Η κρίση τής νεοελληνικής ταυτότητας ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

 

Όταν μελετά κανείς τό θέμα «Η κρίση τής νεοελληνικής ταυτότητας» στήν αρχή τό θεωρεί κοινότυπο θέμα, όμως στήν συνέχεια διακρίνει μερικά ουσιαστικά στοιχεία.

Από πολλούς γίνεται λόγος γιά τήν κρίση τής νεοελληνικής ταυτότητας, όπως γενικά γίνεται καί λόγος γιά τήν κρίση στήν οικογένεια, τήν κοινωνία, τούς θεσμούς, τούς νέους κλπ. Κάθε αλλαγή καί κάθε μετάβαση από τήν μιά γενιά στήν άλλη δημουργεί κρίσεις μέ διάφορα αποτελέσματα, θετικά ή αρνητικά, γόνιμα ή αποδιοργανωτικά.

Τό θέμα αυτό μπορεί κανείς νά τό προσεγγίση πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά. Στό κείμενο πού ακολουθεί θά επιδιωχθή νά αντιμετωπισθή κυρίως εκκλησιαστικά.
1. Ανάλυση τών όρων

Τρείς λέξεις σέ αυτήν τήν θεματική πρόταση έχουν μεγάλη σημασία, ήτοι η ταυτότητα, η νεοελληνική καί η κρίση.

Η λέξη ταυτότητα σήμερα δηλώνει τό έγγραφο τής αστυνομίας πού ταυτοποιεί τήν βιολογική μας ύπαρξη, δηλαδή καταγράφει τά στοιχεία τής γεννήσεώς μας, τής διαμονής μας, καί τά στοιχεία τού σώματός μας (ηλικία, ύψος, χρώμα οφθαλμών κλπ.).

Ειδικότερα, όμως, η λέξη ταυτότητα συνιστά αριστοτελικό όρο πού συναντούμε στά μετά τήν φύση συγγράμματά του (τά μεταφυσικά) πού σημαίνει «τό είναι τι ταυτόν, τό ίδιον». Είναι κάτι πού πιστοποιεί τήν ύπαρξη ενός ανθρώπου, ενός όντος, ενός πράγματος, πού δείχνει τήν συνέχεια καί τήν ακρίβεια.

Ενώ θά έπρεπε η ίδια ταυτότητα, ως έκφραση καί τρόπος ζωής, νά εκφράζεται σέ διάφορες εποχές, ανάλογα μέ τίς ιδιαιτερότητες, τώρα οι άνθρωποι διαφόρων εποχών λαμβάνουν μιά διαφορετική ταυτότητα. Δηλαδή, δέν αλλάζουν οι άνθρωποι κρατώντας τήν ίδια ταυτότητα, αλλά αλλάζουν οι ταυτότητες στούς απογόνους τού ιδίου έθνους. Αυτό συνιστά τήν κρίση.

Στήν νέα φιλοσοφική ορολογία, γίνεται λόγος γιά τήν «αρχή τής ταυτότητος» πού είναι μιά λογική αρχή κατά τήν οποία «κάθε πράγμα είναι τό ίδιο μέ τόν εαυτό του, κάθε έννοια η ίδια μέ τόν εαυτό της. Σύμφωνα μέ άλλη –καί πιό σωστή- άποψη η αρχή τής ταυτότητας απαιτεί κάθε έννοια νά εννοείται πάντοτε ως η ίδια, όχι άλλοτε ως α καί άλλοτε ως β ή γ». Η αρχή τής ταυτότητας προϋποθέτει μιά έννοια νά εννοήται πάντοτε μέ τό ίδιο περιεχόμενο, σέ αντίθετη όμως περίπτωση, όταν αλλάζη τό εννοιολογικό περιεχόμενο τών λέξεων καί εννοιών, από τήν μιά πρόταση στήν άλλη, τότε επικρατεί η εννοιολογική σύγχυση.

