Είναι ο Χριστός Υιός τού Πατρός ή τής “θέλησης” τού Πατρός; Περί τής διαφοράς τών: ‘θέλων και θέληση’, ‘γεννών και γέννηση’, ‘λέγων και λόγος’ Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού

Πηγή: Μαξίμου τού Ομολογητού “Περί Διαφόρων Αποριών” “Προς Ιωάννην Αρχιεπίσκοπον Κυζίκου”. ΕΠΕ Τόμος 14Δ. Σελ. 356-361.

Κείμενο Μετάφραση

Περί τής διαφοράς τών: ‘θέλων και θέληση’, ‘γεννών και γέννηση’, ‘λέγων και λόγος’

πγ΄

Εκ τού αυτού λόγου εις το «Αλλ’ έτερον, οίμαι, θέλων και θέλησις, γεννών και γέννησις, λέγων και λόγος, ει μη μεθύομεν· τα μεν ο κινούμενος, τα δε οίον η κίνησις.

Ούκουν θελήσεως το θεληθέν, ουδέ το γεννηθεν γεννήσεως (ουδέ γαρ έπεται πάντως), ου δε το ακουσθέν εκφωνήσεως, αλλά τού θέλοντος και τού γεννώντος και τού λέγοντος. Τα τού Θεού δε και υπέρ πάντα ταύτα, ω γέννησίς εστίν ίσως η τού γεννάν θέλησις». (Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος κθ’ Περί υιού, Θεολογικός γ’, κ. 6, ΕΠΕ Άπαντα Γρηγορίου θεολόγου τ. 4, σσ. 114).

Προς τους Αρειανούς πάντα κινούντας τρόπον, προς το ευεπίβατον αυτοίς είναι την κατά τού Μονογενούς βλασφημίαν, και λέγοντας θελήσεως, αλλ’ ου Πατρός Υιόν είναι τον μονογενή Υιόν, ταύτά φησιν ο σοφός διδάσκαλος, ευδιάλυτον ούσαν δεικνύς πάσαν αυτών εντεύθεν την κατά της αληθείας μηχανήν. Ει γαρ τας της ψυχής δυνάμεις, άς ίσως φαίη τις είναι συμπληρωτικάς της ουσίας αυτής, δύνασθαι μεν ταύτας ενεργείν λέγομεν εν ή σύνεισιν ουσία, μη μέντοι και κινείσθαι πάντως κατ’ ενέργειαν αποτελεσματικήν χωρίς της τού θέλοντος επινεύσεως δύνασθαι.

Ει δε και δοθείη καθ’ υπόθεσιν το ίδιον εθέλειν αυτάς ενεργείν εκ της φυσικής κινήσεως, χωρίς τής τού ταύτας, ιν’ ούτως είπω, κεκτημένου ροπής μηδέν ισχείν αυτάς καθάπαξ αποτελεσματικώς ενεργείν της ιδίας ορμής. Ου γαρ ακολουθεί πάντως τη δυνάμει το έργον, μη εχούση την τού ού εστί δύναμις ροπήν, συνεισφέρουσαν αυτή το κατ’ ενέργειαν εν πράγματι τέλος, καθ’ εαυτήν ούση ανυποστάτω. Μάτην την θέλησιν προεβάλοντο, μη ούσάν τίνος αποτελεστικήν, χωρίς τού αυτήν έχοντός τε και θέλοντος. Και τούτό εστίν ό φησιν ο διδάσκαλος. Ουδέ γαρ έπεται πάντως δηλονότι τη θελήσει το θεληθέν, και ταις λοιπαίς ωσαύτως τα λοιπά, χωρίς της τού ταύταις υποκειμένου εν ώ και εισί συνεισφοράς.

