“Αθωνικο Ψαλτηρι” μοναχου Μωυσεως, αγιορειτου

Περί του «Αθωνικού Ψαλτήριου»
του μοναχού Μωυσέως αγιορείτου, λόγος αινέσεωςΤου Β. Π. Καραγιάννη31 Μαρτίου και το ημερήσιο μαρτυρολόγιο είναι γεμάτο από αγίους, περίπου άπειροι. Ξεφυλλίζοντας το Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου το εξαίσιο αυτό σύγγραμμα διαβάζω: «Μνήμη των αγίων των εν Περσία μαρτυρησάντων Αυδά Επισκόπου και των συν αυτώ εννέα Μαρτύρων, και άλλων πολλών Αγίων, των εις φυλακήν βληθέντων, και υπό μυών και γαλών των συγκλισθέντων αυτοίς βιβρωσκομένων». Τους έφαγαν δηλαδή τα ποντίκια και οι γάτες. Θαυμάσια, ποιητικά, μαρτυρικά αναγνώσματα, αλλά ακόμα πιο θαυμαστά τα διαλαμβανόμενα. Είμαι σποραδικός «διαδρομιστής» του Συναξαριστή αλλά ετούτο τον καιρό χαμένος βρίσκομαι σ’ ένα μνημειώδες σύγγραμμα που με τραβάει ιδιαίτερα (ερχεται κι ο καιρός για την εις άγιον Ορος ενιαύσια είσοδο) έναν οιονεί Συναξαριστή των αγίων του Ορους. Είναι το βιβλίο «Οι άγιοι του Αγίου Ορους», το έργο opera magnus (πάνω από 800 σελίδες μετ’ εγχρώμων φωτογραφιών και με βιογραφίες 450 αγιορειτών αγίων) του μοναχού Μωυσέως αγιορείτου. Είναι το (50ο) πεντηκοστό βιβλίο στο ειλιτάρι των έργων του, κι αυτός ο αριθμός όπως ακούγεται, μου φέρνει ως διακειμενική ( που λένε οι δεινοί φιλόλογοι) αναγκαιότητα το 50ο ψαλμό του Δαβίδ («…Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθείσομαι»). Παρόμοια βιβλία, λειτουργούν κάπως σαν εξυγιαντικά και ξεκαθαριστικά του μυαλού, της σκέψης, της ψυχής, άρα και του σώματος. Ο τόμος αυτός είναι μια ωραιότατη έκδοση από τον εκδ. οίκο Μυγδονία, και όταν παρουσιάστηκε στο κοινό της πόλεως Θεσσαλονίκης, απόντος του κ. Ψωμιάδη, άρα ενώπιον σοβαροτάτου κοινού στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, έγινε πατείς με τσαλαπατώσε από τον πολύ κόσμο, ποιός θα προλάβει (μη χάσει) να πάρει τη χάρη από το βιβλίο και από τον συγγραφέα.
Αλλα τώρα δεν θα αναφερθώ σ’ αυτό.
Δεν ξέρω αν κάνω κάτι το διαφορετικό ή το εξαιρετικό. Νομίζω μετρίως και τα δύο, παρουσιάζοντας, όπως όπως, ένα ποιητή μοναχό· όχι ποιητή του μοναχισμού αλλά ψάλτη της μοναχικής, ψυχικής λεπτότητας κι ευαισθησίας, της φιλέρημης εν Χριστώ ζωής, της διακονίας, της μετανοίας στο αγιώνυμο όρος Αθως.
*
Τους περασμένους χρόνους την καθαρά Δευτέρα μας έλεγαν από το σπίτι πως για να φάμε τα αλάδωτα της ημέρας, έπρεπε να βρούμε μια φωλιά πουλιών. Γιατί δεν το έμαθα ποτέ; Στους καιρούς μας πρέπει να βρούμε ανοιχτά τα σούπερ μάρκετ και τους φούρνους για τη λαγάνα. Ομως, επειδή πάντα ελλοχεύει η ανάμνηση και σε εκτέλεση του διαρκούς της παραγγέλματος, στις μέρες μας βρήκα, τι περίεργο, μια μικρή, περίτεχνη φωλιά δίπλα στις ράγες του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Θα είχε πέσει από την παραπλήσια κορομηλιά. Τη μάζεψα, την έχω στο γραφείο μου, μια διαρκή φωλιά που μαζεύει κι επωάζει όλα της ψυχής και της διάθεσης τα αυγά, ακόμα και τα γνήσια επαγγελματικά.
