Του κ. Ευαγγέλου Καρακοβούνη – θεολόγου
1. Εκδήλωση των ονείρων
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ασχολήθηκαν και με την περίπτωση των ονείρων. Γνώστες, από προσωπικές εμπειρίες, του «αοράτου πολέμου»…
των μεθοδειών και των τεχνασμάτων του διαβόλου, αλλά και της χάριτος του Θεού, διείδαν μέσα από την εκδήλωση των ονείρων αφενός τις προσβολές και επιθέσεις των δαιμονικών δυνάμεων, αφετέρου τις αποκαλύψεις των μυστηρίων του Θεού.Αλλά ας δούμε πρώτα πώς ορίζουν και ερμηνεύουν οι Πατέρες τα όνειρα:
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει πως «η των ονείρων φύσις ασαφής και πλαγία και ου μικράς δεομένη της εκ του νου εντρεχείας»[1], δηλ. τα όνειρα είναι ως προς τη φύση τους
ασαφή και διφορούμενα και ως προς την εκδήλωσή τους προέρχονται από την κίνηση και δραστηριότητα του νου, που αποτελεί το «ηγεμονικόν» μέρος της ψυχής….
Την ίδια σκέψη διατυπώνει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφοντας πως το όνειρο («ενύπνιο») είναι «η κίνησις του νοός εν ακινησία σώματος».[2] Όταν δηλαδή το σώμα ακινητοποιείται κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο νους διαρκώς κινείται. Η κίνηση αυτή του νου συνιστά το όνειρο.
Βέβαια, η κίνηση (ενέργεια) αυτή δεν βρίσκεται στον κανονικό της ρυθμό, γιατί οι αισθήσεις και η βούληση έχουν αδρανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό κατά την ώρα του ύπνου. Γι᾽ αυτό και οι εικόνες των ονείρων εμφανίζονται με αταξία και φέρονται με σύγχυση και ασάφεια.
Σύμφωνος προς τη διαπίστωση αυτή είναι και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος σημειώνει[3] ότι τα όνειρα αποτελούν φανταστικές κινήσεις του νου του ανθρώπου που γίνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου, όταν αδρανούν πλέον οι αισθήσεις και οι άλλες λειτουργίες του σώματός του.
Τα όνειρα δημιουργούνται με τη φαντασία, η οποία αποτελεί, μετά την πτώση του ανθρώπου, φυσική δύναμη της ψυχής. Οι Πατέρες «τοποθετούν» το φανταστικό μέρος της ψυχής μεταξύ του νου και της αισθήσεως, εκεί όπου δημιουργούνται και αναπτύσσονται οι εμπαθείς εικόνες (τα «είδωλα», ψεύτικες εικόνες των παθών).
Τη λειτουργία της φαντασίας αναλύει διεξοδικά και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: « η φαντασία και ενθύμησις είναι μια εσωτερική κοινή αίσθησις, η οποία φαντάζεται και ενθυμάται καθαρά όλα όσα αι εξωτερικαί πέντε αισθήσεις έφθασαν να προαισθανθούν. Και τρόπον τινά η μεν αίσθησις και τα αισθητά παρομοιάζουν με την βούλλαν, η δε φαντασία με τον τύπον της βούλλας. Εδόθη δε εις ημάς η φαντασία αύτη και ενθύμησις μετά την παράβασιν, δια να την μεταχειριζώμεθα όταν αι εξωτερικαί μας αισθήσεις ησυχάζουν και όταν δεν έχωμεν έμπροσθέν μας παρόντα τα αισθητά εκείνα πράγματα οπού επέρασαν από τας αισθήσεις και εντυπώθησαν εις αυτήν.
