Θεολογία καί Ποιμαντική Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέου με τους φοιτητές της Θεολογικής Ακαδημίας

H πύλη Bogoslov.ru δημοσιεύει τη συζήτηση του Σεβ.Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέου με τους φοιτητές της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας, στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2009
•1. Σεβασμιώτατε, μας ενδιαφέρει πώς προσευχηθήκατε στα φοιτητικά σας χρόνια, δηλαδή πώς ξεπεράσατε αυτή την κρύα προσευχή, πώς φτάσατε στη θερμή προσευχή των ησυχαστών; Ή πώς μπορεί κανείς να φτάσει σ’αυτήν, πώς μπορεί να ξεπεράσει κανείς αυτήν την κρύα κατάσταση της προσευχής;
Δεν ξέρω αν έφθασα στην προσευχή των ησυχαστών, αλλά έμαθα πώς γίνεται αυτή η προσευχή. Όταν ήμουν στη μικρή μου ηλικία προσευχόμουν συμμετέχοντας στη λατρεία της Εκκλησίας. Στη συνέχεια προσπάθησα να μάθω για τη νοερά προσευχή.
Η ψυχή του ανθρώπου έχει δύο ενέργειες. Η μια είναι η λογική ενέργεια και η άλλη είναι η νοερά ενέργεια. Η λατρεία της Εκκλησίας μας είναι λογική λατρεία, γιατί γίνεται με τη λογική. Ταυτόχρονα, όμως, αγωνιζόμαστε να αναπτύξουμε και τη νοερά ενέργεια, ώστε να γίνεται και νοερά προσευχή.
Είχα τη μεγάλη ευλογία από το Θεό να έχω καθηγητές, οι οποίοι μου δίδαξαν τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλ’ όμως, από τη θεωρία πρέπει να οδηγηθεί κανείς στην πράξη. Ο καθηγητής μου Παναγιώτης Χρήστου με συνέδεσε με το Άγιο Όρος.Έργαζόμουν στις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και στην συνέχεια βοήθησα στην κριτική έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Παράλληλα, όμως μου δινόταν η ευκαιρία να συζητώ με μοναχούς του Αγίου Όρους για να μάθω πώς γίνεται η νοερά προσευχή στην πράξη.

Υπήρξε μια περίοδος της ζωής μου πού πήγαινα στο Άγιο Όρος και δεν με ενδιέφερε καθόλου να δω τις βιβλιοθήκες των Μονών και τα μουσεία τους. Ρωτούσα κάθε μοναχό που συναντούσα να μου πει για τη νοερά προσευχή. Έτσι, συνάντησα τον πατέρα Παΐσιο, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον πατέρα Εφραίμ Φιλοθεΐτη και πολλούς άλλους Πατέρες που ζούσαν στην έρημο του Αγίου Όρους. Δεν τους ρωτούσα τίποτε άλλο παρά μόνο για τη νοερά προσευχή. Και η αλήθεια είναι ότι έμαθα πολλά πράγματα θεωρητικά.
Μετά γνώρισα το Γέροντα Σωφρόνιο (Σαχάρωφ) στην Αγγλία, στη Μονή του Έσσεξ. Είχε μεγάλη πνευματική εμπειρία και συνέδεε τη νοερά προσευχή με τη θεολογία της Εκκλησίας. Και αυτός με βοήθησε πάρα πολύ στην πνευματική μου ζωή.
Βέβαια, την μεγαλύτερη βοήθεια λαμβάνει κανείς όταν ο ίδιος αγωνίζεται να μάθει να προσεύχεται. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο βιβλίο του Anthony Bloom «Μάθε να προσεύχεσαι». Μάλιστα όλοι οι Πατέρες λένε ότι όχι μόνο διαβάζει κανείς για την προσευχή, αλλά θα πρέπει να μάθει να προσεύχεται. Άν το πρωί αφιερώσει κανείς λίγη ώρα για να κάνει την ευχή, να πει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», καθώς επίσης να κάνη τό ίδιο και το βράδυ ή εάν κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ώρα που περπατάει , την ώρα που ταξιδεύει προσεύχεται, τελικά θα μάθει πολλά για την προσευχή.
Να σας πω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τί θα πει: πώς να μάθει κανείς να προσεύχεται. Η προσευχή στο Θεό είναι έκφραση αγάπης και έρωτα. Όποιος αγαπά το Θεό, Τον θυμάται και προσεύχεται. Όταν κάποια μητέρα αγαπά το παιδί της θέλει συνέχεια να το σκέφτεται. Όταν ένα αγόρι ερωτεύεται μια κοπέλα συνέχεια τη σκέφτεται. Δεν είναι θέμα απλώς να σας διδάξει κάποιος τι θα πει έρωτας, ούτε θα σας μάθει κανείς μερικές εξωτερικές ασκήσεις για τον έρωτα. Έτσι δεν χρειάζεται πολλές οδηγίες, αλλά, όποιος αγαπά το Θεο, θέλει συνέχεια να Τον σκέφτεται. Και όταν σκέφτεται το Θεό με τη λογική του, κάποια στιγμή η λογική προσευχή θα γίνει νοερά προσευχή. Κάποια στιγμή η προσευχή από τη λογική θα κατεβεί μέσα στο νου, στην καρδιά.
Θυμάστε τη συνάντηση που είχε ο Χριστός με τους δύο Μαθητές που πήγαιναν προς Εμμαούς. Οι Μαθητές ήταν απογοητευμένοι για όσα είχαν γίνει την εβδομάδα εκείνη στα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός τους συνάντησε σαν ένας ξένος και τους είπε: «Τι είναι αυτά που συζητάτε μεταξύ σας και γιατί είστε σκυθρωποί-στενοχωρημένοι»; Αυτοί Του είπαν: «Εσύ είσαι ο μόνος που κατοικεί στα Ιεροσόλυμα καί δεν γνωρίζεις όσα συνέβησαν εκεί αυτές τις ημέρες;». Ο Χριστός έκανε πως δεν γνώριζε και ρώτησε: «Ποιά;». Και στη συνέχεια άρχισε να τους εξηγεί ότι αυτά τα είχαν προφητεύσει όλα οι Προφήτες. Τότε η καρδιά των μαθητών θερμάνθηκε, γι΄ αυτό αργότερα είπαν: «Δεν έκαιγε μέσα μας η καρδιά μας καθώς μας μιλούσε στο δρόμο καί μας εξηγούσε τις Γραφές;». Αυτή η θερμότητα της καρδιάς είναι η αγάπη του ανθρώπου για το Θεό και έτσι γίνεται η προσευχή. Μετά Τον παρεβίασαν, Τον κράτησαν καί Του είπαν: «Μείνε μαζί μας». Πήγαν στο σπίτι και την ώρα που ευλόγησε και κομμάτιασε τόν άρτο, ανοίχτηκαν τά μάτια των Μαθητών και αναγνώρισαν το Χριστό. Και τότε Αυτός έγινε άφαντος από αυτούς (Λουκ. 24, 13-35).
Στην πραγματικότητα αυτή η πορεία είναι μια θεία Λειτουργία. Στην αρχή της θείας Λειτουργίας ακούμε το Χριστό με τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο καί θερμαίνεται η καρδιά μας. Μετά οδηγούμαστε στη Λειτουργία της αναφοράς και κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Αυτό δείχνει την πνευματική ζωή, το πώς από τη θλίψη και από τη στενοχώρια μπορούμε να φτάσουμε στη θέα του Θεού, το πώς από την ακρόαση του λόγου φθάνουμε στη θεωρία του Λόγου.
Έτσι, αυτή η πορεία δείχνει και τον τρόπο με τον οποίο η λογική προσευχή γίνεται νοερά προσευχή. Μέσα στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει το πνευματικό θυσιαστήριο όπου γίνεται μια θεία Λειτουργία. Αυτά τα γνωρίζετε και εσείς. Και χάρηκα πάρα πολύ που έμαθα ότι ο άγιος Σέργιος Ραντονέζ, που τιμάται εδώ στην Λαύρα και σε όλη την Ρωσία έλαβε την ευλογία από τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ήταν συμμοναστής και φίλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Άρα, βλέπουμε ότι υπάρχει μια ολόκληρη ζωή που μεταφέρεται και στη Ρωσία και σε άλλους χώρους.
Αυτή είναι μια γενική απάντηση που μπορώ να δώσω. Αν κάποιος θέλει πιο πολλές λεπτομέρειες για το θέμα αυτό μπορεί να υποβάλει άλλη ερώτηση.
2.Πόσο βαθειά χρησιμοποιούνται τα έργα των Ρώσων θεολόγων Πατέρων στην Ελληνική θεολογία και στη Δυτική ορθόδοξη θεολογία και σε πόσο βαθμό χρησιμοποιούνται τα έργα των συγχρόνων Ρώσων θεολόγων;
Όλοι οι Ορθόδοξοι έχουμε την ίδια παράδοση και καθένας βοηθάει τον άλλον. Όλοι, όσοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας, ανήκουμε στην ίδια Εκκλησία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι η Εκκλησία είναι μια μεγάλη Μητέρα που τρέφει τα παιδιά της από τους δυο μαστούς της. Ο ένας μαστός είναι το Βάπτισμα και ο άλλος μαστός είναι η θεία Κοινωνία. Επομένως, έχουμε ίδια τροφή και αυξανόμαστε ως ορθόδοξοι.
Πολλά έργα Ρώσων θεολόγων έχουν μεταφραστεί στην Ελλάδα. Τελείωσα το Πανεπιστήμιο το 1968. Όταν έδωσα τις εξετάσεις στο μάθημα της ηθικής, εξετάστηκα στο βιβλίο του Νικολάϊ Μπερντιάγιεφ: «Ο προορισμός του ανθρώπου», οπότε διάβασα πολύ καλά τον Μπερντιάγιεφ και πήρα πτυχίο από την μελέτη αυτή. Επίσης διάβασα πολλά βιβλία του Ντοστογιέφσκι. Για παράδειγμα «Οι αδελφοί Καραμάζωφ» είναι το τελευταίο καταπληκτικό έργο του Ντοστογιέφσκι. Είναι πολύ σημαντικό το ότι εκεί τίθεται το ερώτημα: «Ελευθερία ή ευτυχία;».
Στην αρχή της ζωής μου ως Κληρικού ήμουν στην Αθήνα σ’ ένα Συνέδριο και ομίλησε ο Ρουμάνος θεολόγος π. Δημήτριος Στανιλοάε. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το θέμα το οποίο ανέπτυξε τότε, που ήταν «Ή θεολογία του δώρου». Ανέπτυξε, δηλαδή, τη θεολογία ότι όλος ο κόσμος είναι δώρο Θεού και αυτό μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και πολλές φορές χρησιμοποιώ αυτό στις ομιλίες μου.
Επίσης βοηθούν τα έργα των Ρώσων της διασποράς. Για παράδειγμα το βιβλίο «Η πάλη με το Θεό» του Ευδοκίμοφ ή «Η Μυστική θεολογία» του Λόσσκι. Είναι πολύ σημαντικά τα βιβλία αυτά. Ακόμη μεγάλη είναι η προσφορά του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι που θεωρείται ο μεγαλύτερος Ορθόδοξος Θεολόγος του 20ου αιώνος.
Νομίζω ότι οι Ρώσοι της διασποράς στο Παρίσι έκαναν ένα παράλληλο έργο με εκείνο των Πατέρων του τετάρτου μ.Χ αιώνος, τηρουμένων των αναλογιών. Γιατί, όπως οι Πατέρες τότε μελέτησαν πολύ καλά την Ελληνική φιλοσοφία και προσπάθησαν να απαντήσουν στα ερωτήματα των φιλοσόφων με βάση την Αποκάλυψη που είχαν δεχθεί από το Θεό, έτσι και οι Ρώσοι της διασποράς μελέτησαν πολύ καλά τη δυτική νοοτροπία, το σχολαστικισμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τον ηθικισμό του Προτεσταντισμού, γνώρισαν πολύ καλά την αγωνία των αθέων και των αγνωστικιστών στην Ευρώπη και προσπάθησαν να απαντήσουν σ’ αυτά τα θέματα μέσα από την διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων της Εκκλησίας.
Επίσης, στην Ελλάδα και στο δυτικό κόσμο έκανε μεγάλη εντύπωση το βιβλίο του Ρώσου ανωνύμου συγγραφέως «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού». Όπως επίσης μεταφράστηκαν έργα που αναφέρονταν στους Ρώσους Αγίους και ασκητές, γιά παράδειγμα τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, τον άγιο Αμβρόσιο, τον άγιο Λουκά τον ιατρό κλπ.
Εγώ βοηθήθηκα πολύ από το βιβλίο του πατέρα Σωφρονίου για τον άγιο Σιλουανό. Ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος με βοήθησε πάρα πολύ στην πνευματική μου ζωή. Διότι, όταν ήμουν φοιτητής, διάβασα τους Πατέρες της Εκκλησίας. Όμως, όταν πήγα στο Άγιο Όρος, βρήκα καλούς Πατέρες, που έκαναν άσκηση, αλλά δεν γνώριζαν τη θεολογία των αγίων Πατέρων που διάβαζα. Αργότερα, όταν έγινα Κληρικός, είδα ότι μέσα στην Εκκλησία υπήρχαν αντιπαλότητες, διενέξεις μεταξύ των Κληρικών και τότε έπαθα ένα θεολογικό σοκ. Δηλαδή, γνώρισα καλούς θεολόγους καθηγητές, καλούς μοναχούς και καλούς Κληρικούς, αλλά δεν γνώρισα κάποιον που να συνδύαζε και τα τρία αυτά γνωρίσματα, συγκεντρωμένα σ’ ένα πρόσωπο. Έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, πού θα βρω ένα πρόσωπο το οποίο να έχει τη θεολογία των Πατέρων, τον ησυχασμό των ασκητών του Αγίου Όρους και να εργάζεται μέσα στον κόσμο ως Πνευματικός;». Και αυτό το βρήκα στον πατέρα Σωφρόνιο.
