και τα ‘φεραν με σεβασμό, τα διάβασε και τα σταύρωσε. Ένα όμως γελούσε. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους όλα γίνανε καλά, εκτός από αυτό που γελούσε. Οι γονείς του, όταν είδανε τ’ άλλα παιδιά θεραπευμένα, ρώτησαν, έμαθαν τι συνέβη και το μάλωσαν. Φέρανε το παιδί τους πίσω και κείνο έκλαιγε μετανοιωμένο. Ο Ιάκωβος το διάβασε, το σταύρωσε με το μικρό ξύλινο Σταυρό του κι έγινε κι αυτό καλά.
Για όλες αυτές τις ευεργεσίες που έκανε στους συγχωριανούς του, αλλά και σε κατοίκους των γύρω χωριών, δεν έπαιρνε αμοιβή. Τους αγαπούσε όλους, μικρούς και μεγάλους, και τους συμπονούσε γιατί κι αυτοί ήσανε φτωχοί.

Την εποχή ακριβώς τούτη, δηλαδή από το 1938 μέχρι το 1940, είχε αυξήσει πολύ την άσκησή του. Έτρωγε πολύ λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχότανε πολλές ώρες της νύχτας, ενώ την ημέρα εργαζότανε σκληρά, όσο οι άλλοι κάτοικοι και περισσότερο. Η μητέρα του και ο πατέρας του είχανε αρχίσει να λυγίζουνε από τα βάσανα και τις στεναχώριες. Εκείνος έπρεπε να σταθεί το στήριγμα του σπιτιού.
Παράλληλα, είχε αποκτήσει τέτοια καθαρότητα καρδίας και νου με την άσκηση και την προσευχή, ώστε προέβλεπε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν. Ενώ είχε αυτά τα προμηνύματα, εμφανίστηκε στον ύπνο του η Θεοτόκος, ως Ζωοδόχος Πηγή, και του ζήτησε να της χτίσει προσκυνητάρι στο τάδε μέρος (και του το έδειξε), γιατί «εδώ του είπε, ήτανε το σπίτι μου». Ο νεαρός χτίστης Ιάκωβος της έχτισε με τον πατέρα του ένα μικρό εκκλησάκι. Μετά από χρόνια, στο μέρος εκείνο, επισημάνθηκαν ερείπια παλαιού χριστιανικού ναού.
Ήρθε όμως και η μεγάλη προειδοποίηση. Από τις αρχές του 1940, στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, του εμφανιζότανε συχνά η Αγία. Ένα βράδυ, του εμφανίστηκε πολύ σοβαρή και θλιμμένη και του είπε:
–Έλα, παιδί μου, να σου πω. Θα γίνει πόλεμος!
Ο Ιάκωβος έπεσε πάλι στην προσευχή και τις μετάνοιες. Όπου αγρυπνία και γιορτές ναών, πήγαινε και ξενυχτούσε ψέλνοντας, ολομόναχος πολλές φορές. Όπου πήγαινε κι έψελνε Δε ζήταγε από κανέναν όχι μόνο αμοιβή, αλλά ούτε και φαΐ. Έβαζε λίγο προσφάι στο ταγαράκι του, φορούσε ντρίλινα μα καθαρά ρούχα και με τα πόδια πήγαινε στις γύρω εκκλησίες.
Αρκετά πριν από την εποχή τούτη εφάρμοσε και κάτι άλλο, δείγμα της αγάπης του για προσευχή και άσκηση. Κυριακές ή Γιορτές, έφευγε στο δάσος. Έψαχνε μέρος ήσυχο και απόμερο. Το καθάριζε ή έσκαβε να γίνεται λίγο σαν σπηλιά και άρχιζε μετάνοιες και προσευχές.

Share Button