Κριτική Θεώρησις της πορείας του Οικουμενικού διαλόγου – Π ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

 

Σύνοδος 1895: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ∆ΙΑΛΟΓΟΥ
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) διεῖδε τὴν κατάληξιν τῶν οἰκουμενιστικῶν σχέσεων. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. τὸ 1961. Ὁ καθ. Ἰωάννης Καρμίρης ἐδήλωσε τὸ 1953: ἡ ἄνευ ὅρων συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς δογματικὰ συνέδρια δὲν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς.
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Εἰς τὴν Σχολὴν Γονέων Κατερίνης, τὴν 22αν Φεβρουαρίου 2016, ὡμίλησαν ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ ὁ Μοναχὸς π. Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης. Ὁ μὲν πρῶτος προέβη εἰς μίαν κριτικὴν θεώρησιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ ὁ π. Ἀρσένιος παρουσίασε προβλήματα τῆς ἑτοιμαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ βάσιν τὶς ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τοῦ Ἁγίου Ναυπάκτου, τοῦ Ἁγίου Λεμεσοῦ καὶ τοῦ Καθηγητοῦ Δ. Τσελεγγίδη. Εἰς τὴν συνέχειαν δημοσιεύεται τὸ κείμενον τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ.
1. Ἡ τραγῳδία τοῦ σχίσµατος (1054) καὶ ἡ ὀδυνηρὴ παράτασή της, ὡς καὶ οἱ καταθλιπτικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς, λειτούργησαν ὡς προϋπόθεση µιᾶς σειρᾶς διαλογικῶν προσπαθειῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας, µὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν – σχισµατικῶν στὸ ἕνα καὶ ἀδιαίρετο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα γιὰ τὴν σωτηρία τους: Μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσµατα τὸ ἕνα καὶ ἀδιάτµητο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα, ὡς σῶµα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δὲν διαιρεῖται, ἀλλὰ -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστοµο- «τὸ σεσηπὸς ἐκκόπτεται». Ὁ διάλογος ἀνήκει στὴν οὐσία τοῦ αὐθεντικοῦ Χριστιανισµοῦ, ἔχει δὲ εἰσαχθεῖ καὶ ἐξαγιασθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ∆ηµιουργὸ στὸν ἀνθρώπινο βίο. «∆εῦτε διαλεχθῶµεν» λέγει ὁ Θεὸς (Ἡσ. 1, 18) στὸ πλάσµα Του. Ἡ λατρεία µας, ἄλλωστε, εἶναι ἕνας συνεχὴς διάλογος Πλάστου καὶ πλάσµατος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ ἡ «ἀτοµική» προσευχή. Τὴν ὁδὸ τοῦ διαλόγου µὲ τὰ ἀποσχιζόµενα ἀπὸ τὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ τέκνα της ἀκολουθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
Μετὰ τὸ µεγάλο σχίσµα (1054)καὶ ὥς τὸν 15ο αἰώνα ἔγιναν, µεταξὺ ∆υτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης – Ὀρθοδοξίας δηλαδὴ καὶ Παπισµοῦ – περισσότεροι ἀπὸ 11 διάλογοι, µὲ κορύφωση τὴν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-39), ποὺ ἀπεδείχθη ψευδοσύνοδος – οὐνιτικὴ καὶ αἱρετικὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ἀπέρριψε ἡ Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ὁ Παπισµὸς προσπαθεῖ αἰῶνες τώρα νὰ τὴν ἐπιβάλει στὴν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή.
Οἱ πρὸ τῆς ἁλώσεως (1453) ἑνωτικοὶ διάλογοι ἦσαν καταδικασµένοι σὲ ἀποτυχία ἀπὸ τὴν γένεσή τους, διότι κινητήρια δύναµή τους ἦταν ἡ πολιτικὴ στοχοθεσία τῆς διασώσεως τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους καὶ τῶν συνδεοµένων µὲ αὐτὸ ὑλικῶν συµφερόντων. Αὐτὸ – τηρουµένων τῶν ἀναλογιῶν – εἶναι εὐδιάκριτο καὶ στὶς σηµερινὲς οἰκουµενι(στι)κὲς σχέσεις, µὲ τὴ σχετικοποίηση τῆς Πίστεως καὶ τὴν «Χρήση» της ἀπὸ τοὺς διαλεγοµένους, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση «σκοπιµοτήτων κοσµικοῦ χαρακτῆρος, ἐπιβαλλοµένων ἀπὸ τὴν Νέα Παγκόσµια Τάξη (Νέα Ἐποχή – New Age), ποὺ τελικὰ κατευθύνει καὶ τοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους πρὸς πραγµάτωση τῆς «Πανθρησκείας» καὶ τὴν ἐπίτευξη τῆς «Παγκοσµιοποίησης».