Στήν περίπτωσή μας η «ταυτότητα» προσδιορίζεται μέ τό επίθετο νεοελληνική πού σημαίνει προσπαθούμε νά δούμε ποιά είναι τά στοιχεία εκείνα πού συγκροτούν τήν ταυτότητα τού νεοέλληνος. Αμέσως αυτό τό γεγονός δημιουργεί έναν έντονο προβληματισμό, γιατί χωρίζουμε τήν ελληνική πραγματικότητα διαλεκτικά σέ αρχαία, μέση καί νέα.

 

Η λέξη «νεοέλληνας» χαρακτηρίζει τόν Έλληνα από τήν εποχή τής ίδρυσης τού νέου ελληνικού Κράτους (1832) μέχρι σήμερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε συχνά από Έλληνες καί ξένους γιά νά αντιδιασταλούν οι σύγχρονοι Έλληνες από τούς αρχαίους κυρ(ίως) αλλά καί τούς βυζαντινούς, μέ μιά τάση γιά χειραφέτηση από τήν αρχαιοελληνική παράδοση καί προβολή τής αξίας τού νεότερου ελληνισμού».

Η λέξη «νεοέλληνας» καί τά παράγωγά της αντικατέστησε στήν ουσία τήν λέξη Ρωμηός καί Ρωμηοσύνη. Όπως έχει γραφή: «η λέξη ¨νεοελληνικός¨ απαντάται από τό 1818, αλλά η επικράτησή της καί ο συνακόλουθος εκτοπισμός τής Ρωμηοσύνης, τήν οποία προοδευτικώς αντικατέστησε, θά διαρκέσει αρκετές δεκαετίες –αδρότατα πάντοτε επικουρούμενος από τό νέο εθνικό κέντρο τών Αθηνών. Η λέξη ¨νεοέλληνας¨ μαρτυρείται από τό 1854 καί ¨νεοελληνισμός¨ από τό 1887».

Η ουσία τής Ορθοδόξου ησυχαστικής Παραδόσεως, πού είναι συνέχεια καί ολοκλήρωση άλλων παρόμοιων ρευμάτων πού παρατηρούνται εν σπέρματι καί στήν αρχαία ελληνική παράδοση, καί η οποία διαφυλλάσσει ως κόρη οφθαλμού η μοναχική παράδοση, πού συνιστά τήν ευαγγελική οδό, είναι εκείνη πού μπορεί νά μάς διαφυλάξη από κάθε σύγχρονη ιδεολογία καί ολοκληρωτισμό πού έκφράζεται μέ τήν παγκοσμιοποίηση, τήν πολυπολιτισμικότητα καί κάθε –ισμό.

Σέ δημοσίευμα αναφέρεται ότι ο νεολογισμός «νέοι Έλληνες», αναφέρεται σέ βιβλίο πού τυπώθηκε στήν Βενετία τό 1675 από τόν Ιερέα Γεώργιο Κονταρή καί παρουσιάζει τήν ιστορία τής αρχαίας Αθήνας. Στό βιβλίο αυτό δέν αποκαλεί τούς Έλληνες τής εποχής του Ρωμαίους ή Γραικούς, αλλά «νέους Έλληνες». Βέβαια, ο αρθρογράφος πού φέρνει στό φώς αυτή τήν μαρτυρία συγχρόνως γράφει ότι «ο νεολογισμός» «νέοι Έλληνες» άν καί καταγράφεται σέ βιβλίο εν τούτοις «δέν καθιερώθηκε τήν εποχή πού παρουσιάσθηκε, ούτε καί αναφέρθηκε κανείς στόν Κονταρή όταν, αργότερα, οι ιστορικές συνθήκες ευνόησαν τήν καθιέρωση τών όρων αυτών».

Ούτως ή άλλως ο νεολογισμός «νέοι Έλληνες» είναι καρπός μιάς παραχαράξεως πού έγινε από τούς Φράγκους.

