Η «σιωπή» τού Αρχιεπισκόπου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Ο Κόσμος τού Επενδυτή», 9-10/10/2010)

Στήν πρόσφατη Ιεραρχία, αλλά καί σέ άλλες περιπτώσεις, ακούσθηκε η άποψη ότι ο Αρχιεπίσκοπος, καί κατ’ επέκταση η Ιεραρχία, δέν ομιλεί στήν κρίσιμη αυτή περίοδο καί περισσότερο σιωπά ή εφησυχάζει, καί ότι θά πρέπει νά κάνη κοινωνικές επαναστάσεις, νά ηγηθή αγώνων, νά κρίνη πολιτικούς κλπ.

Δέν συμμερίζομαι αυτήν τήν άποψη, γιατί η Εκκλησία, μέ τήν συνδρομή πολλών Κληρικών καί λαϊκών, εξασκεί ένα μεγάλο φιλανθρωπικό έργο καί κυρίως νοηματοδοτεί τόν βίο πολλών ανθρώπων, έχει έναν σημαντικό πνευματικό ρόλο στήν κοινωνία, δέν πρέπει νά πολιτικολογή, γιατί έχει μιά άλλη πνευματική καί ενοποιητική αποστολή. Έχει όμως σημασία νά ερευνηθή από ποιούς διατυπώνονται τέτοιες αιτιάσεις καί ποιές είναι οι ιδεολογικές καί «εκκλησιολογικές» προϋποθέσεις πού συγκροτούν τήν προσωπικότητά τους καί τήν εν γένει συμπεριφορά τους. Μερικές από τίς σκέψεις μου θά εκθέσω στήν συνέχεια.

1. Είναι σοφός ο αγιογραφικός λόγος ότι υπάρχει «τοίς πάσι χρόνος καί καιρός τώ παντί πράγματι υπό τόν ουρανόν», καί «καιρός τού σιγάν καί καιρός τού λαλείν» (Εκκλ. γ’, 1, 7). Η μεγαλύτερη αρετή είναι η διάκριση μέ τήν οποία επιλέγει κανείς τόν τρόπο τής δράσεώς του, ώστε νά γίνη ωφέλιμος καί αποδοτικός καί όχι «γραφικός». Η Εκκλησία στήν ιστορία της γνώρισε καί τίς δύο καταστάσεις: καί περιόδους λόγου, αλλά καί περιόδους σιωπής. Πάντως, καί όταν ομιλούσε, ο λόγος της ήταν θεολογικός, προφητικός, παρηγορητικός, καί όταν σιωπούσε, η σιωπή της ήταν ισχυρότερη τού λόγου. Η Εκκλησία εργάζεται μέσα στήν κοινωνία καί καταφατικά καί αποφατικά.

 

Η μεγαλύτερη, πάντως, δόξα τής Εκκλησίας είναι η περίοδος τού διωγμού καί τών κατακομβών, γιατί τότε βιώνει εντονώτερα τό μυστήριο τού Σταυρού τού Χριστού καί οπωσδήποτε τότε αποβάλλει τήν εκκοσμικευμένη ζωή, τά αλλότρια έργα της καί αναδεικνύει τούς μάρτυρες. Χαιρόμαστε τήν εξωτερική ειρήνη καί ελευθερία, αλλά αυτά έχουν καί τό τίμημά τους, ενώ οι κατακόμβες είχαν δόξα καί μεγαλείο, προσέγγιζαν περισσότερο στό περιεχόμενο τής χριστιανικής ζωής. Η Εκκλησία ακόμη γνώρισε τήν δόξα της στήν έρημο, μακριά από εξουσιαστικές τάσεις, έξω από κοσμική εξουσία καί κοινωνική δόξα, μέσα στήν έγκαρπη σιωπή.

Πάντως, δέν μπορεί κανείς νά αγνοή ούτε τόν λόγο, όταν είναι καρποφόρος, ούτε τήν σιωπή, όταν είναι αποδοτική. Κάθε επιστήμη έχει καί τά ερευνητικό έργο, πού γίνεται στήν σιωπή τών εργαστηρίων, καί τόν λόγο-πράξη, πού συνδέεται μέ τήν ουσιαστική προσφορά.

2. Στήν Εκκλησία τής Ελλάδος τίς τελευταίες δεκαετίες γνωρίσαμε στά πρόσωπα τών Αρχιεπισκόπων καί τόν λόγο καί τήν σιωπή, καί τήν εξωτερική δραστηριότητα καί τήν εσωτερική παραγωγικότητα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ είχε έναν χαρακτήρα πού βοήθησε τήν Εκκλησία σέ κρίσιμες στιγμές τού εκκλησιαστικού καί πολιτικού βίου. Η μεγαλύτερη προσφορά του, μέ τήν πηγαία καί «βουνίσια» συμπεριφορά του, ήταν τό νά διαφυλάξη τήν Εκκλησία αλώβητη σέ περίοδο μετάβασης από τήν δικτατορία στήν δημοκρατία καί από τήν μεταβίβαση τής εξουσίας από έναν κομματικό σχηματισμό σέ άλλον. Αντίθετα, στό παρελθόν σέ τέτοιες μεταβάσεις είχαμε καί αλλαγές εκκλησιαστικής ηγεσίας, μέ τήν είσοδο τής Πολιτείας στά ενδότερα εκκλησιαστικά πράγματα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, μέ τά οράματα πού είχε, τόν δυναμικό του χαρακτήρα, τόν χαρισματικό καί εκρηκτικό λόγο του, δημιούργησε μιά άλλη κινητικότητα στά εκκλησιαστικά καί κοινωνικά πράγματα τού τόπου αυτού. Από τήν αρχή τής αρχιεπισκοπείας του ακούγονταν συχνά οι φράσεις «η Εκκλησία άλλαξε σελίδα», «ο Αρχιεπίσκοπος τού εικοστού πρώτου αιώνα», «η Εκκλησία βγήκε από τό περιθώριο». Φυσικά, αυτή η κινητικότητα δημιούργησε κοινωνικές, πολιτικές καί ιδεολογικές αντιδράσεις, τίς οποίες γνωρίσαμε όλοι μας.

