(Β´ Ἰω. 1-3)
. Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁμοούσιες· ἐξ ὁλοκλήρου ἀλληλένδετες, συμπλέκονται ἀπεριόριστα καὶ ἀτελείωτα. Γι᾽ αὐτὲς μποροῦμε νὰ ποῦμε: ἡ Ἀγάπη ζεῖ μὲ τὴν Ἀλήθεια· ἡ Ἀλήθεια ζεῖ μὲ τὴν Ἀγάπη. Ἐὰν ἡ Ἀγάπη ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἀντιστρόφως: ἐὰν ἡ Ἀλήθεια ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὴν Ἀλήθεοια κατέχει ὅποιος κατέχει τὴν Ἀγάπη. Ἡ Ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ σὲ ψυχὴ ὅπου δὲν μένει ἡ Ἀγάπη, ἐπειδὴ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ Ζωὴ τῆς Ἀλήθειας, ἡ πνοὴ τῆς Ἀληθείας, ἡ καρδιὰ τῆς Ἀληθείας. Διαβάστε Περισσότερα [...]
Ιαν
07
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (Ἅγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς) Ἀπὸ τὴν Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγ.Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
(Β´ Ἰω. 1-3)
. Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁμοούσιες· ἐξ ὁλοκλήρου ἀλληλένδετες, συμπλέκονται ἀπεριόριστα καὶ ἀτελείωτα. Γι᾽ αὐτὲς μποροῦμε νὰ ποῦμε: ἡ Ἀγάπη ζεῖ μὲ τὴν Ἀλήθεια· ἡ Ἀλήθεια ζεῖ μὲ τὴν Ἀγάπη. Ἐὰν ἡ Ἀγάπη ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἀντιστρόφως: ἐὰν ἡ Ἀλήθεια ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὴν Ἀλήθεοια κατέχει ὅποιος κατέχει τὴν Ἀγάπη. Ἡ Ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ σὲ ψυχὴ ὅπου δὲν μένει ἡ Ἀγάπη, ἐπειδὴ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἡ Ζωὴ τῆς Ἀλήθειας, ἡ πνοὴ τῆς Ἀληθείας, ἡ καρδιὰ τῆς Ἀληθείας. Διαβάστε Περισσότερα [...]
1. Γράφεται στὸ προαναφερθὲν «χριστιανικὸ» βιβλίο (βλ. σχετ.: ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ, “ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ” ΠΡΟΓΕΦΥΡΩΜΑ ΣΤΟ ΑΦΥΣΙΚΟ, ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ! ): «Ὅλα τὰ πάθη διακρίνονται ἀπὸ μικρὴ ἢ μεγάλη ἐγωκεντρικότητα, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη. Πῶς μποροῦμε νὰ καταλογίσουμε ἐγωκεντρικότητα σὲ ἕναν ὁμοφυλόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν σύντροφό του μὲ πιστότητα καὶ ἀφοσίωση; Καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ στερεότυπα, αὐτοὶ ὑπάρχουν […] Ἡ πνευματικὴ ἔννοια τοῦ πάθους δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴν ἀνθρωπολογικὴ
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
(Α´ Ἰω. γ´ 18-19)
Ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ζεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ δρᾶ μέσα του καὶ γύρω του ἀπ᾽ αὐτὸν διὰ τῶν ὑπολοίπων θεϊκῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἁγίων δυνάμεων. Μέσα ἀπ᾽ αὺτὲς ἐμφανίζεται, πραγματώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται· εἶναι τὰ ἔργα της, οἱ μαρτυρίες της, ἡ ἀληθινότητά της. Ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν θεανθρώπινη δραστηριότητά της καὶ ἀληθινότητά της ἐκείνη διακρίνεται ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἐπονομαζόμενες ἀγάπες, ψευδοαγάπες: τὶς ἀφηρημένες, τὶς πρόσκαιρες, τὶς φαντασμένες, τὶς οὑμανιστικές,
Ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος στο δρόμο ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, ανάμεσα στον Θεό και στο διάβολο. Κάθε σκέψη και λογισμός του ανθρώπου και κάθε αίσθησή του φέρνει λίγο την ψυχή ή στον παράδεισο ή στην κόλαση. Εάν είναι έλλογος (δηλ. κατά Θεόν) η σκέψη και ο λογισμός συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό Λόγο, τον Απερινόητο και Ακατάληπτο και αυτό για τον άνθρωπο ήδη είναι παράδεισος. Εάν όμως η σκέψη είναι χωρίς και κατά του Θεού Λόγου, τότε αναπόφευκτα συνδέει τον άνθρωπο με το παράλογο και το ανόητο, με το Διάβολο, και αυτό είναι
Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κάνεις να γίνη καλός δια του εαυτού του. το να θέλη κάνεις να γίνη τέλειος δια του εαυτού του.
Το να θέλη κανείς να γίνη θεός δια του εαυτού του. Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιας έγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.
Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης