ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΤΙΣΤΟ ΚΑΛΛΟΣ”, ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, ΕΠΙΚΑΙΡΟ, ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ.

Picture Γράφει ο Ιερομόναχος πατέρας Νικηφόρος Νάσσος 

ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ.

«Ἀπώλεσα, τὸ πρωτόκτιστον κάλλος, καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου, καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός, καὶ καταισχύνομαι».[1]

Οἱ γενάρχες μας, με­τά τήν ἔκπτωση καί ἀλλοτρίωσή τους ἀπό τόν Θεό, τήν ἀπώλεια τῆς Χάριτος (πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν σκοτασμό τοῦ νοός) καί τήν ἔξω­σή τους ἀπό τόν πάντερπνο ἐπίγειο Παράδεισο, ἔκλαι­γαν καί στέ­να­ζαν, καί μα­ζί μέ αὐτούς καλεῖται να θρηνήσει ὅλη ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα, ὅπως τό πα­ρου­σιάζει στό Συ­να­ξά­ριο τῆς Κυ­ριακῆς τῆς Τυ­ρινῆς ἡ Ἐκκλη­σί­α μας: «Κό­σμος γε­νάρ­χαις πι­κρά συνθρη­νη­σά­τω, βρώ­σει γλυ­κείᾳ συ­μπε­σών πε­πτω­κό­σι».

Ἡ Πρώτη ἡμέρα τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Καθαρά Δευτέρα ὅπως συνηθίσαμε νά τή λέμε, εἶναι ἡμέρα θρήνου καί πένθους, γιά τόν χαμένο Παράδεισο, ὅπως ἀκοῦμε ἀπό τούς σχετικούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἡμέρα τελείας Νηστείας καί προσευχῆς θερμῆς, πού συντελοῦν στήν πνευματική ἀνάμνηση τῆς ἐξώσεως ἀπό τόν Παράδεισο. Καί ὅμως, στή σημερινή πραγματικότητα στή χώρα μας, ἡ Καθαρά Δευτέρα ἔγινε ἡμέρα ἀργίας μέ σκοπό τήν κοσμική ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν, ἡμέρα τρυφῆς, καταλύσεως καί ἁμαρτίας, κοσμκῶν διασκεδάσεων καί ἐπιδόσεων σέ ποτά καί ἄλλα πάθη, ἀπό μέρους τῶν Χριστιανῶν.

Ὅλα τά Θεῖα δω­ρή­μα­τα, χαρίσματα καί ὑπερπολύτιμα δῶρα τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου, πού συνιστοῦσαν τό «πρωτόκτιστον κάλλος», ὁ ἄνθρω­πος, δυστυχῶς, δέν τά ἀξιο­ποί­η­σε! Δέν φά­νη­κε ἄξιος τῶν Χα­ρισμά­των τοῦ Θε­οῦ, δέν τί­μη­σε τόν τι­μή­σα­ντα αὐτόν πάν­σο­φο καί Θεῖο Δη­μιουργό, ἀλλά προτίμησε τήν αὐτονόμηση καί τήν ἀποστασιοποίηση ἀπό Αὐτόν! Καί ἐνῶ ὁ Θεός πα­ρεῖχε στόν ἄνθρω­πο ὅλα τά ἀγα­θά καί τά μέ­σα πρός τή θέ­ω­ση, τά «αἰνίγ­μα­τα», τόν «ἀρραβῶνα» τῆς ἀθα­να­σί­ας, πού ἦταν, ὅπως πε­ρι­γρά­φη­κε στά προ­η­γού­με­να, «ἡ πρός τόν Θε­όν ὁμι­λί­α, τό ἀτα­λαί­πω­ρον τῆς ζωῆς, τό λύ­πης καί φρο­ντί­δων ἀπηλ­λά­χθαι καί πό­νων καί τῶν ἄλλων τῶν ἐπι­κή­ρων»[2], μέ σκο­πό τήν ἀξιο­ποί­η­ση ὅλων αὐτῶν ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀνθρώ­που, ὥστε νά γί­νει ἔπει­τα δε­κτι­κός στα­δια­κά ― παι­δα­γω­γού­με­νος καί διὰ τῆς δικῆς του ἑκού­σιας συμ­βολῆς― καί τῶν μει­ζό­νων ἀγαθῶν, ἐν τού­τοις ὁ ἄνθρω­πος κα­τέ­στη ἀνά­ξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς.