Ει τοίνυν εκ τών καθ’ ημάς παραδειγμάτων τεκμαίρεσθαι τα θεία, ω ούτοι, δέξασθε ταις υμών γουν αυτών στοιχούντες υποθέσεσι των άμα πάντως είναι τα κατά την μέσην σχέσιν αλλήλοις συνόντα, λέγω δη τον θέλοντα και το θεληθέν, τον γεννώντα και τα γεννηθέν, κατά την σχέσιν, φημί δε τη θέλησιν και την γέννησιν, αλλήλοις συνόντα. Ως γαρ τού ορώντος και τού ορωμένου χωρίς ουκ εστίν όρασις, ούτε τού νοούντος και τού νοουμένου νόησις, ούτως ουδέ τού γεννώντος και τού γεννωμένου γέννησις, ουδέ τού θέλοντος και τού θελομένου θέλησις, ότι μηδέ έπεται θελήσει τα θεληθέν, ως εδείχθη, χωρίς της τού θέλοντος συνεισφοράς. Ει δε των άμα ταύτά εστί κατά την σχέσιν, ακίνητος γαρ η επ’ αμφοίν σχέσις, άμα ην άρα τω γεννώντι Πατρί, αεί όντι Πατρί, δια γεννήσεως, και καθ’ υμάς ο γεννώμενος Υιός, μη παραδεχόμενος καθ’ οιονδήποτε τρόπον μεταξύ αυτού και τού γεννώντος Πατρός παρενθήκην χρόνου, και ουκ έτι θελήσεώς εστίν Υιός ο Υιός, αλλά τού γεννώντος Πατρός.
Και ταύτα, φησίν, εκ τών καθ’ ημάς παραδειγμάτων ειρήσθω, τα δε τού Θεού και υπέρ πάντα ταύτα, ώ γέννησις ίσως εστίν η τού γεννάν θέλησις. Αμφέβαλε δε τούτο δια τού «ίσως» επιρρήματος δια το και υπέρ θέλησιν είναι την εκ τού Πατρός τού Υιού γέννησιν. Ου γαρ μεσάζεται θελήσει εκ τού Πατρός ο Υιός, ουδέ προεπινοείται τού Υιού καθ’ οτιούν η τού Πατρός θέλησις, ότι μηδέ προϋπήν ο Πατήρ τού Υιού, ώσπερ ουδέ νους λόγου τού εξ αυτού, ούτε φως τού απαυγάσματος. Άμα γαρ το είναι έχοντες και θέλησιν μίαν έχουσιν ο τε Πατήρ και ο εξ αυτού ανάρχως γεννηθείς Υιός, απλήν τε και αδιαίρετον, ώσπερ ουν και ουσίαν μίαν και φύσιν.

Σχετικά με τη διαφορά τών: “θέλοντος και θέλησης”, “γεννώντος και γεννήσεως”, “λέγοντος και λόγου”

83

Από τον ίδιο λόγο στα λεγάμενα: «Αλλά είναι, νομίζω, διαφορετικά το ‘θέλων και θέληση’, ‘γεννών και γέννηση’, ‘λέγων και λόγος’, αν δεν είμαστε μεθυσμένοι· τα πρώτα από αυτά είναι αυτός που κινείται, τα άλλα είναι όπως η κίνηση.

Δεν είναι λοιπόν αυτό που θελήσαμε της θέλησης ούτε αυτό που γεννήθηκε της γέννησης (γιατί οπωσδήποτε δεν είναι επακόλουθο), ούτε αυτό που ακούστηκε είναι της εκφώνησης, αλλά αυτού που θέλει (θέλων) και αυτού που γεννά (γεννών) κι αυτού που λέει (λέγων). Τα τού Θεού όμως είναι και πάνω από όλα αυτά, για τον οποίο γέννηση είναι ίσως η θέληση να γεννά» (Γρηγορίου Θεολόγου: Λόγος κθ’ Περί υιού, Θεολογικός γ’, κ. 6, ΕΠΕ Άπαντα Γρηγορίου θεολόγου τ. 4, σσ. 114).

Οι Αρειανοί μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο για να μπορούν να χρησιμοποιούν τη βλασφημία κατά τού Μονογενούς και ισχυρίζονταν ότι ο μονογενής Υιός ήταν όχι Υιός τού Πατέρα, αλλά της θέλησης. Προς αυτούς απευθύνει τους παραπάνω λόγους ο σοφός δάσκαλος κι από αυτά δείχνει ότι μπορεί εύκολα να διαλυθεί κάθε μηχανή τους κατά της αλήθειας. Γιατί, αν λέμε ότι οι δυνάμεις της ψυχής, που ίσως θα πει κάποιος ότι συμπληρώνουν την ουσία της, μπορούν να ενεργούν στην ουσία όπου βρίσκονται, οπωσδήποτε όμως δεν μπορούν να κινούνται με μια ενέργεια αποτελεσματική χωρίς τη συγκατάθεση εκείνου που θέλει.

