Το βιβλίο είναι απλώς επιφανειακό, παραλείπει ορισμένα από τα πλέον ζωτικής σημασίας γεγονότα και μοιάζει ωσάν να έχει λογοκριθεί από τη Βρετανική ή/και την Αμερικανική πρεσβεία.
Πρόκειται, δίχως αμφιβολία, περί απλής σύμπτωσης το γεγονός ότι το βιβλίο του Καθηγητή κ. Βερέμη δημοσιεύθηκε τη στιγμή που μαινόταν ο δημόσιος διάλογος σχετικά με τις παραποιήσεις, τις μεροληπτικές προσεγγίσεις και τις καταφανώς ανακριβείς αναφορές του βιβλίου Ιστορίας της Έκτης δημοτικού. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε κάποιους Τούρκους φίλους του κ. Βερέμη από το Ελληνοτουρκικό Φόρουμ, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν συμβάλλει στη διαμόρφωση της κατάστασης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων σχετικά με το Κυπριακό και τις λεγόμενες ’Γκρίζες Ζώνες’. Ο εκδότης, που περιέγραψε το βιβλίο ως ’τόμο’, αναφέρει ότι το βιβλίο απευθύνεται στους ’μη ειδικούς’ στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το γεγονός ότι δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά και όχι στα Ελληνικά περιορίζει τον αριθμό των σοβαρών, μη ειδικών αναγνωστών του σε ένα μικρό κύκλο Βρετανών και Αμερικανών διπλωματών που ενδιαφέρονται για το θέμα. Το λογικό θα ήταν ένα τέτοιο βιβλίο να είχε δημοσιευθεί στα Ελληνικά και τα Τουρκικά.
Οι πρώτες παραλείψεις
Αν και έχει συνταχθεί από έναν καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι προφανές ότι δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Απουσιάζουν, λοιπόν, οι πρωτογενείς πηγές, ιδίως τα Βρετανικά, Ελληνικά, Αμερικανικά και τα εν πολλοίς δυσπρόσιτα Οθωμανικά και Τουρκικά διπλωματικά έγγραφα, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, αφηγούνται μια μάλλον διαφορετική ιστορία από αυτή του βιβλίου. Η πρώτη κιόλας
πρόταση του πρώτου κεφαλαίου το ’ορεκτικό’ για τον αναγνώστη- μας ’κερνά’ δύο επικίνδυνα απλουστευτικές απόψεις, οι οποίες μαρτυρούν είτε άγνοια είτε σκόπιμη παράλειψη: «Η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν το αποκορύφωμα μιας σταδιακής συρρίκνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ξεκινήσει με τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071. Το 1453, η κυριαρχία της αυτοκρατορίας είχε μειωθεί …». Ο συγγραφέας παραλείπει να αναφέρει ότι κάποια χρόνια μετά από τη μάχη του Ματζικέρτ, Βυζαντινοί και Σταυροφόροι είχαν νικήσει τους Σελτζούκους Τούρκους, καθώς και τις επιθέσεις των Νορμανδών εναντίον του Βυζαντίου κάποια χρόνια αργότερα. Παραλείπει επίσης να αναφέρει ότι το Βυζάντιο ουσιαστικά καταστράφηκε από τους Σταυροφόρους του 1204, οι οποίοι μοίρασαν το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας σε φέουδα και ότι ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ανέκτησε το 1261 μια ακρωτηριασμένη Κωνσταντινούπολη, έπειτα από τη μάχη της Πελαγονίας το 1259. Ο κίνδυνος από την απλουστευτική και ανώδυνη προσέγγιση του συγγραφέα έγκειται στο ότι ο αμύητος μη ειδικός, στον οποίο προφανώς απευθύνεται το βιβλίο, δεν θα μάθει ότι η Χριστιανοσύνη της Δύσης είναι εξ ίσου υπεύθυνη με τις τουρκικές φυλές για την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών.
