Περί προσευχής
1. Αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, πάρε σαν παράδειγμα και μιμήσου τον κιθαριστή· γέρνει λίγο προς τα κάτω το κεφάλι του και στήνοντας την ακοή του στο τραγούδι χτυπά με το πλήκτρο τις χορδές. και μόλις χτυπήσει μαζί τις χορδές με τέχνη, η κιθάρα αναδίδει τη μελωδία, και ο κιθαριστής από τη γλυκύτητα της μελωδίας σκιρτά.
2. Ας σου γίνει, φιλόπονε εργάτη του αμπελώνα, το παράδειγμα διαφωτιστικό και μην απιστείς. Όταν, όπως ο κιθαριστής, προσέχεις πολύ εκεί, στο βάθος δηλαδή της καρδιάς, θα βρεις εύκολα αυτό που ζητάς. Γιατί η ψυχή που κυριεύθηκε πέρα ως πέρα από το θείο έρωτα, δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Όπως λέει και ο θείος Δαβίδ: «Κόλλησε η ψυχή μου σ’ Εσένα και σ’ ακολουθεί»(Ψαλμ. 62, 9).
3. Κιθάρα λοιπόν, αγαπητέ, φαντάσου την καρδιά· χορδές τις αισθήσεις· πλήκτρο είναι η διάνοια, η οποία με το λογικό χτυπά με γνώση το πλήκτρο που είναι η μνήμη του Θεού, και από αυτήν έρχεται στην ψυχή μία ανέκφραστη ηδονή και καθρεφτίζονται θείες λάμψεις στον καθαρό νου.
4. Αν δεν κλείσομε τις αισθήσεις του σώματος, δε θα αναβλύσει μέσα μας το «αλλόμενον ύδωρ»(ιΩ. 4, 14), το ορμητικό δηλαδή νερό που ο Κύριος χάρισε στη Σαμαρείτισσα, η οποία ενώ ζητούσε το αισθητό νερό, βρήκε να αναπηδά από μέσα της το νερό της ζωής. Γιατί όπως η γη έχει φυσικό το νερό και το αφήνει να χυθεί έξω, έτσι κι η γη της καρδιάς έχει φυσικό αυτό το νερό που πηγάζει και αναπηδά· και είναι σαν το πατρικό φως, το οποίο έχασε ο Αδάμ με την παρακοή.
5. Όπως το νερό από πηγή που τρέχει αέναα, έτσι αναβλύζει από την ψυχή και το ζωντανό νερό που αναπηδά. Αυτό το νερό κατοίκησε μέσα στην ψυχή του θεοφόρου Ιγνατίου και τον έκανε να λέει: «Δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά φιλόυλη, αλλά νερό που ενεργεί και λαλεί».
6. Αυτή η μακάρια ή να πω καλύτερα τρισμακάρια, η νοερή δηλαδή νήψη της ψυχής, μοιάζει με νερό που αναπηδά και πηγάζει από το βάθος της καρδιάς. Το νερό που βγαίνει από την πηγή την κάνει να ξεχειλίσει, ενώ το νερό που αναπηδά από την καρδιά και κινείται αεικίνητα, να πω έτσι, από το πνεύμα, πλημμυρίζει όλο τον εσωτερικό άνθρωπο από θεϊκή δροσιά και πνοή, ενώ τον εξωτερικό άνθρωπο τον κάνει πύρινο.
7. Ο νους που καθάρθηκε από τα εξωτερικά και υπέταξε ολοκληρωτικά τις αισθήσεις του με την πρακτική αρετή, μένει ακίνητος όπως ο άξονας του ουρανού, στραμμένος σαν σε κάποιο κέντρο στο βάθος της καρδιάς· και έχοντας την ηγεμονία της κεφαλής, παρατηρεί προς τα εκεί, χρησιμοποιώντας σαν αστραπές τις λάμψεις της διάνοιας για να αντλούν από εκεί τα θεία νοήματα, και υποτάσσοντας όλες τις αισθήσεις του σώματος.
8. Ακούγοντας αυτά ένας που είναι αμύητος ή που έχει ανάγκη από γάλα(Α΄ Κορ. 3, 2), ας μην τα αγγίξει, γιατί είναι απαγορευμ;ένα έξω από την ώρα τους. το να θέλουν κάποιοι ν’ αποκτήσουν πρόωρα αυτά που ταιριάζουν στην ωριμότητα και να βιάζονται κατά κάποιο τρόπο να μπουν στο λιμάνι της απάθειας χωρίς την πρέπουσα προεργασία, οι θείοι Πατέρες το θεώρησαν χάσιμο του νου και τίποτε άλλο. Γιατί εκείνος που δεν ξέρει γράμματα είναι αδύνατο να μελετά βιβλία.
9. Εκείνο που κινήθηκε μετά από αγώνα μέσα στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα, γαληνεύει την καρδιά και φωνάζει στο Θεό: «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6). Εκείνο δεν έχει ούτε σχήμα ούτε μορφή· εμάς όμως μας μετασχηματίζει με τη λάμψη του θείου φωτός και φυσικά μας δίνει μορφή, με την πύρωση του θείου Πνεύματος. Αλλά και μας αλλοιώνει και μας μεταμορφώνει, όπως γνωρίζει μόνο Αυτός, με τη θεϊκή Του εξουσία.
10. Ο νους που καθάρθηκε με τη νήψη, εύκολα σκοτίζεται, αν με τη συνεχή μνήμη του Ιησού δεν παύει τελείως να ασχολείται με τα εξωτερικά. Εκείνος όμως που με τη φύλαξη του νου συνένωσε την πράξη με τη θεωρία, δεν ασχολείται με το να απορρίπτει θορύβους και να αποτινάσσει κρότους ασυνάρτητους ή και αρθρωμένους. Γιατί όταν η ψυχή πληγωθεί από τον θείο έρωτα του Χριστού, τον ακολουθεί σαν Αγαπημένο.
11. Το να κατασιγάσουν τα πάθη και τα κινήματα της σάρκας εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο, ή και να σχολάζουν έλλογα σύμφωνα με το ρητό «σχολάσετε και μάθετε»(Ψαλμ. 45, 11), μπορεί εύκολα να γίνει. Να τα εξαλείψουν όμως και να τα αφανίσουν, αδύνατο. Ο ερημικός βίος όμως μπορεί να τα ξεριζώνει τελείως.
12. Το νερό που αναβλύζει, άλλο κινείται πιο ορμητικά, άλλο πιο ήσυχα και αργά. Το πρώτο, λόγω της ταχύτητας της κινήσεως, ούτε να θολώσει εύκολα μπορεί, κι αν για λίγο θολώσει, εύκολα πάλι καθαρίζεται, επειδή είναι τέτοια η κίνησή του. Αν όμως λιγοστέψει η ροή του νερού και γίνει πολύ μικρή, όχι μόνο θολώνει, αλλά και μένει σχεδόν στάσιμο. Χρειάζεται λοιπόν να ξανακαθαριστεί κάπως και να ξανακινηθεί.
13. Τους αρχαρίους και αυτούς που βαδίζουν την ηθική και πρακτική οδό, ο δαίμονας τους πολεμάει με θορύβους ασυνάρτητους ή και αρθρωμένους. Στους θεωρητικούς παρουσιάζει μορφές φανταστικές, χρωματίζοντας φαινομενικά τον αέρα σαν να είναι φως ή καμιά φορά και φωτιά, για να παραπλανήσει με αυτά τα δαιμονικά τον αγωνιστή του Χριστού.
14. Αν θέλεις να μάθεις πώς πρέπει να προσεύχεσαι, πρόσεξε τον καρπό της προσοχής ή και της προσευχής και μην απατάσαι. Γιατί ο καρπός της, αγαπητέ, είναι κατάνυξη παντοτινή, συντριβή της καρδιάς, αγάπη προς τον πλησίον. Το αντίθετο ολοφάνερα είναι λογισμοί επιθυμίας, ψίθυροι καταλαλιάς, μίσος κατά του πλησίον και όσα όμοια.
Ο Παράδεισος που αναφέρεται στη Γραφή είναι εικόνα του ανθρώπου
15. Όπως τα φαινόμενα είναι εικόνες που περιγράφουν τα αόρατα του ανθρώπου, παρόμοια είναι και ο ωραιότατος παράδεισος που φυτεύτηκε με σοφία από το Θεό στην Εδέμ κατά την ανατολή(Γεν. 2, 8)· είναι εικόνα του εσωτερικού ανθρώπου που έχει σαν γη την καρδιά και φυτά, όποια θέλει να φυτεύει ο νους που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, έχει τα διάφορα περί Θεού θεωρήματα και θεία νοήματα και θεοπρεπείς φανερώσεις —φυτά δηλαδή πολλά και διάφορα, ποικίλα στη μορφή και στην πνευματική ευωδία, κι ακόμα και στη γεύση και την απόλαυση και την ηδονή. Γιατί αυτό φανερώνει η έκφραση «στην Εδέμ», που είναι η καρδιά που τρέφεται σύμφωνα με τη φύση της κι έχει τα θεία ηδονή της και απόλαυση ολοφάνερα. Και στην ανατολή του αισθητού ηλίου είναι ο αισθητός παράδεισος, ο νοητός όμως παράδεισος μέσα στον άνθρωπο είναι κατά τους φωτισμούς της γνώσεως του νοητού ηλίου. Γιατί, κατά τους Πατέρες, η καρδιά που είναι άμοιρη από φως γνώσεως, είναι σε αδυναμία να δεχτεί θεία νοήματα και θεωρήματα και θεοπρεπείς φανερώσεις και γενικά να γεμίσει από τις θείες έννοιες, τόσο τις απλούστερες όσο και τις τελειότερες, ώστε να γίνει ένας καινούργιος υπερκόσμιος παράδεισος. Αλλά και χωρίς νερά δεν μπορεί ακόμα και ο οποιοσδήποτε κήπος να έχει θαλερά φυτά και καρποφόρα. Γι’ αυτό στο μέσο του παραδείσου της Εδέμ βλέπομε να αναβλύζει πηγή, που μοιράζεται σε τέσσερις αρχές (διακλαδώσεις) και ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης, όπως είναι γραμμένο(Γεν. 2, 6). Μέσα στον άνθρωπο πάλι, πηγή ζωντανού νερού είναι η ζωοποιός κίνηση του Αγίου Πνεύματος, για το οποίο είπε ο Κύριος(Ιω. 4, 14): «Το νερό που θα του δώσω εγώ θα του γίνει πηγή νερού ζωντανού» που πηγάζει θαυμαστά από την καρδιά σαν από κάποια Εδέμ και μερίζεται στη φρόνηση, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη και την ανδρεία, που είναι τέσσερις αρχές από τις οποίες κρέμονται όλες οι θεόμορφες αρετές. Γι’ αυτό κατ’ ακολουθίαν λέει ότι ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης, εννοώ της καρδιάς το πρόσωπο, δηλαδή την ενέργεια για αύξηση και βλάστηση και εκλεκτή καρποφορία θείων αρετών. Είναι θαυμαστό και γλυκύ και χαριτωμένο να σκεφτούμε τα ακόλουθα που υπάρχουν μέσα στην πηγή, η οποία εικονίζει την υπερφυσική κίνηση και ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος από το μέσο της καρδιάς, όπως προαναφέραμε. Η πηγή δεν είναι της ιδίας φύσεως με τα φυτά ή τη γη· γιατί αυτά είναι διαφορετικά από την πηγή. Και σε όλα αυτά, που δεν είναι λίγα, επαρκεί το νερό να τα ποτίζει και να τα τρέφει και τα βοηθεί πολύ, το ένα νερό τα πολλά εκείνα φυτά, αν και διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε μερικά από αυτά να έχουν και αντίθετη σύσταση από τα άλλα. Άλλα έχουν φύση ξηρή, άλλα υγρή, άλλα θερμή κι άλλα ψυχρή. Προς αυτά λοιπόν τα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους κινείται η πηγή, όπως προείπα, και προβάλλει το ένα και μονοειδές νερό να συνεργεί σε μεγάλο βαθμό και να σχίζεται σε τέσσερις αρχές, κι έτσι προσφέρει σε κάθε φυτό ό,τι του χρειάζεται. Δεν έχει την ίδια φύση με τα ανθρώπινα, είτε αρετή πει κανείς είτε τη γνώση και τη σχετική θεωρία, αλλά ούτε από την ίδια την καρδιά μας προέρχεται η θεία και υπερφυσική έλλαμψη και αέναη κίνηση και ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος· είναι κατά χάρη δωρεά στους πιστούς και προέρχεται μέσα από την καρδιά συνεχώς και παραδόξως, όμοια με πηγή που χωρίζεται ολοκάθαρα, όπως προείπα, σε τέσσερις αρετές και τις βοηθεί πάρα πολύ και αυτές και στη συνέχεια όλες τις άλλες, ενώ είναι ένα νερό. Ως πνεύμα συνεργεί στη φρόνηση, ως γνώση βοηθεί το μέτοχο της δικαιοσύνης· επειδή πάλι λέγεται και είναι κατά την ενέργεια σωφρονισμός και δύναμη, φανερώνει και από πολύ μακριά ότι συνεργεί πραγματικά στη σωφροσύνη και βέβαια και στην ανδρεία. Ότι συνεργεί στην αγάπη και τη σοφία, μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο Παύλος και ο Ησαΐας. Ο πρώτος διακηρύττει: «Η αγάπη του Θεού ξεχείλισε στις καρδιές μας από το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε»(Ρωμ. 5, 5), και ο Ησαΐας με το να κατατάξει φανερά το πνεύμα της σοφίας μέσα στις επτά ενέργειες του Πνεύματος(Ησ. 11, 2). Και δε συνεργεί μόνο στην αγάπη το Πνεύμα, αλλά γίνεται και πνεύμα ζήλου, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο είναι διαμετρικά αντίθετος στην αγάπη. Γιατί η αγάπη, όπως έχει γραφεί(Α΄ Πέτρ. 4, 8), σκεπάζει πλήθος αμαρτιών, ενώ ο ζήλος προχωρεί και σε ελέγχους, καμιά φορά και σε φόνους. Και αυτό μαρτυρεί ο Ηλίας, ο μέγας προφήτης και τέτοιος φίλος του Θεού, που πέρασε από το μαχαίρι τόσους ιερείς της αισχύνης(Γ΄ Βασ. 18, 40)· επίσης πρωτύτερα ο Φινεές που σκότωσε μ’ ένα χτύπημα τη Μαδιανίτισσα και τον Ισραηλίτη(Αρ. 25, 80, και πριν από αυτούς ο ίδιος ο πανσέβαστος νομοθέτης του παλαιού Νόμου, ο Μωυσής, πολλές φορές παρέδωσε πολλούς σε θάνατο, και μάλιστα από ανθρώπους που ανήκαν στην ίδια φυλή. Για την πράξη, η γνώση είναι το ισχυρότερο, ενώ για τη θεωρία, η άγνοια που ξεπερνά κάθε νόηση. Αυτά όμως χωρίς το πνεύμα της αλήθειας και χωρίς το πνεύμα της γνώσεως είναι αδύνατο να συντελεστούν όπως πρέπει μέσα στην ψυχή. Η χαρά λοιπόν της καρδιάς και η ακριβώς αντίθετη της χαράς λύπη είναι ολοφάνερα αποτελέσματα ενέργειας του Πνεύματος. Γιατί ακούς τη Γραφή να λέει ότι ο καρπός του Πνεύματος είναι η χαρά(Γαλ. 5, 22) και ότι σε μερικούς ο Θεός δίνει πνεύμα κατανύξεως(Ρωμ. 11, 8). Και με λίγα λόγια, κατά τους Πατέρες, είναι τόση η δύναμη του ζωοποιού και αγίου Πνεύματος να συνεργεί στην αρετή ακόμη και σε διαθέσεις που φαίνονται τελείως αντίθετες μεταξύ τους, όπως προείπα, ώστε η Γραφή το ονομάζει και φωτιά και νερό, πράγματα τελείως αντίθετα, γιατί το Πνεύμα βοηθεί και ζωοποιεί και δυναμώνει την ενέργεια για όλα τα καλά και αγαθά που αφορούν στην ψυχή. Γι’ αυτό και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος λέγεται στη Γραφή και στον ενικό και στον πληθυντικό. Και πηγή το αποκαλεί ο Σωτήρας, και ποταμούς. Έτσι λοιπόν και σχίζεται σε τέσσερις αρχές και προχωρεί σε όλες τις αρετές. και γίνεται καθ’ ολοκληρίαν μιά καινούργια ψυχή για την ψυχή που μετέχει σε αυτό, που τη ζωοποιεί κατά τρόπο υπερφυσικό και την κινεί προς όλα τα πρέποντα και γινόμενα καλά έργα και την τελειοποιεί όπως πρέπει. Εγώ νομίζω ότι και η πέτρα που χτύπησε με το ραβδί ο νομοθέτης Μωυσής και ξεπήδησαν από αυτή ποτάμια τα νερά κατά τρόπο υπερφυσικό(Εξ. 17, 6), είναι η πέτρινη και πωρωμενη καρδιά. Από αυτή, όταν ο Θεός τη χτυπήσει καίρια με το λόγο Του αντί με ραβδί και τη φέρει σε κατάνυξη, πηγάζει ανεμπόδιστα και κινείται με τρόπο υπερφυσικό η δύναμη του Πνεύματος σαν ρεύματα ζωογόνα και συνεργεί σε όλα αφάνταστα και, πώς να πω, ζωοποιεί κατάλληλα, ενώ είναι στη φύση της ένα νερό, τους πολλούς και άπειρους που μετέχουν σ’ αυτή. Εκπληκτικό στ’ αλήθεια, πώς η πέτρα εκείνη που μεταφερόταν πάνω σ’ ένα αμάξι, ανάβλυζε νερό που θα μπορούσε να φορτώσει μυριάδες, άπειρα αμάξια; Από που είχε αυτή τη δύναμη; Και μάλιστα τόσο μεγάλη; Kι από ποιά φλέβα αντλούσε, αφού τη μετέφεραν; Πολύ πιο καταπληκτικό όμως για εκείνους που σκέφτονται τα πρέποντα, είναι πως η καρδιά, κάτι πολύ μικρό, που μεταφέρεται μέσα στο τόσο μικρό ανθρώπινο σώμα, αναβλύζει και σκορπά ακατάπαυστα τόσο άπειρο πλήθος μυρίων πνευμάτων, όσο αρκεί για τη ζωή απείρων σωμάτων. Από που βρίσκει αυτή τη δύναμη η καρδιά, και μάλιστα τόσο άφθονη, σαν να είναι πάνω από αριθμό; Αληθινά, το πνεύμα, όπως είπε η Αυτοαλήθεια, όπου θέλει πνέει, και ακούς τη φωνή Του αλλά δε γνωρίζεις από που έρχεται και που πηγαίνει(Ιω. 3, 8)· πνέει όμως πάντοτε. Τέτοια αξία λάβαμε λοιπόν από το Θεό, ώστε να φυτεύομε μέσα μας θείο παράδεισο όπως φυτεύει ο Θεός, όχι βέβαια αντιληπτό από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά πολύ ανώτερο, νοητό, σύμφωνα με όσα έχομε μπροστά μας, κι αυτό είναι πολύ μεγάλη μακαριότητα και ξεπερνά κάθε σκέψη όποιου δεν έζησε ακόμη την ιερή αυτή αξία. Γι’ αυτό ας δώσομε ολότελα τους εαυτούς μας στο Χριστό το Θεό, στην Αγία Τριάδα, με ευλάβεια και άκρα ησυχία, με ευθύτητα στην πίστη και τήρηση των εντολών. Και μένοντας έτσι με τη θεωρία που θα συλλέγει όλα τα προηγούμενα θεωρήματα και τα θεία νοήματα και, θα προσθέσω, και τα θεολογήματα, και που κατά κάποιο τρόπο θα τα φυτεύει με τη βοήθεια του Θεού μέσα στην καρδιά, ας πείσομε το Θεό με ανάλογη προσευχή με όλη μας τη διάθεση, να μείνει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα και να δώσει ν’ αναβλύσουν θεία και υπερκόσμια νοήματα ή, αν θέλεις, ποταμοί. Γιατί ο Κύριος είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, όπως είπε η Γραφή, θ’ αναβλύσουν από την καρδιά του ποταμοί ζωντανού νερού». Αυτό το είπε —λέει ο επιστήθιος Μαθητής— για το Πνεύμα που έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σ’ Αυτόν(Ιω. 7, 38-39). Σ’ Αυτόν ας είναι η δόξα στους αιώνες, τον χορηγό των δωρεών που υπερβαίνουν το νου.
Η πνευματική δωρεά
16. Βλέπε τις δωρεές του Θεού που δεν τις ανακαλεί όταν τις δίνει· βλέπε και τις χάριτές Του που κανείς δεν τον ξεπερνάει· να χαίρεσαι γιατί επακολουθεί το θαύμα του Θεού. Αναλογίσου τί κάνει στον πρωτόπλαστο Αδάμ, και ποιά κατόπιν ανώτερα σ’ εμάς. Φυσά στον Αδάμ πνοή ζωής, τη χάρη του ζωοποιού Πνεύματος, κι έτσι έγινε τέλειος άνθρωπος ο Αδάμ, δηλαδή με ψυχή ζώσα(Γεν. 2, 7), όχι απλώς με ψυχή. Γιατί δεν είναι ψυχή ανθρώπου το πνεύμα του Θεού, αλλά πηγαίνει στην ψυχή που ζει πνευματικά. Το άγιο δηλαδή και ζωοποιό Πνεύμα γίνεται πράγματι ψυχή στην ψυχή του ανθρώπου που ζει όπως αρμόζει να ζει η λογική και θεόμορφη ψυχή. Αν όμως δε συνυπάρχει στην ψυχή το Πνεύμα του Θεού, ή αν δυστυχώς πέταξε από αυτή, τότε χάνεται και η θεομορφία και η πρέπουσα ζωή της λογικής ψυχής, και τη θέση τους πήρε η κτηνώδης ή και η θηριώδης κατάσταση. Γιατί, χωρίς το πνεύμα του Θεού και το Χριστό, δεν μπορούμε να κάνομε τίποτε από εκείνα που πρέπουν, όπως είπε ο Σωτηρας(Ιω. 15, 5). Γι’ αυτό ο Αδάμ έγινε άνθρωπος ανελλιπής, δηλαδή ολοκληρωμένος, όχι μόνο με ψυχή, αλλά με ψυχή ζώσα, γιατί φύσηξε μέσα σ’ αυτόν ο Θεός πνοή, που είναι η ζωή για τις λογικές ψυχές. Αυτή λοιπόν η πνοή που εμφύσησε ο Θεός στον Αδάμ, όσο υπήρχε σ’ αυτόν, του έδινε δόξα όχι μικρή και θεόμορφη λαμπρότητα, καθώς έβλεπε τα πράγματα διορατικά και προφητικά και ήταν μαζί με το Θεό ποιητής, δεύτερος θεός λόγω της χάρης, ώστε και ο υπέρσοφος Δημιουργός των πάντων να ευαρεστείται στις λαμπρότατες οράσεις και προφητείες του Αδάμ. Όταν όμως παρεξέκλινε και από το σφάλμα του υπέπεσε στην κάκιστη παρακοή, κι αλοίμονο, το ζωοποιό και φωτιστικό Άγιο Πνεύμα πέταξε μακριά, αφού δε σκέφτηκε να φυλάξει το μέγεθος της τόσο μεγάλης τιμής, τότε εξίσωσε πράγματι τον εαυτό του με τα ανόητα κτήνη κι έγινε όμοιος με αυτα(Ψαλμ. 48, 13). Και βάδισε γενικά με άγνοια και ανάρμοστα και μακριά από το θείο σκοπό, σαν μέσα σ’ ένα φοβερότατο σκότος, και δεν μπορούσε καθόλου να σηκώσει το κεφάλι γιατί ολοφάνερα ήταν έρημος πλέον από το θείο και υπερφυσικό δώρο της πνοής εκείνης που του εμφύσησε ο Θεός. Μα ήρθε και ο καιρός των οικτιρμών του Θεού, και μάλιστα απέστειλε ο Θεός το Λόγο Του για να μας θεραπεύσει από τα κακά που μάς κυρίευαν(Ψαλμ. 106, 20)· και ο Λόγος έχει το Πνεύμα που είναι εκ φύσεως ενωμένο μαζί Του και φωτίζει και διατρανώνει τη θεότητα του Λόγου ή, αν προτιμά κανείς να λέει, τη δύναμή Του, όπως λέει στο Θεό ο Προφήτης εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας: «Εξαπέστειλες το φως Σου και την αλήθεια Σου· αυτά με οδήγησαν και μ’ έφεραν στο όρος Σου το άγιο —την ενοειδή ύψιστη γνώση Σου— και στα ένδοξα κατοικητήριά Σου —τα σχετικά μ’ Εσένα θεωρήματα»(Ψαλμ. 42, 3). Σε αυτά καθώς οδηγείται ο νους από το Θεό και ανεβαίνει και κατασκηνώνει, υψώνεται πάνω από τα βλεπόμενα, πλησιάζοντας κατά κάποιο τρόπο τον Ύψιστο Θεό. Αφού λοιπόν ήρθε, όπως είπα, ο γνήσιος Λόγος του Θεού μας, έχοντας μαζί Του από τη φύση Του ως Άγιος Λόγος του Θεού το Άγιο Πνεύμα του Θεού, επομένως και όλοι όσοι πιστεύοντας δέχτηκαν τον Άγιο Λόγο του Θεού, αμέσως δέχονται και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο πάντοτε συμπαρακολουθεί χωρίς κανένα δισταγμό το Λόγο. Και το δέχονται βέβαια όχι μόνο στο πρόσωπο, όπως παλιά ο Αδάμ από το Θεό Πατέρα και κατόπιν οι Μαθητές του Χριστού μ’ εμφύσημα από το Χριστό(Ιω. 20, 22)· αλλά αόρατα και ξαφνικά, σαν πνοή ανέμου, αφού είναι πνεύμα, που εμπνέει φανερή τη χάρη του Πνεύματος, οι μέτοχοι του Πνεύματος το βλέπουν νοερά να αναβλύζει από την καρδιά παντοτινά σαν πηγή και να φωτίζει κάνοντας το νου να βλέπει τα θαυμαστά της αναγεννήσεως και της θείας δόξας, όσα βέβαια είναι εφικτά. Και γενικά με την υπερφυσική μέθεξη του Πνεύματος με τη χάρη, ο νους γίνεται μυστικά εφάμιλλος θεωρός μεγάλων πραγμάτων. Και προχωρώντας ο νους με τη διαρκή βοήθεια και παροχή της χάρης, φτάνει σε διοράσεις και προγνώσεις με το φωτισμό του Πνεύματος κι έτσι ανεβαίνει στην τάξη θεού, βλέποντας να έχει γίνει η υποστατική ένωση της θείας φύσεως με την υποστατική φύση του ανθρώπου και η χύση του Πνεύματος πάνω σε όλα, που δεν είδε ο Αδάμ με τέτοιο τρόπο, ούτε βέβαια έγινε κοινωνός της θείας φύσεως(Β΄ Πέτρ. 1, 4) και πραγματικά θετός υιός του Θεού.
Η θεία και η ανθρώπινη ενέργεια. Η ειρήνη
17. Aς δούμε τώρα, όσο μας είναι δυνατό, την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα μας και την κατασταση που αυτή διαμορφώνει, αλλά και την έμφυτη δική μας ενέργεια και τις συνέπειές της· επίσης, πώς είναι ελάχιστα δυνατό να έχομε ειρήνη με τη δική μας μόνο ενέργεια. Γιατί τούτο είναι αληθινός καρπός της ενέργειας του Πνεύματος, όπως επίσης και η πραγματική αγάπη και χαρά και η μακροθυμία και το να είναι ο μέτοχος του Πνεύματος γεμάτος καλωσύνη και να τη μεταδίδει άφθονα και στους πλησίον(Γαλ. 5, 22). Καμία φυσική ενέργειά μας δεν είναι χωρισμένη από την ψυχική ορμή, η οποία είναι ολοφάνερα μέρος του θυμικού της ψυχής, αλλά ούτε και χωρίς θέληση κινείται μέσα μας η ενέργεια. Η θέληση στον πρακτικό εξαρτάται από την επιθυμία, όπως αναμφιβόλως στον θεωρητικό από την έφεση. Γι’ αυτό καμία φυσική ενέργειά μας δεν μπορεί να έχει τελείως νεκρή την επιθυμία και το θυμό, αν πρόκειται, όπως είναι φυσικό, να κινηθεί. Η υπερφυσική όμως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, που δε γεννιέται διόλου από τη φύση αλλά φανερώνεται ακατανόητα στους ελεημένους, αυτή κινείται ολοφάνερα χωρίς τη θέληση του ανθρώπου, ή μάλλον να πω, ανάβει σαν πυρσός. Γι’ αυτό δεν έχει ανάγκη από τίποτε δικό μας κατά την ενέργειά Του, είτε φωτισμό να σου πω είτε φανέρωση του Πνεύματος, παρά μόνο να βλέπει ο μέτοχος αθόρυβα μέσα στην καρδιά και να απολαμβάνει με υπερφυσικό τρόπο. Από αυτό είναι πρόδηλο τούτο· επειδή η θεία ενέργεια δεν έχει διόλου ανάγκη ούτε από θέληση για να κινείται, ούτε από φυσική ορμή, μένουν σε απραξία η επιθυμία και ο θυμός. Και γενικά το παθητικό μέρος της ψυχής είναι παραμερισμένο και ανενέργητο, όσο ενεργεί μέσα στην καρδιά η θεία έμπνευση του ζωοποιού Πνεύματος, ενώ ο νους ευθυμεί και ζει. Έτσι λοιπόν η ψυχή με ειρήνη και γαλήνη και με την πρέπουσα απάθεια ατενίζει το Θεό, αφού απέκτησε με θαυμαστό τρόπο σχέση μαζί Του, φωτισμό και ανάταση από το πνεύμα, του οποίου έγινε μέτοχος με τη δωρεά του Θεού. Κι έτσι βλέπει ότι φτάνει στη γνώση του ανέκφραστου και υπέρλαμπρου κάλλους της θεϊκής ωραιότητας και αγαπά όπως πρέπει τον υπέρκαλο Θεό και χαίρεται όσο δε λέγεται γνωρίζοντας από το άφατο έλεός Του τον τόσο μεγάλο Πατέρα του Κυρίου, τον άπειρο και αόριστο και απερίληπτο, τον οποίο έχει σαν κληρονομιά από τώρα. Και τότε απολαμβάνει ειρήνη αξιοθαύμαστη, βλέποντας οπωσδήποτε τον εαυτό της ότι με τη χάρη του Θεού δεν της λείπει καθόλου το άκρο και υπέρνοο καλό. Κι επειδή, καθώς προείπαμε, ο θυμός δεν κινείται διόλου εξαιτίας της αυτοκίνητης ενέργειας του Παρακλήτου, η μακροθυμία και η χρηστότητα μαζί με όσο το δυνατό περισσότερη καλωσύνη γίνονται το πολίτευμα της ψυχής, αφού αυτά είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 229 στο οποίο μετέχουν οι ελεημένοι από το Θεό. Το πνεύμα όμως της πλάνης και του ψεύδους, αν και φαίνεται ότι κινείται στην ψυχή χωρίς τη θέληση και την ορμή του ανθρώπου που το έχει, ούτε το παθητικό μέρος κάνει να ηρεμεί, αλλά μάλλον το ανάβει, ούτε προξενεί αγάπη στο Θεό ή χαρά ή ειρήνη. Γιατί το ψεύδος είναι άτακτο και ασυνάρτητο και τελείως ξένο από τη θεία ειρήνη και γαλήνη.
18. Θαυμάζω Κύριε, φως ιλαρό θαυμαστής ειρήνης, πρόξενο απόλυτης αναπαύσεως, αγαπητό, εκ φύσεως εξαίσιο, γεμάτο χάριτες συνήθως και μοναδικά χαροποιό, το μόνο που είναι όλο ζωή του νου. Θαυμάζω και απορώ, παντοδύναμε άγιε Κύριε, αν υπάρχει άνθρωπος που όταν Εσύ από άπειρη αγαθότητα τον άγγιξες με το άφατο άγγιγμά Σου, αυτός εξακολουθεί να ζει καθόλου για τον εαυτό του και όχι για σένα τον Υπερούσιο, τη ζωοποιό ζωή και πηγή όλων ανεξαιρέτως των αγαθοτήτων και των καλλονών. Γιατί, αν κάποια γυναίκα, μόνο γιατί σε άγγιξε, και μάλιστα όχι Εσένα αλλά το ένδυμά Σου, Σωτήρα μου, και πάλι όχι όλο το ένδυμα αλλά την άκρη του, και μάλιστα κρυφά κι αυτή, όμως αμέσως ελευθερώθηκε από την τόσο αρρωστημένη ζωή της κι έγινε υγιής ανέλπιστα(Ματθ. 9, 21-22), τι μπορεί κανείς, Βασιλιά μου, να φανταστεί ότι θα πάθει και ποιά ζωή θα ζει και για ποιόν θα τη ζει, εκείνος που Εσύ, Σωτήρα μου, τον άγγιξες με το θεϊκό ανείπωτο άγγιγμά Σου από αγαθότητα και ολοφάνερα, για να δείξεις σ’ αυτόν με τρόπο θαυμαστό το έλεός Σου; Γνωρίζομε ότι άγγιξες το χέρι της πεθεράς του Πέτρου, κι αμέσως έπεσε ο πυρετός της κι έγινε τελείως υγιής και σηκώθηκε και υπηρετούσε με πολλή έκπληξη και προθυμία(Μαρκ. 1, 30-31). Αλλά το άγγιγμα αυτό, πρώτον ότι έγινε μία φορά στη γυναίκα εκείνη, και δεύτερο έγινε εξωτερικά, δηλαδή στο χέρι. Αν λοιπόν εκείνη βρήκε έτσι αμέσως την υγεία της, τι θα γίνει σ’ εκείνους τους οποίους αγγίζεις ανέκφραστα, όχι μία φορά αλλά συνέχεια, νύχτα και μέρα, και μάλιστα όχι εξωτερικά αλλά στο μύχιο ταμείο της καρδιάς, Φιλανθρωπότατε, και τους ενισχύεις ολοφάνερα στα έργα τους και τους παρακινείς στα πρέποντα και τους προσφέρεις μύρια όσα αγαθά και καλά; Πώς λοιπόν, Ύψιστε, αυτοί οι άνθρωποι θα ζήσουν για τον εαυτό τους και όχι μάλλον, όπως είναι εύλογο, εξ ολοκλήρου για Σένα; Ή μάλλον, πώς και μόνο για Σένα αν ζούνε, δε θα νομίζουν τον εαυτό τους ταλαίπωρο και δε θα σκύβουν με ταπείνωση, κρίνοντας ότι είναι ανάξιοι και για την πιο μικρή αμοιβή απέναντι στην τόσο μεγάλη και εξαιρετική προς αυτούς βοήθεια της χάρης Σου; Δόξα Σοι, αληθινά Δοξασμένε, που δοξάζεις τους ταπεινόφρονες, κι αφού τους δοξάσεις τους κάνεις πιό ταπεινούς ακόμη, επειδή είναι χρεώστες Σου για τις πολλές και άπειρες και ανέκφραστες προς αυτούς δωρεές Σου. Και τότε λοιπόν αφού, σαν ταπεινοί που είναι, τους χαρίσεις τη χάρη, βρίσκεσαι ριζωμένος με θαυμαστό τρόπο στην καρδιά τους, καθώς είναι πια δοξασμενοι. Γιατί Εσύ, η Σοφία του Θεού, είπες φανερά στα βιβλία του Σολομώντα(Σ. Σορ. 24, 12-13 και 16): «Ρίζωσα μέσα σε λαό δοξασμένο πάνω από κάθε περιγραφή, και γι’ αυτό ανυψώθηκα όπως ο κέδρος στο Λίβανο —στην καρδιά δηλαδή την υψωμένη πολύ πάνω από τα χαμηλά και γήινα-· αφού έφτασα σε θείο ύψος ή όρος – στο ύψος των κατά Θεόν νοημάτων—, άπλωσα σαν τερέβινθος τα κλαδιά μου»· θέλεις με αυτά να πεις ότι «σ’ εκείνους που ρίζωσα με τη χάρη του Πνεύματος, και τα κλαδιά μου είναι όλο δόξα και χάρη». Αυτό είναι πράγματι αληθέστατο, ω Αυτοαλήθεια Κύριε. Γι’ αυτό και η καθαρή ψυχή που διάλεξε να γίνει νύμφη Σου, επιθύμησε πολύ φρόνιμα και κάθισε κάτω από τη σκιά Σου· κι αμέσως που κάθισε στη σκιά, πιστοποιεί πόσο γλυκός είναι ο καρπός Σου(Άσμα 2, 30, όχι βέβαια από την όψη αλλά από τη γεύση στο στόμα της. Γιατί δεν έρχονται όλοι ανεξαιρέτως στην αίσθηση της γλυκύτητας του Θεού —κάθε άλλο μάλιστα. Όταν λέει: «Σαν τα φυτά της κανέλας και του ασπάλαθου άφησα οσμή αρωμάτων, κι όπως η εκλεκτή σμύρνα σκόρπισα ευωδία»(Σ. Σιρ. 24, 15), δεν το κάνει αυτό για όλους. Αυτό το φανερώνει ο Παύλος λέγοντας ότι αυτός ο ίδιος, σε άλλους έγινε οσμή ζωής που οδηγεί στη ζωή και σε άλλους οσμή θανάτου που φέρνει θάνατο(Β΄ Κορ. 2, 16). Ομοίως και η θεία γλυκύτητα και, αν θέλεις να πω, και η δόξα του Θεού που φαίνεται μαζί με αυτήν, δε γίνεται σε όλους, αλλά σε μερικούς που έχουν νοερές αισθήσεις. Σ’ εκείνους δηλαδή που ασκούν την ησυχία και πέτυχαν με τη θεία εύνοια τη μετοχή του ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος, και γενικά στους καθαρούς στην καρδιά, όσο είναι δυνατό. Γιατί, όπως είναι εύλογο, θα ήταν πολύ, βίος θορυβώδης και ακάθαρτος και χωρίς φανερή μετοχή του Πνεύματος, να δεχτεί δόξα Θεού και μάλιστα την ευωδία και τη γλυκύτητά Του με αίσθηση ψυχής. Αλλά αυτό δε γίνεται, δε γίνεται. Γι’ αυτό χρειάζεται αποφυγή του κόσμου και κατ’ ακολουθίαν μόνωση και ησυχία και εγκλεισμός και η πρέπουσα ενάρετη ζωή και νήψη και προσευχή με προσοχή και όλα όσα ταιριάζουν σε όσους μετανοούν πραγματικά, για να δοθεί κάπως τόπος στην ανυπέρβλητη αγαθότητα της θείας ευσπλαχνίας και να κλίνει φιλάνθρωπα, ανάλογα με την επιθυμία της, και να κατοικήσει στην ψυχή που τη ζητά με πόνο, και να γίνει το θαυμάσιο έλεος, ο Θεός δηλαδή —τι χάρη!— ενωμένος με την ψυχή σ’ ένα πνεύμα ριζωμένο στο βάθος της καρδιάς, που καταλάμπει από κει ξενότροπα και δένει κορμό και ψηλώνει πολύ κι απλώνει τα κλαδιά του νου και καρποφορεί όσα πνευματικά, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθότητα, χρηστότητα(Γαλ. 5, 22) και πολλά άλλα αγαθά και καλά, με τα οποία τρέφεται ο μέτοχος της χάρης. Από αυτό κρίνε ορθά, πόσης δόξας, πόσης ευωδίας και γλυκύτητας αίσθηση φέρνουν στο λάρυγγα της ψυχής οι καθαροί καρποί του ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος. Για τούτο είναι πράγματι μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά από την κατοχή των αρετών, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό(Ματθ. 5, 8)· στη μέλλουσα ζωή περισσότερο και καθαρότερα, ενώ τώρα σαν αρραβώνα, όπως λένε οι Γραφές. Σύμφωνα με αυτές, όχι μόνο βλέπουν και θα δουν, αλλά και θα «πάθουν» καταλλήλως τα υπερφυσικά, όπως και τώρα τους συμβαίνει εν μέρει και τα απολαμβάνουν εν Χριστώ.
