«Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ο σύγχρονος άνθρωπος ζή σέ μιά κοινωνία η οποία βλέπει όλα τά πράγματα μέσα από μιά διάσταση καί γι’ αυτό είναι επικίνδυνη. Ο άνθρωπος έχει διάφορα προβλήματα, οικονομικά, βιολογικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά, υπαρξιακά, θρησκευτικά. Έτσι, όταν όλο τό ενδιαφέρον τής κοινωνίας εξαντλήται σέ μιά μόνον διάσταση (βιολογική, οικονομική) τότε χαρακτηρίζεται ως «μονοδιάστατη κοινωνία» καί ο άνθρωπος πού ζή μέσα σέ αυτήν χαρακτηρίζεται ως «μονοδιάστατος» καί κατ’ επέκταση είναι ψυχικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά καί υπαρξιακά ανάπηρος.

Η οικονομική κρίση πού έπληξε τήν Πατρίδα μας είναι ένα γεγονός λυπηρό καί πρέπει νά αποδοθούν ευθύνες, γιατί προκαλεί κοινωνικές καί οικογενειακές αναστατώσεις, αλλά κυρίως γιατί δημιουργεί προβλήματα στούς νέους ανθρώπους, οι οποίοι υφίστανται τίς συνέπειες τής οικονομικής κρίσης, χωρίς νά ευθύνωνται οι ίδιοι καί έτσι βλέπουν μέ δυσοίωνες προοπτικές τό μέλλον τους. Όμως καί η απολυτοποίηση τής οικονομικής κρίσης, χωρίς νά βλέπουμε καί τά ποικίλα προβλήματα πού υπάρχουν στήν κοινωνία μας, αυξάνει τόν προβληματισμό, τόν σκεπτικισμό καί, τελικά, επιτείνει τήν αγωνία.

Ο άνθρωπος δέν είναι μιά «ζωντανή μηχανή», δέν είναι ένα «βιολογικό όν», δέν είναι ένα «έμψυχο εργαλείο» στά χέρια τών εργοδοτών καί τών μηχανισμών εξουσίας, αλλά είναι ένα «πνευματικό όν», ένα «θεολογικό όν» πού αναζητά νόημα καί πληρότητα ζωής.

Διακατεχόμενος τόν τελευταίο καιρό από τέτοιες σκέψεις, θυμήθηκα τό έργο του Χέρμερτ Μαρκούζε μέ τίτλο Ο μονοδιάστατος άνθρωπος καί τίς σημαντικότερες παρατηρήσεις του στό πρώτο κεφάλαιο τού βιβλίου μέ τίτλο «μονοδιάστατη κοινωνία». Μιά τέτοια κοινωνία στήν οποία ζούμε, καθημερινώς μάς καθιστά όλο καί περισσότερο υπαρξιακά καί πνευματικά ανάπηρους, αφού ατροφούν οι βασικές προδιαγραφές τής ύπαρξής μας, όταν βέβαια δέν έχουμε εσωτερικές αντιστάσεις.

 

Ο Χέρμερτ Μαρκούζε (1898-1979) ήταν ένας αμερικανός φιλόσοφος, γερμανικής καταγωγής, ο οποίος είχε σοσιαλιστικές αρχές στήν νεότητά του καί τελικά πέρασε τρείς φάσεις στήν ζωή του. Η πρώτη φάση ήταν η φαινομενολογική οντολογική φιλοσοφία του, αφού ήταν μαθητής τών γερμανών φιλοσόφων Χούσερ καί Χάϊντεγκερ, καί μέσα από τίς θεωρίες τους ερμήνευσε τόν Μάρξ. Η δεύτερη φάση τής ζωής του συνδέεται μέ τήν «κριτική θεωρία», κατά τήν οποία ανέλυε τήν κατάσταση τού ανθρώπου πού υποτάσσεται στήν μηχανή καί τίς σχέσεις παραγωγής, στήν «ύστερη καπιταλιστική κοινωνία». Καί η τρίτη φάση τής ζωής του χαρακτηρίζεται ως «φροϋδική», γιατί μέσα από τίς θεωρίες τού Φρόϋντ ερμήνευσε «τίς εξουσιαστικές δομές τού ύστερου καπιταλισμού», δηλαδή ερμήνευσε τόν Φρόϋντ μέσα από τήν φιλοσοφική οντολογία. Κατά δέ τήν δεκαετία τού ’60 ο Μαρκούζε, επειδή ήταν αντίθετος πρός τήν κατεστημένη τάξη, αναδείχθηκε σέ ηγέτη τών φοιτητικών κινημάτων τόσο στήν Αμερική όσο καί στήν δυτική Ευρώπη.