Οι παραλείψεις του βιβλίου, όχι τόσο λεπτομερειών όσο ζωτικής σημασίας γεγονότων είναι, πράγματι, αξιοσημείωτες. Ο συγγραφέας δηλώνει: «Δεν αναφέρεται ο Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας διότι αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο που πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά». Πρόκειται για σαφώς αναληθή και σαθρή δικαιολογία για την απαλοιφή μιας ολόκληρης περιόδου στην οποία δεν αφιερώνεται ούτε καν ένα μικρό κεφάλαιο. Ίσως κάτι τέτοιο να ενοχλούσε το κεμαλικό κοινό-στόχο του κ. Βερέμη. Έτσι αποφεύγονται οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των σφαγών των Ελλήνων στην Κύπρο, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο και σε άλλα μέρη, οι οποίες ακολούθησαν την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, καθώς και πολλές άλλες, μικρότερης έκτασης σφαγές από τους Τούρκους όπως στην Τρίπολη. Ο πόλεμος της απελευθέρωσης των Ελλήνων είναι τόσο σημαντικός για την κατανόηση των σύγχρονων Ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και η ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1923. Εν τούτοις, ο κ. Βερέμης μας παρουσιάζει μια λεπτομερέστατη αναφορά των απαρχών της σύγχρονης Τουρκίας, προφανώς σημαντικότερο γι’ αυτόν γεγονός από τις απαρχές της σύγχρονης Ελλάδας.
Σε σχέση με τα παραπάνω, ο συγγραφέας επιδεικνύει μια περίεργη έλλειψη κατανόησης των πραγμάτων όταν αναφέρει ότι «η Βρετανία υποστήριξε και την ελληνική υπόθεση αν και με καθυστέρηση και, ίσως, περισσότερο τυχαία παρά από πρόθεση». Εκτός από τον Κάννινγκ που και αυτός με αρκετή δόση κυνισμού- η Βρετανία ουδέποτε υποστήριξε επίσημα την ελληνική υπόθεση. Η βρετανική πολιτική, η οποία παραμένει ίδια μέχρι σήμερα αν και με διαφορετικές αποχρώσεις, συνοψίζεται καλύτερα τη δήλωση του Λάιονς, Βρετανού Πρέσβη στην Ελλάδα, το 1841: «Μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα μπορεί να ανήκει είτε στην Αγγλία είτε στη Ρωσία και εφόσον δεν πρέπει να ανήκει στη Ρωσία πρέπει απαραιτήτως να ανήκει στην Αγγλία». Δεν υπήρχε τίποτε το τυχαίο στη βρετανική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Η Βρετανία αναγκάστηκε να βοηθήσει εξ αιτίας της πίεσης της Ρωσίας, όπως πολυάριθμα βιβλία μας λένε. Όταν ο φιλέλληνας ναύαρχος Κώδριγκτον συνέτριψε τον αιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών το χαρακτήρισε ως ’δυσάρεστο γεγονός’.
Μια άλλη σημαντική παράλειψη είναι η Υπόθεση Πασίφικο το 1850, όταν η Βρετανία προέβη σε ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών προσπαθώντας να επιτύχει την καταβολή αποζημίωσης στον Πασίφικο λόγω της καταστροφής της οικίας του, κάτι που εν τέλει το πέτυχε. Δεν υπάρχει επίσης αναφορά στην αγγλογαλλική επίθεση εναντίον της Αθήνας το 1916, η οποία αποκρούσθηκε.