Ενώ, όπως πιστεύουμε, ο ελληνισμός είναι ένα μεγάλο ρεύμα πού εκφράζεται σέ κάθε εποχή μέ διαφορετικούς τρόπους, τώρα χωρίζεται σέ τρείς κατηγορίες, τόν αρχαίο, τόν μεσαίο καί τόν νέο. Θά ήταν διαφορετικό εάν καταγράφαμε ότι εκφράζεται ο ελληνισμός σέ διάφορες φάσεις τού ιστορικού του βίου ή έστω νά λέγαμε ο ελληνισμός σήμερα ή οι σύγχρονοι Έλληνες. Οπότε, χρησιμοποιώντας τήν φράση «νεοελληνική ταυτότητα» αμέσως καθορίζουμε ένα πρόβλημα πού υφίσταται καί μιά κρίση.

Συνέχεια αυτού είναι ότι η λέξη κρίση δείχνει τήν διαφοροποίηση τής ταυτότητος τού Έλληνα. Ενώ θά έπρεπε η ίδια ταυτότητα, ως έκφραση καί τρόπος ζωής, νά εκφράζεται σέ διάφορες εποχές, ανάλογα μέ τίς ιδιαιτερότητες, τώρα οι άνθρωποι διαφόρων εποχών λαμβάνουν μιά διαφορετική ταυτότητα. Δηλαδή, δέν αλλάζουν οι άνθρωποι κρατώντας τήν ίδια ταυτότητα, αλλά αλλάζουν οι ταυτότητες στούς απογόνους τού ιδίου έθνους. Αυτό συνιστά τήν κρίση.
2. Αυτοσυνειδησία τών συγχρόνων Ελλήνων

Η ταυτότητα έχει σχέση μέ τήν αυτοσυνειδησία. Λέγοντας αυτοσυνειδησία εννοούμε τήν συνείδηση, τήν άποψη πού έχουμε γιά τόν εαυτό μας καί τόν περίγυρό μας. Καί αυτό έχει σχέση μέ τήν διαφοροποίηση τής πολιτιστικής μας ταυτότητας.

Η Έλλη Σκοπετέα στό σημαντικό βιβλίο της «Τό ¨πρότυπο Βασίλειο¨ καί η Μεγάλη ιδέα», χρησιμοποιώντας τό υλικό τού καθημερινού καί περιοδικού Τύπου τής εποχής τής απελευθερώσεως τής Ελλάδος από τόν Τουρκικό ζυγό -άλλωστε ο Τύπος συνήθως είναι πιό αυθεντικός, γιατί εκεί αποτυπώνονται καλύτερα όλες οι παραδόσεις καί οι νοοτροπίες τών ανθρώπων- κάνει μερικές παρατηρήσεις πού φανερώνουν αυτήν τήν προσπάθεια τής αλλοιώσεως τής ταυτότητος.

Περισσότερο πρέπει νά μιλούμε γιά κρίση τού νεοέλληνος, πού ως νεοέλλην, έχει απομακρυνθή από τίς αναζητήσεις τών αρχαίων Ελλήνων καί τήν βίωση τού νοήματος τής ζωής, πού παρατηρείται στήν Ορθόδοξη αποκαλυπτική αλήθεια, όπως εκφράζεται στόν Ορθόδοξο ησυχασμό, κατά τήν Ρωμαϊκή – Βυζαντινή περίοδο.

Μέ τήν απελευθέρωση καί τήν διοργάνωση τού Ελληνικού Κράτους καί μέ τήν επιρροή τών ξένων, επιδιώχθηκε νά καθορισθή ή καί νά διαφοροποιηθή η νεοελληνική ταυτότητα, πού θά καθορίζη στό εξής τόν Έλληνα. Πρόκειται γιά τρείς εκφράσεις, ήτοι ο προσανατολισμός στήν αρχαία Ελλάδα, αφού οι Έλληνες έπρεπε νά καταλάβουν ότι είναι απόγονοι τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, η αποδέσμευση από τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά σπάση ο ομφάλιος λώρος μέ ό,τι συνδέει τήν Ελλάδα από τό λεγόμενο Βυζάντιο, καί η σύνδεση τής Ελλάδος μέ τήν Ευρώπη καί τά ιδεολογικά ρεύματα πού τήν εξέφραζαν. Πέρα από τούς τρείς αυτούς προσανατολισμούς, στήν Πατρίδα μας επικρατεί καί τό υπόγειο ρεύμα τής ελληνορθόδοξης Παράδοσης, από τό οποίο διαποτίσθηκαν οι παλαιότερες γενιές καί μεταδίδεται αυτό τό ρεύμα από γενιά σέ γενιά, μέ τά ήθη καί τά έθιμα, μέ τίς παραδόσεις καί τήν πολιτιστική ζωή.

