ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΒΙΩΜΑ ΤΟΥ Π. ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ
«Να θυμάσαι το κήρυγμα του πανοσιολογιότατου Ιωσήφ Βολότσκι: η μέρα για εργασία, η νύχτα για προσευχή».
Η νυχτερινή προσευχή, λένε, είναι η ιδιαίτερη δύναμη τού μοναχού. Κάποτε ο π. Ιωάννης, θέλοντας πιστεύω να με ενισχύσει στο δρόμο που διάλεξα αλλά και να βοηθήσει λιγάκι να δω τι είναι αυτός ο πνευματικός κόσμος, μου έβαλε έναν ιδιαίτερο κανόνα προσευχής. Για τη νύχτα βασικά. 0 π. Ιωάννης διάλεξε ακριβώς αυτή την ώρα, που η επικοινωνία μου με τον εξωτερικο κόσμο φαινόταν να είναι η ελάχιστη δυνατή. Από τις δύο το πρωί ως τις δέκα το βράδυ έκανα την διακόνημά μου στο βουστάσιο, και κατόπιν αυτών όλη την νύχτα ως το πρωι είχα υπηρεσία στην πλατεία τού ναού της Κοίμησης. 0 π. Ιωάννης με ευλύγησε να εκτελέσω τον ιδιαίτερο κανονα τής Προσευχής τού Ιησού να προσπαθήσω να τη μελετήσω με το μυαλό και την καρδιά και να αποδεσμευτώ από όλες τις ξένες σκέψεις, ακόμα και τις πραγματικά σωστές και επαινετές.
Είναι εκπληκτικό! Όταν ο άνθρωπος επικεντρώνεται στην προσευχή και περιορίζει κατά το δυνατόν την τροφή του, τον ύπνο και την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους, όταν δεν επιτρέπει στο μυαλό του μάταιες σκέψεις ή στην καρδιά του εμπαθή συναισθήματα, τότε πολύ σύντομα ανακαλύπτει ότι στον κόσμο, εκτός του ιδίου και των άλλων ανθρώπων, υπάρχει και κάποιος Άλλος. Και αυτός ο Άλλος περιμένει υπομονετικά, μήπως στρέψουμε την προσοχή μας σ’ Αυτόν, μέσα στην ατέλειωτη βιάση τής ζωής μας. Ναι. υπομονετικά περιμένει. Διότι ο Θεός δεν επιβάλλει την κοινωνία του ποτέ και σε κανένα. Και αν ο άνθρωπος συνεχίσει να προσεύχεται σωστά (εδώ πρέπει οπωσδήποτε να υπογραμμίσουμε ότι «σωστά» σημαίνει όχι αυθαίρετα, αλλά με την καθοδήγηση κάποιου έμπειρου πνευματικού πατέρα), τότε μπροστά στα πνευματικά του μάτια ξεδιπλώνονται μαγευτικά φαινόμενα και εικόνες.
Η νύχτα περνούσε γρήγορα με την καθορισμένη από τον π. Ιωάννη προσευχή και την ανάγνωση του Ψαλτηρίου. Όταν όμως το μυαλό άρχιζε να κουράζεται και να αποσπάται, καταπιανόμουν με μετάνοιες στην είσοδο του σπηλαίου. Συνάμα όσο μπορούσα, προσπαθούσα να νηστεύω. Ήθελα όμως τόσο πολύ να φάω! Γΐ’ αυτό αποφάσισα να επινοήσω ένα γεύμα που δε θα ανοίγει τόσο πολύ την όρεξη. Μετά από σκέψη κατέληξα: πρόσφορο μουσκεμμένο σε αγιασμό. Ήταν δική μου ασκητική επινόηση. Το πιάτο αποδείχτηκε πολύ ευσεβές, αλλά φοβερά άγευστο – γλιστερό και άνοστο. Ήταν όμως ότι πρέπει για μένα. Μετά από ένα μικρό πιατάκι δεν ήθελα πλέον να φάω άλλο από αυτό το έδεσμα. 0 π. Ιωάννης γέλασε με το τέχνασμα μου, αλλά δε διαφώνησε.
Μόνο είχε δώσει αυστηρή εντολή να πηγαίνω συχνότερα για εξομολόγηση και να λέω όλα όσα είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της μέρας.