Ὅλα τά ἀνέ­τρε­ψε τό συ­ντα­ρα­κτι­κό γε­γο­νός τῆς Πτώ­σεως, τῆς ἀνταρ­σί­ας, ἀστο­χί­ας καί ἀπο­τυ­χί­ας τοῦ ἀνθρώ­που νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», δηλ. τῆς κακῆς χρή­σης τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του· μέ ἄλλα λό­για, τῆς ὕβρε­ως αὐτῆς ἐνα­ντί­ον τοῦ Θε­οῦ, τῆς προσπάθειας αὐτοθεώσεως καί ὑπαρξιακῆς αὐτονομήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τῆς κι­νή­σε­ως πρός τήν ἑω­σφο­ρι­κή «ἰσο­θε­ΐ­α», μονιστικά, ἐγω­ϊ­στι­κά, λά­θρα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ἀδάμ, ὑπο­χω­ρώ­ντας στήν ὑπο­βο­λή τοῦ «ἀρχεκά­κου ὅφε­ως», τοῦ δια­βό­λου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε στούς πρω­το­πλά­στους ὅτι «ἔσε­σθε ὡς θε­οί»[3], θέ­λη­σε νά γί­νει μό­νος του θε­ός, ὄχι ὅπως ἦταν προ­ο­ρι­σμέ­νος νά γί­νει, σέ κοι­νω­νί­α μέ τόν Ἴδιο τόν Θε­ό ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ· ἐπέ­λε­ξε τήν αὐτο­θέ­ωση καί ὄχι τήν ἐν ὑπα­κοῇ θέ­ω­ση. Καί, συ­νεπῶς, ἀντὶ τῆς πνευ­μα­τικῆς ἀνυ­ψώ­σε­ώς του, ἐξέ­πε­σε, ἀφοῦ «τό χεῖρον καί μή ὄν τοῦ κρείτ­το­νος καί ὄντος ἑκών ἀντηλ­λά­ξα­το», κα­τά τόν θε­ο­φό­ρο Μά­ξι­μο τόν Ὁμο­λο­γη­τή[4].

Ἡ πα­ρα­κο­ή τοῦ Ἀδάμ, γιά τήν ὁποία ἀκοῦμε συ­χνά τήν Ἐκκλη­σί­α νά κά­νει λό­γο ἰδί­ως μέ­σα ἀπό τά ὑμνο­λο­γι­κά καί ἄλλα κεί­με­νά της, καί ὁ ἐκ τῆς παρα­κοῆς σκο­τα­σμός τοῦ νοῦ, εἶχαν ὡς συ­νέ­πεια τή με­ρικὴ ἄρση τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἀπό τήν ψυ­χή τοῦ πα­ρή­κο­ου ἀνθρώ­που, δηλ. τήν ἀμαύ­ρω­ση ἤ ζό­φω­ση τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί τήν ἀλλο­τρί­ω­σή του ἀπό τοῦ Θε­οῦ:

Τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ψάλλουμε: «Οἴμοι ὁ Ἀδάμ, ἐν θρή­νω κέ­κρα­γεν, ὅτι ὄφις καί γυ­νή, θε­ϊκῆς παρ­ρη­σί­ας με ἔξωσαν, καί Πα­ρα­δεί­σου τῆς τρυφῆς ξύ­λου βρῶσις ἠλλο­τρί­ω­σεν».