Στό πρώτο κεφάλαιο τού βιβλίου του Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, τό οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχει τόν τίτλο «η μονοδιάστατη κοινωνία», εξετάζει κυρίως δύο θέματα, αφ’ ενός μέν τίς «πλαστές» ανάγκες πού προβάλλει η σύγχρονη κοινωνία στόν άνθρωπο καί τόν πιέζει νά τίς αποδεχθή, αφ’ ετέρου δέ στήν απόκτηση τής ελευθερίας. Μπορεί καί τά δύο αυτά νά συνοψισθούν σέ ένα πού είναι η απελευθέρωση από τήν δουλεία τών «ψευδών» αναγκών.

Μιλώντας γιά «ψευδείς» ανάγκες, εννοεί αυτές πού καθορίζονται «από δυνάμεις εξωτερικές» πού ο άνθρωπος δέν μπορεί νά ελέγξη, γιατί «έχουν ετερόνομη ανάπτυξη καί ικανοποίηση». Τέτοιες «ψευδείς» ανάγκες δημιουργούν μιά «ευφορία μέσα στήν δυστυχία». Γράφει ο Μαρκούζε: «Νά αναπαύεσαι, νά διασκεδάζεις, νά δράς καί νά καταναλώνεις όπως όλοι οι άλλοι, νά αγαπάς καί νά μισείς ό,τι αγαπούν καί μισούν οι άλλοι, αυτό στό μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές».

Σέ μιά τέτοια «μονοδιάστατη κοινωνία» πού ζή ο άνθρωπος, ο ίδιος πρέπει νά δώση λύσεις, νά καθορίση «κριτήρια προτεραιότητας» καί νά διακρίνη τήν «αλήθεια» από τήν «πλαστικότητα», τίς «αληθινές» από τίς «πλαστικές» ανάγκες. Ο άνθρωπος σήμερα δέν πρέπει νά είναι «ετερόφωτο κι ετεροκαθοριζόμενο» όν, γι’ αυτό «θά πρέπει νά αμφισβητήσει τίς ανάγκες καί τίς ικανοποιήσεις τού κατεστημένου, μέ τούς όρους τού αληθινού καί πλαστού». Αυτό θά πρέπει νά γίνεται μέ προσωπική ελευθερία καί όχι μέ τήν δυνατότητα επιλογής, η οποία μάς επιβάλλεται έξωθεν, γιατί «η δυνατότητα νά εκλέγεις ελεύθερα αφέντες δέν εξαλείφει ούτε τούς αφέντες ούτε τούς δούλους».

Μέσα από αυτήν τήν προοπτική οριοθετεί καί τήν ελευθερία. Τελικά, η ελευθερία δέν μπορεί νά τεθή στό πλαίσιο μιάς απλής επιλογής, τήν οποία μάς θέτει η κατεστημένη εξουσία στήν κοινωνία, γιατί αυτό είναι περιορισμός τής ελευθερίας. Γι’ αυτό «δέν μπορούμε νά ορίσουμε μιά αληθινά ελεύθερη κοινωνία χρησιμοποιώντας τούς παραδοσιακούς όρους τής οικονομικής, πολιτικής καί πνευματικής ελευθερίας».

