Γράφει ο Ιερομόναχος πατέρας Νικηφόρος Νάσσος
ΤΟ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ.
«Ἀπώλεσα, τὸ πρωτόκτιστον κάλλος, καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου, καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός, καὶ καταισχύνομαι».[1]
Οἱ γενάρχες μας, μετά τήν ἔκπτωση καί ἀλλοτρίωσή τους ἀπό τόν Θεό, τήν ἀπώλεια τῆς Χάριτος (πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν σκοτασμό τοῦ νοός) καί τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν πάντερπνο ἐπίγειο Παράδεισο, ἔκλαιγαν καί στέναζαν, καί μαζί μέ αὐτούς καλεῖται να θρηνήσει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ὅπως τό παρουσιάζει στό Συναξάριο τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς ἡ Ἐκκλησία μας: «Κόσμος γενάρχαις πικρά συνθρηνησάτω, βρώσει γλυκείᾳ συμπεσών πεπτωκόσι».
Ἡ Πρώτη ἡμέρα τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Καθαρά Δευτέρα ὅπως συνηθίσαμε νά τή λέμε, εἶναι ἡμέρα θρήνου καί πένθους, γιά τόν χαμένο Παράδεισο, ὅπως ἀκοῦμε ἀπό τούς σχετικούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἡμέρα τελείας Νηστείας καί προσευχῆς θερμῆς, πού συντελοῦν στήν πνευματική ἀνάμνηση τῆς ἐξώσεως ἀπό τόν Παράδεισο. Καί ὅμως, στή σημερινή πραγματικότητα στή χώρα μας, ἡ Καθαρά Δευτέρα ἔγινε ἡμέρα ἀργίας μέ σκοπό τήν κοσμική ἀπόλαυση τῶν ὑλικῶν, ἡμέρα τρυφῆς, καταλύσεως καί ἁμαρτίας, κοσμκῶν διασκεδάσεων καί ἐπιδόσεων σέ ποτά καί ἄλλα πάθη, ἀπό μέρους τῶν Χριστιανῶν.
Ὅλα τά Θεῖα δωρήματα, χαρίσματα καί ὑπερπολύτιμα δῶρα τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου, πού συνιστοῦσαν τό «πρωτόκτιστον κάλλος», ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, δέν τά ἀξιοποίησε! Δέν φάνηκε ἄξιος τῶν Χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, δέν τίμησε τόν τιμήσαντα αὐτόν πάνσοφο καί Θεῖο Δημιουργό, ἀλλά προτίμησε τήν αὐτονόμηση καί τήν ἀποστασιοποίηση ἀπό Αὐτόν! Καί ἐνῶ ὁ Θεός παρεῖχε στόν ἄνθρωπο ὅλα τά ἀγαθά καί τά μέσα πρός τή θέωση, τά «αἰνίγματα», τόν «ἀρραβῶνα» τῆς ἀθανασίας, πού ἦταν, ὅπως περιγράφηκε στά προηγούμενα, «ἡ πρός τόν Θεόν ὁμιλία, τό ἀταλαίπωρον τῆς ζωῆς, τό λύπης καί φροντίδων ἀπηλλάχθαι καί πόνων καί τῶν ἄλλων τῶν ἐπικήρων»[2], μέ σκοπό τήν ἀξιοποίηση ὅλων αὐτῶν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά γίνει ἔπειτα δεκτικός σταδιακά ― παιδαγωγούμενος καί διὰ τῆς δικῆς του ἑκούσιας συμβολῆς― καί τῶν μειζόνων ἀγαθῶν, ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος κατέστη ἀνάξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς.