Κι αν δεχθούμε υποθετικά ότι από τη φυσική κίνηση θέλουν να ενεργούν το δικό τους, χωρίς, για να πω έτσι, την ώθηση εκείνου που τις έχει, τίποτε δεν τις εμποδίζει από την ορμή τους να ενεργούν δια μιας αποτελεσματικά. Γιατί το έργο δεν ακολουθεί οπωσδήποτε τη δύναμη, αν δεν έχει την ώθηση εκείνου τού οποίου είναι δύναμη, η οποία ώθηση συνεισφέρει σ’ αυτή την σύμφωνη με την ενέργεια εμπράγμονη τελείωση, ενώ είναι καθεαυτήν χωρίς υπόσταση. Άδικα πρόβαλαν τη θέληση, γιατί δεν μπορεί να έχει κανένα αποτέλεσμα, δίχως αυτόν που την έχει και θέλει. Κι αυτό είναι που λέει ο δάσκαλος. Γιατί είναι φανερό ούτε ακολουθεί οπωσδήποτε τη θέληση αυτό που θελήσαμε και τις άλλες επίσης δυνάμεις τα λοιπά, χωρίς τη συνεισφορά τού υποκειμένου στο οποίο αυτές είναι.

Αν λοιπόν από τα δικά μας παραδείγματα εσείς τεκμαίρεσθε για τα θεία, δεχθείτε, ακολουθώντας τις ίδιες σας τις υποθέσεις, ότι είναι οπωσδήποτε από τα ταυτόχρονα, αυτά που συνυπάρχουν σύμφωνα με τη μέση σχέση, λέγω αυτόν που θέλει κι αυτό που αυτός θέλησε, αυτόν που γεννά κι αυτό που γεννήθηκε, που υπάρχουν μαζί σύμφωνα με τη σχέση, εννοώ τη θέληση και τη γέννηση. Όπως δηλαδή δεν υπάρχει δράση χωρίς αυτόν που βλέπει και αυτό που αυτός βλέπει, και νόηση χωρίς αυτόν που νοεί κι αυτό που νοείται, έτσι και χωρίς αυτόν που γεννά κι αυτό που γεννιέται δεν υπάρχει γέννηση, ούτε και θέληση χωρίς αυτόν που θέλει κι αυτό που αυτός θέλει, επειδή δεν ακολουθεί τη θέληση αυτό που θελήσαμε, όπως έδειξα, χωρίς τη συνεισφορά εκείνου που θέλει. Κι αν αυτά είναι από τα ταυτόχρονα κατά τη σχέση, γιατί η σχέση επάνω στα δύο είναι αμετακίνητη, άρα ήταν μαζί με τον Πατέρα που γεννά, που είναι πάντοτε Πατέρας, μέσω της γέννησης, και κατά την άποψή σας ο Υιός που γεννιέται, χωρίς να δέχεται με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβολή χρόνου ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Πατέρα που τον γεννά.
Κι αυτά, λέει, ας λεχθούν από τα δικά μας παραδείγματα, τα σχετικά όμως με τον Θεό είναι και πάνω απ’ όλα αυτά, για τον οποίο η γέννηση είναι ίσως η θέληση να γεννά. Αυτό το έθεσε σε αμφιβολία με το επίρρημα «ίσως», επειδή η γέννηση τού Υιού από τον Πατέρα είναι πάνω από τη θέληση. Γιατί ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό δεν μεσολαβεί η θέληση, ούτε η θέλησή τού Πατέρα επινοείται κατά οτιδήποτε πριν από τον Υιό, επειδή ούτε που υπήρχε ο Πατέρας πριν από τον Υιό, όπως ούτε ο νους υπάρχει πριν από το λόγο που προέρχεται από αυτόν, ούτε το φως από την ακτινοβολία του. Γιατί, αφού έχουν ταυτόχρονα το είναι, έχουν και μια θέληση ο Πατέρας και ο Υιός που γεννήθηκε χωρίς αρχή από αυτόν, θέληση απλή και αδιαίρετη, όπως ακριβώς και μια ουσία και μια φύση.

Share Button