«ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΕ ΒΡΩ». Διάλογος αθέου επιστήμονος με ιερέα!

Διάλογος ἀθέου ἐπιστήμονος μὲ ἱερέα!

π. Ραφαὴλ Καρέλιν

.                    Ἕνας ἱερέας καθόταν στὸ κελί του καὶ ξεχώριζε τὴν ἀλληλογραφία του. Ξαφνικὰ χωρὶς τὴν συνηθισμένη προσευχὴ μπῆκε ἡ νεωκόρος καὶ ψιθύρισε πολὺ ἔντονα σὰν νὰ ἔλεγε κάποιο μυστικὸ νέο, τὸ ὁποῖο δὲν θά ᾽πρεπε νὰ ἀκούσει κάνεις: “Κάποιος ἄγνωστος, φαίνεται ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, θέλει νὰ σᾶς μιλήσει. Δὲν τὸν ἔχω ξαναδεῖ οὔτε σὲ σᾶς, οὔτε στὸ ναό. Μᾶλλον εἶναι περαστικός”. “Ἄφησέ τον νὰ μπεῖ”, εἶπε ὁ ἱερέας

.                    Μέσα στὸ κελὶ μπῆκε ἕνας ψηλὸς ἄνδρας μὲ ἴσια κορμοστασιὰ ποὺ θύμιζε πρώην στρατιωτικό. Ἦταν ἄψογα ἀλλὰ σεμνὰ ντυμένος. Φαινόταν σὰν νὰ ἦταν σιδερωμένος μαζὶ μὲ τὸ κοστούμι του πρὶν βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ὁ ξένος κοίταξε ἐρευνητικὰ τὸ δωμάτιο σὰν νὰ ἤθελε νὰ καταλάβει ἀπὸ τὴν ἐπίπλωση τὸ πνεῦμα καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ κατόχου. Μετὰ χαιρέτησε, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ σταμάτησε στὴν πόρτα ἐν ἀναμονῇ γιὰ τὴν πρόσκληση ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ καθίσει.

.                    Μποροῦσε κανεὶς νὰ διακρίνει τὴν ἀριστοκρατικὴ παιδεία μέσα στὸν ξένο. Παιδεία ποὺ δημιουργεῖται καὶ καλιεργεῖται ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ κληρονομεῖται σὰν τὸ οἰκόσημο. Πάρα τὰ χρόνια του θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἦταν ὄμορφος ἀλλὰ ἦταν ἡ κρύα ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος, ἀνυπάκοη στὸν χρόνο καὶ στὴν ζεστασιὰ τοῦ ἥλιου.

.                    Ὁ ἱερέας τοῦ ὑπέδειξε τὴν παλιὰ ξεθωριασμένη πολυθρόνα προορισμένη γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες καὶ εἶπε : “Παρακαλῶ, καθίστε. Πῶς μπορῶ νὰ σᾶς ἐξυπερετήσω;”

.                    Ὁ ἐπισκέπτης κάθισε ἀκουμπώντας ἐλαφρὰ τὰ χέρια του στὴν πολυθρόνα. Δὲν ἄρχισε νὰ μιλάει ἀμέσως καὶ ἔτσι ὁ ἱερέας πρόλαβε νὰ τὸν ἐξετάσει μὲ τὸ βλέμμα. Αἰσθανόταν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴν ἀξία του καὶ εἶναι συνηθισμένος νὰ ἐξουσιάζει τοὺς ἀνθρώπους μὲ “σιδερένιο χέρι μέσα στὸ βελούδινο γάντι”. Οἱ τρόποι του ἦταν κομψὰ καὶ συγκρατημένα καὶ τὸ πρόσωπο ξεχώριζε ἀπὸ ἔμφυτη εὐγένεια.