Ἡ βρώ­ση τοῦ ἀπα­γο­ρευ­μέ­νου καρ­ποῦ στόν Πα­ρά­δει­σο, γιά τήν ὁποί­α κά­νει λό­γο ἡ σχε­τι­κή δι­ή­γη­ση τῆς Γραφῆς, ἑρμη­νεύ­ε­ται ἀπό τούς Πα­τέ­ρες ὡς ἄκαι­ρη καὶ ἀνώ­ρι­μη ―λόγῳ βί­αι­ης καὶ πλε­ο­νε­κτικῆς ἐκζη­τή­σε­ως τῆς ἀπο­κτή­σε­ως μιᾶς τα­χεί­ας καὶ εὔκο­λης ὑπερ­φυ­σικῆς πα­ντο­δυ­να­μί­ας― «γεύ­ση» τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ, στήν ὁποί­α θά ἔφθα­νε ὁ ἄνθρω­πος, μὲ τὴ Θεί­α συ­νέρ­γεια, ἀγω­νι­ζό­με­νος στα­δια­κά: «Θε­ω­ρί­α ἦν τό φυ­τόν», ὅπως μᾶς ἐπι­ση­μαί­νει ὁ ἅγιος Γρηγό­ριος, ὁ τῆς Θε­ο­λογί­ας ἐπώ­νυμος[5].

Ἡ Γρα­φή ὁμι­λεῖ καί γιά τά δύ­ο «δέν­δρα», τά ὁποῖα βρί­σκο­νταν στό κέ­ντρο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, καί στά ὁποῖα προσ­δί­δε­ται μί­α ἰδιαί­τε­ρη ση­μα­σί­α: «τό ξύ­λον τῆς ζωῆς ἐν μέ­σῳ τοῦ πα­ρα­δεί­σου καί τό ξύλον τοῦ εἰδέ­ναι γνω­στόν κα­λοῦ καί πο­νη­ροῦ»[6]. Ἡ ἀπα­γό­ρευ­ση, ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ, τῆς βρώ­σε­ως τοῦ δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως τοῦ κα­λοῦ καί τοῦ κα­κοῦ δέν ἦταν, πα­ρά μί­α δο­κι­μα­σί­α τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς ἐλευ­θέρας βου­λή­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που, ἀλλ ὡστόσο ἀπο­τε­λοῦσε καί μί­α προ­ει­δο­ποί­η­ση γιά τόν ἐκ τῆς πα­ρα­κοῆς ἐπερ­χό­με­νο θά­να­το: «Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φά­γη­τε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θα­νάτῳ ἀπο­θα­νεῖσθε»[7].

Τό «δέν­δρο τῆς γνώ­σε­ως», οὔτε φυ­τεύ­τη­κε μέ κα­κό σκο­πό, οὔτε ἀπα­γο­ρεύ­τη­κε ἀπό φθό­νο, ὅπως λέ­γει πά­λι ὁ Θεολόγος Γρη­γό­ριος, ἀλλά ἦταν κα­λό, ὅταν τό δο­κί­μα­ζε κα­νείς στόν κα­τάλ­λη­λο «και­ρό»: «Τό δέ ἦν τό ξύ­λον τῆς γνώ­σε­ως, οὔτε φυ­τευ­θέν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπα­γο­ρευ­θέν φθο­νερῶς… Ἀλλά κα­λόν μέν, εὐκαί­ρως με­τα­λαμ­βα­νό­με­νον»[8]. Για­τί μί­α γνώ­ση (πού ὁπωσ­δή­πο­τε συ­νι­στᾶ δύ­να­μη) στὰ χέ­ρια μιᾶς ἀνώ­ριμης ψυ­χικὰ καὶ πνευ­μα­τικὰ ὕπαρ­ξης ἀπο­τε­λεῖ ἐπι­κίν­δυ­νο ὅπλο, τό­σο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους της. Ἕνα τρο­πά­ριο τοῦ Κα­νό­να τῆς ἑορ­τῆς τῆς Ὑψώ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ διατυ­πώ­νει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: «Ἔλυ­σε πρό­σταγμα Θε­οῦ πα­ρα­κο­ή, καί ξύ­λον ἤνε­γκε θά­να­τον βροτοῖς, τό μή εὐκαί­ρως με­τα­ληφθέν».

