Η αξία τής ευχής μέσα από τά πολλά είδη προσευχών Π. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ομιλία 131, Η Νοερά Προσευχή, μέρος 5ον
7.4.2005

Πριν πολλά χρόνια, χριστιανοί μου, όταν ζούσε ακόμα η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, μου διηγήθηκε την εξής αξιοθαύμαστη εμπειρία της, που της συνέβη στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τότε που υπήρξε μεγάλη πείνα, η γύμνια και η παντελής φτώχεια. Ήταν ακόμα κοσμική, λαϊκή, όχι μοναχή. Ήταν τόση μεγάλη η στέρησις από τρόφιμα που, μόλις και μετά βίας, εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη την ημέρα, τίποτε άλλο. Έτσι έφθασε εκείνη τη βαριά χρονιά η Μεγάλη Εβδομάδα. Έφθασε και το Μεγάλο Σάββατο και η κατάστασή της ήτο δραματική. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όλοι οι χριστιανοί, που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία, νωρίτερα γιατί ήταν Κατοχή, κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως», εκείνη η καημένη δεν πήγε να πάρει φως γιατί δεν είχε ούτε ένα μικρό κεράκι.
– «Εσύ, Χριστέ μου», έλεγε μέσα της, «αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα, να᾽ναι ευλογημένο».
Και μέσα στην προσευχή της, εξέφραζε την αγωνία της για τις στερήσεις, την πείνα που την θέριζε, για την λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” και το «να ᾽ναι ευλογημένο». Εν τω μεταξύ, είχε ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του όρθρου. Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση της πείνας. Από την πείνα τόσων ημερών, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς. Συνήλθε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θείας Πασχαλινής Λειτουργίας που αρχίζει, με το «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός είναι ο Λόγος». Λες και άκουγε από το στόμα του λειτουργού ιερέως και πνευματικού της, χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθιά μέσα στην ψυχή της και την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν ένα πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό και στην καρδιά και στις αισθήσεις και στο σώμα που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη! Και στην ψυχή και στο σώμα. Χορτάτη!
Αργότερα, της ήρθε ο λογισμός και η εσωτερική πληροφορία ότι οι Πατέρες της ερήμου και οι μεγάλοι αναχωρητές αυτόν τον υπερχορτασμόν αισθάνονται και βιώνουν, γι’ αυτό και δεν τρώνε και δεν γεύονται γι’ αρκετό καιρό τίποτα. Και άρχισε να αισθάνεται την πληρότητα αυτή στην ψυχή της, ταυτόχρονα με έναν υπερουράνιο χορτασμό που της πρόσφερε άρρητα ρήματα κατά την ομολογία της την ταπεινή, με υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά τούτου του κόσμου. Μια ακατάπαυστη ουράνια γλυκύτητα και πνευματικό χορτασμό αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλους τους πόρους του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο. Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε διότι, ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεόν, με τη διπλή ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλε, μαζί, όχι με το πλήθος των χριστιανών αλλά και με πλήθος αγίων αγγέλων το «Χριστός Ανέστη». Γι’ αυτό, μετά την Θεία Κοινωνίαν της, και πριν τελειώσει η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, έφυγε αμέσως και πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια. Και εκεί δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά είχε ετοιμάσει μια ξαδέλφη της. Τίποτα, μα τίποτα. Ούτε μια σταγόνα νερό.
Και επανέλαβε :
– Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήσαν, πως να το πω, σαν να εγεύοντο χίλια μέλια Θείας Χάριτος.
Είναι δικές της εκφράσεις. Στη συνέχεια, έκανε λόγο για υπέρλογες καταστάσεις Θείας Χάριτος, που δέχεται η ψυχή του χριστιανού, που προσεύχεται με την ευχούλα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
– Όταν η ευχή, έλεγε η γερόντισσα, αποκτήσει τη δική της καρδιακή νοερά ενέργεια, τότε ο προσευχόμενος νους βλέπει, βλέπει μέσα στην καρδιά όχι το δικό του το κτιστό φως, αλλά το φως και τη δόξα του Θεού. Έρχεται δηλαδή σε κατάσταση θείας μακαριότητος και θείας ελλάμψεως, και κατακλύζεται από άφθονα αυθόρμητα δάκρυα, που έχουν τόση γλυκύτητα, ώστε οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτά τα δάκρυα να τα ονομάσουν γλυκύρροα. Ταυτόχρονα μια ουρανοφόρος ευωδία καταλαμβάνει όχι μόνον τον προσευχόμενο χριστιανό, αλλά και ολόκληρο το χώρο γύρω του.
Αυτά, κατά την αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα.