Ὅλα τά ἀνέτρεψε τό συνταρακτικό γεγονός τῆς Πτώσεως, τῆς ἀνταρσίας, ἀστοχίας καί ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλ. τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου του· μέ ἄλλα λόγια, τῆς ὕβρεως αὐτῆς ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τῆς προσπάθειας αὐτοθεώσεως καί ὑπαρξιακῆς αὐτονομήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τῆς κινήσεως πρός τήν ἑωσφορική «ἰσοθεΐα», μονιστικά, ἐγωϊστικά, λάθρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ, ὑποχωρώντας στήν ὑποβολή τοῦ «ἀρχεκάκου ὅφεως», τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε στούς πρωτοπλάστους ὅτι «ἔσεσθε ὡς θεοί»[3], θέλησε νά γίνει μόνος του θεός, ὄχι ὅπως ἦταν προορισμένος νά γίνει, σέ κοινωνία μέ τόν Ἴδιο τόν Θεό ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ· ἐπέλεξε τήν αὐτοθέωση καί ὄχι τήν ἐν ὑπακοῇ θέωση. Καί, συνεπῶς, ἀντὶ τῆς πνευματικῆς ἀνυψώσεώς του, ἐξέπεσε, ἀφοῦ «τό χεῖρον καί μή ὄν τοῦ κρείττονος καί ὄντος ἑκών ἀντηλλάξατο», κατά τόν θεοφόρο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή[4].
Ἡ παρακοή τοῦ Ἀδάμ, γιά τήν ὁποία ἀκοῦμε συχνά τήν Ἐκκλησία νά κάνει λόγο ἰδίως μέσα ἀπό τά ὑμνολογικά καί ἄλλα κείμενά της, καί ὁ ἐκ τῆς παρακοῆς σκοτασμός τοῦ νοῦ, εἶχαν ὡς συνέπεια τή μερικὴ ἄρση τῆς Θείας Χάριτος ἀπό τήν ψυχή τοῦ παρήκοου ἀνθρώπου, δηλ. τήν ἀμαύρωση ἤ ζόφωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τήν ἀλλοτρίωσή του ἀπό τοῦ Θεοῦ:
Τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ψάλλουμε: «Οἴμοι ὁ Ἀδάμ, ἐν θρήνω κέκραγεν, ὅτι ὄφις καί γυνή, θεϊκῆς παρρησίας με ἔξωσαν, καί Παραδείσου τῆς τρυφῆς ξύλου βρῶσις ἠλλοτρίωσεν».
Ἡ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ στόν Παράδεισο, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ἡ σχετική διήγηση τῆς Γραφῆς, ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Πατέρες ὡς ἄκαιρη καὶ ἀνώριμη ―λόγῳ βίαιης καὶ πλεονεκτικῆς ἐκζητήσεως τῆς ἀποκτήσεως μιᾶς ταχείας καὶ εὔκολης ὑπερφυσικῆς παντοδυναμίας― «γεύση» τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία θά ἔφθανε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ Θεία συνέργεια, ἀγωνιζόμενος σταδιακά: «Θεωρία ἦν τό φυτόν», ὅπως μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ τῆς Θεολογίας ἐπώνυμος[5].
Ἡ Γραφή ὁμιλεῖ καί γιά τά δύο «δένδρα», τά ὁποῖα βρίσκονταν στό κέντρο τοῦ Παραδείσου, καί στά ὁποῖα προσδίδεται μία ἰδιαίτερη σημασία: «τό ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καί τό ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστόν καλοῦ καί πονηροῦ»[6]. Ἡ ἀπαγόρευση, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς βρώσεως τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν ἦταν, παρά μία δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου, τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ ὡστόσο ἀποτελοῦσε καί μία προειδοποίηση γιά τόν ἐκ τῆς παρακοῆς ἐπερχόμενο θάνατο: «Ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[7].
Τό «δένδρο τῆς γνώσεως», οὔτε φυτεύτηκε μέ κακό σκοπό, οὔτε ἀπαγορεύτηκε ἀπό φθόνο, ὅπως λέγει πάλι ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἀλλά ἦταν καλό, ὅταν τό δοκίμαζε κανείς στόν κατάλληλο «καιρό»: «Τό δέ ἦν τό ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθέν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθέν φθονερῶς… Ἀλλά καλόν μέν, εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον»[8]. Γιατί μία γνώση (πού ὁπωσδήποτε συνιστᾶ δύναμη) στὰ χέρια μιᾶς ἀνώριμης ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ὕπαρξης ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο ὅπλο, τόσο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους της. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διατυπώνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν πραγματικότητα: «Ἔλυσε πρόσταγμα Θεοῦ παρακοή, καί ξύλον ἤνεγκε θάνατον βροτοῖς, τό μή εὐκαίρως μεταληφθέν».
