υπάρχουν φτωχοί — anaxoriti

«Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Λουκ. 18, 22)
Δεν ακολούθησε
Μία πρόσκληση, αγαπητοί, μία πρόσκληση ακούγεται στο Ευαγγέλιο της ΙΓ΄ Κυριακής του Λουκά. Πρόσκληση με δύο λέξεις. Είναι η πιό ευλογημένη πρόσκληση που ακούστηκε ποτέ. Είναι πρόσκληση, που βγήκε απ’ τα χείλη του Χριστού μας. «Ακολούθει μοι». Αυτή είναι η πρόσκληση του Χριστού. Πόσες φορές απηύθυνε ο Χριστός μας αυτή τη σύντομη, αλλά ευλογημένη πρόσκληση του! Γι’ αυτό ήρθε απ’ τον ουρανό και σαρκώθηκε, για να καλέσει κοντά του τους ανθρώπους, να τους καλέσει σε μετάνοια, σε νέα ζωή, στη λύτρωση και στη σωτηρία, στην αιώνια ζωή.
«Ακολούθει μοι», είπε στους πρώτους ψαράδες που συνάντησε μπροστά του, στον Ανδρέα και στον Πέτρο, κι εκείνοι αμέσως άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν. «Ακολούθει μοι», είπε στους άλλους δύο ψαράδες που συνάντησε συνέχεια, στον Ιάκωβο και στον Ιωάννη, κι αμέσως κι αυτοί υπάκουσαν στην προσταγή του και τον ακολούθησαν. «Ακολούθει μοι», είπε στον τελώνη της Καπερναούμ, στο Ματθαίο, κι εκείνος αμέσως άφησε το τελωνείο, άφησε τη ζωή της αμαρτίας και της απάτης, κι ακολούθησε το Χριστό. «Ακολούθει μοι», είπε στους 12 μαθητές του, και τον άκουσαν, και τον ακολούθησαν. «Ακολούθει μοι», είπε στους 70 μαθητές. «Ακολούθει μοι», είπε σε πολλούς, που σαγηνευμένοι απ’ την ουράνια διδασκαλία του και τη θεία του μορφή τον ακολούθησαν. Ο Χριστός καλεί, μπορούν να μην τον ακολουθήσουν; Κι όμως να, που σήμερα κάποιος ακούει την ίδια πρόσκληση του Χριστού, και δεν τον ακολουθεί. «Ακολούθει μοι», του λέει ο Χριστός, κι εκείνος γυρίζει τα νώτα, σκύβει το κεφάλι και στυγνός και κατηφής, γεμάτος λύπη, φεύγει. Νάτος, απομακρύνεται, χάνεται. Γιατί; Φταίει Χριστός που φεύγει; Άπαγε της βλασφημίας! Ας παρηγορηθούν μερικοί ευσεβείς χριστιανοί, που μιλάνε στους άλλους και τους καλούν στο Χριστό, και τα λόγια τους φαίνεται πως πάνε χαμένα. -Μίλησα, τον κάλεσα νάρθη στην εκκλησία, να πλησίαση το Χριστό, μα εκείνος φεύγει, δεν έρχεται… Αλλά, αδελφέ μου, εδώ βλέπεις, ότι στην ευαγγελική αυτή περικοπή ο Ίδιος ο Χριστός καλεί, κι όμως δεν εισακούεται. «Ακολούθει μοι», λέει στον πλούσιο νεανίσκο, κι εκείνος φεύγει για να μη ξαναγυρίσει πια.
Δεν θέλησε να ελεήσει τους φτωχούς
Μα γιατί; Αφού γι’ αυτό πήγε και έπεσε στα πόδια του Χριστού, για να τον ακολουθήσει, για να τον ρωτήσει πως θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Γιατί φεύγει; Αφού από μικρό παιδί αγωνιζόταν να τηρήσει τις εντολές του Θεού. Γιατί τώρα, που του δίνεται η ευκαιρία να μείνει για πάντα κοντά στο Χριστό και να γίνει μαθητής και απόστολος του, φεύγει; Διότι δεν είχε τη δύναμη να κάνη αυτό που του είπε ο Χριστός. Και τι του είπε ο Χριστός; -θες να μ’ ακολουθήσεις; Ποθείς την αιώνια ζωή; «Έτι εν σοι λείπει, πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολουθεί μοι». Θέλεις νάχης θησαυρούς ουράνιους; Να θυσιάσεις τους επίγειους, θέλεις να μ’ ακολουθήσεις; Να γίνεις φτωχός σαν κι εμένα; Ν’ αγαπήσεις τους φτωχούς και να σκορπίσεις σ’ αυτούς τα πλούτη σου. Σε περιμένουν οι φτωχοί. Πόσο θα χαρούν αν τους δώσεις τα πλούτη σου! Πεινασμένοι και δυστυχισμένοι σε περιμένουν. Περιμένουν να χορτάσουν από σένα. Αν εσύ δεν τους δώσεις, θα πεθάνουν απ’ την πείνα, θάσαι συ ο ένοχος του θανάτου τους. Μπρος λοιπόν, «διάδος πτωχοίς», σκόρπα στους φτωχούς.