Σας είπα όλα αυτά για να σας δείξω πώς εγώ είμαι Έλληνας, αλλά πιο πολύ είμαι ορθόδοξος, και πάνω από την Ελλάδα θέτω την Εκκλησία, και πάνω από τους φιλοσόφους τοποθετώ τους Πατέρες της Εκκλησίας. Έχω γεννηθεί πνευματικά με τη ζωή και τη διδασκαλία των Ρώσων, Ρουμάνων, Ελλήνων ασκητών, δηλαδή Ορθοδόξων. Απ’ ό,τι, όμως, γνωρίζω και στη Ρωσία μεταφράζονται βιβλία για τους συγχρόνους Πατέρες που έζησαν στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα, όπως του πατρός Παϊσίου, του πατρός Πορφυρίου και ωφελείστε απ’ αυτά. Μεταφράζονται επίσης και δικά μου βιβλία.
Είμαστε αδέλφια μεταξύ μας. Μπορεί να μας χωρίζουν οι γλώσσες, αλλά έχουμε την ίδια γλώσσα της καρδιάς, που είναι η αγάπη. Και εγώ θέλω πολύ να μάθω αυτή τη γλώσσα της καρδιάς, η οποία είναι η δυσκολότερη γλώσσα στον κόσμο. Μπορεί να μάθεις δέκα γλώσσες πιο εύκολα και δύσκολα να μάθεις τη γλώσσα της καρδιάς, τη θεολογική γλώσσα των Πατέρων και των ησυχαστών, των πραγματικών Στάρετς.
3. Στην «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» εσείς μιλάτε για το πώς γίνεται η αποκατάσταση του νου του ανθρώπου. Ήθελα να ρωτήσω πώς μπορεί να θεραπευτεί η θέληση του ανθρώπου, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τη ναρκομανία, όταν η βούληση του ανθρώπου είναι καταβεβλημένη. Και στο βιβλίο σας «Η ζωή μετά το θάνατο» γράφετε ότι θα γίνει η αποκατάσταση του ανθρώπου εκτός από τη θέληση και ότι η καταπιεσμένη θέληση δεν μπορεί να θεραπευτεί.
Το βιβλίο «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία», καθώς επίσης και μερικά επόμενα βιβλία που έχουν το ίδιο θέμα, ήταν καρπός της ποιμαντικής μου διακονίας. Υιοθέτησα τόν όρο “ψυχοθεραπεία”, που τον χρησιμοποιούν οι ψυχοθεραπευτές, αλλά εγώ συνέδεσα τον όρο αυτό με την λέξη “Ορθόδοξη”.
Πρόσφατα σε ένα βιβλίο, το οποίο εξεδόθη από την Αμερικανική Εταιρεία Ψυχολογίας, έγινε αποδεκτός αυτός ο όρος -Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία- και μάλιστα γράφεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την προσευχή και την άσκηση θεραπεύει την κατάθλιψη.
Βασικό θέμα του βιβλίου μου «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» είναι ότι ο νους του ανθρώπου τραυματίσθηκε, σκοτίσθηκε και αυτός πρέπει να θεραπευθεί και να αποκατασταθεί. Στην πραγματικότητα πρέπει να θεραπευθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, που αποτελείται από ψυχή και σώμα.
Κατά το φιλόσοφο Πλάτωνα η ψυχή του ανθρώπου έχει λογιστικό και παθητικό. Το λογιστικό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ψυχής του ανθρώπου και το παθητικό (επιθυμικό και θυμικό) συνδέεται με το σώμα. Έτσι, κατ’ αυτόν, πρέπει να νεκρωθεί το παθητικό μέρος της ψυχής και τελικά η ψυχή πρέπει να απαλλαγεί από το σώμα. Τέτοιες απόψεις είχε και ο Βαρλαάμ και γι’ αυτό και ισχυριζόταν ότι το σώμα είναι κακό, πρέπει να νεκρωθεί το παθητικό μέρος της ψυχής και η λογική να έχει μνήμη του Θεού.
Όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι μέσα στον άνθρωπο δεν υπάρχουν κακές δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να νεκρωθούν, αλλά υπάρχουν δυνάμεις που έχουν διαστραφεί από την αμαρτία και πρέπει να μεταμορφωθούν. Για παράδειγμα, η αγάπη είναι μια ενέργεια της ψυχής, την οποία πρέπει να στρέψουμε προς το Θεό. Δεν πρέπει να νεκρώσουμε την αγάπη, αλλά να τη μεταμορφώσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με το θυμικό μέρος της ψυχής.
Το παθητικό μέρος της ψυχής θεραπεύεται με την τήρηση των εντολών του Χριστού και την όλη εκκλησιαστική ζωή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι στο λογιστικό θέτουμε την προσευχή, στο επιθυμητικό μέρος την εγκράτεια και στο θυμικό μέρος την αγάπη.
Βέβαια, η όλη θεραπεία του ανθρώπου δεν είναι μια ατομική πράξη, αλλά γίνεται μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την άσκηση. Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, μιλώντας για την καθιέρωση του Ιερού Ναού, λέγει ότι υπάρχουν τρία σημεία, ο Επίσκοπος που κάνει την τελετή, το Θυσιαστήριο που αγιάζεται και τα λείψανα των Αγίων που τίθενται κάτω από την Αγία Τράπεζα. Αυτοί οι τρεις άξονες συνιστούν το εκκλησιαστικό φρόνημα και την εκκλησιαστική ζωή, που σώζει τον άνθρωπο.
Είναι πάρα πολύ σημαντική αυτή η σχέση μεταξύ Επισκόπου, Θυσιαστηρίου και Αγίων. Αν κάποιος πει ότι εγώ κάθε Κυριακή κοινωνώ, αλλά δεν αναγνωρίζω τον Επίσκοπο ούτε τους Αγίους, αυτός δεν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα. Αν κάποιος άλλος πει ότι εγώ σέβομαι και αναγνωρίζω μόνο τους Αγίους, αλλά δεν κοινωνώ ούτε αναγνωρίζω τον Επίσκοπο και αυτός δεν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα. Και αν κάποιος πει ότι σέβομαι μόνο τον Επίσκοπο, αλλά δεν εκκλησιάζομαι ούτε κοινωνώ, ούτε αναγνωρίζω τους Αγίους και αυτός δεν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα. Νομίζω ότι καθένας θεραπεύεται μέσα στην Εκκλησία στηριζόμενος στους τρείς αυτούς άξονες της πνευματικής ζωής.
Για να θεραπευθούμε δεν πρέπει απλώς να βρούμε έναν Πνευματικό Πατέρα για να μας βοηθήσει, αλλά θα πρέπει να κάνουμε υπακοή στον Στάρετς και ο πραγματικός Στάρετς σέβεται την παράδοση και το θεσμό της Εκκλησίας, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσουμε και τον τρόπο θεραπείας που έχει καθιερωθεί από τους Πατέρες μας. Κανένας πραγματικός Στάρετς δε θα σας πει: “μην κάνετε υπακοή στον Επίσκοπο”.
Έτσι, όταν ζει κανείς μέσα στην Εκκλησία, σιγά-σιγά μεταμορφώνεται. Για παράδειγμα, ένα μικρό έμβρυο που κυοφορείται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του αναπτύσσεται φυσιολογικά, δηλαδή μεγαλώνει σιγά-σιγά παραμένοντας μέσα στη μήτρα και τρεφόμενος με το αίμα της μητέρας του. Θα έρθει στιγμή που θα βγει από τη μήτρα. Να υποθέσετε ότι αυτή η πνευματική μήτρα είναι η Εκκλησία. Εμείς είμαστε τα έμβρυα και καθόμαστε εκεί και μεγαλώνουμε. Αν κάποιο έμβρυο πει: «Εγώ δε θέλω να μείνω στη μήτρα, πρέπει να βγω από αυτήν», τότε θα πεθάνει. Πρέπει να ‘ρθει η ώρα του για να γεννηθεί.
Πήγε κάποιος δυτικός Χριστιανός στο Άγιο Όρος και είπε σε κάποιο μοναχό: «Δεν μπορώ να καταλάβω τί κάνετε εσείς οι μοναχοί. Κάθεστε τόσες ώρες μέσα στον Ιερό Ναό. Γιατί χάνετε τον καιρό σας;». Εκείνη την ώρα σκέφτηκε ο μοναχός: «Τί να του απαντήσω, τί θα καταλάβει αυτός»; Και του είπε το εξής: «Είμαστε πνευματικά έμβρυα και καθόμαστε μέσα στη μήτρα της Εκκλησίας μας, στις ακολουθίες που έχει η Εκκλησία, και περιμένουμε κάποτε να γεννηθούμε».
Ένα άλλο παράδειγμα είναι από την τροφή που λαμβάνουμε. Τρώμε πρωΐ, μεσημέρι, βράδυ και η τροφή αυτή πηγαίνει στο στομάχι, στο πεπτικό σύστημα και από ‘κεί δια του αίματος τρέφεται όλο το σώμα. Δεν μπορεί κάποιος να πει, ότι με το φαγητό της σημερινής ημέρας θα τραφεί το δεξί μου πόδι καί αύριο το αριστερό μου πόδι και τις άλλες ημέρες κάθε χέρι ξεχωριστά. Το σώμα μεγαλώνει σιγά-σιγά και όλο μαζί. Έτσι και ο άνθρωπος μεγαλώνει μέσα στην Εκκλησία, με τα Μυστήριά της σιγά-σιγά, καλλιεργώντας όλες τις αρετές.
Βέβαια, αυτό έχει σχέση με την ενέργεια του Θεού και τη συνέργεια τη δική μας. Τα πάντα είναι θέμα θεολογικής συνέργειας. Γιατί ο Θεός μας σώζει, όταν θέλουμε και εμείς. Έχουμε έναν τέτοιο μεγάλο Θεό που σέβεται την ελευθερία μας και δεν μας σώζει χωρίς τη θέλησή μας.
Έτσι, η θεραπεία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων, του Θεού και του ιδίου του ανθρώπου. Στη θεολογία της Εκκλησίας κάνουμε λόγο για τη συνέργεια, δηλαδή ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί. Ο Θεός δεν παραβιάζει ποτέ την ελευθερία του ανθρώπου. Μια σωτηρία χωρίς ελευθερία δεν είναι σωτηρία.
Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία των ανθρώπων, που έχουν υποδουλωθεί στα ναρκωτικά, γίνεται με την όλη εκκλησιαστική ζωή, τα Μυστήρια, την προσευχή, την προσπάθεια τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Όποιος λαμβάνει ναρκωτικά έχει εξάρτηση, δηλαδή η θέληση του ανθρώπου έχει ασθενήσει, γι’ αυτό ο ναρκομανής για να θεραπευθή χρειάζεται να συναντήσει πολύ μεγάλη αγάπη από τους ανθρώπους, αλλά, συγχρόνως, να κάνει και ασκήσεις για να ενισχύσει την θέλησή του. Όπως απαιτείται φυσιοθεραπεία για ένα μέρος του σώματος που έχει ατροφήσει και αγκυλωθεί, το ίδιο γίνεται και με την θέληση. Η θέληση, που έχει αρρωστήσει, πρέπει να θεραπευθεί.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η θεραπεία γίνεται στην Εκκλησία με τα Μυστήρια της, με το θεσμό της Εκκλησίας και την όλη ασκητική ζωή.
Για το τι θα γίνει στη ζωή μετά το θάνατο, ο άγιος Μάξιμος έχει μια θεωρία ότι θα γίνει αποκατάσταση της φύσεως, αφού θα νικηθεί ο θάνατος, και όλοι θα αναστηθούν, δίκαιοι και αμαρτωλοί, αλλά δεν θα γίνει αποκατάσταση της θελήσεως, που σημαίνει ότι ο,τι κάνει ο άνθρωπος από τη ζωή αυτή θα έχει αιώνιες συνέπειες. Γι’ αυτό από τώρα χρειάζεται να προσφέρουμε τη θέλησή μας στην ενέργεια του Θεού για να θεραπευθεί.
4. Εάν η εμπειρία της προσευχής μας οδηγεί σε απλανή θεολογία πώς θα εξηγήσουμε το παράδειγμα του Ευαγρίου του Ποντικού, τα συγγράμματα του οποίου βρίσκονται στη Φιλοκαλία; Τον κατέκρινε η Εκκλησία αλλά αυτός διδάσκει εμάς στην Φιλοκαλία πώς να προσεύχομαστε;
Πράγματι, η νοερά προσευχή οδηγεί στη θέα του Θεού και αυτή η θεοπτία δίνει την απλανή θεολογία. Όταν μιλάμε για νοερά προσευχή, δεν εννοούμε απλώς τη λογική προσευχή, αλλά την προσευχή που γίνεται με το νου, όταν ο νους κατεβεί στην καρδιά, μετά την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη. Η νοερά προσευχή μερικές φορές, όταν ο Θεός το επιτρέψει, οδηγεί στη θέα του ακτίστου Φωτός και τότε ο άνθρωπος γίνεται απλανής θεολόγος.
Αυτό που ρωτάτε σχετικά με τον Ευάγριο τον Ποντικό, γιατί παρά το ότι τα ασκητικά έργα του συμπεριλήφθηκαν στη Φιλοκαλία και όμως η Εκκλησία καταδίκασε τα συγγράμματά του, είναι ένα θέμα το οποίο χρειάζεται εξήγηση.
