ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΕΡΓΟ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΩΤΗ

 Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης το 1944 με τα παιδιά των συσσιτίων την Κατοχή στην Κοζάνη
(πηγή φωτογραφίας εδώ)
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΕΡΓΟ ΑΓΑΠΗΣ
ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΩΤΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»
(Έκδοση 3η επηυξημένη)
Του π. Αυγουστίνου Γ. Μύρου
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Σαράντα χρόνια σχεδόν ύστερα από τα γεγονότα ομιλώ με το γέ­ροντα πλέον ιεράρχη της Φλωρίνης, τον π. Αυγουστίνο.
— Σεβασμιώτατε, η κατηγορία εκείνη ότι είστε κομμουνιστής είχε και κάποιο άλλο έρεισμα, εκτός από τα «κόκκινα βιβλία»;
— Ασφαλώς, ναι. Μας κατηγόρησαν οι εχθροί μας ότι είχαμε γραμμέ­να στους καταλόγους της Εστίας και δίναμε συσσίτιο σε 500 παιδιά κομ­μουνιστών, οι οποίοι ήταν στα βουνά. Είπαν πως η Εστία μας είνε εστία κομμουνιστών. Παρουσίασαν μάλιστα στις γερμανικές αρχές και κατάλο­γο των 500 παιδιών από κομμουνιστικές οικογένειες.
—Είνε γεγονός αυτό; Πραγματικά τρέ­φατε αυτά τα παιδιά;
—Ναι. Το σύνθημά μας ήταν Στην Εστία θα τροφοδοτήσουμε τους πάντας, χωρίς διακρίσεις κομματικάς. Είπαμε πως δεν θ’ αποβλέψουμε σε κόμματα. Όποιοι κι αν είνε, εφ όσον πεινούν, εμείς θα τους θρέψουμε. Μοναδικό κριτήριό μας ήταν το ποιος πεινάει. Δεν εξετάζαμε αν είνε κομ­μουνιστής, αν είνε τούτο ή εκείνο. Κι αυτή την αρχή τηρήσαμε μέχρι τέ­λους» (Φ 50).
Σύμφωνα με διηγήσεις άλλων συνεργατών της Εστίας, η κατηγορία στηρίχθηκε σ’ ένα ακόμη γεγονός, το οποίο κακώς ερμηνευόμενο είχε μεγάλη αξία για τους Γερμανούς.
Έλεγαν πως μέσα στην Εστία είμαστε ωργανωμένοι και βγάζουμε ανθρώπους στο βουνό. Είνε αλήθεια ότι μερικά παιδιά, όπως ο Τάκης ο Κολοβός, ο Τάκης ο Παπαδέλης, ο Μιχάλης ο Σινδουκάς κ.α. που ερχό­ταν και βοηθούσαν στην αρχή, βγήκαν στο βουνό από δική τους πρωτο­βουλία. Ίσως κι εμείς να βγαίναμε στο βουνό συνεπαρμένοι από νεανι­κό και πατριωτικό ενθουσιασμό. Μείναμε όμως στην πάλι, γιατί εξαντλού­σαμε όλο το δυναμισμό μας προσφέροντας τις υπηρεσίες μας στο έργο της Εστίας. Κι εγώ νομίζω πως με τον τρόπο αυτό κάναμε πραγματική αντίστασι. Οι άλλοι σκότωναν ένα Γερμανό, και κατεδίκαζαν εκατό αθώους Έλληνες σε θάνατο. Εμείς σώζαμε 8.000 Έλληνες κάθε μέρα, γιατί τους ταΐζαμε να ζήσουν» (Τιάλιος Κ., Φ 123).
Όλα τα παραπάνω διαβιβάζονται κατάλληλα στις γερμανικές αρχές και δημιουργείται σ’ αυτές βεβαία η εντύπωσι, ότι ο Αυγουστίνος είνε κομμουνιστής. Ένα πρωί έρχονται ξαφνικά Γερμανοί στρατιώτες στην Εστία. Αναζητούν και συλλαμβάνουν τον ιεροκήρυκα. Τον οδηγούν αμέσως στα γραφεία της γερμανικής Διοικήσεως, τα οποία στεγάζονται στο κτήριο της σημερινής Εθνικής Τραπέζης και τον κλείνουν σε μια αποθήκη μέχρι να παρουσιασθή στο Γερμανό φρούραρχο. Η είδησι διαδίδεται αστραπιαία από τους λίγους ανθρώπους που ήταν την ώρα εκείνη στην Εστία, σ’ όλους τους συνεργάτες και τους ακροατάς. Κι αμέσως αρχίζει ο αγώνας για τη διάσωσί του. Η προσευχή είνε το πρώτο όπλο, που χρησιμοποιούν οι ευσεβείς χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες. Όπως θυμούνται και μαρτυρούν οι ίδιοι, οι προσευχές εκείνες συνδυάζονται με παρακλήσεις, απόδειπνα, εσπερινούς, ευχέλαια και άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας. «Το γεγονός αυτό μας τάραξε πολύ. Προσευχόμασταν όλοι στο γόνατα» ομολογεί η Ελέ­νη Προγουλάκη (Φ 98).