Πλουτίζει ο χριστιανός, αδελφοί μου, πλουτίζει ο χριστιανός που λέγει την ευχή. Πλουτίζει πνευματικά. Πλουτίζει από θείες Τριαδικές δωρεές αλλά όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωροϋπερηφάνεια.
Εμείς, ως αρχάριοι, θα επιμένουμε στην προφορική ευχή με τα χείλη ψιθυριστά, ή ακόμα καλύτερα όταν θα τη λέμε από μέσα μας.
Ο δρόμος αυτός της νοεράς καρδιακής προσευχής είναι ο συντομότερος δρόμος για να συναντήσει η καρδιά μας το Χριστό, αλλά και ο πιο δύσκολος με πολλούς τους κινδύνους της πλάνης, γι’ αυτό είναι δύσκολος, αν δεν έχουμε έμπειρο οδηγό με πολλή ταπείνωση και αγάπη. Ολέθρια τα αποτελέσματα της πλάνης, ακόμα και γι’ αυτή τη σωτηρία της ψυχής μας. Γι’ αυτό και μείς αρκούμεθα προς το παρόν στην προφορική ευχούλα.
Τους σκληρούς αγώνες που έκανε η γερόντισσα Μακρίνα, η αείμνηστη, όταν ήταν ακόμα στον κόσμο ως λαϊκή, εμείς σήμερα όχι μόνο δεν μπορούμε να τους φτάσουμε αλλά ούτε καν να τους καταλάβουμε, με το κοσμικό μυαλό που έχουμε. Γιατί οι δικές μας οι σημερινές προσπάθειες είναι τελείως αναιμικές, αδύνατες, χλιαρές, νερόβραστες. Επίσης, ούτε πνεύμα θυσίας μας διακρίνει, ούτε πνεύμα συντετριμμένης και τεταπεινωμενης καρδίας. Είμεθα γεμάτοι από εγωισμό, κακία, πονηρία, κατάκριση, αισχρούς λογισμούς, δηλαδή γεμάτοι από πάθη, αδυναμίες, ιδιοτροπίες, ακόμα και κουσούρια. Η γκρίνια, τα παράπονα, οι θυμοί, τα νεύρα, και τα πείσματα, δεν λείπουν από καμιά οικογένεια. Γι’ αυτό και φυγαδεύεται η ειρήνη του Θεού, μέσα απ’ αυτήν. Για να επανέλθουμε σε τάξη και στο δρόμο του Θεού, θα χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα την ευχούλα, αυτή και μόνον μας αρμόζει. Αυτή και μόνον μας αρκεί. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, με το στόμα ή από μέσα μας.

Χριστιανοί μου, είχαμε πει στα προηγούμενα κηρύγματά μας, ότι όταν λέμε από μέσα μας την ευχή, ο νους μας να είναι τόσο πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτήν, δηλαδή στο “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, ώστε να μην έχει σκέψεις, λογισμούς, μετεωρισμούς και φανταστικές εικόνες. Τέτοιου είδους προσευχή έκαμε και η αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα, από τότε που ήτο λαϊκή και ζούσε στον κόσμο.
Ο νους της παρέμεινε και ήτο ανεικόνιστος, δηλαδή δεν είχε μέσα εικόνες.
Ήτο ασχημάτιστος, δεν είχε μέσα σχήματα.
Ήτο ανίδεος, δεν είχε μέσα ιδέες και νοήματα.
Ήτο άμορφος, δεν είχε μορφές. Δηλαδή έκανε ευχή με το μυαλό τελείως κενό και άδειο. Ούτε μορφές αγίων, ούτε τη μορφή της Παναγίας, ούτε του Χριστού, ούτε παραστάσεις εκκλησιών, ούτε του Παραδείσου, ούτε αγαθά νοήματα, απολύτως τίποτα, άδειος ο νους, κενός. Διότι, ό,τι σχηματίζεται μέσα στο νου, είναι φανταστικά είδωλα, είναι είδωλα και δεν είναι πραγματικότητα.
Περιληπτικά, θα σας πω ότι αυτό είναι μια προσπάθεια επίμονη, κουραστική, βασανιστική, ματωμένη. Αυτό όμως δεν μπορεί να τηρηθεί όταν κάνουμε προσευχή μπροστά στο εικονοστάσι βέβαια, ή μέσα στη Θεία Λειτουργία. Τότε βλέπουμε τις εικόνες και διά μέσου αυτών πορευόμεθα εις τον Παράδεισον και εις τον ουρανόν, όπου εκεί η Βασιλεία του Θεού και οι ουρανοπολίτες άγιοι. Αν φεύγει το μυαλό μας, κατά την διάρκειαν αυτών των άλλων προσευχών, εννοώ, των καθημερινών, ή μέσα στη Θεία Λειτουργία, εμείς έχουμε υποχρέωση, το νου μας, το μυαλό μας δηλαδή, να το συμμαζεύουμε.
Υπάρχει, όμως, και η πνευματική προσευχή, με την νοερά ενεργειά της, για την οποίαν είπαμε προηγουμένως, όπου ο χριστιανός, αφοσιωμένος στην ευχή, κάθεται σε ένα σκαμνί ή είναι όρθιος, σκύβει το κεφάλι του αριστερά, και προς το μέρος του στήθους και αρχίζει να λέγει την ευχή με κλειστά τα μάτια, αμετεώριστα, αφάνταστα, ανεικόνιστα, ανίδεα, ασχημάτιστα, άμορφα, με βία πολλή, με πόνο σωματικό, και με λίγη τη βοήθεια της αναπνοής. Αυτή η προσπάθεια γίνεται μέσα στη νύχτα, σε απόλυτη ησυχία, με τα μάτια κλειστά, όπως είπα, και το νου βυθισμένο στην καρδιά, ενώ ο ενδιάθετος λόγος συνεχώς επαναλαμβάνει “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Και πάντοτε σε μια συγκεκριμένη ώρα της νυκτός, βυθισμένος ο ευχόμενος στο απόλυτο σκοτάδι και στην απόλυτη ησυχία. Κατ’ αρχάς αρχίζει μ’ ένα τέταρτο, ύστερα μισή ώρα, ύστερα μια ώρα, ύστερα κατόπιν όσο μπορεί, όσο αντέχει ο καθένας, και σύμφωνα με τις οδηγίες του απλανούς οδηγού και πνευματικού του. Πότε, λοιπόν, καθιστοί σ’ ένα σκαμνάκι και πότε όρθιοι, για να μη μας πιάσει ο ύπνος, λέμε την ευχούλα, βυθίζοντας το νου μας μαζί με την ευχή, και με όλη μας την εσωτερική αγαπητική διάθεση και προαίρεση μέσα στην καρδιά.