Ἡ βρώση τοῦ «δένδρου τῆς γνώσεως» ἔδινε, λοιπόν, γνωστική δύναμη περὶ τῆς οἰκείας φύσεως, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι καλό μὲν γιά τούς τελείους (ὅπως ἔπρεπε νά φθάσει ὁ Ἀδάμ, ὁδεύοντας σταδιακά πρός τή θέωση), ἀλλά κακό καί ἐπιβλαβές γιά τούς ἀτελεστέρους καί μή προετοιμασμένους κατάλληλα πρός τοῦτο, ὅπως εἶναι ἐπιβλαβής ἡ στερεά τροφή στό βρέφος, πού ἀκόμη ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ γάλακτος, σύμφωνα μὲ τὸν Παύλειο λόγο. Ἦταν, συνεπῶς, ἕνα δοκιμαστήριο καί μία ἄσκηση ἀρετῆς καί ἐλευθερίας γιά τόν ἄνθρωπο, μέσα ἀπό τήν ὁποία θά φαινόταν ἡ καλή ἤ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του. Καί τά ἀποτελέσματα γνωστά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος παρήκουσε, ἀπέτυχε, ἀστόχησε καὶ ἐξέπεσε. «Ἀντί ὁ ἀτελής ἄνθρωπος, ὁ νήπιος, νά πάρη τό δρόμο τῆς προκοπῆς καί τῆς τελειώσεως, γιά νά γίνει θεός κατά Χάρη, ἐπαναστατεῖ καί βάζει κατά φαντασία στό δρόμο τοῦ Θεοῦ τόν ἑαυτό του»[9]. Αὐτή ἡ ἀποτυχία τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ ὁδήγησε μοιραῖα στή διακοπή τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τήν ἀπομάκρυνση τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὥστε νά μή γεύονται (ἀναξίως) καὶ ἀπό τό ἄλλο δένδρο, τῆς «ζωῆς» (δηλ. τῆς ἀθανασίας), καί ἔτσι διαιωνίζεται ἡ ἁμαρτία καί τό κακό: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ἡ γνωστή Εὐχή τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μάλιστα, θά ὑπογραμμίσει ὅτι κερδίζει ὁ Ἀδάμ ἀπό αὐτό, δηλαδή τήν ἔξοδό του ἀπό τόν Παράδεισο, τό ὅτι ἔγινε θνητός καί ἔτσι διακόπτεται βιαίως ἡ ἁμαρτία· κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ τιμωρία ἀποβαίνει φιλανθρωπία.
Ὡστόσο, διά τῆς Πτώσεως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος «φθαρτός ἐξ ἀφθάρτου γέγονεν» ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας[10], εἰσῆλθε ὁ θάνατος στό ἀνθρώπινο γένος, σύμφωνα μέ τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θάνατος, βεβαίως, δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· καί περί αὐτοῦ μᾶς διαβεβαιώνει πάλι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία καθαρά γράφει ὅτι «Ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησε»[11]. Ἀλλά, ἡ παρακοή κατέστησε τόν ἄνθρωπο θνητό, ἐνῶ ἀρχικά, ὅπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, εἶχε τήν δυνατότητα καί προοπτική τῆς ἀθανασίας, στήν ὁποία θά ἔφθανε μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του.
Ἔκτοτε, ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Γέροντας π. Αὐγουστίνος Ἁγιοβασιλειάτης, « ὑφέρπει ὁ θάνατος, ὁ τρομερός αὐτός δρεπανοφόρος δημοκράτης, ὁ ὁποῖος οὔτε νεότητα ἀποστρέφεται, οὔτε πλούσιον, οὔτε ἀξιωματικόν ἤ ἐν ἐξουσίαις ὑπερέχοντα, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ὅλων ἐπέρχεται τρομερός καί φοβερός τήν ὄψιν, διά νά χωρίσῃ τήν ψυχήν ἀπό τό σῶμα, καί, ἀφοῦ λάβῃ τήν ψυχήν, ἀφήνει τό σῶμα, διά νά ταφῇ καί νά ἀποδώσῃ τό ὀφειλόμενον χρέος εἰς τήν γῆν»[12].
