Μία μέρα καθήμενος στὸ κελλί του, ὁ Στάρετς ἔτυχε νὰ ρίξη μία ματιὰ στὴν ἁγία του γωνιά, ὅπου ἦταν οἱ εἰκόνες του. Ἕνα θέαμα ὅμως τὸν τρόμαξε. Μπροστὰ στὶς εἰκόνες στεκόταν ἕνας δαίμονας μὲ ἕνα ἀηδιαστικό, φρικιαστικὸ κεφάλι, σὰν κουκουνάρι. Στεκόταν ἐκεῖ καὶ παραληροῦσε τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ.«Ε! τί κάνεις; Σίγουρα δὲν προσεύχεσαι;», ρώτησε ὁ Στάρετς.«Ἐγώ; Ἐγὼ βρίζω τὴν προσευχή», τραύλισε ὁ δαίμονας καὶ ἔγινε ἄφαντος.
Ὁ Στάρετς μας νουθετοῦσε νὰ μὴ προσευχώμαστε ὅπως-ὅπως, χωρὶς νὰ παρακολουθοῦμε τὰ λόγια της προσευχῆς μας, ἐνῷ οἱ καρδιές μας θὰ εἶναι βυθισμένες σὲ συναισθήματα τελείως ἄσχετα μὲ τὴν προσευχή μας καὶ οἱ σκέψεις μας θὰ περιπλανῶνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅπου θέλουν.
Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μιὰ λειτουργία μηχανική, ἀλλὰ μιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, μιὰ συνομιλία μαζί του.
«Προσεύχεσθε ταπεινά, λοιπόν, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ εὐλάβεια, ἔτσι ὥστε ἡ προσευχή μας νὰ μὴ γίνῃ μία ὕβρις τῆς προσευχῆς»