Ο Θεωρητικός βίος. Από τι έχει ανάγκη ο θεωρητικός. Η προσευχή είναι μέρος της θεωρίας, και οι Πατέρες αποτιμούν τη θεωρία ως προσευχή
19. Ο θεωρητικός βίος είναι ομόστεγος και αχώριστος σύντροφος με την ιερή προσευχή, και είναι και τα δύο αυτά θεοχαρίτωτοι και θεοποιοί βλαστοί του νοερού μέρους της ψυχής. Γι’ αυτό είναι πραγματικά και τα δύο αχώριστα έργα ψυχής που έχει μέσα της το Θεό και προχωρεί στη θέωση. Και μάλιστα, αυτές οι δύο, η θεωρία και η προσευχή, είναι τόσο ενωμένες ώστε οι Πατέρες να τις ονομάζουν μ’ ένα όνομα «πράξη και θεωρία του νου». Και λέει ο άγιος Ισαάκ: «Η πράξη του νου βρίσκεται στη λεπτή εργασία και στη συνεχή θεία μελέτη και στην αδιάλειπτη προσευχή και στα όμοια· πραγματοποιείται δε στο επιθυμητικό μέρος και καλείται θεωρία». Βλέπεις γνώρισμα ενότητας μάλλον, παρά συνενώσεως των δύο, δηλαδή προσευχής και θεωρίας; Και προσθέτει ο ίδιος ότι η θεωρία αυτή καθαρίζει στην ψυχή την ενέργεια της αγάπης, η οποία είναι επιπόθηση φυσική, που αποκαθαίρει το νοητό μέρος της ψυχής. Εννοείς μία ενέργεια από το θεωρητικό μέρος της ψυχής, δηλαδή την προσευχή και τη θεωρία; Γι’ αυτό και ο ιερός Μάξιμος εξηγεί και λέει: «Ο νους δεν μπορεί να καθαρθεί χωρίς επαφή και θεωρία του Θεού». Και ακόμη λέει: «Η αναχώρηση και η θεωρία και η προσευχή λιγοστεύουν την επιθυμία και σταδιακά την εξαφανίζουν και πάλι κινείται ορθά το λογιστικό της ψυχής, όταν διατρίβει κοντά στο Θεό με την πνευματική θεωρία και την προσευχή». Κι ακόμη: «Στο λογιστικό της ψυχής δώσε φτερά με την ανάγνωση, τη θεωρία και την προσευχή». Έτσι οπωσδήποτε η θεωρία είναι αναγκαία για την προσευχή και σύντροφός της. Και τα δύο αυτά είναι του νοερού ή μάλλον του λογιστικού φυσική και πρέπουσα ενέργεια, και είναι αχώριστα μεταξύ τους. Την ενέργεια αυτή τη διεξάγει ο νους υγιώς κι αυτές βοηθούν η μία την άλλη, όταν το λογιστικό είναι υγιές και ασκεί την ησυχία με βαθιά γνώση. Γι’ αυτό, ο νους που προσεύχεται χωρίς θεωρητική δύναμη ονομάζεται από τους Πατέρες πτηνό χωρίς φτερά, αφού ούτε προς το Θεό μπορεί να υψωθεί με ολόκληρη τη διάθεσή του, ούτε να εγκαταλείψει ολοκληρωτικά τα γήινα και να προσεγγίσει στα επουράνια με όλη την ορμή της ψυχής. Κατά τον ιερό Μάξιμο, η θεωρία καθαρίζει το νου, ενώ η τέλεια προσευχή τον παρουσιάζει γυμνό στο Θεό. Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται με την κάθαρση που δίνει η θεωρία, την οποία δεν μπορεί να αποκτήσει ο νους αν δεν ανυψώνεται στη θεωρία του Θεού, όπως είναι πρέπον. Γιατί, λέει, καθαρότητα του νου υπάρχει στην αποκάλυψη των μυστηρίων. Ακόμα, καθαρότητα του νου είναι η τελειότητα που υπάρχει στην αναστροφή με την ουράνια θεωρία, η οποία κινείται έξω από τις αισθήσεις με την πνευματική δύναμη του άνω κόσμου των αναρίθμητων θαυμάτων. Από αυτό συμπεραίνεται ότι ο θεωρητικός προσεύχεται με ένα υψηλό τρόπο, καθώς έχει καθαρή διάνοια από τη θεωρητική γνώση. και για την καθαρότητά του αυτή, βλέπει χωρίς όραση το Θεό, όσο είναι δυνατό, και προσευχόμενος αποδεικνύεται στ’ αλήθεια μακάριος.
Ο Θεός είναι Πνεύμα, και όσοι Τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά και αληθινά
20. «Ο Θεός, λέει, είναι πνεύμα, και όσοι τον προσκυνούν πρέπει να το κάνουν πνευματικά και αληθινά»(Ιω. 4, 24). Λέει «όσοι τον προσκυνούν» στον πληθυντικό αριθμό· όχι «όποιος τον προσκυνεί» στον ενικό. Κι αυτό γιατί θέλει όλοι να σωθούν και να γνωρίσουν σε βάθος την αλήθεια(Α΄ Τιμ., 2, 4), Εκείνος που ετοίμασε πολλούς τόπους διαμονής(Ιω. 14, 2) για την αιώνια απόλαυση όσων θα δικαιωθούν, ο αγγελιοφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού(Ησ. 9, 6), ο Σωτήρας, που από άμετρη φιλανθρωπία ανοίγει τις αγκάλες Του στους σοφούς, στους άσοφους, στους ισχνόφωνους και σ’ εκείνους που έχουν πιο αδύνατη τη διάνοια. Και γενικά σε όλους τους ανθρώπους ένα πράγμα σωτήριο υπέδειξε που γίνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ψυχική κατάσταση και την προαίρεση του καθενός, ανάλογα ακόμη και με τη δύναμη, καθώς και ανάλογα με τη διδασκαλία εκείνου που προσέρχεται στο Θεό και υποσχέθηκε να προσκυνεί το Θεό με τον τρόπο που είπαμε. Γιατί είναι ενδεχόμενο κάποιος, από έλλειψη διδασκάλου, να είναι καλής φύσεως και όμως να μην επιτύχει στην τελειότητα του θείου σκοπού. Μερικοί πάλι, αν και είχαν διδάσκαλο με πείρα των θείων και πνευματικών, δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην τελειότητα λόγω αφυΐας. Παρ’ όλα αυτά, και αυτοί και οι άλλοι και γενικά όλοι, αν θέλουν μπορούν να προσκυνούν το Θεό πνευματικά και αληθινά, ο καθένας κατά την τάξη του ή κατά τη δύναμή του ή κατά τη δωρεά που του έδωσε ο Θεός. Για παράδειγμα, και αμαθής να είναι κανείς, αν ζει σύμφωνα με τις εντολές και την πίστη και ακολουθεί με ταπείνωση άλλους που έχουν ευδοκιμήσει, είναι φανερό ότι και αυτός προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά. Γιατί η πίστη είναι πραγματικά πνεύμα, αφού ομιλεί ολοφάνερα για το Θεό και για θεία και αόρατα πράγματα. «Τα λόγια που σας λέω, είπε ο Κύριος, είναι πνεύμα και είναι ζωή»(Ιω. 6, 63). Τις θαυμαστές και θεοποιητικές εντολές της Αυτοαλήθειας, δε νομίζω ότι είναι κανείς τόσο μικρός στο νου ώστε να τις χωρίζει από την αλήθεια, έστω και ελάχιστα. Έτσι λοιπόν εκείνος που ακολουθεί την πίστη, όπως είπαμε, αληθινά και πνευματικά, διδάσκοντας τα περί Θεού, ονομάζεται πρακτικός και θεωρητικός. Ομοίως, ολοφάνερα προσκυνεί το Θεό πνευματικά και αληθινά κι εκείνος που είναι αφοσιωμένος στη γνώση των όντων και της αγίας Γραφής, όπως και οι προηγούμενοι, και ακολούθως συγκεντρώνεται στο Θεό, αφήνει το ορατό και αισθητό σαν άλλη σάρκα και ανεβαίνει στο νοητό, δηλαδή στο πνεύμα, και από εκεί κατευθείαν στο υπέρ νουν, κι εννοώ την Αλήθεια που ξεπερνά κάθε αλήθεια, το Θεό. Κι εκείνοι που ψάλλουν, καθώς κι εκείνοι που προσεύχονται, αν εννοούν την έννοια των λόγων της ψαλμωδίας και της προσευχής και τα συναισθάνονται, όσο είναι δυνατό, και αυτοί προσκυνούν το Θεό εξ ολοκλήρου πνευματικά και αληθινά. Γιατί όπως είναι σε όλους γνωστό, τα ιερά λόγια των ψαλμών και της προσευχής είναι πνεύμα και αλήθεια. Αλλά βέβαια κι εκείνος που με φανερή μετοχή και ώθηση του Πνεύματος φαντάζεται το Θεό «συνεπτυγμένα», δηλαδή με το φως της γνώσεως, ενιαία και χωρίς εικόνες, προσκυνεί επίσης με τρόπο υψηλότερο το Θεό πνευματικά και αληθινά. Ακόμη, εκτός από αυτά, κι εκείνος που καθρεφτίζει μέσα του το φως της δόξας και της οικονομίας του Χριστού, όσο είναι δυνατό, και ακολούθως την από τον Πατέρα δια μέσου του Χριστού χύση του Αγίου Πνεύματος που ενεργεί στους πιστούς και τους στηρίζει, προσκυνεί πραγματικά το Θεό πνευματικά και αληθινά, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Η προσευχή
21. Αυτός που διδάσκει στον άνθρωπο τη γνώση(Ψαλμ. 93, 10) είναι ο Θεός, όπως έχει γραφεί. Αλλά πώς διδάσκει; Δίνοντας ολοφάνερα την προσευχή στον προσευχόμενο(Α΄ Βασ. 2, 9) με μία ιερή ώθηση του Πνεύματος που πνέει ακατάπαυστα. Γιατί, αλήθεια, η ιερή αυτή προσευχή, επειδή είναι το μέγα δώρημα της υπεράγαθης χάρης, γίνεται δάσκαλος σ’ εκείνον που την απέκτησε και καθαρός καθρέφτης του προσώπου της ψυχής. Σε αυτή ο νους παρατηρεί καθαρά τις παρεκκλίσεις του, τους ρεμβασμούς, τις αιχμαλωσίες του, τις ακηδίες και τις εξαπατήσεις του· βλέπει όμως και τον αέρα της καθαρότητας, τη λαμπρότητα της θεωρίας, το πνεύμα της θείας και θεουργικής ανατάσεως προς το Θεό, την πύρινη φλόγα του θείου έρωτα, τη νοερή απλότητα και αμορφία και την ακόλουθη σιωπή απέναντι σε όλα τα πράγματα και την ολόχαρη έκπληξη. Και γενικά, από την προσευχή ο νους βλέπει και γνωρίζει απλανώς ποιες είναι οι ψυχικές διαθέσεις και ο επηρεασμός του από τα πάθη και μυείται πολύ σαφώς στα πρωταίτια των κινητικών αρχών της ψυχής· άλλα από αυτά διορθώνει, ενώ σε άλλα αφοσιώνεται, ανάλογα με το αν είναι άξια στοργής ή διορθώσεως αντίστοιχα. Και από αυτό εισάγεται στη συστηματική πολιτεία των μοναχών και όχι μόνο γνωρίζει όπως πρέπει τη χρήση του νου και του λόγου, της διάνοιας και της αισθήσεως από την πείρα, αλλά διακρίνει πώς να δίνει τα δέοντα στο θυμικό και το επιθυμητικό· και γενικά μαθαίνει με σαφήνεια να συνθέτει πολύ ωραία τη μελωδική και ευχάριστη αρμονία των ψυχικών δυνάμεων με αναφαίρετη εμπειρία της διάνοιας, και να ανακρούει μελωδία νοερή, γλυκύτερη από όποιαν άλλη, με την πράξη και τη θεωρία. Γι’ αυτό και η αξιαγάπητη ειρήνη του Θεού, μαζί με τη γεμάτη χάρη χαρά που τη συνοδεύει και την αγία αγάπη, κατασκηνώνει στο μύστη της αληθινής προσευχής που καταστολίζεται από τους καρπούς του Πνεύματος. Επομένως εκείνος που αποφάσισε με κάθε μέσο και κάθε τρόπο να προσεύχεται αδιάλειπτα, κατά τον Απόστολο(Α΄ Θεσ. 5, 17), κι έχει γι’ αυτό μεγάλη φροντίδα να το εφαρμόζει, θα καταταχθεί σίγουρα μαζί με τους μαθητές του Χριστού, αφού ακολούθησε τη διδασκαλία τους για την ιερή προσευχή κι έγινε τέκνο της χάρης με τη δύναμη του Χριστού.
Από ποιά πράγματα έχει ανάγκη η προσευχή και πόσο αξίζει να την τιμούμε
22. Αν η ιερή πνευματική προσευχή τύχαινε να διδάσκει μόνο και να υποδεικνύει, όπως προείπαμε, όσα αρμόζουν στην αρετή, δε θα ήταν άξια για μεγάλους επαίνους; Τώρα όμως που είναι όχι μόνο διδάσκαλος και καθοδηγητής, αλλά και από τη φύση της προτρέπει σε κάθε αγαθό, από πόσα άραγε εγκώμια και πόσους επαίνους δεν είναι ανώτερη; Και αφού τόσο η διδασκαλία όσο και η προτροπή μένουν άπρακτες εξαιτίας της αδυναμίας αυτού που τις δέχεται κι έχουν ανάγκη από ανάλογη δύναμη, θα βρεις αν ζητήσεις ότι μόνο η προσευχή δίνει πνευματική δύναμη στην ψυχή. Τόση και τέτοια δύναμη έχει στους εναρέτους η προσευχή, και πολύ εύλογα. Γιατί η εμπνευσμένη και ζωντανή, για να πω έτσι, προσευχή, αναβλύζοντας πάντοτε από την καρδιά με την ολοφάνερη μετοχή και ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος, έχει ως απαραίτητη συνέπεια τα εξής τρία αναγκαιότατα· διδασκαλία όσων αρμόζουν στους πνευματικούς, στήριξη στους αγώνες της πράξεως και προπάντων δύναμη που ευκολύνει την εκτέλεση των δυσχερών. Γι’ αυτό ο Κύριός μας και χορηγός του Πνεύματος λέει: «Θα λάβετε δύναμη όταν έρθει σε σας το Άγιο Πνεύμα»(Πράξ. 1, 8). Αυτή τη δύναμη πάλι την ονομάζει ρητά Παράκλητο και διδάσκαλο, λέγοντας: «Ο Παράκλητος, το Άγιο πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, αυτός θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει όσα σας είπα»(Ιω. 14, 26). Ότι στον καθένα με την προσευχή κυρίως δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος προς το συμφέρον του, και σε άλλον δίνεται πνεύμα σοφίας, σε άλλον γνώσεως, σε άλλον πνεύμα θεραπειών και τα λοιπά που αναφέρει ο Απόστολος, και όλα αυτά τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα και τα μοιράζει στον καθένα όπως Εκείνο θέλει, το δηλώνει φανερά η διδασκαλία του ιερού Παύλου(Α΄ Κορ. 12, 7-11). Ότι σ’ εκείνον που έγινε κατά κάποιο τρόπο μέτοχος της δωρεάς του Πνεύματος, επακολουθούν εξ ανάγκης τα τρία αυτά, υπερφυσική δύναμη, υπερκόσμια διδασκαλία και θεία ενίσχυση, είναι φανερό από τα λόγια του Κυρίου που είπαμε. Άλλωστε και όταν λέει ο Κύριος «Δίχως εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), δείχνει αναντίρρητα ότι σε όλα γενικά τα πρακτέα έχομε ανάγκη από τη θεία δύναμη. Κι όταν πάλι λέει «μην πείτε κανένα δάσκαλό σας πάνω στη γη, γιατί ο διδάσκαλός σας και ο καθηγητής σας είναι ένας, ο Χριστος»(Ματθ. 23, 8-10), φανερώνει ολοκάθαρα πως ο άνθρωπος χρειάζεται θεϊκή διδασκαλία για τα πρέποντα και τις κατά Θεόν πράξεις. Κι όταν βεβαιώνει «Κι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας στείλει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αλήθειας, για να μένει αιώνια μαζί σας»(Ιω. 14, 16), να θυμάσαι ότι είναι πάρα πολύ αναγκαία και αχώριστη από τη χάρη η θεία ενίσχυση. Έχει λοιπόν αποδειχθεί ότι η διαίρεση των χαρισμάτων παρουσιάζει αρκετές διαφορές· γιατί άλλο είδος είναι η σοφία και άλλο η γνώση, και η προφητεία δεν είναι το ίδιο με τα προηγούμενα, και άλλο είναι το χάρισμα των θεραπειών, και γενικά κάθε δωρεά του Πνεύματος όπως τις απαρίθμησε ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 12, 8-9) είναι διαφορετική από την άλλη. Αλλά όμως οποιοδήποτε χάρισμα του ζωοποιού Πνεύματος είναι στολισμένο με τις αναφερθείσες τρεις ενέργειες. Πώς δηλαδή ένας νους κτιστός, δεμένος με το σώμα, μπορεί να γίνει μέτοχος των νοερών πραγμάτων και της αρετής, αν δε λάβει υπερουράνια δύναμη για τη μετοχή αυτή, αφού ούτε οι Άγγελοι μπορούν κάτι τέτοιο; Πώς χωρίς μύηση του Πνεύματος θα γίνει κατάλληλος για τη μέθεξη των υπερκοσμίων; Είναι φανερό ότι θα νιώσει ίλιγγο για να φτάσει σε τέτοιο ύψος της θείας μεγαλοδωρίας και της ανυποχώρητης ορμής για την αρετή, εκτός αν λάβει την ιερή ενίσχυση από το αγαθό Πνεύμα. Τι λοιπόν πρέπει να συμπεράνομε για την προσευχή που γίνεται με την έμπνευση του Πνεύματος, η οποία είναι πρόξενος κάθε πνευματικού δώρου στην ψυχή κι έχει μαζί της τη δύναμη και τη διδασκαλία και την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος ταυτοχρονα; Για πόσους επαίνους είναι υπεράξια μια τέτοια προσευχή, η οποία συνδέει με ιερούς δεσμούς το νου με το Θεό στο όνομα του Ιησού Χριστού, του αληθινά Υιού του Θεού; Και πόσο πρέπει να τιμάται από εκείνους που την επέτυχαν με τη χάρη, και πόσο πρέπει να τη ζητούν εκείνοι που ακόμη τη στερούνται;
Η προσευχή
23. Όταν ο νους, με την κατάλληλη μελέτη των θείων πραγμάτων και με τη βοήθεια της πνοής του ζωοποιού Πνεύματος, αποκτήσει μέσω της χάρης εναργή έννοια του Θεού, ας προσέξει πόση είναι η αδυναμία του και πόσο υστερεί από το πρέπον, από αμέλεια και λησμοσύνη των καθηκόντων του και κατά συνέπεια από άγνοια όσων χρειάζονται. Και αφού έτσι εξασκήσει το δίκαιο και αληθινό έργο της αυτομεμψίας και της ταπεινοφροσύνης, ας πλησιάζει κατόπιν στο Θεό μέσω της προσευχής, με διάνοια ταπεινή και με πεποίθηση και ελπίδα στην ασύλληπτη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο από ανέκφραστη αγαθότητα. Για την αγάπη αυτή, διδασκόμαστε από τον ιερό Παύλο να προσερχόμαστε με παρρησία στο θρόνο της χάρης(Εβρ. 4, 16). Γιατί ο Θεός δε συνηθίζει να κάνει ό,τι μάς αφορά όπως κάνομε εμείς, αλλά σύμφωνα με το άπειρο έλεός Του. Στον καιρό λοιπόν της προσευχής ας μη βλέπομε προς τον εαυτό μας, αλλά προς την ανεξίκακη και όλο συμπάθεια δύναμη του υπεράγαθου Θεού μας και Πατέρα, για να αποκτήσομε έτσι εύκολα μέσα μας τον έρωτα του Θεού, τον αληθινά σωτήριο.
Στο χωρίο· «Είπε ο Θεός στον Αβραάμ, “φύγε από την πατρίδα σου”, και περί θεωρίας
24. «Είπε ο Θεός στον Αβραάμ (δηλαδή στον ”περάτη*”). “Φύγε από την πατρίδα σου και από τους συγγενείς σου και από το πατρικό σου σπίτι, και πήγαινε σε γη που θα σου δείξω, γη όπου ρέει μέλι και γάλα”(Γεν. 12, 1). Λέει και τώρα ο Θεός με υψηλότερο νόημα στο νου όπου έγινε περάτης και διαβαίνει από τα αισθητά στα νοητά. ”Εγκατέλειψε την αίσθησή σου και όλα τα αισθητά και γενικά όλο τον ορατό κόσμο, και έλα σε γη που θα σου δείξω”. Αυτό μοιάζει κάπως μ΄εκείνο που λέει ο Κύριος(Μαρκ. 10, 21) : ”Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς και πάρε το σταυρό σου, δηλαδή σταυρώσου για την αίσθηση και τα αισθητά και όλο τον κόσμο, και έλα ακολούθησέ με καθώς ανεβαίνω προς τον Πατέρα, όχι βέβαια χωρίς το ηγεμονικό Πνεύμα”. Γιατί εκεί λέει ”είπε ο Θεός στον Άβραμ”, είπε δηλαδή ο Πατέρας μέσω του Λόγου, ήγουν του Υιού. Και παρακάτω λέει ”Κι έλα σε γη που θα σου δείξω”. Αλλά συνήθως δείχνει κανείς με το δάχτυλο. Και δάκτυλος Θεού ονομάζεται το Πνεύμα του Θεού, σύμφωνα με το στίχο : ”Αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια με δάκτυλο Θεού”(Λουκ. 11, 20), που αλλού το λέει ”με Πνεύμα Θεού”(Ματθ. 12, 28). Έτσι έλεγαν και οι σοφοί των Αιγυπτίων : ”Τούτο είναι δάκτυλος Θεού”(Εξ. 8, 15), αποκαλώντας έτσι την πνευματική ενέργεια. ”Σε γη που θα σου δείξω”· σαν να έλεγε, σε γη όπου θα σε οδηγήσω με τον Λόγο και το Πνεύμα μου. ”Σε γη όπου ρέει μέλι και γάλα”· αυτή είναι η κατανόηση και ορθή επίγνωση του Θεού, στην οποία δεν μπορεί να φτάσει ο νους με άλλο τρόπο, αν δεν φωταγωγείται και δεν καταυγάζεται από την έλλαμψη του ζωοποιού Πνέυματος, η οποία έρχεται γαλήνια μέσω του Υιού. Επειδή όταν ο νούς εθιστεί στην υπέρβαση των κακών με τη στροφή του στα νοητά, ο φιλάνθρωπος Θεός τον έλκει για να περάσει αντιπέρα σαν άλλο Άβραμ, από τα αισθητά στα νοητά κι ακόμα παραπέρα, όπου υπάρχει μονοειδής ενατένιση και θεωρία της τρισυποστάτης Θεότητας, και αυτό βέβαια ο Θεός το κάνει με την τριαδική ενέργεια και δύναμη της Θείας Μοναρχίας . Γιατί Αυτός κυρίως, ο Θεός και Πατέρας, είναι η Γη της επαγγελίας που θα κληρονομήσουν οι πράοι και οι ευθείς στην καρδιά, όπως έχομε υπόσχεση από το Άγιο Πνεύμα(Ματθ. 5, 5)· και θα γίνουν κληρονόμοι αν αγωνίζονται με ελπίδα. Αυτή η Γη -ο Πατέρας- ρέει μέλι και γάλα, τα πρωινά δηλαδή Φώτα, τις δίδυμες Ακτίνες, τη ζωή και τρυφή και κάθαρση του κόσμου όλου. Γιατί ο Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα και είναι αχώριστος από Αυτόν, θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να ονομαστεί Μέλι, επειδή πήρε ανθρώπινο σώμα σαν άλλη κηρήθρα, και από την ενανθρώπησή Του αυτή γλυκαίνεται και ευφραίνεται με θαυμαστό τρόπο όλο το ανθρώπινο γένος με τις εξαίσιες -πως να πει κανείς- διδασκαλίες και χάριτες και με τόσα άλλα αγαθά και αναρίθμητα καλα. Το Γάλα είναι το Άγιο Πνεύμα, που είναι μονοειδές, όχι γέννημα του Πατέρα αλλά εκπόρευμα, φωτολευκοειδές, και τρέφει με θεία τροφή τα λογικά όντα που είναι ακόμα νήπια, εισάγοντας τα στη βασιλεία των ουρανών, όπως είπε ο Κύριος. Γη λοιπόν που ρέει μέλι και γάλα θεωρείται εύλογα ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, στην οποία μεταφέρεται ο νους με την οδηγία και τη δύναμη και την ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας. Όπως δηλαδή, κατά τον Παύλο, κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με την χάρη του Αγίου Πνεύματος(Α΄Κορ. 12, 3), έτσι μήτε ένας δεν μπορεί να συγκεντρώσει το νοητικό της ψυχής του προς την ενοειδή δόξα και μεγαλοπρέπεια της τριαδικής Μονάδος και να προσατενίσει σ΄Αυτή, παρά με τη δύναμη και την ενέργεια και τη χάρη της Τριάδος, με την απόρριψη των αισθητών που υποπίπτουν στις αισθήσεις αλλά και των νοητών που θεωρούνται στη Γραφή και στα αισθητά, και την εγκατάλειψη των γηίνων. Γιατί έτσι βέβαια με το φως Σου, Κύριε, θα δούμε φως(Ψαλμ. 35, 10), δηλαδή με την ενιαία έλλαμψή Σου θα δούμε Εσένα, το Θεό, που φωτίζεις τις καρδιές μας και το νου. Και οπωσδήποτε αφού θεωρήσομε, θα μάθομε «τα σα εκ των σων», για να μη δικαιούται να καυχηθεί κανένας ότι πέτυχε κάτι μόνος του. Γι’ αυτά μάλιστα κι εκείνος που ονομαζόταν πρωτύτερα Άβραμ, που σημαίνει τον περάτη, όταν έφυγε από την πατρίδα του μόλις άκουσε τη φωνή του Θεού, κι εγκατέλειψε όλα όπως διατάχθηκε και μετανάστευσε σε γη όπου ρέει μέλι και γάλα, μετονομάζεται Αβραάμ, δηλαδή «πατέρας πολλών εθνών». Έτσι και ο νους που έγινε άξιος να λέγεται «περάτης» επειδή από τα αισθητά και την αίσθηση και όλο τον κόσμο, με τη δύναμη και την ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας, μετέθεσε τον εαυτό του προς την ενοειδή έλλαμψη και θεωρία και ενατένιση της Αγίας Τριάδος, και αυτός γίνεται πατέρας και πηγή «πολλών εθνών», δηλαδή κάποιων μεγάλων και πολλών ανέκφραστων και μυστικών εννοιών, και αποκαλύπτονται και γεννιούνται μέσα του εξαίσια πράγματα, με τα οποία, σαν πατέρας με τα παιδιά του, χαίρεται και τέρπεται και αγάλλεται και είναι γεμάτος με την εν Χριστώ ειρήνη.
* Ο Αβραάμ ονομάστηκε ”περάτης”(Γεν 14, 13) επειδή προερχόταν από χώρα πέρα από τον ποταμό Ευφράτη, τον οποίο ”πέρασε” ‘οταν μετανάστευσε στη γη Χαναάν. Η λέξη αυτή μεταφράζει την εβραική λέξη ”ιβρί”, η οποία εξελληνίστηκε σε ”εβραίος”.
Η ταπείνωση και η θεωρία
25. Θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε, και διαπιστώνοντάς τα η ψυχή μου εξίσταται. Η αιτία της υψώσεως του νου γίνεται πολύ μεγάλη αφορμή για ταπείνωση, κι εκείνο που υψώνει απείρως την ψυχή, αυτό το ίδιο την ταπεινώνει υπερβολικά. Πως δηλαδή αρχή της θεωρίας είναι η ταπείνωση, και τελείωση της ταπεινώσεως η θεωρία. Ακόμη και αν κανείς γνωρίσει όλη τη σοφία του κόσμου τούτου, χωρίς ταπείνωση είναι αδύνατο να αποκτήσει υψοποιό θεωρία. Λέω υψοποιό θεωρία, για να τη διακρίνω από τη θεωρία που είχαν οι Έλληνες, που δεν ήταν υψοποιός. Χωρίς υψοποιό θεωρία δεν είναι δυνατό να ταπεινωθεί ο άνθρωπος ούτε αν κάμψει το λαιμό του σαν κρίκο(Ησ. 58, 5). Ω η ανείπωτη σοφία του σοφού Δημιουργού μας! Ποιος εννόησε ποτέ κάτι τέτοιο πριν το δει, από ταπείνωση ύψιστη ανύψωση, είτε από τα ύψη υπερβολική ταπείνωση; Θα μπορούσε κανείς να πει και για το θεόμορφο νου ότι «αυτός που κατέβηκε, ο ίδιος είναι και που ανέβηκε»(Εφ. 4, 10), και να προσθέσει σ’ αυτό ότι «αυτός που ανέβηκε, ο ίδιος είναι και που κατέβηκε». Γιατί όταν ο νους με βαθιά γνώση φτάσει μέσω της χάρης στα ύψιστα με ταπείνωση και χαίρεται σαν οικεία του τα θεία που ξεπερνούν το λόγο, τότε νιώθει κατώτερος απ’ όλα με την ταπείνωση. Λέει ο Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, και τα μάτια μου δεν κοίταξαν ψηλά, και δεν έκανα πράγματα μεγάλα που προξενούν το θαυμασμό και είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, παρά όταν ταπεινοφρονούσα»(Ψαλμ. 130, 1-2). Ο νους όμως, μαζί με αυτό, μπορεί να πει όχι ανάρμοστα και το αντίθετο: «Κύριε, δεν ταπεινώθηκα και δεν ταλάνισα τον εαυτό μου και δεν τον ονόμασα χώμα και στάχτη, παρά όταν υψώθηκε η καρδιά μου και τα μάτια μου κοίταξαν ψηλά κι έζησα πράγματα μεγάλα και θαυμαστά που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μου». Ω θαυμαστέ Δημιουργέ Βασιλεύ, φέρνεις σε έκσταση την καρδιά μου όταν κατανοεί το έργο της σοφίας Σου, το νου, ο οποίος έχει δημιουργηθεί σοφός από την πρόνοιά Σου.
Η ταπείνωση και η θεωρία
26. Ο νους που επιστρέφει με τη βοήθεια της χάρης στο Θεό, στην αρχή κατέχεται από μια κατάσταση αυτοκατηγορίας, γι’ αυτό και ο άνθρωπος που έχει αυτόν το νου πενθεί και θρηνεί και πονεί και κλαίει και συντρίβει όσο επιβάλλεται την καρδιά του και μέρα με τη μέρα καθαρίζει την εμπάθειά της και ταπεινώνεται, όπως είναι εύλογο, όχι βέβαια χωρίς πολλή λύπη. Όταν πάλι πετύχει με τη δωρεά του Χριστού την αναγκαία κάθαρση μέσω της ησυχίας και αρχίσει να βλέπει νοερά τα νοητά και να υψώνεται προς το Θεό και τη δόξα Του και να ατενίζει σταθερά προς τα εκεί, πέφτει μετά την πρώτη αυτοκατηγορία σε μια δεύτερη, νοερή, μεγάλη, χωρίς διέξοδο συνεχή και αδιάκοπη. Και από αυτό αποκτά τότε πράγματι βεβαιότερη και βαθύτερη ταπείνωση· σε τέτοιο βαθμό, ώστε κι αν ήταν δυνατόν όλοι οι άνθρωποι ολοφάνερα να τον μακαρίζουν, αυτός και τότε ακόμα βλέπει τον εαυτό του με την αίσθηση της ψυχής του και αληθινά χειρότερο από τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά και από αυτόν που δεν είναι απολύτως τίποτε. Γιατί εκείνος που δεν υπάρχει, δεν μπορεί να αμαρτήσει, ενώ αυτός βλέπει τον εαυτό του να αμαρτάνει διαρκώς. Στην κατάσταση αυτή της ταπεινώσεως όμως χαίρεται τις πιο πολλές φορές και αγάλλεται, για τον εαυτό του βέβαια διόλου, γιατί πώς να χαίρεται εκείνος που κατηγορεί πάντοτε τον εαυτό του ότι αμαρτάνει; Χαίρεται για τον φιλεύσπλαχνο Θεό που είναι πιο κοντά και από την πνοή του ή, για να το πω πιο φανερά, που μέσα από την καρδιά του δημιουργεί και κινεί ρεύματα ουρανίου φωτός και αέναους ποταμούς θαυμασίων του Πνεύματος και καταφωτίζει το νου και μόνο που δεν του λέει ξεκάθαρα: «Είμαι μαζί σου»(Ιερ. 1, 8). Και αφού τον έχει φίλο Του, του αποκαλύπτει χειροπιαστά ο Θεός τα μυστήριά Του και τον χαροποιεί. Και τότε του έρχεται και λέει ό,τι και ο Δαβίδ: «Δε μας τιμώρησε σύμφωνα με τις ανομίες μας ούτε μας ανταπέδωσε ανάλογα με τις αμαρτίες μας»(Ψαλμ. 102, 10). Και λέει όπως ο Παύλος: «Έχομε σωθεί με τη χάρη Του»(Εφ. 2, 5), παρ’ όλο που εργάζεται όλες τις θείες εντολές όσο μπορεί και μισεί με όλη του τη δύναμη κάθε τρόπο άδικο(Ψαλμ. 118, 128) και προσπαθεί με μεγάλη επιμέλεια να μην παραλείψει τίποτε από όσα τείνουν στη σωτηρία, όσο του είναι δυνατό. Όποιος βλέπει ότι του λείπει η αίσθηση γι’ αυτά και διαπιστώνει ότι δεν τα ζει, αυτός δε δοκίμασε ακόμη την πιο αληθινή θεωρία, δεν άρχισε ακόμη να κλαίει με ασταμάτητα δάκρυα, δεν έφτασε στην ενότητα της πίστεως(Εφ. 4, 13) και την επίγνωση της αλήθειας(Α΄ Τιμ. 2, 4), δε βλέπει πραγματικά τη θεία δόξα, ούτε τα πέρα από τα ανθρώπινα πράγματα, και με μια λέξη, δεν έλαβε τη γνώση για το θείο και ανθρώπινο νόημα των πραγμάτων.