Είναι γνωστόν ότι ο Ευάγριος ο Ποντικός, όπως λέγει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, είχε δεχθεί επιδράσεις από τον Ωριγένη, από τους Καππαδόκες Πατέρες και από τη μοναχική παράδοση της ερήμου της εποχής του. Πράγματι, στο Χριστολογικό και εσχατολογικό θέμα έχει πέσει έξω, αλλά στα μοναχικά ζητήματα, όπως για τα πάθη και τους λογισμούς, εκφράζει την ασκητική παράδοση των ερημιτών Πατέρων.
Η εποχή εκείνη ήταν δύσκολη, δεν είχαν ακόμη καθορισθεί πλήρως συνοδικά τα θέματα αυτά, αλλά δεν ξέρω και σε ποιό βαθμό προσευχής έφθασε. Μήπως κατέγραψε την εμπειρία που συνάντησε στους μοναχούς, χωρίς να έχει προσωπική εμπειρία της θέας του ακτίστου Φωτός; Δεν καθιστά τον άνθρωπο απλανή σε δογματικά θέματα η προσευχή, αλλά η θεοπτία. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης τόν αποκαλεί «σοφόν και ελλόγιμον άνδρα». Πάντως, είναι γνωστόν ότι τα ασκητικά του συγγράμματα, τουλάχιστον ως καταγραφή, έχουν επηρεάσει τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος κλπ. και έχουν γίνει αποδεκτά από την Εκκλησία. Υπάρχει δε συσχέτιση των έργων του με τα κείμενα του οσίου Νείλου.
Λαμβάνω όμως αφορμή από το θέμα αυτό, για να τονίσω ότι η προσευχή δεν είναι το μόνο θέμα στο οποίο πρέπει να δώσουμε βαρύνουσα σημασία. Μπορεί κάποιος να εξασκείται στην προσευχή, αλλά να μη συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας, και κυρίως στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Ευχαριστία είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και η προσευχή συνδέεται με αυτή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε έναν παράλληλο αγώνα, τόσο εναντίον των Μασσαλιανών, που υπερτόνιζαν την προσευχή σε βάρος των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όσο και εναντίον του Βαρλαάμ, που υπερτόνιζε τα Μυστήρια σε βάρος της ησυχαστικής παραδόσεως. Οπότε, πρέπει να συνδυάζονται στενά η θεία Ευχαριστία με τη νοερά προσευχή. Ούτε ο ησυχασμός λειτουργεί σε βάρος της μυστηριακής ζωής, ούτε η μυστηριακή ζωή σε βάρος του ησυχασμού.
Υπάρχουν μερικοί στη Δύση, που μετέφρασαν μερικά κείμενα από τη «Φιλοκαλία» για τη νοερά προσευχή, χωρίς να κάνουν αναφορά στην Εκκλησία και στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, οπότε παρουσιάζεται με τον τρόπο αυτό η νοερά προσευχή σαν ένας υπερβατικός διαλογισμός. Η «Φιλοκαλία» προϋποθέτει την όλη εκκλησιαστική ζωή και βέβαια δεν αρνείται τη θεία Ευχαριστία. Άλλωστε, η θεία Λειτουργία είναι η βάση της πνευματικής ζωής και αυτή τρέφει την προσευχή, καθώς επίσης η προσευχή καθαρίζει το νου του ανθρώπου για να μπορεί να εισδύσει στο πνεύμα της θείας Λειτουργίας.
Η νοερά προσευχή είναι καρπός της Ευχαριστιακής εμπειρίας και οδηγεί σε αυτή. Τα έργα της «Φιλοκαλίας» δείχνουν τον τρόπο και τη μέθοδο της προσευχής, αλλά η «Φιλοκαλία» δεν μπορεί να χωριστεί από την όλη θεολογία της Εκκλησίας και από τη θεία Λειτουργία.
Γνώρισα στο Άγιο Όρος ασκητές που όλη την ημέρα έκαναν ευχή, χωρίς, όμως, να έχουν την αίσθηση της εκκλησιαστικής ζωής, είναι απομονωμένοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους αδελφούς και αυτό μπορεί να τους οδηγεί στην υπερηφάνεια. Μπορεί πολλές φορές να φανεί ο διάβολος στον άνθρωπο ως άγγελος φωτός.
Υπάρχουν μερικοί ασκητές που ασκούνται πάρα πολύ στην προσευχή και μπορούν να φτάσουν σε πλάνη. Δεν είναι θέμα μόνο να κάνουν τη νοερά προσευχή. Εκείνο που προσπάθησα να πω, προηγουμένως, είναι ότι και η νοερά προσευχή πρέπει να γίνει ως χάρισμα που θα λειτουργεί μέσα στην Εκκλησία. Ξέρουμε ότι στις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού» φαίνεται ότι ο προσκυνητής έκανε τη νοερά προσευχή, αλλά βρήκε και τον Πνευματικό Πατέρα και εξομολογήθηκε και, συγχρόνως, κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ο σκοπός της πνευματικής ζωής δεν είναι απλώς να κάνουμε νοερά προσευχή, αλλά να ζούμε στην Εκκλησία και να αποκτούμε εκκλησιαστικό φρόνημα.Το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής είναι η θεία Λειτουργία. Είναι ο Χριστός που μας προσφέρεται για να μας σώσει.
Κάποιος νέος φοιτητής μου είπε: «Λέω κάθε μέρα τρεις χιλιάδες φορές τό “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”». Του είπα: «Μπράβο, καλό είναι αυτό το έργο. Αλλά πηγαίνεις στην Εκκλησία;». Μου απάντησε: «Δεν πηγαίνω». Τον ρώτησα ξανά: «Εξομολογείσαι;». Απάντησε: «Δεν εξομολογούμαι.». Τον ρώτησα πάλι: «Κοινωνάς των Αχράντων Μυστηρίων;». Απάντησε: «Δεν κοινωνώ τακτικά». Τελικά του είπα: «Τότε δεν θα βοηθάει πολύ η προσευχή».
Επομένως, πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία στο ότι σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθούμε με το Χριστό μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνούμε το Σώμα και τό Αίμα του Χριστού, να συνδεόμαστε με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και να ασκούμαστε πνευματικά. Όλα τα Μυστήρια πρέπει να συνδέονται με τη θεία Ευχαριστία. Άλλωστε, νοερά προσευχή, ακόμη και θεωρία του Θεού υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά τότε δεν είχε ακόμη σαρκωθεί ο Λόγος του Θεού και, επομένως, δεν υπήρχε θεία Λειτουργία, δεν κοινωνούσαν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
5. Μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη μεθοδολογία του υπνωτισμού για τους σκοπούς της ορθόδοξης ψυχοθεραπείας;
Ο υπνωτισμός και ως μέθοδος και ως σκοπός δεν έχει καμμιά σχέση με την ορθόδοξη θεολογία. Είναι γνωστόν ότι ο υπνωτισμός επεμβαίνει στην ελευθερία του ανθρώπου, αδρανοποιεί το λεγόμενο συνειδητό και προσπαθεί με διάφορες μεθόδους να φέρη στην επιφάνεια στοιχεία του λεγομένου ασυνειδήτου. Σε πολλές περιπτώσεις η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται και από τον πνευματισμό, που είναι ενέργεια του διαβόλου.
Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση δεν μπορεί να αφανισθεί η ελευθερία του ανθρώπου. Το πρόσωπο συνδέεται πολύ στενά με την ελευθερία. Ο Θεός ως πρόσωπο έχει ελευθερία, δεν αναγκάζεται από τίποτα, και ο άνθρωπος ως πρόσωπο έχει ελευθερία να ανταποκριθεί στην ενέργεια του Θεού. Γι’ αυτό οι Πατέρες κάνουν λόγο συνεχώς για εγρήγορση, για νήψη και όχι για ύπνωση και χαλάρωση. Στην ακολουθία του Αποδείπνου παρακαλούμε το Χριστό: «Και δός ημίν… γρήγορον νούν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν…».
Οι Πατέρες μάς έχουν διδάξει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι λογική και νοερά, δηλαδή έχει λόγο και νου. Με το νου ο άνθρωπος έχει επικοινωνία με τον Θεό και με το λόγο εκφράζει τις εμπειρίες του νου. Όταν ο άνθρωπος συναντάται με το Θεό ελεύθερα, δεν καταργείται ούτε ο λόγος ούτε ο νους. Με το νου προσεύχεται αδιάλειπτα στο Θεό και με το λόγο έχει επικοινωνία με το γύρω κόσμο. Δηλαδή λειτουργούν παράλληλα και οι δύο αυτές δυνάμεις της ψυχής.
Επειδή κάνατε λόγο για σκοπό της ορθοδόξου ψυχοθεραπείας, γι’ αυτό θα ήθελα να σας αναλύσω λίγο περισσότερο σχετικά με αυτό.
Όταν μιλάμε για θεραπεία από ορθοδόξου πλευράς, θεωρούμε ότι η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο-νοσοκομείο, η οποία με τα Μυστήρια και την ασκητική ζωή θεραπεύει τον άνθρωπο. Οι θεραπευτές-πνευματικοί ιατροί είναι οι Κληρικοί, κυρίως όμως οι Επίσκοποι. Όποιος θέλει να θεραπευθεί παραμένει στην Εκκλησία, δέχεται την πνευματική καθοδήγηση από τους πνευματικούς ιατρούς, που κάνουν διάγνωση και θεραπεία, και συμμετέχοντας στα Μυστήρια αποκτά σιγά-σιγά την πνευματική υγεία.
Εκτός από τη συμμετοχή μας στη θεία Λειτουργία, που είναι πάρα πολύ σημαντική πράξη της Εκκλησίας, πρέπει να μάθουμε και το τι πρέπει να θεραπεύσουμε και πώς θα γίνει αυτή η θεραπεία.
Σας είπα προηγουμένως ότι η ψυχή έχει δύο ενέργειες. Η μια είναι η νοερά ενέργεια και η άλλη είναι η λογική ενέργεια. Οι Πατέρες τα χαρακτηρίζουν νού και λόγο. Ο λόγος είναι η λογική και οι σκέψεις, ο νους είναι η λεπτοτάτη προσοχή, που ενεργεί μέσα στην καρδιά. Μ’ αυτή την έννοια οι Πατέρες λένε ότι ο νους πρέπει να κατεβεί στην καρδιά. Όχι η λογική, αλλά η λεπτή προσοχή που θεωρείται οφθαλμός της ψυχής. Όταν ένας μοναχός κάνει νοερά προσευχή δεν χάνει τη λογική του. Λειτουργεί ταυτόχρονα και η νοερά προσευχή και η λογική. Μπορεί να είναι στο κέντρο της Μόσχας, η λογική να έχει συνείδηση όλων και η νοερά ενέργεια να είναι μεσα στην καρδιά και να γίνεται προσευχή. Μπορεί ακόμη να οδηγεί αυτοκίνητο, η λογική να γνωρίζει τί να κάνει και η νοερά προσευχή να γίνεται στην καρδιά. Αυτά γίνονται συγχρόνως.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει κάτι πολύ ωραίο. «Νούς ορά τον Θεό, λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψει άγει τα οραθέντα». Να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα από τη σύγχρονη ζωή. Έχουμε έναν υπολογιστή και γράφουμε. Εμείς είμαστε ο νούς και το κομπιούτερ είναι η λογική. Την εμπειρία μας την γράφουμε στον υπολογιστή. Έτσι περίπου λειτουργεί ο νους με την λογική. Όταν καταργείται η λογική με τον διαλογισμό και με τον υπνωτισμό, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, χάνεται ο άνθρωπος.
Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Όταν υπάρχει κάποιος που καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου και τη λογική του, αυτό είναι εκ του διαβόλου. Ο Θεός ποτέ δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου και τη λογική του. Αυτό είναι ένα σημείο που ξεχωρίζουμε την πλάνη από την αλήθεια.
Ο άνθρωπος στην φυσική του κατάσταση αισθάνεται το νου του να προσεύχεται αδιάλειπτα προς το Θεό και η λογική του να ασχολείται με τον περιβάλλοντα κόσμο. Αυτή είναι διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Προσπάθησα να το κατανοήσω αυτό και στην πράξη, δηλαδή να δω πώς λειτουργεί ο νους αδιάλειπτα.
Βρήκα ένα μικρό κοριτσάκι, που δεν πήγαινε ακόμα στο σχολείο. Του είπα: «Να λες “Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με” πολλές φορές όταν ξυπνάς το πρωί, τό βράδυ πρίν κοιμηθείς και όταν περπατάς, πολλές φορές». Και επειδή ήταν καλό και αγνό κοριτσάκι και μ’ αγαπούσε, έκανε υπακοή. Μετά από ένα μήνα το συνάντησα και του λέω: «Προσεύχεσαι όπως σου είπα;» Μου λέει: «Ναι, προσεύχομαι, αλλά κάτι περίεργο γίνεται μέσα μου. Δεν προσεύχομαι απλώς εγώ, αλλά ακούω την καρδιά μου που λέει την ευχή “Κύριε, Ιησού χριστέ, ελέησόν με”». Δηλαδή, δε χάνει κανείς τη λογική του. Ταυτόχρονα λειτουργεί και η νοερά ενέργεια και η λογική ενέργεια.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι αυτό έκανε ο Αδάμ πρίν την πτώση του. Με το νου είχε την κοινωνία με το Θεό και τους αγγέλους, με τη λογική είχε επικοινωνία με την κτίση. Μετά όμως, όταν διέπραξε την αμαρτία, σκοτίστηκε ο νους του και ταυτίστηκε με τη λογική. Αυτή ήταν η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος.
Τώρα, ζώντας μέσα στην Εκκλησία με τά Μυστήρια και την άσκηση προσπαθούμε να ελευθερώσουμε το νου από τη λογική. Αυτό γίνεται με την προσευχή και την υπακοή. Ελευθερώνεται ο νους από τη λογική και ενεργούν παράλληλα, καθώς επίσης ελευθερώνεται ο νους από την σύγχυσή του με τα πάθη και το περιβάλλον. Όταν ο νους φωτισθεί, τότε μεταμορφώνει το παθητικό μέρος της ψυχής (επιθυμητικό-θυμικό) και η Χάρη του Θεού δια του νοός μεταμορφώνει και αγιάζει και το σώμα του ανθρώπου, οπότε όλος ο άνθρωπος αγιάζεται.