.                    Φαίνεται ὅτι ἦταν ἀπὸ κάποιο παλιὸ ἀριστοκρατικὸ γένος καὶ σταγόνες ἀπὸ αἷμα τῶν Ριούρικ κυλοῦσαν στὶς φλέβες του. Μόνο τὰ σβησμένα γυάλινα μάτια του ἦταν σὲ δυσαρμονία μὲ ὁλόκληρη εἰκόνα – σὰν νὰ ἦταν σκεπασμένα μὲ σκοτεινὸ πέπλο καὶ ἔκρυβαν κάποιο μυστικό της ψυχῆς του. Ἡ ματιὰ ποὺ ἔριχνε ὁ ἐπισκέπτης φαινόταν στὸν ἱερέα νὰ μοιάζει μὲ χτύπημα ξίφους γρήγορο καὶ ἀπότομο, ἀλλὰ πολὺ γρήγορα ἔσβηνε ἔχανε ζωντάνια καὶ ὁ ἱερέας ἔβλεπε μπροστά του δύο κόγχες (κρανίου).

– Ποιὸ εἶναι τὸ πρόβλημα ποὺ σᾶς ἔφερε στὸ ταπεινό μου κελὶ -ρώτησε ὁ ἱερέας- θὰ χαρῶ πολὺ ἂν καταφέρω νὰ βοηθήσω.

– Ἔχω κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ ἕνα πρόβλημα, ἀπάντησε ὁ ἐπισκέπτης, ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι εἶμαι στὴν θηλιὰ καὶ ταλαντεύομαι ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Μὲ βασανίζει ὁ φόβος ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Εἶναι ὁ φόβος ὅτι μήπως καὶ πράγματι ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Ἡ σκέψη ὅτι ἀπαρνήθηκα τὸν Ζωντανὸ Θεὸ μὲ ἀκολουθεῖ σὰν φάντασμα ποὺ ἐκδικῆται γιὰ τὴν πατροκτονία. Γεννήθηκα σὲ οἰκογένεια ὅπου ἡ πίστη ἦταν μόνο ἐξωτερικὴ παράδοση ποὺ μοιάζει μὲ κουφὸ (μουντὸ) μακρινὸ ἦχο τῆς καμπάνας ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου -συνέχισε ὁ ἐπισκέπτης. Τὸ θέμα τῆς θρησκείας ποτὲ δὲν μὲ ἐνδιέφερε. Ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια πίστευα ὅτι τὸ πρόβλημα εἶναι λυμένο ἄνευ ὅρων καὶ τετελεσμένα… Ὁ Νίτσε (βλάσφημος θεομάχος) ἔχει ἕνα περίεργο διήγημα γιὰ ἕναν τρελὸ ποὺ ἔτρεχε στοὺς δρόμους καὶ φώναζε : “Ὁ Θεὸς πέθανε! Τὸν σκοτώσατε !” Ὁ τρελὸς θρηνοῦσε τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ καὶ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν παρηγορήσει. Γιὰ ἐμένα αὐτὸ τὸ διήγημα ἦταν ἀλληγορικὸ -ὁ τρελὸς θρηνοῦσε τὴν τρέλα του. Δὲν εἶχα ποτὲ παρόμοια συναισθήματα. Μοῦ φαίνεται ὅτι γεννήθηκα ἤδη ἄθεος.