Και πραγματικά ξεκίνησαν να συμβαίνουν διάφορα. Από τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, ένιωσα ότι σχεδόν δε θέλω να κοιμάμαι. Ακριβέστερα, μου αρκούσαν τέσσερις ώρες ύπνος. Ο συνήθης κοινωνικός μου χαρακτήρας είχε κάπου εξαφανιστεί. Ήθελα όλο και περισσότερο να μένω μόνος. Μετά. άρχισαν να έρχονται λίγο-λίγο στη μνήμη μου αμαρτίες και περιστατικά τής ζωής ξεχασμένα από καιρό. Όταν τελείωνα το διακόνημα, έτρεχα για εξομολόγηση. Ήταν εκπληκτικό: από αυτά τα δύσκολα ανοίγματα τού βάθους τής καρδιάς, ένιωθα συνάμα και θλίψη και απερίγραπτη γαλήνη και ανάπαυση.
Μετά από μια βδομάδα τέτοιας ζωής, συνέβη κάτι ακόμα πιο περίεργο. Όταν την νύχτα, κουρασμένος
από τις πολλές προσευχές, έκανα τις μετάνοιες στην είσοδο τού σπηλαίου, αντήχησε ξαφνικά πίσω μου τέτοιος γδούπος, λες και έπεφταν χίλιες τενεκεδένιες λαμαρίνες. Πάγωσα από τον φόβο μου. Όταν αποφάσισα να κοιτάξω πίσω, είδα ότι όλα ήταν ήσυχα’ το φεγγαρόφως έλουζε την πλατεία του μοναστηριού.
Μέχρι το πρωί δεν απομακρύνθηκα από τα σπήλαιο και προσευχόμουν στους αγίους, περιμένοντας κάθε λεπτό ότι ο φοβερός θόρυβος θα επαναληφθεί.
Το χάραμα, στις τέσσερις το πρωί. βγήκε ως συνήθως από το κελί του ο π. Σεραφείμ. Του απευθύνθηκα και, κομπιάζοντας από την ταραχή, του εκμυστηρεύθηκα όσα μού είχαν συμβεί.
0 π. Σεραφείμ δεν εντυπωσιάστηκε: «Μην δίνεις σημασία, είναι δαίμονες». Και αφού έλεγξε τακτικά το μοναστήρι, γύρισε στο κελί του.
Απίστευτο: «μην δίνεις σημασία»! Όλο το υπόλοιπο τού διακονήματος το πέρασα τρέμοντας σαν το φύλλο.
Αλλά την επόμενη μέρα συνέβη κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Το απόγευμα πήγα για υπηρεσία στην αυλή τού ναού τής Κοιμήσεως και κατά τη συνήθεια μου άρχισα να λέω την Προσευχή τού Ιησού. Σύντομα, είδα ότι ερχόταν προς το μέρος μου ένας δόκιμος, ο Παύλος απύ τη Τσουβάσια, διάσημος τραμπούκος – οι γονείς του, μετά τον στρατό, τον έστειλαν στο μοναστήρι για να διαπαιδαγωγηθεί ξανά. Έχασα το κέφι μου: ο Παύλος κατευθυνόταν σε μένα με προφανή επιθυμία για κουβέντα. Κι εγώ δεν είχα καμία όρεξη.
Και ξαφνικά, κάπου μέσα μου άκουσα καθαρά τη φωνήτου Παύλου. Μου έκανε μια ερώτηση για κάποιο πολύ σημαντικό θέμα. Είχε έρθει ακριβώς για να με ρωτήσει. Και αμέσως πάλι μέσα μου άκουσα την απάντηση στην ερώτηση του, και κατάλαβα ότι έπρεπε εγώ συγκεκριμένα να του την εξηγήσω. Η φωνή τού Παύλου δε συμφωνούσε και έφερνε αντίρρηση. Η άλλη φωνή προσπαθούσε υπομονετικά να του αλλάξει γνώμη, υποδεικνύοντας το σωστό. Με αυτό τον τρόπο, ένας μεγάλος διάλογος, τουλάχιστον μερικών λεπτών, μου πέρασε απ’ το κεφάλι μέσα σε μία στιγμή.
0 Παύλος πλησίασε και σχεδόν δεν ένιωσα έκπληξη, όταν μου έκανε την ερώτηση που είχα ήδη ακούσει. Του απάντησα με τα λογια, που μου είχαν έρθει στο μυαλό ένα λεπτό πριν. Ο διάλογος μας εξελίχθηκε όπως είχε ακουστεί μέσα μου αυτολεξεί.