Περί θεωρίας
27. Η κτίση με όσα νοητά έχει και η Γραφή με όσα πνευματικά, μαρτυρούν τη δόξα του Θεού και τη βασιλεία και τη σοφία και τη δύναμη και γενικά τη μεγαλοπρέπειά Του. Πόση όμως και ποια είναι η δυνατότητα της μαρτυρίας τους; Πάρα πολύ λίγη και σαν μια σταγόνα από ένα πέλαγος. Ο Θεός δεν έβαλε, να πω έτσι, σε ενέργεια ολόκληρη την άπειρη δύναμή Του ή τη σοφία Του ή τη δόξα και τη μεγαλοπρέπειά Του για να κάνει όσα έκανε —κάθε άλλο μάλιστα—, αν και σ’ εμάς φαίνονται μεγάλα και ένδοξα και γεμάτα σοφία και δύναμη. Αλλά έκανε ό,τι χρειαζόταν, από περίσσεια αγαθότητας. Αποφάσισε ό,τι έπρεπε, και προχώρησε στη δημιουργία σύμφωνα με ό,τι αποφάσισε, σύμμετρα και αρμονικά και όσο χρειαζόταν για να κατοικεί ο άνθρωπος και να περνά τη ζωή του και όσο έβλεπε ότι ήταν σύμμετρο στη χρήση και στην απόλαυσή του· όταν έπλαθε τον ένα Αδάμ, συνθεωρούσε όλους τους ανθρώπους. Και τώρα είναι δυνατό να δει κανείς ότι ούτε η γη που μας υποβαστάζει είναι ανεπαρκής, ούτε οι κάτοικοί της λιγότεροι. Και η γη ήταν ανάλογη με τα εδώ κάτω, ενώ ο ουρανός και ο ήλιος και ο αέρας και η θάλασσα έγιναν κατ’ αναλογίαν της γης. Γιατί και αυτά μεταξύ τους κρατούν την αναλογία που τους έδωσε ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν και παράγει τα πάντα με τάξη και δύναμη που έχουν αναλογία και αρμονία. Αν ο Δημιουργός δε δημιουργούσε μόνο ό,τι χρειαζόταν, αλλά κατά τη δύναμή Του, τη σοφία, τη δόξα και τη μεγαλοπρέπειά Του, τότε αντί ενός θα βλέπαμε αναρίθμητους κόσμους. Και μάλιστα, όχι κόσμους όπως αυτός που τώρα βλέπομε, αλλά κόσμους παράδοξους, υπερφυσικούς και πάνω από κάθε νόηση, που το κάλλος και τη σοφή ποικιλία τους, τη δόξα και την ακτινοβολία τους δε θα μπορούσε εύκολα η ψυχή να υποφέρει, αλλά από τις εκπλήξεις θα εγκατέλειπε το σώμα. Ένα δημιούργημα θέλησε ο Θεός να κάνει, τον άνθρωπο, βασιλιά των επιγείων και σαν άλλο θεό των δημιουργημάτων του Θεού, και αυτόν τον κόσμο τον δημιούργησε για τις ανάγκες του ανθρώπου ευκολότατα και ακαριαία. Ας αφήσομε που κάποιος Προφήτης λέει: «Αυτός που έκανε τη γη σαν ένα τίποτε, και στο τίποτε επάνω τη στερέωσε»(Ησ. 40, 23), κι ένας άλλος: «Αυτός που άπλωσε τον ουρανό σαν δερμάτινη σκηνή»(Ψαλ. 103,2). Και το ότι ρίχνει ένα βλέμμα Του μόνο πάνω στη γη και την κάνει να τρέμει(Ψαλμ. 103, 32), πόσο άραγε ασύλληπτη δύναμη δε φανερώνει; Γι’ αυτό και όλα τα βλεπόμενα τα παρήγαγε με το λόγο Του μόνο. Τα ενδοξότερα και ανώτερα όμως φυλάγονται για τον μέλλοντα αιώνα. Αυτά για να αντέξει να τα δει η ψυχή, ξαναχύνεται με το θάνατο σαν μέταλλο μέσα στο χωνευτήριο του τάφου και γίνεται καινούργιος άνθρωπος για καινούργια πράγματα και τρυφές και οράσεις. Ενώ τα βλεπόμενα αυτού του κόσμου είναι μια σκιά και σαν ένα μακρό όνειρο. Κι αν θέλεις να βεβαιωθείς, κοίταξε το νοητό κόσμο των Αγγέλων, αν έχεις τέτοια δύναμη, και θα δεις εκεί οπωσδήποτε ομορφιά και δόξα και σοφία και δύναμη που είναι όχι μόνο ανέκφραστες, αλλά και ανεννόητες. Αν και ο κόσμος εκείνος έγινε μόνο με μία σκέψη του Θεού, η τόση ποικιλία και τα όσα θαυμάσιά του. Και αν αυτά έγιναν με μία σκέψη, τί θα γινόταν αν λειτουργούσε όλη η θέληση και η σοφία και η δύναμη του Θεού; Αλλά πώς είναι δυνατό να πλησιάσομε κάτι τέτοιο, να εννοήσομε δηλαδή το άπειρο; Τέλος του απείρου δεν υπάρχει, κι όπου δεν υπάρχει τέλος, άρα δεν υπάρχει και κίνηση· υπάρχει μόνο πρόχυση προς τα έξω, ας πούμε, και μάλιστα μερική, ενέργειας από τη δύναμη που πηγάζει από την ουσία Του. Γι’ αυτό και ό,τι θείο μάς δείχνει η κτίση και η Γραφή, αν συγκριθεί με τη δύναμη του Θεού είναι κάτι το αμυδρό, μικρή σταγόνα μπροστά σε απύθμενο και άπειρο πέλαγος. Αλλά, κρίνω ότι αξίζει και μακάρι να γνωρίσομε καλά αυτή την πνευματική σταγόνα. Κι αφού απλώσομε έτσι το νου μας στο άπειρο με την καλλονή και τη δόξα και την τρυφή της θεωρίας αυτής της σταγόνας κι αφού κατά το δυνατό υμνήσομε ανάλογα τον άπειρες φορές απείρως Υπεράπειρο, είθε να ενωθούμε με τον εαυτό μας και με το Θεό σε μία υπερκόσμια κατάσταση ενότητας και να γίνομε απλοί και άπειροι και αόριστοι νόες, μιμητές των Αγγέλων, μέσα σε μια ανέκφραστη ευφροσύνη και χαρά καρδιακή και αγαλλίαση, με την ενέργεια και τη χάρη του Πνεύματος. Αμήν.
Ο πρακτικός και ο θεωρητικός
28. Ο πρακτικός δεν μπορεί να μην ψάλλει, γιατί επιδιώκει για τον εαυτό του την πραότητα και την εγρήγορση που αρμόζει στους πρακτικούς. Να ψάλλει όμως ο θεωρητικός, δεν μπορεί ή δε θέλει. Δεν μπορεί, γιατί δέχεται την ενέργεια της θείας χάρης και γεμίζει τελείως με πνευματική τρυφή μέσα σε σιωπή, καθώς ευφραίνεται κυρίως μέσα σε ατάραχη και ήσυχη καρδιά. Και δε θέλει, γιατί έχει στραμμένη την προσοχή του σε ένα πράγμα και κινεί το νοερό της ψυχής του να ενεργήσει με απλές και ειρηνικές νοήσεις μέσα σε μια βαθιά ηρεμία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη ο θεωρητικός να διέρχεται το έργο της θεοπτίας μέσα στη σιωπή. Αν καμιά φορά φαίνεται να διαβάζει κάτι, αυτό δεν είναι περίεργο για όσους έχουν υπόψη τους ότι ο νους είναι μεταβλητός και ότι η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη και επιδέχεται αλλοίωση. Πρέπει όμως να γνωρίζομε ότι το διάλειμμα μετά τη θεωρία της χάρης, δηλαδή η ανάγνωση, είναι κατώτερη από το έργο της θεωρίας, είτε καθ’ εαυτήν είτε για τη νοερή διαφυγή, γιατί ο νους σε καμία ανάγνωση δεν μπορεί να διατηρηθεί αδιαίρετος. Στη νοερή όμως ελευθερία, η οποία πραγματοποιείται μυστικά μέσα σε σιωπή, τις πιο πολλές φορές ο νους βλέπει ενωμένα, πράγμα που διαφέρει πάρα πολύ από την κατάσταση της διαιρέσεως. Μήπως και στα αισθητά, το να δεις κάτι δεν είναι πολύ ανώτερο από το να το ακούσεις; Γιατί, όπως λέει η παροιμία και το ομολογούν όλοι, τα μάτια είναι πιο αξιόπιστα από τ’ αυτιά. Όπως λοιπόν στα αισθητά, έτσι συμβαίνει και στα νοητά· το να δει κανείς με τη θεωρία κάτι νοητό, είναι πολύ ανώτερο από το ν’ ακούσει γι’ αυτό, πράγμα που συμβαίνει σ’ εκείνους που διαβάζουν. Έτσι και η Σαμαρείτισσα· αφού μίλησε με τον αληθινό Λόγο, κήρυττε στους συμπολίτες της τη θεότητά Του. Όταν όμως ο Λόγος, από πλούτο άκρας αγαθότητας, ήρθε στην πόλη τους και αξιώθηκαν να τον συναντήσουν, έλεγαν ότι δεν έχουν πια ανάγκη της μαρτυρίας της γυναίκας για να γνωρίσουν τη θεότητά Του(Ιω. 4, 42). Το ίδιο γίνεται χωρίς αμφιβολία και όταν η διάνοια δίνει με το λόγο τη μαρτυρία της στην ψυχή και στις δυνάμεις της ψυχής για τα θεία που αντιλαμβάνεται· όταν δηλαδή η ψυχή και οι δυνάμεις της δεχθούν από τη χάρη την δράση των θείων που ως τότε άκουγαν, δεν χρειάζεται πλέον η ψυχή την εξωτερική μαρτυρία. Γιατί ο καθένας που ακούει χρειάζεται και να βλέπει τα ακουόμενα. Εκείνος όμως που βλέπει κάτι, δεν έχει ανάγκη να τον διδάξει άλλος τί είναι εκείνο που βλέπει, όσο βέβαια έχει τα μάτια του και βλέπει. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στο Θωμά που ενώ είχε ακούσει, δεν πίστευε, αλλά έλεγε: «Αν δε δω, δε θα πιστέψω»(Ιω. 20, 25). Όταν βέβαια είδε τον Κύριο, αμέσως φώναξε δυνατά και ονόμασε Κύριο και Θεό του εκείνον για τον οποίο απιστούσε πριν τον δει, ομολογώντας από μόνος του την αλήθεια. Και ό,τι δεν είχε όταν λειτουργούσε η ακοή, δηλαδή την πίστη, το απέκτησε μόλις τον είδε. Ώστε και από αυτό πρέπει να διακρίνομε τόση διαφορά μεταξύ πράξεως και θεωρίας, όση είναι μεταξύ νού και αισθήσεως.
Ο πρακτικός και ο θεωρητικός
29. Και το νήπιο και ο μεγάλος πίνουν το γάλα· το νήπιο όμως για να τραφεί, ενώ ο μεγάλος για ευχαρίστηση. Διαβάζει και ψάλλει ο πρακτικός, το ίδιο φαίνεται να κάνει και ο θεωρητικός. Αλλά ο πρακτικός για ενίσχυση και ασφάλεια της ψυχής του, ενώ ο θεωρητικός για ευχαρίστηση της ψυχής και μάλιστα για να διακόψει λίγο τη γεμάτη φωτιά και ανυψωτική προς το Θεό και δακρυρροούσα κίνηση της καρδιάς του. Γιατί αν και τινάζεται προς τα επάνω το πνεύμα που είναι μέσα του και φαιδρύνεται καθώς ευφραίνεται από τις θείες λάμψεις και μεταμορφώνεται από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και αυξάνεται, αλλά η σάρκα που είναι σύνθετη και η καρδιά που είναι χωματένια ασθενούν. Κι έτσι ο πρακτικός για χάρη της γνώσεως και της από αυτήν διδασκαλίας και επιστήμης μελετά τους θείους λόγους. Εκείνα όμως των οποίων τη γνώση ο θεωρητικός δέχεται με σιωπή και τα διδάσκεται δίχως λόγους και τα βλέπει με τα πνευματικά μάτια, δεν μπορεί να τα πει λόγος. «Το αυτί της ησυχίας —λέει— θ’ ακούσει εξαίσια»· είπε εξαίσια, αλλά τί είδους εξαίσια δεν μπόρεσε να πει, γι’ αυτό παρέλειψε να εξηγήσει τα ανερμήνευτα και υπέρλογα. Γι’ αυτό μου έρχεται να μακαρίζω εκείνους που μακάρισε ο θείος λόγος επειδή πίστεψαν πριν δουν(Ιω. 20, 29), εννοώ τους πρακτικούς· θεωρώ όμως υπερμακάριους τους θεωρητικούς. Γιατί αν ο πρακτικός, μολονότι δεν έχει δει, είναι μακάριος από μόνη την πίστη του, τί μπορεί κανείς να σκεφτεί για το θεωρητικό; Ο οποιος εκτός του ότι βαδίζει με την πίστη(Β΄ Κορ. 5, 7) που είναι πολύ ανώτερη από την πράξη, έχει δει ταυτόχρονα και τα μεγάλα και εξαίσια και ζει μέσα στην καρδιά του θείες αναβάσεις(Ψαλμ. 83, 6) και βλέπει μέρα τη μέρα περισσότερα, όπως είναι φυσικό.
30. Σε καθένα από τα δύο συστατικά του ανθρωπίνου κράματος ο Κοσμήτορας και Ποιητής του παντός έδωσε κατάλληλα την αντίστοιχη απόλαυση και, για να την ονομάσω έτσι, τη ζωή. Και για το ορατό σώμα του ανθρώπου παρήγαγε όλη την κτίση που φαίνεται, ενώ για το νοητό άνθρωπο, δηλαδή για την ψυχή, όσα νοούνται μέσα στην αισθητή κτίση. Γιατί όπως με το αισθητό μέρος του ανθρώπου έχει ενωθεί το νοητό, έτσι σε όλη την ορατή κτίση κάτω από κάθε πράγμα φαίνεται να υπάρχει η νοητή ομορφιά, και δε γίνεται κανένα από τα ορατά, ακόμα και το πιο ελάχιστο, να στερείται τη νοητή συνάφεια. Τούτο είναι φυσικό. Έπρεπε οπωσδήποτε, αφού τα πάντα έγιναν για τον άνθρωπο με το θείο Λόγο του Παντοκράτορα, να μη φαίνεται ότι έχει γίνει κανένα παράλογο, που θα γινόταν αν μαζί με το φαινόμενο δε συνυπήρχε και το νοούμενο. Γιατί τότε θα απολάμβανε το σώμα με τη συνεργεία των ορατών, ενώ η χριστιανική ψυχή θα έμενε κενή, και θα ήταν το σώμα ανώτερο από την ψυχή, πράγμα άτοπο. Από πού αλλού θα εξασφαλίσει η ψυχή να ζει όπως της ταιριάζει; Από το Θεό; Αλλά αυτό θα είναι έξω από την τάξη που έβαλε Αυτός που έκτισε τα πάντα μέσω του Λόγου· γιατί τότε οι ασύνθετες ουσίες (οι Άγγελοι) θ’ αποδειχθούν κατώτερες από τις σύνθετες (τους ανθρώπους), αν εμείς είχαμε κατά τρόπο άμεσο την ιδιότητά τους να κινούνται αφ’ εαυτών προς το Θεό. Μήπως πάλι θα έπρεπε ν’ ανυψωνόμαστε από απλά (αμιγή) νοητά κι έτσι ν’ αντλούμε την τρυφή της εποπτείας των θείων; Αλλά και αυτό θα μας έκανε ισάγγελους και θα ήταν αφύσικο, ν’ ανυψώνονται δηλαδή προς το Αγαθό οι ένυλοι νόες εφάμιλλα με τους άυλους. Γιατί εκείνοι δεν παίρνουν τη ζωή και την ανύψωσή τους προς το πρώτο Αγαθό έξω από τον εαυτό τους, αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό τους απολαμβάνουν τις ενοειδείς θείες λάμψεις. Ενώ εμείς που είμαστε εκ φύσεως κατώτεροι και δεύτεροι μετά τους Αγγέλους, συναγόμαστε σταδιακά προς το Θεό και το κάλλος Του με τρόπο υποδεέστερο και, για να πω έτσι, κατώτερο του αγγελικού, χωρίς να κάνομε αρχή γι’ αυτό τις ασύνθετες ουσίες ή τα αμιγή νοητά. Κάτι τέτοιο είναι των Αγγέλων, το να ξεκινούν δηλαδή από τον εαυτό τους για να ανυψωθούν στο Θεό. Εμείς ξεκινούμε από τα σύνθετα σύμφωνα με τη λογική και, καταλήγοντας στα απλά κτιστά, περνούμε πέρα, στα άκτιστα, όπως είναι ορθό σύμφωνα με τη φύση μας, καθώς είπα. Kι έτσι συναγόμαστε, ενοειδείς, προς τον εαυτό μας και το Θεό. Για τούτο, για να έχομε τη δυνατότητα που μας ταιριάζει να απολαμβάνομε και να ζούμε νοερά και να ανυψωνόμαστε στο Θεό, σε όλα τα αισθητά είναι διάσπαρτα και συνυπάρχουν νοητά, τα οποία αντιλαμβάνεται η θεωρία. Αυτά ο πρακτικός δεν μπορεί ή δε θέλει να τα βλέπει. Δεν μπορεί, όταν δεν έχει άνθρωπο ή Γραφή να του τα δείχνει καθαρά. Δε θέλει, όταν ενώ έχει και άνθρωπο και Γραφή, από οίηση και πονηρία δυσπιστεί στον πλησίον και πιστεύει στον εαυτό του, κι έτσι μένει άγευστος της σχετικής με αυτά διδασκαλίας, θεωρώντας το γράμμα της Γραφής ως οδηγία που του αρκεί και χρησιμοποιώντας την κτίση με στενή έννοια, μόνο για την υπηρεσία του σώματος· νομίζει ότι αυτό είναι ευσέβεια και αρκείται σ’ αυτά και δε ζητεί τίποτε περισσότερο. Ο δε θεωρητικός, επιλέγοντας από την ορατή κτίση τα αόρατα και βρίσκοντάς τα σύμφωνα με το πνεύμα της Γραφής, προχωρεί με αγαλλίαση προς τις ασύνθετες ουσίες· και αφού δει καλά την ωραιότητα και τη λαμπρότητά τους, τις προσπερνάει χαρούμενος με τη βοήθεια της χάρης και μεταβαίνει στα άκτιστα νοητά του Θεού. Και αφού εντρυφήσει στην απειρία και τη θεωρία τους, όσο είναι δυνατό, πλησιάζει άρρητα προς την ακτίνα του θείου κάλλους με τρόπο ενοειδή και υπερφυσικό. Και όταν έκπληκτος απολαύσει όπως πρέπει την ανέκφραστη υπερκόσμια ωραιότητα και την ολόφωτη εκείνη λαμπρότητα μέσα σε μία ενοειδή και μονοειδή κατάσταση, δεν μπορεί να φανταστεί σε τί θα μεταβληθεί μέσα σ’ αυτή τη χαρά και το θαυμασμό. Έτσι λοιπόν δέχεται ατελείωτο το ρεύμα της θείας ευφροσύνης, και δείχνει χωρίς φθόνο και στον πρακτικό το δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια, με λόγια και με γραπτά.
Η μετοχή του Αγίου Πνεύματος
31. Άραγε γνωρίζεις τί είναι εκείνο που χύνεται μέσα στις καρδιές των πιστών και ποιό είναι το σημάδι αυτής της εγχύσεως; Είναι βέβαια το Άγιο Πνεύμα που έρχεται από τον Πατέρα διά μέσου του Υιού, το οποίο και γεμίζει την οικουμένη. Είναι παντού ολόκληρο και χύνεται ολόκληρο σε κάθε πιστό. Μερίζεται χωρίς να παθαίνει τίποτε και μετέχεται χωρίς να εμποδίζεται. Σημάδια της μετοχής Του ή της εγχύσεώς Του μέσα μας είναι η επιθυμία της φτώχειας με ταπείνωση, τα εύκολα και ασταμάτητα δάκρυα, η προς το Θεό και τον πλησίον τέλεια και άδολη αγάπη, η καρδιακή χαρά, η αγαλλίαση από τη συνάντηση του Θεού, η μακροθυμία στα συμβαίνοντα, η χρηστότητα προς όλους και γενικά η καλωσύνη, η ένωση και η θεωρία και το φως του νου, η αεικίνητη θερμή δύναμη της προσευχής, και μ’ ένα λόγο, η αμεριμνία για τα πρόσκαιρα με τη μνήμη των αιωνίων. Πόσο θαυμαστά είναι τα έργα Σου, Κύριε(Ψαλμ. 103, 24)! Αληθινά, ένδοξα κηρύχθηκαν για σένα, ω πόλη του Θεού(Ψαλμ. 86, 3), πιστή δηλαδή καρδιά.
32. Αν έχεις ακούσει και εννόησες τη μεγάλη βουλή του Θεού μας κατά την ασύλληπτη ευαρέσκεια της υπερφυσικής φιλανθρωπίας του Πατέρα, που αγγελιοφόρος της έγινε και την έφερε ο Ιησούς(Ησ. 9, 6) από εξαιρετική, πάνω από κάθε έννοια αγιότητας, αγαθότητα και αγάπη προς το ανθρώπινο γένος, με την οποία βουλή συναθροίζονται όλοι οι λόγοι των ορατών σε ένα λόγο συνοπτικό, τον οποίο υποσχέθηκε να μας δώσει ο Θεός(Ησ. 10, 23), τότε δε θα πάψεις ποτέ να βρίσκεσαι σε έκπληξη και να έχεις διαρκή χαρά και ειρήνη.
33. Αν γνωρίσεις το σκοπό της θείας μεγαλειότητας που έχει για μας, και όσα γίνονται ανάμεσα σ’ εμάς και το Θεό ως συνέπεια αυτού του σκοπού, τότε θα αντιληφθείς τι θέλει για μας ο Θεός και που καταλήγουν τα ζητήματά μας και πόσο υστερούμε από τα πρέποντα. Αυτό ασφαλώς θα γινόταν έργο λύπης θεάρεστης, ενωμένης με πλήρη και αληθινή ταπεινοφροσύνη.
Περί θεωρίας
34. Εκείνος που μελετά πλησιάζοντας με νοερές οράσεις όλα όσα περιλαμβάνει η αγάπη του Θεού, θα βρει χωρίς αμφιβολία ν’ ανατέλλουν στην ψυχή του τα τρία εκείνα, για τα οποία όλες οι ιερές Γραφές και τα βιβλία μιλούν με προθυμία ώστε να πείσουν τους ανθρώπους να τα αποκτήσουν με κάθε τρόπο· εννοώ την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, το πέρας ή καλύτερα το θεμέλιο όλων των πρακτικών και των θεωρητικών αρετών. Αυτή αληθινά είναι η μέσα μας ιερή τριάδα, με την οποία ενωνόμαστε με την Αγία Τριάδα, πλησιάζοντάς Την σαν άλλοι άγγελοι.
Περί θεωρίας
35. Τρεις τριαδικές τάξεις μυστηρίων θεωρεί γενικά ο υγιής νους γύρω από το Θεό· προσωπική, φυσική, και ακόλουθη της φυσικής. Η πρώτη τριάδα φανερώνεται στο νου κυρίως από τα ιερά γράμματα. Η φυσική φανερώνεται και από την κατανόηση των όντων. Η άλλη που ακολουθεί τη φυσική, συνάγεται και από τη λογική αλήθεια. Όταν ο νους εισέλθει στην πρώτη τριαδική τάξη ή μάλλον, για να κυριολεκτήσω, όταν ατενίσει σ’ αυτή, συναντά τον Απρόσιτο, αλλά όχι έτσι απλά. Στη δεύτερη, βρίσκει χαρά μέσα σε σοφία, ενωμένη με έκπληξη. Και όταν περάσει στην τρίτη τριάδα, τότε εισδύει αληθινά στο γνόφο όπου είναι ο Θεός. Τότε έχει γίνει απλούστατος εντελώς και άπειρος και αόριστος, σε μια κατάσταση χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα. Όταν, τέλος, θεωρεί με τις τρεις αυτές τριάδες, ή μάλλον όταν βλέπει μαζί τους και μια άλλη, κατά κάποιο τρόπο δέκατη τάξη, αυτήν όπου κατοίκησε όλο το πλήρωμα της Θεότητας σωματικά(Κολ. 2, 9), όπως λένε οι κήρυκες της αλήθειας, τότε βλέπει στ’ αλήθεια, μέσα στην τελειότητα και το τέρμα της θεωρητικής χάρης, την ειρήνη που υπερέχει κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7).
Περί θεωρίας
36. Και υποδιαιρώντας πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ο νους θεωρεί με μυστικό τρόπο τρεις διαθέσεις πνευματικής χάρης μέσα στη δωρεά του Χριστού που αναβλύζει ειρήνη: πάνω από τον κόσμο, γύρω από τον κόσμο και μέσα στον εαυτό του. Σε αυτή την τριαδική μονάδα, ή τη δεκάδα κατά κάποιο τρόπο, ή την τελειότητα της θεωρίας, ενεργούν στην ψυχή με την αγαθή χάρη τα βέλη της θείας αγάπης και ο νους μυείται τα σχετικά με αυτήν μυστήρια και από αυτά καταφωτίζεται και χαίρεται και ευφραίνεται. Και ο ίδιος βέβαια με την ενέργεια του Πνεύματος στρέφει προς το Θεό την αγαπητική δύναμη της ψυχής και την κινεί όσο είναι δυνατό προς το θείο έρωτα και από αυτό αρχίζει να αγαπά το Θεό πολύ φυσικά, και ανυψώνεται και προοδεύει σ’ αυτή την αγάπη και είναι προσηλωμένος και βλέπει και βιάζει τον εαυτό του στις εντολές όσο μπορεί περισσότερο. Και σπεύδει με όλα τα μέσα με τη βοήθεια της χάρης μήπως μπορέσει μ’ ένα τρόπο θεμιτό να πλατύνει και, αν πρέπει, να τελειοποιηθεί μέσα του η θεία αγάπη. Τότε ο Θεός και ο νους γίνονται παραδόξως ένα πνεύμα, αφού ο Θεός είναι πνευματικά μέσα στο νου κατά παραδοχήν και ο νους μέσα στο Θεό κατ’ επιβολήν. Και βλέπει καθαρά αυτό που λέει ο Παύλος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο γίνεται ένα πνεύμα με Αυτόν»(Α΄ Κορ. 6, 17). Τότε ο Θεός γίνεται για το νου έλλαμψη και φως και έρωτας, και ο νους ευφραίνεται και θαυμάζει την παρουσία του Θεού και χαίρεται για την ενιαία έλλαμψη του τριαδικού φωτός και όπως είναι φυσικό ειρηνεύει και αναπαύεται εν Χριστώ γεμάτος έκπληξη.
Περί θεωρίας
37. Ο θεωρητικός νους λέει —ή νοεί, ή και βλέπει, αν θέλετε— πέντε λόγους που αναφέρονται γενικά στον ενανθρωπήσαντα Ιησού, τους λόγους δηλαδή της δόξας, της αγάπης, της χάρης, της ειρήνης και της αναπαύσεως. Το λόγο της δόξας τον βλέπει από την παραγωγή των κτισμάτων, ορατών και νοουμένων, γιατί όλα έγιναν από Αυτόν και δίχως Αυτόν δεν έχει γίνει τίποτε απ’ όσα έγιναν(Ιω. 1, 3), είτε οι αιώνες και τα αιώνια, δηλαδή ο υπερουράνιος κόσμος, είτε πολύ περισσότερο εκείνα που έγιναν εν χρόνω. Και το μεγαλύτερο από αυτά, γιατί ο Λόγος έχει την ίδια φύση και είναι σύνθρονος με το Θεό Πατέρα και με το Πνεύμα, αφού είναι εικόνα του αόρατου Θεού(Κολ. 1, 15) και απαύγασμα της δόξας Του(Εβρ. 1, 3), έχοντας εκ φύσεως όσα έχει και ο Πατέρας(Ιω. 16, 15). Γι’ αυτό και ο ίδιος είναι μέσα στον Πατέρα και ο Πατέρας μέσα σε αυτόν(Ιω. 14, 10). Το λόγο της αγάπης, από το ότι ο Λόγος σαρκώθηκε και κατοίκησε ανάμεσά μας(Ιω. 1, 14). Το λόγο της χάρης, από την άφθονη έκχυση και δωρεά σ’ εμάς του ζωοποιού Πνεύματος, γιατί όλοι εμείς πήραμε από τον πλούτο Του και χάρη πάνω στη χάρη(Ιω. 1, 16). Το λόγο της ειρήνης, από το ότι ο Λόγος έγινε ευαγγελιστής της θείας ειρήνης φέρνοντας το μήνυμά της και σε όσους ήταν κοντά Του και στους απομακρυσμένους(Εφ. 2, 17), πραγματοποιώντας ειρήνη(Εφ. 2, 15) και συμφιλιώνοντας τα επίγεια με τα ουράνια(Κολ. 1, 20)· γι’ αυτό και ο Πατέρας μάς ανέστησε μαζί με το Χριστό και μας έβαλε να καθίσομε μαζί Του στα επουράνια(Εφ. 2, 6). Και, τέλος, το λόγο της αναπαύσεως, από το ότι μέσω του Χριστού γίναμε αναντίρρητα κληρονόμοι του Θεού, από τον οποίο δεν υπάρχει κανένα άλλο όχι μόνο σημαντικότερο, αλλά ούτε και ίσο, γιατί υπερβαίνει υπεράπειρα κάθε σύγκριση. Στη συνέχεια, από τους πέντε αυτούς λόγους, οδηγείται πνευματικά κι αληθινά και βλέπει μέσα στην ενική Τριάδα τρεις λόγους ενωμένους που καταλήγουν σε ένα εξαίσιο μυστικό σκοπό. Κι έτσι με αγάπη και εγκράτεια, αγρυπνία, ανάγνωση και προσευχή, με ταπεινό, υποτακτικό φρόνημα και την πρακτική αρετή, όσο είναι δυνατό, προχωρεί με κατάλληλο τρόπο και προς θεωρητικές φανερώσεις του Θεού και θείες έννοιες και ζει μονάχα μαζί με το Θεό χωρίς να χαλαρώνει διόλου από την πρέπουσα προσοχή και τον απαιτούμενο φόβο. Έτσι απολαμβάνει με τρόπο ανέκφραστο τα πολλά και λαμπρά χαρίσματα του Πνεύματος, με αγία αγάπη και καρδιακή χαρά και υπερφυσική ειρήνη και τα λοιπά αληθινά αγαθά(Γαλ. 5, 22), και γίνεται ναός του Θεού και κληρονόμος καινούργιος και μ’ ένα λόγο θέσει θεός κατά χάρη.
«Είπε ο Θεός στον Αβραάμ, “Θα πληθύνω πολύ το σπέρμα σου κλπ.”»
38. Έπειτα από αυτά, όταν εγώ κοιτάξω προς τον θεάνθρωπο Κύριο με ειρηνικό το βλέμμα της ψυχής μέσα στη ζωοποιό και φωτιστική δύναμη του Πνεύματος και μελετήσω εκείνους τους πέντε λόγους που προείπα, βλέπω ολοφάνερα ότι εκπληρώθηκε από τον σαρκωθέντα Λόγο εκείνο που Αυτός υποσχέθηκε παλιά στον Αβραάμ λέγοντας: «Θα πληθύνω πολύ το σπέρμα σου, όπως τα άστρα του ουρανού και την άμμο στο χείλος της θάλασσας»(Γεν. 22, 17). Όταν ο πανίερος Παύλος αναφέρει το στίχο «Με το σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη»(Γεν. 22, 18· Γαλ. 3, 16), ανάγει την έννοια του σπέρματος στον Ιησού· έτσι βέβαια πολύ εύλογα και το σπέρμα του Αβραάμ που πληθύνθηκε με τέτοιο τρόπο είναι ο Κύριος Ιησούς, που μόνο Αυτός είναι υπερπλήρης λόγω της ενώσεως και της ενέργειας της θεότητας, και είναι άπειρος για το μέγεθός Του, ανεξερεύνητος για το πλήθος και αληθινά πολυπληθής, ως Θεός των χαρίτων, όπως τα άστρα του ουρανού και η άμμος στην άκρη της θάλασσας, και είναι γενιά του Αβραάμ και κατάγεται από αυτόν ρητά και κατηγορηματικά. Δεν είναι λογικό να υποθέσομε ότι ο λόγος αυτός του Θεού αναφέρεται στον Ισμαήλ, γιατί αυτός δεν ήταν παιδί ελεύθερης μητέρας(Γεν. 16, 1 κ.ε.) και ο Θεός είπε στον Αβραάμ ότι το σπέρμα του θα προέλθει από τον Ισαάκ(Γεν. 21, 12· Εβρ. 11, 18)· ούτε πάλι αναφέρεται στον Ισραήλ, γιατί το πλήθος των απογόνων του δεν έφτασε σε τέτοιο αριθμό που είπε ο Θεός, όπως βέβαια ούτε όλος ο πληθυσμός της γης. Τέτοιο είναι το πλήθος μόνο του Κυρίου και Χριστού, ο οποίος έχει προσληφθεί από το σπέρμα του Αβραάμ και ενώθηκε με το Θεό Λόγο και είναι ένα πρόσωπο, άνθρωπος και Θεός, και που Αυτού μόνο η ειρήνη είναι απεριόριστη(Ησ. 9, 7), τα κρίματά Του άβυσσος(Ψαλμ. 35, 7) και οι δρόμοι Του ανεξερεύνητοι(Ρωμ. 11, 33) και η δύναμη και η σοφία Του και όλες οι θείες ιδιότητές Του άπειρες φορές απείρως άπειρες. Στο πρόσωπο του Χριστού και τα έθνη που τότε ήταν ακόμη ανύπαρκτα ευλογήθηκαν ανέλπιστα και πραγματοποιήθηκε φανερά ο τόσος πληθυσμός με όσες ιδιότητές του είπαμε. Εξάλλου, ούτε ταίριαζε, ούτε ήταν καθόλου αναγκαίο στο Θεό να κάνει χάρη στον πατριάρχη και να του υποσχεθεί πληθυσμό λαών από το σπέρμα του. Η ικανοποίηση από τέτοια πράγματα ταιριάζει οπωσδήποτε σε άπιστους και ακαλλιέργητους· ενώ σε άνθρωπο όπως ο Αβραάμ, με άριστα φρονήματα και αγαπητό στο Θεό, στο βαθμό που ήταν ο πατριάρχης εκείνος, ταίριαζε να ικανοποιείται με όλη την ψυχή του και να χαίρεται για την κατά το δυνατό γνώση και θεωρία περί Θεού, και από αυτές να δέχεται πλήθος θείων νοημάτων και θεωριών και ελλάμψεων κι έτσι να «πληθύνεται» θεοπρεπώς. Με αυτή την έννοια και ο Μωυσής γίνεται ικέτης αξιόπιστος για να δει και να γνωρίσει το Θεό που του φανερώθηκε(Εξ. 33, 13κ.ε.)· κι αφού τον είδε —όσο ήταν δίκαιο να δει—, έγινε τόσο μεγάλος και απέκτησε τόσο πολλή θεία γνώση, ώστε ούτε να το πει δεν μπορεί κανείς. Στο Σολομώντα πάλι έδωσε ο Θεός αφθονία και πλήθος σοφίας και γνώσεως των όντων, όπως η άμμος που είναι στο χείλος της θάλασσας, γι’ αυτό και πληθύνθηκε περισσότερο απ’ όλους τους συγχρόνους του(Γ΄ Βασ. 2, 35α-β). Όποιος σκεφτεί θα εννοήσει, και μάλιστα εύκολα, κατά τί πληθύνει ο Θεός άνθρωπο ή σπέρμα ενός ανθρώπου αφοσιωμένου σ’ Αυτόν. Γιατί ο Θεός ελάχιστα χαίρεται απλώς για πλήθος λαού, χαίρεται όμως για τη σοφία και την πνευματική γνώση της ψυχής και για τις άλλες αναρίθμητες θείες αρετές. Αυτά τα είχε όλα μαζί και άφθονα ο Κύριος Ιησούς, το σπέρμα του Αβραάμ, στον Οποίο κατοίκησε όλη η Θεότητα σωματικά(Κολ. 2, 9), πράγμα που υπερβαίνει απείρως κάθε έννοια πλήθους. Από Αυτόν προέρχεται κάθε ον και κάθε πλήθος, και μαζί με αυτά και οι θησαυροί της γνώσεως και της σοφίας που είναι κρυμμένοι στο Χριστό(Κολ. 2, 3). Και τούτο είναι δωρεά πράγματι θεοπρεπής και έξοχη, που την υποσχέθηκε ο Θεός κατάλληλα στον έξοχο φίλο Του, τον Αβραάμ. Και πρόσεξε τώρα πληθυσμό του Ιησού Χριστού, θείο και απέραντο, από τους πέντε λόγους που προείπα. Πρώτα λοιπόν διαφαίνονται από τη δόξα Του τα ένδοξα ιδιώματα της θείας φύσεώς Του, που τα έχει εκ φύσεως ως Θεός αληθινός- άπειρα για το μέγεθός τους, καθώς λένε οι Πατέρες που θεολογούν γι’ αυτά, και ανεξερεύνητα για το πλήθος τους. Έπειτα τα γνήσια εκείνα που αναφέρονται στη σχέση υιότητας με τον Πατέρα και την ομοουσιότητά Του μ’ Εκείνον, και τα προερχόμενα από την ένωσή Του με το Πνεύμα και τη διάδοση των δωρεών, στις οποίες μετέχουν μυριάδες άνθρωποι, Ίσως και όλη η οικουμένη, χωρίς να λιγοστεύουν. Και ανάμεσά τους ακόμη τα ιδιώματα της ένσαρκης οικονομίας, τα άρρητα και αναρίθμητα. Αυτά όλα, για να μιλήσω με συντομία, όσα προέρχονται από τη δόξα Του, όσα από την αγάπη, από τη χάρη, την ειρήνη και την ανάπαυσή μας σ’ Αυτόν, αν τα παρατηρεί κάποιος όσο είναι δυνατό, βλέπει πόσο περισσότερο από τα άστρα του ουρανού και από την άμμο που είναι στο χείλος της θάλασσας, έχει πληθυνθεί μυστικά ο Ιησούς Χριστός, το σπέρμα του Αβραάμ. Και θα υμνήσει, δοξάζοντας ανάλογα την τόσο μεγάλη και υψηλότατη υπόσχεση, τη θαυμαστή και μυστηριώδη και μόνη άξια του Θεού που είναι πηγή χαρίτων, την οποία ο Θεός πραγματοποίησε στον περισσότερο απ’ όλους διαλεκτό και πιστότατο φίλο —το Χριστό— για χάρη γενικής και εξαιρετικής ευδαιμονίας του ανθρωπίνου γένους και μάλιστα των πιστών. Δόξα σ’ Εκείνον που ευαρεστήθηκε να γίνει έτσι ο πληθυσμός. Αμήν.
Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο
39. Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο, από τους ουρανούς του ουρανού, που η ουσία Του είναι φώς· να τον υμνείς στα επουράνια ύψη, μέσα σε όλους τους Αγγέλους Του και τις ουράνιες δυνάμεις(Ψαλμ. 145, 1-2). Είναι εξαιρετικά άξιες δοξολογίας και η δύναμη και η σοφία Του, και ευλογημένο το άγιο όνομά Του. Να υμνείς τον Κύριο παίρνοντας αφορμή από τα πάνω από το στερέωμα νερά και το πάνω από αυτά φως· από το στερέωμα του ουρανού και την τάξη του και τη θαυμαστή περιδίνησή του· από τον αιθέρα που καίει τα πάντα· από τη λαμπρότητα και την ομορφιά του ηλίου και της σελήνης και των άστρων και από τη διαφορά τους, τη θέση, την κίνηση και την χωρίς ύλη πυρώδη κατάσταση και ύπαρξή τους, που είναι κάτι το υπερβολικά φοβερό· από το φως της ημέρας και την μεταβολή της κατά την παράτασή της, με την οποία όλος ο κόσμος διοικείται πάνσοφα και δίκαια. Να υμνείς, ψυχή μου, τον Κύριο από τη σύνθεση των τεσσάρων μεγίστων στοιχείων του παντός, δηλαδή του νερού, της φωτιάς, του αέρα και της γης, η οποία παραμένει σε θαυμαστή ειρήνη και ευστάθεια μολονότι αυτά είναι ενάντια μεταξύ τους και ασυμβίβαστα. Από την ορμητική φορά και τη διαφορά των πουλιών και την πρόνοια για τη ζωή και τη διατήρησή τους. Από τη θάλασσα και την ισχυρότατη δύναμή της, που συγκρατείται με την άμμο, ένα τόσο σαθρό οχύρωμα, και από όλα όσα ζουν μέσα στη θάλασσα, που είναι άπειρα κι έχουν μύριες διαφορές μεταξύ τους στην όψη, στον όγκο, στις ιδιότητες, στη ζωή και στους τόπους διαμονής, στις συνήθειες, στις ικανότητες και στις ενέργειές τους. Να υμνείς πάλι με ειρήνη και θαυμασμό τον Κύριο από την κάθε είδους γρήγορη συγκομιδή από τη θάλασσα των αναγκαίων για τη ζωή του άνθρωπου. Να υμνείς με χαρά τον Κύριο από τη γη και τα αναρίθμητα ζώα που κινούνται ή έρπουν στη γη κι έχουν ποικίλες και πολλές διαφορές μεταξύ τους. Και ακόμη βέβαια και από τα δένδρα που φυτρώνουν σ’ αυτή, καρποφόρα ή και άκαρπα, με τις αφάνταστες διαφορές ακόμη και μεταξύ δένδρων του ιδίου γένους, και από τα φυτά τα κηπευτικά, τα σιτηρά, τα όσπρια και όσα χρησιμεύουν στον αρωματισμό, στη θέρμανση, στην ψύξη, στην υγρασία, στην ξηρότητα, τα οποία διαφέρουν υπερβολικά πάνω από λόγο, με χίλιους δυο τρόπους. Και από τα νερά τα πολυειδή και ποικίλα, τις βροχές, τα χιόνια, το χαλάζι, και από τις βροντές και τις αστραπές. Από αυτά λοιπόν και τα παρόμοια να υμνείς και να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο για την ακατανόητη δύναμή Του, την άρρητη σοφία Του και την απερίγραπτη δόξα Του, και μάλιστα, γιατί από τέτοιο Δημιουργό όλα τα ορατά έγιναν για σένα από την ανέκφραστη αγάπη που έχει για σένα, για να ζεις μέσα σ’ αυτές τις λαμπρότητες και δόξες όπως ταιριάζει στη φύση και στο λογικό σου και να θεωρείς τη δόξα και τη σοφία και τη δύναμη του Δημιουργού σου που τόσο σε αγαπά, ο οποίος και τον μονογενή Του Υιό έδωσε για χάρη μας(Ιω. 3, 16) που έγινε άνθρωπος με ασυνήθιστο, θαυμάσιο τρόπο, που ξεπερνά τη νόηση του ανθρώπου.
Περί θεωρίας
40. Τί σκέφτηκε, για να πώ έτσι, η υπέρτατη εξουσία της δυνάμεώς Σου, υπερούσιε Δέσποτα, και τί θέλησες, αν μπορώ να πω, υπέρσοφε Βασιλεύ, και τί επιθύμησες μέσα σε μία ακατανόητη ευαρέσκεια, υπεράγαθε Θεέ, και τί έκανες από άπειρη αγάπη, Παντοκράτορα Κύριε, με την ανέκφραστη πρόνοια της αγαθότητάς Σου για μας, υπερένδοξε; Δόξα στην άπειρη αγαθότητα που επέδειξες απεριόριστα για μας με ανάλογη προνοητική σοφία και άπειρη δύναμη, Εσύ που κατά την ουσία Σου δεν κινείσαι διόλου προς τα έξω σε τίποτε. Ας πω κι εγώ μαζί με τον όσιο Δαβίδ: «Πόσο μεγαλείο έχουν τα έργα Σου, Κύριε, και πόσο ασύλληπτο είναι το βάθος των λογισμών Σου!(Ψαλμ. 91, 6)». Γιατί βλέπω νοερά και αληθινά με τη δύναμη του Πνεύματος και να, είναι γεμάτος από απερίγραπτη δόξα ο οίκος Κυρίου(Ησ. 6, 1). Και βλέποντας φυσικά με τον τρόπο αυτό, βλέπω και τον εαυτό μου μέσα στον οίκο του Κυρίου να είναι υπερπλήρης από δόξα και χάρη, μέσα σε ανείπωτη ανάπαυση και ανέκφραστη και αιώνια ειρήνη. Και δικαιολογημένα υπερεκπλήττομαι κι έχω χτυπηθεί από τα βέλη της θείας αγάπης και είμαι πληγωμένος από αυτά και καίγομαι από ερωτική ζέση μέσα σε χαρά πνευματική, σε υπερκόσμια ευφροσύνη και αγαλλίαση, κι η καρδιά μου, από θεία δωρεά, είναι γεμάτη ιερό φως του οποίου πυρσός άσβηστος είναι το Πνεύμα, αν επιτρέπεται να πω έτσι. Κι έτσι εισάγομαι στους λόγους όλων των όντων, ενωμένους σε ένα μυστικό λόγο, και βλέπω όλα τα περιεχόμενα των Γραφών να καταλήγουν σ’ εκείνο το λόγο. Και πολλά τέτοια μυστήρια μού αποκαλύπτονται που αναφέρονται στον ένα εκείνο λόγο και που φαίνονται μέσω εκείνου σε όσους βλέπουν αληθινά και πνευματικά. Ο λόγος αυτός είναι η μεγάλη βουλή του Θεού, την οποία είδε ο Δαβίδ και έψαλλε: «Η βουλή του Κυρίου μένει στον αιώνα και οι λογισμοί της καρδιάς Του σε γενεές γενεών»(Ψαλμ. 32, 11). Γιατί τη βουλή του Κυρίου κανείς δεν μπορεί να ματαιώσει(Ησ. 14, 26-27). Η βουλή αυτή βλέπεται ή μεταδίδεται όχι με τη μάθηση αλλά με την πνευματική και ενυπόστατη χάρη, η οποία φωτίζει το νου να εννοήσει την αλήθεια και τον προετοιμάζει να βλέπει τα υπερκόσμια. «Ποιος γνωρίζει, Κύριε, τη δύναμη της οργής Σου; Και ποιος μπορεί από το φόβο Σου να μετρήσει το θυμό Σου;»(Ψαλμ. 89, 11) είπε η θεία Γραφή. Αλλά η πνευματική σοφία μέσα μου λέει: «Ποιος γνωρίζει τη δύναμη της αγάπης Σου και θα μπορέσει από τα ενεργήματά Σου να μετρήσει τον έρωτά Σου;» Είναι θαυμαστά, Κύριε, τα έργα της αγάπης Σου· η ψυχή μου είναι γεμάτη από τη γνώση τους. Μου κινεί το θαυμασμό η γνώση του έρωτά Σου(Ψαλμ. 138, 14 και 6). Ποιος μπορεί να την αντικρίσει στο σύνολό της; Δεν απλώνεται μόνο η ποιότητά της στο άπειρο του απείρου, αλλά και με την ανείπωτη ποικιλία της προχωρεί εδώ κι εκεί με απεριόριστη σοφία και δύναμη ανάλογη, ανέκφραστε Κύριε! Είσαι μονάδα στη φύση, τη δύναμη και την ενέργεια, Τριάδα κατά τις Υποστάσεις και τις προσωπικές ιδιότητες. Είσαι ευλογημένος, Εσύ που μας ευλόγησες με κάθε ευλογία πνευματική(Εφ. 1, 3) στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και μας ανέστησες μαζί με το Χριστό και μας έβαλες να καθίσομε μαζί Του στα επουράνια(Εφ. 2, 6) παραπάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα και κάθε όνομα που λέγεται στον παρόντα αλλά και στον μέλλοντα αιώνα(Εφ. 1, 21) και μας έκανες συγκληρονόμους του Χριστού(Ρωμ. 8, 17) και κληρονόμους Σού της Τριάδος, του ενός Θεού. Έδωσες θαυμαστώς στην εξουσία μας όλα τα επουράνια και τα επίγεια στο όνομα του Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου δικαιωθήκαμε οι επίγειοι με τον ουσιαστικό Του λόγο και με τη δύναμη της χάρης. Ω, η υπερβολή της θείας αγάπης και του θαυμαστού έρωτά Σου, ώστε να γινόμαστε πραγματικά μέτοχοι της δωρεάς του Θεού, της Τριάδος, και του Θεού Λόγου! Είσαι αληθινά δοξασμένος, Κύριε, που μας μετέδωσες ακατανόητα τη φυσική Σου δόξα. Είσαι πραγματικά ανέκφραστος, και ακατανόητα σ’ εμάς εκείνα που κάνεις και υπερβολικά αφανέρωτος ο έρωτάς Σου για μας.
41. Είναι μακάριος ο άνθρωπος που ξανάνθισε η νοερή του αίσθηση από τη σωστή ησυχία και σαν να πούμε ξαναγύρισε στον εαυτό της και ζει με την έμπνευση και την ενίσχυση του Πνεύματος. Αυτή, με τη χάρη του Θεού, είναι καρπός υγιούς διάνοιας που ανορθώνει τις διαθέσεις της ψυχής και μαζί κινητοποιεί και το νου και ευκολότατα αλλοιώνει την καρδιά, ενώ η διάνοια πετά προς τα θεία. Να έρθει αυτή στον εαυτό της χωρίς επιστημονική ησυχία και καθαρότητα του νου με τη χάρη του Θεού, είναι πιο αδύνατο παρά να κολυμπά ο άνθρωπος στον αέρα. Μαζί με αυτή, είναι πραγματοποιήσιμο και ωφέλιμο να θυμάται κανείς το Θεό και να θεωρεί το Θεό. Χωρίς τη νοερή αίσθηση η μνήμη του Θεού είναι μάλλον λήθη Θεού, και η θεωρία και η γνώση Του είναι μάλλον άγνοια και αβλεψία Θεού. Εκείνος που με τη χάρη του Θεού βρήκε αυτή τη θεία αίσθηση, μπορεί να πει κανείς ότι βρήκε το Θεό. Δε χρειάζεται λόγια, αφού διάλεξε να στέκεται κοντά στο Θεό και να τον λατρεύει. Εκλέγει τη σιωπή, ή μάλλον σωπαίνει και χωρίς να θέλει. Μέσα του κατοικεί πνεύμα θεϊκό· αγάπη και ειρήνη και χαρά πνευματική πηγάζει από αυτόν. Ζει μια ζωή διαφορετική από τη συνηθισμένη και κοινή. Ευφραίνεται εξαιτίας του Θεού και τα νοερά μάτια του βλέπουν φως νοερό. Μέσα η καρδιά του έχει φωτιά. Απλότητα, ατρεψία, απειρία, απεριοριστία, αναρχότητα και αιωνιότητα συνυπάρχουν μέσα του μαζί με έκπληξη. Συνεχή δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του, και ακόμη αναβλύζει και από την καρδιά του πηγή ζωντανού πνευματικού νερού. Ενώνεται ενιαία και ολοκληρωτικά με τα νοητά, περικυκλώνεται από τη λάμψη τού Ενός, η απόλαυση που νιώθει είναι υπερκόσμια, ενθουσιάζεται, χαίρεται, θαυμάζει και απορεί με τη μεταβολή που τον οδήγησε στο Θεό. Εκείνος που γεύθηκε αυτά, θα εννοήσει και θα υμνήσει, πολύ εύλογα βέβαια, το Θεό τον υπερούσιο, τον ύψιστο, τον χωρίς μορφή ή ποιότητα ή μέγεθος ή ποσότητα, τον απλό, τον ασχημάτιστο, τον άπειρο, τον απεριόριστο, τον αχώρητο, τον αψηλάφητο, τον αόρατο, τον άρρητο, τον ανερμήνευτο, τον άναρχο, τον αιώνιο, τον άκτιστο, τον άφθαρτο, τον ακατανόητο, τον ανεξιχνίαστο, τον υπερούσιο, τον υπερδύναμο, τον υπεράγαθο και υπέρκαλο. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και ο ύμνος στους αιώνες.
Για το θείο φωτισμό
42. Καλώντας Κύριε, Συ η Σοφία, εκείνους που είναι φτωχοί από νου, τους είπες: «Ελάτε να φάτε το ψωμί μου και να πιείτε το κρασί που σας ετοίμασα»(Παροιμ. 9, 4-5). Αφού λοιπόν πίστεψα στην άφατη φιλανθρωπία Σου, έρχομαι Κύριε, εγώ ο αληθινά φτωχός στο νου, γιατί σφάλλω σε ό,τι κάνω. Σε παρακαλώ —η παράκληση μού μένει—, δώσε μου δωρεάν, εύσπλαχνε Θεέ, τροφή πνευματική και ποτό το Πνεύμα Σου, το οποίο αναμφισβήτητα είναι και φως. Γι’ αυτό και οι δικοί Σου λένε ότι εκείνοι που έχουν το Πνεύμα φορούνε φως. Και όταν το φως θα λάμπει μέσα μου κατά ανείπωτο τρόπο, θα νιώσω πραγματικά ότι Συ είσαι για μένα το ένδυμά μου, Συ είσαι η αγία και μακάρια ζωή μου. Γιατί εκείνοι που φορούν το φως, όπως πάλι λένε οι δικοί Σου, Χριστέ, είναι ντυμένοι Εσένα(Γαλ. 3, 27), το απαύγασμα της δόξας του Πατέρα(Εβρ. 1, 3), την αληθινή και αθάνατη ζωή. Και αυτοί πάλι, κατά τους Αγίους Σου, είναι ντυμένοι και τον Πατέρα. Κι έτσι γίνονται ολοφάνερα οίκοι και καταλύματα και ναοί της υπερύμνητης τρίφωτης Θεότητας· βγαίνουν έξω από τα ορώμενα, παύουν να ασχολούνται με τα νοούμενα και αναπαύονται πνευματικά σ’ Εσένα, την υπέρθεη Θεότητα.
Από πού γεννιέται ο θείος έρωτας μέσα στην ψυχή
43. Ο θείος έρωτας γεννιέται μέσα στην ψυχή με την υπακοή στις εντολές και στα θεία δόγματα και με την πνευματική αναζωπύρωση που προξενεί το ζωοποιό Πνεύμα μέσα στην καρδιά, και φουντώνει σαν φλόγα. Αυτός είναι σαν κάποια ψυχή της καθαρής και αιώνιας και αέναης θείας προσευχής και η κίνηση, η ενέργεια, η ενότητα και η σύνοψή της, η έκσταση και η δράση και η ιερή πραγματικά απόλαυση από την έλλαμψη· ο απλανής δρόμος της τέλειας και υπερφυσικής ενώσεως με το Θεό και το αναμφισβήτητο υπερφυσικό ξεκίνημα του ενυπόστατου νοερού φωτισμού, κατά τους Πατέρες, που είναι το δώρο της θεώσεως, ο αρραβώνας της μέλλουσας κληρονομιάς των Αγίων, το ενέχυρο της δόξας του Χριστού, το υπερουράνιο ένδυμα της υπερκόσμιας αγαλλιάσεως, η ιερή σφραγίδα της υιοθεσίας και, με λίγα λόγια, η λαμπρότητα εκείνη που αναδεικνύει τους μετόχους της σύμμορφους με το Χριστό(Ρωμ. 8, 29) και συμμέτοχους της άρρητης θεότητάς Του, ώστε και αδελφούς Του να τους ονομάσει και κληρονόμους Θεού και συγκληρονόμους δικούς Του, όπως και είναι, πράγμα υπερβολικά θαυμαστό. Γι’ αυτό λοιπόν είναι μακάριος εκείνος που με την κατάλληλη επιμέλεια όσων αναφέραμε, απέκτησε τον ανέκφραστο έρωτα του Θεού κι είναι προσηλωμένος με την αγία προσευχή και την ησυχαστική ζωή στο Θεό. Αυτός πράγματι θα είναι ενωμένος με το Θεό και θα υποστεί την υπέρνοη θεοποιό αλλοίωση, θεωρώντας πλέον χαρά τα υπέρ Χριστού παθήματα και επιθυμώντας με όλη του την ψυχή να εκτελεί τις εντολές Του(Ψαλμ. 111, 1). Σε Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
Συνέχεια για το θείο έρωτα
44. Από οποιαδήποτε θεωρία, και αυτήν ακόμα των Χερουβείμ, ο Θεός είναι άπειρες φορές απείρως ανώτερος εκ φύσεως. Ο έρωτας όμως που έχει από άπειρη αγαθότητα, οπωσδήποτε θεωρείται. Από αυτόν προήλθαν —ερωτικώς προφανώς— τα κτιστά και ορώμενα, τα οποία πάντως δημιουργήθηκαν για τα νοούμενα. Γι’ αυτό κατά πρώτο λόγο ο θείος έρωτας φανερώνεται να περιβάλλει τα νοητά, Αγγέλους δηλαδή και ψυχές, ως πλησιέστερα στο Θεό και οικειότερα. Γιατί είναι ίδιον της Θεότητας να έχει οικειότερες τις νοερές φύσεις, που φανερά για χάρη τους δημιουργεί ο Θεός αγαπητικώς και με την πρέπουσα, να πούμε, μεγαλοψυχία και μεγαλοφροσύνη και τα άλλα, τα αισθητά. Γι’ αυτό βέβαια μπορούν και πολύ λαμπρά να θεωρούν κατά κάποιο τρόπο τον έρωτα τού τελείως καθ’ εαυτόν αόρατου Θεού· μέσω δηλαδή των ορωμένων, σαν να είναι κάποιοι θρόνοι Του, να θεωρούν τον έρωτα το νοητό και υπερκόσμιο.
Γιατί μεταξύ του εραστή Θεού και του ερωμένου ανθρώπου προβάλλουν πολλά συμβάντα που κηρύττουν μεγαλόφωνα και από πολλά σημεία τον θείο έρωτα, και μάλιστα όταν μέσα σε καρδιά φωτισμένη ο νους αποκτήσει ακινησία και δύναμη να βλέπει δεχόμενος πνευματική ενέργεια και στη συνέχεια φέγγοντας σαν πυρσός, όταν η ψυχή δεχτεί από τη χάρη τον αρραβώνα της πνευματικής ζωής μέσα στην καρδιά με μία ευαίσθητη νοερή ενέργεια. Τότε πια μέσα σε θείο φωτισμό και υπερφυσικά αρχίζει απαραπλάνητα και με ασφάλεια να βλέπει η ψυχή τα γαμήλια, ας πούμε, δώρα του Εραστή της, και ανάλογα να ελκύεται από αυτά να τον θυμάται και να επιθυμεί ν’ αναπολεί όσο γίνεται χωρίς παύση αυτά τα θεία δώρα. Από αυτά φαντάζεται στη συνέχεια και το πρόσωπο του Εραστή ευτυχισμένη με έκπληξη υπέρμετρη και γίνεται σαν παράλυτη από τον θείο έρωτα αφήνοντας πίσω της ολότελα την αίσθηση και τη νόηση οποιουδήποτε άλλου, κι απορεί και δε γνωρίζει τι θα γίνει από την υπερβολή της θεωρίας. Και ζώντας έτσι αυτά τα πράγματα, σκιρτά και χαίρεται και αδιαφορεί για το σώμα. Και στη συνέχεια ανεβαίνει κάπως κι αυτή ν’ αγαπά το Θεό και φτάνει ευτυχισμένη σ’ ερωτική φωτιά, γεμίζοντας από τα μυστήρια του Θεού κι έχοντας μέσα στη φλογισμένη καρδιά της την ενέργεια του παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος.Και τότε, κατά τρόπο θαυμαστό, σχηματίζεται ένας ιερός και εξαιρετικά γλυκύς κύκλος της αγάπης από αυτόν τον θεϊκό έρωτα, που προέρχεται από τη γνώση και φανέρωση των κτισμάτων, και ο οποίος κύκλος δείχνει περίλαμπρα το Θεό ως εραστή μας ν’ ανεβάζει κι εμάς με τη σειρά μας σε έρωτες Θεού, κατά τους οποίους ερωτευόμαστε κι εμείς το Θεό, έτσι που από το Θεό να αρχίζει και στο Θεό να καταλήγει. Οπότε βέβαια φθάνομε και σε ομοίωση της θείας εικόνας με το γλυκύ συναίσθημα και την απόλαυση του θείου έρωτα, και γινόμαστε αγαθοί με σοφία, δηλαδή πρακτικοί με θεωρία, του Θεού ερωμένοι και του Θεού εραστές, πάσχοντας τα μυστήρια της θείας και ζωοποιού ενώσεως και εκστάσεως και με μία λέξη τα μακάρια πάθη της γνώσεως του πάμφωτου φωτός, με τη χάρη του Χριστού, του Κυρίου μας.
Ο φόβος που περιέχει η αγάπη
45. Εσείς που υψώνεστε σε αγάπες Θεού και σε πνευματικές αναπαύσεις μυστικών ερώτων και γεύεστε με συναίσθηση από αυτό το θεϊκό οινοδοχείο και με άφραστο τρόπο χαίρεστε και γλυκαίνεστε ανάλογα, επειδή παρατηρείτε βάθη μυστηρίων υπερκοσμίων και απολαμβάνετε ανείπωτα και αναπαύεστε σε βαθιά ειρήνη, να φοβάστε ακόμη και, προσέχοντας στο Θεό, να προσεύχεστε και να ταπεινώνεστε με κάθε τρόπο, ακούγοντας τον αγιότατο Δαβίδ που φωνάζει φανερά στο Θεό: «Συ είσαι η αγαλλίασή μου· λύτρωσέ με από αυτούς που με περικύκλωσαν»(Ψαλμ. 31, 7), και που διδάσκει με μεγαλοσύνη, ή μάλλον εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα: «Να υπηρετείτε τον Κύριο με φόβο και να νιώθετε αγαλλίαση γι’ Αυτόν με τρόμο»(Ψαλμ. 2, 11). Βλέπετε επίσης τον Παύλο, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), ο οποίος μεταφέρθηκε στον τρίτο ουρανό και εισήλθε στον ιερό παράδεισο και άκουσε τα απόρρητα, τα οποία δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να τα πει(Β΄ Κορ. 12, 2-4), ύστερα από αυτά τα μεγαλεία να φοβάται μήπως, ενώ κήρυξε σε άλλους, ο ίδιος φανεί άξιος αποδοκιμασίας(Α΄ Κορ. 9, 27). Και αν ο θείος διδάσκαλος της οικουμένης Δαβίδ λέει: «Όσοι αγαπάτε το Θεό να μισείτε τα φαύλα»(Ψαλμ. 96, 10), διδάσκει ακριβώς τούτο, όσοι δηλαδή αγαπούν τον Κύριο να φοβούνται. Επειδή δηλαδή ο Δαβίδ έβλεπε ότι και μετά την αγάπη στο Θεό, η κακία προσπαθεί να αντιπαραταχθεί και κατά κάποιο τρόπο να συμπλεχθεί με την ψυχή, παραγγέλλει πολύ εύλογα και κατάλληλα, εκείνοι που αγαπούν τον Κύριο και φτάνουν σ’ αυτή την κατάσταση, να προσέχουν ακόμη και να μισούν την κακία. Και αν διδάσκεστε να τη μισείτε, άρα πρέπει ακόμη να τη φοβάστε· γιατί αν δεν ήταν άξια φόβου, δε θα παρήγγειλε επιτακτικά ο Προφήτης να τη μισούν όσοι αγαπούν το Χριστό.
Είναι βέβαια υψηλή και θεία και πραγματικά χαριτωμένη κατάσταση να νιώθομε ευφροσύνη και αγαλλίαση κοντά στο Θεό βλέποντας υπερφυσικά μυστήρια, η ψυχή ωστόσο υπόκειται στη μεταβολή και πολύ λίγο απέχει από τη γήινη ύλη και από το σώμα που την περιέχει, ίσως για να είναι και λίγο φοβισμένη στον αδιάκοπο αγώνα της μην τυχόν κλίνει ποτέ προς το σώμα. Κι είναι δεμένη θαυμαστά μαζί του και κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί μαζί του θέλοντας μη θέλοντας, και συμπάσχει και σε μερικά έχει αλλοιωθεί από τη φύση της, ώστε μπορεί να πει κανείς ότι δεν έχει εξουσία. Κι είναι το σώμα για την ψυχή ανένδοτος αντίπαλος και της δίνει πολλές αφορμές που τη σπρώχνουν σε ολισθήματα. Άρα χρειάζεται αγωνία και προσευχή από το φόβο που ανακύπτει. Έχει μεγάλη ανάγκη φόβου και τρόμου η ψυχή που ανυψώνεται προς το Θεό. Kαι πόσο μεγάλη ανάγκη έχει από προσοχή και προσευχή αφήνω στους πιο στοχαστικούς από τους ακροατές να το σκεφτούν και να το διακρίνουν. Kαι αυτά βέβαια ενώ ήδη θα θεωρεί με τη φωτιστική χάρη του Πνεύματος και θα πάσχει ανάλογα τα της θείας αγάπης.
Aν ο Αδάμ είχε εύλογο φόβο παράλληλα με την υπερβολικά θεομίμητη και προφητική δωρεά που απολάμβανε, δε θα νικιόταν, αλοίμονο, με τόσο άσχημο τρόπο. Το ίδιο και ο Σαμψών που γεννήθηκε από θεία υπόσχεση και ο θεοφόρος Δαβίδ και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Σολομών, ο θαυμαστός σε όλα. Αν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι είχαν ανάγκη από φόβο και αγωνία και προσοχή παράλληλα με την προσευχή, τί πρέπει να σκεφτούμε για εκείνους που δεν έλαβαν ακόμη την υπερφυσική δωρεά και ενέργεια του Πνεύματος; Που ακόμη δεν ανέβηκαν στους θείους εκστατικούς έρωτες και στις μανικές, ας πούμε, βακχείες του βλεπομένου κάλλους του Θεού; Πόσο φόβο χρειάζονται και τρόμο, προσοχή δίκαιη και προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, αδιάκοπα και με φρόνημα ταπεινό;
Η αγάπη είναι τριών ειδών
46. Η πείρα γνωρίζει ότι η αρχή της αγάπης είναι τριπλή, και ανάλογα τριών είδών είναι τα πρώτα της, και βέβαια κι οι λόγοι της είναι τριών ειδών. Υπάρχει αγάπη αισθητική, δηλαδή των αισθήσεων, προς μερικά αισθητά. Πρόκειται για περιπαθή όρεξη κάποιου επιθυμητού· γι’ αυτό πολλές φορές και τα άλογα ζώα αγαπούν. Υπάρχει και άλλη αγάπη, λογική έφεση της ψυχής για κάτι που νομίζεται αγαθό, με σκοπό να επιτευχθεί το αγαθό. Η τρίτη είναι βέβαια νοερή, αλλά είναι από το ζωοποιό Πνεύμα. Είναι ένα υπερφυσικό θέλγητρο που ωθεί το καλό αθέλητα μέσα στην καρδιά και φλογίζει κι ενεργεί με τη θεωρία του άκρου Αγαθού, δηλαδή του Θεού. Γιατί όπως ο Θεός δε θεωρείται με τη θέληση της ψυχής ωραίος και άπειρες φορές πιο ωραίος απ’ όλα, αλλά από τη φύση Του, έτσι ανάλογα και ο θείος έρωτάς Του δεν ανάβει με τη θέληση του ανθρώπου, γιατί είναι αεικίνητη φυσική ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος που ενεργεί μέσα στην καρδιά και απέχει τόσο πολύ από το να κινείται από τη θέληση της ψυχής, ώστε να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή μάλλον αυτή η ενέργεια από τη φύση της κινεί τη θέληση. Γι’ αυτό και είναι και λέγεται επιπλέον θεία παράκληση, γιατί από το ένα μέρος είναι ενέργεια του Θεού επάνω στην ψυχή με έμπνευση και επιφοίτηση του Πνεύματος, και από το άλλο είναι σχέση της ζωοποιού ψυχής με το Θεό, η μοναδική θαυμάσια ένωση και συμπάθεια, που έλκει και θέλγει ολόκληρο το νου μαζί με όλες τις δυνάμεις της ψυχής με όλη την ορμή προς την ένωση με το θείο κάλλος, μαζί με νοερή επιθυμία του καλού. Γι’ αυτό και δε λέγεται παράκληση τίποτε από τα προλεχθέντα· ούτε η όρεξη κάποιου επιθυμητού αισθητού, ούτε η έφεση κάποιου αγαθού. Αλλά παράκληση λέγεται μόνο η αγάπη τού κατά τη θεωρία νοερού καλού, που κινείται ως επιθυμία με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος με συναίσθηση μέσα από την καρδιά. Και Παράκλητος ονομάζεται το Άγιο Πνεύμα, του οποίου ενέργεια είναι αυτή, η οποία είναι και πραγματικά αγάπη, και αυτής απεικονίσεις είναι οι άλλες δύο αγάπες. Ή μάλλον, η μία, δηλαδή η αγάπη της ψυχής, που με το λογισμό ζητεί το αγαθό για το αγαθό, είναι δικαιολογημένα απεικόνιση της θείας και πνευματικής αγάπης, ενώ η άλλη, η αισθητική, είναι απεικόνιση της ψυχικής. Επομένως, ελάχιστα γνωρίζει κανείς τα της αγάπης, τη γλυκιά διάθεση και την παράκληση, κι έχει πλήρη άγνοια της αγάπης προτού λάβει στην καρδιά του αέναα και φανερά την ενέργεια της ζωοποιού δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Γιατί ο λογισμός δεν μπορεί πάντως να κινήσει από μέσα την έδρα των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή την καρδιά, αλλά από έξω· πολύ λιγότερο μπορεί να την κινήσει η αίσθηση. Γι’ αυτό και με αυτά μόνο επιφανειακά και εικονικά αγαπά κανείς ο,τιδήποτε. Η δύναμη όμως και η ενέργεια του αγίου και ζωοποιού Πνεύματος, όταν καταλάβει από μέσα όλο τον οίκο της ψυχής από τα βάθη της και στη συνέχεια κινεί με το θέλγητρό της, όπως είπα, ολόκληρες τις δυνάμεις της ψυχής στη νοερή θεωρία του άκρου Αγαθού, αρπάζει τελείως την ψυχή προς το θείο κάλλος με αγάπη ουσιαστική και γοητεία υπερκόσμια. Μόνο λοιπόν όποιος κινείται από το Θεό κι έχει μέσα του θεία ενεργήματα όπως αυτά που περιγράψαμε, μόνο αυτός έμαθε με βεβαιότητα, μέσα στο μυστικό βάθος της ψυχής του, τι είναι η ουσιαστική αγάπη και ποια είναι η απόλαυσή της. Και ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει ουσιαστικά τίποτε από τα μύρια όσα, ούτε και το Θεό τον ίδιο, πριν γίνει μέτοχος του ζωοποιού Πνεύματος, ακόμη κι αν αγαπά όσο μπορεί· αλλά ούτε και γνωρίζει ακριβώς τί είναι αγάπη και ποιά η ανέκφραστη ηδονή που απορρέει από αυτή με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
Ο νους ανεβαίνει με τρεις τρόπους προς τη θεωρία του Θεού
47. Όπως η κίνηση του σώματος χρειάζεται και κάτι άλλο, έξω από την τάξη της, εννοώ τα μάτια, και κάτι άλλο πέρα από τη δική της φύση, δηλαδή το φως, έτσι και η κίνηση του νου χρειάζεται μάτια διαφορετικά από την τάξη του νου, και φως άλλο, πέρα από τη φύση του. Γι’ αυτό δεν είναι και κάθε κίνηση του νου ευπρεπής, αλλά μόνο εκείνη που κινείται με τα μάτια και το φως της χάρης, όπως είπα. Μάτια του νου μέσα μου, όπως πιστεύω, είναι το άνοιγμα της καρδιάς· φως, ο ίδιος ο Θεός που ενεργεί μέσα στην καρδιά μέσω του Πνεύματός Του. Κι όπως το αισθητό φως δεν κινεί ορθά τον αόμματο, εκτός αν τον οδηγεί κάποιος που βλέπει, έτσι και το νοητό φως, ο Θεός, δεν κινεί το νου εκείνου που δεν έχει άνοιγμα καρδιάς, παρά μόνο μέσω κάποιου που έχει. Αλλά τα αισθητά μάτια δεν ενεργούν, δηλαδή δε βλέπουν, χωρίς φως. Ούτε λοιπόν και το άνοιγμα της καρδιάς ενεργεί χωρίς το Θεό, ή μάλλον ούτε να ανοιχθεί καν η καρδιά υπάρχει πιθανότητα, αν ο Θεός δεν ενεργήσει και δε βλέπεται μέσα σ’ αυτή.
Η συμμετοχή της οράσεως
48. Μετά τη νοερή ένωση της καρδιάς μέσω της χάρης, ο νους βλέπει χωρίς πλάνη μέσα σε φως πνευματικό και τείνει να φτάσει το επιθυμητό του, που είναι ο Θεός, παραιτώντας ολότελα την αίσθηση, χωρίς να του μένει κάποια χροιά ή ένα ποιόν ή κάποια επίδραση από τις φαντασίες των αισθητών. Ο νους μας είναι ένα σκεύος θεϊκό και δέχεται όσο μπορεί μέσα του την απλησίαστη λάμψη του θείου κάλλους. Κι είναι βέβαια αυτό το σκεύος θαυμάσιο γιατί διευρύνεται ανάλογα με το πλήθος του θείου Πνεύματος που εισρέει μέσα του, και όσο περισσότερο εισρέει, τόσο και αυτό μεγαλώνει, ενώ στη μικρότερη εισροή μικραίνει κι αυτό. Επίσης, με την πιο άφθονη εισροή γίνεται ισχυρότερο, ενώ με τη λιγότερη είναι πιο αδύνατο. Ακόμη, αν χυθεί μέσα πολύ, το σκεύος συγκλίνει προς τον εαυτό του και φυλάει όσο δέχτηκε χωρίς να χυθεί καθόλου. Αν όμως χυθεί μέσα λίγο, δεν αντιδρά, αδυνατίζει και δεν μπορεί να συγκρατήσει εκείνο που δέχτηκε. Και όταν δεχτεί πολύ, γίνεται ελαφρότερο· ενώ γίνεται βαρύτερο και κλίνει περισσότερο προς τα κάτω, όταν είναι πιο άδειο απ’ ό,τι μπορεί να περιλάβει. Επίσης, κατέχει ευκολότερα το περισσότερο παρά το λιγότερο. Συμπεριφέρεται δηλαδή αντίθετα από ό,τι τα αισθητά σκεύη, τα οποία, εκτός των άλλων, κατέχουν ευκολότερα τα λιγότερα απ’ ό,τι τα περισσότερα. Γι’ αυτό νομίζω και ο υιός της βροντής, ο Ιωάννης, στην αρχή του ευαγγελίου του είπε: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν με το Θεό, και ήταν Θεός ο Λόγος»(Ιω. 1, 1), ώστε με το μέγεθος του λόγου να επεκτείνει μαζί και το νου που τα ακούει. Και με το μεγαλύτερο φωτισμό του πράγματος να του δώσει μεγαλύτερη ευρυχωρία και με τον όγκο του λόγου του να τον κάνει στερεό, να τον ενοποιήσει και να τον καταστήσει κατάλληλο προς ανύψωση στη θεωρία του Θεού και κάτοχο της υπέρτατης σοφίας Του. Και όταν ο Ιησούς λέει στον Ανανία για τον Παύλο: «Είναι σκεύος της εκλογής μου»(Πράξ. 9, 15), αυτό πρέπει να το εννοήσομε ότι το λέει για το νοερό μέρος του εσωτερικού ανθρώπου, με το οποίο μεταφέρθηκε στον τρίτο ουρανό και άκουσε, όπως λέει ο ίδιος, άρρητα ρήματα, τα όποια δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να τα πει(Β΄ Κορ. 12, 4).