Επομένως, έχοντας υπ’ όψη μας τα πιό πάνω, πρέπει να μάθουμε καλά ποιός είναι ο σκοπός της Εκκλησίας και ότι αυτός ο σκοπός εκπληρώνεται με τους τρόπους που η Εκκλησία διαθέτει, δηλαδή με τα Μυστήρια και την όλη ασκητική-νηπτική παράδοση και όχι με διαφόρους κοσμικούς και θρησκευτικούς τρόπους, όπως είναι ο διαλογισμός, ο υπνωτισμός, ο ουμανισμός, ο ηθικισμός κλπ.
Είναι δε γνωστόν ότι ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έλεγε ότι ο σκοπός του ανθρώπου είναι να λάβει το Άγιον Πνεύμα και το Άγιον Πνεύμα δεν λαμβάνεται με κοσμικούς και θρησκευτικούς τρόπους που συναντούμε σε όλα τα θρησκεύματα και ανθρωποκεντρικά μέσα.
6. Είναι καλή η υπακοή στον πνευματικό, ο οποίος βρίσκεται μέσα στον κόσμο ή είναι επιτεταγμένος πνευματικός μέσα στο μοναστήρι; Ας πουμε είναι καλός, δε βρίσκεται σε πλάνη αλλά δεν έχει τις πνευματικές εμπειρίες της προσευχής. Πού μπορεί να οδηγήσει τέτοια υπακοή και τί πρέπει να κάνει ο άνθρωπος σε κατάσταση της πνευματικής αναζήτησης όταν έχει σχέση με τέτοιο πνευματικό.
Ο Πνευματικός Πατέρας είναι αυτός ο οποίος μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τη θέωση. Η υπακοή είναι απαραίτητη για το σκοπό αυτό, να οδηγήσει τον άνθρωπο στη θέωση και όχι να γίνει αυτοσκοπός.
Οι άγιοι Πατέρες είπαν ότι υπάρχουν τρία στάδια της πνευματικής ζωής. Είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός του νου και η θέωση.
Η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη είναι το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής. Μετά πρέπει να φθάσει κανείς στο φωτισμό του νου και στην συνέχεια στη θέωση. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή οι τρεις αυτοί βαθμοί της πνευματικής ζωής συνδέονται με τους τρείς βαθμούς της ιερωσύνης. Ερμηνεύει ότι ο διάκονος βοηθά τους ανθρώπους να καθαρισθούν από τα πάθη, μετά τους οδηγεί στον ιερέα, ο οποιος βοηθά να φωτισθεί ο νους τους, και μετά τους οδηγεί στον Επίσκοπο που τους διδάσκει να πορεύονται προς τη θέωση.
Παρατηρώ αυτές τις μέρες εδώ ότι, όπου στέκεται ο Επίσκοπος στον Ιερό Ναό, τοποθετείτε ένα χαλάκι που έχει πάνω του τον αετό. Γιατί το κάνετε αυτό; Εγω νομίζω γιατί θεωρούμε ότι ό Επίσκοπος είναι θεολόγος, είναι εις τύπον και τόπον του Χριστού και διάδοχος των Αποστόλων, γι’ αυτό έχει βιώσει την Πεντηκοστή. Η Πεντηκοστή είναι η προσωπική μέθεξη του ακτίστου Φωτός.
Η Εκκλησία είναι πνευματικό θεραπευτήριο, όπως είπα στην εισήγησή μου. Στο νοσοκομείο για τις σωματικές ασθένειες υπάρχουν οι νοσοκόμες, οι γιατροί, οι διευθυντές καθηγητές. Αυτό παρατηρείται και στην Εκκλησία. Είμαστε άρρωστοι και στην αρχή χρειαζόμαστε νοσοκόμους. Όταν καθαρίζεται η καρδιά τότε χρειαζόμαστε ένα γιατρό που θα μας οδηγήσει βαθύτερα. Ο Πνευματικός Πατέρας βοηθάει στην αρχή τα πνευματικά παιδιά για να αποκτήσουν ταπείνωση, υπακοή. Μετά όταν δει ότι το πνευματικό παιδί θέλει και άλλα, που δεν μπορεί να τα προσφέρει εκείνος, τότε ο ίδιος ο Πνευματικός Πατέρας υποδεικνύει στο πνευματικό του παιδί έναν άλλο Πνευματικό. Το ίδιο κάνουμε και στις σωματικές ασθένειες. Πηγαίνει κάποιος στο γιατρό, και όταν ο γιατρός δηλώνει αδυναμία, δεν γνωρίζει το αντικείμενο, τότε δεν κρατάει τον άνθρωπο κοντά του για να πεθάνει, αλλά τον στέλνει σε κάποιον άλλο καλύτερο γιατρό στη Μόσχα και εκτός Ρωσίας.
Έτσι γίνεται και στην πνευματική ζωή. Είναι καλό ο Πνευματικός Πατέρας να έχει εμπειρίες του Θεού για να μπορεί να ξεχωρίζει το κτιστό από το άκτιστο, άν κάποια ενέργεια προέρχεται από τό Θεό ή από τό διάβολο. Όμως, εάν ο Χριστιανός έχει πολλές πνευματικές ανάγκες και ο Πνευματικός Πατέρας δεν έχει μεγάλες εμπειρίες, τότε ο Χριστιανός διαβάζει τα βιβλία των αγίων Πατέρων, προσεύχεται ο ίδιος πνευματικά, και στη συνέχεια αναλαμβάνει ο ίδιος ο Θεός να γίνει Πνευματικός Πατέρας του ανθρώπου. Θα του δείξει τον τρόπο της σωτηρίας. Πολλές φορές θα συναντήσει, χωρίς καν να το επιδιώξει, αγίους ανθρώπους.
Αυτό το βρήκα στη δική μου ζωή. Υπήρχαν μερικοί Πνευματικοί Πατέρες που με βοήθησαν, όταν ήμουν μικρό παιδί. Όταν όμως κάποια στιγμή ήθελα και κάτι άλλο, τότε ο Θεός μου άνοιξε το δρόμο και πήγα στο Άγιο Όρος. Όταν αναζητούσα κάτι περισσότερο, τότε ο Θεός μου άνοιξε το δρόμο και γνώρισα το Γέροντα Σωφρόνιο.
Θυμάστε τον Αιθίοπα της Κανδάκης που πήγε να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, όπως περιγράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων. Διάβαζε τον Προφήτη Ησαΐα στο άρμα που ήταν. Τότε το Πνεύμα τό άγιο είπε στο Φίλιππο: «Πήγαινε και προσκολλήσου σε αυτό το άρμα». Και όταν πραγματοποιήθηκε αυτό, είπε ο Φίλιππος στον Αιθίοπα: «Άραγε γνωρίζεις αυτά που διαβάζεις;». Και του απήντησε: «Και πως μπορώ να γνωρίζω, αν δεν υπάρχει άνθρωπος που να με οδηγήσει;». Και ο Φίλιππος όχι μόνον τον οδήγησε, τον βοήθησε, αλλα και τον βάπτισε (Πράξ. 8, 26-40).
Εάν δώσουμε την καρδιά μας στο Θεό, τότε Εκείνος θα μας στείλει κατάλληλους οδηγούς. Και αν δεν υπάρχει κατάλληλος οδηγός, τότε είναι υποχρεωμένος ο ίδιος ο Θεός να μας καθοδηγήσει.
Ήταν ένας μοναχός στο Άγιο Όρος, είχε τον Γέροντά του και τον βοηθούσε. Και όταν πέθανε ο Γέροντας είπε: «Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα χωρίς Γέροντα;». Έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Και είπε τότε στο Θεό: «Θεέ μου, είσαι υποχρεωμένος να με βοηθήσεις». Και ο Θεός τον βοήθησε.
Το σημαντικό είναι να έχουμε δίψα και πείνα για Θεό. Δεν λέμε στους μακαρισμούς «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται»; Όποιοι πεινάνε και διψάνε για το Θεό θα χορτάσουν. Και όχι μόνο θα χορτάσουν και θα ξεδιψάσουν, αλλά συγχρόνως θα διψούν και θα πεινούν ακόμη περισσότερο.
7. Για πόσο βαθμό ο μοναχικός τρόπος ζωής στη θεολογία της θεωρίας είναι πιο υψηλά στην κατάσταση του γάμου;
Όταν κανείς εισέρχεται στην Εκκλησία και βαπτίζεται έχει σκοπό να φθάσει στη θέωση. Η θέωση είναι για κάθε άνθρωπο, για κάθε Χριστιανό. Αυτό ακριβώς φαίνεται στην ακολουθία του Βαπτίσματος και στην όλη πνευματική ζωή.
Υπάρχει ο εν Χριστώ γάμος και η εν Χριστώ παρθενία. Αν ο γάμος δεν είναι εν Χριστώ δεν σώζει. Και αν η παρθενία δεν είναι εν Χριστώ δε σώζει. Το πρόβλημα δεν είναι γάμος ή παρθενία, αλλά το πώς ο άνθρωπος θα ζει εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.
Βέβαια, όταν κανείς είναι καλός μοναχός, τότε του δίνονται μεγαλύτερες δυνατότητες για να σωθεί και να φτάσει σε υψηλό βαθμό πνευματικής ζωής. Γιατί στο γάμο πρέπει κανείς να συνυπάρχει με ένα άλλο πρόσωπο και να βαδίζουν με ένα ζυγό και οι δύο. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που ένας έγγαμος φθάνει σε μεγάλο ύψος πνευματικής ζωής και ένας μοναχός παραμένει στα χαμηλά επίπεδα πνευματικής ζωής.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο Προφήτης Ησαΐας ήταν έγγαμος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να φθάσει στη θεωρία του Θεού. Γι αυτό και λέω ότι, όταν κανείς έχει δίψα για το Θεό, δεν τον εμποδίζει ούτε ο γάμος ούτε η παρθενία. Βέβαια υπάρχουν βαθμοί θεωρίας και αγιότητας.
Ο π. Παΐσιος κάποτε είπε ότι ο Θεός έχει τη δική του αριθμητική. Η δική μας αριθμητική είναι διαφορετική από την αριθμητική του Θεού. Για παράδειγμα, το εννιά, για το Θεό, μπορεί να μην είναι άριστα, ενώ το τέσσερα ή το δύο να είναι άριστα. Και εξήγησε ότι ο Χριστός με την παραβολή των ταλάντων είπε ότι στον ενα δόθηκαν πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο και στον τρίτο ένα, για να τα διπλασιάσουν. Εκείνος που πήρε τά πέντε τάλαντα, έπρεπε να τα κάνει δέκα για να πάρει τό άριστα. Εάν τα έκανε εννιά, δεν πήρε το άριστα. Εκείνος που πήρε τά δύο έπρεπε να τα κάνει τέσσερα, για να πάρει το άριστα. Για το Θεό το εννέα δεν είναι άριστα, ενώ το τέσσερα είναι. Έτσι η αριθμητική του Θεού είναι διαφορετική από την αριθμητική του ανθρώπου.
Το θέμα είναι ότι ο Χριστιανός ό,τι κάνει στη ζωή του, πρέπει να το κάνει εν Χριστώ. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι μερικοί μακάρισαν τον ερημητικό βιο ως καλύτερο και άλλοι μακάρισαν τον κοινοβιακό βίο. Για μένα, λέγει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, καλύτερος είναι αυτός ο βίος που γίνεται για το Χριστό, για τη δόξα του Χριστού και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Υπάρχουν έγγαμοι άνθρωποι που σώζονται, μπαίνουν στον Παράδεισο, και υπάρχουν μοναχοί που δεν θα σωθούν. Οπότε, το θέμα είναι να ζούμε εκκλησιαστική ζωή, να ρωτάμε τον Πνευματικό Πατέρα τί πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας και αυτό που θα κάνουμε να το κάνουμε κατά Θεό.
Ο πατέρας μου ήθελε να γίνει μοναχός. Πήγε στο μοναστήρι αλλά την πρώτη εβδομάδα, πριν γίνει μοναχός, έγινε πόλεμος με τους Ιταλούς και τον επιστράτευσαν. Ο ηγούμενος του είπε να πάει στον πόλεμο και αν σωθεί και επιθυμεί να γίνει μοναχός μπορούσε να επανέλθει στο μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια του πολέμου προσευχόταν, κοινωνούσε συχνά και όταν τελείωσε ο πόλεμος ο Πνευματικός του είπε: «Εσύ πρέπει να παντρευτείς» και του υπέδειξε ένα πρόσωπο. Εκείνος έκανε υπακοή και παντρεύθηκε. Κάποτε μου έγραψε σε γράμμα: «Εάν παντρεύτηκα το έκανα για δύο λόγους: πρώτον, γιατί ήθελα να κάνω υπακοή στον πνευματικό μου πατέρα και δεύτερον, ήθελα να κάνω παιδιά για να τα υπηρετήσω». Αγαπούσε πάρα πολύ τους μοναχούς, διάβαζε μοναχικά βιβλία, διάβαζε το βιβλίο του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος. Και η μητέρα μου ζούσε πολύ μοναχικά. Με προσευχή, με νηστεία. Εισήλθα μια φορά μέσα στο σπίτι και την είδα να κάνει μετάνοιες και να προσεύχεται. Εγώ δεν έχω την πίστη και την πνευματική ζωή που είχαν οι γονείς μου.