Ἡ βρώ­ση τοῦ «δέν­δρου τῆς γνώ­σε­ως» ἔδι­νε, λοι­πόν, γνω­στι­κή δύ­να­μη περὶ τῆς οἰκεί­ας φύ­σε­ως, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι κα­λό μὲν γιά τούς τελεί­ους (ὅπως ἔπρε­πε νά φθάσει ὁ Ἀδάμ, ὁδεύ­ο­ντας στα­διακά πρός τή θέ­ω­ση), ἀλλά κα­κό καί ἐπι­βλα­βές γιά τούς ἀτε­λε­στέ­ρους καί μή προ­ε­τοι­μασμέ­νους κα­τάλ­ληλα πρός τοῦτο, ὅπως εἶναι ἐπι­βλα­βής ἡ στε­ρε­ά τρο­φή στό βρέ­φος, πού ἀκό­μη ἔχει τήν ἀνά­γκη τοῦ γά­λακτος, σύμ­φω­να μὲ τὸν Παύ­λειο λό­γο. Ἦταν, συ­νεπῶς, ἕνα δο­κι­μα­στή­ριο καί μί­α ἄσκη­ση ἀρετῆς καί ἐλευ­θε­ρί­ας γιά τόν ἄνθρω­πο, μέ­σα ἀπό τήν ὁποί­α θά φαι­νό­ταν ἡ κα­λή ἤ κα­κή χρή­ση τοῦ αὐτε­ξου­σί­ου του. Καί τά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα γνω­στά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος πα­ρή­κου­σε, ἀπέ­τυ­χε, ἀστό­χη­σε καὶ ἐξέ­πε­σε. «Ἀντί ὁ ἀτε­λής ἄνθρω­πος, ὁ νή­πιος, νά πά­ρη τό δρό­μο τῆς προ­κοπῆς καί τῆς τε­λειώσεως, γιά νά γί­νει θε­ός κα­τά Χά­ρη, ἐπα­να­στατεῖ καί βά­ζει κα­τά φα­ντα­σί­α στό δρό­μο τοῦ Θε­οῦ τόν ἑαυ­τό του»[9]. Αὐτή ἡ ἀπο­τυ­χί­α τοῦ ἀτο­μο­κε­ντρι­σμοῦ ὁδή­γη­σε μοι­ραῖα στή δια­κο­πή τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό καί τήν ἀπο­μά­κρυν­ση τῶν Πρω­το­πλά­στων ἀπό τόν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς, ὥστε νά μή γεύ­ο­νται (ἀναξί­ως) καὶ ἀπό τό ἄλλο δέν­δρο, τῆς «ζωῆς» (δηλ. τῆς ἀθα­να­σί­ας), καί ἔτσι διαιω­νί­ζε­ται ἡ ἁμαρ­τί­α καί τό κα­κό: «ἵνα μή τό κα­κόν ἀθά­να­τον γέ­νηται», ὅπως χα­ρα­κτη­ρι­στικὰ λέ­γει ἡ γνω­στή Εὐχή τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου. Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, μάλι­στα, θά ὑπο­γραμ­μί­σει ὅτι κερ­δί­ζει ὁ Ἀδάμ ἀπό αὐτό, δη­λα­δή τήν ἔξο­δό του ἀπό τόν Πα­ράδει­σο, τό ὅτι ἔγι­νε θνη­τός καί ἔτσι δια­κό­πτε­ται βιαί­ως ἡ ἁμαρ­τί­α· κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ἡ τι­μω­ρί­α ἀπο­βαί­νει φι­λαν­θρω­πί­α.