Επειδή γαρ είναι αδύνατον να έχωμεν πάντοτε όλα όσα είδαμεν και ηκούσαμεν και εμυρίσθημεν και εγεύθημεν και επιάσαμεν, δια τούτο τα φέρνομεν έμπροσθέν μας με την φαντασίαν και ενθύμησιν, οπού τα έχει τυπωμένα και έτσι ομιλούμεν δι᾽ αυτά και στοχαζώμεθα ωσάν να τα είχαμεν και παρόντα… Αυτή η φαντασία των αισθητών είναι, οπού μας ενοχλεί και μέσα εις τους ύπνους και μας κάνει να βλέπωμεν τα διάφορα και πολυποίκιλα όνειρα εις τα οποία πρόσεχε να μη πιστεύης ποτέ…
Μάθε αγαπητέ ότι η ποικιλόμορφος φαντασία, καθώς είναι εφεύρημα και γέννημα του διαβόλου έτσι είναι και ποθητή κατά πολλά εις αυτόν. Επειδή κατά τους Αγίους αυτή είναι το γεφύρι, δια μέσου του οποίου διαπερνώντες οι φονικοί δαίμονες σμίγουν με την ψυχήν και έτσι την κάμνουν κατοικητήριον αισχρών και πονηρών και βλάσφημων λογισμών και όλων των ακαθάρτων παθών, ψυχικών και σωματικών».[4]
Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η φαντασία είναι απάτη των οφθαλμών «εν κοιμωμένη διανοία· φαντασία εστίν έκστασις νοός, εγρηγορότος του σώματος. Φαντασία εστίν ανυπόστατος θεωρία».[5] Δηλαδή, η φαντασία ενεργείται, όταν ο άνθρωπος είναι ξύπνιος («εν εγρηγόρσει»), ενώ το όνειρο αναπτύσσεται όταν κοιμάται. Φαντασία είναι ένα θέαμα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Με τη λειτουργία όμως της φαντασίας (από το «φανταστικό» μέρος της ψυχής) δημιουργούνται οι εικόνες και οι παραστάσεις των ονείρων. Γι᾽ αυτό και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων τα όνειρα αναφέρονται άλλοτε ως «ενύπνια» και άλλοτε ως «νυκτεριναί φαντασίαι», είτε απλώς «φαντασίαι».
Το δε όνειρον δεν έχει καμία σχέση με το όραμα, γιατί «όραμα εστί, το ως εν αισθήσει σχεδόν καθ᾽ ύπαρ ορώμενον· ενύπνιον δε, το καθ᾽ ύπνους φανταζόμενον»[6] (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).
Το όραμα, δηλαδή, βλέπεται με την αίσθηση (την όραση) ως οπτασία, όταν δηλαδή ο άνθρωπος είναι ξύπνιος, ενώ το όνειρο το «φαντάζεται» ο νους στη διάρκεια του ύπνου.2. Αιτίες και προέλευση των ονείρων
Τα όνειρα, κατά τους Πατέρες, προέρχονται από πολλούς παράγοντες. ´Αλλα όνειρα είναι αποτέλεσμα της φυσικής (οργανικής) κινήσεως του σώματος και των εντυπώσεων της ημέρας, άλλα είναι αποτελέσματα δαιμονικών ενεργειών, που σκοπό έχουν να εμπαίξουν και να ταλαιπωρήσουν τον άνθρωπο, και άλλα προέρχονται από το Θεό και συνιστούν αποκαλύψεις των μυστηρίων του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος γράφει πως οι εικόνες των ονείρων προέρχονται από έξι αιτίες: «όταν το στομάχι είναι γεμάτο· όταν τούτο είναι άδειο· αι διάφοροι σκέψεις και οι διάφοροι λογισμοί μεταβάλλονται, όταν κοιμώμεθα, εις όνειρα· εις άλλας περιπτώσεις ο διάβολος μας εμπαίζει δια των ονείρων·
Συνήθως τα όνειρα οφείλονται και εις έναν συνδυασμόν των σκέψεων και των λογισμών μας με τον εμπαιγμόν του διαβόλου· αλλά και δια των ονείρων ο Θεός αποκαλύπτει τας βουλάς Του εις τον άνθρωπον.
Αι δύο πρώται αιτίαι των νυκτερινών παραστάσεων εις τα όνειρα, εκ πείρας γνωρίζομεν όλοι οι άνθρωποι, ότι προέρχονται από ημάς· δια τας επομένας τέσσαρας αιτίας ομιλούν και μας πληροφορούν αι ´Αγιαι Γραφαί».[7]
Σχόλιο Π. Κοινωνιας: Η αγία Πελαγία της Τήνου, που ανακάλυψε την εικόνα της Παναγίας, και ο γέροντας Νέστορας Διονυσιάτης (1872-1957), ανακαινιστής της μονής Κουμπέ, στο Ρέθυμνο, αρνήθηκαν τα όνειρα και τα οράματα που τους καλούσαν να ενεργήσουν, μέχρι που τελικά πείστηκαν ότι προέρχονταν από το Θεό. Σε κάθε περίπτωση ο πνευματικός μας πρέπει να είναι ενήμερος, μέσω της εξομολόγησης, για κάθε όνειρο που μας παρουσιάζετε ως ”θεία αποκάλυψη”.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ[1]. Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 53.
[2]. Κλίμαξ, σελ. 63.
[3]. Περί κατασκευής του ανθρώπου, σελ. 121.
[4]. Αόρατος Πόλεμος, σελ. 110, εκδόσεις «Νεκτάριος Παναγόπουλος».
[5]. Κλίμαξ, σελ. 63.
[6]. Όπ. πρ.
[7]. Ευεργετινός, τόμος Δ᾽, σελ. 354.