Ήταν συνταρακτικό! Το πρωί πήγα στον π. Ιωάννη και τον ρώτησα τι συνέβαινε με μένα. 0 π. Ιωάννης απάντησε ότι ο Κύριος με τη χάρη Του, μου επέτρεψε να ρίξω μια ματιά στον πνευματικό κόσμο, που είναι κρυφός για μάς τους ανθρώπους. Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι αυτό είχε γίνει με τις προσευχές τού π. Ιωάννη. Και ο γέροντας έδωσε αυστηρή εντολή να μην το πάρω πάνω μου ενώ με προειδοποίησε συνάμα ότι αυτή η νέα κατάσταση θα περάσει σύντομα.
Μου εξήγησε ότι για να παραμείνω σ’ αυτή την κατάσταση, απαιτούνται πραγματικά πνευματικά κατορθώματα. Με την κυριολεκτική σημασία τής λέξης. Με ποιό τρόπο; 0 καθένας με τον δικό του τρόπο – όπως μπορεί προσπαθεί ο καθένας, κατά την γνώμη του να διαφυλάξει αυτή τη μυστηριώδη σχέση με τον Θεό. Στα μάτια τού κοσμου οι ασκητές τού πνεύματος φαίνονται ανόητοι, παράλογοι, αληθινά αστείοι, έτσι που ανεβαίνουν σε στύλους, απομακρύνονται από τους ανθρώπους μέσα από αδιάβατα μονοπάτια, γίνονται σαλοί, μένουν για χρόνια γονατιστοί πάνω σε πέτρες, ακοίμητοι, νηστικοί, αφυδατωμένοι, «γυρίζουν και το άλλο μάγουλο» απέναντι στις προσβολές, αγαπούν τους εχθρούς και καταλογίζουν στον εαυτό τους την ευθύνη για τα πάντα. «0 κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους», λέει ο απόστολος Παύλος, «ανθρώπους που πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες τής γης»22.
Σαν συμπέρασμα, ο π. Ιωάννης επανέλαβε ακόμα μία φορά, για να μην λυπηθώ, ότι πολύ σύντομα θα περάσει αυτή η κατάσταση, αλλά πάντα θα θυμάμαι ύσα συνέβησαν.
Για την ειλικρίνεια των λύγων του π. Ιωάννη πείστηκα την επόμενη κιόλας ημέρα. Παρά την τεράστια εντύπωση εκείνης τής κατάστασης, που δεν καταλάγιασε μετά την περίεργη συζήτηση που είχα με τον Παύλο, σύντομα κάπως ξεχάστηκα με λογισμούς, έφαγα κάτι παραπάνω στο γεύμα, κουβέντιασα λιγάκι με κάποιον, κάτι ακάθαρτο εισχώρησε στην καρδιά μου, και να που εκείνο το συναίσθημα ότι βρίσκομαι κοντά στον Θεό. το ασύγκριτο με οτιδήποτε άλλο, εξαφανίστηκε αδιόρατα.
Έμεινα με αυτά που είχε διαλέξει η φιλήδονη κι αμαρτωλή καρδιά μου: με τα αγαπημένα μου ρεβύθια, τη συναρπαστική φλυαρία με τους απίθανους φίλους μου. τις διάφορες ενδιαφέρουσες σκέψεις και τα ονειροπολήματά μου. Με όλα αυτά. Χωρίς όμως Εκείνον. Ήταν τέτοια η πικρία στην ψυχή μου, που σχηματίστηκαν στον νου μου οι στίχοι:
Είμαι περίλυπος με θλίψη ελαφριά, η θλίψη μου φωτεινή, η θλίψη μου ολόγιομη με Σένα, με Σένα, μόνο με Σένα…23
Μετά θυμήθηκα αίφνης πως κάποιος άλλος πρέπει να είχε γράψει αυτές τις καταπληκτικές γραμμές.
0 φαλακρός Παύλος απο τη Τσουβάσια εγκατέλειψε το μοναστήρι μετά από μερικά χρόνια. Τον σκότωσαν κάπου στο Τσεμποκσάρι. Θεός σχωρέσ’ τον! Από τους υπόλοιπους φίλους μου, τους τότε δόκιμους της Μονής των Σπηλαίων, δεν έμειναν και πολλοί στο δρόμο τού μοναχισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΧΕΔΟΝ ΑΓΙΟΙ. π Τύχων Σεβκούνωφ