2. Προσπάθειες διαχριστιανικοῦ διαλόγου ἔγιναν καὶ µετὰ τὴν ἅλωση (1453), στὴν διάρκεια τῆς δουλείας. Ἡ στάση τῆς Ὀρθοδοξίας, σ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς δουλείας (ὀθωµανοκρατίας καὶ λατινοκρατίας), ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν Πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν (σώζουσα) Ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πολιτικὴ κατάσταση, ὅπως θέλουν οἱ «ἐπιφανεῖς» οἰκουµενιστές µας. Ἡ ὑπόδουλη Ρωµηοσύνη ἐγνώριζε τὴν ἀποχριστιανοποιηµένη «∆ύση» περισσότερο καὶ αὐθεντικότερα ἀπὸ ὅσο οἱ οὐνιτίζοντες ἡµέτεροι σήµερα, ποὺ οἱ ἀγαπολογικὲς σχέσεις ὁδηγοῦν σὲ συσκότιση τῆς συνειδήσεως καὶ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις. Τὰ βασικὰ πορίσµατα τῆς ἔρευνας γιὰ τὴν στάση τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ µάλιστα τοῦ Οἰκουµενικοῦ µας Πατριαρχείου, κατὰ τὴν δουλεία, µποροῦν νὰ συνοψισθοῦν στὰ ἑξῆς:
α) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν 15ο ὥς τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα παρέµεινε ἀµετακίνητη στὴ στάση της ἀπέναντι στὸν δυτικὸ χριστιανισµό, τὸν Παπισµὸ καὶ τὸν Προτεσταντισµὸ (Λουθηριανισµό, Καλβινισµό, κ.λπ.) καὶ τὸν Ἀγγλικανισµό, ποὺ χαρακτηρίζονται σαφῶς ὡς αἱρέσεις καὶ ἀποσχίσεις ἀπὸ τὴ Μία Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία.
β) Ἐκφράζεται θετικὰ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ πίστη καὶ ἀποκρούονται οἱ πλάνες τῶν δυτικοχριστιανικῶν Ὁµάδων, διότι ἔχουν στερηθεῖ τὸν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας.
γ) Παραµένει, ἔτσι, ἀκµαία ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, κατὰ τὴν ὁποία «ὁ µικρόν τι τούτων παραβαίνων ὡς σχισµατικὸς καὶ αἱρετικὸς κατακρίνεται καὶ ἀναθεµατίζεται καὶ ἀκοινώνητος παρὰ πᾶσι λογίζεται». ∆ὲν πρόκειται γιὰ ἀθεµελίωτη ἐχθρότητα, ἀλλὰ γιὰ ὁµολογία τῆς ἀληθείας.
δ) Ὁµολογεῖται, ἐπίσης, χωρὶς περιστροφές, ὅτι «αὐτὴ µόνη ἡ τῶν Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων (πάλαι µὲν Ἑλλήνων, νῦν δὲ Γραικῶν καὶ Νέων Ρωµαίων διὰ τὴν Νέαν Ρώµην καλουµένων) Χριστιανῶν πίστις ἐστὶν ἀληθὴς µόνη ἀκραιφνεστάτη».
ε) Μόνη, συνεπῶς, παραδεκτὴ βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως εἶναι ἡ ἀπόλυτος «ἑνότης τῆς πίστεως καὶ ἡ ὁµοφροσύνη στὴν πίστη τῶν Ἀποστόλων, καὶ τῶν Πατέρων, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὶς Οἰκουµενικὲς Συνόδους, κατὰ τὴν σχετικὴ δήλωση τοῦ Ἁγίου Μάρκου: «Ἐν τοῖς θείοις δόγµασιν οὐδαµοῦ χώραν ἔχει ποτὲ ἡ οἰκονοµία ἢ συγκατάβασις».