Θάνατος, ἐξορία, ἀλλοτρίωση Θεοῦ, τραυματισμός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπό τῆς ἁμαρτίας, εἶναι, λοιπόν, τά τρομερά δεινά, πού ἀκολούθησαν τήν Πτώση τοῦ Ἀδάμ.
Εἶναι, ὡστόσο, χρήσιμο, νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ Πτώση, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἁμαρτία, ἀστοχία, παρακοή, λήθη καὶ ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ, αὐτονομία τοῦ ἀνθρώπου καί κίνηση πρός τήν ἰσοθεΐα, μεταδόθηκε στό ἀνθρώπινο γένος μέ τίς φοβερές της συνέπειες· καί ὅλες αὐτές συνοψίζονται μὲ θεολογικὴ γλῶσσα στὴ φθορά καί τὴ θνητότητα, ἀλλά καί ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά δεινά τῆς τραγικῆς συγκρούσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἰσόρμησαν στήν πτωτική, νοσοῦσα πλέον, φύση μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέ πολύ λίγες λέξεις, τό διατυπώνει ἄριστα: «Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»[13].
Δέν πρόκειται περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς, ὅπως τὸ ἑρμήνευσε καὶ πιστεύει ἡ ἀποκλίνουσα Δύση, ἀλλά περί κληρονομήσεως μόνο τῶν συνεπειῶν τῆς Πτώσεως· μὲ ἄλλα λόγια, περί ἀσθενείας τῆς φύσεώς μας, ὅπως δέχονται οἱ ἀνατολικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κ.ἄ). Πολύ ρωμαλέα μάλιστα, θά λέγαμε, τό ἐκφράζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὑπέρμαχος τῆς Θεοτόκου, ἡ σφραγίδα τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως: «Νενόσηκεν οὗν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοὐτέστιν Ἀδάμ…»[14]. Ἀσθένησε, λοιπόν, ἡ φύση μας καί «μεταξύ τῶν κληρονομικῶν ἀσθενειῶν τῆς ἀνθρωπότητος, ἀσφαλῶς δέ ἡ βάσις ὅλων τῶν ἀσθενειῶν ἐν γένει, εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, δι᾿ ὧν ὁ σατανᾶς καί ἡ ἁμαρτία βασιλεύουν. Μόνον ὁ Χριστός δι᾿ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ Παρθένου ἐγεννήθη ἐκτός τῆς τυραννίδος τοῦ διαβόλου»[15].
——————————————————————————–
[1] Τροπάριον Μ. Κανόνος, Ὠδή Β΄.
[2] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α΄ Κορινθ. 17, 3, MPG 61, 139.
[3] Γεν. 3, 5
[4] Περί ἀποριῶν 7, ΜPG. 91,1084D-1085A.
[5] ΕΠΕ 5, 166.
[6] Γεν. 2, 9.
[7] Γεν. 2, 17.
[8] ΕΠΕ 5, 166.
[9] Ν. Ματσούκα, Δογματική Β’, σ. 205.
[10] Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν, MPG. 76, 1092
[11] Σ. Σολ. 1, 12.
[12] Βλ. Αὐγουστίνου μοναχοῦ, Ἁγιορείτου, Ἁγιοβασιλειάτου, «Τό χρέος μας διά τούς ἐν Χριστῷ κεκοιμημένους ἀδελφούς» παράγρ. 10. (ὑπό ἔκδοσιν), εἰς Περιοδικόν Ἅγιος Ἀγαθάγγελος Ἐσφιγμενίτης.
[13] Ρωμ. 3, 23.
[14] Κυρίλλου, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, ΜPG 74, 789 AB. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ἀπό τόν γνωστό ἐκεῖνο μεγάλο θεολόγο Π. Νέλλα, ὅτι αὐτή ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου περί ἀσθενείας τῆς φύσεώς μας πού ἀναφέρεται στόν τρόπο διαδόσεως τῆς ἁμαρτίας, ἐκφράζει τόν πυρήνα τῆς Πατερικῆς Διδασκαλίας ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Βλ. Χρυσ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο Δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003 (β΄), σελ. 51.
[15] Βλ. π. Ἰω. Ρωμανίδου, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, ἐκδ. Δόμος, σ. 161.