Γίνεται φανερό ότι στήν Ελλάδα, στήν εποχή μας, υπάρχει μιά ιδεολογική καί πολιτιστική σύγχυση, οπότε δέν μπορούμε νά μιλούμε γιά μιά ενιαία πολιτιστική ταυτότητα. Μεγάλες μάζες τού ελληνικού πληθυσμού ζούν μέ τήν «Μεγάλη ιδέα», πού σήμερα εκφράζεται όχι μέ προσκτήσεις εδαφών, αλλά μέ τήν ιδιαίτερη παράδοση πού νοηματοδοτεί τόν βίο μας, όπως τήν εξέφραζαν οι Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας καί τήν εβίωσαν οι λεγόμενοι Φιλοκαλικοί Πατέρες, καί οι ασκητές τού αρχαίου καί συγχρόνου «Γεροντικού». Υπάρχουν, όμως, καί άλλοι πού είναι αρχαιολάτρες, προσανατολισμένοι στήν αρχαία Ελλάδα, πού τήν βλέπουν μέ τήν στατικότητά της καί όχι μέ τήν δυναμική της πορεία, πού πέρασε από τόν Αριστοτέλη, στόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή, τόν αγ. Ιωάννη τόν Δαμασκηνό καί τόν άγ. Γρηγόριο τόν Παλαμά, ή από τόν Παρθενώνα στήν Αγιά Σοφιά. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι πού διαποτίζονται από τόν διαφωτισμό, τόν ρομαντισμό, τήν νεωτερικότητα, αλλά καί τήν μετανεωτερικότητα, καί οι οποίοι συγχρόνως αγνοούν τόν ορθόδοξο φωτισμό τής Φιλοκαλίας, πού ως πράξη υπάρχει καί σήμερα στήν αυθεντική της μορφή στόν Ορθόδοξο αγιορείτικο μοναχισμό καί ησυχασμό. Γενικά, παρατηρείται μιά πολιτιστική σύγχυση, αφού, κατά ανάρμοστο τρόπο, συμπλέκεται τό παγανιστικό στοιχείο μέ τό λατρευτικό, καί τό ορθολογιστικό μέ τό ησυχαστικό.

Ο άνθρωπος μέ τήν κατά Χριστόν υπακοή, απαλλάσσεται από τήν φιλοδοξία-ολοκληρωτισμό, μέ τήν σωφροσύνη καί τήν εγκράτεια, ελευθερώνεται από τήν φιληδονία-πανσεξουαλισμό καί μέ τήν ακτημοσύνη ή τήν κοινοκτημοσύνη, απαλλάσσεται από τήν φιλαργυρία –καπιταλισμό.

Έτσι, ενώ παλαιότερα, κατά τήν διάρκεια τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί μετέπειτα κατά τήν Τουρκοκρατία, τά δύο αυτά ρεύματα, τής αρχαίας ελληνικής παραδόσεως καί τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, αλλά καί εκείνο τής σύγχρονης ζωής συνδέονταν μέ τήν αρχή τής ώσμωσης καί παρατηρούσε κανείς μιά διαρκή γονιμοποίηση, σήμερα, τίς περισσότερες φορές, υπάρχουν διαλεκτικές αντιθέσεις μεταξύ τους καί βιώνονται κατά τρόπο στεγανοποιημένο.

Αυτή η διάκριση παρατηρείται στά λαϊκά στρώματα, τά οποία κατά τό μάλλον ή ήττον, εμπνέονται από τήν διαχρονική μας παράδοση μέ ποικίλους βαθμούς, τούς πολιτικούς πού είναι προσανατολισμένοι σέ κέντρα πού βρίσκονται έξω από τήν χώρα καί κυρίως κυριαρχούνται από τά ρεύματα πού επικρατούν εκεί καί παραπέμπουν σέ άλλους πολιτισμούς, καί τούς διανοουμένους πού συνήθως κυριαρχούνται από τά αρνητικά στοιχεία τού διαφωτισμού καί τών εξελίξεών τους.

