Το βράδυ, που ήμουν στο κελλί, μου χτυπούσαν συνεχώς την πόρτα και έλεγαν: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων».
Άνοιγα την πόρτα και, παρόλο που δεν έβλεπα κανέναν, με έπιανε φόβος. Μετά, δεν με χωρούσε ο τόπος· μου ήταν αδύνατον να μείνω μέσα στο κελλί. Υπέφερα, έκλαιγα, έκανα προσευχή, τίποτε. Έβγαινα έξω. Ένα βράδυ, μετά το Απόδειπνο, με βλέπει έξω ένας Προϊστάμενος της Μονής.
«Παιδί μου, μου λέει, γιατί δεν πας στο κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα να γυρνάη έξω; Οι Πατέρες κάνουν προσευχή στα κελλιά τους». Άρχισα να κλαίω και του είπα τι συμβαίνει. Μου φέρνει τότε λίγο Τίμιο Ξύλο σε ένα κεράκι και μου λέει: «Πήγαινε, παιδί μου, ήσυχος τώρα στο κελλί σου». Μόλις έκλεισα την πόρτα, άκουσα αμέσως δυνατά: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων». «Αμήν», είπα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας αστυνομικός με πλήρη στολή.
Τα γαλόνια τα φορούσε λοξά στο μανίκι, όπως παλιά οι αστυνομικοί, και άρχισε να φωνάζη: «Ε, παλιοκαλόγερε, εσύ αδιάβαστος (σημ. Εννοεί δόκιμος μοναχός, χωρίς ρασοευχή), τι το έχεις αυτό το ξύλο;». Και άρχισε να γελάη με το… «γλυκό» του γέλιο. Φώναζε, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάση, γιατί είχα το Τίμιο Ξύλο. «Κύριε Ιησού Χριστέ», φώναξα, και έγινε καπνός ο «αστυνομικός»….»
Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ΄, Περί Προσευχής, έκδοση Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σελ. 63-64.