Κάθε καθαρά Δευτέρα γυρίζω στους τόπους της τοπικής νοσταλγίας και πρόσκαιρες φωλιές μου· εκεί μόνος μου διαχειρίζομαι αυτό το αίσθημα. Πάντα μαζί μου είχα τα ποιήματα του ‘Ελιοτ «Η Τετάρτη των Τεφρών», η αντίστοιχη δηλαδή Καθαρά Δευτέρα των Ρωμαιοκαθολικών. Φέτος γυρίζοντας για τις φωλιές της αυτές είχα μαζί μου την ποιητική συλλογή του μοναχού Μωυσή «Αθωνικό Ψαλτήρι». Τι ωραιότερη εισαγωγή για τη Σαρακοστή που άρχιζε και διανύουμε ήδη τις τελευταίες μέρες!
Καθαρή Δευτέρα στη Σκήτη
σιωπή και ασιτία
χιονόνερο
τα βιβλία
τα καντήλια
οι εικόνες
μοναξιά ωραία
σιωπή γλυκόφθογγη
ημέρα χάριτος
νύχτα ευλογίας.
Σαρακοστή πολλά υποσχόμενη
στους αναβάλλοντες την ηρωική μετάνοια
τη σημαντική αλλαγή
τη νέκρωση
την ανάσταση
τη μεταμόρφωση
τον ασπασμό της μακαρίας ελπίδας
τη δόξα της θέωσης
τον γλυκασμό της ταπείνωση
τη χαρμονή της αγάπης
την πρόγευσης αιωνιότητας
της ατέρμονης χάρης
δίχως «δι ευχών»
κι «αμήν».
Σαρακοστή 2004
Εν τω μεταξύ:
«Είμαι ολόκληρος μια ακαθόριστη νοσταλγία, ούτε του παρελθόντος ούτε του μέλλοντος: είμαι μια νοσταλγία του παρόντος, άγνωστη, εκτενής και ακατάληπτη (Φ. Πεσσόα «Το βιβλίο της ανησυχίας» τ. Β’ σελ. 127)
Περισσότερο ερωτήματα θα διατυπώσω παρά διαπιστώσεις θα κάνω.
Γιατί, παρουσιάζουμε βιβλία ποίησης; Μπορούμε να μετρήσουμε, να βυθοσκοπίσουμε με τα επιφανειακά εργαλεία της όποιας μας φιλολογικής και μη γνώσης, τον εσώτερο κόσμο αλλά και το διάκοσμο της ψυχής του ποιητή, ψυχή, που στο κάτω κάτω δεν ξέρουμε ούτε τι λογής είναι, καθότι άυλο εντελώς κι ασύλληπτο είναι το είδος και η ειδή της; Δεν μπορούμε φυσικά, καθότι η …ποιητουργία (όπως ταπητουργία) είναι μεν μια εργασία επίπονη και φέρει όλα τα γνωρίσματα, με τα πιο απαιτητικά υλικά του λογοτεχνικού διαπράγματος, αλλά παραμένει πάντα το ελλειπτικό εκείνο σχέδιο του ανθρώπου- δημιουργού, (σε μικρογραφία το σχέδιο του Θεού με το οποίο όλοι μας είμαστε πλασμένοι και κινούμενοι), που παρέχει οδική πνευματική βοήθεια τις περισσότερες όμως φορές κραυγάζει για βοήθεια, από κει και προς τα κει που μόνο μπορεί να ‘ρθει· από τη φύση, από τα πράγματα, από τον Θεό του καθένα θέλω να πω.
Ως εκ τούτου μένουμε, όσο μπορούμε, στο ποιά αίσθηση αφήνει σ’ εμάς τους αναγνώστες, αυτή η ειδική κατάθεση του πνευματικού ανθρώπου, που φορές σε οδηγεί μέχρι και σε αντίθετες διαπιστώσεις από τις αφετηρίες του ποιητή. Αλλά αυτό είναι και η μαγεία της. Να γίνεται δικό σου κάτι ξένο. Αφού δεν είναι δυνατό ν’ ανιχνεύσεις άχρι βάθους τον ποιητή και το έργο για να το κάνεις δικό σου, το μεταφέρεις στον οικείο σου κόσμο και μ’ αυτό πορεύεσαι στα μονοπάτια και τις διακλαδώσεις του. Παίρνεις τη θέση του δημιουργού κάπως. Στην ποιητική συλλογή του μοναχού Μωυσή, τον ακολουθείς αρχικά και κατά τίτλο, στα μονοπάτια και τις διακλαδώσεις του αγίου Ορους, όμως σε κάθε στάσιμό του, ακόμα και το πλέον περιγραφικό του τόπου, στέκεσαι για μια ανάταση κατανυκτική – κάποιες φορές με διάθεση νηπτική- η οποία σε σπρώχνει εκόντα άκοντα σε προσλήψεις σχεδόν υπερκόσμιες για το φθαρτό σου είναι.