Η μητέρα μου στο τέλος της ζωής της ήταν για πέντε χρόνια κατάκοιτη και συνεχώς προσευχόταν στο Θεό. Τότε τη ρώτησα αν είχε κάποιο παράπονο. Μου απάντησε: «Δεν έχω κανένα παράπονο, χίλιες δόξες να έχει ο Θεός. Δεν είμαι άξια να Τον δοξάζω». Και όμως ήταν κατάκοιτη.
Ο πατέρας μου πέθανε στο Νοσοκομείο. Όταν τον έφεραν στο σπίτι, κάθισε δίπλα στό φέρετρό του, τον χάϊδεψε στο μέτωπο καί του είπε: «Γιατί έφυγες; Γιατί δε με χαιρέτισες; Τόσα χρόνια περάσαμε καλά, γιατί έφυγες τόσο ξαφνικά»; Και μετά είπε: «Άντε, δεν πειράζει. Πήγαινε στο καλό και καλή αντάμωση».
Οι γονείς μου σώθηκαν, εγώ δεν ξέρω ακόμη αν θα σωθώ.Γι αυτό να προσεύχεσθε και εσείς για να σωθώ και εγώ και να μη διαψεύσω τους γονείς μου που με γέννησαν και με αγάπησαν.
Επομένως, η παρθενία είναι μια ευλογημένη κατάσταση, η οποία δίνει πολλές προϋποθέσεις, για να ανεβεί κανείς σε μεγάλο ύψος πνευματικής ζωής. Όμως, όταν κανείς δεν τις αξιοποιεί, τότε αποτυγχάνει. Αλλά και ο γάμος ευλογείται από τό Θεό με το Μυστήριο του γάμου και μπορεί ο άνθρωπος με την υπακοή στο θέλημα του Θεού να σωθεί. Όλα πρέπει να γίνονται εν Χριστώ. Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας για το γάμο και την παρθενία λέγει: «Έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ος μέν ούτως, ος δέ ούτως» (Α΄ Κορ. 7, 7).
8. Πόσες φορές το χρόνο πρέπει κανείς να κοινωνήσει; Το Μυστήριο της εξομολογήσεως συνδεέται υποχρεωτικά με τη θεία Κοινωνία;
Η θεία Κοινωνία δε συνδέεται απόλυτα με την εξομολόγηση. Στην αρχαία Εκκλησία οι άνθρωποι είχαν Χάρη Θεού μέσα τους, βρίσκονταν στο φωτισμό του νου και βέβαια προσεύχονταν και κοινωνούσαν συχνά. Όταν κάποιος διέπραττε μια αμαρτία, σήμαινε ότι έχανε τη Χάρη του Θεού, οπότε εξερχόταν από το Ναό και ήταν μαζί με τους κατηχουμένους. Γιατί δεν μπορεί κανείς να έχει τη Χάρη του Θεού και να αρνείται το Χριστό. Όταν κανείς αμαρτάνει και ιδιαίτερα με μια σαρκική αμαρτία -δεν εννοώ τον εν Χριστώ γάμο- δείχνει ότι προτιμάει τη σαρκική ηδονή από το Χριστό και επομένως αρνείται το Χριστό στην πράξη. Αυτό τον καταβιβάζει στην τάξη των μετανοούντων και θα έπρεπε ύστερα από μια διαδικασία να φθάσει και πάλι στο φωτισμό του νού.
Στο Μέγα Βασίλειο και σε άλλους Πατέρες βλέπουμε ότι υπήρχαν τέσσερεις τάξεις Χριστιανών. Πρώτον, οι προσκλαίοντες, που κάθονταν έξω από τον Ιερό Ναό και ζητούσαν τη συγχώρηση απο τους Χριστιανούς που εισέρχονταν σε αυτόν. Δεύτερον, οι προσπίπτοντες, που παρέμεναν μέχρι τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας και αποχωρούσαν μαζί με τους κατηχουμένους. Τρίτον οι συνιστάμενοι που παρέμεναν μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας χωρίς να κοινωνούν. Και τέταρτον οι κοινωνούντες των Αχράντων Μυστηρίων. Δηλαδή, όταν κανείς διέπραττε μία αμαρτία, έπρεπε να περάσει μια περίοδο μετανοίας και η μετάνοια σήμαινε να διέλθη ο άνθρωπος δια της καθάρσεως στο φωτισμό του νου, να αλλάξει ο νους του, από σκοτισμένος να γίνει φωτεινός. Μετά διάβαζε ο Επίσκοπος μια ευχή και ο άνθρωπος μπορούσε να κοινωνήσει.
Γι αυτό και λέγω ότι δεν συνδέεται απόλυτα η εξομολόγηση με τη θεία Κοινωνία. Αν κανείς κάνει κάποια αμαρτία και χρειάζεται να εξομολογηθεί, πρέπει να εξομολογηθεί. Εαν υπάρχουν μερικά αμαρτήματα, τα λεγόμενα συγγνωστά, αυτά συγχωρούνται με την ακολουθία της Μεταλήψεως, και με την προσευχή «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών» που συμπεριλαμβάνεται στην προσευχή του «Πάτερ ημών».
Για το πόσες φορές το χρόνο θα κοινωνήσει κανείς αυτό το καθορίζει ο Πνευματικός Πατέρας. Δηλαδή, πηγαίνουμε στον Πνευματικό Πατέρα και ανοίγουμε όλη μας την καρδιά, του λέμε όλα τα προβλήματα που έχουμε, του αναφέρουμε την κατάστασή μας και εκείνος θα μας δώσει τις οδηγίες. Γίνεται και εδώ ό,τι με τους γιατρούς. Επισκεπτόμαστε το γιατρό, λέμε την ασθένειά μας και ο γιατρός θά κάνει τη διάγνωση και θα μας δώσει φάρμακα και οδηγίες. Γιά παράδειγμα θα μας πει να απέχουμε από μερικές τροφές, γιατί δεν αντέχει ο οργανισμός μας και όταν θεραπευθούμε, τότε είμαστε ελεύθεροι να καταναλώνουμε τη συγκεκριμένη τροφή.
Μέσα από αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη θεία Κοινωνία, γιατί σέ άλλους η θεία Κοινωνία γίνεται φώς και σε άλλους γίνεται φωτιά.
Οι άγιοι Πατέρες λένε, ότι, όταν βάζουμε δυο αντικείμενα, δηλαδή τη λάσπη και το κερί, κάτω από τον ήλιο, τότε οι ακτίνες του ηλίου σκληραίνουν τή λάσπη και λιώνουν το κερί. Ίδιες είναι οι ενέργειες του ηλίου, είναι, όμως, διαφορετική η ουσία των αντικειμένων, γι’ αυτό και έχουν διαφορετικά αποτελέσματα. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Θεός και η θεία Κοινωνία για άλλους γίνεται Φως και για άλλους γίνεται φωτιά.
Στους Ναούς των Μοναστηριών ζωγραφίζουν την εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας. Στο επάνω μέρος είναι ο θρόνος και από το θρόνο εξέρχεται το φως που φωτίζει τους αγίους και από το θρόνο ρέει ο πύρινος ποταμός πού κατακαίει τους αμαρτωλούς. Ο Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι η κόλαση είναι το μαστίγιο της αγάπης του Θεού, την οποία αγάπη ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί η καρδιά του είναι ακάθαρτη, αθεράπευτη. Ο Θεός αγαπάει και τους δικαίους και τους αμαρτωλούς, αλλά δεν θα καταλαβαίνουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο το Θεό.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι το φως έχει δύο ενέργειες, τη φωτιστική και την καυστική, οπότε και φωτίζει και καίει. Όποιος έχει οφθαλμό αποφεύγει την καυστική ενέργεια και χαίρεται τη φωτιστική ενέργεια του φωτός. Όποιος δεν έχει οφθαλμό για να δεί, δέχεται την καυστική ιδιότητα του φωτός. Αυτό θα γίνει και στη Δευτέρα Παρουσία. Οι δίκαιοι θα μετέχουν του φωτός του Θεού και οι αμαρτωλοί θα μετέχουν του πυρός.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στη θεία Λειτουργία. Μερικοί κοινωνούν και φωτίζονται και μερικοί κοινωνούν και καταδικάζονται. Ο Απόστολος Παύλος λέει στην προς Κορινθίους επιστολή του: «Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Α.Κορ. 11.30). Γι αυτό το έργο του ιερέως δεν είναι να κόβει εισιτήρια ώστε να πάνε οι άνθρωποι στον Παράδεισο, αλλά να θεραπεύει τους ανθρώπους, ώστε όταν δουν το Θεό, τότε ο Θεός να γίνει φως και όχι φωτιά.
Εδώ διευκρινίζουμε την ερώτηση πόσο συχνά μπορεί να κοινωνεί ένας υγιής άνθρωπος και ένας άρρωστος άνθρωπος, για παράδειγμα, ένας παραλυτικός. Εννοείται ότι ένας υγιής άνθρωπος έχει περισσότερα αμαρτήματα και ένας παραλυτικός δεν έχει πολλά αμαρτήματα.
Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν σημαίνει ότι ένας υγιής αμαρτάνει και ένας παραλυτικός δεν αμαρτάνει. Οι αμαρτίες γίνονται και με την διάνοια και με την επιθυμία και με το σώμα. Μπορεί ένας να είναι υγιής και όλη τη μέρα να δοξάζει το Θεό και να ζει ως άγγελος και ο άλλος μπορεί, ένας άρρωστος, να ζει με απιστία και αγανάκτηση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να δοξάζει κανείς το Θεό, είτε έχει υγεία είτε δεν έχει.
9. Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά της χάριτος την οποία λαμβάνουμε από την κοινωνία των θείων Μυστηρίων από την εκείνη που λαμβάνουμε όταν προσκυνούμε τα άγια λείψανα; Γιατί καμιά φορά η θεία Κοινωνία δεν θεραπεύει και γίνεται εις κατάκριση και από τα λείψανα ένας άπιστος θεραπεύεται;
Πρώτα-πρώτα στα άγια λείψανα υπάρχει πλούσια η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όταν κανείς ασπάζεται τα άγια λείψανα, τις εικόνες θεραπεύεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αυτό δεν γίνεται μαγικά, ούτε μηχανικά, αλλά πνευματικά.
Όταν αγωνιζόμαστε να καθαρίσουμε την καρδιά μας, τότε τα λείψανα μάς βοηθούν στην πορεία της καθάρσεως. Η ενέργεια του Θεού είναι καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός. Τί σημαίνει αυτό; Μια είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά ανάλογα με τα αποτελέσματα έχει διάφορα ονόματα. Όταν βρισκόμαστε στην κατάσταση της καθάρσεως, τότε ασπαζόμαστε μια εικόνα και μας βοηθάει στην κατάσταση στην οποία είμαστε. Όταν βρισκόμαστε στην κατάσταση του φωτισμού και έχουμε τη νοερά προσευχή, τότε η προσκύνηση των λειψάνων και της εικόνας μας βοηθάει να φωτισθούμε ακόμη περισσότερο.
Η μετοχή μας στη θεία Κοινωνία δεν γίνεται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή χρειάζεται προηγουμένως να μετανοήσουμε. Το ίδιο γίνεται και με την προσκύνηση των ιερών λειψάνων· χρειάζεται προσευχή καί κατάνυξη. Γι αυτό, όταν πάμε να ασπασθούμε τα λείψανα, κάνουμε το σταυρό μας και λέμε: «Σε παρακαλώ Κύριε, βοήθησέ με και θεράπευσέ με, δια πρεσβειών του Αγίου Σου». Γιατί το ιερό λείψανο ενεργεί ανάλογα με την κατάστασή μας, την πνευματική μας δίψα και πείνα.
Βεβαίως, μερικές φορές, όταν ασπαζόμαστε τά ιερά λείψανα, γίνεται κάποιο θαύμα, ακόμη και σε άνθρωπο που δεν έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γιατί ο Θεός θέλει κάτι να δείξει, να μας υποδείξει να μετανοήσουμε, ώστε να κοινωνήσουμε αξίως του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Πάντως, είναι πολύ χαρακτηριστικό το θαύμα που έκανε ο Χριστός στον παράλυτο. Εκεί γίνεται μια διάκριση μεταξύ θαύματος και σημείου. Το πραγματικό θαύμα είναι η άφεση των αμαρτιών, όπως είπε ο Χριστός: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Και οταν οι Φαρισαίοι αμφισβήτησαν την εξουσία να συγχωρεί ο Χριστός αμαρτίες, τότε ο Χριστός θεράπευσε το σώμα. «Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες επί της γης, λέγει στον παραλυτικό. “Σου λέγω, σήκω επάνω και πάρε το κρεββάτι σου καί πήγαινε στο σπίτι σου”» (Μάρκ. 2, 1-12). Δηλαδή, η θεραπεία της ψυχής είναι το πραγματικό θαύμα, η δέ θεραπεία του σώματος είναι το σημείο, η απόδειξη ότι ο Χριστός έχει την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες.
Ο Χριστός με διαφορετικούς τρόπους μας υποδεικνύει τη μετάνοια και την οδό της σωτηρίας.
10.Πώς αντιλαμβάνεστε την ιδέα της βαπτίσεως των βρεφών στην μήτρα της γυναίκας; Γιατί μπορεί να γίνει αποβολή και οι σύγχρονες τεχνολογίες επιτρέπουν να γίνει βάπτισμα στη μήτρα της μητέρας. Τότε η μήτρα θα είναι κολυμβήθρα του βαπτίσματος.
Έχω ασχοληθεί με τα βιοηθικά θέματα και δημοσίευσα ένα βιβλίο στην Ελλάδα γύρω από τα ζητήματα της βιοηθικής, τα οποία αναφύονται στην εποχή μας, για την αρχή της ζωής, την παράταση της ζωής και το τέλος της βιολογικής ζωής.