Προσδιορίζοντας ο Μαρκούζε τό νόημα τής ελευθερίας, γράφει ότι η απόκτηση τής πραγματικής ελευθερίας πρέπει σήμερα νά εκφρασθή μέ «αρνητικούς όρους», ακριβώς επειδή ζούμε σέ μιά κοινωνία μονοδιάστατη, καταναγκαστική, πού περιορίζει τήν ελευθερία σέ μιά δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο πραγμάτων, τά οποία οι κοινωνικοί μηχανισμοί μάς έχουν προσδιορίσει. Είναι χαρακτηριστικές οι σκέψεις του πάνω στό θέμα αυτό. Γράφει:

«Οικονομική ελευθερία θά πρέπει νά σημαίνει απελευθέρωση από τήν οικονομία, απ’ τόν καταναγκασμό πού ασκείται μέ τίς οικονομικές σχέσεις καί δυνάμεις, απελευθέρωση απ’ τήν καθημερινή πάλη γιά τήν ύπαρξη, απαλλαγή απ’ τήν ανάγκη νά κερδίζουμε τή ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θά πρέπει νά σημαίνει απελευθέρωση απ’ τήν πολιτική αυτή πού πάνω της τά άτομα δέν μπορούν νά ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θά πρέπει νά σημαίνει αποκατάσταση τής ατομικής σκέψης, πνιγμένης σήμερα από τά μέσα μαζικής επικοινωνίας καί θύμα τής διαπαιδαγώγησης, κι ακόμη θά πρέπει νά σημαίνει ότι θά πάψουν νά υπάρχουν κατασκευαστές τής “κοινής γνώμης” κι ακόμη καί κοινή γνώμη».

Όλα αυτά φαίνονται «επαναστατικά», αλλά είναι τό λιγότερο πού πρέπει καί μπορούμε νά κάνουμε γιά νά ξεφύγουμε από τήν δουλεία πού επιβάλλει σέ όλους μας «η μονοδιάστατη κοινωνία». Τά πάντα σήμερα, η πολιτική, τά μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι δημόσιες καί προσωπικές συζητήσεις μάς ερμηνεύουν μέ οικονομικούς όρους, ωσάν νά είμαστε «οικονομικά όντα» καί όχι πολιτισμικές, πνευματικές, θρησκευτικές υπάρξεις. Ο περιορισμός καί ο εγκλωβισμός τού ανθρώπου σέ ένα κατώτερο επίπεδο ζωής, είναι βίωση τής ατμόσφαιρας καί τής εμπειρίας τής φυλακής. Γι’ αυτό απαιτούνται εσωτερικές αντιστάσεις υπαρξιακής επανάστασης γιά τήν απόκτηση πραγματικής ελευθερίας, πράγμα τό οποίο είναι υπόθεση μιάς ολοκληρωμένης παιδείας. Χρειαζόμαστε μιά παιδεία πού θά ανταποκρίνεται σέ όλες τίς προσδοκίες καί απαιτήσεις τού εσωτερικού ψυχικού μας κόσμου καί θά μάς ελευθερώνη από τίς έξωθεν επιβολές τών «ψευδών» αναγκών.

Επομένως, πρέπει νά παύσουμε νά είμαστε «μονοδιάστατοι άνθρωποι» καί θά πρέπει νά ικανοποιούμε τίς εσωτερικές, υπαρξιακές καί πνευματικές μας ανάγκες, οι οποίες, όταν δέν ικανοποιούνται, αφήνουν βαθύ πόνο. Καί αυτός ο πόνος δέν θεραπεύεται μέ τίποτε τό κτιστό, αισθητό, αισθησιακό καί εφήμερο.

(Δημοσιεύεται στό περιοδικό «Γράμματα Σπουδάματα» τού 1ου Λυκείου Ναυπάκτου, τεύχος 13 καί στό “Ενιαύσιον 2010”)

Share Button