Τό πλέον αποκαρδιωτικό είναι ότι αυτή η σύγχυση επικρατεί καί στόν εκκλησιαστικό χώρο, μεταξύ τών Κληρικών καί τών θεολόγων. Μερικοί, ενώ υποστηρίζουν τήν Ορθοδοξία, διακρίνονται από αντιορθόδοξες αντιλήψεις. Ενώ ομιλούν γιά τήν αξία τής διδασκαλίας τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού καί τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, αρνούνται τήν ησυχαστική παράδοση πού εξέφραζαν αυτοί οι άγιοι. Ενώ υπερτονίζουν τό ρωμαίϊκο πνεύμα, εν τούτοις ζούν καί σκέπτονται εντελώς δυτικά. Ενώ τονίζουν τήν μεγάλη αξία τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, ως νοηματοδοτήσεως τού ανθρωπίνου βίου, συμπεριφέρονται μέ τίς αρχές τού διαφωτισμού, τού σχολαστικισμού, αφού διακρίνονται από τήν ορθολογιστική νοοτροπία.

Αυτήν τήν σύγχυση βλέπει κανείς καί σέ κείμενα Ορθοδόξων, Κληρικών καί λαϊκών. Στήν αρχή τών κειμένων τους παρατηρεί κανείς μιά Ορθόδοξη έκφραση, αλλά αμέσως μετά χρησιμοποιείται άλλη σκέψη πού αναιρεί τήν προηγούμενη. Μέσα σέ ένα κείμενο εισέρχονται Ορθόδοξες καί κακόδοξες αντιλήψεις, οπότε είναι έτοιμοι, όταν τούς επισημανθούν τά λάθη τους, νά παραθέσουν άλλες σελίδες πού λέγουν τά αντίθετα, τά θεωρούμενα ως διορθωτικά. Πρόκειται γιά μεγάλη σύγχυση, πού δείχνει τήν αλλοτρίωση τής Παραδόσεως.

Όπως σημειώσαμε πιό πάνω, η αρχή τής ταυτότητος δέν επιτρέπει νά διαφοροποιούνται οι έννοιες τών λέξεων καί τών όρων, γιατί σέ μιά τέτοια περίπτωση επικρατεί σύγχυση καί αλλοτρίωση. Όμως, αυτή η σύγχυση είναι γνώρισμα τών ανθρώπων πού διακρίνονται από μιά πολιτιστική καί θεολογική σχιζοφρένεια, πού δέν έχουν μιά σταθερότητα.
3. Η Ελληνορθόδοξη Παράδοση σήμερα

Ζούμε σέ μιά εποχή στήν οποία δημιουργούνται νέα δεδομένα, οι κοινωνίες αλλάζουν, αφού από τήν βιομηχανική εποχή περάσαμε στήν τεχνολογική καί βιοτεχνολογική εποχή, μέ συνέπειες γιά τήν ζωή τού ανθρώπου καί τών κοινωνιών. Οι άνθρωποι όλης τής γής επικοινωνούν μεταξύ τους, έρχονται σέ σχέση μέ άλλους πληθυσμούς, θρησκεύματα, αντιλήψεις, όλη η παγκόσμια κοινότητα γίνεται μιά μικρή γειτονιά, αλλά πολλοί βιώνουν τήν μοναξιά.

Από τήν άλλη πλευρά η ελληνορθόδοξη Παράδοση έχει μέσα της τό σταθερό, τήν ουσία, αλλά συγχρόνως περιβάλλεται καί από τό καιρικό, αφού εκείνος πού βιώνει τήν ελληνορθόδοξη Παράδοση, μπορεί νά ζήση τήν ουσία της μέσα στίς σύγχρονες αντιλήψεις τής ζωής καί τής κοινωνίας.