.                    Ὅμως μία φορὰ εἶχα ἕναν ἐφιάλτη: ὀνειρευόμουν ὅτι ἤμουν μέσα σὲ ἕνα ἀκυβέρνητο διαστημόπλοιο καὶ ξέρω ὅτι ποτὲ πιὰ δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐπιστρέψω ὅτι χάθηκα στὸ ἀπέραντο διάστημα ἀνάμεσα ἀπὸ ἀστέρια-γίγαντες ἀπὸ φωτιὰ καὶ πάγο. Τὸ διάστημα ἔγινε ἡ δική μου παγίδα, λαβύρινθος χωρὶς διέξοδο. Αἰσθανόμουν τὴν θανατηφόρο παγωνιὰ καὶ τὴν αἴσθηση ἀπέραντης φρίκης ἀκόμα καὶ ὅταν ξύπνησα. Γιὰ πολὺ καιρὸ θυμόμουνα τὴν εἰκόνα τοῦ διαστημόπλοιου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν γῆ, ἡ ὁποία ἀρχίζει νὰ μετατρέπεται σὲ μία φωτεινὴ κουκίδα. Τὰ πιὸ σημαντικὰ πράγματα στὴν ζωή μου ἦταν τὰ ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσικὴ ποὺ ἔγιναν καὶ ἐπάγγελμά μου. Ἐδῶ εἶχα πολλὲς καὶ γρήγορες ἐπιτυχίες. Πολὺ νέος εἶχα ὅλους τοὺς ἀνώτερους ἐπιστημονικοὺς τίτλους καὶ ἤμουν ἀρχηγὸς ἑνὸς πολὺ μεγάλου ἐρευνητικοῦ ἱδρύματος. Δεύτερή μου ἀγάπη ἦταν ἡ λογοτεχνία ποὺ μοῦ ἐμφύτευσαν οἱ γονεῖς. Ἔτσι πέρασαν πολλὰ ξένοιαστα χρόνια ἀλλὰ μετὰ συνέβη κάτι τὸ ἀπρόσμενο κι ἀκατανόητο. Σὰν νὰ ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ νὰ ἀγωνιᾶ ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Μία ἔμμονη σκέψη μὲ πῆρε στὸ κατόπι “Ἂν ὁ Θεὸς ἐν τέλει ὑπάρχει;”! Δὲν ἔβρισκα πουθενὰ τὴν ἀπάντηση. Οἱ ἐξισώσεις ἦταν ἄφωνες καὶ ἡ λογοτεχνία, ποὺ ἡ ἀπασχόλησή της ἦταν τὰ συναισθήματα καὶ πάθη, δὲν μποροῦσε νὰ δώσει λύση σὲ ὀντολογικὰ προβλήματα. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν πρώτων ἀνησυχιῶν σὲ σχέση μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἄρχισα νὰ διαβάζω ἀντιθρησκευτικὴ λογοτεχνία, γιὰ νὰ στηρίξω τὴν ἀπιστία, μου μὰ αὐτὸ μόνο μὲ ἀπογοήτευσε. Διάβασα τὸν Μπάουερ, τὸν Ρενάν, τὸν Καούτσκι ὅμως βαρέθηκα γρήγορα. Δὲν μποροῦσαν νὰ βγάλουν καμία ἄκρη ἦταν ἁπλῶς “φτυσίματα στὸν οὐρανό”. Ἀποροῦσα: “Πῶς μποροῦσαν οἱ διανοούμενοί μας νὰ καταπίνουν τέτοια διαβάσματα;” Δὲν ἐννοοῦσα τὸν ἀθεϊσμό, διότι παραμένω καὶ εἶμαι ἄθεος ἀλλὰ τὶς λυπητερὲς ἀπολογίες του. Μετὰ καταπιάστηκα μὲ τὴν φιλοσοφία ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἔβρισκα ἀποδείξεις, οἱ λογικὲς συρραφὲς δὲν ἦταν γερές. Ὅλα αὐτὰ τὰ συγγράμματα μοῦ φαινόντουσαν σὰν πύργοι χωρὶς θεμέλια κρεμασμένοι στὸν ἀέρα…

.                Περνοῦσαν ὁλόκληρες νύχτες διαβάζοντας τὰ ὑπερ-πολύπλοκα βιβλία τῆς φυσικῆς καὶ μαθηματικῆς θεωρίας ἀλλὰ οὔτε ἐκεῖ ἔβρισκα ἀπάντηση. Ὄχι σπάνια οἱ συγγραφεῖς χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη “θεὸς” ἀλλὰ ἦταν θεὸς ποὺ δὲν ἄρχιζε ἀπὸ κεφαλαῖο γράμμα. Θεὸς σὰν δυνατότητα τῶν ἀριθμῶν, ἀρχικὴ οὐσία τοῦ κόσμου, νοερουσία τοῦ σύμπαντος, ἀρχὴ τῆς πανσυμπαντικῆς ἁρμονίας, κάποιος πρωτόγονος νοῦς καὶ λογικὴ τοῦ σύμπαντος ἀλλὰ καὶ αὐτὰ παρέμεναν χωρὶς ἀποδείξεις. Μὲ ἔχουν παρασύρει αὐτὰ τὰ συγγράμματα, γιατί μοῦ ἄρεσε τὸ θάρρος τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ πιάσει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς κοσμογονίας, μοῦ ἄρεσε ἡ διαστημικὴ κλίμακα τῶν ὑποθέσεων ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τρέλα. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι πάντα θαύμαζα τὴν ὀμορφιὰ τῆς μαθηματικῆς. Γιὰ μένα ἦταν ποίηση ὅπου οἱ ἀριθμοὶ ἀκούγονται σὰν ρυθμοὶ καὶ ὁμοιοκαταλήξεις καὶ δημιουργοῦν στίχους καὶ στροφές. Ποὺ οἱ ἐξισώσεις τραγουδᾶνε σὰν χορδὲς τοῦ βιολιοῦ καὶ μαθηματικοὶ ὑπολογισμοὶ λάμπουν σὰν ἀστερισμοὶ στὸν νυχτερινὸ οὐρανό. Ἀϊνστάιν ἦταν γιὰ μένα ὁ Ντοστογιέφσκι τῆς φυσικῆς καὶ ὁ Λομπατσέφσκι – Χλέμπνικωφ τῆς γεωμετρίας. Ὅμως ἔπιανα τὸν ἑαυτό μου πάνω στὴν σκέψη ὅτι εἶμαι μαγεμένος μὲ τὸ παιχνίδι τοῦ μυαλοῦ, ὅτι βρίσκομαι πίσω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ καθρέφτη καὶ γυρνάω μέσα στὸ χορὸ μαζὶ μὲ ὕπουλες σκιὲς τῆς ἀλήθειας. Σκεφτόμουν ὅτι αὐτὸς ὁ θαυμασμὸς εἶναι ἕνα εἶδος διανοητικῆς τοξικομανίας, μία ἀπόπειρα νὰ πνίξουν τὸν φόβο ἐμπρὸς στὴν πιθανότητα ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ.