Πως να μπούμε στην εσώτερη αναγκαιότητα του ποιητή η οποία τον έφερε στη θέση της δια του λόγου λύτρωσής του από ένα βασανιστικό ερέθισμα, που θέλει να γίνει πράξη, λέξεις, γραφή, κείμενο, ποίημα. Να δει το φως της μέρας, να το δουν πρωτίστως οι άλλοι και να συμβιώσουν μ’ αυτό, δηλαδή με τον ίδιο τον δημιουργό; Νομίζω πως αυτό που εμφανίζεται σαν ένα ολοκληρωμένο έργο είναι το ρητό που μένει από το άρρητο που εξερεθίζει αλλά παραμένει σαν γλυκόπικρο κατακάθι στην ψυχή για να μη δηλωθεί ποτέ, αλλά να φουσκώνει το προζύμι της έμπνευσης και να ετοιμάζει την επόμενη έξοδο.
Αυτή είναι ή πρέπει να είναι η μέθοδος προσέγγισης των τρυφερών πραγμάτων που συντελούνται στον ποιητή για να αρπάξουμε απ’ αυτόν ό,τι μπορέσουμε: θραύσματα τρυφερότητας, ευαισθησίες άγνωστες, εικόνες ενός άλλου κόσμου και πολιτισμού, ευγένειες και λεπτότητες της ψυχής πρωτόγνωρες, τα οποία μας παραχωρεί αυτός, μικρή δωρεά, αντίδωρο λόγου, λέξεων ρυθμικά περιπεπλεγμένων, έτσι για να βιώσουμε κάτι από το πολύτιμο κοίτασμα και το κοίταγμα, που έχουν αυτές οι ξεχωριστές υπάρξεις των ποιητών.
Ο γέρων –κατά την αγιορειτική, σεβαστική, πνευματική επίκληση κι όχι ηλικιακή επιμέτρηση, Μωυσής, έχουμε διαφορά ενός χρόνου, φέρει όλα τα τυπικά αλλά και ουσιαστικά γνωρίσματα που έχουν αυτές οι υπάρξεις οι οποίες με το λόγο τους μεταδίδουν το ψυχικό τους έγκαυμα σ’ εμάς και που λειτουργεί όμως σαν ένα κατευναστικό κατάπλασμα. Με την ποιητική συλλογή ζούμε αυτό που βιώνει ένας πολύτιμος και ξεχωριστός άνθρωπος είτε είσαι κοσμικός είτε είσαι απόκοσμος κι απόμακρος σε τόπους όμως συγκλονιστικής μεταφυσικής και περιβαλλοντολογικής ωραιότητας. Το άγιο Ορος στο οποίο ξαπλώνεται η ματιά του ποιητή στο «Αθωνικό Ψαλτήρι» είναι ο τόπος της ευεργετικής παγκοσμιοποίησης, της αφείδωλης κι ανέξοδης αγάπης, της αδιαλείπτου προσευχής, της εγκαρτέρησης, της μετάνοιας, της συγχώρεσης.
Το «Α.Ψ» είναι και μια φωνή από τα έσω προς τα έξω. Από το αγιώνυμο Ορος στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά δεν καλεί, δεν προσκαλεί, δεν προτρέπει. Από την υπαινικτική σιωπή του, τα μισολεγόμενα αλλά και από την ελεγχόμενα μετρημένη έμφαση, φορές τηλεγραφικά, όλα τα ποιήματα της συλλογής δίνουν πρόσωπο απ’ ευθείας στον αναγνώστη χωρίς να χρειάζεσαι να γυρίσεις τη σελίδα, χωρίς δηλαδή να χρειάζεσαι περαιτέρω συμφραζόμενα και εμβαθύνσεις σε άλλες γνώσεις (άρα κι απογνώσεις εκ του ατελευτήτου των). Εχουν εκείνη την ικανή πνευματική ενότητα λόγου και νοήματος ώστε να διαβάζονται ή ν’ ακούγονται σαν τις εσπερινές ευχές ή σαν την απλοϊκή, εγκάρδια φράση: «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με». Και αυτά όπως τα λιτά κι απέριττα εκκλησιαστικά είναι ψήγματα καθαρού ποιητικού χρυσού.
Γιατί ένας πολίτης που ζει τον κόσμο των γραμμάτων (και τον δύσκολο της ποίησης) αλλά στον κόσμο της ύλης, θα διαβάσει την ποίηση ενός μοναχού, ενός αγιορείτη ειδικά; Μια κατηγορία εξ ορισμού υπονομευμένη από σφαλερά ίσως αλλά όχι πάντα άδικα ιδεολογήματα, πως θα πρόκειται για θλιβερή θρησκευτική, έντονα διδακτική, αφόρητα θεολογική ποιητική, ευσεβαστική θεώρηση του κόσμου. Κατ’ αρχή δεν ξέρω, δεν έχω απάντηση. Εχω όμως μια προσωπική εκδοχή το γιατί μπορείς να διαβάσεις την ποίηση του μοναχού Μωυσή και να μη νιώσεις τίποτε από τα παραπάνω.
Σε όλες του τις ποιητικές συλλογές – 3 μέχρι σήμερα μέσα στο σύνολο 50 βιβλίων- αν και ο ποιητικός κόσμος του βάλλεται από συγκεκριμένες αγωνίες εν τούτοις αυτό που εύλαλα λείπει, δε λείπει στον αναγνώστη. Η πολύπλευρη απόγνωση, ο εγκόσμιος έρωτας, ο εντελώς θάνατος, ο φθαρτός χρόνος, το άσκοπο της βιοτής, που είναι τα μόνιμα μοτίβα γύρω από τα όποια κινούνται οι ποιητές του κόσμου, αυτά έχουν μια απαλή αντιμετώπιση από τον γέροντα ποιητή, που τα ραντίζει με ήρεμη ματιά, η οποία μαλακώνει την απουσία όσων απουσιάζουν, δίνει μια παρηγορητική διέξοδο στα αδιέξοδα και η φραστική λιτότητα του έχει τη γεύση του μάνα της ερήμου και τη χρησιμότητα του σε καιρό νηστείας.
Η ματαιότητα έχει ποτίσει μέχρι οστών την ύπαρξη χωμένη σ’ όλους τους αρμούς του ανθρώπινου κτίσματος και ροκανίζει νυχθημερόν την ύλη μας. Ομως, με τέτοια ποίηση της σκέψης και της συνακόλουθης πράξης, μπορεί να κοπάσει λίγο, αυτό το καταπιεστικό αίσθημα, και ν’ αφουγκραστείς τους ήχους εκείνους που σε πηγαίνουν μακριά από την καθημερινότητα και σε φέρνουν εγγύς, δίπλα, πλάι με την ωραιότητα του λόγου, δηλαδή την πνευματική και παρηγορητική γλυκύτατα που έχει το μέλι εκ πέτρας, που παράγεται στα Αθωνικά υψίπεδα και από κει έρχεται στις όποιες εγκόσμιες Βαβυλώνες βεβηλώνουμε και βεβηλωνόμαστε συνεχώς κι αδιακρίτως.
Γράφει ο κ. Θανάσης Παπαθανασόπουλος για την ποίηση του γ. Μωυσή (περιοδικό Παρέμβαση τχ.142 σελ.
«…Έτσι βλέπουμε στο νέο πνευματικό πόνημα του πατρός Μωυσέως με τον εύλαλο τίτλο «Αθωνικό Ψαλτήρι», ο ποιητής να προχωρεί περινούστατος αλλά και χαρούμενος, συλλογισμένος αλλά και αγιασμένος ελπιδοφόρος «από τα χθαμαλότερα επί τα μετεωρότερα», κατά την αγιασμένη πνευματική έκφραση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Και προχωρεί όχι μόνον πνευματικά αλλά και ποιητικά, δηλαδή λυρικά, πράγμα που δεν αποτελεί εν προκειμένω κάτι το δευτερεύον και επουσιώδες, μπροστά στα άλλα μπερδεμένα κάποτε λογικώς ζητήματα του πνεύματος.