Μικρασιατική καταστροφή και Βενιζέλος
Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ’Μικρασιατική καταστροφή’ είναι πραγματικά περίεργος. Δεν αναφέρεται η κακή συμπεριφορά των ελληνικών στρατευμάτων κατά την απόβαση στη Σμύρνη το 1919, για να μην αναφέρουμε τις σφαγές των Ελλήνων, ιδιαίτερα των Ποντίων, και τις πορείες θανάτου προς το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και αργότερα, συμπεριφορά που ανάγκασε τον Βρετανό διπλωμάτη στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών να γράψει:
«Για τους Τούρκους δεν έτρεφα και δεν τρέφω- καμία απολύτως συμπάθεια. Η μακρά παραμονή μου στην Κωνσταντινούπολη με έπεισε ότι πίσω από τη μάσκα της νωθρότητάς του, ο Τούρκος κρύβει κτηνώδους αγριότητας ορμέμφυτα […] Οι Τούρκοι δεν έχουν συνεισφέρει απολύτως τίποτε στην πρόοδο της ανθρωπότητας: είναι μια φυλή πλιατσικολόγων της Ανατολίας. Το μόνο που θα επιθυμούσα από μια συνθήκη ειρήνης είναι να τους ξαπόστελνε πίσω στην Ανατολία».
Ο Καθηγητής Βερέμης αποφεύγει επιμελώς να ασκήσει κριτική στον αμφιλεγόμενο Βενιζέλο. Λησμονεί να αναφέρει την κριτική που του ασκήθηκε για το ότι δεν κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να σταματήσει την εκτέλεση των ’Έξι’, οι οποίοι είχαν μεταβληθεί σε αποδιοπομπαίο τράγο της καταστροφής. Παραδόξως, αποφεύγει επίσης να μας πει ότι ο Βενιζέλος είχε προτείνει, χωρίς επιτυχία, τον Αττατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης. Στην πραγματικότητα, ελάχιστα υπάρχουν στο βιβλίο του σχετικά με τον Αταττούρκ, τον αναχρονιστικό αυτό ’θεό’ της σύγχρονης Τουρκίας. Προφανώς, δεν μπορούσε να παραπέμψει στον John Gunter, ο οποίος γράφει: «Ο Κεμάλ Αττατούρκ […] είναι ο τύπος του δικτάτορα στην έσχατη μορφή του […] Ο Κεμάλ Αττατούρκ είναι ο χειρότερος όλων των δικτατόρων. Μπροστά του ο Χίτλερ μοιάζει με μαμόθρεφτο και ο Μουσολίνι με παρφουμαρισμένο δανδή».
Μπορούμε να συγχωρήσουμε τον κ. Βερέμη για το ότι δεν περιέλαβε τέτοιες ασεβείς αναφορές, όχι όμως και για το ότι παρέλειψε τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης σχετικά με τις θρησκευτικές μειονότητες (Τμήμα ΙΙΙ, Άρθρα 37-45), οι οποίες καθιστούν απολύτως σαφές το ότι οι θρησκευτικές (και όχι εθνοτικές) μειονότητες στην Ελλάδα και την Τουρκία πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με εκείνα της πλειονότητας. Η πολιτική των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι εκείνη που αναφέρεται σε εθνικές μειονότητες, παραβιάζοντας τη Συνθήκη της Λωζάνης προκειμένου να προκαλέσουν προβλήματα στη Θράκη.