Πολλοί προσπάθησαν νά εντοπίσουν αφ’ ενός μέν τά σταθερά στοιχεία τής παραδόσεως πού πρέπει νά διαφυλαχθούν, γιατί αυτά νοηματοδοτούν τήν ζωή τού ανθρώπου, αφ’ ετέρου δέ τούς σύγχρονους τρόπους ζωής, μέσα στούς οποίους ζούν.

Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος στό βιβλίο του «η μεταφυσική τής ουσιοκρατίας στόν μεσαίωνα καί η εκκοσμίκευση», αναφερόμενος στήν διαφορά μεταξύ τού βυζαντινού καί τού μεσαιωνικού κοσμοειδώλου, ουσιαστικά στήν διαφορά μεταξύ τού δυτικού κόσμου καί τής ελληνορθοδόξου Παραδόσεως, καθορίζει τίς πέντε διαφορές πού επικρατούν μεταξύ τής Δύσεως καί τής Ανατολής. Πρόκειται γιά τίς πέντε μεγάλες διαφορές πού εκφράζονται ως «λατινική ουσιοκρατία καί ελληνική προσωποκρατία», «μεσαιωνικός ορθολογισμός καί βυζαντινός αποφατισμός», «νομική καί ιατρική» αντίληψη, «ρωμαϊκός παπισμός καί ορθόδοξη συνοδικότητα», «μεσαιωνική φεουδαρχία καί βυζαντινή πρόνοια».

Έτσι, στήν ελληνορθόδοξη Παράδοση επικρατεί η έννοια τού προσώπου, σέ αντίθεση μέ τήν ουσιοκρατία πού γέννησε τό Filioque, ο αποφατισμός-εμπειρία σέ αντίθεση μέ τόν ορθολογισμό, η θεραπεία σέ αντίθεση μέ τήν νομικιστική αντίληψη, η συνοδικότητα σέ αντίθεση μέ τόν παπισμό, η πρόνοια καί φιλανθρωπία σε αντίθεση μέ τήν φεουδαρχία.

Νομίζω, όμως, ότι ως βασική διαφορά πρέπει νά υπογραμμίσουμε τό θέμα τής θεραπείας τού ανθρώπου, διότι δι’ αυτού τού τρόπου ο άνθρωπος βιώνει τόν ησυχασμό, αποφεύγει τόν ορθολογισμό, τόν νομικισμό, τόν ολοκληρωτισμό, τόν φεουδαλισμό. Γαιτί, εκείνος πού ζή ησυχαστικά-νηπτικά, όπως τό συναντούμε στήν Φιλοκαλία, καί όπως τό εκφράζουν όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας, αποφεύγει τίς προσωπικές εξαρτήσεις, αλλά ταυτοχρόνα σέβεται καί τήν ελευθερία τού άλλου, απαλλάσσεται από τά ποικίλα πάθη καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο ζή αυθεντικά μέσα στήν κοινωνία.

Μέ τόν ορθόδοξο ησυχασμό, πού είναι η θεραπευτική πράξη τής Εκκλησίας, ο άνθρωπος αποφεύγει νά εκλαμβάνη τόν Χριστιανισμό ως ιδεολογία καί τόν Θεό ως μεταφυσική. Μέ τήν βίωση τής ησυχαστικής παραδόσεως ο άνθρωπος μετέχει τών ακτίστων ενεργειών τού Θεού καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο, αισθάνεται τόν Θεό ως Όντα καί όχι ως αφηρημένη ιδέα, τόν κάθε άνθρωπο ως εικόνα καί καθ’ ομοίωση Θεού καί όχι ως αντικείμενο ηδονής καί εκμεταλλεύσεως, καί τόν κόσμο ως δημιούργημα τού Θεού, μέσα στόν οποίο ευρίσκονται οι ουσιοποιές καί ζωοποιές ενέργειες τού Θεού καί όχι ως ένα αντικείμενο βιασμού.