στ) Ἡ στάση αὐτὴ κορυφώνεται µὲ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 1895, ἡ ὁποία ἀπήντησε στὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ´ ποὺ ἐκάλεσε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἕνωση, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Ἐκκλησία τῶν ἑπτὰ Οἰκουµενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἐννέα πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισµοῦ, ἑποµένως ἡ µία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, στύλος καὶ ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας». Συνεπῶς, ἡ ἕνωση πρέπει νὰ γίνῃ «ἐν τῷ ἑνὶ κανόνι τῆς πίστεως καὶ ἐπὶ τοῦ θεµελίου τῆς ἀποστολικῆς καὶ πατροπαραδότου διδασκαλίας». Εἰδικὰ ὁ Παπισµὸς χαρακτηρίζεται «Ἐκκλησία τῶν καινοτοµιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραµµάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων», «Οὐδέποτε ἐθεωρήθη ὁ Ἐπίσκοπος Ρώµης ὡς ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ καὶ ἀλάνθαστος κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας».
Σήµερα οἱ ὑψηλόβαθµοι Οἰκουµενιστὲς θεωροῦν τὸν Πάπα (καὶ ὡς αἱρετικὸν) κανονικὸ Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώµης, ποὺ χαρακτηρίζεται «ἀδελφὴ Ἐκκλησία», ὅπως δηλαδὴ τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα!
3. Ἡ ἀταλάντευτη αὐτὴ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιαστικῆς Ἡγεσίας ἀπέναντι στὴν ἑτερόδοξη ∆ύση ἄλλαξε ἐπίσηµα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐπὶ πατριαρχίας Ἰωακεὶµ τοῦ Γ΄(†1912). Ἡ ἀσυνέχεια αὐτὴ γίνεται ἀντιληπτὴ καὶ µόνο µὲ τὴν σύγκριση τῶν δογµατικοσυµβολικῶν κειµένων, ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἑξῆς, µὲ ἐκεῖνα τοῦ 19ου αἰώνα.
Αὐτὸ ὅµως σηµαίνει, ὅτι ἐγκαινιάζεται στὸ ἐθναρχικὸ Κέντρο µία νέα στάση ἀπέναντι στὴν ἀποκρουόµενη ὣς τότε ∆ύση, κατὰ τὸ πνεῦµα τοῦ φιλοδυτικισµοῦ καὶ τῶν «οἰκουµενικῶν σχέσεων». Τὸ κύριο σηµεῖο ἀναφορᾶς δὲν θὰ εἶναι πλέον ἡ Ἀνατολή, ἀλλὰ ἡ ∆ύση, µὲ ὅ,τι αὐτὴ ἐκφράζει. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ ὁριοθετεῖται ἀπὸ τρία σπουδαῖα Κείµενα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου, τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶµ Γ΄ τὸ 1902, τὸ ∆ιάγγελµα τοῦ 1920 καὶ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952. Ἡ πρώτη πραγµατοποιεῖ τὸ οἰκουµενιστικὸ ἄνοιγµα στὴν ∆υτικὴ Χριστιανοσύνη, ἐνῶ τὰ ἄλλα ἔχουν καθαρὰ προγραµµατικὸ χαρακτήρα, ἐγκαινιάζοντας καὶ προωθώντας τὴν πορεία πρὸς τὸν Οἰκουµενισµὸ µὲ τὴν «Οἰκουµενικὴ Κίνηση». Ἡ συµµετοχή µας σ’ αὐτὴν ὁδήγησε στὶς σηµερινὲς ἐλεγχόµενες ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Τὴν ἐπελθοῦσα ἀλλαγὴ µαρτυρεῖ ἡ χρησιµοποιούµενη γλώσσα. Οἱ «ἀναδενδράδες», ὅπως χαρακτηρίσθηκαν οἱ δυτικὲς χριστιανικὲς ὁµάδες τὸ 1902, γίνονται τὸ 1920 «Ἐκκλησίες», κάτι, βέβαια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς Οἰκουµενιστές, δικούς µας καὶ ξένους. Αὐτὸ ὅµως σηµαίνει προοδευτικὴ ἐξίσωση τῶν δυτικῶν Ὁµολογιῶν µὲ τὴν Μία Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ εἶναι περισσότερο εἰλικρινὴς ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´, ὅταν τὸ 2008 ἀρνήθηκε στὸν Προτεσταντισµὸ τὸν χαρακτήρα τῆς «Ἐκκλησίας», τὴν Ὀρθοδοξία δὲ ἐχαρακτήρισε «ἐλλειµµατική», διότι δὲν ἀποδέχεται τὸ πρωτεῖο του.