Εμφύλιος και κυπριακό
Μια άλλη επικίνδυνη παράλειψη αφορά τις επιπτώσεις του Εμφυλίου Πολέμου και τον εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ρόλο της Βρετανίας, καθώς και την ’Αμερικανική Βοήθεια’, η οποία, για λίγο, ’ένωσε’ τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας στο πλαίσιο της αντικομουνιστικής τους σταυροφορίας.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις ωχριούν από πλευράς σπουδαιότητας μπροστά στην ’ενασχόληση’ του βιβλίου με το κυπριακό πρόβλημα, αναμφίβολα το μεγαλύτερο πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μαζί με τις διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών από τους Τούρκους. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα πιστέψει ότι για το κυπριακό ευθύνεται αποκλειστικά η Τουρκία ενώ, στην πραγματικότητα, η Βρετανία διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο. Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν παραλείπει μόνο αναφερθεί στην τεκμηριωμένη συμπαιγνία Βρετανών και Τούρκων στο κυπριακό, αλλά ακόμη και σε ζωτικής σημασίας αναφορές (του επικεφαλής του Foreign Office τον Ιούνιο του 1955) όπως: «Με προσέλκυε πάντοτε η ιδέα μιας Συνδιάσκεψης των Τριών Δυνάμεων, μόνο και μόνο διότι πιστεύω ότι θα προκαλούσε έντονη ενόχληση στην ελληνική κυβέρνηση. Και σε και τέτοια Συνδιάσκεψη δεν θα κατέθετα κανένα σχέδιο και καμία πρόταση από πλευράς Βρετανίας παρά μόνο όταν θα είχε διαφανεί καθαρά το αδιέξοδο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας […]. Και επαναλαμβάνω: δεν θα καταθέσω κανένα σχέδιο από πλευράς Βρετανίας έως ότου αποκαλυφθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές». Τον επόμενο μήνα (Ιούλιος 1955) ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε: «Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο σκοπός μας είναι να φέρουμε σε σύγκρουση τους Έλληνες με τους Τούρκους, οι οποίοι αρνούνται να αποδεχτούν την ένωση και, έτσι, να τους αναγκάσουμε να αποδεχτούν μια λύση, η οποία θα αφήνει την κυριαρχία της Κύπρου στα χέρια μας». Η συνδιάσκεψη, όπως ήταν αναμενόμενο, τινάχτηκε στον αέρα, γεγονός που οδήγησε στις ανθελληνικές οχλοκρατικές ταραχές στην Τουρκία, τις οποίες τουλάχιστον αναφέρει ο κ. Βερέμης. Λίγους μήνες νωρίτερα, ένας Βρετανός αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών είχε δηλώσει: «Λίγες ταραχές στην Άγκυρα θα ήταν ό,τι πρέπει για εμάς» (Βλ. το βιβλίο του Holland).
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι γιατί ο Καθηγητής Βερέμης παρέλειψε να αναφέρει τον κεντρικό ρόλο που έπαιξε η Βρετανία τόσο στη συμμετοχή της Τουρκίας στη Συνδιάσκεψη (παραβιάζοντας το Άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάνης, το οποίο υπάρχει στο βιβλίο του!) όσο και, κατ’ επέκταση, στις ταραχές του 1955. Άλλες παραλείψεις του αφορούν (σελ. 146) το ρόλο του Foreign Office στη βοήθεια που προσέφερε στον Πρόεδρο Μακάριο προκειμένου να εισηγηθεί το σχέδιο των 13 Σημείων, το οποίο οδήγησε στη διχοτόμηση της Κύπρου, την Αγγλοαμερικανική συμφωνία του 1964 περί μη αντίστασης σε μια πιθανή τουρκική εισβολή, την υποταγή της Βρετανίας στον Κίσσιντζερ το 1974 και τη συμπόρευσή της με την αναβλητική του τακτική, την επιθυμία της Βρετανίας να παραιτηθεί από τις βάσεις της το 1974 και το 1975 και τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία που είχε όπως και σήμερα- για τη Βρετανία η Τουρκία από την Ελλάδα. Σύμφωνα με το Foreign Office: «Η Τουρκία πρέπει να θεωρείται σημαντικότερη για τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης από την Ελλάδα. Εάν πρέπει να πάρουμε κάποιο ρίσκο, αυτό πρέπει να είναι το ρίσκο της έντασης των σχέσεων της Δύσης με την Ελλάδα και όχι με την Τουρκία». Ο κ. Βερέμης κατορθώνει επίσης να παραλείψει τις αδιάσειστες αποδείξεις σχετικά με το ρόλο του Βρετανού Πρωθυπουργού κ. Κάλλαχαν, ο οποίος είχε αποκρύψει ότι γνώριζε εκ των προτέρων τα τουρκικά σχέδια για την εισβολή στην Κύπρο.