Μέ τήν ορθόδοξη ασκητική μέθοδο ο άνθρωπος θεραπεύει τά πάθη τής φιλοδοξίας, τής φιληδονίας καί τής φιλαργυρίας καί έτσι αντίστοιχα ελευθερώνεται από τά τρία μεγάλα θηρία πού δημιουργούν προβλήματα στήν σημερινή ανθρωπότητα, ήτοι τήν ιδεολογία-ολοκληρωτισμό, τόν πανσεξουαλισμό καί τήν κεφαλαιοκρατία. Ο άνθρωπος μέ τήν κατά Χριστόν υπακοή, απαλλάσσεται από τήν φιλοδοξία-ολοκληρωτισμό, μέ τήν σωφροσύνη καί τήν εγκράτεια, ελευθερώνεται από τήν φιληδονία-πανσεξουαλισμό καί μέ τήν ακτημοσύνη ή τήν κοινοκτημοσύνη, απαλλάσσεται από τήν φιλαργυρία –καπιταλισμό.

Έτσι, ο Ορθόδοξος μοναχός πού τηρεί τίς τρείς μοναχικές αρετές τής υπακοής, τής παρθενίας καί τής ακτημοσύνης, κρατά τήν ουσία τής ορθοδόξου Παραδόσεως, απαλλάσσεται από τά τρία θηρία πού μνημονεύσαμε προηγουμένως καί επομένως είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος. Αυτή η πρακτική, τηρουμένων τών αναλογιών, ισχύει καί γιά τούς Χριστιανούς πού ζούν στόν κόσμο, γιατί η άσκηση στήν οποία οδηγεί τό Ευαγγέλιο ισχύει γιά όλα τά μέλη τής Εκκλησίας. Γι’ αυτό καί η ουσία τής Ορθοδόξου ησυχαστικής Παραδόσεως, πού είναι συνέχεια καί ολοκλήρωση άλλων παρόμοιων ρευμάτων πού παρατηρούνται εν σπέρματι καί στήν αρχαία ελληνική παράδοση, καί η οποία διαφυλλάσσει ως κόρη οφθαλμού η μοναχική παράδοση, πού συνιστά τήν ευαγγελική οδό, είναι εκείνη πού μπορεί νά μάς διαφυλάξη από κάθε σύγχρονη ιδεολογία καί ολοκληρωτισμό πού έκφράζεται μέ τήν παγκοσμιοποίηση, τήν πολυπολιτισμικότητα καί κάθε –ισμό.

Τό συμπέρασμα είναι ότι, άν μπορούμε νά κάνουμε λόγο γιά σύγχρονη κρίση ταυτότητας, περισσότερο πρέπει νά μιλούμε γιά κρίση τού νεοέλληνος, πού ως νεοέλλην, έχει απομακρυνθή από τίς αναζητήσεις τών αρχαίων Ελλήνων καί τήν βίωση τού νοήματος τής ζωής, πού παρατηρείται στήν Ορθόδοξη αποκαλυπτική αλήθεια, όπως εκφράζεται στόν Ορθόδοξο ησυχασμό, κατά τήν Ρωμαϊκή – Βυζαντινή περίοδο. Καί δέν πρέπει νά ξεχνούμε ότι διάφοροι πολιτισμοί καί παραδόσεις προσεγγίζουν διαφορετικά τόν κόσμο.

Ο αρχαίος Έλληνας απαντά στό ερώτημα τί είναι ο κόσμος, οι Χριστιανοί απαντούν στό ερώτημα ποιός έκανε τόν κόσμο καί οι Ρωμαίοι εξετάζουν τί χρησιμεύει ο κόσμος. Ο σύγχρονος άνθρωπος ζή τό τελευταίο, δηλαδή διακρίνεται γιά τήν χρησιμοθηρική αντίληψη τού κόσμου.

Πρέπει, όμως, νά υπερβούμε αυτήν τήν νοοτροπία καί νά προχωρήσουμε στό τί είναι ο κόσμος καί κυρίως ποιός είναι ο δημιουργός τού κόσμου καί ακόμη ποιό είναι τό νόημα τής ζωής μας καί πώς θά αισθανθούμε προσωπικά τήν αίσθηση τής παρουσίας τού Θεού. Τελικά θά πρέπει νά νοηματοδοτούμε τόν κόσμο καί τόν βίο μας.

Αυτή είναι η ταυτότητα τού βίου μας καί τής ζωής μας.–

Share Button