49. * Το κεφ. 49 λείπει και από το πρωτότυπο κείμενο
Περί θεωρίας
50. Ο νους του ανθρώπου είναι σαν ένας τόπος που δέχεται τη λάμψη της θείας φανερώσεως. Η ιδιότητά του, για την οποία θα μιλήσω, είναι θαυμαστή και αντίθετη με ό,τι συμβαίνει στον αισθητό τόπο. Ο αισθητός τόπος δηλαδή, όσο πιο εκτεταμένος είναι, τόσο περισσότερα δέχεται. Με το νου συμβαίνει το αντίθετο: Όσο περιορίζεται και συστέλλεται, τόσο καταλληλότερος γίνεται να δεχτεί τα μεγαλύτερα. Και όταν μαζέψει και συγκρατήσει κάθε κίνησή του, λογική ή νοερή ή όποια άλλη, τότε βλέπει το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μεγάλα, το Θεό. τον βλέπει όσο επιτρέπει η χάρη του παναγίου Πνεύματος και όσο η υλική και κτιστή φύση μπορεί να βλέπει τον έξω από την ύλη και την κτίση. Δε βλέπει φαντασίες κενές, ούτε βλέπει σαν σε όνειρο πλάσματα του ίδιου του του λογισμού. Αλλά βλέπει μέσα στο φως της καρδιάς που δέχεται την ενέργεια της άρρητης δυνάμεως του θείου Πνεύματος και πάσχει την υπερφυσική αλλοίωση, που όποιος τη δέχτηκε από τη χάρη, ο ίδιος κοιμάται και ησυχάζει ενώ η καρδιά του αγρυπνεί(Άσμα 5, 2). Και γρηγορότερα μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι είναι άνθρωπος, παρά ότι η ενέργεια εκείνη είναι θεία και πνευματική. Γιατί έχει τις στιγμές εκείνες μια ένθερμη ζωήρρυτη, πνευματική, αδιάκοπη κίνηση της καρδιάς, που συνήθως ακολουθείται από ήρεμα δάκρυα. Αυτή η ενέργεια δεν ειρηνεύει μόνο την καρδιά με τον εαυτό της, αλλά και με όλους τους ανθρώπους. Από αυτήν ανατέλλει αγνότητα, γλυκύτητα, ικετευτικές αλάλητες φωνές, άνοιγμα της καρδιάς, ευφροσύνη και ανέκφραστη ηδονή. Εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σ’ αυτή, απομακρύνεται γνήσια κι όχι προσποιητά, στο άκουσμα και μόνο, από κάθε ηδονή σωματική, κάθε χαρά ή πλούτο ή δόξα των προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου.
Αυτός έλαβε και τα έχει όλα αυτά με τρόπο θείο και πνευματικό στην καρδιά και στο νου του, όχι μόνο με λογισμό ψιλό, αλλά με βεβαιότητα, και ούτε χαίρεται για το αισθητό τούτο φως. Γιατί με τον περισπασμό τούτο της αισθήσεως αμβλύνει το θεϊκό και νοητό και πράγματι γλυκύ φως. Γι’ αυτό και πολύ λίγο μεταχειρίζεται το αισθητό φως, όσο για παρηγοριά του έξω ανθρώπου. Και όλα τα δέχεται, όλα τα υπομένει(Α΄ Κορ. 13, 7), σε όλα είναι ασφαλισμένος, χάρη στη γεμάτη γλυκύτητα διάθεση που νιώθει από την αγάπη και τη θεωρία του Θεού. Και δεν υπάρχει τίποτε που να τον θλίβει, εκτός από την αμαρτία. Για τον τόπο αυτό, δηλαδή για το νου τον γεμάτο θείο έρωτα, κοπίασε πολύ ο μέγας Δαβίδ, και μας διδάσκει την επιθυμία του και φανερώνει σ’ όλους τον κόπο του, λέγοντας ότι δεν έδωσε ύπνο στα μάτια του, ούτε άφησε τα βλέφαρά του να νυστάξουν, ούτε ανέπαυσε τους κροτάφους του, έως ότου «βρήκα, λέει, τόπο για τον Κύριο»(Ψαλμ. 131, 4-5). και ο σοφός Σολομών συμβουλεύει: «Αν το πνεύμα του εξουσιαστή (διαβόλου) επιτεθεί στην καρδιά σου, μην αφήσεις τον τόπο σου»(Εκκλ. 10, 4). και ο Σωτήρας, λέγοντας «σηκωθείτε, ας φύγομε από εδώ»(Ιω. 14, 31) όταν τελούσε το τυπικό* πάσχα στο ανώγαιο(Μαρκ. 14, 15), αυτόν τον τόπο υπονοούσε. Γι’ αυτό νομίζω ότι μακαρίζει τους «πτωχούς τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 3), υποδηλώνοντας με την «πτωχεία του πνεύματος» τη συστολή του νου απ’ όλα και τη γυμνότητα, για να πω έτσι, και τη συγκέντρωσή του στον εαυτό του. Τότε ο νους δε βλέπει μόνο τη βασιλεία του Θεού, αλλά και τη ζει αποκτώντας τέρψη αθάνατη και ειρήνη.
* Το παλαιοδιαθηκικό πάσχα, το όποιο ήταν «τύπος» (προτύπωση) του πάθους του Κυρίου.
O πρακτικός και ο θεωρητικός
51. Την ηδονή της αγαθής μερίδας σχετικά με την αληθινή θεωρία απολαμβάνει ο θεωρητικός, ασκούμενος στη σιωπή και θεωρώντας τον Ιησού. Αυτή την ηδονή ο πρακτικός δεν την έχει δοκιμάσει και αγνοώντας την φροντίζει κι ανησυχεί για πολλά, ψάλλοντας, διαβάζοντας και κατακουράζοντας το σώμα του· καμιά φορά και κατηγορεί ως αδρανείς και αμελείς στο καθήκον τους εκείνους που άπλωσαν το νοερό μέρος της ψυχής στα νοητά πράγματα που δε φαίνονται στην αίσθηση, ενώ σ’ αυτά και το να ασχολείται κανείς είναι ανέκφραστη ηδονή και το να ηρεμεί είναι χαρά ανεκλάλητη. Ούτε έβαλε στο νου του ο πρακτικός, όπως φαίνεται, ότι τον αληθινό Λόγο του Θεού, που δεν έχει από τίποτε ανάγκη, τον αναπαύει, επειδή είναι πανεύσπλαχνος, η δική μας απόλαυση, η οποία γεννιέται από τη θεωρία Του· αν και Αυτός είναι παντέλειος και δεν έχει ανάγκη να τον αναπαύομε εμείς. Γι’ αυτό μάλιστα και τη Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια Του και τρεφόταν από τη θεωρία των λόγων Του και διήγειρε το νου της για να κατανοεί, την επαινεί και την αποδέχεται, όχι όμως και τη Μάρθα, αν κι αυτή φρόντιζε και ανησυχούσε για πολλά, όπως διηγείται το Ευαγγέλιο(Λουκ. 10, 38-42). Με αυτά τότε ο Κύριος δεν ήθελε να συμβουλέψει εκείνες μόνο, αλλά και όλους τους μεταγενέστερους, όχι μόνο να μην κατηγορούν για οκνηρούς εκείνους που ασχολούνται με τη θεωρία και σ’ αυτήν καταγίνονται, αλλά και να τους επαινούν και να σπεύδουν να τους μιμούνται όσο μπορούν.
Πώς θεωρούν οι θεωρητικοί
52. Σαν μέσα σε καθρέφτη και με αινίγματα(Α΄ Κορ. 13, 12) διά μέσου των παρόντων και συμβαινόντων θεωρούν οι θεωρητικοί την κατάσταση των μελλόντων κι εκείνων που θα συμβούν. Όταν ο καθρέφτης καθρεφτίζει κάτι, αυτό που δείχνει ούτε πραγματικό όγκο έχει, ούτε πάλι είναι κι ολότελα μηδέν γιατί καθένας που αγαπά την αλήθεια θα ομολογήσει ότι εκείνο που φαίνεται στον καθρέφτη είναι καθαρότατη εικόνα κάποιου πράγματος. Κατά τον ίδιο τρόπο και τα όντα και τα συμβαίνοντα ούτε ύλη έχουν, ούτε υπόσταση διαφορετική από τη δική τους, αλλ’ όμως φανερώνουν αναμφισβήτητες εικόνες αληθινών πραγμάτων. Έχουν λάβει τη δύναμη να μας κάνουν να θεωρούμε και οδηγούν με ασφάλεια στην αλήθεια. Όταν λοιπόν λέει ο Παύλος ότι βαδίζομε με την πίστη κι όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 7), μη νομίσεις ότι μιλάει για πίστη που δημιουργείται με την ακοή μόνο και με λόγο ψιλό. Γιατί τότε πώς λέει ο ίδιος: «Τώρα γνωρίζω ένα μέρος από την αλήθεια, τότε όμως θα λάβω τέλεια γνώση όπως έχει γνώση μου ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 13, 12), και: «Όταν έρθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί»(Α΄ Κορ. 13, 10); Βλέπεις ότι η παρούσα γνώση μάς βοηθεί να θεωρήσομε πώς θα είναι αυτή και στο μέλλον, κι έχει τόση μονάχα διαφορά η μελλοντική από αυτή που πετυχαίνομε τώρα, όσο διαφέρει το τέλειο και απλό από το ατελές; Ακόμη, εκείνος που λέει ότι βαδίζει με την πίστη κι όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 7), αλλού λέει: «Εγώ έτσι τρέχω, ξέροντας γιατί το κάνω· έτσι πυγμαχώ, όχι χτυπώντας τον αέρα»(Α΄ Κορ. 9, 26)· τόσο είχε βέβαιη και αληθινή γνώση για τα μέλλοντα. Κι αυτό το λέει όχι σαν ανακόλουθος με τον εαυτό του, μη γένοιτο· αλλά έτσι φαίνεται επειδή η πίστη έχει διπλή σημασία, όπως και η όραση. Γιατί υπάρχει πίστη που έχει ανάγκη αποδείξεως, η οποία στηρίζεται μόνο σε λόγια, και υπάρχει πίστη που δε χρειάζεται καθόλου απόδειξη, αλλά έχει αρκετή πειστικότητα για τον πιστεύοντα από μερικά ολοφάνερα τεκμήρια, και αυτή λέγεται πίστη ενυπόστατη. Καλύτερα θα εννοήσεις το πράγμα μ’ ένα παράδειγμα. Υπόθεσε ότι σου λέω πως είδα έναν υφαντή που υφαίνει ποικίλα σχέδια σε υφάσματα, και μπορεί με το νήμα του να βάλει στο πανί ζώα φτερωτά και σχήματα λιονταριών και μορφές γυπών, άλογα και άρματα και πολέμους κι άλλα τέτοια. Αν λοιπόν εσύ δεν τα είδες αυτά με τα μάτια σου, για να συμφωνήσεις χρειάζεσαι κατ’ ανάγκην πίστη που στηρίζεται σε απλό λόγο. Αν όμως συμβεί να δεις όχι τον υφαντή, αλλά το ύφασμα, τότε οπωσδήποτε και χωρίς να σου πει κανείς, θα εννοήσεις αμέσως ότι αυτό είναι ανθρώπινο έργο, επειδή ούτε μόνο του έγινε αυτόματα, ούτε το ύφανε κανένα ζώο. Τότε λοιπόν δημιουργείται στην ψυχή σου μια άλλη πίστη πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Αντίστοιχα λοιπόν με την πίστη συμβαίνει και με την ορατή μορφή. Είδες για παράδειγμα έναν άνθρωπο λίγο ξανθό ή μελαχροινό, ψηλό ας πούμε, κανονικό σε όλα, στα μάτια, στη μύτη, στο χρώμα του προσώπου, στα χείλη και στα άλλα που αποτελούν τη μορφή ενός ανθρώπου. Αυτό είναι μορφή ενυπόστατη. Αν όμως σου περιγράψει κανείς ποιά είναι η μορφή εκείνου του υφαντή που δεν είδες, αλλά από το ύφασμα που είδες έχεις δεχθεί ασφαλώς ότι ο κατασκευαστής του είναι άνθρωπος, κι αυτό είναι μορφή ας πούμε γενική, θα πεις βέβαια ότι αγνοείς την ενυπόστατη μορφή του, αφού δεν τον είδες με τα μάτια σου, αλλά πάντως δε θα αρνηθείς ότι ο υφαντής εκείνος είναι άνθρωπος και ότι έχει ανθρώπινη μορφή. Αυτή είναι μορφή που τη βλέπομε χωρίς συγκεκριμένη υπόσταση και την οποία αν και δεν είδες, όμως αδίστακτα γενικά έγινε αποδεκτή σαν να σου είχε τύχει να τη δεις. Υπάρχει λοιπόν -για να επιστρέψομε στο λόγο μας— πίστη εξ ακοής που δημιουργείται με απλό λόγο, και υπάρχει και πίστη ενυπόστατη με πειστήρια σαφή. Όπως επίσης είναι η μορφή μέσα σε κάτι που θεωρείται ως το υποκείμενό της, κι αυτή μπορεί να ονομαστεί ενυπόστατη, και υπάρχει μορφή όχι μέσα σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά που θεωρείται ως γενική έννοια χωρίς να γίνεται κατηγορούμενο σε πολλά που διαφέρουν κατά το γένος. Όλοι λοιπόν οι θεωρητικοί κατέχονται από πίστη ενυπόστατη, μορφή όμως δε βλέπουν ενυπόστατη, αλλά γενική. Γιατί αν ο Θεός δεν ήταν μορφή νοητή, πώς λέγεται κάλλος; Όπως λοιπόν είναι το νοητό κάλλος του Θεού που δεν το θεωρούμε σε υπόσταση συγκεκριμένη, τέτοια να σκέφτεσαι και τη νοητή Του μορφή, έξοχη, αξιοθαυμαστότατη, ενδοξότατη, που προκαλεί την έκπληξη της ψυχής και γεμίζει και καταφωτίζει το νου με νοερό φως και τον λούζει με παντός είδους λάμψεις και του δημιουργεί την έννοια του Θεού. Αυτή τη μορφή όταν είδε ο Μανωέ εκείνος, είπε: «Χαθήκαμε, γυναίκα, γιατί είδαμε το Θεό»(Κριτ. 13, 22). Και όποιος άλλος είδε ως ορατή εκείνη τη μορφή, ομολογεί ότι είναι παρουσία της φαντασίας του Θεού. Και ο μέγας Μωυσής έτσι είδε το Θεό, όπως έχει γραφεί: «Ο Θεός φανερώθηκε στο Μωυσή κατά πρόσωπο και όχι με σύμβολα»(Αρ. 12, 8). Αν του έλειπε ολότελα η θεοπρεπής μορφή, τότε ο Θεός θα ήταν τελείως αθέατος. Το κάλλος είναι συμμετρία και κατά κάποιο τρόπο σαν αθέατο κατά το εξωτερικό φαινόμενο. Αν δεν επιτρέπεται να αποδίδομε στη Θεότητα την πρέπουσα μορφή, δεν πρέπει να αποδίδομε στο Θεό και κάλλος και πολύ περισσότερο πρόσωπο, που έχει και μορφή και κάλλος. Αλλά γνωρίζομε ότι κάποιος Προφήτης λέει: «Τον είδαμε και δεν είχε ούτε μορφή ούτε κάλλος, αλλά η όψη Του είχε χαθεί»(Ησ. 53, 2-3). Αυτό το είπε για τη θεότητα του Λόγου, όσο Αυτός κρεμόταν πάνω στο ξύλο του σταυρού σαν ένας από τους κακούργους μη έχοντας κανένα γνώρισμα της θείας φύσεως —επειδή ως άνθρωπος βέβαια δεν είχε κανένα κάλλος, αφού ήταν νεκρός, μορφή όμως είχε, μορφή νεκρού. Ο Δαβίδ πάλι, όταν τον υμνεί ως «ωραίο κατά το κάλλος», δεν εννοεί κατά το ανθρώπινο· γι’ αυτό προσθέτει: «Ξεχύθηκε η χάρη στα χείλη Σου»(Ψαλμ. 44, 3), γνώρισμα φανερό της θεότητας, της οποίας ήταν και το κάλλος. Σε πολλά μέρη ο Δαβίδ αναφέρει το πρόσωπο του Θεού, λέγοντας: «Γύρισες από μένα το πρόσωπό Σου και γέμισα ταραχή»(Ψαλμ. 29, 8), και: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από εμένα»(Ψαλμ. 26, 9), και: «Απόστρεψε το πρόσωπό Σου από τις αμαρτίες μου»(Ψαλμ. 50, 11).Αφού λοιπόν δεν αρνείται να αποδίδει στο Θεό πρόσωπο και κάλλος, τέτοιο βέβαια που αρμόζει στο Θεό, χωρίς σχήμα και αναφορά σε υποκείμενο, άρα εύλογα μπορεί να λέγεται και μορφή ανάλογη με το πρόσωπο και το κάλλος. Αυτή φανταζόταν κι ο Παύλος κι έλεγε: «Έτσι τρέχω, ξέροντας γιατί το κάνω· έτσι πυγμαχώ, χωρίς να χτυπώ τον αέρα»(Α΄ Κορ. 9, 26). Γιατί μ’ όλο που δε βλέπομε καθ’ Αυτόν το Θεό και μ’ όλο που δε μετέχεται, όμως με άλλο τρόπο βλέπομε και κατανοούμε τον αχώρητο Θεό. Γι’ αυτό και ο Δαβίδ συμβουλεύει να ζητούμε πάντοτε το πρόσωπο του Κυρίου(Ψαλμ. 104, 4) γιατί όταν επιτύχομε να φανταστούμε τη θεότητά Του, θα βρούμε μεγάλη και ανείπωτη χάρη και θεία απόλαυση και ηδονή. Έτσι λέει ο Δαβίδ για τον εαυτό του στο Θεό: «Θα χορτάσω όταν μου φανερωθεί η λαμπρότητά Σου»(Ψαλμ. 16, 15). Γιατί πολλή και άπειρη λάμψη από την αίγλη του θείου προσώπου φωτίζει εκείνους που θεωρούν το Θεό αληθινά και πνευματικά. Και η απόλαυση και η ευχαρίστησή της για όσους την ένιωσαν είναι ανεξάντλητη και από την υπερβολή της αφόρητη, να πω έτσι· ενώ δεν περιγράφεται και δε γίνεται κατανοητή σ’ εκείνους που δεν την είδαν και δεν τη γεύθηκαν. Γιατί αν δεν μπορεί να παραστήσει κανείς τη γλυκύτητα του μελιού σ’ εκείνους που δεν το έχουν γευθεί, με ποιό τρόπο να διδάξει όσα υπερβαίνουν το νου εκείνους που δεν τα είδαν ούτε δέχθηκαν τη θεία απόλαυση και την ηδονή που προέρχεται από αυτά; Αλλά γι’ αυτά, αρκετά. Ο ιερότατος Παύλος, έχοντας την ενυπόστατη πίστη στο Θεό και την έξοχη και υπέρκαλη, αλλά ανυπόστατη μορφή του Θεού, έλεγε ότι βάδιζε με την πίστη(Β΄ Κορ. 5, 7), φυσικά την ενυπόστατη, αλλά όχι με συγκεκριμένη μορφή, η οποία θεωρείται σε κάποιο υποκείμενο, που δεν προξενεί την αγέννητη θέωση. Ο άγιος Μάξιμος λέει ως εξής: «Αγέννητη θέωση ονομάζω την ενυπόστατη έλλαμψη της Θεότητας κατά τη μορφή Της· αυτή δεν έχει γέννηση αλλά ακατανόητη φανέρωση στους άξιους». Επιπλέον, το κάλλος φαίνεται διά μέσου της μορφής. Γι’ αυτό το θείο κάλλος λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Από το θείο κάλλος τί πιο αγαπητό υπάρχει;» Και πάλι λέει: «Το κάλλος της θείας και μακαρίας φύσεως είναι κάλλος αληθινό και πάρα πολύ αγαπητό και μόνο από τον καθαρμένο νου θεωρείται». Γι’ αυτό και ο Παύλος μαρτυρεί για τον εαυτό του ότι, αν και είναι άπειρος στο λόγο, δεν είναι όμως στη γνώση(Β΄ Κορ. 11, 6). Γιατί ήταν μέγας στη γνώση, που τον έκανε κατά ένα μέρος να γνωρίζει τον υπέρ έννοια Θεό με νοητή θεοπρεπή μορφή. Αυτή τη μερική γνώση έχοντας και ο θεόπτης Μωυσής και θεωρώντας τη θεία μορφή που δεν υπάρχει σε συγκεκριμένο υποκείμενο και το θείο κάλλος, είπε: «Αν έχω βρει χάρη ενώπιόν Σου, φανερώσου μου με αντιληπτό τρόπο, για να σε δω»(Εξ. 33, 13). Επειδή δηλαδή στο παρελθόν είχε δεχτεί τη θεία φανέρωση και τη λαμπρότητα του θείου κάλλους, αλλά όχι σε συγκεκριμένο υποκείμενο, παρακαλεί και για τούτο, γιατί ήταν τελειότερο· ο Θεός όμως δε συγκατατέθηκε, αφού είναι αδύνατο να Τον δει όποια νοερή ψυχή, ακόμη και αγγελική, κι αφού υπερβαίνει τα όρια κάθε γνώσεως. Ο Μωυσής ήταν βέβαια θεόπτης και έβλεπε το Θεό μέσα σε γνόφο, όχι όμως ως Υπόσταση, αλλά με μορφή και κάλλος νοητό, χωρίς υποκείμενο. Έτσι είναι στη φύση Του να βλέπομε το Θεό, όπως θα έλεγε κι ο Μωυσής κι ο Ηλίας και γενικά ο θεοπτικότατος όμιλος των Προφητών. Και αν βαδίζομε με την ενυπόστατη πίστη, η οποία παίρνει υπόσταση απ’ όσα θεωρούμε περί Θεού και επιβεβαιώνεται από την εξαστράπτουσα δόξα του κάλλους του προσώπου Του και μαρτυρείται από τη μορφή του υπέρλαμπρου φωτός Του, και όχι με την πίστη που στηρίζεται σε απλά λόγια που ακούσαμε, βαδίζομε πράγματι με την ενυπόστατη πίστη, όχι όμως με κάποια συγκεκριμένη μορφή που θεωρείται σε υποκείμενο. Στον μέλλοντα αιώνα δεν υπάρχει ανάγκη πίστεως, γι’ αυτό υπάρχει εδώ η ενυπόστατη πίστη. Τότε θα φανεί καθαρότερα η μεγαλοπρεπέστατη μορφή της θείας δόξας, γι’ αυτό τώρα φαίνεται πιο σκιώδης, όπως λέει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, συλλέγοντας από εδώ κι εκεί φαντασίες σε κάτι που είναι εικόνα της αλήθειας, δηλαδή φανερώνει μια σκιασμένη μορφή της. Τότε είναι η όραση πρόσωπο με πρόσωπο και θα επέλθει η κατάργηση του επιμέρους χάρη στη φανέρωση του τελείου(Α΄ Κορ. 13, 12 και 10) ενώ τώρα, όπως λέει ο άγιος Αυγουστίνος, η μερική γνώση του Θεού είναι που συναρπάζει κάθε λογική ψυχή με τον έρωτα της δόξας Του. Με αυτό αποκτά η ψυχή την ενότητά της και βλέπει ενιαία το απόκρυφο μονοειδές Ένα του Θεού. Σε αυτή τη μορφή και το κάλλος και το πρόσωπο τούτο χαροποιείται και ομορφαίνει και φωτίζεται κάθε νους με χαρά και ωραιότητα και λάμψη πνευματική και υπερκόσμια. Με αυτά κάνει απλή και υψώνει και παραδίδει στην έκπληξη τη θεωρητική του δύναμη. Με αυτά καταφωτίζεται η ψυχή μυστικά και γεμίζει από θεία ηδονή και αγαλλίαση. Και με λίγα λόγια· με αυτά δοξάζονται και θεώνονται εκείνοι που ποθούν να βλέπουν και ν’ ακούν τη Θεαρχία και γίνονται φίλοι και ακόλουθοι του Θεού και θεόπτες ενώ ακόμη είναι δεμένοι με αυτό το σαρκίο. Και μέσω αυτών διαβλέπουν και αντικρίζουν σαν σε καθρέφτη με τη νοερή αίσθησή τους την απόλαυση των μελλόντων αγαθών και εν μέρει την κατάσταση της μέλλουσας ζωής, την οποία ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου τη χώρεσε ποτέ(Α΄ Κορ. 2, 9).
«Η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη, της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)
53. Ιερουσαλήμ ερμηνεύεται «τόπος ειρήνης» και είναι τύπος του τόπου του Θεού, δηλαδή της ψυχής που έχει την εν Χριστώ ειρήνη. Δεν μπορεί όμως η οποιαδήποτε ψυχή να έχει την εν Χριστώ ειρήνη και να φέρει το όνομα της ειρήνης, παρά μόνο εκείνη που οικοδομείται ως πόλη που έχει τον ακρογωνιαίο λίθο που τοποθέτησε ο Θεός, όπως υποσχέθηκε, στη Σιών, λίθο πολύτιμο(Ησ. 28, 16). Σιών είναι ο υψηλότερος λόφος, το παρατηρητήριο της Ιερουσαλήμ, το οποίο είναι τύπος του θεωρητικού νου της ειρηνικής ψυχής. Γιατί αλλού και να ζητήσεις δε θα βρεις νου ουρανοπόρο που να βλέπει ψηλά την αλήθεια, παρά μόνο σε καρδιά που έχει δεχτεί την ειρήνη του Χριστού και μεταποιήθηκε ολόκληρη σε μια κατάσταση ζωής που πλημμυρίζει από ειρήνη. Η ψυχή λοιπόν που έχει θεία ειρήνη και κατέχει τον πολύτιμο ακρογωνιαίο λίθο και τα λόγια των ιερών Γραφών σαν πολύτιμους κατεργασμένους λίθους για να λιθοβολεί όσα θηρία θέλουν να ανεβούν στο όρος του Θεού, και την άσφαλτο, δηλαδή την ταπείνωση την οποία ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, που καίει με τη θεία φωτιά τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς και τη λειαίνει κάνοντάς την πνεύμα συντετριμμένο και ταπεινωμένο· που έχει ακόμη τα νερά των βροχών που δίνει ο Σωτήρας από τους ποταμούς της καρδιάς, και σαν οικοδομική ξυλεία που δε σαπίζει, τους λογισμούς της αληθινής πράξεως, και τα καρφιά και το τρυπάνι του φόβου και της βίας στην εργασία των θείων εντολών· που έχει ως αρχιτέκτονα τον θείο Λόγο και τους τεχνίτες Του, όσους δηλαδή με την επίβλεψή Του ρυθμίζουν τις ψυχικές δυνάμεις, και έχει όλα τα οικοδομικά εργαλεία, τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία, την ανάγνωση και γενικά τα άλλα όλα που συντελούν ως όργανα στην αρετή, και το κόκκινο νήμα της στάθμης, τους ιερούς νόμους του Θεού στις Γραφές, και ακόμη, φως και ήλιο νοητό και υπέρλαμπρο όσα αντανακλούν στη ζωή της ψυχής· και γενικά, η ψυχή που έχει με τρόπο θείο και πνευματικό όλα όσα χρειάζονται αισθητά για την ανοικοδόμηση μιας πόλεως, αυτή είναι Ιερουσαλήμ νοητή και αυτή οικοδομείται ως πόλη για να κατοικήσει ο Θεός των πάντων, η ζωοποιός και άναρχη Τριάδα. «Εγώ, λέει, και ο Πατέρας θα έρθομε —πνευματικά βέβαια— και θα κάνομε σ’ αυτόν την κατοικία μας»(Ιω. 14, 23)· σαν να έλεγε «θα τον κάνομε πόλη, και μάλιστα πόλη θαυμαστή, που θα εκτείνεται στο άπειρο». Γι’ αυτό λέει ο στίχος «η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται», όχι «που οικοδομήθηκε». Όπως δηλαδή Εκείνος που κατοικεί σ’ αυτήν είναι αχώρητος, έτσι και η πόλη είναι φυσικό να εκτείνεται στο άπειρο. Και μάλιστα λέει «που οικοδομείται» όχι «πόλη», αλλά «ως πόλη». Αν δηλαδή γινόταν να κτιστεί με τη συνεργασία πολλών και ποικίλων και να ολοκληρωθεί σε ένα έργο που απλώνεται σε ύψος και μάκρος και πλάτος για κατοικία του άναρχου Βασιλιά, πολύ εύλογα θα λεγόταν πόλη· επειδή όμως η οικοδόμηση αυτή δεν είναι δυνατό να τελειώσει ποτέ, αφού την κατοικεί ο Άπειρος, γι’ αυτό ονομάστηκε δικαιολογημένα στην αγία Γραφή, όχι «πόλη που οικοδομήθηκε», άλλα «που οικοδομείται ως πόλη». Φανερό σημείο ότι η ψυχή είναι Ιερουσαλήμ και ότι οικοδομείται ως πόλη, είναι ότι οι μέτοχοί της, δηλαδή οι δυνάμεις της, έχουν ενοποιηθεί και δε χωρίζονται, ούτε περιπλανιούνται, ούτε ονειροπολούν, αλλά ζούνε ατάραχα με ειρήνη Χριστού συγκεντρωμένες όλες μαζί και ενωμένες. Κατόπιν ο Ψαλμωδός, σαν να ολοκληρώνει, προσθέτει το άλλο γνώρισμα της οικοδομήσεως των ενωμένων μετόχων της πόλεως και λέει: «Εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4)). Αυτούς που παραπάνω ο λόγος είπε μετόχους της ψυχής, εδώ τους ονομάζει φυλές. Γιατί οι δυνάμεις της ψυχής δεν είναι ξένες προς αυτήν και αυτές που είναι απλώς φυλές της ψυχής, γίνονται φυλές του Κυρίου καθώς πραγματοποίησαν αναβάσεις θείες και υπερκόσμιες μέσα στην ειρηνική ψυχή, που είναι μαρτυρία και επιβεβαίωση για τον Ισραήλ, το νου δηλαδή που βλέπει το Θεό, και συνεργάζονται όλες σ’ ένα έργο Θεού, τη γνώση του Θεού. Κι όλες αυτές οι νοητές φυλές, συντείνοντας σε κοινό σημείο, οικοδομούν την πόλη του Θεού Παντοκράτορα, την ειρηνική και αγία. Γιατί εκεί πράγματι ανέβηκαν οι ψυχικές δυνάμεις, κάνοντας θεοφόρο και θεόληπτο το νου που βλέπει το Θεό. Όταν η ψυχή είναι διασκορπισμένη και βρίσκεται σε διάσπαση και μερισμό, και οι φυλές ή δυνάμεις της δεν είναι ενοποιημένες, είναι αδύνατο να πραγματοποιούν αναβάσεις και να οικοδομούν την ψυχή, γιατί δεν υπάρχει εκεί τόπος ειρήνης, ούτε Ιερουσαλήμ που οικοδομείται, για να δει κανείς πού είναι το νοερό. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αυτές συναχθούν στο ίδιο σημείο, είναι αδύνατο να μην πραγματοποιούν εκεί νοερές και μεγαλότολμες αναβάσεις προς τον Κύριο, προστατεύοντας και σώζοντας το νου που θεωρεί το Θεό. Όπου λοιπόν η ψυχή, σε ειρηνική και ήσυχη κατάσταση, οικοδομείται πνευματικά ως πόλη, όταν δηλαδή οι μέτοχοί της —οι δυνάμεις της— έχουν ενωθεί για τον ίδιο σκοπό, εκεί πραγματοποιούν αναβάσεις Κυρίου οι νοερές δυνάμεις και αποκτούν ενότητα και μονομορφία και συμμαχούν συνειδητά με το νου που θεωρεί το Θεό. Τότε κι εσύ σιγοψάλλε το: «Η Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη, της οποίας οι μέτοχοι είναι συναγμένοι· γιατί εκεί ανέβηκαν οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, μαρτυρία για τον Ισραήλ»(Ψαλμ. 121, 3-4), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Για το ίδιο θέμα
54. Ίσως να μην είναι πολύ άσχετα από τα παραπάνω να προσθέσω και τα εξής. Αν θέλεις να μάθεις ότι άρχισε να επισκιάζει την ψυχή σου το θείο φως της ειρήνης· αν θέλεις να δεις την ψυχή σου Ιερουσαλήμ, να οικοδομείται ως πόλη· αν οι μέτοχοί της είναι όλοι μαζί —πρόσεχε—· αν δηλαδή όλοι οι λογισμοί και οι δυνάμεις της συνάχθηκαν με αγάπη προς τον εαυτό τους και μεταξύ τους με τρόπο ενιαίο και μονοειδή για να οικοδομούν πόλη όχι χωριστά, αλλά όλες μαζί· αν ανεβαίνουν εκεί στην Ιερουσαλήμ που οικοδομείται ως πόλη οι φυλές του Κυρίου, δηλαδή οι γενικότερες δυνάμεις της ψυχής που είναι θείες, και ανεβαίνουν μαζί πνευματικά· αν βλέπεις αυτά στον εαυτό σου, μη σταματήσεις να οικοδομείς. Θυμήσου τον πύργο της Βαβέλ και την οικοδόμησή του και τη σύγχυση των γλωσσών, και μάθε ότι κάθε οικοδομή δε θεωρείται καλή και για τους έξω. Όσοι έχουν μάτια, βλέπουν γενικά δύο ειδών οικοδομήσεις και αναβάσεις. Η μία στοχεύει το αγαθό και γίνεται για να κατοικήσει ο Θεός, και το σημάδι της είναι ότι οι «μέτοχοί» της είναι συναγμένοι στο ίδιο σημείο και ανεβαίνουν εκεί οι φυλές, οι φυλές του Κυρίου, αναγγέλλοντας στην ψυχή πράγματα μεγάλα και θαυμαστά και γεμάτα από ειρήνη, αγάπη και αγιασμό και την οικοδομούν. Η άλλη γίνεται για το κακό και για τον όλεθρο της ψυχής· ασφαλές γνώρισμά της είναι η διαίρεση και η φοβερή σύγχυση των νοητών γλωσσών και καταλήγει να κατοικήσουν σ’ αυτή τα πάθη, όπως στον πύργο της Βαβέλ οι σαύρες. Μάθε λοιπόν τη διαφορά των δύο οικοδομών, και δε θα σφάλεις αν θελήσεις να διαλέξεις το καλύτερο. Αν συχνά, κάθε τόσο, δεν επικρατεί στα βάθη της καρδιάς σου ειρήνη και ενότητα λογισμών και φως νοερό· αν δεν ανεβαίνει στην καρδιά σου ηδονή άρρητη από τη θεωρία του Θεού· αν από τον εσωτερικότατο χώρο της καρδιάς σου δεν αναβλύζει αδιάκοπα αναζωπύρηση και ενυπόστατη πνευματική ενέργεια, ώστε πολλές φορές να νομίζεις ότι τυλίγει και τα πιο πάνω από την καρδιά μέλη σου, μαζί με ευφροσύνη και νοερή φαιδρότητα και δράση βαθιά και μυστική· αν η ψυχή σου δε γεύεται ανείπωτα πνευματικά μυστήρια· αν δε λειτουργεί μέσα σου ενιαία και ταυτόχρονα ανέκφραστη χαρά και ακατανόητη έκπληξη· αν δε δεχτείς μέσα σου τον αγιασμό του Χριστού ν’ ανατέλλει, μάθε ότι η ψυχή σου δεν είναι Ιερουσαλήμ, ούτε οικοδομείται ως πόλη, ούτε οι μέτοχοί της, δηλαδή οι λογισμοί της είναι ενοποιημένοι, αλλά ούτε κι οι φυλές, δηλαδή οι γενικές δυνάμεις της, έγιναν φυλές του Ιησού, ούτε ανεβαίνουν εκεί προβάλλοντας στην ψυχή πράγματα εξαίσια και μυσταγωγώντας και παρουσιάζοντας στο νου αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και δε φανερώθηκαν σε καρδιά ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9) αμέτοχου από θείο Πνεύμα. Και πρόσεξε μήπως οικοδομείς μεν, αλλά το νοητό πύργο της Βαβέλ, που το τέλος του είναι καταστροφή και σύγχυση και διαίρεση των νοητών γλωσσών και πλήρης απώλεια, όπως προείπα. Ήθελα ακόμη να πω ποιά είναι η αιτία, για την οποία κάποιοι έχουν ψυχή Ιερουσαλήμ, που οικοδομείται ως πόλη και ποιά η αιτία της οικοδομής και της καταστροφής του πύργου της Βαβέλ και γιατί οι μέτοχοι εκείνης είναι μαζί, ενώ στον πύργο της Βαβέλ υπάρχει διαίρεση γλωσσών κάθε λογής. Αλλά τα παρέρχομαι επιδιώκοντας να είμαι λιγόλογος για να με ακούν πρόθυμα οι ακροατές.