– Ἤρθατε σ᾽ ἐμένα -εἶπε ὁ ἱερέας- γιὰ νὰ βεβαιωθεῖτε γιὰ ἀκόμα μία φορὰ ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀποδείξεις γιὰ τὴν πίστη καὶ νὰ καθησυχάσετε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν ἥττα μου; Ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς πῶ κάτι τελείως διαφορετικό: ἐὰν μποροῦσα νὰ ἀποδείξω τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ θὰ ἀποδείκνυε τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον γιὰ μένα.

– Δὲν καταλαβαίνω τί σημαίνουν τὰ λόγια σας, -ρώτησε ὁ ἐπισκέπτης- φυγὴ ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἕνα παράδοξο ρητὸ στὸ στὺλ τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἢ θέση τῆς διαλεκτικῆς τοῦ Χέγκελ γιὰ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἀντιθέτων;

.                    Ὁ ἱερέας ἀπάντησε:  Θὰ ἤθελα πρῶτα νὰ σημειώσω ὅτι ἡ θέση γιὰ τὶς ὁμοιότητες ἀνάμεσα στὰ ἀντίθετα δὲν εἶναι τοῦ βερολινέζου καθηγητῆ ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ ἀποκρυφιστικὴ διδασκαλία τῶν ἱερέων τῆς Ἐφέσου, μυσταγωγία καὶ μυστήριό τους. Πρῶτος ποὺ τὸ ἀνέβασε στὴν φιλοσοφικὴ στοὰ ἀπὸ τὸ ὑπόγειο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος ἦταν ὁ Ἡράκλειτος, ἀπόγονος τῶν ἱερέων τῆς Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος ἀντάλλαξε τὴν μύηση τοῦ ἱεροφάντη μὲ τὴν κάπα τοῦ φιλοσόφου. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία δηλώνει ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, φῶς καὶ σκότος, πληρότητα καὶ μηδέν, ναὶ καὶ ὄχι, Θεὸς καὶ διάβολος εἶναι ἑνωμένοι. Οἱ μαρξιστὲς λένε ὅτι αὐτὴ ἡ ὁμοιότητα εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς “διαλεκτικῆς”. Συνεπῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Χεγκελισμὸς καὶ ὁ Μαρξισμὸς ἔχουν ἀποκρυφιστικὴ βάση καὶ δαιμονικὴ πλευρά. Τὸ μυστήριο τῆς διαλεκτικῆς εἶναι αἱματηρὴ φλόγα καὶ ἑκατόμβες τῶν ἐπαναστάσεων.