Πρέπει, όμως, να προσέξουμε κάτι το οποίον και συνιστούν οι Πατέρες, και το οποίον είναι γραμμένο και στα βιβλία «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας» του γέροντος και παππού Ιωσήφ, του οσίου γέροντος και παππού Ιωσήφ, και του γέροντός μου «Πατρικές Νουθεσίες».
Ότι προηγείται μια βαθιά μελέτη του πάθους του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δηλαδή της Σταυρικής Του Θυσίας. Μια μελέτη γύρω από το πως θα πεθάνουμε, αν ο θάνατος έλθει εκείνο το βράδυ. Πως θα αντικρύσουμε ή θα αντιμετωπίσουμε τα εναέρια τελώνια που θα διεκδικούν την ψυχή μας; Πως θα βρεθούμε μπροστά στο φοβερό κριτήριον του Χριστού, κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία; Πως θα μας κρίνει δηλαδή ο Θεός; Και άλλες τέτοιες όμοιες κατανυκτικές παραστάσεις και στοχασμούς θα καλλιεργούμε πριν κάνουμε την ευχή.
Για να φθάσουμε, όμως, σ’ αυτήν την ευλογημένη προσπάθεια της νυκτερινής κατ’ αίσθησιν ενέργειας της νοεράς καρδιακής προσευχής, απαιτείται η τελεία κάθαρσις από όλα τα πάθη, τις αδυναμίες μας και τις ιδιοτροπίες μας. Για την κάθαρση εκ των παθών, που προηγείται της προσευχής ή το πώς η προσευχή βοηθεί στην κάθαρση και η κάθαρση ενισχύει την προσευχή, ομιλήσαμε στα προηγούμενα τέσσερα κηρύγματά μας.
Απαιτείται, λοιπόν,
τελεία ψυχοσωματική καθαρότητα.
Συμμετοχή με ακρίβεια στα σωστικά Πανάγια Μυστήρια.
Τήρησις του Ευαγγελικού θελήματος του Αγίου Θεού.
Καλλιέργεια των άλλων θειοτάτων αρετών.
Και πολλά άλλα τα οποία έχουμε επαναλάβει πάρα πολλές φορές.
Προς το παρόν, αυτόν τον υψηλό τρόπο θα τον αφήσουμε για λίγο στην άκρη και θα επιμένουμε πάρα πολύ στην προφορική ευχή, γι’ αυτό βάλαμε αυτό το δεκάλεπτο, το οποίον έχει άριστα αποτελέσματα από ό,τι καταλαβαίνω, ή τουλάχιστον να τη λέμε από μέσα μας, με την ταυτόχρονη τήρηση όλων των καθηκόντων και υποχρεώσεων που έχουμε προς την οικογένειά μας, προς την εργασία μας, και προς την Ορθόδοξη διδασκαλία της πίστεώς μας. Προηγείται η πράξις και έπεται η πνευματική θεωρία η λεγομένη αγιαστική. Προηγείται η μακρά και επίπονος περίοδος που λέγεται καθαρτική. Έπεται η φωτιστική και ακολουθεί η θέωσις και ο αγιασμός που ονομάζεται περίοδος τελειωτική ή θείας τελειώσεως ή ουρανίου θεωρίας, ή θεώσεως και τα λοιπά.

Εμείς εδώ, όμως, στα βραδινά μας αυτά κηρύγματα, επιμένουμε στο πρώτο στάδιο, το της καθάρσεως, το οποίον βοηθείται κατά πολύ και αποτελεσματικά από την προφορική προσευχή του Ιησού, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και μάλιστα όταν αυτό κραυγάζεται από μέσα μας. Φωνάζεται από μέσα μας, το «-ται» με άλφα γιώτα, έ, φωνάζεται, από μέσα μας. Δεν ακούγεται τίποτα απ’ το στόμα, δυνατή είναι η εσωτερική κραυγή και ο πόνος της ψυχής μας, για να τύχουμε του θείου ελέους, και γίνεται με όλη μας τη θέληση, με όλη μας την καλή διάθεση, με ζωντανή την πίστη προς την παντοδυναμία και την αγάπη του Αγίου Θεού. Με όλη μας την καρδιά. Και τότε η προσευχή μας με την προφορική ευχούλα και το κομποσχοινάκι στο χέρι, αυτή η προσευχούλα, αυτή η ευχούλα κάνει θαύματα.