-Στους φτωχούς; Ωχ, γι’ αυτούς μου μιλάς τώρα; θάπε μέσα του ο πλούσιος νεανίσκος. Τους φτωχούς; Δεν θέλω να τους σκέφτομαι…
Και φεύγει καταλυπημένος. «Ην γάρ πλούσιος σφόδρα».
Δεν υπάρχουν φτωχοί!
Οι φτωχοί! Εμείς τους σκεπτόμαστε τους φτωχούς; Μα υπάρχουν σήμερα φτωχοί; θα ρωτήσει κάποιος, που επειδή αυτός ζει πλουσιοπάροχα, νομίζει πως όλοι έτσι ζουν, και δεν υπάρχουν φτωχοί. Υπάρχουν φτωχοί σήμερα, που πεινούν και υποφέρουν; Το βιοτικό επίπεδο έχει ανεβεί. Δεν υπάρχουν φτωχοί, ισχυρίζονται μερικοί. Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν περνάνε τόσο πλούσια, μα τελείως φτωχοί και δυστυχισμένοι από στερήσεις δεν υπάρχουν.
Ποιοι το λένε αυτό; Εκείνοι που κλείνουν τα μάτια και εθελοτυφλούν και δεν θέλουν ν’ αντικρύσουν τη φτώχεια που υπάρχει. Κλεισμένοι αυτοί στο πολυτελές διαμέρισμα τους, δεν θέλουν να σκεφτούν πως υπάρχουν άστεγοι άνθρωποι που ζουν σε τρώγλες. Ξαπλωμένοι αυτοί στο αναπαυτικό τους κρεβάτι, δεν θέλουν να σκέπτονται πως υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται πάνω σε σανίδες ή και κάτω στο τσιμέντο ή στο χώμα. Χορτασμένοι αυτοί μ’ όλου του κόσμου τα αγαθά, δεν θέλουν να σκέπτονται πως υπάρχουν Λάζαροι της συγχρόνου κοινωνίας, που πάντα νιώθουν διαμαρτυρόμενο το στομάχι τους απ’ την πείνα. Καλοντυμένοι αυτοί με κάθε λογής ρούχα, δεν θέλουν να σκέπτονται πως υπάρχουν κουρελήδες της φτώχειας. Ζεστοί αυτοί μέσα στις θερμάστρες και στα καλοριφέρ, δεν θέλουν να σκέπτονται πως υπάρχουν άνθρωποι που τουρτουρίζουν απ’ το κρύο το χειμώνα. Εποχούμενοι αυτοί πάνω στα πολυτελή αυτοκίνητα τους, δεν θέλουν να σκέπτονται πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν το εισιτήριο του λεωφορείου ή του τρόλεϊ. Υγιείς αυτοί και εύρωστοι, δεν σκέπτονται πως υπάρχουν άρρωστοι που στερούνται τα φάρμακα και δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν την απαιτούμενη δίαιτα και τον υπερσιτισμό.
Δεν υπάρχουν φτωχοί; Πάντοτε υπήρχαν και σήμερα υπάρχουν φτωχοί. «Τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών» (Ματθ. 26, 11), είπε ο ίδιος ο Χριστός. Φτωχοί υπάρχουν πάντοτε, γιατί πάντοτε υπάρχει αμαρτία και αδικία στον κόσμο.
Μακάριοι οι φτωχοί
Υπάρχουν φτωχοί. Κι αυτοί οι φτωχοί, όταν είναι πιστοί χριστιανοί, είναι μακάριοι. Μακάριοι; Μα εδώ μιλάμε για δυστυχία, και συ λες πως είναι μακάριοι και ευτυχισμένοι; θα μας ρωτήσουν. Δεν το λέω εγώ. Το λέει ο ίδιος ο Χριστός. Στους μακαρισμούς, όπως τους γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο Χριστός μακαρίζει τους φτωχούς και λέει: «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 6, 20). Μακάριοι; Μα πώς; Για πολλούς λόγους. Δύο από αυτούς θα αναφέρουμε.