.                    Τώρα θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπαντήσω στὴν ἐρώτησή σας, -συνέχισε ὁ ἱερέας.  Ἐὰν οἱ συνειδητές μου ἀντιλήψεις ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ κάποιες γνώσεις, ποὺ ἀποκόμισα στὴν διάρκεια μερικῶν δεκαετιῶν, μποροῦσαν νὰ χωρέσουν, νὰ ὁρίσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ Ἀπόλυτο. Τί ἀσήμαντο καὶ λυπητερὸ θά ᾽πρεπε νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ μπορεῖ καὶ χωράει μέσα στὸν τόσο περιορισμένο καὶ ἀτελῆ δικό μου νοῦ! Σκεφτεῖτε τί σημαίνει ἡ λέξη “πίστη”; Πίστη εἶναι ἡ περιοχὴ τοῦ μυστηρίου. Ὅπου ὑπάρχουν ἀποδείξεις, δὲν ὑπάρχει πίστη. Ἐκεῖ στὴν θέση τῆς πίστης μένει ἡ γνώση, ἡ Ἀποκάλυψη ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν λογική, δόγματα – μὲ συλλογισμούς, μεταφυσικὴ – μὲ φυσική, μυστικὴ – μὲ ἐπίπεδες ἔννοιες. Τὸ ὀφθαλμοφανὲς πιὰ δὲν εἶναι ἡ πίστη ἀλλὰ ἡ καταγραφὴ γεγονότων.

– Ἐσεῖς λέτε ὅτι ἡ πίστη δὲν ἔχει ἀποδείξεις,- διαφώνησε ὁ ἐπισκέπτης,- τότε σὲ τί νὰ πιστεύουμε; Στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι τοῦ σκεπτικισμοῦ, ὅπου εἶναι οἱ συνεχόμενες ἀρνήσεις, ποὺ φτάνουν μέχρι ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς ἄρνησης, ὅπως στὸν Σέξτο Ἐμπειρικό;

– Ἡ Πίστη ἔχει ἀναμφίβολες καὶ ἀναμφισβήτητες ἀποδείξεις διαφορετικοῦ χαρακτήρα, ἀπάντησε ὁ ἱερέας. Εἶναι ἡ διαισθητικὴ διείσδυση στὸν ὑπὲρ λογικὸ ἄυλο κόσμο, ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου (ὡς περιορισμένης προσωπικότητας) μὲ τὸν Θεὸ (Ἀπόλυτης Προσωπικότητας), εἶναι ἡ πραγματικὴ μυστηριακὴ ἐμπειρία ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀπὸ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο, εἶναι ἐσωτερικὴ αἴσθηση τῆς ψυχῆς, ἡ ὑποκειμενικὴ γνώση ποὺ θὰ τὴν ἔλεγα καὶ οἰκεία (ἰδιαίτερη). Ἐδῶ γίνεται κοινωνία μὲ τὴν Θεία Χάρη, ποὺ στὴν δική σας γλώσσα λέγεται  “ἐνέργειες ἀνωτέρας φύσεως”. Στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀλλάζει ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ὡς ὑποκείμενο γνώσης καὶ ὁ πνευματικός του ὁρίζοντας διευρύνεται ἀμέτρητα. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὴν λογική του καὶ ἡ γνώση καταλαμβάνει τὴν σφαίρα τῶν συναισθημάτων, ὅπου ἡ Διάχυτη Ἀγάπη εἶναι μία ἀπὸ τὶς βασικὲς δυνάμεις κατανοήσεως ποὺ ἑνώνει τὸ Ἄπειρο μὲ τὸ περιορισμένο, τὸν Ζωντανὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο.