Εν τω μεταξύ οι άνδρες της Εστίας κινούνται δραστήρια και γρήγορα να συναντήσουν το συμπατριώτη τους Β. Ματιάκη, διερμηνέα των Γερμανών, και να ζητήσουν τη βοήθειά του.
«Ο Β. Ματιάκης εφημίζετο δια την καλοκαγαθίαν και φιλοπατρίαν, και ως διερμηνεύς έσωσεν από βέβαιον θάνατον δεκάδας, αν όχι εκα­τοντάδας, Κοζανιτών. Δι’ αυτό ο Βασιλάκης ήτο αγαπητός από όλους τους Κοζανίτες. Αυτός, λοιπόν, ο πατριώτης ενήργησε κεραυνοβόλως και έπεισε τους Γερμανούς, διότι οι Γερμανοί είχον απόλυτον εμπιστοσύνην εις το πρόσωπόν του, ότι ο π. Αυγουστίνος είνε Ελλην πατριώτης και πραγματι­κός χριστιανός, ότι πιστεύει εις τον Χριστόν και την πίστιν του αυτήν ζητεί να μεταδώση εις όλους τους χριστιανούς. Έτσι ο Β. Ματιάκης έσωσε τον π. Αυγουστίνο από βέβαιον θάνατον. Η απόφασις των Γερμανών ύστερα από τας τόσας κατηγορίας ήταν “θάνατος”» (Μπόζιος Ιω., Φ 73).
Ύστερα από την ενημερωτική επαφή, που είχε ο διερμηνέας Μα­τιάκης με τους Γερμανούς αξιωματικούς, οδηγείται ο ιεροκήρυκας Αυγουστίνος μπροστά στο Γερμανό διοικητή, όπου παρουσία και του Β. Ματιάκη διεξάγεται ο εξής διάλογος:
«Γερμανός διοικητής -Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί τρέφεις τους κομμουνιστάς;
Ιεροκήρυκας Αυγουστίνος -Εγώ δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε στρατιωτικός. Είμαι ιερεύς του Υψίστου, κήρυκας του Ευαγγελίου. Δεν επι­τρέπεται να κάνω διακρίσεις. Για να σάς εξηγήσω όμως καλύτερα τη θέσι μου, θα σας πω μια παραβολή.
Είνε στο βουνό μια βρύση. Περνάει ο άγιος, πίνει. Περνάει ο ληστής, πίνει. Πλησιάζει το αρνί, πίνει· ο λύκος, πίνει. Έρχεται το περιστέρι, πίνει, το γεράκι, πίνει. Σε κανένα δεν αρνείται να προσφέρη το νερό της. Δεν κά­νει διακρίσεις…
Κ εγώ ένα ρυάκι είμαι. Μια βρυσούλα μέσα στην πάλι. Τους ταΐζω όλους. Τους ποτίζω όλους. Δεν κάνω καμμιά διάκρισι. Αν εσείς έχετε λό­γους να κάνετε διακρίσεις, εγώ δεν έχω τέτοιους λόγους» (Φ 50). Την παραβολή αυτή, όπως λέει ο ίδιος ο σεβασμιώταιος, την είχε διαβάσει στον ι. Χρυσόστομο.