Πρώτα–πρώτα γιατί είναι απαλλαγμένοι από το άγχος και την αγωνία των πλουσίων. Ο φτωχός είναι ανάλαφρος απ’ τα βαρίδια του πλούτου. Τα βαρίδια αυτά δεν αφήνουν τον πλούσιο να βαδίσει ελεύθερα για τη βασιλεία των ουρανών. Ο φτωχός είναι απαλλαγμένος απ’ τις σκοτούρες και τις αγωνίες των πλουσίων. Δείξτε μου πλούσιο νάνε χαρούμενος. Να, κάποιος στην Ιταλία! Βασιλιάς των πετρελαίων, εκατομμυριούχος. Κι όμως, ύπνος δεν τον έπιανε. Αγωνιούσε, πήγαινε να τρελαθεί. Ληστές άρπαξαν το 17χρονο εγγόνι του και του ζητούσαν εκατομμύρια λύτρα. Και για να τον εκβιάσουν του έστειλαν μέσα σ’ ένα φάκελο το ένα αυτί του παιδιού, που τόχαν κόψει. Λοιπόν, που χαρά και ευτυχία στον πλούσιο αυτό; Αν ήταν φτωχός, θα πάθαινε αυτή τη λαχτάρα;
Αλλά κι άλλος λόγος κάνει το φτωχό, τον πιστό και ευσεβή φτωχό, μακάριο. Με τη φτώχεια δοκιμάζεται σε τούτη τη ζωή. Ζει ζωή στερήσεων αγόγγυστα. Μα τον περιμένει «πλούτος μέγας». Ο φτωχός είναι ο εκλεκτός του Θεού. Το λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «Ουχ ο Θεός εξελέξατο τους πτωχούς του κόσμου πλουσίους εν πίστει και κληρονόμους της βασιλείας ης επηγγείλατο τοις αγαπώσιν αυτόν;» (Ίακ. 2, 5). Φτωχοί εδώ. Πόσα χρόνια; Μερικές δεκάδες χρόνια. Πλούσιοι εκεί πάνω. Πλούσιοι κληρονόμοι της ενδόξου βασιλείας. Πλούσιοι όχι για λίγα χρόνια, αλλά για αιώνες ατελεύτητους.
Οι πλούσιοι «χριστιανοί» για τους φτωχούς
Μ’ όλα αυτά που λέμε δεν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη φτώχεια. Αν οι φτωχοί, οι χριστιανοί φτωχοί, είναι μακάριοι, οι πλούσιοι, οι ευκατάστατοι, είναι δυστυχείς. Και είναι δυστυχείς γιατί δεν βοηθάνε τους φτωχούς. Η πρώτη Εκκλησία είχε ιδιαίτερη μέριμνα για τους φτωχούς. «Μνημονεύωμεν των πτωχών», λέει ο Παύλος (Γαλ. 2, 10). Κι είχε φτάσει η Εκκλησία στο ιδεώδες σημείο, να μην υπάρχουν φτωχοί.
Μα σήμερα υπάρχουν χριστιανοί, λεγόμενοι χριστιανοί, που δεν θυμούνται τους φτωχούς. Δεν μιλάμε για τους άθεους εκείνους πλουσίους, που όχι μονάχα δεν ελεούν τους φτωχούς, αλλά και τους καταπιέζουν και τους ρουφούν το αίμα, κι αυξάνουν τα κεφάλαια τους με τον ίδρωτα των φτωχών. Μιλάμε για τους άλλους, για τους «χριστιανούς» πλουσίους, ή τους «χριστιανούς» εύπορους, που τίποτε γενναίο δεν κάνουν για τους φτωχούς.
Ξέρετε τι κάνουν για τους φτωχούς οι πιο πολλοί; Αρκούνται απλώς σε μία συμπάθεια. Όταν δούνε κάποιο δυστυχισμένο φτωχό, δείχνουν λύπη. -Ω, πόσο τον λυπάμαι! Τον καημένο! Είναι αξιοσυμπάθητος! Και μένουν εκεί, ίσως και σε κάποιο δάκρυ συμπάθειας. Τίποτε παραπάνω…
Άλλοι πάλι, λεγόμενοι χριστιανοί εύποροι, βλέπουν τους φτωχούς, τους παρηγορούν με λόγια και τους παραπέμπουν στο Θεό: -Έχει ο Θεός, μη στενοχωριέσαι!… Ναι, έχει ο Θεός, αλλά έχει και παιδιά ο Θεός, έχει και σένα ο Θεός. Γι’ αυτό σ’ έχει οικονόμο του, για να δίνης τα αγαθά του στους φτωχούς. Τι το όφελος με τα καλά σου λόγια, όταν δεν τα εξαργυρώνεις σε χρήματα; Το λέει καθαρά ο Ιάκωβος: «Εάν αδελφός ή αδελφή γυμνοί ύπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφήμερου τροφής, είπη δε τις αύτοίς εξ υμών, υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος;» (Ίακ. 2, 15 – 16).