Και θα το αποδείξουμε με μια αληθινή ιστορία που αποδεικνύει όχι μόνον την δύναμιν της προσευχής, αλλά και την παντοδυναμία της πίστεως.
Μια χριστιανική συντροφιά, από θεοσεβείς Έλληνας προσκυνητάς, επισκέφθηκαν τη Βόρεια Ρωσία, το 1994. Στη περιοχή της Καρελίας, πριν από την επανάσταση του Λένιν, υπήρχαν περισσότερες από εξακόσιες εκκλησίες. Όλες γκρεμίστηκαν. Ή μετατράπηκαν από τους Μπολσεβίκους σε θέατρα, κινηματογράφους, αποθήκες, σταύλους, εργοστάσια και λοιπά.
Στην πόλη Ολονέτς σώθηκε μόνον η μικρή εκκλησία του κοιμητηρίου. Το 1925 οι μπολσεβίκοι απεφάσισαν πως σαν αχρείαστο πράγμα έπρεπε να γκρεμιστεί και το μικρό εκκλησάκι. Μάζεψαν, λοιπόν, τα σύνεργά τους και ξεκίνησαν για να τη γκρεμίσουν. Μόλις το έμαθε μια πιστή χωριατοπούλα, έτρεξε γρήγορα, πέρασε ανάμεσα από τους εργάτες και τους αστυνομικούς, και μπήκε στο ναό ασφαλίζοντας όλες τις πόρτες. Δυό είχε όλες και όλες. Προσπάθησαν, με απειλές πρώτα, και ύστερα με γλυκόλογα να την πείσουν να βγει έξω. Μάταια. Στο τέλος ο επικεφαλής έδωσε την εντολή να την αφήσουν και να φύγουν. Σε λίγες μέρες θα είχε τελειώσει η αποκοτιά αυτής της χωριάτισσας, μια και δεν θα είχε ούτε να φάει, ούτε να πιεί, βάζοντας και μια πρόχειρη φρουρά έξω απ’ την εκκλησία.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και η κοπέλα των εικοσιπέντε ετών δε βγήκε έξω. Έμεινε μέσα στην εκκλησία κλεισμένη για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Πότε-πότε και πολύ κρυφά φρόντιζαν οι γείτονες να της ρίπτουν από κάποιο ανοιχτό παραθυράκι κάποια ξεροκόματα, ή αν εύρισκαν λίγο φαγητό, και αυτό πολύ σπάνια, γιατί οι φρουροί ήσαν άγρυπνοι. Το κρύο στην περιοχή εκείνη το χειμώνα έφθανε στους σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν. Η γενναία ψυχούλα της με το ασθενικότατο σώμα τα υπέμεινε όλα. Τα υπέμεινε όλα με πίστη δυνατή και με την βοήθεια της προσευχής.
Με την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας-Γερμανίας, τα πράγματα χαλάρωσαν τελείως όσον αφορά τους χριστιανικούς διωγμούς, και η χωριατοπούλα μας που ήταν πλέον σαράντα ετών, γύρισε σπίτι της προς θαυμασμόν όλων των κατοίκων.
Το 1961, με τους διωγμούς του Χρουτσώφ, οι αρχές της πόλεως απεφάσισαν και πάλι να γκρεμίσουν την εκκλησία. Η γυναίκα αυτή, μόλις το πληροφορήθηκε, έτρεξε πάλι μέσα στην εκκλησία και αυτή τη φορά έμεινε δέκα χρόνια. Η εκκλησία χάρη στην αυτοθυσία της σώθηκε. Όταν κατάλαβε ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει πλέον, επέστρεψε στο σπίτι της. Θέλησε, όμως, να αφιερωθεί πλέον ολοκληρωτικά στον Κύριο. Έτσι ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και πήρε το όνομα … Βαρβάρα.
Επειδή τα μοναστήρια είχαν κλείσει δεν υπήρχε κανένα ανοιχτό, μόναζε στο φτωχικό σπιτάκι της εκτελώντας με συνέπεια τα μοναχικά της καθήκοντα κάτω από την επίβλεψη πνευματικού πατρός.
Εκοιμήθη οσιακώς το 1996, έχοντας περάσει 25 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της μέσα σε ένα μικρό ναό, μόνη, κατάμονη, για να εμποδίσει τους αθέους να την γκρεμίσουν. Εκοιμήθη περίπου εκατό ετών. Αυτό σημαίνει ότι το ένα τέταρτον της ζωής της, δηλαδή 25 χρόνια, 15 την πρώτη φορά και 10 την δεύτερη, και μάλιστα τα νιάτα της, τα έζησε μέσα σε φοβερές στερήσεις, και τραγικές συνθήκες. Σε ολόκληρη την Βόρειο Ρωσία και στην περιοχή της Καρέλιας και μάλιστα στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ολονέτς, όλοι μιλούνε με πολλή συγκίνηση για την απλή εκείνη χωριατοπούλα, που τόλμησε να τα βάλει με μια υπερδύναμη, όπως ήταν τότε η Σοβιετική Ένωση. Αντιστάθηκε με τη χάρη του Θεού, την πίστη και την προσευχή της και νίκησε. Και νίκησε κατά κράτος το άθεο καθεστώς των Σοβιέτ, το κράτος του διαβόλου και το κράτος της κακίας. Δεν αποκλείεται η εκκλησία της Ρωσίας και το Πατριαρχείο της αργότερα να την ανακηρύξει και Αγία. Το ευχόμεθα.
Αλήθεια, χριστιανοί μου, ποιος από μας θα μπορούσε να το κάνει αυτό το πράγμα. Κυρίως γυναίκα. Ποιος τη συντηρούσε τόσα χρόνια μέσα στο ναό; Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν κάποιοι γείτονες της έρριπταν από το παράθυρο, αν ήταν και αυτό ανοικτό, κανένα κομμάτι ξερό ψωμί, ποιος την έτρεφε; Ασφαλώς, ο Θεός που άκουγε, όμως, την δυνατή προσευχή της. Διότι, όπως έλεγε, όλη την ημέρα προσηύχετο. «Παναγία, βοήθησέ με», «Χριστέ μου, σώσε με». Επικαλείτο, επίσης, αγγέλους και αγίους.
Ποιος την ζέσταινε όταν το κρύο το χειμώνα έφτανε σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν; Ο Χριστός ασφαλώς, που ανταποκρινόμενος στην θερμή της προσευχή, και τη ζωντανή πίστη της, έκαμε την παγωνιά ζεστή θεϊκή αγκαλιά. Ήτο πλέον φυσικό, ο Θεός να της δώρισε και το μεγάλο χάρισμα, που δίδει και σε ορισμένους αγίους, ώστε τον μεν χειμώνα να μην κρυώνουν, το δε καλοκαίρι ούτε να ζεσταίνονται, ούτε και να ιδρώνουν.
Ποιος αντικαθιστούσε τα κουρελιασμένα από την πολυκαιρία ρουχαλάκια της. Ο Θεός δια της προσευχής της.
Ποιος την πότιζε με λίγο δροσερό νερό, που δεν υπήρχε μέσα στο ναό; Η πίστη της, μέσω της προσευχής!
Ποιος την παρηγορούσε στη μοναξιά της, ιδίως τις βαριές ημέρες του χειμώνος; Και πως άντεχε μόνη, κατάμονη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρηγοριά, όλη αυτή τη φοβερή μοναξιά και το σκοτάδι; Η καθημερινή της προσευχή, που ενισχύετο από την πίστη της. Με παρόντα, ασφαλώς, τον Θεόν, την Υπεραγία Θεοτόκο, το σύνολον των Αγίων και των αγγέλων.
Ποιος σταματούσε τους υπευθύνους να σπάσουν τις πόρτες και με τις ξιφολόγχες οι στρατιώτες να κατασφάξουν την ευλογημένη εκείνη γυναίκα που τους αντιστέκετο; Ο Χριστός και η Παναγία μας. Αλλά μέσα από τη δική της φλογερή πίστη και προσευχή.
Ναι, η προσευχή της ήταν
η τροφή στην πείνα της,
το νερό στην δίψα της,
η ζεστασιά στο κρύο,
η δροσιά στην κάψα,
η προστασία στους κινδύνους,
η παρηγοριά στην μοναξιά της,
η ασφάλεια στους φόβους.
Η καθημερινή και θερμοτάτη προσευχή της Βαρβάρας που χαρίζει δύναμη και χάρη στην πίστη έκανε δύο θαύματα.
Με το πρώτο διατηρήθηκε στη ζωή εν Χριστώ και ακμαιοτάτη.
Και με το δεύτερο θαύμα απέδειξε τη νίκη της Ορθοδόξου πίστεως, μέσω μιας και μόνης ψυχής, απέναντι σε ένα ολόκληρο άθεο σιδερόφρακτο κράτος των τριακοσίων εκατομμυρίων.