Εν προκειμένω ο ποιητής ακολουθεί τους δρόμους του ορθόδοξου ποιητικού λυρισμού, οι οποίοι εκ νεότητός του τον εμάγευσαν σε «αλιευτικώς, ουκ αριστοτελικώς», κατά την επιτυχή έκφραση ενός μεγάλου εκκλησιαστικού ποιητή, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (Λόγος ΚΓ΄, ΙΒ΄). Αλλά ο νεότερος πνευματοφόρος αυτός λυρικός ποιητής δεν αισθάνεται εντελώς δέσμιος των θύραθεν λυρικών και γενικώς πνευματικών επιταγών. Στην πορεία του φαίνεται ότι τον μάγευσαν, με τις αγαθότερες και ορθοδοξότερες των προθέσεων και κάποια δυτικά σχήματα διανοίας, τα οποία δεν άφησε ανεκμετάλλευτα, χωρίς ο λόγιος και ο ποιητής να περιπέσει στην κατάσταση του σοφισματία. Ο λυρικός ποιητής Μωυσής, εν προκειμένω, κερδίζει την ορθοδοξία του, μέσα από κάθε σελίδα του λυρικού του έργου που διεξερχόμεθα, μαχόμενος και προσευχόμενος· και μάλιστα προσευχόμενος εν κατανύξει και συντριβή, εν όψει της ανθρώπινης ατέλειάς του και των πλημμελειών που τάχθηκε ως πνευματοφόρος μαχητής να καταπολεμά. Έτσι η πνευματική διαπλοκή του είναι δυναμική και μάλιστα τριπλής κατευθύνσεως: διαπλοκή του είναι, του γνωρίζειν και του πράττειν.»
*
Ο γέρων Μωυσής, ας μας συγχωρέσει τον αδόκιμο χαρακτηρισμό, είναι ένας κοσμοκαλόγερος κατ’ αντίστροφο έννοια εκείνης του Αλεξ. Ππδ. Ζει το μοναχικό και συγγραφικό του βίο στην Καλύβη Ιωάννου Χρυσοστόμου, της Σκήτης Παντελεήμονος, της Μονής Κουτλουμουσίου, στην καρδιά του αγίου Ορους. Ομως η καρδιά και η σκέψη του είναι νυχθημερόν στους απανταχού πονεμένους παντοιοτρόπως με έμφαση στους πόνους του σώματος, τους οποίους έζησε στην ακρότητά τους, όταν θέλουν να διασπαράξουν την ψυχή αν δεν είσαι έτοιμος να τους αντιμετωπίσεις (και πως;) με πνεύμα εγκαρτέρησης, υπομονή ψυχής, ελπίδα σωτηρίας. Αλλά και στους πλανεμένους, τους αδικημένους, τους ψυχικά διασκορπισμένους. Ετσι επιχειρεί τακτικά εναντίον τους, εξόδους πολεμιστήριες από την Καλύβη του, παραμυθίας, ειρήνευσης, καταλλαγής, παρηγορίας, νουθεσίας. Το θείο του χάρισμα, το λόγο του ως επιστήμη, λογοτεχνία, κήρυγμα, δεν τον έχει μόνον για τα βιβλία, αλλά τον μεταδίδει και ζωντανά με απέριττη γλαφυρότητα, χωρίς κανένα μάταιο εγκαλωπισμό. Ετσι φέρνει την ψυχική γαλήνη κι ηρεμία στον ακροατή είτε είναι στους ναούς είτε στις εγκόσμιες αίθουσες. Θυμίζει κάπως τον Κοσμά τον Αιτωλό τηρουμένων των αναλογιών, στις εποχές και τις διδαχές που γυρίζει, (κι αν δε γυρίζει!) στο μέγα πανελλήνιο, αλλά και στην ξένη κι όπου ατομικό ή γενικευμένο έλκος ψυχής και οδύνη σώματος, δίνει το παρόν. Χτες αλλού, σήμερα εδώ, αύριο και πάλι στο αλλού και ποτέ πουθενά οριστικά. Η ουσία παράφραση της μοναχικής ακτημοσύνης, τον κάνει μεν επίγειο κάτοικο, αλλά χωρίς χωμάτινες ρίζες, μόνο με πνευματικά κλαδιά, φύλλα και πουλιά, διαρκώς αποδημητικά τα οποία απ’ όπου περνούν αφήνουν οσμή ευωδίας πνευματική. Πασίγνωστος στον κόσμο, αγαπητός έως φανατισμού, είναι σήμερα μια από τις σημαντικότερες, πνευματικές μορφές του αγίου Ορους.
Ο Θεός να τον έχει καλά.
Αμήν.

Αναρτήθηκε από στις

Share Button