Στο χωρίο· «Εκείνοι ήταν οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου»
55. «Ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου»(Ιώβ 1, 3) μπορούν να είναι εκείνοι που εξευγενίστηκαν από τις ανατολές αλλά και από τους φωτισμούς και τις ελλάμψεις του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης και τελειώθηκαν με τη θεωρία και την προσήλωση της διάνοιάς τους στο Θεό· οι οποίοι γεννήθηκαν από το Θεό κι όχι από το αίμα γυναίκας, ούτε από πόθο ανδρός ή από επιθυμία σαρκική(Ιω. 1, 13). Αυτών η καρδιά και ο νους ζούνε σε ουράνια θεία ανάκτορα, και αξιώθηκαν να συναναστρέφονται το Θεό και παρέλαβαν από Αυτόν θεία και άρρητα μυστήρια της βασιλείας Του. Αυτοί έχουν γίνει σώμα Χριστού, του Υιού του Θεού, και επιμέρους μέλη Του(Α΄ Κορ. 12, 27), σύσσωμοι και συγκληρονόμοι και συμμέτοχοί Του(Εφ. 3, 6), που κληρονομιά τους είναι Αυτός και Πατέρας τους ο ύψιστος Θεός, κι έγιναν κοινωνοί θείας φύσεως(Β΄ Πέτρ. 1, 4) με τρόπο υπέρλογο. Αυτοί σφραγίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα, μέσα στο οποίο κοινωνούν μεταξύ τους και ζουν και βλέπουν· φορούν ενδύματα ολόλευκα όπως ταιριάζουν στο Πνεύμα, και χιτώνες χρυσοκέντητους, στολισμένους με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια· φορούν περικεφαλαία και στεφάνι με ρουμπίνια κι αιματίτες και κάθε είδος πολύτιμους λίθους, και τρώνε και πίνουν στη βασιλική τράπεζα. Δε φέρνει κόρο η τροφή εκείνη, ούτε το νέκταρ χορταίνεται ποτέ. Γιατί όλα είναι πνεύμα κι αυτοί τ’ απολαμβάνουν πνευματικά. Είναι πάμπολλα τα αξιοθαύμαστα που γίνονται στις βασιλικές εκείνες αυλές. Πυρ που δροσίζει και αναζωογονεί και προξενεί τα κεντρίσματα της αγάπης στην καρδιά, νερό ζωντανό που λαλεί κι αναβλύζει πηγές αιώνιας ζωής, αέρας μυρίπνοος και Πνεύμα ζωοπάροχο και φως τρίφωτο που λάμπει ενιαία, απλό, υπερούσιο. Αυτοί λοιπόν, με το να βλέπουν και ν’ απολαμβάνουν τέτοια πράγματα, αποχωρίστηκαν από τα κάτω κι ενώθηκαν με τα άνω. Παρέβλεψαν τα βλεπόμενα και παραδόθηκαν ακέραιοι στα νοητά. Προσπέρασαν τα πρόσκαιρα και ξάπλωσαν ανάμεσα στα μόνιμα. Βρίσκονται κάτω σωματικά και περπατούν στον ουρανό. Το σώμα τούς δεσμεύει και τους έλκει προς τα κάτω, μα κάνει νεύμα το Πνεύμα και τα δεσμά καίγονται και διαλύονται· και αμέσως μόλις λύθηκαν τα δεσμά, ευθύς ανέβηκαν πάνω από τους ουρανούς —τί ταχύτητα και τί έκπληξη! Έγιναν ενοειδείς με την ενοειδή ενατένιση προς το Θεό. Απομονώθηκαν από όλα με τη μονοειδή θεωρία του Θεού· μεταφέρονται από τη μία πνευματική δόξα σε άλλη μεγαλύτερη(Β΄ Κορ. 3, 18) και μεταβαίνουν από πλούτο σε περισσότερο πλούτο και απολαμβάνουν τα άρρητα.Είπαν με τον εαυτό τους: «Τί μεγάλος πλούτος δόξας και τρυφής!». Και βλέποντας μέσα στον πλούτο αυτό περισσότερα από τα προηγούμενα, δοκίμασαν έκπληξη και είδαν πόσο γυμνοί απ’ όλα και φτωχοί ήταν. Έμειναν ακίνητοι, ή για να πω το αρμοδιότερο, έμειναν με ανοιχτό το στόμα από την έκσταση και γέμισε χαρά η καρδιά τους. Γίνονται ακόλουθοι και αχώριστοι σύντροφοι του Βασιλέως των δυνάμεων και συγχορεύουν με τους Αγγέλους, έκθαμβοι από την πλημμύρα τόσης χάρης, γεμάτοι από υπέρμετρη ευφροσύνη για την ανέκφραστη αυτή κληρονομιά και την ανείπωτη φιλανθρωπία. Αυτοί είναι, όσο γνωρίζω, οι ευγενείς από τις ανατολές του ηλίου(Ιώβ 1, 3), με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες. Αμήν.
Όταν ο νους δει ενιαία τη θεία πραγματικότητα με τη δύναμη του Χριστού, τότε είναι καιρός σιωπής(Εκκλ. 3, 7)· γιατί είναι καιρός για την πόση του θείου νέκταρος, καιρός αγάπης και πνευματικής αγαλλιάσεως, καιρός μυστικών θεαμάτων και απολαύσεως υπερφυσικών πραγμάτων. Γιατί τότε ο νους βλέπει καθαρά ποτήρι στο χέρι του Κυρίου γεμάτο από καθαρό ανέρωτο κρασί, και θεωρεί φανερότατα ότι γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, και ξέρει σαφώς ότι το κατακάθι του δεν άδειασε ακόμα(Ψαλμ. 74, 9). Γιατί ο πυθμένας της θείας αγαθότητας που χύνεται σ’ εμάς, το βάθος δηλαδή του πλούτου και το πέρας της χάρης, σε κανέναν ποτέ δε φανερώνεται με άδειασμα του ποτηριού στην παρούσα ζωή, κι αν ακόμη επέτυχε τη μεγαλύτερη δυνατή ανάβαση προς το Θεό και θέωση. Το πέρας και το τέλειο έχει διαφυλαχθεί για όλους εξίσου στην απόλαυση κατά τον μέλλοντα αιώνα. Δε φανερώθηκε ακόμη τί θα γίνομε, όπως λέει ο επιστήθιος Μαθητής(Α΄ Ιω. 3, 2), και κατά τον ιερό Παύλο(Α΄ Κορ. 3, 19), τώρα εν μέρει γνωρίζομε, ενώ το τέλειο θα φανερωθεί τότε, καθώς θα καταργηθούν οι οράσεις της αλήθειας σαν σε καθρέφτη και θα αποκαλυφθεί αυτή ολοφάνερη, οπότε και όλοι, δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα πιουν κατά κάποιο τρόπο από το θείο μυστικό ποτήρι και θα έρθουν σε αίσθηση του μυστηρίου που τώρα είναι καλυμμένο και μυστικό. Οι δίκαιοι θα πιουν για να έχουν με την ευφροσύνη αυτή τελειότερη την ανταπόδοση για την ελπίδα τους στο Θεό και για τα ενάρετα έργα τους. Γι’ αυτούς λέει η Γραφή: «Θα μεθύσουν πίνοντας από την αφθονία του οίκου Σου, και θα τους ποτίσεις από το χείμαρρο της τρυφής Σου»(Ψαλμ. 35, 9). Αυτούς και ο Κύριος είπε ότι θα τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας τού Πατέρα και θα τους υπηρετήσει(Λουκ. 12, 37), και υποσχέθηκε ότι θα πίνει μαζί τους από το νέο ποτήρι στη βασιλεία Του(Ματθ. 26, 29) και θα ευφραίνεται μαζί τους. Οι αμαρτωλοί όμως θα πιουν χολή πίκρας κι αιώνιας λύπης, και μάλιστα θα πιουν τόσο, όσο για να εννοήσουν τι γλυκύτατο νέκταρ στερούνται δυστυχώς από την ανοησία τους. Ο θείος Δαβίδ μάς καλεί και μας παρακινεί να γευθούμε αυτό το νέκταρ στην παρούσα ζωή, λέγοντας: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι χρηστός»(Ψαλμ. 33, 9)· όμως οι αμαρτωλοί δε στρέφονται σ’ αυτό. Αλλά εκείνοι που στρέφονται σ’ αυτό και πειθαρχούν στην εντολή αυτή του Δαβίδ, βλέπουν το ποτήρι και το αισθάνονται που γέρνει από το ένα μέρος κι από το άλλο, πίνουν κι από τις δύο μεριές με ευγνωμοσύνη και απολαμβάνουν και καταγλυκαίνουν τα αισθητήρια της ψυχής και δικαιολογημένα ψάλλουν ευχαριστήρια άσματα στο Θεό αναφωνώντας: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί, και το έλεός Σου το ακατανόητο, που τώρα είναι σαν κρυμμένο στο βάθος και τον πυθμένα όπως το κατακάθι του ποτηριού, θα μας καταδιώξει όλες τις ημέρες της αληθινής ζωής μας»(Ψαλμ. 22, 5-6), δηλαδή της μέλλουσας, της μόνιμης και αθάνατης· γιατί αφού λάβομε τα μέλλοντα θεία αγαθά, θα τα έχομε για πάντα. Ακόμη, αυτοί καθώς γεύονται κι από τις δύο μεριές από το ζωοποιό και καινοποιό ποτήρι που είναι στο χέρι του Κυρίου και πίνουν από αυτό κάθε μέρα, εννοούν εύλογα από αυτό που βλέπουν, για το κρυμμένο, και από αυτό που ξεχειλίζει συμπεραίνουν για το περιεχόμενο στο βάθος, και από τη μερική πρόγευση καταλαβαίνουν τη μέλλουσα πληρότητα. Επειδή λοιπόν είναι φανερό ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν εκεί πλούσια και συνολικότερα αυτά που απολαμβάνουν από εδώ εν μέρει, δεμένοι ακόμα στην παχύτητα της σάρκας και το σκότος αυτού του κόσμου, γι’ αυτό δεν είπε ο Δαβίδ, και πολύ ορθά, ότι θα πιουν όλοι, και δίκαιοι και αμαρτωλοί· αλλά αφού είπε αυτό που ήταν αμφίβολο, το αν άραγε θα πιουν και οι αμαρτωλοί(Ψαλμ. 74, 9), παρέλειψε ως ολοφάνερο το ομολογημένο, να πει δηλαδή περί των δικαίων ότι θα πιουν. Αν δηλαδή θα πιουν οι αμαρτωλοί, είναι περιττό να πει το ίδιο και για τους δικαίους, αφού αυτοί από τώρα χορταίνουν από αυτό το ξέχειλο ποτήρι, ώστε ευφραίνονται και αναφωνούν: «Μ’ εύφρανες, Κύριε, με τα δημιουργήματά Σου, και θα χαρώ από τα έργα των χεριών Σου»(Ψαλμ. 91, 5). Λέγοντας έργα των χεριών Του, εννοεί το ότι κρατεί και προτείνει το ποτήρι το γεμάτο από ανέρωτο κρασί και το γέρνει φιλάνθρωπα από το ένα μέρος κι από το άλλο, φυλάγοντας το κατακάθι του ποτηριού για το μέλλον. Τώρα πάλι φωνάζουν μεθυσμένοι στο Θεό: «Μάς μεθάει το ποτήρι Σου σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5), με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα ψάλλω στον Ποιητή μου και θα σε δοξολογήσω, Ύψιστε, που εκχύνεις επάνω μου τα ελέη Σου με τη χάρη Σου. Με κεντά, φιλάνθρωπε, υπεράγαθε Βασιλεύ, το ιερό δάχτυλό Σου στο εσωτερικότατο της καρδιάς μου, όπως ξέρεις Εσύ που κάνεις θαυμαστά και εξαίσια έργα μόνος Σου(Ψαλμ. 71, 18), κι αφού με διεγείρεις με το κέντημά Σου, όπως είναι φυσικό, με προετοιμάζεις με το Πανάγιό Σου Πνεύμα να βλέπω τα γράμματα του αγίου χεριού Σου γραμμένα στο βιβλίο της ζωής και να φαντάζομαι το πάνω από κάθε έκπληξη κάλλος του χεριού Σου όπως ταιριάζει στη νοερή αίσθηση και όλα να τα βλέπω γεμάτα ευφροσύνη και χαρά μυστική με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Υπάρχει ειρήνη, μάλλον φαινομενική παρά πραγματική, όταν το σώμα καλοπερνά, η οποία σηκώνει πολλή ταραχή κατά της ψυχής, ακόμη κι αν τυχόν υποκρίνεται προσωρινά δήθεν ηρεμία. Υπάρχει και άλλη ειρήνη που ακολουθεί τον αποκλεισμό της αισθήσεως και την αποφυγή των πάντων και την ησυχία. Αλλά κι αυτή, αν και είναι ασύγκριτα καλύτερη από την προηγούμενη, δε διαρκεί πολύ. Γιατί όταν η ψυχή ενοχλείται από το λογισμό, είναι φυσικό βέβαια να συμπάσχει και να ενοχλείται και το σώμα και ολόκληρος ο άνθρωπος. Υπάρχει και ανώτερη από αυτές, τρίτη ειρήνη των αισθήσεων και της ψυχής, η οποία έρχεται όταν ησυχάζουν οι δυνάμεις της ψυχής και ο έσω άνθρωπος με αγωγή και επιμέλεια κατάλληλη· τότε μπορεί κανείς και να προσευχηθεί καθαρότερα και να θρηνήσει γλυκύτερα και να μελετήσει τα θεία λόγια με ηδονή. Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η τελειότητα της ειρήνης. Εκείνος που παίζει τον αυλό ή την κιθάρα, δεν είναι δυνατό να συνεχίζει να παίζει αδιάκοπα· αναγκαστικά θα κουραστούν τα χέρια του, αλλά θα παρουσιαστεί και κάποια αφορμή από ασθένεια ή ένα οποιοδήποτε πάθημα ώστε ο αυλητής να μην παίζει τον αυλό ή ο κιθαριστής την κιθάρα. Έτσι και στην ψυχή, η οποία ρυθμίζει τις ουσιώδεις αρμονίες των δυνάμεών της, δε μένει διαρκώς η ατρεψία, αλλά χαλαρώνεται κάπως, είτε το θέλει είτε όχι, από κάτι που της έτυχε ή από το ευμετάβλητό της ή από ακηδία, αφού και η ψυχή είναι ένα από τα κτίσματα κι είναι ενωμένη με σώμα υλικό και τραχύ, κατά τρόπο παράδοξο. Όταν όμως με τη χάρη δεχτεί μέσα της την παρουσία του Ακτίστου που έκτισε τα πάντα και κοινωνήσει το αμετάβλητο και ζωοποιό Πνεύμα, γίνεται θαυμαστή, παίρνει άλλη ζωή και αφού ζωοποιηθεί κατά τη φύση του ζωοποιού Πνεύματος, απολαμβάνει την υπερφυσική ζωή, την πραγματικά αμετάβλητη. Και αληθινά, όπως ζει με τη ζωοποιό δύναμη, έτσι και βλέπει, γιατί είναι και φως αυτή η ζωοποιός δύναμη· και χαίρεται βέβαια βλέποντας όσα υπερφυσικά της δείχνει το Υπερφυσικό, και ειρηνεύει με την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νόηση(Φιλιπ. 4, 7) για την υπέρλογη πάλι ζωοποίηση και το φωτισμό και την όραση τού πέρα από νου Ζωοποιού και τη χαρά όλων εκείνων που βλέπει μυστικά. Και δε μεταβάλλεται διόλου, δεν αισθάνεται κόπο, ούτε προσέχει στις παγίδες και τις επιβουλές του εχθρού. Αλλά αδιάκοπα βλέπει το Θεό και τα του Θεού, διόλου με δική της θέληση, διόλου· αλλά με τη δύναμη και την κίνηση, μα και με τη θέληση, θα έλεγα, του θείου και ακάματου Πνεύματος που υπάρχει μέσα στην καρδιά ενεργητικά και ενυπόστατα, όχι με τρόπο που μπορεί κανείς να εικάσει, αλλά όπως αυτό το Πνεύμα μόνο γνωρίζει, το οποίο ερευνά και γνωρίζει ακόμη και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10) και μυεί τους μετόχους Του με αίσθηση ψυχής. Έως ότου λοιπόν φροντίζομε να ανάβει μέσα μας και να μη σβήνει με κίνδυνό μας η χάρη του Πνεύματος, με την ησυχαστική διαγωγή και την αγιοσύνη, είμαστε γεμάτοι ανέκφραστη και υπερφυσική ειρήνη του τριαδικού Θεού και τότε ζούμε πραγματικά με ταπεινοφροσύνη και αγάπη και προσευχή την ειρήνη του σώματος και του πνεύματος και της ψυχής, άκοπα, όπως είπαμε. Γιατί η ειρήνη με κόπο, δεν είναι ακόμη ειρήνη τέλεια, αλλά πρόξενος της τέλειας ειρήνης. Η τέλεια λοιπόν ειρήνη πραγματοποιείται, κατά τα προλεχθέντα, τελείως χωρίς σωματικό κόπο, μέσα στην κατάπαυση του τέλειου σαββατισμού και στην ανάπαυση του Χριστού.
Αφού λοιπόν, άνθρωπε, γνωρίσεις ότι έλαβες ύπαρξη ενώ δεν είχες, και κατανοήσεις καλά τον Ποιητή και Πλάστη σου και παρατηρήσεις μόνος σου την αιτία, για την οποία ο Πλάστης σ’ έφερε από το μη ον στο είναι, αν σκέφτεσαι ορθά, παράδωσε ερωτικά με όλες τις διαθέσεις σου ολόκληρο τον εαυτό σου στον γλυκύτατο Ιησού, το Θεό και Δημιουργό και Κτίστη σου, και στην πράξη και στη θεωρία του προσώπου Του. Γιατί όταν ζεις με αυτό τον τρόπο πρακτικά και θεωρητικά, θα αξιωθείς να λάβεις πολλά χαρίσματα από το Θεό και θα γίνεις θεός κατά χάρη και πνευματικός και τελείως όμοιος, εσύ το κτίσμα, με τον Κτίστη σου, και θα συναγάλλεσαι αιώνια με τον Κύριο και Πατέρα σου μέσα στην κατάπαυση του έρωτα προς το Θεό και την ανάπαυση στο Θεό, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, στους αιώνες των αιώνων, υψούμενος επάνω από όλα όσα βλέπομε. Αμήν.
56. Όταν είδα, διέκρινα με τη νοερή όραση από πού ήρθα εδώ τόσο θαυμαστά και πού καταλήγω· και τρίτο, φαντάζομαι Αυτόν που με έφερε εδώ και με κυβερνά και θα με φέρει στο τέλος, και βάζω στο νου μου τον άρρητο Πατέρα και την αγάπη Του δεν μπορώ να πω ότι την αγνοώ. Και στη συνέχεια βλέπω κάπως σαν μέσα σε καθρέφτη το μυστήριο του σχετικού με μένα σκοπού Του. Γι’ αυτό βέβαια και ευφραίνομαι με τα τρία αυτά όσο δεν μπορεί να πει κανείς. Αλλά αυτή την τόσο μεγάλη ευφροσύνη τη διαδέχεται πολλές φορές ανάλογη λύπη, όταν εννοήσω ολοκάθαρα πόσο ανάξια προς την κλήση μου ζω και πολιτεύομαι. Βλέποντας κατόπιν πόσο άφθονα μου φανερώνεις την απρόσιτη δόξα Σου δια μέσου της κτίσεως και κατανοώντας την ανέκφραστη προς εμένα αγάπη Σου που μου παρουσιάζεις μέσω της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Σου Υιού, και γνωρίζοντας την ανέκφραστη και υπερφυσική Σου ένωση μ’ εμένα που μου την παρέχεις με ανείπωτη και αδιάλειπτη πνευματική μετοχή, θαυμάζω υπερβολικά τη δόξα Σου και εκπλήττομαι για το ασυνήθιστο έλεός Σου προς εμένα. Κι έτσι στη συνέχεια με βγάζεις έξω απ’ όλα τα βλεπόμενα και με σταματάς απ’ όλα τα νοούμενα και με αναπαύεις και με ευφραίνεις ανείπωτα μέσα σ’ Εσένα, υπερούσιε Αγία Τριάς.
Όταν ο Θεός με πολλή σοφία θέλησε να κάνει τον άνθρωπο άλλον άγγελο επίγειο, ζώο ουράνιο, θεόμορφο και εικόνα δική Του, έβαλε μέσα του πολύ ταιριαστά ψυχή νοερή και ικανή ν’ αποκτήσει θεία γνώση και επιστήμη. Γι’ αυτό λέει: «Εγώ είπα ότι είστε θεοί και όλοι σας υιοί του Υψίστου»(Ψαλμ. 81, 6), με τη χάρη δηλαδή σαν άλλοι άγγελοι, να θεωρείτε σιωπηλά το Θεό και να υψώνεστε ερωτικά προς Αυτόν μέσα σε πνευματικό φως. Το να υψωθεί ο επίγειος άνθρωπος σε αγγελική κατάσταση είναι αδύνατο, αν δε γίνει σαφώς πνεύμα όπως οι Άγγελοι. Ότι ο πιστός με την πίστη γίνεται πνεύμα από τον παντοδύναμο και απειρόδωρο Θεό, δεχόμενος κατά κάποιο τρόπο δεύτερο, θείο μυστικό πλάσιμο, το φανερώνει ο Σωτήρας μ’ εκείνο που λέει: «Ό,τι γεννήθηκε από το Πνεύμα είναι πνεύμα»(Ιω. 3, 6). Ότι και γεννιούνται πνευματικά οι άνθρωποι, ενώ έχουν και σώμα μαζί με την ψυχή, το μαρτυρεί ο αξιόπιστος Ιωάννης που λέει: «Τους έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, σε όσους πιστεύουν στο όνομά Του. Αυτοί δε γεννήθηκαν από αίμα άνθρωπου, ούτε από σαρκική επιθυμία, αλλά από το Θεό»(Ιω. 1, 12-13). Γεννήθηκαν δηλαδή κατά τον έσω άνθρωπο, αυτόν που είναι κατ’ εικόνα του Δημιουργού, γιατί η γέννηση αυτή δεν είναι κατά τους νόμους της φύσεως, αλλά ακολουθεί κατά χάρη όσους γεννιούνται πνευματικά, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους. Γι’ αυτό και όπως είναι φυσικό ο μέτοχος νους γίνεται θρόνος του Αγίου Πνεύματος. Όπως το σίδερο όταν μπει στη φωτιά γίνεται κι αυτό φωτιά, όχι κατά τη φύση του αλλά κατά μετοχή, με τη μετάδοση της φωτιάς, όσο είναι ενωμένο με τη φωτιά, και μάλιστα γίνεται και θρόνος της φωτιάς η οποία έχει εγκατασταθεί και κατά κάποιο τρόπο αναπαύεται σ’ αυτό, έτσι ακριβώς και ο νους με τη γέννηση ή ένωση και μετοχή του Πνεύματος, γίνεται και πνεύμα και θρόνος του Πνεύματος, με το να περιλαμβάνει πρόδηλα ο Θεός το νου και να κάθεται κατά κάποιο τρόπο και να αναπαύεται σ’ αυτόν όπως σε θρόνο. Αυτή είναι η θαυμαστή αρχή της προκοπής της ψυχής. Όχι δηλαδή να καταλάβει αρχικά την τάξη αγγέλου, της κατώτερης ας πούμε από τις ουράνιες δυνάμεις, αλλά την τάξη του Θεού του Υψίστου· έπειτα θα περάσει στην τάξη του Θρόνου, κατόπιν του Χερουβείμ, κατόπιν του Σεραφείμ, και προχωρεί μέχρις ότου λάβει ολοκληρωτικά την ιδιότητα του αγγέλου, της χαμηλότερης δηλαδή τάξεως, αγγέλλοντας στους πλησίον του τα ενδοξότατα και μυστικά του Θεού με την έμπνευση του Πνεύματος. Η μέθεξη του Πνεύματος πρέπει, όπως λένε οι σοφοί στα θεία, να προηγείται από τη μετάδοσή Του. Έτσι, είναι πρόδηλο ότι πρέπει να γίνει κανείς φανερά μέτοχος του Πνεύματος, ώστε να γίνει ο νους θρόνος Του, και τότε να μεταδώσει τα πνευματικά· πρέπει να γίνει με τη χάρη του Πνεύματος Χερουβείμ, που σημαίνει πλημμύρα και πλήθος πνευματικής σοφίας, και τότε να μεταδίδει σοφία στους άλλους· να γίνει ομοίως Σεραφείμ από τη γνώση της σοφίας και πίνοντας από το οινοδοχείο και το κρασί της σοφίας να φτάσει σε διάπυρες και ορμητικές αγάπες του Θεού —γιατί αυτό σημαίνει Σεραφείμ—, κι ύστερα να θερμάνει και άλλους προς τους θείους έρωτες και ακολούθως να τους αναρριπίσει· κι έτσι να συνεχίσει διαδοχικά ώσπου να φτάσει στην τάξη του αγγέλου, δηλαδή να διδάσκει τους πλησίον.Επομένως, εκείνοι που δεν έγιναν πρωτύτερα με τη χάρη του Πνεύματος θεοί και θρόνοι Θεού, Χερουβείμ και Σεραφείμ και λοιπές κατώτερες πνευματικές τάξεις, ούτε άγγελοι σωστοί μπορούν να είναι, ούτε θα μπορέσουν να λατρεύουν το Θεό, ούτε να διδάσκουν αληθινά στους άλλους τα πρέποντα με την έμπνευση του Πνεύματος. Άρα η αληθινή προκοπή της ψυχής έχει την αρχή της από τη μέθεξη του Υψίστου Θεού και προχωρεί με τα στάδια που είπαμε, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.
Θα σε δοξολογήσω, άρρητε Κύριε, Αγία Τριάς. Όχι όσο σου αρμόζει, Δέσποτα, αλλά όσο επιτρέπει η δύναμή μου. Γιατί Εσύ, Ανέκφραστε, μαζί με ό,τι σε αφορά, είσαι άπειρα πιο πάνω και πιο πέρα από κάθε λόγο που θέλει να σου μιλήσει και κάθε νου που θέλει να σε νοεί. Εσύ με δημιούργησες από το μηδέν με τη μεγαλειώδη βουλή Σου, πλάθοντάς με με τα χέρια Σου όπως κανένα άλλο δημιούργημά Σου, και δημιουργώντας με σύμφωνα με τη δική Σου εικόνα και την ομοίωση(Γέν. 1, 26)· εγώ όμως ο μωρός που πλάστηκα με τόσο μεγάλη τιμή και δόξα, έγινα πολύ αχάριστος ως προς τις εντολές Σου, αν και αυτές είναι άγιες και γεμάτες από ειρήνη και αληθινή ευφροσύνη και θεουργική δύναμη. Και αυτό που είναι το πιο θαυμαστό· πριν με φέρεις στο είναι, για χάρη μου και για χάρη της ζωής μου, και για να μπορώ να βλέπω προς τα άνω και να σε κατανοώ, και για την αφόρητη πνευματική ηδονή της θείας θεωρίας, δημιούργησες τον κόσμο που έχει μεγαλειώδη ομορφιά και δόξα και τόση δύναμη και σοφία δημιουργική και είναι στολισμένος πλουσιοπάροχα και με κάθε τρόπο, που χωρίς αυτά ούτε μία ώρα δε θα μπορούσα να υπάρχω, και με αυτά ζω, σωματικά μεν με ευδαιμονία με όσα απολαμβάνω και με τρέφουν, ψυχικά δε με όσα κατανοώ κατά τη θεωρία και εκπλήττομαι από την πανσοφία και την παντοδυναμία της πρόνοιάς Σου και το πέλαγος της αγάπης Σου. Και αυτά έκανες Εσύ, Άρρητε. Εγώ όμως ο ανόητος έζησα ασώτως τη ζωή μέχρι τώρα, αλοίμονο! αντίθετα προς τις εντολές Σου, που είναι τόσο ευχάριστες και αξιαγάπητες στους φρόνιμους. Αλοίμονό μου, ψυχή, για την αναισθησία και την πώρωσή μου! Δεν αισθάνεσαι, βέβηλε, ότι ο φτωχός και μόνο για να ζήσει σωματικά, και μάλιστα πρόσκαιρα, γίνεται δούλος στον πλούσιο και υποτάσσεται αμέσως στις προσταγές του κυρίου του, ακόμη κι αν μερικές είναι βαριές, παρ’ όλο που αυτές δε γίνονται για χάρη αυτού που τις εκτελεί, αλλά προς όφελος αυτού που διατάζει. Πώς εσύ, άμυαλε, παραβαίνεις ποταπά και στρέφεις στο αντίθετο τις εντολές τέτοιου Δημιουργού και Ευεργέτη και Τροφέα, αν και δίνονται για χάρη δική σου και της αθάνατης δόξας σου; Αλοίμονο στην αδιαντροπιά σου και το αιώνιο κακό που σε περιμένει!
Όταν ξαναγύρισα σ’ Εσένα, υπεράγαθε Κύριε, την ανέκφραστη απόλαυση, είπα στη φτωχή και όντως αμαρτωλή μου ψυχή, που είναι δικό Σου πλάσμα, φιλανθρωπότατε: «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά πνευματικά, φάγε, πιές, ευφραίνου»(Λουκ. 12, 19). Και όταν ξεσηκώθηκε ο αμαρτωλός (ο διάβολος) εναντίον μου, κακοπάθησα και ταπεινώθηκα όσο δεν έπαιρνε άλλο(Ψαλμ. 37, 9). Αλλά πόσο μεγάλος είναι ο πλούτος της αγαθότητάς Σου, πανάγαθε Κύριε! Όταν έσφαλα και ξέφυγα από τον ίσιο δρόμο και το καλό, Εσύ πρόλαβες με θαυμαστό τρόπο και με πρωτοφανείς δωρεές πάλι με ξαναγύρισες πίσω. Και έφαγα πράγματι και ήπια και στη συνέχεια ευφράνθηκα πνευματικά από ευσπλαχνία δική Σου, αλλά και πάλι πλανήθηκα πολλές φορές και εξορίστηκα, δε γνωρίζω για ποιο από τα δύο· από φοβερή απάτη του δαίμονα ή από απροσεξία δική μου, ή και από τα δύο, ή ίσως και από κάποια βαθύτερη δική Σου κρίση, από την οποία προέρχονται οι παραχωρήσεις και οι εγκαταλείψεις και οι τιμωρίες κατά διάφορους τρόπους. Πάλι λοιπόν και πολλές φορές βούλιαξα στο βούρκο όπου δεν υπήρχε στερεό έδαφος(Ψαλμ. 68, 3) και υπέφερα και καταβλήθηκα καθώς με τρυπούσε σαν αγκάθι(Ψαλμ. 31, 4) το θανατηφόρο κεντρί της αμαρτίας, και γενικά από τα πολλά πονηρά που μηχανεύτηκε με κακία ο εχθρός κατά της ψυχής μου εξαιτίας της φοβερής μου αμέλειας και της εξοργιστικής ανοησίας μου. Εσύ όμως, ποτέ δεν αδιαφόρησες για τα πάθη μου μέχρι τέλους, αλλά και με φωνή πνευματική φώναξες στα μυστικά μύχια της καρδιάς μου και είπες στην εξουθενωμένη ψυχή μου: «Εγώ είμαι η σωτηρία σου(Ψαλμ. 34, 3), μη φοβάσαι, αλλά ξαναγύρισε στην ανάπαυσή σου, μην πλανάσαι». Κι έτσι με παρηγόρησες, Ιησού ανεξίκακε, κι έγινες λαμπρός υπερασπιστής της σωτηρίας μου, κι Εσύ που είσαι το δεξί χέρι του Πατέρα με κράτησες με δύναμη και η παιδαγωγία Σου με ανόρθωσε(Ψαλμ. 17, 36) και πάλι, όπως και πολλές άλλες φορές, με την τόσο μεγάλη ευφροσύνη των ανέκφραστων μυστικών Σου. Έλα λοιπόν, Λόγε του Θεού, στην καρδιά μου σαν σφραγίδα ασφάλειας, για να θεωρώ το ανέκφραστο υπερφυσικό κάλλος Σου· έλα στα χέρια μου, για να πράττω τις άγιες και ζωοποιές εντολές Σου· έλα, Βασιλεύ ‘Ιησού Χριστέ υπερουράνιε, έλα για να ζήσω μέσα σ’ Εσένα πνευματικά. Έλα κοντά μου γρήγορα, καθώς επιστρέφω σ’ Εσένα με όλη μου την ψυχή, Εσύ που είσαι η υπερκόσμια ευφροσύνη εκείνων που είσαι μέσα τους με τρόπο άρρητο. Άστραψε την αστραπή Σου, Απειρόσοφε, για να συναχθεί η νοερή μου ψυχή στον εαυτό της και κατόπιν σ’ Εσένα, και να διασκορπιστούν και να χαθούν εκείνοι που με εχθρεύονται χωρίς λόγο(Ψαλμ. 3, 8) και με καταδιώκουν άδικα και με κακοποιούν αλύπητα. Φύλαξέ με, Κύριε, για πάντα σε παρακαλώ, ως κόρην οφθαλμού(Ψαλμ. 16, 8), για να σε θεωρώ μένοντας αιώνια μαζί Σου, υπερένδοξε, άρρητε Δέσποτα.
57. Ποιος είμαι, άκτιστε Κύριε, εγώ η στάχτη και το χώμα, και πόσες είναι οι μέρες μου εμένα που περνώ σαν ίσκιος(Ψαλμ. 143, 4) και σαν σύντομο όνειρο, Άναρχε, μπροστά σ’ Εσένα που στα μάτια Σου τα χίλια χρόνια είναι σαν τη χθεσινή ημέρα που πέρασε, ή και όση η διάρκεια μιας φρουράς τη νύχτα(Ψαλμ. 89, 4); Και τί γνωρίζω εγώ μπροστά σ’ Εσένα που έκανες τους ουρανούς με γνώση(Ψαλμ. 135, 5) και τη γη και το σύμπαν με σοφία, και μάλιστα όλα μαζί και αυτοστιγμεί;Ποιος είμαι λοιπόν για να σταθώ καν μπροστά Σου, πανεύσπλαχνε, και να με κρίνεις; Μη, παρακαλώ, μη, σε ικετεύω Δέσποτα· από τα βρέφη οι γονείς δε ζητούν λόγο για ό,τι κάνουν, ούτε καν ζητούν κάποιο έργο, αλλά με καλή καρδιά, με στοργή και ενδιαφέρον τα φροντίζουν με μαλακό τρόπο σε όσα χρειάζονται και τα τρέφουν όσο μπορούν και τα περιθάλπουν. Γι’ αυτό, Άγιε, ο πραγματικά αιώνιος προσφιλέστατος Πατέρας μας, ως Δημιουργός όλων των δικών μας κόσμων από το μηδέν, μη θυμώνεις για τις αμαρτίες και τις ανομίες μου, παρακαλώ, μήτε να ζητάς από εμένα έργα, Φιλάνθρωπε, ανάλογα της χάρης Σου, μη, Αγαθέ, μη. Αλλά όπως αρμόζει σε νήπια, έτσι και πολύ περισσότερο και χωρίς τέλος Εσύ συγχώρησε τα παραπτώματά μου και αύξανε την άχραντη δωρεά Σου σ’ εμένα, επειδή ως ασθενής στη φρόνηση έχω πολύ μεγάλη ανάγκη από βοήθεια. Ναι, Συ που με δημιούργησες και με έπλασες και με αναγέννησες, υπερύμνητε, με σκοπό πάντως υπεράγαθο: αφού δηλαδή με ευεργετήσεις υπερβολικά και με καταστολίσεις με θεουργικά κάλλη σαν γνήσια εικόνα Σου, να με δοξάσεις ανάλογα με την αιώνια και υπέρτατη δόξα· άλλωστε, ήρθες όχι για να κρίνεις, αλλά για να σώσεις τον κόσμο(Ιω. 3, 17). Αμήν.
58. Όπως βλέπεις κι Εσύ, Κύριε, που γνωρίζεις τα μυστικά της καρδιάς, κατακρίνω ο ίδιος τον εαυτό μου. Δε χρειάζομαι, υπέρσοφε, κανένα άλλο δικαστή. Μόνο για όποια υπάρχει αμφιβολία, υπεράγαθε, γίνεται κρίση από δικαστήριο. Όταν όμως ο κρινόμενος καταδίκασε από πριν μόνος του τον εαυτό του και βλέπει και ομολογεί αληθινά τον εαυτό του όχι μονάχα πως είναι απλώς αμαρτωλός, αλλά ότι αμαρτάνει κάθε ημέρα και ώρα, λυπήσου τον, φιλάνθρωπε Κύριε, και μη τον δικάσεις. Ζητώ έλεος και επαιτώ χάρη, ώ άφθονη Πηγή του ελέους και των ευεργεσιών. Εσένα παρακαλώ, που ευδόκησες να γίνεις άνθρωπος για μένα και που από άφθονη αγαθότητα δε μας τιμωρείς ανάλογα με τις ανομίες μας και από υπερβολική αγάπη δε μας ανταποδίδεις σύμφωνα με τις αμαρτίες μας(Ψαλμ. 102, 10)· αλλά μάλλον σε νικά η έμφυτη αγάπη Σου και απομακρύνεις από μας τις αμαρτίες μας όσο απέχει η ανατολή από τη δύση(Ψαλμ. 102, 12). Σε ικετεύω λοιπόν, ανεξίκακε Κύριε Ιησού Χριστέ, εύσπλαχνε Δέσποτα, και σε παρακαλώ, αν και ανάξια, να παραβλέψεις κάθε μου ανομία και κάθε μου αμαρτία και να χαρίσεις στην καρδιά μου τέλεια τη σφραγίδα του παναγίου Σου Πνεύματος, την πραγματικά αγία δωρεά, με τη δύναμη και τη σοφία Σου, για να πράττω έτσι με σοφία και φρόνηση πνευματική, με τη δύναμη της χάρης Σου, όσο είναι δυνατό, τα ευάρεστα ενώπιόν Σου, ώστε να τρέξουν πάλι στ’ αλήθεια οι πνευματικοί ποταμοί της άχραντης σοφίας Σου από την καρδιά μου με γνώση της αλήθειας και με το κατάλληλο φως κι έτσι να βρεθώ μ’ Εσένα, κοινωνός των μυστηρίων Σου, στους αιώνες των αιώνων, δηλαδή φωτισμένος από το υπερένδοξο φως Σου από τώρα, με το ανείκαστο έλεος και την ανέκφραστη χάρη Σου. Αμήν.
59. Κανένας δεν καταλαβαίνει με απόλυτη σαφήνεια την επιβουλή —είτε πρέπει να την πούμε προσβολή— που είναι στην κυριολεξία διαβολική, όπως εκείνος που ξέφυγε τους δαίμονες κι έμεινε ελεύθερος για ένα χρονικό διάστημα από διαβολικές προσβολές. Και κανείς δεν τους αποφεύγει και δεν απαλλάσσεται από αυτούς, όπως είπα, παρά μόνο εκείνος που θ’ αποκτήσει τη βοήθεια θείας πνοής ενυπόστατη και αέναη μέσα στην καρδιά του. Αυτή τη γεννά η πίστη ενωμένη με ταπείνωση και ενεργή αγάπη Θεού και ανθρώπων και ο ησυχαστικός τρόπος ζωής με αγρυπνία και ανάγνωση, πότε πρακτική και πότε θεωρητική, κι έπειτα θεολογική, ύστερα από προσευχή. Αγάπη ενεργής λέγεται φυσικά η εκπλήρωση των ιερών εντολών του Θεού κατά το δυνατό. Από αυτά λοιπόν προέρχεται όχι μόνο γνώση του Θεού καθαρότερη και λαμπρότερη, αλλά και ακριβής γνώση και ορθότερη διάκριση των δολίων δαιμονικών επινοήσεων και εφόδων κατά της ψυχής. Και τότε οι αγώνες γίνονται μεγαλύτεροι και ανάλογη η άθληση κατά των δαιμόνων που φθονούν υπερβολικά και ορμούν αδιάκοπα με μανία για κάθε είδος κακοποίηση της θεοφόρου ψυχής με μεγάλη κακεντρέχεια. Και αν ο αληθινός Σωτήρας δεν προστάτευε φιλάνθρωπα το λαό Του και δεν προμαχούσε για τους πιστούς Του ο Χριστός, δε θα σωζόταν πραγματικά κανένας άνθρωπος, έστω και άγιος.