Λέγαμε, χριστιανοί μου στο περασμένο μας κήρυγμα, ότι η ευχή, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, χωρίζεται σε δύο μέρη. Το δογματικό και το ικετευτικό. Το δογματικό μέρος περιλαμβάνει τις τρείς πρώτες λέξεις, το «Κύριε Ιησού Χριστέ», που είναι αναγνώρισις της θεότητος του Ιησού Χριστού. Και το ικετευτικό μέρος περιλαμβάνει τις άλλες δυό λέξεις «ελέησόν με», που είναι η παράκλησις για τη σωτηρία μας. Δηλαδή έχουμε ομολογία πίστεως στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, η οποία ομολογία συνδέεται με την άλλη ομολογία, της αδυναμίας μας, να σωθούμε μόνοι μας, γιατί είμαστε αμαρτωλοί. Ακριβώς πάνω σ’ αυτά τα δύο σημεία, στηρίζεται όλος ο αγώνας του χριστιανού.
Πρώτα στην πίστη προς την Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και
δεύτερον στην συναίσθηση της αμαρτωλότητός Του.
Έτσι με την ευχή συνοψίζομε και ολόκληρη την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.

Ο προσωρινός τρόπος της ευχής από μέσα μας, ή και ψιθυριστά, και πότε και πότε και λίγο με την βοήθεια της αναπνοής, μαζί με την προσοχή και μαζί με όλα τα άλλα μέσα θεραπείας, που παρέχει η Εκκλησίας μας είναι τα πλέον απαραίτητα βοηθήματα για να μη μετεωρίζεται ο νους μας.
Πολλοί από σας με ρωτήσατε, πως τελικά να λέμε την ευχή.
Υπάρχουν αμέτρητες προσευχές με διαφορετικούς τρόπους η κάθε μία, που μας εδόθησαν από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας και όλες τους έχουν πνεύμα αληθείας και πολλή την ωφέλεια.
Η συντομότερη και η δυνατότερη προσευχή είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν λέμε την ευχούλα με πολλή ταπείνωση σαν να είναι Παρών μπροστά μας ο ίδιος ο Κύριος, ο Χριστός, ο Θεός. Γίνεται παντοδύναμη η προσευχή μας όταν τη λέμε με όλη μας την καρδιά, και πιστεύουμε σ’ αυτό που λέμε. Η ταπείνωσις, το συντετριμμένο πνεύμα, η θερμή πίστις και η αγάπη προς τον Σωτήρα Χριστόν, προσελκύει τη χάρη Του και μας ελεεί. Οι καθημερινές προσπάθειες για πνευματικό αγώνα, που αποβλέπει στην εσωτερική καθαρότητα των λογισμών, βοηθάει την προφορική προσευχή, δηλαδή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν”, και όταν την λέμε διαρκώς από μέσα μας, αποκτά πνευματική ευωδία και πλουτίζεται ο νους μας από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δοκιμάστε το και θα το δείτε.
Γι’ αυτό και πρέπει να επιμένουμε στο να λέμε την ευχή είτε ψιθυριστά είτε από μέσα μας, παρά τις αντιδράσεις που θα προκαλεί ο διάβολος επειδή θα ενοχλείται και θα μαστιγώνεται από το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Με το πέρασμα του χρόνου, θα διαπιστώσουμε το εξής ουράνιο και θαυμαστό. Ψυχοσωματικά θα καταστούμε μυρωμένα δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Άνδρες και γυναίκες, έγγαμοι και άγαμοι, νέοι και νέες, ιδιαιτέρως τα παιδιά, θα μοσχοβολούν σαν θυμίαμα, σαν θυμίαμα ευωδιαστό, και τα πρόσωπά τους θα λάμπουν από μια παράδοξη λάμψη ή φωτεινότητα από τη Θεία Χάρη της νοεράς ενέργειας του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα λέγεται από μέσα μας.
Και αυτή η δωρεά, χορηγείται με τη βασική προϋπόθεση
ότι συμμετέχουμε στα μυστήρια,
ότι προσέχουμε τις αισθήσεις μας,
ότι παλεύουμε με τις αδυναμίες μας,
ότι συγχωρούμε τον πλησίον μας που μας έχει πειράξει, που μας έχει αδικήσει και που διαρκώς μας συκοφαντεί.
Ότι καλλιεργούμε τη σιωπή δένοντας τη γλώσσα μας από την κατάκριση.
Ότι μελετάμε καθημερινά την Αγία Γραφή, ιδιαιτέρως την Καινή Διαθήκη και το Ψαλτήρι. Και
ότι μας διακρίνει το πνεύμα της θυσίας, της αγάπης, της κατανοήσεως και της έμπρακτης συμπαραστάσεως στα προβλήματα που έχει η οικογένειά μας.
Και τότε και μόνον τότε η ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, καθίσταται, όχι μόνον φάρμακο θεραπείας, αλλά και προθάλαμος της Βασιλείας των Ουρανών και πρόγευσης της αιωνιότητος.