Από την ώρα που συλλαμβάνεται το έμβρυο είναι άνθρωπος που έχει ψυχή, γιατί κατά τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, συγχρόνως με τη γονιμοποίηση του ωαρίου (σύλληψη) υπάρχει ψυχή, ακόμη και πρίν αναπτυχθούν τα όργανα του εμβρύου. Ο ιστός που θα γίνει καρδιά αρχίζει και χτυπάει στις τρείς εβδομάδες και ολοκληρώνεται το όργανο της καρδιάς στις έξι εβδομάδες. Επίσης ο εγκέφαλος αρχίζει την τρίτη εβδομάδα με την δημιουργία νευρικού ιστού και ολοκληρώνεται ως όργανο την εικοστή ογδόη εβδομάδα. Σιγά-σιγά αναπτύσσονται όλα τα όργανα του ανθρώπου. Όταν το έμβρυο είναι δυόμιση μηνών, έχει σχηματισθεί όλος ο οργανισμός, αλλά είναι μόνον δυόμιση εκατοστά.
Ο άνθρωπος από τη σύλληψή του είναι κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωση, αλλά ακόμη δεν είναι ολοκληρωμένος σωματικά. Διότι δεν τρέφεται από μόνος του, είναι συνδεδεμένος με τη μητέρα με τον ομφάλιο λώρο και τον πλακούντα. Όταν θα εξέλθει από τη μήτρα της μητέρας του, τότε κόβεται ο ομφάλιος λώρος, λειτουργεί το δικό του αναπνευστικό σύστημα και αρχίζει για πρώτη φορά να αναπνέει, αρχίζει σιγά-σιγά να τρέφεται και από τότε είναι ένας ανεξάρτητος σωματικός οργανισμός, οπότε έχει τη δυνατότητα να βαπτισθεί. Δεν μπορώ να φαντασθώ πώς μπορεί να βαπτισθεί το έμβρυο με τρείς καταδύσεις μέσα στο νερό, ενώ βρίσκεται ακόμη στη μήτρα της μητέρας του. Δεν μπορεί αυτό νά γίνει.
Βέβαια, η ερώτηση έχει την έννοια μήπως θα μπορούσε να βαπτισθεί το έμβρυο πριν αποβληθεί, ώστε να σωθεί. Όμως στο θέμα αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε λύση, το αφήνουμε καθ’ ολοκληρίαν στο Θεό. Ξέρουμε όμως ότι ο Τίμιος Πρόδρομος έλαβε το Άγιο Πνεύμα, ενώ ήταν έμβρυο έξι μηνών μέσα στην κοιλία της μητέρας του, οπότε έγινε Προφήτης και μετέδωσε το προφητικό χάρισμα στη μητέρα του Έλισάβετ με το σκίρτημα, ώστε και εκείνη αναγνώρισε το Χριστό που μόλις είχε συλληφθεί στην κοιλία της Παναγίας, δηλαδή κατέστησε Προφήτιδα και την μητέρα του, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης σε μια πραγματεία του απαντά στο ερώτημα τι γίνεται με τα νήπια που φεύγουν πρόωρα από τη ζωή αυτή, πριν γευθούν τα αγαθά της ζωής. Μεταξύ των άλλων σημείων γράφει ότι η απόλαυση της Βασιλείας του Θεού δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, ούτε θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Τα νήπια έχουν καθαρό νου, ο νους τους δεν έχει ασθενήσει από τα πάθη και γι’ αυτό δεν εμποδίζεται για τη μετουσία του Φωτός. Έτσι τα νήπια που φεύγουν πρόωρα, πριν αναπτυχθούν, λόγω της καθαρότητος του νου θα μετέχουν της θείας γνώσης δυναμούμενα από τη Χάρη του Θεού και θα προχωρούν στην τελειότερη γνώση. Αυτό κατ’ αναλογίαν θα γίνη και με τα έμβρυα που έχουν ψυχή και νου που δεν έχει ασθενήσει.
Τελικά, αφήνουμε και αυτό το θέμα στην αγάπη του Θεού, αφού δεν μπορούμε να ενεργήσουμε διαφορετικά.
11.Πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα του ελέγχου της γεννήσεως;
Όταν κάνουμε λόγο για έλεγχο γεννήσεως, εννοούμε την τενχική παρέμβαση των συζύγων στο να μή κάνουν παιδιά, πράγμα το οποίο όμως δημιουργεί το λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα.
Βέβαια, ο βασικός σκοπός του γάμου είναι να αποκτήσουν ο άνδρας και η γυναίκα αγάπη και ενότητα μεταξύ τους. Ο άνδρας να αγαπήσει την γυναίκα και η γυναίκα τον άνδρα. Αλλά ο καρπός αυτής της αγάπης είναι η γέννηση των παιδιών. Διαφορετικά κάτι λείπει από την αγάπη τους, εκτός και αν υπάρχει φυσική ατεκνία, που το επιτρέπει ο Θεός για διαφόρους λόγους.
Όμως, το θέμα του ελέγχου των γεννήσεων είναι κατ’ εξοχήν θεολογικό πρόβλημα, γιατί, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το να γεννήσει κανείς παιδιά είναι έργο του Θεού και δεν είναι έργο της φύσεως και της συνουσίας, αλλά της προνοίας του Θεού. Οπότε, όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να ανταποκριθεί εκεί που ενεργεί ο Θεός, τότε δημιουργείται ένα θεολογικό πρόβλημα, ο άνθρωπος αντιτίθεται στο θέλημα του Θεού.
Έπειτα, η μείωση των γεννήσεων δημιουργεί το δημογραφικό πρόβλημα, που, όπως γνωρίζω, υπάρχει και εδώ στη Ρωσσία, το έχουμε δε και εμείς στην Ελλάδα. Η Πολιτεία στην Ελλάδα δίνει διάφορα κίνητρα για το τρίτο παιδί της οικογενείας, για να ενισχυθούν οι γονείς. Και η Εκκλησία της Ελλάδος έχει πρόγραμμα για τη βοήθεια των οικογενειών εκείνων που έχουν τρίτο παιδί, τουλάχιστον σε μια γεωγραφική περιφέρεια.
Όμως και πάλι πρέπει να τονίσω ότι τό πρόβλημα δεν είναι μόνο κοινωνικό και οικονομικό, αλλά κυρίως θεολογικό. Όπως ο Θεός αγαπά τον κόσμο και δημιουργεί ανθρώπους, έτσι και το ανδρόγυνο που θέλει να ζήσει με το θέλημα του Θεού, θέλει να δημιουργεί παιδιά. Τα ανδρόγυνα γίνονται συνδημιουργητές, δηλαδή, συνεργούν μαζί με το Θεό στη δημιουργία ανθρώπων.
Τα ανδρόγυνα που έχουν πίστη στο Θεό υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια και με τη γέννηση των παιδιών γίνονται ευεργέτες της κοινωνίας, αλλά και της Εκκλησίας. Είναι σημαντικό να σκέφτεται κανείς ότι ένα παιδί πού γεννιέται μπορεί να γίνει άγιος της Εκκλησίας ή ευεργέτης της κοινωνίας.
Επομένως, το πρόβλημα του ελέγχου των γεννήσεων και η δημιουργία του δημογραφικού προβλήματος λύνονται περισσότερο πνευματικά και θεολογικά, παρά οικονομικά. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να βοηθήσουμε τις πολύτεκνες οικογένειες για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που δημιουργούνται.
12. Η θεία Λειτουργία και η προσευχή του Ιησού. Ο ιερεύς ησυχαστής.
Η θεία Ευχαριστία είναι το κέντρο των Μυστηρίων και το κέντρο της πνευματικής ζωής. Αλλά δεν μπορεί να ζει κανείς στη θεία Λειτουργία χωρίς προϋποθέσεις. Πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα, ώστε ο Θεός στη θεία Λειτουργία να γίνει φως και ζωή και όχι καταδίκη. Αγωνίζεται κανείς ώστε να ζει πραγματικά στη θεία Ευχαριστία.
Στο σημείο αυτό φαίνεται ποια είναι η σχέση μεταξύ της θείας Ευχαριστίας και της ησυχαστικής ζωής. Ο καθένας στη θεία Λειτουργία λαμβάνει Χάρη από το Θεό ανάλογα με τον αγώνα του. Σε όποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται, τόση Χάρη λαμβάνει. Όταν προσεύχεται κανείς όλη την εβδομάδα και αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού στη ζωή του, τότε θα αισθανθεί τη θεία Ευχαριστία ώς ευλογία και ως Παράδεισο, αλλά και μετά τη θεία Λειτουργία αναπτύσσεται περισσότερο η προσευχή.
Στην Ακολουθία, μετά τη θεία Κοινωνία παρακαλούμε το Θεό να μας δώσει δάκρυα μετανοίας και κατανύξεως. Ρώτησα καποιον: «Τί αισθάνεσαι μετά που κοινωνείς»; Μου λέει: «Αισθάνομαι μεγάλη χαρά και ευτυχία». Είναι βέβαια και αυτή μια απάντηση. Αλλά μετά τη θεία Κοινωνία πρέπει να αισθανθεί κανείς μετάνοια, νά λέει: «Κύριε, πόσο ανάξιος είμαι και Εσύ με αξίωσες να κοινωνήσω». Οπότε ο άνθρωπος αναλύεται σε δάκρυα δοξολογίας, μετανοίας και αγάπης για το Θεό.
Σήμερα στή θεία Λειτουργία έψαλε ένας χορός που αποτελείτο από πολλά μέλη και ήταν κάτι το μεγαλόπρεπο. Ελεγα μέσα μου: «Θεε μου, έτσι θα είναι και ο Παράδεισος. Όπως τον περιγράφει και η Αποκάλυψη, πού ψάλλει ο λαός “Αλληλούϊα, αλληλούια, αλληλούια”». Το ίδιο αισθάνθηκα όταν παρακολούθησα προχθές την κηδεία του αρχιμανδρίτη Ματθαίου, που ήταν τόσο θριαμβευτική, και κατάλαβα ότι ο θάνατος είναι μια θριαμβευτική στιγμή.
Έτσι, όταν τελειώνει η θεία Λειτουργία, όπου ζει κανείς αυτή τη δοξολογία «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος…», πηγαίνει στο δωμάτιο του και λέει: «Πω!Πω! τώρα είμαι μόνος μου. Τί ωραία ήταν στη Λειτουργία! Τί ωραία θα είναι στον Παράδεισο! Και τώρα είμαι μόνος μου με τα προβλήματά μου. Αξίωσε με, Κύριε, και αύριο να λειτουργήσω και μεθαύριο να πάω στη θεία Λειτουργία και αξίωσέ με να μπω στον Παράδεισο». Οπότε και μετά τη θεία Λειτουργία ζει κανείς τη μετάνοια και νοσταλγεί τη θεία ζωή. Έτσι έπρεπε να ζούμε συνεχώς στη ζωή μας και πριν και μετά τη θεία Λειτουργία, σαν να είμαστε μέσα στη θεία Λειτουργία.
Για παράδειγμα, η Παναγία είχε το Χριστό εννιά μήνες μέσα στην κοιλιά της και είχε κοινωνία μαζί Του. Προηγουμένως, πριν τον Ευαγγελισμό, ήταν δώδεκα χρόνια μέσα στα Άγια των Αγίων και προσευχόταν ως ησυχάστρια. Δηλαδή, η Παναγία εννέα μήνες που κυοφορούσε τον Χριστό ήταν μέσα στη θεία Λειτουργία. Εννέα μήνες συνεχώς κοινωνούσε μέρα-νύχτα από το Αίμα του Χριστού. Αυτό μας δείχνει τί είναι ο Παράδεισος. Αλλά πριν την σύλληψη του Χριστού, ζούσε τον ησυχασμό και είχε φθάσει στη θέωση, όπως ερμηνεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Όταν δεν μπορούμε να πετύχουμε αυτό στη ζωή μας τότε αρχίζει η μετάνοια. Λέμε: «Θεέ μου, έτσι ήταν ο Αδάμ στον Παράδεισο. Είχε κοινωνία με το Θεό, με τους αγγέλους και μετά δοκίμασε την πτώση και την καταστροφή. Θεε μου, αξίωσέ με να αποκτήσω τη Βασιλεία σου, θεράπευσέ με για να μπορέσω να μπω στον Παράδεισο».
Προσπάθησα να σας πω πώς συνδέεται η ησυχαστική ζωή με την ευχαριστιακή ζωή. Όταν υπάρχει κάποιος και λέει: «Εγώ προσεύχομαι στο Θεό και δε μου χρειάζεται η θεία Λειτουργία» κάνει λάθος. Και όταν κάποιος άλλος λέει: «Μου αρέσει η θεία Λειτουργία, όμως δεν μου αρέσει η ησυχαστική ζωή», και αυτό είναι λάθος. Γιατί το πρώτο συνδέεται με το δεύτερο. Και το δεύτερο οδηγεί στο πρώτο. Όσο κανείς προσεύχεται, τόσο περισσότερο θέλει να κοινωνήσει. Και όταν κοινωνάει τόσο αυξάνεται η προσευχή.
Ο Προφήτης Δαβίδ λέγει σε ένα ψαλμό: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός…» (Ψαλμ. 41, 1-2). Και στο Γεροντικό γράφεται ότι ένας Γέροντας ερμήνευε ότι, όπως το ελάφι τρώει τα φίδια και δηλητηριάζεται και στη συνέχεια αναζητά να βρει νερό να ξεδιψάσει, έτσι και εμείς όταν δηλητηριαζόμαστε απο την αμαρτία ή από τη ζωή μας γενικά, σαν τα ελάφια ζητάμε να πάμε στη θεία Ευχαριστία, να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστου.