Για να ολοκληρώσουμε με τις παραλείψεις του βιβλίου, ο κ. Βερέμης επιλέγει να μην αναφέρει το ότι το Foreign Office θεωρούσε ότι η Τουρκία ουδέποτε πίστευε ότι θα κερδίσει την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο χωρίς υποστήριξη. Η παραδοχή αυτή θα εμπλούτιζε το κεφάλαιο που αφιερώνει στη διαμάχη σχετικά με την υφαλοκρηπίδα.
Τα θετικά του βιβλίου
Προτού γράψω αυτή την κριτική, αναρωτιόμουν εάν έπρεπε να ξεκινήσω με τα θετικά στοιχεία του βιβλίου. Θεώρησα όμως ότι ήταν καλύτερο να ξεκινήσω με τα αρνητικά και να τελειώσω με τα θετικά. Πρώτον, ο Καθηγητής Βερέμης είναι λίαν διαφωτιστικός όσον αφορά τη μεταχείριση των Τούρκων υπηκόων ελληνικής καταγωγής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα προβλήματα που τους δημιούργησε η επιβολή του φόρου περιουσίας του Varlik Vergisi. Δεύτερον, εκθέτει με πολύ καλό τρόπο τις ελληνικές θέσεις για τα Ίμια. Τρίτον, μας ενημερώνει και μας θυμίζει το ζήτημα της Αλεξανδρέττας (η οποία έπρεπε να ανήκει στη Συρία). Τέταρτον, μας υπενθυμίζει τους χιλιάδες Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Οθωμανική αυτοκρατορία στο 1913-14, κυρίως από τη Μακεδονία, το Αιγαίο και την Ελληνική ηπειρωτική χώρα. Τέλος, κατορθώνει να αποκαλύψει, σχεδόν παρεπιπτόντως και με μια αξιόπιστη παραπομπή, ότι η Βρετανία «εργάσθηκε για την ανατροπή της ενότητας της Κύπρου».
Εάν το βιβλίο τύχει ανατύπωσης, τότε θα ελπίζαμε να βρούμε τουλάχιστον κάποιες αναφορές στο βιβλίο του Bahceli Greek-Turkish Relations Since 1955. Κατά τα άλλα, το βιβλίο είναι απλώς επιφανειακό, παραλείπει ορισμένα από τα πλέον ζωτικής σημασίας γεγονότα και μοιάζει ωσάν να έχει λογοκριθεί από τη Βρετανική ή/και την Αμερικανική πρεσβεία.
Τα γεγονότα πρέπει να αντιμετωπίζονται και όχι να αποφεύγονται, ακόμα και όταν μας είναι δυσάρεστα. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί το έπραξαν, με τη βοήθεια βεβαίως του Σχεδίου Μάρσαλ και μορφών με ευρωπαϊκή συνείδηση όπως ο Adenauer, o Monet, o de Gasperi, o Schuman, o Spaak και ο de Gaulle. Το έπραξαν αναγνωρίζοντας και όχι αποφεύγοντας τα γεγονότα. Δεν μπορούμε εδώ να μην φέρουμε στο νου μας την Αφρικανική Επιτροπή Αλήθειας.
Ο Καθηγητής Βερέμης θα μπορούσε, αδικαιολόγητα, να κατηγορηθεί ως ’αρνητής του Ελληνικού ολοκαυτώματος’ (αν και η αναλογία είναι παραμορφωτική). Φυσικά δεν είναι ’αρνητής του Ελληνικού ολοκαυτώματος’. Θα πρέπει όμως να μεταχειριστεί ισότιμα τον καλό, τον κακό και τον άσχημο. Διότι είμαστε βέβαιοι ότι επιθυμεί, όπως κάθε σώφρων άνθρωπος, σωστές ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως την περίοδο 1945-1955.
http://magazine.apopsi.com.cy/2008/10/448