Μας ταλαιπωρούν οι αδυναμίες μας; Και ποιόν δεν ταλαιπωρούν οι αδυναμίες και τα πάθη; “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Μας φθονούν; Μας ζηλεύουν; Μας κατατρέχουν; “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” ή «Ελέησε και φώτισε τον τάδε ή την τάδε».
Υπάρχουν αρρώστιες στην οικογένειά μας; Βάσανα; Στεναχώριες; Θάρρος, χριστιανοί μου! Ο Ιησούς νενίκηκε τον κόσμο της φθοράς και της κακίας. Γι’ αυτό και βεβαίωσε ότι «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Γι’ αυτό κάλεσε και συ επιμόνως τον Ιησού, και να η παρηγοριά θα ανατείλει ως άλλος ήλιος, τρισήλιος, μέσα στην ψυχούλα σου.
Σε καταλαμβάνουν οι απογοητεύσεις; Μην αμελείς να στηρίζεσαι, μάλλον να στηρίζεις τις ελπίδες σου στο παντοδύναμο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εις το οποίον «πάν γόνυ κάμπτει και επουρανίων, και επιγείων και καταχθονίων», και θα γεμίσει η ψυχή σου από ουράνια δύναμη.
Βάλε βία στην προσευχή. Διότι οι βιασταί αρπάζουσι τη Βασιλεία του Θεού.
Γρήγορα θα κτυπηθούμε από την ακηδεία, απ’ την αμέλεια, απ’ τη ραθυμία, απ’ την τεμπελιά, από το «δε βαριέσαι». Από δήθεν κούραση. Και θα μας κυριεύει συνεχώς το πνεύμα της αναβολής.

Σήμερα κοπίασε στην προσευχή του ονόματος του Ιησού Χριστού, όχι αύριο.
Σήμερα η βία.
Σήμερα ο κόπος.
Σήμερα ο πόνος και η λαχτάρα για προσευχή. Διότι το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, το γλυκύτατο αυτό όνομα του Χριστού μας, είναι η ζωή της ψυχής, είναι η πνοή της καρδιάς, η χαρά των αισθήσεων. Είναι το έαρ, το μυροβόλον, που δημιουργεί την πνευματική άνοιξη στον κάθε χριστιανό που βιάζεται με την ευχή, κατά τις εκφράσεις του δικού μου πνευματικού πατρός.

Ένας πολύ μορφωμένος χριστιανός, με πολλά πανεπιστημιακά διπλώματα και μάστερ, ο οποίος ήθελε να μονάσει, όχι όμως σε κοινόβιο, αλλά πάνω ψηλά στην έρημο του Αγίου Όρους, στα Κατουνάκια, στην Κερασιά, στον Άγιο Βασίλειο, είχε ακούσει για κάποιον μοναχό, – πριν από χρόνια αυτό βέβαια,- στα μέρη εκείνα, που ήταν απλός. Είχε γνωρίσει την απάθεια μέσα απ’ τον κόπο και βίωνε την νοερά ενέργεια της καρδιακής προσευχής, δηλαδή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, στην πλήρη πνευματική ενέργειά της.
Τι κόπο κατέβαλε αυτός ο μοναχός; Από το πρωί που θα ξυπνούσε μέχρι το βράδυ εργαζόταν συνεχώς. Καταπονούσε το σώμα του. Και βοηθούσε τους πάντες… Πήγαινε και ρωτούσε όποιον είχε δουλειά
– «Πατέρα μου, έχεις καμιά δουλειά να σου κάμω, να σε βοηθήσω θέλω».
Πρόθυμος ήταν σε όλα τα κελιά της ερήμου, και έτρεχε παντού και βοηθούσε. Όταν δεν είχαν καμιά δουλειά οι πατέρες, έπαιρνε ένα τσουβάλι άμμο, το φορτωνόταν στον ώμο και το κατέβαζε απ’ το βουνό στη θάλασσα, και απ’ τη θάλασσα στο βουνό, λέγοντας συνεχώς το όνομα του Ιησού, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Ζούσε με αυτόν τον υπερβάλλοντα ζήλο, και τον αδιάκοπον αυτόν κόπον του σώματος, χωριστά βέβαια τα μοναχικά του καθήκοντα, οι κανόνες, οι προσευχές, οι αγρυπνίες, οι ακολουθίες. Αυτά είχαν τη θέση τους. Ο υπόλοιπος χρόνος του ήταν ένας διαρκής κόπος.
Λέγοντας την ευχή με αυτόν τον τρόπο και με την προθυμία και την αγάπη που είχε σε όλους τους συνασκητάς και αδελφούς, κατάφερε να φθάσει στα όρια της απαθείας, δηλαδή να αποβληθούν από μέσα του όλα τα πάθη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θεοδιδάκτως άρχισε να νοιώθει κάποια σκιρτήματα του Παναγίου Πνεύματος, να ζει κάποιες διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Πολλές φορές βρέθηκε απ’ το βουνό στη θάλασσα και απ’ τη θάλασσα στο βουνό, χωρίς να καταλάβει, σαν να ήταν μόνον ένα βήμα. Και όχι μόνον αυτό. Άρχισε να πάλλεται η καρδιά του με το όνομα του Κυρίου, και βέβαια να νοιώθει όσα ουράνια ένοιωθε από τα οποία τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινε.
Τον επισκέφθηκε, λοιπόν, ο πολύξερος αυτός καθηγητής για πρώτη φορά και εσκέπτετο να πάει να μείνει για πάντα κοντά του. Του είπε λοιπόν ο εν λόγω μοναχός :
– Αγαπητέ μου εγώ δεν ήξερα τίποτε απολύτως από αυτά, ούτε από ευχή, ούτε τι θα πει απάθεια, τίποτα, τίποτα δεν ήξερα, ήμουνα όμως πρόθυμος να βοηθώ τους πάντες, να κάνω ό,τι έκανα και τώρα άρχισα στα γεράματα να διαβάζω φιλοκαλία, τώρα την άρχισα. Τώρα άρχισα να διαβάζω και πνευματικά βιβλία και τώρα άρχισα να καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει μέσα μου, και ότι όλα όσα έγραψαν οι Πατέρες είναι αληθινά και σωστά διότι πρώτα είχαν ουράνια βιώματα και ύστερα κάθισαν και έγραψαν τις εμπειρίες τους. Αν και από αυτά, συνέχισε ο μοναχός, τα πιο πολλά πάλι δεν τα καταλαβαίνω. Λοιπόν, αν θέλεις να μείνεις κοντά μου, κόπο. Πολύ κόπο. Κόπος χωρίς έλεος. Κόπο, αγρυπνία και ευχή. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Μόνον έτσι θα γνωρίσεις την αλήθεια, τον Θεό, τον Χριστό και ό,τι Αυτός χαρίζει στον αγωνιζόμενο.
Ο καθηγητής, όμως, με τις πολλές περγαμηνές δεν κάθισε ούτε μια μέρα.