– Ὁμολογῶ ὅτι αἰφνιδιάστηκα, -εἶπε ὁ ἐπισκέπτης,- θὰ σκεφτῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ εἴπατε ἀλλὰ χρειάζομαι χρόνο γι᾽ αὐτό. Πρόσφατα εἶχα μία συζήτηση μὲ ἕναν συνάδελφό σας, τὸν ὁποῖο μπορῶ νὰ χαρακτηρίσω ὡς “διανοούμενο στὸ ράσο”. Ἄρχισε νὰ μοῦ ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ βασίζοντας στὴν θεωρία τῆς σχετικότητας τοῦ Ἀϊνστάιν καὶ στὴν μηχανικὴ τῶν κβάντα τοῦ Γκαῖνσμπεργκ. Εἶχε πολὺ ἐνθουσιώδη καὶ νικηφόρο τόνο καὶ σήκωνε ἀκόμα καὶ τὸ δάχτυλό του σὰν δάσκαλος. Μπερδευόταν καὶ ἔκανε λάθη συνέχεια προσπαθώντας νὰ μοῦ ἐξηγήσει τὸν Ἀϊνστάιν, σὰν νὰ ἤμουν μαθητής, χωρὶς νὰ ὑποψιαστεῖ ὅτι τὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσικὴ εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου. Τὸν λυπόμουνα πραγματικά. Ὕστερα τοῦ ἔγραψα ἕνα γράμμα ὅπου ἔκανα προσπάθεια νὰ τοῦ ἐξηγήσω πόσο ἄσχημα γνωρίζει τὴν θεωρία τῆς σχετικότητας καὶ τὸν συμβούλεψα νὰ μὴν ἀσχολεῖται ἄλλο μὲ τὸν Ἀϊνστάιν, γιὰ νὰ μὴν πνιγεῖ μέσα στὶς “σχετικότητες”. Πολὺ σύντομα ἔλαβα τὴν ἀπάντησή του ὅπου μὲ εὐχαριστοῦσε γιὰ τὶς κατὰ τὴν γνώμη του πολὺ ἐποικοδομητικὲς παρατηρήσεις.

.                    Ὁ ἐπισκέπτης κοίταξε τὸ ρολόι του καὶ εἶπε: Ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς κάνω καὶ ἄλλη μία ἐρώτηση: γιατί δὲν φανερώνεται ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σβήσει ὁποιεσδήποτε ἀμφιβολίες σχετικὲς μὲ τὴν ὕπαρξή Του γιὰ νὰ Τὸν βλέπουμε σὰν τὸν ἥλιο ἢ τὰ ἀστέρια; Θὰ εἶχαν ἐξαφανιστεῖ πολλὰ προβλήματα καὶ ἡ ζωὴ θὰ ἦταν πιὸ ἁπλή.

– Ὁ Θεὸς κρύβει τὸ πρόσωπό Του στὰ νέφη, γιὰ νὰ μὴν στερήσει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ ἀπιστία καὶ νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἄνθρωπο νὰ λύσει τὸ ὑπαρξιακὸ πρόβλημα αὐτόνομα, -ἀπάντησε ὁ ἱερέας. Ἂν δὲν ὑπῆρχε τέτοια ἐπιλογή, τότε ἡ πίστη σὰν ἐλεύθερη πράξη τῆς ψυχῆς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ στὴν θέση της θὰ ἔμπαινε τὸ ἠθικὰ ἀδιάφορο ὁλοφάνερο. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔβαλε μπροστὰ στὸ ἀναπόφευκτο γεγονὸς τῆς ὕπαρξής Του. Ἤθελε νὰ εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Θέλει νὰ Τὸν ψάχνουμε μὲ τὴν ἐλεύθερή μας βούληση, νὰ προσελκυόμαστε σ᾽ Αὐτόν, νὰ διψᾶμε γι᾽ Αὐτόν. Θέλει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας καὶ ὄχι τὸ ἀποτέλεσμα μίας λογικῆς μας ἀνάλυσης. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μαζί Του – τὸ πιὸ ἄξιο καὶ ἀνώτερο ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Δημιουργὸ καὶ στὸ δημιούργημα. Τὴν σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο μποροῦμε νὰ δοῦμε σὰν τὴν σχέση τοῦ μάστορα καὶ τοῦ προϊόντος. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι προϊόν, εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε τὴν ἐλεύθερη βούληση, τότε δὲν θὰ ἦταν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία δὲν ὑφίσταται ἡ ὕπαρξη τοῦ καλοῦ ὑπάρχει ἀναγκαιότητα. Χωρὶς προσωπικὴ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει ἀγάπη καὶ χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἡ θέωση σὰν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Πιστεύω, θὰ συμφωνήσετε, ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ δυστυχὴς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἤθελε νὰ ἀνταλλάξει τὴν θέση του μὲ ἕνα εὐτυχισμένο ζῶο.