60. Γνωρίζω πολύ καλά και μάλιστα σου εξομολογούμαι, Κύριε· και από τα άλογα ζώα χειρότερος γίνομαι από απροσεξία, αγνωμοσύνη και άλογες πράξεις, εγώ ο λογικός άνθρωπος, εφόσον εκείνα συμμορφώνονται με τη φύση τους και ζουν σύμφωνα με αυτή, ενώ εγώ ούτε μία στιγμή δε γνώρισα ποιά είναι η καθαρή και αρμόζουσα στη φύση μου ενέργεια, εξαιτίας του μολυσμού από τα ακάθαρτα πάθη και της εμπαθούς προσκολλήσεως στα πρόσκαιρα και της ακόλουθης συγχύσεως. Γι’ αυτό κάνω σαν ανόητος κι ούτε γνωρίζω όπως πρέπει ποιά είναι αληθινά η φύση μου. Και ξεπέρασα και το δαιμονικό συρφετό και είμαι πραγματικά χειρότερος και από τους ίδιους τους δαίμονες κατά την προαίρεση. Γιατί αν κι εγώ όπως εκείνοι ήμουν απρόσβλητος από ασθένειες και αθάνατος και χωρίς καμιά ανάγκη για τη ζωή, τότε χωρίς αμφιβολία θα ήμουν κι εγώ ο δυστυχισμένος μέγας στην κακία και ακράτητος στις άτοπες ορμές. Αφού τώρα, που όχι μόνο αθάνατος δεν είμαι, αλλά και με βρίσκουν ασθένειες συχνές και μακρές, παρανομώ και χαίρομαι στις αμαρτίες κι είμαι έτοιμος γι’ αυτές. Και το χειρότερο, δεν κλίνω προς ένα κακό μόνο, ώστε να αποφεύγω τα άλλα, όπως καθένας από τους δαίμονες, που ένας είναι της φιλαργυρίας, άλλος της κενοδοξίας, άλλος της φιληδονίας και άλλος είναι εργάτης άλλου πάθους ή μάλλον φίλος και συνεργός σ’ αυτό το πάθος μ’ εκείνους που πείθονται σ’ αυτόν· αλλά εγώ μόνος μου είμαι όλων των παθών εραστής και εκτελεστής. Και μάλιστα είμαι τόσο πολύ κυριευμένος από τα πάθη, ώστε και χωρίς παρακίνηση ή εξωτερική προσβολή των δαιμόνων πηγαίνω προς αυτά, ή μάλλον πέφτω αξιολύπητα σ’ αυτά με τη θέλησή μου. Γι’ αυτό και όσα κακά δεν έκανα, όχι πως δεν τα έκανα γιατί τ’ απέφυγα θεληματικά ή γιατί ελεύθερα δεν τα θέλησα, αλλά γιατί δεν μπόρεσα. Πόσο λοιπόν εγώ κρίνομαι δίκαια χειρότερος από τους δαίμονες! Αυτοί είναι αθάνατοι και δεν αρρωσταίνουν και δεν έχουν ανάγκες της ζωής, κι όμως κλίνει προς ένα μόνο είδος αμαρτίας ο καθένας. Ενώ εγώ, που οι μέρες μου δεν είναι μόνο λίγες, αλλά όπως ανέφερα είναι γεμάτες από νόσο και ασθένεια και ταλαιπωρία, και όμως τρέχω με προθυμία σε κάθε αμαρτία, πρόθυμος, αλοίμονο, να την εκτελέσω. Είμαι λοιπόν πραγματικά πολύ χειρότερος και από τους δαίμονες. Αλλά Κύριε, Κύριε, Εσύ που το έλεός Σου είναι ανυπέρβλητο κι έχεις στη φύση Σου το να σώζεις, αφού και σ’ αυτούς τους δαίμονες έχεις παραχωρήσει μετάνοια, αν θέλουν, χωρίς μνησικακία· ενίσχυσέ με με σοφία και κάθε απαραίτητο για να μετανοήσω όπως πρέπει για τις αμαρτίες μου και να εξιλεώσω το πανάγιο πρόσωπό Σου, Εσύ η έξοχη και μακάρια ζωή και η διαρκής υπερκόσμια απόλαυση των Δικαίων και η Αυτοαγάπη που ξεχνάς τις κακίες μας και η άφατη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία, Δέσποτα. Δείξε το μέγα και θαυμαστό έλεός Σου στην ψυχή μου που σου φωνάζει «Ελέησέ με, ευδιάλλακτε», για να αποδειχθεί έτσι καθαρά και να το μάθομε, ότι και στους δαίμονες, αν στην κατάσταση που βρίσκονται επέστρεφαν σ’ Εσένα κι έλεγαν το «ελέησέ με» προς την απέραντη αγαθότητά Σου, δε θα τους άφηνες έξω από το έλεός Σου, ούτε θα τους αποστρεφόσουν, Εσύ που είσαι η πηγή των δωρεών. Αν λοιπόν ελεήσεις εμένα που είμαι πιο κακός από κείνους και χειρότερος από τα άλογα ζώα, τότε πράγματι δεν υπάρχει κανείς αμαρτωλός, ούτε άνθρωπος ούτε δαίμονας, ο οποίος πέφτοντας μπροστά Σου θα φωνάξει «ελέησέ με» και δε θα βρει αμέσως την άπειρη αγαθότητά Σου και το πλουσιότατο κι εξαιρετικά θαυμαστό και πάνω από κάθε προσδοκία έλεός Σου. Ελέησέ με, Ιησού, Εσύ που είσαι και φυσικός Πατέρας μας και πηγή του ελέους.
61. Πολλά μού έρχονται, Κύριε, στο νου, αλλά δεν υπάρχει κανένα που να το κατανοώ με σιγουριά ως το τέλος, και γενικά ανάμεσα σε όλα δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη με προδίδει κάπου η γνώση του. Γι’ αυτό ακριβώς, όπως είναι φυσικό, έχω αποδειχθεί πασίδηλα φτωχός στη γενική και πλήρη γνώση. Τον ουρανό τούτον εδώ και τη γη βέβαια τα βλέπω, τί είναι όμως αυτά και που εδράζονται και πώς κρατούν τη συνοχή τους και τα άλλα τα πάμπολλα γύρω από αυτά και τη φύση τους, τ’ αγνοώ ολοφάνερα. Τον αέρα, το νερό και τη φωτιά μπορώ πολύ εύκολα να τα δείξω σ’ όποιους θέλουν ποια όμως είναι η φύση του καθενός, αν ερωτήσει κανείς, και πώς το ένα κυλάει προς τα κάτω και το άλλο πηγαίνει προς τα επάνω, ενώ ο αέρας προς κάθε κατεύθυνση, γι’ αυτά ούτε το στόμα δεν μπορώ ν’ ανοίξω για να ψελλίσω κάτι. Αλλά τα παραλείπω αυτά, καταλαβαίνοντας ότι δεν έχω τι να πω. Και μία τρίχα, το ευτελέστατο αυτό πράγμα, ελάχιστα πέφτει στην αντίληψή μας από πού προέρχεται και πώς, και ποιά σειρά χρονική ακολουθούν και ποιά τάξη. Και τί αξίζει να γνωρίζεις πώς είναι οι τρίχες;
Γι’ αυτό σε παρακαλώ, Δέσποτα, ελευθέρωσέ με από το φρόνημα της οιήσεως, που γίνεται αιτία να κρίνω και να κατακρίνω τον πλησίον και κάθε άλλον. Έπειτα, πάρε με κάτω από τη σκέπη του κραταιού βραχίονά Σου, γιατί είμαι απλοϊκός και πολύ βραδύς στην αντίληψη. Ποιος άραγε γνωρίζει την έκταση του ουρανού και τον τόσο όγκο και το τόσο βάρος της γης και τον ταχύτατο και ακούραστο δρόμο του ηλίου που γίνεται με θαυμαστή τέχνη και ακρίβεια; Ποιος θα κατανοήσει τη δύναμη που διευθύνει με τόση σοφία όλα αυτά; Πώς να τα μάθει αυτά ο άνθρωπος που δεν έχει ούτε για το κουνούπι μια σχετική γνώση; Και από που να τα μάθει; Εγώ είμαι πολύ ανόητος και ανίσχυρος να εννοήσω τη δύναμη της σοφίας Σου. Και θαρρώντας μόνο στη χάρη Σου πρέπει να μιλώ είτε για τη θέωση, είτε για την υπερφυσική ένωση με το Θεό, που εκτελεί ο ίδιος ο Θεός και η υπερέχουσα νόησή Του.
62. Μόνο όσοι δέχτηκαν από τη χάρη με τη διόραση την πνευματική αίσθηση, εννοούν με σημάδια φανερά και πάρα πολύ σαφή και πραγματικά εκείνους που δεν έχουν την πνευματική αίσθηση αλλά βαδίζουν ψυχικά. Γιατί, κατά τον θείο Παύλο, ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τα πάντα, αν και ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοηθεί από κανέναν άλλο(Α΄ Κορ. 2, 15). Αλλά σε οποιαδήποτε κατάσταση είναι οι άλλοι, όχι μόνο δε βλέπουν τον άδειο από θείο Πνεύμα, αλλά συχνά και επαινούν από ανοησία αυτούς που είναι για ελεεινολόγηση, επειδή δε δέχτηκαν αίσθηση πνευματική από τη χάρη και τους κυβερνά κοσμικό πνεύμα και είναι ψυχικοί, όπως τους αποκαλεί ο θείος λόγος(Α΄Κορ. 2, 14). Γιατί εκείνοι που έχουν πνευματική αίσθηση κι έχουν πλησιάσει την ομοιότητα με το Θεό, κρίνουν τα πράγματα όχι με αυθάδεια ή παρασυρμένοι από το φαινόμενο, όπως κάνουν οι περισσότεροι, αλλά σύμφωνα με την αναλλοίωτη και αιώνια αλήθεια που αυτά περιέχουν, μυημένοι πάντως από το ζωοποιό και φωτιστικό Πνεύμα, το οποίο σε όσους κατοικήσει φανερά, παρέχει ζωή υπερφυσική, διαφορετική από τη συνηθισμένη, και φως και γνώση, όχι βέβαια όπως βλέπουν οι πολλοί τα πράγματα. Τέτοιος ήταν ο πατριάρχης Ιακώβ, ο οποίος άλλαξε πολλούς τόπους, μένοντας πνευματικά στον ένα αυτό τόπο, και είδε με τα μάτια της διακρίσεως και είπε πολλά για τους γιους του, άξια θαυμασμού(Γεν. 49, 1 κ.ε.). Έτσι και ο Ησαΐας, ο πιο μεγαλόφωνος προφήτης, βλέποντας τον Ιησού να οδηγείται σαν πρόβατο στη σφαγή(Ησ. 53, 7), ούτε από το πάθος Του παρασύρθηκε, ούτε στην ταπείνωση εκείνη προσέκρουσε, αλλά με πνευματικά μάτια έβλεπε μυστικά τη δόξα που κρυβόταν σ’ όλα αυτά, όπως έπρεπε· ήταν τέτοιος, που ενώ έβλεπε τη μορφή και το κάλλος του Ιησού αφανισμένα(Ησ. 53, 3), καθώς και τα άλλα παθήματά Του, εντούτοις ομολογούσε τη θεότητά Του. Τέτοιοι πνευματικοί ήταν γενικά όλοι οι ιεροί Προφήτες, βλέποντας νοερά τα νοητά με την έλλαμψη του Πνεύματος. Εκείνους όμως που έχουν το πνεύμα του κόσμου, ή μάλλον, να πω σωστότερα, εκείνους που κατέχονται από το κοσμικό πνεύμα, όποιος θέλει να τους παρατηρήσει ευκολότατα, ας θυμηθεί τη φατρία εκείνη των Γραμματέων και Φαρισαίων που αναφέρουν τα Ευαγγέλια, πώς καταγίνονταν με τα φαινόμενα καλά και πώς επεδίωκαν με πάθος να επιδειχτούν και να ονομάζονται διδάσκαλοι του Ισραήλ με όλη την ψυχή τους, με το μεγαλοπρεπές σχήμα και βάδισμα, και τίποτε άλλο δεν έκαναν πέρα από το εξωτερικό σχήμα και υποκρίνονταν τους ενάρετους με τα καλά τους λόγια(Ματθ. 23, 3 κ.ε.). Γι’ αυτό και καταδίκασαν σκληρά σε θάνατο τον Ιησού Χριστό —τί φοβερή τυφλότητα!— τον γνησιότατο Υιό του Θεού των όλων, τη θεία και αληθινή ζωή, εξαιτίας του φθόνου που γέννησε μέσα τους το κοσμικό πνεύμα. Αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, όπως έχει γραφεί(Ιακ. 4, 5), δε μιλάει μέσα μας με κίνητρο το φθόνο, είναι φανερό ότι το πνεύμα του κόσμου μιλάει από φθόνο και κατά συνέπεια η κρίση του είναι άδικη και σκοτεινή. Γι’ αυτό, όπως έχει γραφεί, θα χτυπήσουν τα στήθη τους(Αποκ. 1, 7) στον καιρό της καθολικής κρίσεως και θα ελεεινολογήσουν τον εαυτό τους και θα δουν γεμάτοι φόβο Εκείνον που κέντησαν με τη λόγχη(Ιω. 19, 37) και θα πουν γεμάτοι απορία: «Αυτός δεν είναι που εμείς τον είχαμε για τίποτε και που θεωρούσαμε παραφροσύνη τον τρόπο ζωής Του; Πώς λογαριάστηκε ανάμεσα στους υιούς του Θεού;(Σ. Σολ.5, 4-5)». Γιατί αφού εξαπατήθηκαν από το κοσμικό πνεύμα και κυριεύτηκαν από το σκότος της οιήσεως και σκόνταψαν φοβερά, δεν μπορούσαν φυσικά να δουν την πραγματική αλήθεια και να πορευτούν στο εξής σύμφωνα με αυτή, με την οποία πορεύονται εκείνοι που έχουν το ηγεμονικό και ευθές και φωτιστικό Πνεύμα. Για τους πνευματικούς λέει κάπου ο Παύλος: «Δε γνωρίζετε ότι θα κρίνομε αγγέλους; Δεν είμαστε λοιπόν ικανοί να κρίνομε βιοτικές υποθέσεις;»(Α΄ Κορ. 6, 3). Έτσι, εκείνος που έχει το Πνεύμα κατανοεί τα πάντα(Α΄ Κορ. 2, 15), το Οποίο, όπως λέει ο Κύριος, ο κόσμος δεν μπορεί να το λάβει, ούτε το θεωρεί(Ιω. 14, 17). Όσοι λοιπόν δεν έχουν ντυθεί με αληθινή αίσθηση ψυχής και δεν έχουν μέσα τους το υπερουράνιο Άγιο Πνεύμα να ενεργεί άρρητα και μυστικά και να λέει τα ανέκφραστα, αυτοί είναι φανερό ότι έχουν το πνεύμα του κόσμου. «Εσείς όμως —λέει ο Παύλος— δεν είστε πλέον σαρκικοί, αλλά πνευματικοί, αν βέβαια κατοικεί μέσα σας Πνεύμα Θεού. Εκείνος όμως που δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ Αυτον»(Ρωμ. 8, 9). Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνοι που έχουν μέσα τους το Πνεύμα δεν είναι σαρκικοί; Και ότι εκείνοι που, αλοίμονο, τους λείπει θλιβερά Αυτό, όχι μόνο δεν μπορούν να κρίνουν ορθά για τα θεία, αλλά ούτε του Χριστού άνθρωποι πέτυχαν να είναι; Κι αλλού ο Απόστολος δείχνει πιο ανάγλυφα την αντίθεση του κοσμικού πνεύματος προς το Πνεύμα του Θεού, λέγοντας: «Εμείς δε λάβαμε το πνεύμα του κόσμου αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσομε εκείνα που μας χάρισε ο Θεός»(Α΄ Κορ. 2, 12). Εννοείς τώρα ότι τα θεία και την αλήθεια μπορούν να εννοήσουν μόνο εκείνοι που δέχτηκαν το Πνεύμα του Θεού; Όπως είπε και ο Κύριος: «Όταν έρθει Εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε ολόκληρη την αλήθεια»(Ιω. 16, 13). Βλέπεις πώς έρχεται πραγματικά στο νου η πλήρης αλήθεια, οπότε πιά και η κρίση είναι εύκολη και ασφαλής; Γι’ αυτό το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Πνεύμα βουλής, Πνεύμα επιστήμης, Πνεύμα συνέσεως και σοφίας(Ησ. 11, 2), Πνεύμα ηγεμονικό(Ψαλμ. 50, 14), Πνεύμα ευθές(Ψαλμ. 50, 12), Πνεύμα της αλήθειας(Ιω. 14, 17). Ακόμη ο Ησαΐας το ονομάζει και Πνεύμα κρίσεως(Ησ. 4, 4), γιατί με αυτό η ψυχή διευθύνεται προς τα λεχθέντα με ευθυκρισία και με αυτό τα ενεργεί κατά το πρέπον, αφού και αυτή είναι μέτοχος του Πνεύματος, και χωρίς Αυτό όλα είναι γεμάτα σκότος και έρημα από αλήθεια. Εκείνος που είναι άμοιρος από το Πνεύμα της αλήθειας και από όσα είπαμε στη συνέχεια κι επιχειρεί έπειτα να κρίνει, θα βγάλει εσφαλμένα συμπεράσματα και θ’ αστοχήσει ως προς την αλήθεια. Κανείς, λέει, δε γνωρίζει τα μυστικά του άλλου, παρά το πνεύμα που υπάρχει μέσα του· το δε Πνεύμα ερευνά τα πάντα(Α΄ Κορ. 2, 11 και 10). Και αν χωρίς Αυτό ήταν δυνατό να βρει κανείς την αλήθεια, δε θα λεγόταν το Άγιο Πνεύμα Πνεύμα αλήθειας και Πνεύμα κρίσεως και τα άλλα που αναφέραμε. Αν κανείς πει ότι κρίνει χωρίς το Πνεύμα της αλήθειας, θα είναι συνήγορος του ψεύδους, γιατί εννοεί κάτι το ανύπαρκτο και με μία λέξη θα εκπέσει από την αλήθεια (είναι και Πνεύμα κρίσεως) και θα εξοριστεί με τη θέλησή του από το Θεό και από τη δόξα του Θεού και θα διχοτομηθεί δίκαια, γιατί κρίνει παρά την αλήθεια και αποφασίζει με ιταμότητα, προδίδοντας τυφλά το δίκαιο, κυριολεκτικά σαν άλλος Ιούδας. Γιατί κι εκείνος ο τρισάθλιος καταδικάστηκε από αυτό· επειδή πρόδωσε αισχρά και αδικαιολόγητα τη Δικαιοσύνη και την Αλήθεια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που έστειλε σ’ εμάς ο Πατέρας ως δικαίωσή μας(Α΄ Κορ. 1, 30) και που είπε ότι Αυτός είναι η αλήθεια(Ιω. 14, 6). Φαρισαίε άθλιε, τυφλέ, περιέρχεσαι άδειος από το Πνεύμα που φωτίζει τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής κι έχεις το θράσος να κρίνεις σφαλερά από τα φαινόμενα το εσωτερικό του ανθρώπου, όπως κι οι τότε Φαρισαίοι έβλεπαν —ανίσως και έβλεπαν— παράδοξες αναστάσεις νεκρών και πάμπολλα άλλα θαύματα, τα οποία ως Θεός αληθινός ο Ιησούς έκανε μόνο με το νεύμα Του, κι ενώ θα έπρεπε να Τον δοξάζουν και να Τον υμνούν και να πιστεύουν σ’ Αυτόν, αυτοί αγανακτούσαν και στενοχωρούνταν για τη σοφότατη και φιλάνθρωπη κατάργηση του σαββάτου και γιατί δε νήστευαν οι μαθητές του Νυμφίου(Ματθ. 9, 15) και γιατί έτρωγαν χωρίς να πλύνουν τα χέρια τους(Μάρκ. 7, 2). Ολότελα άμυαλε, θα έλεγα, και ανόητε και γεμάτε από σκότος Φαρισαίε, θέλεις να διορθώσεις την πηγή της σοφίας και των ανέκφραστων θαυμάτων και παραβλέποντας έργα με τόσο μεγάλη δύναμη, προσέχεις τάχα τα πιο ασήμαντα που έγιναν για λόγο ακατανόητο σε σένα; Πόσο διεστραμμένος, αχάριστος και αναίσθητος είσαι! Και αν σκανδαλίζεσαι, ενώ δεν έπρεπε, από τα μηδαμινά, πώς δε θαύμασες τα μέγιστα έργα, τα οποία έκανε πέρα από τα συνηθισμένα, και πώς δε προσερχόσουν τότε ταπεινά προς Αυτόν που τα πραγματοποίησε, δοξάζοντας όπως έπρεπε και υμνώντας Τον, και δε ζητούσες με ευθύτητα να σού εξηγήσει το λόγο που έκανε όσα εσύ νομίζεις ότι υπερβαίνουν το συνηθισμένο μέτρο; Αλλά, όπως φαίνεται, η οίηση είναι το χειρότερο και φοβερότερο απ’ όλα, όπως και η πονηρία που την ακολουθεί. Είναι τόσο σκοτεινή, όσο νομίζει ότι γνωρίζει· και τόσο ανόητη, όσο αγνοεί την άγνοιά της. Άλλοτε πάλι, Φαρισαίε τυφλέ, δεν εξετάζεις αν είναι καθαρό το εσωτερικό του ποτηριού, αλλά νομίζεις ότι πρέπει να εξετάζεις και να καθαρίζεις απ’ έξω το ποτήρι ή το πιάτο(Ματθ. 23, 26). Ούτε ακούς τί λέει για την κρίση ο Χριστός, η αληθινή σοφία: «Μην κρίνετε κατ’ όψιν, μάθετε να κρίνετε με κριτήρια ορθά»(Ιω. 7, 24). Δεν εννοείς ότι δεν μπορείς να κρίνεις δίκαια κατά το φαινόμενο και να παίρνεις αποφάσεις ορθές; Αυτό δηλώνει το «κατ’ όψιν», δηλαδή το φαινόμενο. Πώς λοιπόν εσύ, αναίσθητε, χωρίς να φοβάσαι μήτε την εντολή του Πατέρα, μήτε όπως φαίνεται να εννοείς ότι δεν είναι εκείνο που φαίνεται ο κυρίως άνθρωπος, νομίζεις ότι το να κρίνεις από το φαινόμενο φέρνει πολύ μικρή ντροπή, αντί να κρύβεσαι; Και φυσικά, εφόσον ζεις στερημένος από τη θεία ζωή, στερημένος το φως, τη σοφία, την αλήθεια και τη γνώση και τα άλλα μύρια αγαθά που εκχύνονται και μεταδίδονται από το Πνεύμα, χωρίς τα οποία όχι μόνο τα ξένα δεν μπορείς να κρίνεις χωρίς να σφάλλεις, αλλά ούτε τον εαυτό σου μπορείς να δεις σε ποιο βάθος κακών έχεις πέσει. Αφαίρεσε, αν σε πείθω, το δοκάρι από το μάτι σου, εννοώ την ιδέα ή την οίηση από το νου σου· και τότε αφού δεις, μπορείς δικαιολογημένα στη συνέχεια ν’ αφαιρέσεις από το μάτι του αδελφού σου το σκουπιδάκι, το αμάρτημα δηλαδή που μπήκε απρόοπτα και χωρίς να το καταλάβει(Ματθ. 7, 5). Όσο το εσωτερικό μάτι σου δε βλέπει φως νοητό, είναι φανερό το δοκάρι που έχει πάνω του και του προξενεί την τύφλωση. Προτού λοιπόν φροντίσεις με κάθε τρόπο τον εαυτό σου και προτού απομακρύνεις όσο γίνεται μακριά από σένα το κακό, πρόσεξε μην εξαπατηθείς από τον δαίμονα και υποστείς παθήματα από την ανοησία σου με το να επιχειρείς αυτά που μόνο στους φωτιζόμενους ανήκουν. Επισφαλής, και μάλιστα πολύ, αυτή η ενέργεια· επικίνδυνη η προσπάθεια. Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν και κατ’ ακολουθίαν να κρίνουν είναι οι λυτρωμένοι από τον Κύριο, όπως συμβουλεύει ο ιερός Δαβίδ, αυτοί δηλαδή που ο Κύριος λύτρωσε από τα χέρια των έχθρών(Ψαλμ. 106, 2), των νοητών εννοείται, και τους σύναξε από τις χώρες, δηλαδή από τις εμπαθείς και ανοίκειες και πολυποίκιλες έξεις, και τους ένωσε με τον εαυτό τους και με τη δόξα Του. Αυτοί λοιπόν που είναι συναγμένοι και ενωμένοι και φωτισμένοι, ως λυτρωμένοι πια και σωσμένοι, ας μιλήσουν και ας κρίνουν. Εσύ όμως, αφού δεν είσαι γεμάτος φως πνευματικό, όπως είπα, ασφαλίζου με τη σιωπή και μη ντρέπεσαι να μαθαίνεις μάλλον και να ομολογείς την άγνοιά σου, ακούγοντας οποιοδήποτε λόγο, λόγο σωτηρίας βέβαια κι όχι απώλειας. Πώς δε σε συνετίζει ο λόγος του Χριστού: «Εγώ δεν κρίνω κανένα»(Ιω. 8, 15); Ενώ εσύ τί λες; «Εγώ θα κρίνω τους πάντες». Τί αμάθεια, για να μην πω τί αναισθησία! Λέει η Γραφή: «Ο Πατέρας έδωσε όλη την εξουσία να κρίνει στον Υιό»(Ιω. 5, 22). Ο Υιός έλαβε την εξουσία να κρίνει από τον Πατέρα· εσένα όμως ποιος σου την παραχώρησε; Άραγε η Τριάδα κατοικεί πραγματικά και περπατεί φανερά μέσα σου, όπως είναι η υπόσχεση του Θεού(Β΄ Κορ. 6, 16); Άραγε βλέπεις τον εαυτό σου μέσα στο Θεό Λόγο και το Θεό Λόγο μέσα σου; Μήπως είσαι μέσα στο Θεό; Κυλούν τάχα οι ποταμοί του Αγίου Πνεύματος ή αναβλύζουν ολοφάνερα με απρόσιτο φως μέσα από την καρδιά σου; Έχεις και όλα τ’ άλλα, όσα ο Θεός ενεργεί φανερά στους αγίους Του; Ή είσαι πολύ μακριά από αυτά; Λοιπόν σταμάτησε τη γλώσσα σου να κακολογεί και κλείσε τα χείλη σου να μη λαλούν δόλια(Ψαλμ. 33, 14). Αναζήτησε προσεκτικά άλλους, να τους ερωτάς και να διδάσκεσαι· μην κηρύττεις ό,τι διδάσκεσαι· όταν σ’ εξετάζουν άλλοι, εσύ ο ίδιος μην κρίνεις καθόλου. Γιατί είναι μεγάλη ανοησία να προσπαθεί ένας τυφλός να διαβάζει βιβλία, κι ακόμη μεγαλύτερη, να νομίζει κανείς ότι, χωρίς να έχει το ζωοποιό Πνεύμα, γνωρίζει τα ενδόμυχα του άλλου, αφού ούτε τα δικά του δε γνωρίζει με ακρίβεια. Αλλά αυτά είναι τέχνες και προφάσεις του πονηρού και φθονερού δαίμονα που μισεί το καλό, τα οποία στρέφονται ολοφάνερα εναντίον μας καθώς σκληραίνομε από την οίησή μας και αντίθετα απ’ ό,τι πρέπει τολμούμε να κρίνομε, ώστε με τέτοια αμάθεια να σκοντάψομε και ν’ αστοχήσομε στην αλήθεια. Και αντί να έρθομε για να μάθομε, να μείνομε χωρίς κανένα όφελος και εκτός από τον εαυτό μας να γίνομε ένοχοι σκανδάλου και βλάβης στους άλλους και υπεύθυνοι στο φρικτό δικαστήριο του Θεού, γιατί δε διακρίνομε ότι ήταν φυσικά σκευωρία του διαβόλου και δεν πεισθήκαμε στην εντολή του μεγάλου Παύλου, που λέει: «Τίποτε να μην κρίνομε πρόωρα»(Α΄ Κορ. 4, 5), προτού δηλαδή να έρθει μέσα μας ο Κύριος και με τη χάρη του Πνεύματος μας φωτίσει και αντίστοιχα μας φανερώσει τα βαθιά μυστικά. Και αφού μας διδάξει ορθά γνώσεις και αποκαλύψεις θείων οράσεων και μυστικών πραγμάτων και μας αναδείξει χωρίς κίνδυνο πλάνης ανθρώπους αληθινά πνευματικούς και θεοφόρους, ή μάλλον θεούς, θα μας επαναφέρει στην (προπτωτική) δόξα και θα μας αποκαταστήσει στη χάρη της διοράσεως, οπότε και θα μάθομε καθαρά πόσο κακό είναι να κρίνομε χωρίς να έχομε τη δωρεά του Χριστού. Και τότε βέβαια θα κρίνομε χωρίς κίνδυνο να σφάλομε και με ευθύτητα.
63. Εξαρχής ο Θεός αξίωσε τον Ισραήλ μεγάλης βοήθειας και πολλής και θαυμαστής φροντίδας και τον είχε κληρονομική μερίδα Του(Δευτ. 32, 9) περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Τα μεγάλα όμως και εξαίσια έργα βοήθειας και φροντίδας που κάνει ο Θεός στους κατά Χριστόν πιστούς υπερβαίνουν τόσο πολύ τα όσα έκανε στον Ισραήλ, όσο είναι ανώτερη η ψυχή από το σώμα· και τόσο επισκιάζουν τα όσα έγιναν τότε, όσο επισκιάζει και κρύβει τα άστρα ο ήλιος· και τόσο ανώτερα είναι τα έργα στους Χριστιανούς από τα έργα στους Ισραηλίτες, όσο ανώτερο είναι το σώμα από τη σκιά του. Γιατί εκείνα ήταν σκιά πραγματικά μπροστά στα δικά μας, αν κανείς θέλει να εμβαθύνει. Εκεί ήταν ο Φαραώ, ο πικρός και ανελέητος κυρίαρχος, και οι εχθρικοί επιστάτες(Έξ. 1, 8-11), εικόνες του σατανά και της συμμορίας του, που δεν προξενούν αλύπητα κακώσεις σωματικές, αλλά θλίβουν πρόθυμα και αδίστακτα την ίδια την ψυχή. Εκεί ο Μωυσής οδηγούσε το λαό του Θεού, ενώ σ’ εμάς —τί ασύγκριτη υπεροχή!— αυτός ο αληθινός Υιός και ενυπόστατος Λόγος του Θεού, πολύ, άπειρα ανώτερος από τον παλαιό Νόμο. Εκεί ράβδος(Έξ. 7, 9 και 20· 8, 2 κ.α.), εδώ σταυρός: το ξύλινο ραβδί παραδόξως, αλλάζοντας μορφή σε φίδι, κατέτρωγε τα φίδια(Εξ. 7, 12)· και ο σταυρός, που ήταν όργανο κακίας, έγινε όργανο τόσης αγαθοσύνης, σαν να άλλαξε, και αποδείχθηκε καταστροφέας των δαιμόνων. Λεηλατούν εκεί οι Ισραηλίτες την Αίγυπτο και παίρνουν μαζί τους χρυσό και άργυρο και πολυτελή ενδύματα(Έξ. 12, 35-36); Βλέπομε κι εμείς πόσο κάνομε το ίδιο κρυφά μέσα στο νου μας, μεταφέροντας την αισθητή καλλονή από την αμαρτία στο Θεό. Πύρινος στύλος νεφέλης εκεί οδηγούσε κατευθείαν στη θάλασσα τους Ισραηλίτες(Έξ. 13, 21-22). Εδώ όραση Θεού και πύρινος έρωτας Αυτού, όταν φτάνει ο πιστός και θεωρητικός νους σε αδιάκοπα δάκρυα, μέσα στα οποία χάνεται και πεθαίνει κάθε εχθρική επιβουλή, ενώ ο νους έχει περάσει απέναντι, όπως τότε, μετά το πέρασμα της θάλασσας από τους Ιουδαίους, ο Φαραώ και το στράτευμά του χάθηκαν στη θάλασσα με θαυμαστό τρόπο. Και γενικά, αν εξετάσει κανείς όσα έγιναν τότε στους Ιουδαίους, θα δει ότι είναι σκιά και τύπος αυτών που γίνονται τώρα στους αληθινούς Χριστιανούς. Αν θέλεις λοιπόν να διαγνώσεις πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ’ εμάς και τους Ιουδαίους πιο συνοπτικά και πιο ανάγλυφα, να θυμάσαι τη διδασκαλία του παλαιού Νόμου και του νέου, που αρμόζει στους Χριστιανούς, και δε θα λαθέψεις στη διάγνωσή σου. Ο παλαιός διδάσκει για δημιουργήματα και μάλιστα ορατά, ότι βέβαια έγιναν από το Θεό, και λέει: «Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη και τα λοιπά»(Γέν. 1, 1 κ.ε.). Η διδασκαλία όμως των Χριστιανών μιλάει όχι μόνο για τα πάνω από τα αισθητά, αλλά και τα πάνω από τα νοητά κτίσματα, ή μάλλον και πάνω από τα άκτιστα νοητά, λέγοντας: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν με το Θεό, και ο Λόγος ήταν Θεός»(Ιω. 1, 1). Η διδασκαλία των Ιουδαίων λέει: «Είπε ο Θεός· ας δημιουργήσομε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας και με τη δυνατότητα της ομοιώσεως»(Γέν. 1, 26), ενώ των Χριστιανών λέει: «Ο Λόγος έγινε άνθρωπος και έμεινε ανάμεσά μας»(Ιω. 1, 14). Εκείνη λέει: «Και ας έχουν την εξουσία των ψαριών της θάλασσας και των πτηνών του ουρανού και των ζώων όλης της γης»(Γέν. 1, 26). Η δική μας λέει: «Και από το δικό Του πλούτο πήραμε όλοι εμείς»(Ιω. 1, 16). Εκεί λέει: «Είπε ο Θεός, να γίνει φως»(Γέν. 1, 3). Εδώ λέει: «Αυτός που είπε να λάμψει από το σκοτάδι φως, Αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας»(Β΄ Κορ. 4, 6). Έχει λοιπόν κανείς τη δυνατότητα, αφού προσέξει τις δύο διδασκαλίες που είπαμε, να διαπιστώσει πόσο υπερέχουν και πόσο ασυγκρίτως ανώτερα είναι όσα οι Χριστιανοί έλαβαν από το Θεό από όσα καλά έλαβαν οι Ιουδαίοι, και θα πει αληθινά ότι αυτά είναι σκιά και τύπος σε σχέση με την υπερφυσικότατη αλήθεια των Χριστιανών ή μάλλον του Χριστού. Και θα υμνήσει και θα δοξάσει ανάλογα τη θεία χάρη και πρόνοια, πώς από τη σκιά και τον τύπο ανέβασε ήρεμα τον άνθρωπο στο υπερούσιο έλεος των υπερκοσμίων πραγμάτων, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται αντιληπτός σε όλα τα νοερά αισθητήρια
64. Ω πανάγιε ενυπόστατε Λόγε του Θεού και σοφία και δύναμη· πώς να υμνήσω, Κύριε, την ουσία και τη δόξα Σου που είναι απρόσιτη, πώς να υμνήσω την αγαθότητά Σου, που είναι άπειρη, αφού μάλιστα είμαι άνθρωπος και ο νους μου είναι περιορισμένος; Θα σε υμνήσω ωστόσο και θα σε δοξολογήσω όσο μου είναι εφικτό. Και ίσως με αυτό να έρθω κάπως σε συναίσθηση της δόξας Σου και της αγαθότητάς Σου και να προσκολληθεί η ψυχή μου με όλη τη δύναμή της σ’ Εσένα(Ψαλμ. 62, 9). Και ακούγοντάς σε θα φοβηθώ και στη συνέχεια θ’ αποξενωθώ απ’ όλα για χάρη Σου, σύμφωνα με τον Προφήτη που είπε: «Κύριε, άκουσα για Σένα και φοβήθηκα, παρατήρησα προσεκτικά τα έργα Σου και ήρθα σε έκσταση»(Αββ. 3, 1-2). Συ Λόγε ύψιστε, ακατανόητε, χτύπησες τη θύρα, δηλαδή την ακοή της νύμφης του Άσματος των Ασμάτων, και η καρδιά της ταράχθηκε για Σένα(Άσμα 5, 4), κι αυτή ήρθε σε έκσταση και ζήτησε περιπαθώς να σε δει, και μάλιστα φωνάζει: «Δείξε μου την όψη Σου, κάνε ν’ ακούσω τη φωνή Σου· γιατί η όψη Σου είναι ωραία και η φωνή Σου γλυκιά»(Άσμα 2, 14). Γιατί της άρεσε στ’ αλήθεια να λέει εκείνα που έλεγε και ο Ιώβ: «Πρώτα άκουγα για Σένα με τ’ αυτιά μου μόνο· τώρα σε είδα με τα μάτια μου»(Ιώβ 42, 5). Όπως σε άκουγα Κύριε, ως Λόγο και Σοφία, έτσι σε είδα και Φως αληθινό που φωτίζεις κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο(Ιω. 1, 9)· φως που τον φωτίζεις όταν σε βλέπει για πρώτη φορά. Κατόπιν φωτίζεις, καθώς είσαι νοητός ήλιος της δικαιοσύνης, για να βλέπει μακάρια τις θείες και υπερφυσικές πραγματικότητες εκείνον που χάρη στις αρετές του βλέπει στο Θεό και στα θεία με έρωτα ας πούμε υπερκόσμιο, με τρόπο ανέκφραστο. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης διακηρύττει φανερά: «Και είδαμε τη δόξα Του, τη δόξα που έχει από τον Πατέρα Του ως μονογενής, γεμάτος από χάρη και αλήθεια»(Ιω. 1, 14). Ως Θεός αληθινός είσαι αληθινά και φως, όπως μαρτυρεί πάλι ο Ιωάννης, γι’ αυτό όσοι πήραν από τον πλούτο Σου(Ιω. 1, 16) κατά άρρητη δωρεά, άφραστε Κύριε, φωνάζουν φανερά ότι Συ ο Θεός που είπες να λάμψει φως από το σκοτάδι, έλαμψες μέσα στις καρδιές μας(Β΄ Κορ. 4, 6)· και λάμπεις με τρόπο ανείπωτο και καταλαμπρύνεις με το φως Σου, ώστε έτσι να μας κάνεις να βλέπομε υπερφυσικά και υπερκόσμια πράγματα της υπερουράνιας χάρης και αλήθειας και να ευφραινόμαστε με θαυμαστό τρόπο. Γι’ αυτό, από φιλανθρωπία Σου δε σε αντιλαμβανόμαστε με την ακοή μόνο και την όραση, αλλά και με την αφή, όπως λέει ο επιστήθιος Μαθητής: «Αυτό που ακούσαμε, αυτό που είδαμε, αυτό που παρατηρήσαμε και που τα χέρια μας ψηλάφησαν, για το Λόγο της ζωής»(Α΄ Ιω. 1, 1). Και αφού γίνεσαι και ένδυμα για τους πιστούς, αναπαύοντας μια για πάντα τους δικούς Σου, είναι φανερό ότι έρχεσαι, Αγαθέ, και σε επαφή νοερή και θεουργική μαζί τους. Γιατί όσοι είχαν την ευτυχία να πιστέψουν και να βαπτιστούν στο όνομά Σου, είχαν και την ακόμη μεγαλύτερη ευτυχία να ντυθούν Εσένα, μεγαλόδωρε, όπως γράφει ο Παύλος(Γαλ. 3, 27), ο ιερότατος κήρυκας της αλήθειας. Έτσι ο Ησαΐας, η μεγαλόφωνη προφητική σάλπιγγα, γέμιζε από αγαλλίαση στην ψυχή για τον Θεό Πατέρα και Κύριο, επειδή τον έντυσε υπέροχα μ’ Εσένα, το ένδυμα της σωτηρίας, και του φόρεσε υπέρ νουν Εσένα, το χιτώνα της ευφροσύνης(Ησ. 61, 10). Γιατί όταν ο θεόληπτος άνθρωπος βλέπει Εσένα, το άδυτο και υπερφυσικότατο φως, να τον τυλίγει, πόση άραγε αγαλλίαση και ευφροσύνη δεν αισθάνεται; Και μάλιστα όταν το αναγνωρίζει και ως σωτηρία του, αφού Εσύ είσαι η σωτηρία; Ακόμη βέβαια, από την άπειρη αγάπη Σου, γίνεσαι αισθητός και στη νοερή όσφρηση όταν είναι υγιής κατά την πίστη· και αναπαύεις και στην περίπτωση αυτή πολύ θαυμαστά τους δικούς Σου, που σε υμνούν και σε δοξάζουν λέγοντας: «Το όνομά Σου ευωδιάζει σαν μύρο που σκορπίστηκε»(Άσμα 1, 3), και κηρύττουν και στους άλλους ότι «ο Αγαπημένος μου είναι σαν μήλο ωραίο στην όραση κι ευωδιαστό στην όσφρηση και γλυκό στη γεύση, και ο νάρδος μου σκόρπισε την οσμή των μύρων Του»(Άσμα 2, 3 και 1, 12). Γι’ αυτό και ο Παύλος που σε φορούσε, έλεγε: «Είμαστε ευωδία του Χριστού»(Β΄ Κορ. 2, 15). Αλλά και γεύμα γίνεσαι στους πιστούς και δείπνο, και τροφή και πόση αληθινή(Ιω. 6, 55) της ψυχής, και δίνεις ζωή και τρέφεις παράδοξα και αυξάνεις κατάλληλα και ευφραίνεις μυστικά αυτόν που σε μετέχει. Αυτό έζησε και ο ιερός προφήτης Δαβίδ με το να σε γευθεί με ενέργεια Θεού, και έλεγε στους άλλους: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9). Γιατί φαίνεσαι βέβαια σαν μήλο, αλλά και σαν τροφή πολύ ωφέλιμη θα φάνε και θα χορτάσουν οι φτωχοί, οι «πτωχοί τω πνεύματι»(Ματθ. 5,3), οι ταπεινόφρονες, και από την υπέροχη γεύση Σου θα σε δοξολογήσουν(Ψαλμ. 21, 27), Κύριε, αυτοί που σε αποζητούν αδιάκοπα να σε βρουν ως τροφή τους. Γιατί από την περίσσεια της ζωτικής Σου δυνάμεως ξεχύνεται αγία τροφή και πόση, και θα ζήσουν στους αιώνες των αιώνων οι ψυχές εκείνων που σε έχουν τροφή τους. Αφού είσαι αιώνιος και άφθαρτος, αφθαρτοποιείς εκείνους που σε τρώγουν και τους οδηγείς στην αιωνιότητα με την υπερβολική ενεργητικότητα της φύσεώς Σου. Γι’ αυτό από την άπειρή Σου αγαθότητα, που προξενεί κάθε ωραίο και είναι εξαιρετικά ευεργετική, καλείς και παρακαλείς τους λογικούς ανθρώπους λέγοντας: «Ελάτε, φάγετε από τον άρτο μου και πιείτε το κρασί που σας ετοίμασα»(Παροιμ. 9, 5), ονομάζοντας έτσι τον εαυτό Σου άγιο άρτο· γιατί αλλού λες: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής»(Ιω. 6, 35) και: «Εμένα μ’ εγκατέλειψαν, την πηγή της ζωής»(Ιερ. 2, 13). Και μάλιστα προτείνεις το σώμα Σου και το αίμα Σου, τα πανίερα, για τροφή και πόση τους(Ματθ. 26, 26-27). Έτσι με όλα τα νοερά αισθητήρια τρέφεις και υπερευφραίνεις τους δικούς Σου, φιλάνθρωπε Κύριε, και γίνεσαι γι’ αυτούς φως και ζωή και κάθε λογής απόλαυση των υπερουσίων ωραίων και αγαθών. Είσαι ευλογημένος, Ιησού, ουράνιο πνευματικό μάννα που τρέφεις άπειρες μυριάδες. Δόξα στην ανείπωτη αγάπη Σου προς εμάς, Δέσποτα, και την ανέκφραστη ευσπλαχνία και μακροθυμία Σου. Αμήν.