Μὲ τὸ ∆ιάγγελµα τοῦ 1920 τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο προσέφερε τὸν καταστατικὸ χάρτη γιὰ τὴν στάση, ποὺ ὄφειλε νὰ τηρήσει στὸ µέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη µέσα στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση. Ἂν ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τὸν δρόµο γιὰ τὴν συµµετοχή µας στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση, τὸ ∆ιάγγελµα τοῦ 1920 προετοίµασε τὴν εἴσοδό µας στὸ ΠΣΕ.
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Χρῆστο Γιανναρᾶ, ἡ Ἐγκύκλιος «ὑποκαθιστᾶ ἢ ἀποσιωπᾶ τὴν ἀλήθεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὑπαρκτικοῦ µυστηρίου τῆς σωτηρίας, γιὰ χάρη τῆς κοινωνιστικῆς καὶ πιετιστικῆς ἀντίληψης ἑνὸς ἰδεολογικοῦ χριστιανισµοῦ, µιὰ καὶ σ’ αὐτὴ «δὲν ὑπάρχει οὔτε ὑπαινιγµὸς τῆς ἀλήθειας» (Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1997, σ. 196 ἑπ.).
Ἡ ἐπὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καὶ ἐπισφράγιση τῆς προγραµµατισµένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτὸ µεγάλοι ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καρµίρης καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρὰ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο, δὲν παρέλειψαν νὰ ἐκφράσουν τὸν δισταγµό τους στὰ ἀνοίγµατα αὐτὰ καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις τους γιὰ τὶς µέσῳ αὐτῶν δροµολογηθεῖσες ἐξελίξεις.
Ὁ µὲν π. Φλωρόφσκυ τὸ 1961 ἀποµακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ΠΣΕ, ὁ δὲ Ἰωάννης Καρµίρης (τὸ 1953) δηλώνει περίφροντις ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις: «Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀνεπιφύλακτος καὶ ἄνευ ὅρων συµµετοχὴ (τῆς Ὀρθοδοξίας) εἰς δογµατικὰ συνέδρια καὶ ἡ ὀργανικὴ σύνδεσις αὐτῆς µετὰ πολυαρίθµων ποικιλωνύµων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁµολογιῶν καὶ αἱρέσεων ἐπὶ βάσεως δογµατικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς ἐν τῷ Παγκοσµίῳ Συµβουλίῳ τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐσήµαινε παρέκκλισιν ἀπὸ τῆς ὑπὸ τοῦ Πατριαρχικοῦ ∆ιαγγέλµατος τοῦ 1920 χαραχθείσης γραµµῆς περὶ συνεργασίας αὐτῆς µόνον ἐν τοῖς ζητήµασιν τοῦ Πρακτικοῦ Χριστιανισµοῦ καὶ γενικῶς δὲν θὰ ἦτο σύµφωνος πρὸς τὰς θεωρητικὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν µακραίωνα παράδοσιν αὐτῆς, ὡς καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ πρᾶξιν τῶν ἑπτὰ Οἰκουµενικῶν Συνόδων καὶ τῶν µεγάλων Πατέρων αὐτῆς».
Στὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο λέγει, ὅτι «διὰ τῆς ἄχρι τοῦδε συµµετοχῆς της εἰς τὴν παγχριστιανικὴν Κίνησιν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐζήτησε κυρίως, ἵνα γνωρίσῃ καὶ µεταδῷ τοῖς ἑτεροδόξοις τὸν πλοῦτον τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς, καὶ τὴν θρησκευτικὴν ἅµα καὶ ἀσκητικὴν αὐτῆς πεῖραν, πληροφορηθῇ δὲ καὶ αὐτὴ τὰς νέας µεθόδους καὶ ἀντιλήψεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ δράσεως αὐτῶν». Φοβούµενος ὅµως τὴν σχετικοποίηση τῆς πίστεως, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ὁ Ἰωάννης Καρµίρης νὰ ὑπογραµµίσει: «Ἡ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων… καὶ ἡ συνεργασία…ἔχει τὴν ἔννοιαν κοινωνίας ἀγάπης καὶ οὐχὶ κοινωνίας ἐν τῇ δογµατικῇ διδασκαλίᾳ καὶ τοῖς µυστηρίοις».
4. Τοὺς ἀληθινοὺς στόχους ὅµως τοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουµενισµοῦ δὲν διστάζουν νὰ ὁµολογοῦν διακεκριµένοι Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου, ὅπως ὁ Θυατείρων Γερµανὸς (Στρηνόπουλος), ἀναφερόµενος διὰ µακρῶν στὸ ∆ιάγγελµα τοῦ 1920, τὸ ὁποῖο καὶ συνέταξε µαζὶ µὲ ἄλλους καθηγητὲς τῆς Θεολ. Σχολῆς τῆς Χάλκης. «Εἶναι ἀνάγκη, εἶπε, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ Ἐκκλησίες ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑνότητα, ὑπὸ τὴν στενή τῆς λέξεως ἔννοια…, ὑπάρχει καὶ µία ἄλλη, πιὸ περιεκτικὴ ἔννοια τῆς ἑνότητος, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι ὅσοι παραδέχονται τὴν θεµελιώδη διδασκαλία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, καὶ ἀποδέχονται Αὐτὸν ὡς Σωτῆρα καὶ Κύριο, θὰ ἔπρεπε νὰ θεωροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς µέλη τοῦ ἰδίου σώµατος καὶ ὄχι ὡς ξένους». «Χωρὶς νὰ εἰσχωρήσουµε στὴν ἐξέταση τῶν δογµατικῶν διαφορῶν, ποὺ χωρίζουν τὶς Ἐκκλησίες», πρόσθεσε ὁ Θυατείρων, «πρέπει νὰ καλλιεργήσουµε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἰδέα τῆς εὐρυτέρας ἑνότητος…». Εἶναι φανερὴ ἐδῶ ἡ θεωρία περὶ «διευρυµένης Ἐκκλησίας», ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν περιθωριοποίηση τῆς πίστεως καὶ τοῦ σωτηριολογικοῦ χαρακτήρα τοῦ δόγµατος, σ’ ἀντίθεση µὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση, ὅλων τῶν αἰώνων.
Καθαρότερα ὅµως τὸν σκοπὸ τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως ἔδωσε ὁ ἐπίσης διακεκριµένος Ἱεράρχης τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν της, πρώην Ἀµερικῆς Ἰάκωβος σὲ συνέντευξή του τὸ 1999 στὸ περιοδικὸ ΝΕΜΕΣΙΣ: «Πρῶτον µὲ ἐπίκραναν οἱ πόλεµοι καὶ δεύτερον ἡ σχετικὴ ἀποτυχία τοῦ Οἰκουµενικοῦ ∆ιαλόγου, ὁ ὁποῖος ἀπέβλεπε στὴν ἕνωση ἢ τὴν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ κατόπιν γενικότερα ὅλων τῶν θρησκειῶν». Εἶναι µιὰ ἔντιµη ὁµολογία γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως καὶ τὴν διασύνδεσή της µὲ τὸν πανθρησκειακὸ ∆ιάλογο, ἀλλὰ καὶ τὶς στοχοθεσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς Πανθρησκείας.
Ὑπεύθυνη ὅµως καὶ ἀντικειµενικὴ κριτικὴ στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση ἔχει ἀσκήσει ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τὸν Οἰκουµενισµὸ µὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: «Ὁ Οἰκουµενισµὸς εἶναι κοινὸν ὄνοµα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς ∆υτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν Οὑµανισµῶν µὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισµόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισµοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ µία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνοµά των εἶναι ἡ παναίρεσις». Καὶ διερωτᾶται: «Ἦτο ἆραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶµα καὶ ὀργανισµὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της Θεολόγοι, ἀκόµη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν µετοχὴν καὶ συµπερίληψιν εἰς τὸ ΠΣΕ; Ἀλοίµονον, ἀνήκουστος προδοσία».