Άλλοι πάλι λεγόμενοι χριστιανοί βλέπουν τους φτωχούς, τους δυστυχείς, κι αντί ν’ ανοίξουν το βαλάντιο να βοηθήσουν, κάθονται κι ερευνούν σχολαστικά τα αίτια που κατάντησε ο άλλος φτωχός. -Καλά να τα πάθη. Αφού ήταν άμυαλος και απερίσκεπτος, αφού δεν πρόσεξε και έπεσε έξω, αφού… τώρα να μείνει έτσι, για να βάλει μυαλό. Έπειτα φτωχοί είναι μονάχα οι τεμπέληδες. Να πάει να δούλεψη. Τους τεμπέληδες θα βοηθήσω;… Όχι, δεν σου είπε κανείς να βοηθήσεις τον τεμπέλη ή τον απατεώνα ή τον επαγγελματικά επαίτη. Αυτούς δεν πρέπει να τους βοηθάς. Αλλά μην κάθεσαι και λεπτοκοσκινίζεις και τα αίτια της φτώχειας του άλλου που έπεσε έξω, που δυστύχησε, που παραστράτησε και τάχασε όλα.
Βοήθησε τον χωρίς να δικαιολογείς τις προηγούμενες πράξεις του.
Κι άλλοι, τέλος, χριστιανοί, λεγόμενοι χριστιανοί, επιμένουν στην αρχική πρόταση: -Δεν υπάρχουν φτωχοί! Κι εγώ άλλωστε δεν είμαι πλούσιος… -Τι έχω, έλεγε ένας νεόπλουτος χριστιανός; Τι βλέπουν και με ονομάζουν πλούσιο; Απλώς μια καλή, μετρημένη ζωή κάνω… Κι είχε αυτός ο κύριος βίλλα πολυτελείας στην εξοχή, διαμερίσματα 2-3, μετρητά κάμποσα εκατομμύρια, 2 αυτοκίνητα κτλ.
Δεν υπάρχουν φτωχοί; Σ’ αυτούς τους λεγόμενους χριστιανούς, που επιμένουν να λένε πως δεν υπάρχουν φτωχοί, θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε πλήθος παραδείγματα συγκεκριμένης φτώχειας και δυστυχίας. Υπάρχουν παντού φτωχοί. Υπάρχουν μέσα στην Αθήνα χήρες, που δεν μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν στα τεράστια έξοδα συντηρήσεως της οικογένειας τους. Υπάρχουν άρρωστοι, που δεν έχουν τη δυνατότητα ν’ αγοράσουν τα αναγκαία φάρμακα Υπάρχουν πολύτεκνοι, που ζούνε με τα πολλά παιδιά τους σε ανθυγιεινά υπόγεια και δεν μπορούν να χορτάσουν τόσα πεινασμένα στομάχια. Μην πει κανένας το βλάσφημο λόγο: -Γιατί τάκαναν τόσα παιδιά;… Τα έφεραν στον κόσμο, γιατί δεν θέλησαν να καταπατήσουν το νόμο του Θεού. Και δεν θα τους αφήσει ο Θεός. Μα συ που είσαι σε καλύτερη κατάσταση γιατί δεν βοηθάς;
Εκούσια φτώχεια
Αγαπητοί! Υπάρχουν αναμφισβήτητα φτωχοί. Και θα έρθει μέρα, που όλοι θα γίνουν αναγκαστικά φτωχοί. Θα τους φτωχύνη ο θάνατος. Τι θα πάρεις μαζί σου σαν πεθάνεις; Αλλά η φτώχεια εκείνη θα είναι ακούσια φτώχεια, δεν θα έχει αξία. Αξία έχει η εκούσια φτώχεια. Ο Χριστός «πλούσιος ων επτώχευσε δι’ ημάς» (Β’ Κορ. 8, 9). Εμείς εν ονόματι του πτωχού Ιησού πλουτίζουμε. Η προσταγή του Χριστού ακούγεται και σε μας: «Πώλησον τα υπάρχοντα σου και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολουθεί μοι». Πόσοι ακούνε το λόγο αυτό και τον εφαρμόζουν; Είναι μακάριοι. Φτωχοί εδώ για το Χριστό, πλούσιοι εκεί «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών».

Share Button