Το Πνεύμα του Θεού κατοικεί μέσα στους πιστούς
65. Είναι υπερβολικά θαυμαστή στη νοερή αίσθηση ή πνοή η από το Θεό έκχυση του ζωοποιού Πνεύματος σε σάρκινες καρδιές, οι οποίες δέχθηκαν υγιή πίστη στην ένσαρκη οικονομία του Λόγου. Το να εκχύνεται στην καρδιά από την άκτιστη και υπερούσια Θεότητα η δωρεά, η θεία δύναμη και η ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος, είναι θαυμαστό, όπως είπαμε. Αλλά και να ενώνεται επιπλέον με την καρδιά και να κινείται αδιάκοπα, είναι εξαιρετικά υπερφυσικό και γεμίζει τον άνθρωπο έκπληξη.
66. Είναι υπερβολικά θαυμαστό ότι ενώ ο Πατέρας έκτισε τα πάντα, αισθητά και νοητά, μέσω του θείου Λόγου Του με τη συνεργεία του Πνεύματος, όλη η Αγία Τριάδα κατοικεί στην ανθρώπινη διάνοια και περπατεί μέσα σ’ αυτή(Β΄ Κορ. 6, 16), εγκατεστημένη εκεί ολοφάνερα. Μεγάλο θαύμα, σε κάθε πιστό να στέλνεται Άγγελος από την τρισυπόστατη Θεότητα· το να ευδοκεί όμως στον άνθρωπο η ιδια η απειροδύναμη και ζωοποιός Τριάδα και να τον ενισχύει και να ενεργεί σ’ αυτόν θεϊκά και πνευματικά, αυτό πράγματι ξεπερνάει κάθε θαυμασμό.
67. Είναι υπερβολικά θαυμαστό στ’ αλήθεια το ότι η καρδιά η διαρκώς πιστή περικλείει την ιερή ακτίνα του υψίστου Θεού των πάντων. Το να κάνει ο Θεός το νου να φωτίζεται από έξω μέσω των ιερών Γραφών, είναι και γλυκύ και πάρα πολύ ωφέλιμο και φιλάνθρωπο και θαυμάσιο· το να προσφέρει όμως και τον εαυτό Του αληθινά και πραγματικά ως φως στον πιστό μέσα στην καρδιά του κι όχι εξωτερικά, παντοτινά κι όχι πρόσκαιρα, αυτό φανερά υπερβαίνει το θαυμασμό, γιατί είναι πάνω από κάθε έννοια.
68. Είναι θαυμαστό και πάρα πολύ μάλιστα, πως Εκείνον που τον κρατούν με χαρά και θαυμασμό τα Σεραφείμ και όλες οι δυνάμεις των ουρανών, τον βαστάζει η καρδιά του πιστού. Και αυτό βέβαια είναι υπερβολικά θαυμαστό· όμως το να μην τον βαστάζει μόνο, αλλά και να ενώνεται μαζί Του και να γίνεται ένα με Αυτόν, πώς δεν υπερβαίνει κάθε θαυμασμό;
69. Θαύμα αληθινά όχι μικρό, στον άπειρα σοφό και δυνατό Θεό που έχει θρόνο τον ουρανό, να γίνεται θρόνος η ψυχή και φορείο και τόπος αναπαύσεως με τη χάρη. Το ότι Αυτός όμως την αγαπά τόσο πολύ, ώστε να είναι ένα πνεύμα με αυτή και να την κάνει μέτοχο πραγμάτων υπερουρανίων και να της αποκαλύπτει μυστικά τόσο μεγάλα, ποιος θα μπορέσει να θαυμάσει επάξια;
70. Είναι αληθινά θαυμαστό και εκπληκτικό, πώς ο Θεός, ο οποίος δεν έχει τόπο αναπαύσεως(Ησ. 66, 1), αναπαύεται θεοπρεπώς μέσα στην καρδιά. Κατόπιν σκέψου, αν ένας βασιλιάς, και μάλιστα θνητός και με περιορισμένη βασιλεία, αγκαλιάσει κάποιον φιλικά ή πιάσει το χέρι κάποιου, έστω και ευγενούς, πόση δόξα και τιμή προξενεί και προσθέτει σ’ αυτούς, και επομένως χαρά και αγαλλίαση. Αν λοιπόν συμβεί, όχι βασιλιάς θνητός, αλλά ο Θεός ο άναρχος και άκτιστος και Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος, στον οποίο με πραγματικό δέος παραστέκονται μύριες μυριάδες Άγγελοι και λειτουργούν χίλιες χιλιάδες(Δαν. 7, 10), να αγγίσει κάποιον ελεημένο πιστό όχι έτσι απλά, αλλά μέσα στην καρδιά αισθητά, ή μάλλον να κατοικήσει μέσα του, όχι πρόσκαιρα αλλά αιώνια, ώστε να είναι μαζί του και να τον δοξάζει τα μέγιστα και να τον θεοποιεί θαυμάσια και να του χαρίζει μύρια απόρρητα αγαθά και να τον γεμίσει με τη χάρη Του, πόση ανέκφραστη δόξα και τιμή και ευφροσύνη και χαρά του προξενεί, και μάλιστα παντοτινά, θαυμαστά και ακατανόητα! Ελέησον Κύριε, Αγία Τριάς.
71. Είναι άξιο θαυμασμού πώς ο Θεός που δημιούργησε τα πάντα και συνεπώς που τα κατέχει αυτά ως Κύριος, περικρατείται ολοφάνερα πια και αδιάκοπα από πιστή καρδιά, ενώ είναι απερίληπτος. Αν ένας βασιλιάς θνητός και ολιγοχρόνιας αρχής ερχόταν να χτυπήσει στο σπίτι κάποιου και να μπει μέσα και να φάει και να πιει μαζί του σαν ομοτράπεζος και ομοδίαιτος, αυτό πολύ εύλογα θα έδινε σ’ εκείνον που τον δέχτηκε δόξα και τιμή και αγαλλίαση, ευχαρίστηση και παρηγοριά πολύ μεγάλη. Αν τώρα ο αιώνιος Βασιλιάς και Κύριος των πάντων και Δημιουργός αισθητών και νοητών εισέλθει χωρίς θόρυβο όχι στο σπίτι, αλλά στην καρδιά κάποιου ελεημένου ανθρώπου, όχι για να απολαύσει τα αγαθά που είναι μέσα στην καρδιά, αλλά για να μεταδώσει στην ψυχή ουράνια δύναμη και παρηγοριά υπερκόσμια και δόξα υπερφυσική και διαρκή, τί νομίζεις ότι θα νιώθει εκείνος που τον δέχθηκε; Και πόσο θα χαίρεται, και πόση ευφροσύνη και ηδονή και ευτυχία θα έχει; Πάρα πολύ μεγάλη και θαυμαστή. Είναι πράγματι θαύμα αφάνταστο, πώς Αυτός που γεμίζει τα πάντα και που βρίσκεται πάνω απ’ όλα, κάνει την ανθρώπινη καρδιά κατοικία Του και ναό Του αιώνιο.
72. Ο Θεός που πρόσταξε να λάμψει φως από το σκότος(Β΄ Κορ. 4, 6), λάμπει μέσα στις καρδιές των πιστών και τις κάνει να λάμπουν από χαρά. Η αγάπη του Θεού έχει πλημμυρίσει μέσα στις καρδιές τους με το Άγιο Πνεύμα που δόθηκε σ’ αυτούς ως αρραβώνας(Ρωμ. 5, 5). Ο Θεός εξαποστέλλει το Πνεύμα του Υιού του στις καρδιές τους κι Αυτό κράζει: «Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6). Έτσι ενώνονται με τον Κύριο – ένωση αληθινά θαυμαστή! -και γίνονται ένα πνεύμα οι πιστοί με το Θεό(Α΄ Κορ. 6, 17). Άραγε ποιο φτάνει κάπως στην αίσθηση της χάρης όσων είπαμε;
73. Οι πιστοί γίνονται κληρονόμοι Θεού, συγκληρονόμοι Χριστού(Ρωμ. 8, 17), χριστοί δεύτεροι κατά κάποιο τρόπο και κοινωνοί θείας φύσεως(Β΄ Πέτρ. 1, 4), πράγμα που υπερβαίνει κάθε νου και ξεφεύγει από κάθε διάνοια, και από αυτό γίνονται καθαρά υιοί Θεού και θέσει θεοί κατά χάρη. Και θεωρούν και πάσχουν -ή ορθότερα, απολαμβάνουν – κατά τρόπο υπερφυσικό τα υπερκόσμια, εκείνα τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και δεν τα συνέλαβε ανθρώπινη καρδιά(Α΄ Κορ. 2, 9) που δεν ξεπέρασε το επίπεδο της φύσεως. Δόξα στην αχώρητη στο νου αγάπη του Θεού Πατέρα, της Τριάδος, που μας αγάπησε πραγματικά από άφατη και υπερουράνια άκρα αγαθότητα.
Κάθε πιστός έχει τιμηθεί υπερβολικά από το Θεό
74. Ό,τι γεννήθηκε από το Πνεύμα, είναι πνεύμα((Ιω. 3, 6), σύμφωνα με το λόγο του Χριστού. Τί ανυπέρβλητη χάρη! Και τι ανέκφραστη δωρεά! Ο Θεός κτίζει τον άνθρωπο με τόσο πολλά θαυμαστά χαρίσματα· αλλ’ όμως το δημιούργημα είναι από τη φύση του απλό κτίσμα. Αλλά από υπερβολική μεγαλοδωρία, ο πανεύσπλαχνος Κύριος, η υπερούσια και παντοδύναμη Τριάδα, αφού έδωσε στο κτίσμα τη χάρη του άκτιστου Πνεύματος, ενώνει ολότελα και όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, τον άνθρωπο με τον εαυτό Του, τον θεοποιεί, τον κάνι υιό Του και πνεύμα. Σχετικά λέει: «Εγώ είπα, είστε θεοί και υιοί του Υψίστου όλοι»(Ψαλμ. 81, 6). Κι έχει γραφεί για το Θεό: «Έβγαλε πρόσταγμα που ποτέ δεν θα ακυρωθεί»(Ψαλμ. 148, 6) και «Ο Κύριος έκανε όλα όσα θέλησε»(Ψαλμ. 134, 6) και: «Η βουλή του Κυρίου μένει ασάλευτη στον αιώνα και οι λογισμοί της καρδιάς Του σε γενεές γενεών»(Ψαλμ. 32, 11), γιατί η φύση Του είναι αμετάβλητη και αναλλοίωτη. Γι’ αυτό ο ενυπόστατος Λόγος Του ήρθε και μας έφερε το λόγο Του και το πρόσταγμά Του και τη θέλησή Του και τη βουλή Του ως αγγελιοφόρος αυτής της μεγάλης και θαυμαστής υπερφυσικής βουλής του Θεού(Ησ. 9, 6). Εμφυσά λοιπόν στους μαθητές Του το Πνεύμα(Ιω. 20, 22) και αναγεννώντας τους έτσι πνευματικά τους αναδεικνύει μυστικά πνεύμα και τους κάνει υιούς του Θεού. Γιατί όσοι καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού(Ρωμ. 8, 14), κι αφού είναι υιοί Θεού, άρα είναι και θεοί, γιατί ό,τι γεννιέται έχει αναγκαστικά τη φύση εκείνου που το γέννησε. Γι’ αυτό και ο Σωτήρας διδάσκει τους μαθητές Του να ονομάζουν το Θεό Πατέρα(Ματθ. 6, 9), αφού είναι κοινωνοί του Πνεύματος. Με αυτό τον τρόπο η Αγία Τριάς κάνει τους πιστούς θεούς και υιούς και πνεύματα, υπερκαλύπτοντας υπερβολικά κάθε δωρεά, οσοδήποτε θαυμαστή, που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Αμήν.
Στο χωρίο· «Άνοιξε τα φτερά Του και τους δέχτηκε και τους πήρε πάνω στη ράχη Του»(Δευτ. 32, 11)
75. Πρόσεξε, προσπάθησε να νιώσεις με τη νοερή αίσθηση αυτά που θα πω τώρα. Και ξέρω πολύ καλά ότι θα εκπλαγείς και θα γεμίσεις από πνευματική χαρά ή ίσως από θεία ηδονή. Λέει το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Δαβίδ: «Εσύ που κάθεσαι επάνω στα Χερουβείμ, φανερώσου»(Ψαλμ. 79, 2) και αλλού: «Εσύ που βλέπεις τις αβύσσους, που κάθεσαι επάνω στα Χερουβείμ»(Ψαλμ. 98, 1) και ακόμη: «Κάθισε επάνω στα Χερουβείμ»(Ψαλμ. 17, 11). Με τους πιστούς λοιπόν τί γίνεται; Τί υπερβολικά μεγάλη απόσταση μεταξύ αυτών και των Χερουβείμ! Ο Θεός δεν κάθεται μόνο επάνω στους πιστούς, όπως η όρνιθα πάνω στους νεοσσούς της, ζωογονώντας, περιθάλποντας και φυλάγοντάς μας και νιώθοντας θαυμαστή χαρά για μας. Αλλά —τι έκπληξη για το περιεχόμενο της θείας αγάπης!— ακόμη και πάνω στον εαυτό Του μας βάζει, και κάνει τον εαυτό Του ένα είδος παράδοξο όχημα πάνω από έννοια, από την περίσσεια της άπειρης αγάπης Του προς εμάς. Και μας φρουρεί με ασφάλεια και μας οδηγεί απερίγραπτα σε άρρητα και υπερκόσμια πράγματα της υπερουράνιας ζωής. Κι έτσι μας προετοιμάζει για την υπερούσια τρυφή και την απερίγραπτη ειρήνη και ανάπαυση και την ένθεη και πνευματική χαρά και αγαλλίαση και την ανάλογη ηδονή. Γιατί λέει και ο πανίερος Μωυσής με την έμπνευση του Πνεύματος: «Άνοιξε ο Θεός τα φτερά Του και τους δέχτηκε και τους πήρε πάνω στη ράχη Του»(Δευτ. 32, 11). Τί άφατη αγάπη! Και μόνο το ότι άπλωσε τα φτερά Του και δέχτηκε τους πιστούς κι έτσι έγινε λαμπρό φορείο τους, είναι πραγματικά ανώτερο από τη χερουβική αξία και προξενεί μεγάλη και ανέκφραστη αγαλλίαση. Το ότι όμως τους πήρε και τους έβαλε πάνω στη ράχη Του κρύβοντάς τους εκεί, κατά τον θείο Δαβίδ(Ψαλμ. 90, 4), αυτό ούτε χερουβικός νους μπορεί να το δει και να το υμνήσει επάξια. Γιατί όπως είναι ασύλληπτη η μεγαλοσύνη Σου, έτσι είναι και το έλεός Σου, Αγία Τριάς· δόξα Σοι.
76. Το σχήμα των μοναχών και οι υποσχέσεις που το συνοδεύουν και ο μοναχικός βίος απαιτούν νου μοναχικό. Αυτό μόνο ο Θεός το ενεργεί και το πραγματοποιεί με την εφικτή και κατά τους κανόνες εργασία του μοναχού. Το ενεργεί με τη μετάδοση της ζωοποιού χάρης· το πραγματοποιεί με τη θεωρία της ενοειδούς και μονοειδούς παντοκρατορικής βασιλείας και δόξας Του. Γιατί μόνος Αυτός είναι ύψιστος, ανεξάρτητος και ανόμοιος απ’ όλα με ασύγκριτη υπεροχή, μόνος κατ’ εξοχήν δυνατός, που με τη μέθεξή Του γίνονται δυνατά τα πάντα, μόνος αληθινά σοφός, από τον οποίο προέρχεται ως δωρεά όλη η σοφία των σοφών, ο μόνος που υπάρχει αληθινά και προαιώνια κι είναι γι’ αυτό όλων των όντων ο αναμφισβήτητος Ποιητής και Δημιουργός. Γι’ αυτό λοιπόν έχει λεχθεί δικαιολογημένα και πολύ ορθά το, «όλα υπάρχουν από Αυτόν και μέσω Αυτού και Αυτόν έχουν σκοπό τους. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες»(Ρωμ. 11, 36).
Αυτά λοιπόν είναι έτσι, και όλα γενικά τα αγαθά και τα καλά εξ ολοκλήρου έχουν την ύπαρξή τους από το Θεό και από Αυτόν συντηρούνται και συγκρατούνται και σ’ Αυτόν αποβλέπουν και τον έχουν σαν τέρμα. Κι εκείνους που χρησιμοποιούν αυτά όπως πρέπει, τους ενώνουν και τους συνδέουν με το Θεό, που είναι θα λέγαμε πατέρας της αγαθότητας, της αγάπης, της φρονήσεως, της σοφίας, της γνώσεως, της θεωρίας, της πρέπουσας πράξεως, της θεώσεως, και βέβαια της θείας ηδονής και της ακόλουθης αγίας χαράς και της υπερουράνιας ειρήνης και του φόβου που γεννά η ευλάβεια· επίσης της ισχύος και της βουλής, της ευσεβούς ζωής και εμπειρίας και όλων, όσα αρμόζουν στη λογική φύση και την ευχαριστούν και της προξενούν δόξα και την ευφραίνουν και την ομοιώνουν με το Θεό και τη θεοποιούν. Αν, όπως είπαμε, κάθε καλό και αγαθό προέρχεται μόνο από το Θεό, φέρεται άστοχα ο εραστής των καλών και αγαθών που χωρίζεται και απομακρύνεται από το Θεό, την πηγή και τη ρίζα όλων των καλών και αγαθών. Και ούτε θα έχει οπωσδήποτε κανένα από τα φύσει καλά και αγαθά, αφού απομακρύνθηκε άπρεπα από Αυτόν που γέννησε και συγκρατεί και στηρίζει όλα τα καλά και αγαθά. Αλλά και οποιοδήποτε καλό και αγαθό νομίζει ότι έχει, δε θα είναι αληθινά καλό και αγαθό, αλλά φοβερή πλάνη και εμπαιγμός. Το απαραίτητο λοιπόν είναι να μένει κανείς κοντά στο Θεό μόνο με όλη την προθυμία του και να μελετά με ζήλο μόνο το νόμο Του και να είναι προσηλωμένος σ’ αυτόν. Μόνο έτσι μπορούμε να επιτύχομε γνήσια δόξα και ανόθευτη ηδονή και άπειρο και αμετακίνητο πλούτο και γενικά να έχομε όλη αυτή τη σειρά των καλών και αγαθών που είπαμε· αλλά και Αυτόν το Θεό θα έχομε κατά θαυμαστό τρόπο να κατοικεί και να περπατεί μέσα μας(Β΄ Κορ. 6, 16) και θα απολαύσομε υπερκόσμια όντως πράγματα, αθέατα και ανήκουστα στις εξωτερικές αισθήσεις. Κι έτσι θα ζήσομε με τρόπο ενοειδή και μοναχικό, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
77. Όταν η γεμάτη Πνεύμα καρδιά ταπεινοφρονεί κι έχει ήσυχο τρόπο ζωής και δέχεται την ενέργεια της χάρης, τότε ο νους, έχοντας ευτυχήσει να ενωθεί με τη θεία αλήθεια, γίνεται θεατής πολλών θείων θεαμάτων και μύστης υπερκοσμίων αρρήτων και θεωρεί τον εαυτό του σαν κάποιο νεοφερμένο και περαστικό επισκέπτη ανάμεσα στα όντα· και τρυφά και απολαμβάνει ολοφάνερα με τη χάρη του Πνεύματος πράγματα πάνω από νου και ολότελα πέρα από διάνοια. Και με λίγα λόγια, συχνά φαντάζεται και το Θεό κατά τρόπο παράδοξο και φτάνει σε καταστάσεις εκπλήξεως και εκστάσεως προς το Θεό και ανυψώνεται προς τη θέωση —πάθος μακάριο όσο τίποτε άλλο— μέσα σε σιωπή και όραση και υπερφυσική ερωτική κατοχή, με την ώθηση και την ορμή του ζωοποιού και φωτιστικού Πνεύματος, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Αμήν.
78. Εκείνος που φροντίζει να ασχολείται μόνο με το Θεό και κατά κάποιο τρόπο να κατοικεί σ’ Αυτόν και που τον βλέπει ζωντανά και με το φωτισμό του Πνεύματος να περπατεί και να κατοικεί μέσα του, αυτός έφτασε φανερά τη θεία εντολή του Κυρίου μας Ιησού που λέει: «Μείνετε μέσα σ’ εμένα κι εγώ σ’ εσάς»(Ιω. 15, 4)· ενώθηκε έτσι με τρόπο παράδοξο με το Θεό και νεκρώθηκε θαυμαστά και μακάρια μαζί με τον Ιησού κι έγινε εργάτης σωστός των εντολών του Σωτήρα. Γιατί Αυτός είπε: «Όποιος μένει σ’ εμένα κι εγώ σε αυτόν, αυτός δίνει πολύ καρπό»(Ιω. 15, 5), δηλαδή αρετές. Οποιοσδήποτε λοιπόν θέλει να προκόβει θεοφιλώς στις αρετές, ας βιάζει τον εαυτό του με τη θεωρία και την προσευχή και την υψηλότερη μελέτη να μένει και να προσκαρτερεί με όλη του τη δύναμη στο Θεό, για να δει ο Θεός τον ιερό αγώνα της ψυχής και να κλίνει τους ουρανούς —ω του θαύματος!— και να φανερωθεί ολότελα απροσδόκητα να περπατεί και να κατοικεί μέσα στην ίδια την ψυχή, για να κάνει το μέτοχό του ν’ απολαύσει κάθε είδους αγαθά και καλά και να ευαρεστήσει στο Θεό εκπληρώνοντας τις άγιες εντολές Του. Γιατί Αυτός είναι που είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), ακόμη κι αν νομίζετε πως κάτι τάχα κάνετε.
79. Αν δεν πρέπει να κρύβει κανείς το θησαυρό, ούτε και τη σοφία, αλλά να τα χρησιμοποιεί για την κοινή ωφέλεια από αγάπη, είναι πρόδηλο σίγουρα ότι και τη σχετική με το Θεό νοερή εργασία και θεωρία και ανάταση δεν πρέπει κανείς να την κρατεί άγραφη μέσα στο νου του, αλλά και στη γραφή να την παραδίδει και να τη σημειώνει για χάρη της κοινής ωφέλειας από αγάπη. Ο άνθρωπος είναι ζώο λογικό, δεκτικό νου και γνώσεως. Γι’ αυτό λοιπόν όταν σκέφτεται περί Θεού όσα επακολουθούν από την πίστη προς Αυτόν, τότε αποκτά οπωσδήποτε θείο και κατάλληλο νου και μπαίνει ακολούθως θαρραλέα με γνώση στην περιοχή των ιερών εντολών. Χρειάζεται πολύ τότε γι’ αυτά κατάλληλο βοηθό το Θεό και συνεργό, ή μάλλον υποστηρικτή, για να πω αρμοδιότερα, κι έτσι προσεύχεται πυκνά με δάκρυα ζητώντας από το Θεό την ευχέρεια στις εντολές Του. Και όταν ο Θεός ευδοκήσει να σπλαχνιστεί εκείνον που τον παρακαλεί, όπως ο πατέρας σπλαχνίζεται το παιδί του(Ψαλμ. 102, 13), τότε, ω του θαύματος! εκχύνει από το Πνεύμα Του στην καρδιά του κι έτσι τον κινεί σε θερμές αγαπητικές διαθέσεις προς Αυτόν. Και του παρέχει παρρησία όπως ο πατέρας στο παιδί του, με τρόπο που δεν μπορεί κανένας να εκφράσει, σαν αρραβώνα μ’ εκείνη τη ζωοποιό έκχυση και ενέργεια του Πνεύματος στο μέτοχό Του, και τον γλυκαίνει υπερβολικά και τον ευεργετεί, τον ταπεινώνει και με άλλο τρόπο τον υψώνει με δόξα και τιμή μέσω της ενώσεως μαζί του και τον οδηγεί σε σφοδρές ερωτικές πυρπολήσεις, ώστε όσο και ό,τι βλέπει γύρω από το Θεό, να το θεωρεί αληθινά δικό του. Όπως και γενικά, τα λαμπρά ιδιώματα του Πατέρα, ο πλούτος και η δόξα και η ισχύς και το κάλλος και η σοφία και η εξουσία και όλη η λαμπρότητα και όλα τα αγαθά και τα καλά και δόξα και έπαινος, είναι εκ φύσεως σαν τρυφή και καύχημα και χαρά του υιού. Όταν λοιπόν με τη φυσική θεωρία η ψυχή φτάσει στη μετοχή του Πνεύματος, κι αυτό είναι το να θεωρεί μέσα στο Θεό την Τριάδα, όπως εξηγεί ο Μέγας Βασίλειος, τότε πράγματι βλέπει το Θεό ως εραστή υπερβολικά σφοδρό και αληθινά πατέρα δικό του και αντίστοιχα όσα είναι του Θεού ότι είναι δικά του, με τον τρόπο που είπαμε, και αρκείται μόνο στο να φαντάζεται το Θεό με απλότητα και χαίρεται υπερβολικά και αγάλλεται με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Ποιά είναι η κυρίως ηδονή
80. Νομίζω ότι κανένας που γνωρίζει ξεκάθαρα τα πράγματα δεν αγνοεί πως ηδονή λέγεται κυρίως αυτό που δεν κατηγορείται από τη φύση και τη λογική και που η ενέργειά του διαρκεί πολύ και γεμίζει την καρδιά από χαρά και ευφροσύνη και μετά την εκπλήρωσή του, πράγμα βέβαια που δε συμβαίνει διόλου με την ηδονή της σάρκας, η οποία είναι φαινομενική και όχι κύρια ηδονή. Ας ζητήσει λοιπόν καθένας που επιθυμεί την καθαρή και μόνιμη νοερή και πνευματική ηδονή, και δε θα σφάλλει, αλλά μάλλον θα ανεβεί εύκολα το λογιστικό του από τα επίγεια στα ουράνια, και έπειτα και όλη η ψυχή του. Γιατί αυτή είναι η αληθινή και κυρίως καρδιακή ηδονή, η αμεταμέλητη και γνήσια, που αρμόζει σε λογική αθάνατη ψυχή και διαμένει αιωνίως, φωτεινή, αείροη και ακατάκριτη, ή μάλλον ευκταία και μακαριστή, αθόρυβη σύνοικος στους Αγίους όλων των αιώνων, ειρηνική, ωφέλιμη, παρρησιαστική, λαμπρυντική, ευπρόσωπη, θεόφρων, διαυγής, παρηγορητική, γεμάτη χαρά και όταν ενεργείται και μετά. Αν έχεις δοκιμάσει αυτή την ηδονή νοερά και πνευματικά, από εμπειρία θα συμφωνήσεις ασφαλώς με όσα γράψαμε. Αν όμως όχι ακόμη, κράτησε τουλάχιστον με την πίστη όσα είπαμε.
Για τη σαρκική ηδονή
81. Η μη νοερή και πνευματική, αλλά σαρκική ηδονή, λάθος έχει και το όνομα ακόμα της ηδονής. Αφού φέρνει όταν εκτελεστεί πικρή μεταμέλεια, είναι φανερό ότι ψεύτικα λέγεται ηδονή. Είναι νόθη και ξένη στη λογική ψυχή, άλογη, αγενής, νωθρή, σκοτεινοχαρής, θορυβώδης, ενοχλητική, πρόσκαιρη και γρήγορα μαραίνεται. Όταν δηλαδή γεράσει το σώμα, και χωρίς να θέλει αναχωρεί γεμάτη ντροπή. Αξιοκατάκριτη, άθλια, δύσχρηστη, αιχμάλωτη, γεμάτη καταφρόνηση, βρωμερή, βλακώδης, απρόσωπη, απελπιστική, απερίσκεπτη, προκαλεί μετά την τέλεσή της μαύρη λύπη στο δράστη και εκτελεστή της. Αν έχεις πέσει σ’ αυτήν, γνωρίζεις οπωσδήποτε ότι είναι αλήθεια τα παραπάνω. Αν πάλι έχεις φυλαχτεί από αυτή με το χέρι του Θεού, πίστεψε ως αληθινά τα λόγια μου και γνώριζε ότι θα θερίσεις ένδοξο καρπό ζωής.
82. Κατέχω φως πνευματικό που λάμπει συνεχώς και ζωή υπερκόσμια, θεία τροφή και τρυφή, παράδοξες ανατάσεις και εφέσεις και ενώσεις και απολαύσεις της τρισυπόστατης Θεότητας και ανέκφραστες αγαπητικές διαθέσεις με τον Ιησού Χριστό τον Κύριο των πάντων. Αλλά αλοίμονο στη δυστυχία και στην αφροσύνη μου! Αλοίμονο για το κακό της μωρίας μου! Ο νους μου που με αυτό τον τρόπο έγινε από τη χάρη υπερουράνιος, ενίοτε απατάται και κλίνει σε πράγματα σφαλερά και γήινα και κοπρώδη και γεμίζει δυσωδία, αλοίμονο! Ποιός δε θα απορήσει και δε θα θρηνήσει για την κατάντια μου και δε θα παρακαλέσει από ευσπλαχνία για χάρη μου τον ανείπωτα φιλάνθρωπο Θεό, για να μου δοθεί μεγαλύτερη θεία δύναμη με το ζωοποιό και φωτιστικό Πνεύμα, ώστε να αποδιώκω ευκολότερα τον πονηρό εχθρό διάβολο που επιβουλεύεται την αγία και θαυμάσια ζωή μου! Όλοι οι αγιότατοι Άγγελοι και όλες οι ψυχές των Δικαίων, προσευχηθείτε και παρακαλέστε το Θεό για χάρη μου που έχω χαμηλή και αναίσθητη διάνοια.
83. Θεέ μου, Θεέ μου· από Σένα δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο, επειδή είσαι απερίληπτος. Συ είσαι το παν, ως Ποιητής του παντός, και άπειρες φορές απείρως υπέρ το παν, ως υπερούσιος. Κύριέ μου, Κύριε, η ανέκφραστη αγία ένωση και άρρητη ομόνοια των ελεημένων Χριστιανών, δόξα Σοι. Πώς, ενώ σε βλέπω, Δέσποτα, να λάμπεις μέσα στην καρδιά μου νύχτα και ημέρα, δε βγαίνω πάντοτε έξω από τον εαυτό μου από την υπερβολή της χάρης, αλλά αμελώ και αναισθητώ απέναντι σε τόσο μεγάλη δωρεά, Υπερδύναμε; Αλοίμονο, πόσο αμαρτωλός είμαι!
Αν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που με έδεσε στην αγάπη Του και με ποιόν με έδεσε και με τί, αμέσως θα σε καταλάμβανε έκπληξη και θα υμνούσες τον υπερούσιο Θεό και θα τον ευχαριστούσες υπερβολικά για τα ένδοξα που πραγματοποίησε θαυμαστώς λόγω της αγαθότητάς Του.
Αν εννοούσες πόσο μακριά είμαι από το πρέπον στο αληθινό μυστήριο του Χριστού, θα κυριευόσουν ακαριαία από έκπληξη και θα μου καταλόγιζες ραθυμία, αδράνεια και αμέλεια, για να μην πω ολοφάνερη αναισθησία και ανοησία.
Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς μίλησε και είπε: «Σ’ ευχαριστώ Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους συνετούς και τ’ αποκάλυψες στους νηπίους· ναι, Πατέρα, αυτό ήταν πάντοτε το θέλημά Σου»(Ματθ. 11, 25-26).
Να εύχεσαι για μας και να προσεύχεσαι μην πάθομε στα λυπηρά της ζωής τίποτε ξένο προς την πίστη μας που να είναι ανάξιο και για το Θεό και για μας· και συγχώρεσέ με.
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 131-206.