Ο ιστορικός τού μέλλοντος θά κρίνη αντικειμενικά τά γεγονότα αυτά, αλλά έχουμε καί εμείς μιά γεύση. Όλοι μπορούν νά ωφελούν, αλλά πρέπει νά δούμε τήν ποιότητα τού έργου καί τήν ουσιαστική προσφορά πού αντέχει στόν χρόνο, πέρα από τά συνθήματα καί τήν επικοινωνιακή τακτική.

Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι ο Κληρικός, καί μάλιστα ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, τούς χρόνους πού ζούμε πρέπει νά είναι θεολογικά κατηρτισμένος, νά διαθέτη υγιές εκκλησιαστικό φρόνημα, νά έχη σύνεση καί διάκριση, νά γνωρίζη πότε καί πώς θά ομιλή, πότε καί πώς θά σιωπά, πώς θά διαλέγεται καί πώς θά συμπεριφέρεται ως ενοποιός δύναμη τής Εκκλησίας, ως υγιές στοιχείο τής κοινωνίας, ως αναφορά όλων, πού θά εισέρχεται στό κοινωνικό πεδίο γιά νά ενώνη καί όχι νά συντηρή καί νά επαυξάνη τήν υφιστάμενη διαίρεση.

3. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σέ μερικά σημεία, από πλευράς χαρακτήρος καί εκκλησιαστικής παιδείας, διαφέρει από τoύς προκατόχους του (Σεραφείμ-Χριστόδουλο), σέ άλλα συμφωνεί μέ αυτούς καί, βεβαίως, σέ άλλα σημεία προσθέτει τά δικά του στοιχεία. Η Εκκλησία διαθέτει ποικιλία χαρισματούχων Κληρικών. Δέν είναι δυνατόν νά είναι όλοι τό ίδιο. Πάντοτε τό μεγαλύτερο πρόβλημα στούς τομείς τής ζωής μας είναι η εξιδανίκευση ενός τύπου ανθρώπου, πράγμα πού καταλήγει σέ υποκειμενισμούς, φανατισμούς καί απογοητεύσεις.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δέν ζή σέ μιά γυάλα, δέν είναι απομονωμένος από τήν κοινωνία, δέν είναι αθέατος. Είναι ένας ποιμενάρχης στήν Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ενδιαφέρεται γιά τήν επίλυση τών προβλημάτων τού ποιμνίου του, λειτουργεί, ομιλεί, συμμετέχει σέ κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά δέν προβάλλεται. Αυτό οφείλεται σέ πολλούς λόγους, ή διότι ο ίδιος δέν προκαλεί τήν διαφήμιση ή διότι ο λόγος του δέν είναι διχαστικός καί πολιτικός γιά νά περάση στίς ειδήσεις ή διότι δέν επιθυμεί νά πολιτικοποιή τήν εκκλησιαστική ζωή καί νά «εκκλησιοποιή» ένα μέρος τού πολιτικού φάσματος. Ο ίδιος είναι ανοικτός σέ όλους, ασχολείται μέ τά προβλήματα τού λαού, αναπαύει όσους τόν πλησιάζουν.

Τελικά δέν υφίσταται η κατηγορία γιά σιωπή τού Αρχιεπισκόπου, αφού εκφράζει μιά άλλη φωνή καί έναν άλλον τρόπο ποιμαντικής ζωής καί προσφοράς, πού διακρίνεται από θεολογικό λόγο καί κοινωνική ευαισθησία. Όσοι έχουν συνηθίσει νά ζούν μέ ιδιαίτερες «εξαρτησιογόνες ουσίες», δέν μπορούν εύκολα νά απεξαρτητοποιηθούν καί γι’ αυτό καί αναζητούν τήν «ουσία» πού αφιονίζει.

Πάντως, τό γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι τής κοινωνίας μας, στούς δύσκολους καιρούς πού ζούμε, χρειάζονται τό ιλαρό πρόσωπο τής Εκκλησίας, τήν διάφανη καί ευαγγελική ζωή, τήν «ζώσα παραίνεση», τόν παρακλητικό λόγο. Δέν επιθυμούν τήν παρουσία τού «μεγάλου ιεροεξεταστή» τού Ντοστογιέφκσι, αλλά τόν άνθρωπο τής θυσίας, τής κένωσης, τής προσφοράς, τής σταυρικής αγάπης, πού θεραπεύει χωρίς νά προκαλή. Μέσα στήν σύγχρονη «μοναξιά τού πλήθους» χρειάζονται Κληρικοί, πού όταν ομιλούν καί σιωπούν, νά ενώνουν καί παρηγορούν. Ρώτησε κάποιος έναν ασκητή εάν έπρεπε νά ξυπνήση κάποιον πού κοιμόταν κατά τήν διάρκεια τής ιεράς Ακολουθίας. Καί εκείνος απήντησε ότι αυτός θά προτιμούσε νά βάλη τά γόνατά του γιά νά αναπαυθή καλύτερα.

Share Button