Ὡστό­σο, διά τῆς Πτώ­σε­ως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος «φθαρτός ἐξ ἀφθάρτου γέγονεν» ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας[10], εἰσῆλθε ὁ θά­να­τος στό ἀνθρώ­πι­νο γέ­νος, σύμ­φω­να μέ τήν προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος θά­να­τος, βε­βαί­ως, δέν εἶναι δη­μιούρ­γημα τοῦ Θε­οῦ· καί πε­ρί αὐτοῦ μᾶς δια­βε­βαιώ­νει πά­λι ἡ ἴδια ἡ Ἁγί­α Γρα­φή, ἡ ὁποία καθαρά γράφει ὅτι «Ὁ Θε­ός θά­να­τον οὐκ ἐποί­η­σε»[11]. Ἀλλά, ἡ πα­ρα­κο­ή κατέστη­σε τόν ἄνθρω­πο θνη­τό, ἐνῶ ἀρχι­κά, ὅπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, εἶχε τήν δυνατότητα καί προοπτική τῆς ἀθανασίας, στήν ὁποία θά ἔφθανε μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του.

Ἔκτο­τε, ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ ­λόγιος Ἁγιορείτης Γέροντας π. Αὐγουστίνος Ἁγιοβασιλειάτης, « ὑφέρ­πει ὁ θά­να­τος, ὁ τρο­με­ρός αὐτός δρεπα­νο­φό­ρος δη­μο­κρά­της, ὁ ὁποῖος οὔτε νε­ό­τη­τα ἀπο­στρέ­φε­ται, οὔτε πλού­σιον, οὔτε ἀξιω­μα­τι­κόν ἤ ἐν ἐξου­σί­αις ὑπε­ρέ­χο­ντα, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅλων ἐπέρ­χε­ται τρομερός καί φο­βε­ρός τήν ὄψιν, διά νά χω­ρί­σῃ τήν ψυχήν ἀπό τό σῶμα, καί, ἀφοῦ λά­βῃ τήν ψυ­χήν, ἀφή­νει τό σῶμα, διά νά τα­φῇ καί νά ἀπο­δώ­σῃ τό ὀφειλό­με­νον χρέ­ος εἰς τήν γῆν»[12].

Θά­να­τος, ἐξο­ρί­α, ἀλλο­τρί­ω­ση Θε­οῦ, τραυ­μα­τι­σμός τοῦ ἀνθρω­πί­νου γέ­νους ὑπό τῆς ἁμαρ­τί­ας, εἶναι, λοι­πόν, τά τρο­με­ρά δει­νά, πού ἀκο­λού­θη­σαν τήν Πτώ­ση τοῦ Ἀδάμ.

Εἶναι, ὡστό­σο, χρή­σι­μο, νά ἐπι­ση­μά­νου­με ὅτι ἡ Πτώ­ση, ἡ ὁποί­α ἐκλαμ­βά­νε­ται ὡς ἁμαρ­τί­α, ἀστο­χί­α, πα­ρα­κο­ή, λή­θη καὶ ὕβρις κα­τά τοῦ Θε­οῦ, αὐτο­νο­μί­α τοῦ ἀνθρώ­που καί κί­νη­ση πρός τήν ἰσο­θε­ΐ­α, με­ταδόθη­κε στό ἀνθρώ­πι­νο γένος μέ τίς φο­βε­ρές της συ­νέ­πειες· καί ὅλες αὐτές συ­νο­ψί­ζο­νται μὲ θε­ο­λο­γικὴ γλῶσσα στὴ φθο­ρά καί τὴ θνη­τότη­τα, ἀλλά καί ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά δει­νά τῆς τρα­γικῆς συ­γκρού­σε­ως τοῦ ἀνθρώ­που μέ τόν Θε­ό εἰσόρ­μη­σαν στήν πτω­τι­κή, νο­σοῦσα πλέον, φύ­ση μας. Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦλος, μέ πο­λύ λί­γες λέ­ξεις, τό δια­τυ­πώ­νει ἄρι­στα: «Πά­ντες ἥμαρ­τον καί ὑστε­ροῦνται τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ»[13].