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος µπόρεσε νὰ διίδει τὴν κατάληξη τῶν οἰκουµενιστικῶν σχέσεων, ποὺ κορυφώθηκαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ Balamand (1993) (=κατάφαση τῆς παπικῆς αἱρέσεως ὡς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Οὐνίας, ποὺ συµµετέχει ἐπίσηµα στὸν ∆ιάλογο) καὶ τοῦ Porto Allegre (2005) (= ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς Ἐκκλησιολογίας), ἀλλὰ καὶ στὴν καταξίωση de facto τῆς «βαπτισµατικῆς Θεολογίας», «τῆς κοινῆς διακονίας» χωρὶς ἑνότητα πίστεως, τῆς «διευρυµένης Ἐκκλησίας» καὶ τοῦ «πολιτιστικοῦ πλουραλισµοῦ».
Ὁ Οἰκουµενισµὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχές του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχµαλωσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων σχεδὸν τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυµασµὸς τῶν Οἰκουµενιστῶν µας «γιὰ µιὰ δῆθεν νέα ἐποχή, ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο µὲ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902 καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται», διότι «αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νοµιµοποιήσουµε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσµατα τοῦ Παπισµοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισµοῦ». Αὐτὸ εἶναι τὸ κατασταλαγµένο συµπέρασµα τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τὸ ὁποῖο ἀδίστακτα προσυπογράφω.
5. Εἶναι, λοιπόν, φανερό, ὅτι ὁ Οἰκουµενισµὸς ἀποδείχθηκε πλέον ὡς ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ὡς ἕνας «δαιµονικὸς συγκρητισµός», ποὺ ἐπιδιώκει µία ὁµοσπονδιακὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας µὲ τὴν δυτικὴ αἱρετικὴ πανσπερµία. Ἔτσι ὅµως, ἡ ὀρθοδοξία δὲν ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν µὴ ὀρθόδοξο κόσµο, διότι ἔχει ἐγκλωβισθεῖ αὐτή, στὰ πρόσωπα τῶν κατὰ τόπους Ἡγεσιῶν της, στὶς παγίδες τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ποὺ κατεργάζονται τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀλλοτρίωσή της.
Ἀντὶ λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἡγεσία µας, νὰ ἀκολουθεῖ τὸ παράδειγµα τῶν Ἁγίων µας Πατέρων στὴ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς µόνης δυνατότητος σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας, πράττει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: συµφύροντας τὴν Ὀρθοδοξία µὲ τὴν αἵρεση, στὰ ὅρια τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ καταξιώνοντας τὴν αἱρετικὴ πλάνη, ἐπιφέρει τὴν ἄµβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώµατος καὶ στερεῖ καὶ αὐτὸ καὶ τὸν κόσµο ἀπὸ τὴν δυνατότητα σωτηρίας.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπορρίπτονται οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ διδασκαλία τους, µὲ τὴν ἀνατροπὴ τῆς πίστεως καὶ πράξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ «µεταπατερικότητα», δηλαδή, εἶναι στὴν οὐσία της ἀντιπατερικότητα, διότι ἡ προτεσταντίζουσα αὐτὴ κίνηση ἀποδυναµώνει τὴν πατερικὴ παράδοση, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία παραµένει ἀθωράκιστη στὴν δίνη τοῦ Οἰκουµενισµοῦ καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καὶ γιὰ νὰ παραφράσουµε τὸν Ντοστογιέφσκυ: «Χωρὶς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»! Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὅµως τὸν Παλαµᾶ, «τοῦτό ἐστιν ἀληθὴς εὐσέβεια, τὸ µὴ πρὸς τοὺς θεοφόρους Πατέρας ἀµφισβητεῖν».

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
4 Μαρτίου 2016
Αρ. φύλλου 2107

Share Button