Χριστιανοί μου, στον πνευματικό αγώνα, κατά τους Πατέρες θα δώσουμε,
στο σώμα τον κάματο, με τις κατά δύναμιν στρωτές μετάνοιες, όσοι μπορούμε, την ορθοστασία, τα σταυρωτά κομποσχοίνια, τον πρόθυμο χειρονακτικό κόπο μαζί με την ευχή, για να περιορίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το αίσθημα της σωματικής αναπαύσεως. Και αυτό γι’ αυτούς που έχουν υγεία. Οι μεγάλοι στην ηλικία, οι ασθενείς, οι ανήμποροι, θα δώσουν λίγα. Αλλά με το νου καθαρό και την καρδιά γεμάτη πίστη και αγάπη.
Στην όραση θα δώσουμε αγρυπνία, θα δώσουμε την μελέτη της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου.
Στην ακοή θα δώσουμε την ακρόαση του θείου λόγου και της ιεράς ψαλμωδίας.
Στην όσφρηση δεν θα δώσουμε μόνον της μιας στιγμής το άρωμα του θυμιάματος, αλλά θα δώσουμε και την ευχή, διότι αυτή θα μας δώσει τη θεία όσφρηση που έχει ουράνια την ευωδία της. Θα μυρίζουμε, δηλαδή τον ουρανό.
Στη γεύση θα δώσουμε την εγκράτεια, και την κατά δύναμη νηστεία. Και δια της γεύσεως κατόπιν πνευματικά, θα αποκτήσουμε και γεύση αθανασίας και αιωνιότητος.
Στην αφή θα δώσουμε ησυχία, κόπο και πόνο, με κάποιες μορφές τραχύτητος και κακοπάθειας, με τη σύμφωνη πάντοτε γνώμη του πνευματικού πατρός ή και γέροντος.

Εμείς, όμως, που ζούμε μέσα στον κόσμο, μπορούμε να λέμε ευκαίρως ακαίρως “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, πότε φωναχτά, πότε ψιθυριστά, και συχνότερα από μέσα μας, με τον ενδιάθετο λόγο, μέχρι να τη συνηθίσει ο νους μας. Όταν θα γίνει αυτό το πράγμα, τότε ο νους σαν χταπόδι, φάπ από μέσα, από την στοματική κοιλότητα θα αρπάξει την ευχή, και θα την κλείσει μέσα του. Και όταν γίνει αυτό, – μέχρι εδώ να φτάσουμε, φτάνει, είναι υπέροχο, – θα δούμε ότι έχουμε περισσότερη ευκολία και άνεση, και οι δωρεές του Θεού έρχονται πλουσιοπάροχες στην καρδιά μας, στην οικογένειά μας, στα παιδιά μας, στην εργασία μας.