– Πράγματι, χαμογέλασε ὁ ξένος, παρὰ τὰ βάσανά μου δὲν θὰ ἤθελα νὰ μεταμορφωθῶ σὲ ἕνα γάϊδαρο χωρὶς βάσανα καὶ ἱκανοποιημένο ἀπὸ τὴν ζωή του! Τί θὰ μπορούσατε νὰ μὲ συμβουλέψετε, ἂν καὶ δὲν ὑπόσχομαι ὅτι θὰ ἐκπληρώσω τὴν συμβουλή σας;

.                    Ὁ ἱερέας ἀπάντησε: Μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ δική σας ἄρνηση τοῦ Θεοῦ στὴν πραγματικότητα εἶναι κρυφὴ καὶ βαθιὰ ἀποθυμιὰ (νοσταλγία) γιὰ τὸν Θεό, τὴν ὁποία τὴν αἰσθάνεστε σὰν πόνο, ποὺ δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε ἀπὸ ποῦ προέρχεται. Ἡ καρδιά σας θρηνεῖ τὴν μοναξιά της σὰν τὸ μωρὸ στὴν κούνια του ποὺ θρηνεῖ γιὰ τὴν ζεστασιὰ τῆς μητέρας. Καὶ ὁ νοῦς σας εἶναι πετρωμένος μέσα στὴν ὑπερηφάνεια του, γοητευμένος ἀπὸ τὴν νεκρὴ λάμψη τοῦ Ἑωσφόρου, ἀντιστεκόμενος στὴν καρδιὰ ἀπαντάει (στὴν καρδιά): “Σώπασε καὶ ἄσε με στὰ χέρια τοῦ κακοῦ δαίμονα τῆς ζωῆς μου, δὲν θέλω οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε καμία ἄλλη δύναμη νὰ μ᾽ ἐξουσιάζει. Γιὰ ποιά αἰώνια ζωὴ μοῦ μιλᾶς; Τὸ μέλλον τοῦ σύμπαντος εἶναι μαύρη διαστημικὴ τρύπα, ὅπου σὰν σκιὲς θὰ ἐξαφανιστοῦν οἱ κόσμοι καὶ θὰ ἐξαφανιστεῖ ἡ ἴδια ἡ ὕλη, θὰ τελειώσει ὁ χρόνος ἀλλὰ δὲν θὰ ἔρθει ἡ αἰωνιότητα. Θὰ γίνει ἡ ἀποκορύφωση τοῦ σύμπαντος ποὺ εἶναι τὸ μέγα Τίποτα”.

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπόρησε καὶ εἶπε: Δηλαδὴ κρυφοακούσατε τὸν διάλογό μου μὲ τὸν ἑαυτό μου; Ἢ σᾶς φανερώθηκαν τὰ ὄνειρά μου;

– Ὄχι, ἁπλῶς γνωρίζω πολὺ λίγο τὴν ἐσχατολογία τοῦ ἀθεϊσμοῦ , – ἀπάντησε ὁ ἱερέας, – εἶναι σατανικὸ μυστήριο γενικοῦ χαμοῦ. Καὶ σὰν συμβουλὴ σᾶς ζητῶ νὰ ἀποσυνδέεστε ἀπὸ τὴν ροὴ τῶν σκέψεών σας τουλάχιστον μία φορὰ τὴν ἡμέρα καὶ ἀπὸ καρδιὰ νὰ λέτε: “Θεέ, ἐὰν εἶσαι ὑπαρκτός, φανέρωσε τὸν Ἑαυτό Σου σ᾽ ἐμένα. Χωρὶς Ἐσένα δὲν μπορῶ νὰ Σὲ βρῶ!”.

.                    Ὁ ἐπισκέπτης εὐχαρίστησε τὸν ἱερέα γιὰ τὴν συζήτηση, ἀποχαιρέτησε καὶ βγῆκε ἔξω. Ἀπὸ πουθενὰ ξεφύτρωσε ἕνα αὐτοκίνητο, ὁ ὁδηγὸς γρήγορα ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μὲ σεβασμὸ κάθισε τὸν ἐπισκέπτη σὰν τὸν πρίγκιπα μέσα στὴν ἅμαξα. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ τὸ αὐτοκίνητο ἐξαφανίστηκε στὴν στροφή.

<font color=”#ff0000″></font>

Share Button