Δέν πρό­κει­ται πε­ρί κλη­ρο­νο­μικῆς ἐνοχῆς, ὅπως τὸ ἑρμή­νευ­σε καὶ πι­στεύ­ει ἡ ἀποκλίνουσα Δύση, ἀλλά πε­ρί κλη­ρο­νο­μή­σεως μό­νο τῶν συ­νε­πειῶν τῆς Πτώ­σε­ως· μὲ ἄλλα λό­για, πε­ρί ἀσθε­νεί­ας τῆς φύ­σε­ώς μας, ὅπως δέχο­νται οἱ ἀνα­το­λι­κοί Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας (Ἰω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος κ.ἄ). Πο­λύ ρω­μα­λέα μά­λι­στα, θά λέγα­με, τό ἐκφρά­ζει ὁ ἅγιος Κύ­ριλ­λος, ὁ ὑπέρ­μα­χος τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ σφραγίδα τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως: «Νε­νό­ση­κεν οὗν ἡ φύ­σις τήν ἁμαρ­τί­αν, διά τῆς πα­ρα­κοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέ­στιν Ἀδάμ…»[14]. Ἀσθέ­νη­σε, λοι­πόν, ἡ φύ­ση μας καί «με­τα­ξύ τῶν κλη­ρο­νο­μικῶν ἀσθε­νειῶν τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ἀσφαλῶς δέ ἡ βά­σις ὅλων τῶν ἀσθε­νειῶν ἐν γέ­νει, εἶναι ἡ φθο­ρά καί ὁ θά­νατος, δι᾿ ὧν ὁ σα­τανᾶς καί ἡ ἁμαρ­τί­α βα­σι­λεύ­ουν. Μό­νον ὁ Χρι­στός δι᾿ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἐκ Παρ­θέ­νου ἐγεν­νή­θη ἐκτός τῆς τυ­ραν­νί­δος τοῦ δια­βό­λου»[15].
——————————————————————————–

[1] Τροπάριον Μ. Κανόνος, Ὠδή Β΄.

[2] Ἰω. Χρυ­σο­στό­μου, Εἰς τήν Α΄ Κο­ριν­θ. 17, 3, MPG 61, 139.

[3] Γεν. 3, 5

[4] Πε­ρί ἀπο­ριῶν 7, ΜPG. 91,1084D-1085A.

[5] Ε­ΠΕ 5, 166.

[6] Γεν. 2, 9.

[7] Γεν. 2, 17.

[8] Ε­ΠΕ 5, 166.

[9] Ν. Μα­τσού­κα, Δογ­μα­τι­κή Β’, σ. 205.

[10] Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν, MPG. 76, 1092

[11] Σ. Σολ. 1, 12.

[12] Βλ. Αὐγου­στί­νου μο­να­χοῦ, Ἁγιο­ρεί­του, Ἁγιο­βα­σι­λειά­του, «Τό χρέ­ος μας διά τούς ἐν Χρι­στῷ κε­κοι­μη­μέ­νους ἀδελ­φούς» πα­ρά­γρ. 10. (ὑπό ἔκδο­σιν), εἰς Περιοδικόν Ἅγιος Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης.

[13] Ρωμ. 3, 23.

[14] Κυ­ρίλ­λου, Εἰς τήν πρός Ρω­μαί­ους ἐπι­στο­λήν, ΜPG 74, 789 AB. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ἀπό τόν γνωστό ἐκεῖνο μεγάλο θεολόγο Π. Νέλλα, ὅτι αὐτή ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου περί ἀσθενείας τῆς φύσεώς μας πού ἀναφέρεται στόν τρόπο διαδόσεως τῆς ἁμαρτίας, ἐκφράζει τόν πυρήνα τῆς Πατερικῆς Διδασκαλίας ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Βλ. Χρυσ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο Δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003 (β΄), σελ. 51.

[15] Βλ. π. Ἰω. Ρω­μα­νί­δου, Τό προ­πα­το­ρι­κόν ἁμάρ­τη­μα, ἐκδ. Δό­μος, σ. 161.

Share Button