Αυτό συμβαίνει με το Χριστιανό, αυτό συμβαίνει και με τον ησυχαστή Ιερέα. Όταν ο Ιερεύς εξασκεί τη νοερά προσευχή, δηλαδή ξεχωρίζεται η νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια, τότε μέσα στην θεία Λειτουργία προσεύχεται με τη λογική και με τα λόγια που λέγει, αλλά με τη νοερά ενέργειά του συγχρόνως προσεύχεται μέσα στην καρδιά. Έτσι έχουμε μια Λειτουργία στον Ιερό Ναό και μιά ταυτόχρονη Λειτουργία μέσα στο θυσιαστήριο της καρδιάς. Στην κατάσταση αυτή δεν διασπάται ο νους, αλλά ούτε καταστρέφεται η λογική. Το θέμα αυτό είναι καθαρά εμπειρικό. Αν το δοκιμάσετε, θα βεβαιωθήτε. Περισσότερα δεν μπορώ να πω.
13. Πώς η θεολογία μπορεί να συνδυαστεί με τη φιλοσοφία; Πού είναι τα κοινά σημεία, τα σημεία της επαφής και ποιες είναι διαφορές. Εαν μπορούμε να πούμε ότι η κλασική φιλοσοφία και τα άγια πατερικά συγγράμματα είναι δύο μέθοδοι γνώσεως. Ένας εμπειρικός νοερός και άλλος λογιστικός.
Το δέκατο τέταρτο αιώνα στη συζήτηση που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ τέθηκε και αυτό το θέμα.
Ο Βαρλαάμ έλεγε ότι υπάρχει μια ενιαία γνώση, δηλαδή οι φιλόσοφοι και οι Προφήτες κατά τον ίδιο τρόπο αποκτούν γνώση Θεού. Μάλιστα ισχυριζόταν ότι οι φιλόσοφοι ήταν ανώτεροι από τους Προφήτες, διότι η γνώση τους συνδεόταν με τη λογική, που είναι το πιο ευγενές στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου. Και επομένως μέσα από τη λογική οι φιλόσοφοι απέκτησαν τη γνώση του Θεού. Αντίθετα οι Προφήτες έβλεπαν οράματα με τη φαντασία, ανεξάρτητα από τη λογική, γι’ αυτό και έλεγε ότι η γνώση του Θεού που είχαν οι Προφήτες ήταν κατώτερη από τη γνώση των φιλοσόφων.
Σ’ αυτό το σημείο απάντησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Είπε ότι οι Προφήτες είναι ανώτεροι από τους φιλοσόφους, διότι ο άνθρωπος έχει νου και λόγο. Οι Προφήτες έβλεπαν με το νου τους το Θεό, όχι με τις φαντασίες, αφού ο νους λαμπρυνόταν από τη θεία Χάρη, ενώ οι φιλόσοφοι στοχάζονταν με τη λογική. Το κατάλληλο όργανο για να δει κανείς το Θεό είναι ο νους και όχι η λογική. Το έργο της λογικής είναι να έχει γνώση του περιβάλλοντος κόσμου, το έργο του νου είναι να έχει αδιάλειπτη μνήμη του Θεού και μερικές φορές ανέρχεται και στην όραση του Θεού. Έτσι δικαιολογείται ότι οι Απόστολοι δεν γνώριζαν καθόλου φιλοσοφία και όμως υπερέβησαν τους φιλοσόφους στη θεογνωσία. Άλλη είναι η ανακάλυψη του ανθρώπου δια της λογικής, όπως είναι η επιστήμη και η φιλοσοφία, και άλλη είναι η αποκάλυψη του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου. Γι αυτό ο Χριστός είπε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία οτι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Мατθ. 5, 8) και όχι μακάριοι οι φιλόσοφοι, που θα δουν το Θεό με τη λογική.
Μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας υπάρχει διαφορά, γι’ αυτό και ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος έλεγε ότι οι Απόστολοι θεολόγησαν αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς, δηλαδή ομίλησαν γιά τό Θεό μέσα από την εμπειρία της Πεντηκοστής καί όχι μέσα από τή γνώση της φιλοσοφίας. Ένα κοινό που μπορεί κανείς να δει μεταξύ φιλοσόφων και θεολόγων είναι ως προς την έκφραση. Δηλαδή, οι θεολόγοι-θεόπτες βλέπουν το Θεό και προκειμένου να εκφράσουν την εμπειρία που απέκτησαν χρησιμοποιούν όρους της εποχής τους, στους οποίους όμως δίνουν άλλο περιεχόμενο.
Παρά τη διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας, εν τούτοις δεν πρέπει να γίνονται αντιπαραθέσεις, γιατί κινούνται σέ ένα διαφορετικό επίπεδο γνώσης.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεόλογος και ο Μέγας Βασίλειος σπούδασαν στην Αθήνα την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Επίσης ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης γνώριζε πολύ καλά τη φιλοσοφία της εποχής του. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά κλπ.
Για τον τελευταίο, δηλαδή τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γνωρίζουμε ότι όταν ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως ήξερε πολύ καλά τον Αριστοτέλη. Μετά τις σπουδές του, κλήθηκε ενώπιον του Πρυτάνεως και της Συγκλήτου της Αυτοκρατορίας να αναπτύξει τη φιλοσοφία του Αριστοτέλους. Και μίλησε τόσο καλά, ώστε ο δάσκαλός του είπε ότι, αν ήταν παρών και αυτός ο ίδιος ο Αριστοτέλης, θα τον επαινούσε. Όμως στη συνέχεια εγκατέλειψε όλη την κοσμική γνώση και τη σταδιοδρομία του και μετέβη στό Άγιο Όρος όπου προσευχόταν συνεχώς: «Φώτισόν μου το σκότος». Δεν εννοούσε το σκότος της λογικής, γιατί ήξερε πολύ καλά τον Αριστοτέλη, αλλά το σκότος του νου και της καρδιάς. Και μετά έφθασε στη θεωρία του Θεού, είδε την Παναγία, είδε το Χριστό, τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και πολλές φορές το Άκτιστο Φως.
Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μελέτησαν την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, είδαν τα οντολογικά και κοσμολογικά προβλήματα που έθεσαν οι φιλόσοφοι, όπως για παράδειγμα, το οντολογικό θέμα: για το τι είναι το όν, πού είναι το ον, τι είναι ο Θεός, και το κοσμολογικό θέμα: για το τι είναι ο κόσμος, ποιος δημιούργησε τον κόσμο, γιατί υπάρχει το κακό στον κόσμο, γιατί υπάρχει ο θάνατος.
Είναι γνωστόν ότι κάθε φιλόσοφος έδινε τις δικές του απαντήσεις. Άλλες απαντήσεις έδωσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, άλλες οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί, άλλες ο Ηράκλειτος, άλλη απάντηση έδωσε ο Σωκράτης, άλλη έδωσε ο Πλάτων, άλλη ο Αριστοτέλης, άλλη οι Στωϊκοί φιλόσοφοι, άλλη οι Πλατωνικοί και Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι κλπ.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μελέτησαν αυτά τα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα των αρχαίων φιλοσόφων, είδαν τα ερωτήματά τους, απέρριψαν τις απαντήσεις τους και έδωσαν στα δικά τους ερωτήματα δικές τους απαντήσεις που προέρχονταν από την αποκάλυψη που είχαν λάβει, όπως γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας.
Έτσι μπορούμε να μιλούμε για συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού. Οι άγιοι Πατέρες προσέλαβαν όρους από τήν αρχαία ελληνική φιλοσοφία καί έδωσαν σε αυτούς άλλο περιεχόμενο. Γιά παράδειγμα, οι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι έκαναν λόγο για την “έκσταση”, εννοώντας ότι έξέρχεται η ψυχή από το σώμα, αλλά οι Πατέρες, καίτοι χρησιμοποίησαν τον όρο “έκσταση”, έδωσαν άλλη έννοια σε αυτή, ότι δηλαδή εξέρχεται ο νους από το σαρκικό και σωματικό φρόνημα και εισέρχεται στην καρδιά.
Το ίδιο συνέβη και με τον όρο “πρόσωπο”. Οι αρχαίοι Έλληνες μιλώντας για το πρόσωπο εννοούσαν το προσωπείο, τη μάσκα που έβαζαν οι ηθοποιοί για να παίξουν ένα ρόλο. Μερικοί θεολόγοι της αρχαίας Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν την έννοια του προσώπου με λάθος τρόπο, όπως ο Σαβέλιος, ο οποίος μιλώντας για τον Τριαδικό Θεό, εννοούσε τις τρεις άποκαλύψεις του ενός Θεού, στην Παλαιά Διαθήκη, στην Καινή Διαθήκη και στη ζωή της Εκκλησίας. Όμως, ο Μ. Βασίλειος προσέλαβε τόν όρο “πρόσωπο” και τον συνέδεσε με την υπόσταση, του έδωσε δηλαδή οντολογία. Οπότε, κατά τους Πατέρες πρόσωπο είναι η ουσία με τα υποστατικά ιδιώματα.
Θέλω να πω, ότι έτσι πρέπει να εργαζόμαστε και εμείς σήμερα. Δεν πρέπει να απορρίπτουμε τη φιλοσοφία, δεν πρέπει, όμως, να λέμε ότι είναι το ίδιο η φιλοσοφία με τη θεολογία. Ούτε μπορούμε να λέμε ότι η φιλοσοφία σώζει. Η φιλοσοφία είναι ο λεγόμενος «σπερματικός λόγος», αλλά η θεολογία κινείται πέρα από τη φιλοσοφία. Η θεολογία χρησιμοποιεί όρους φιλοσοφικούς, για να εκφράσει την εμπειρία της αποκαλύψεως, αλλά δεν είναι φιλοσοφία καί στοχασμός.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν μερικοί δυτικοί θεολόγοι, που δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν όλες αυτές τις λεπτομέρειες, τις λεπτές αναλύσεις, γι΄αυτό το λόγο κάνουν εσφαλμένες ερμηνείες. Για παράδειγμα λένε ότι ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης είναι νεοπλατωνικός, επειδή χρησιμοποιεί μερικούς όρους του νεοπλατωνισμού, ενώ δεν είναι καθόλου νεοπλατωνικός, για τον εξής απλό λόγο.
Ο Πλάτων ισχυριζόταν ότι η ψυχή του ανθρώπου, που ήταν προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και στη συνέχεια κλείσθηκε στο σώμα, έχει ανάμνηση της προηγούμενης ζωής της και γι’ αυτό θέλει να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν. Αυτός είναι ο λεγόμενος πλατωνικός έρωτας. Δηλαδή, έρωτα δεν έχει ο Θεός προς τον άνθρωπο, αλλά ό άνθρωπος προς το Θεό και επομένως ο έρωτας είναι μια αδυναμία του ανθρώπου, γιατί αισθάνεται ότι κάτι του λείπει. Ο Θεός έχει πληρότητα, γι’ αυτό και δεν έχει έρωτα. Επίσης, ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι ο Θεός είναι το πρώτο ακίνητο κινούν, δηλαδή ο Θεός δεν κινείται, αλλά κινεί τα όντα. Επομένως, οι δυο βασικές αρχές της κλασσικής μεταφυσικής είναι ότι ο Θεός δεν έχει έρωτα-αγάπη και δεν κινείται.
Στα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, όπως τα αναλύει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γράφεται ότι ο Θεός είναι έρως και εραστόν και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστόν ελκύει προς τον εαυτό Του εκείνα που είναι δεκτικά του έρωτος. Δηλαδή, εδώ παρουσιάζεται ότι ο Θεός έχει έρωτα προς τον άνθρωπο και ότι κινείται προς τον άνθρωπο και συγχρόνως κινεί προς τον εαυτό Του αυτούς που είναι δεκτικοί του έρωτος. Αυτό είναι ανατροπή της κλασσικής μεταφυσικής και του νεοπλατωνισμού.
Σε αυτά τα δύο σημεία, μεταξύ των άλλων, φαίνεται σαφέστατα η διαφορά μεταξύ των αρχαίων φιλοσόφων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Και αυτό πρέπει να το λαμβάνουμε υπ’ όψη μας κάθε φορά που μελετούμε τις σχέσεις μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας καθώς επίσης τη σχέση μεταξύ θεολόγων και φιλοσόφων.
14. Πώς να ξεχωρίσουμε τους λογισμούς αν είναι από το Θεό, από το διάβολο ή από τον ίδιο τον άνθρωπο; Ποια είναι η δική σας εμπειρία πάνω στο θέμα αυτό;
Κατ’ αρχάς πρέπει να σας πώ, ότι η προσωπική εμπειρία λέγεται στα όρια της προσωπικής επικοινωνίας, δηλαδή ο Πνευματικός Πατέρας κάτι αναφέρει στα πνευματικά του παιδιά για να τα βοηθήσει. Δεν μπορεί ο καθένας δημοσίως να λέει «αυτή είναι η προσωπική μου εμπειρία». Άλλωστε, η εμπειρία που έχει ο καθένας δεν είναι ατομική, αλλά εκκλησιαστική και, ακόμη, διαφορετική από τον άλλο.
Το λέω αυτό γιατί και εγώ αγάπησα την προσευχή, και υπήρχαν στιγμές στη ζωή μου που προσευχόμουν πολύ. Ιδίως όταν γνώρισα τον Γέροντα Σωφρόνιο, άναψε μέσα η καρδιά μου για προσευχή. Καθόμουν στο κελλί μου ώρες ολόκληρες και προσευχόμουν, γιατί ήθελα να μάθω τί είναι αυτή η προσευχή. Κατά τη διάρκεια της προσευχής συνέβαιναν πολλά πράγματα. Αισθανόμουν μεγάλη έκπληξη. Τί είναι αυτό; Έγραφα, λοιπόν, στο Γέροντα Σωφρόνιο για να μου πει τί είναι αυτά που συναντούσα στην προσευχή, μήπως είναι πλάνη, είναι καλό, κακό, τί είναι; Και μια φορά μου έγραψε να λάβω την ευλογία του Επισκόπου μου και να πάω στην έρημο του Αγίου Όρους. Όμως δεν με δέσμευε και με άφησε στην ελευθερία μου.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος σεβόταν πάρα πολύ την ελευθερία του ανθρώπου. Θεωρώ οτι ήταν ένας τέλειος άνθρωπος. Διότι είχε γνώση του Θεού, είχε μια ηρεμία μέσα στην καρδιά του, είχε μια γλυκύτητα, μια απέραντη αγάπη και απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του άλλου. Όταν βλέπετε ανθρώπους να καταργούν την ελευθερία των άλλων, δεν είναι καλό σημείο, είναι δαιμονικό.