Υπάρχουν πολλών ειδών προσευχές που είναι όλες ευπρόσδεκτες απ’ το Θεό. Άλλωστε τις έχει επιβάλλει η εκκλησία μας με τη μορφή των διαφόρων ακολουθιών, όπως είναι το Μεσονυχτικό, ο Εξάψαλμος, ο Όρθρος, οι Ώρες, ο Εσπερινός με την Ενάτη, το Απόδειπνο, μικρό και μεγάλο, οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, οι Παρακλήσεις της Παναγίας, Μικρή και Μεγάλη, οι παρακλήσεις των Αγίων… Επίσης υπάρχουν και ειδικά βιβλία, εκκλησιαστικά, βέβαια, όπως είναι τα Μηναία, η Παρακλητική, το Ψαλτήριον, το Τριώδιον, το Πεντηκοστάριον, το Ωρολόγιον και άλλα πολλά βιβλία, που η Εκκλησία μας τα χρησιμοποιεί ανάλογα με τις περιόδους που διανύει. Προσευχές θα βρούμε και μέσα στην Αγία Γραφή, με πλούσια παραδείγματα.
Έχουμε δέκα λεπτά ακόμα, ας πούμε κάνα δυο παραδείγματα.
Προσηύχετο παραδείγματος χάρη ο Απόστολος Παύλος αδιαλείπτως, εφαρμόζοντας τη δική του προτροπή προς τους Θεσσαλονικείς, και δια των Θεσσαλονικέων προς όλους τους χριστιανούς απανταχού της γης, «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι», που ᾽ναι συγχρόνως και Ευαγγελική προτροπή αφού ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος, «ουκ οίδεν, ο Θεός οίδεν, και ηρπάγη εις τον Παράδεισον, και ήκουσεν άρρητα ρήματα ά ουκ εξ ών ανθρώπων λαλείσαι».
Προσηύχετο ο Παύλος και στη φυλακή των Φιλίππων, και ιδού σεισμός μέγας και τα δεσμά διαλύονται, οι τοίχοι της φυλακής γκρεμίζονται, η αυτοκτονία του δεσμοφύλακος αποτρέπεται, και φως σωτηρίας απλώνεται μέσα στις καρδιές. Και το σπίτι, η οικογένεια του δεσμοφύλακος βαπτίζεται.
Ο ληστής προσεύχεται πάνω στο Σταυρό, «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου». Και ευθύς αμέσως γίνεται ο πρώτος πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών, ο πρώτος κάτοικος του Παραδείσου, σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Κυρίου. «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».
Λιθοβολείται ο πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος, και βλέπει δόξαν Θεού, και τον Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού και είπε, «Ιδού θεωρώ τους Ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα», και ακολουθεί μετά την προσευχήν και αποκάλυψη αυτή, μετά κραυγής μεγάλης η προσευχή «Κύριε Ιησού δέξαι το πνεύμα μου». Θείς δε τα γόνατα, έκραξε φωνή μεγάλη, «Κύριε μη στήσεις αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και, ω του θαύματος, ο πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος ελιθοβολείτο, και λιθοβολούμενος και φονευόμενος επροσηύχετο.
Υπάρχουν και οι προσευχές από τις παραβολές, «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι του αμαρτωλού».
Υπάρχουν οι προσευχές των δέκα λεπρών, «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς»,
υπάρχει η προσευχή του τυφλού του Βαρτιμαίου, «Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Και ο Κύριος όταν τον ρώτησε, «τι θέλεις να σου κάμω», είπε, «ίνα αναβλέψω». «Ύπαγε, η πίστη σου σέσωκέ σε», η προσευχή και η κραυγή του έκανε το θαύμα της.
«Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Και δαιμονίζεται κακώς η θυγατέρα μου, επειδή έχει δαιμονισθεί η δική μου η ψυχή. Αυτή ήταν η φωνή και η διαβεβαίωσις της Χαναναίας.
Προσεύχεται και ο προφήτης Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους και το πρώτο κήρυγμα στην πόλη των Νινευϊτών, το ακολουθεί πνευματικός σεισμός. Τριήμερος νηστεία και προσευχή επιβάλλεται σε μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, νέους, γέρους και παιδιά, ακόμα και στα βρέφη. Μωρά χωρίζονται από τις αγκαλιές των μανάδων, οι πάντες σφαδάζουν, φωνάζουν και κλαίνε γοερώς, ακόμα και στα ζώα επεβλήθη αυτή η νηστεία, γι’ αυτό και αυτά φωνάζουν, βελάζουν, μουγκρίζουν, ουρλιάζουν λυπητερά. Άρα μπροστά σ’ αυτή τη νηστεία και τις κραυγές που ’ταν κραυγές προσευχής, να λυπηθεί ο Θεός τις ψυχές τους και την πόλη τους, ο ουρανός ανοίγει, και η καταστροφή αποτρέπεται, η χαρά και το χαμόγελο ξανάρχονται στα χείλη.
Αλλά και ο Ιώβ προσεύχεται. Που και πως προσεύχεται; Επάνω στην κοπριά. Γεμάτος έλκη και πληγές, πύον και σκώληκες. Και, όμως, προσεύχεται. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν έως του αιώνος». Και γίνεται η προσευχή του ύμνος θριαμβευτικός της Εκκλησίας, ύμνος σε κάθε λειτουργία. Αυτόν τον ύμνο τον ψάλλομε και μείς. «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νύν έως του αιώνος».
Χάνει όλα του τα πλούτη και τα αγαθά και τα υπάρχοντά του, «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
Και σε μια στιγμή πνεύμα μέγα φοβερόν επήλθε εκ της ερήμου. Και επέπεσεν επί της οικίας αυτού και εφόνευσε τα δέκα παιδιά του, επτά γιούς και τρείς θυγατέρες, ναι, καλώς ακούσατε. Δέκα ήταν τα παιδιά του. Και σε μια στιγμή όλα νεκρά. Ποιος από μας μπορεί να βγάλει κραυγή δοξολογίας και αίνου στο βίαιο θάνατο προσφιλών μας συγγενών, και πολύ περισσότερον των παιδιών μας; Εγώ πάντως δεν μπορώ.
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», και αρρωσταίνει βαριά από λέπρα.
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον και εκβάλλεται έξω της πόλεως και τίθεται επί της κοπριάς».
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», να η δοξολογία, να η προσευχή.

Share Button