Ο Επίσκοπός μου, που ήταν και Γέροντάς μου, όταν του το ανέφερα μού είπε: «Σε παρακαλώ, μη φύγεις από κοντά μου. Σε χρειάζομαι. Κάνε ό,τι θέλεις εδώ, σου δίνω ελευθερία, αλλά θέλω να είσαι κοντά μου». Και έτσι δεν πήγα στο Άγιο Όρος. Αν έχασα, δεν το ξέρω. Αυτό ο Θεός το ξέρει. Εγώ έκανα υπακοή.
Σας το λέγω αυτό, γιατί ο καθένας μας έχει τις εμπειρίες του από τήν προσευχή και από άλλα θέματα πνευματικής ζωής, αλλά δέν μπορεί να τα αναφέρει δημοσίως και μάλιστα κατά τή διάρκεια της διδασκαλίας.
Απαντώντας στο ερώτημά σας για το πώς ξεχωρίζουμε τους λογισμούς, άν προέρχονται από το Θεό, το διάβολο ή τον εαυτό μας, πρέπει να πώ ότι πράγματι ορθόδοξη θεολογία είναι το να διακρίνει κανείς τα πνεύματα αν είναι από το Θεό ή από το διάβολο, αν είναι από την πλάνη ή από το Θεό. Εμείς ως Πνευματικοί Πατέρες πρέπει να κάνουμε αυτή τη διάκριση. Έρχονται πολλοί και μας λένε: «Τί πρέπει να κάνω; Ποιό είναι τό θέλημα του Θεού; Αυτή είναι καλή σκέψη ή κακή;». Και εκεί φαίνεται η ικανότητα του Πνευματικού Πατέρα, στο αν μπορεί να καταλάβει αν κάτι είναι από το Θεό ή από το διάβολο. Γι αυτό και είπα στην εισήγησή μου ότι ο θεολόγος συνδέεται με τον Πνευματικό Πατέρα και ο Πνευματικός Πατέρας συνδέεται με το θεολόγο.
Στην εποχή μας πρέπει να γίνει διάκριση σε πολλά σημεία. Γιά παράδειγμα, μερικά είναι πνευματικά προβλήματα, άλλα είναι ψυχολογικά και άλλα σατανικά. Όλα τα ψυχολογικά δεν είναι σατανικά, όλα τα σατανικά δεν είναι ψυχολογικά. Μπορεί μερικά θέματα να επηρεάζουν το ψυχολογικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά δεν είναι στη βάση τους ψυχολογικά. Γι αυτό πρέπει να ξεχωρίζει κανείς τί είναι αυτό το πρόβλημα; Ψυχολογικό, πνευματικό ή δαιμονικό;
Μια γενική αρχή είναι ότι, αν μια απόφαση και πράξη δημιουργεί ειρήνη, ταπείνωση και αγάπη, είναι καλή. Ο Χριστός είπε θα γνωρίσεις το δέντρο από τους καρπούς του. Ένας ο οποίος έχει όρεξη για προσευχή, έχει ταπείνωση και αγαπά τους ανθρώπους, αυτό είναι καλό. Εάν ένας άλλος θέλει να προσευχηθεί, αλλά έχει εγωισμό και υπερηφάνεια, όπως προσευχόταν ο Φαρισαίος, δέν δικαιώνεται από το Θεό. Επίσης εαν ένας προσεύχεται, αλλά έχει μίσος και κακότητα στην καρδιά του για τους άλλους, αυτή η προσευχή δεν είναι καλή.
Μου έλεγε ο πατήρ Παΐσιος, που ζούσε στο Άγιον Όρος, ότι υπάρχουν μερικοί ασκητές που ζουν στο Όρος και νομίζουν ότι έχουν φθάσει σε υψηλά μέτρα πνευματικής ζωής και στη συνέχεια ελέγχουν με σκληρό τρόπο τους Επισκόπους. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Δεν καταλαβαίνουν τη μεγάλη ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι από τους Επισκόπους και τη μαρτυρική διακονία που ασκούν οι Επίσκοποι στους ανθρώπους.
Αυτό είναι ένα βασικό κριτήριο. Δεν μπορεί κανείς να ασκεί τον ησυχασμό και να έχει νοερά προσευχή και όμως να είναι επιθετικός στους ανθρώπους. Ένας φίλος μου πήγε κάποτε στο Αγιον Όρος και βρήκε έναν ασκητή, που του είπε: «Όλοι εσείς που μένετε στον κόσμο θα καταδικαστείτε. Δεν υπάρχει σωτηρία για σας. Όλοι οι μουσουλμάνοι και οι βουδιστές θα πάνε στην κόλαση». Και ο φίλος μου του απάντησε: «Πάτερ, είμαι πολύ περίεργος με αυτά που ακούω. Εσύ ήρθες εδώ στο Άγιο Όρος για να μάθεις ποιον θα καταδικάσει ο Θεός στην κόλαση; Τέτοιο μίσος έχεις εναντίον των ανθρώπων; Το ποιος θα πάει στον Παράδεισο και ποιος στην κόλαση είναι θέμα του Θεού, όχι δικό σου. Εσύ πρέπει να προσεύχεσαι για τη σωτηρία του κόσμου». Γι αυτό και είπα προχθές στη Μόσχα, πού μίλησα στο Πανεπιστήμιο, ότι εγώ χαίρομαι, διότι στη Δευτέρα Παρουσία θα μας κρίνει ο Θεός και όχι άνθρωποι, γιατί ο Θεός γνωρίζει την καρδιά μου μέσα στο βάθος της, ενώ μερικές φορές οι άνθρωποι βλέπουν επιφανειακά και είναι πολύ σκληροί.
Πάντως, οι λογισμοί προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν το νου, για να αναπτυχθεί η επιθυμία και να ακολουθήσει η πράξη της αμαρτίας. Ένας τέτοιος λογισμός είναι από το διάβολο. Όταν ο λογισμός παρακινεί το νου και την καρδιά σε προσευχή είναι από το Θεό. Οπότε όταν έρχεται ένας λογισμός και έχω μέσα μου ειρήνη, ταπείνωση, γαλήνη και αγάπη είναι καλός. Ένας λογισμός, που δημιουργεί ταραχή και μίσος, είναι εκ του διαβόλου.
Επειδή όμως, όπως είπα προηγουμένως, είναι δύσκολο να ξεχωρίζουμε τους λογισμούς και τις πράξεις, όπως και ποιο είναι το θέλημα του Θεού, διότι δεν διαθέτουμε αρκετή πείρα, γι’ αυτό πρέπει να ρωτάμε διακριτικούς και έμπειρους Πνευματικούς Πατέρες και να υπακούουμε στο λόγο τους.
15. Πώς να καταλάβουμε αν η κατάθλιψη προέρχεται από το οργανικό, από τη σωματική κατάσταση ή από πνευματική. Και πώς να γιατρευτεί;
Μου θέτετε μεγάλα ερωτήματα και αυτό είναι πάρα πολύ καλό, αλλά για κάθε ερώτημα μπορεί να γίνει ολόκληρη ομιλία.
Αυτό που θέλω να πω στο ερώτημά σας είναι ότι άλλο είναι η θλίψη και άλλο η κατάθλιψη. Άλλο είναι μια στενοχώρια που προέρχεται από διάφορα γεγονότα και άλλο η κατάθλιψη που φέρνει απελπισία. Διότι η κατάθλιψη από ψυχιατρικής πλευράς έχει και σωματικές συνέπειες, έχει ταραχή, ιδρώτα, αγωνία. Το ένα είναι πνευματικής φύσεως, το άλλο ψυχοσωματικής και ψυχιατρικής.
Όταν έχουμε μια θλίψη-στενοχώρια, αρχίζουμε πρώτα-πρώτα από τα πνευματικά. Και επειδή μερικές θλίψεις προέρχονται από τύψεις, πηγαίνουμε στον Πνευματικό Πατέρα για να εξομολογηθούμε το τυχόν αμάρτημα που μας δημιουργεί τύψεις. Πολλές φορές μετά από εξομολόγηση αισθάνεται κανείς μια ανακούφιση. Εάν υπακούσει κανείς στον Πνευματικό Πατέρα, τότε θα ωφεληθεί. Συμβαίνει ό,τι με τους γιατρούς. Πηγαίνουμε σ’ ένα γιατρό, μας κάνει διάγνωση και μας δίνει μια θεραπευτική αγωγή, την οποία, όταν ακολουθούμε, σιγά-σιγά θεραπευόμαστε. Θυμάστε τι έγινε με τους λεπρούς του Ευαγγελίου. Όταν ζήτησαν βοήθεια από το Χριστό, Εκείνος τους είπε να επισκεφθούν τους Ιερείς που έδιναν τη βεβαίωση ότι κάποιος λεπρός θεραπεύτηκε. Και λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν» (Λουκ. 17, 14). Το ίδιο συμβαίνει και με τα πνευματικά θέματα. Όταν αγωνιζόμαστε να τηρήσουμε το λόγο του Πνευματικού Πατέρα και να εφαρμόσουμε το θέλημα του Θεού, θεραπευόμαστε.
Παρά ταύτα, όμως, άν υπάρχει μια θλίψη που δε θεραπεύεται εύκολα με εξομολόγηση και δημιουργεί, μάλιστα, απόγνωση και απελπισία καί κατ’ επέκταση δημιουργεί ταραχή σωματική, ιδρώτα, άγχος, πόνο, αϋπνίες κλπ., τότε επισκεπτόμαστε ένα νευρολόγο ιατρό ή ίσως και ψυχίατρο. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κάποιο φάρμακο. Διότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι ένα εργοστάσιο που παράγει χημικές ενώσεις και ηλεκτρική ενέργεια. Οι χημικές ενώσεις παράγουν ενέργεια και η ηλεκτρική ενέργεια παράγει χημικές ενώσεις.
Έχει διαπιστωθεί επιστημονικά ότι και η κατάθλιψη έχει ένα σωματικό υπόβαθρο, συνδέεται με τη λειτουργία του εγκεφάλου και τους νευροδιαβιβαστές. Για παράδειγμα, η ντοπαμίνη, όταν παράγεται σε λιγότερη ποσότητα, δημιουργεί την ασθένεια του πάρκινσον και όταν παράγεται σε περισσότερη ποσότητα, δημιουργεί παραισθήσεις. Γνώριζα κάποιον που είχε την ασθένεια του πάρκινσον. Ο γιατρός του έδωσε ένα φάρμακο, για να μειωθούν οι κινήσεις του σώματος. Βρήκε ανακούφιση, αλλά είχε παραισθήσεις. Μπορεί κάποιος στην περίπτωση αυτή να το αποδώσει στο διάβολο. Ήταν όμως μια κακή λειτουργία του εγκεφάλου. Όταν μείωσε την δόση του φαρμάκου και βρήκε την κατάλληλη δόση του φαρμάκου, τότε και το πάρκινσον μειώθηκε και έπαυσαν οι παραισθήσεις. Επομένως, το πρόβλημα δεν ήταν πνευματικό ή ψυχολογικό, αλλά καθαρά οργανικό και ιατρικό.
Γι αυτό θυμάμαι οτι, όταν κάποιος είχε ένα πρόβλημα, ο πατήρ Παϊσιος έλεγε: «Αυτό θέλει προσευχή, θέλει εξομολόγηση. Να πας να βρεις Πνευματικό να εξομολογηθείς». Σ’ άλλες περιπτώσεις έλεγε: «Να πάς σε κάποιο γιατρό». Σ’ άλλες περιπτώσεις έλεγε: «Να πας στον άγιο Νεκτάριο για να ζητήσεις τη βοήθειά του να βγει το δαιμόνιο». Δεν είναι πάντοτε η ίδια αιτιολογία, γι’ αυτό χρειάζεται διάκριση.
Επομένως, άλλο είναι η λύπη από ψυχολογικής ή πνευματικής πλευράς και άλλο η κατάθλιψη από οργανικής πλευράς. Όταν έχουμε πίστη στο Θεό και προσευχόμαστε και όταν εξομολογούμαστε συχνά και έχουμε έναν καλό διακριτικό Πνευματικό Πατέρα, στον οποίο κάνουμε υπακοή, τότε πολλά πνευματικά καί ψυχολογικά προβλήματα θεραπεύονται. Και όταν υπάρξει και ένα οργανικό πρόβλημα, τότε μας βοηθά η ιατρική επιστήμη.
Επειδή πέρασε η ώρα και είμαστε εδώ τέσσερεις ώρες, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω γιατί είχατε την υπομονή, τόσες ώρες να είσθε εδώ μαζί μου, να κάνετε τόσες εύστοχες ερωτήσεις και να ακούτε με προσοχή τις απαντήσεις. Αυτό δείχνει το ενδιαφέρον σας και την προσοχή σας για τέτοια θεολογικά και πνευματικά ζητήματα και εύχομαι ο Θεός να σας ευλογεί στο έργο σας, να γίνετε καλοί θεολόγοι και καλοί Πνευματικοί Πατέρες, πράγμα το οποίο έχει ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος. Γιατί σήμερα πρέπει να συνδεθεί πολύ στενά η θεολογία με την ποιμαντική. Ούτε να θεολογούμε χωρίς ποιμαντική, ούτε να ποιμαίνουμε χωρίς θεολογία.-

Share Button