  Ο έξυπνος αλλά συγχρόνως και θαρραλέος αυτός τρόπος απολογίας προξενεί πολύ μεγάλη εντύπωσι στο Γερμανό διοικητή. Έτσι, μαζί μ’ αυτά που άκουσε, έχοντας και εμπιστοσύνη στη μαρτυρία του διερμηνέα Ματιάκη, αντιλαμβάνεται ότι κάποια πλεκτάνη έχει στηθή εις βάρος του Ιερο­κήρυκα, και γι’ αυτό τον αφήνει ελεύθερο. Ύστερα επισκέπτεται ο ίδιος ο διοικητής τα Συσσίτια. Μένει κατάπληκτος από το μεγάλο φιλανθρωπι­κό έργο. Χαιρέτα στρατιωτικά και δίνει εντολή σε Γερμανούς στρατιώτες να στείλουν στην Εστία πολλά τσουβάλια με αφυδατωμένη πατάτα. «Τοίς αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8,28).

ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ 12η ΩΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Πλησιάζει το Πάσχα τού ’44. Οι αντάρτικες ομάδες αυξάνουν. Όλο και περισσότερο η πόλι της Κοζάνης περισφίγγεται. Τα τάγματα ασφα­λείας ισχυροποιημένα κι αυτά σε συνεργασία με τους Γερμανούς κυρι­αρχούν στην πόλι και στη γύρω περιοχή. Οι αντιθέσεις μεταξύ κομμου­νιστών και ταγματασφαλιτών μεγαλώνουν καθημερινά. Φθάνει να κατηγορηθή κάποιος σαν κομμουνιστής, για να συλληφθή και να εκτελεσθή από τους Γερμανούς.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της τρομοκρατίας έπιανε καλά η κατηγορία ότι «ο παπά-Αυγουστίνος είνε κόκκινος». Όταν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψι μας ότι ο συνοδικός έξαρχος και πολύ περισσότερο ο άλλος ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως είχαν στενές σχέσεις και συχνές επαφές με την οργάνωσι του Μιχάλαγα, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα πως η συκοφαντία γίνεται καθεστώς και σταθεροποιείται η εντύπωσι εκείνη σε ανθρώπους που ελάχιστες φορές πάνε στην εκκλησία και δεν γνωρίζουν παρά μόνο από διαδόσεις τον π. Αυγουστίνο. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ιω. Μπόζιου, «η επιτυχία του Β. Ματιάκη να σώση τον π. Αύγουστίνο ερέθισε τους άνδρες της ενόπλου οργανώσεως του Μιχάλαγα και αποφάσισαν να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν ως κομμουνιστή» (Φ 73).
Οι ημέρες είνε πονηρές και δύσκολες. Ο ιεροκήρυκας κινδυνεύ­ει. Κι αυτή τη φορά όχι άμεσα από τους Γερμανούς, αλλά από τους ίδι­ους τους Έλληνες. Παντού στην Κοζάνη ψιθυρίζεται ημέρες τώρα ότι θα συλληφθή και θα εκτελεσθή ο Αυγουστίνος.
Είνε πολύ χαρακτηριστικά τα όσα διηγείται ο ίδιος.
«Ζητούσα εκείνες τις ημέρες από το βιβλιοθηκάριο Νικόλαο Δελιαλή να μου δανείση βιβλία της δημοτικής βιβλιοθήκης για να τα μελετήσω. Εκείνος αρνούνταν επιμόνως να μου δανείση βιβλία, χωρίς να μου εξηγή τους λό­γους. Εγώ απορούσα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με διαφώτιση. Το μυστικό το έμαθα πολύ αργότερα, όταν συναντήθηκα μαζί του μετά τον πόλεμο. Μου εξήγησε τότε, πως τις φοβερές εκείνες ημέρες είχε πληροφορηθή την επικείμενη εκτέλεσή μου από τους Γερμανούς και αρνούνταν να μου δανείση βιβλία για να μην εξαφανιστούν και αυτά μαζί μου.
Ήτο δε παροιμιώδης η αγάπη και το ενδιαφέρον του αειμνήστου Νικολάου Δελιαλή για το βιβλία της δημοτικής βιβλιοθήκης!» (Φ 50).
Το ότι είνε βάσιμες κι αληθινές οι φήμες το μαρτυρεί μαζί με τ’ άλλα και ένα γεγονός, που διηγείται ο Ευάγγελος Παφίλης·
«Έτυχε να βρίσκωμαι στο ζαχαροπλαστείο του Θ. Γκάζη, πίσω από το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο. Σ ένα τραπέζι καθόταν ο Αβραάμ Σεμερτζίδης από την Καλαμιά μαζί με το Γεώργιο Γκρίμπα. Εγώ καθόμουν σ’ ένα άλλο τραπέζι τρία-τέσσερα μέτρα πιο πέρα. Άκουσα να μιλούν για τον Αυγουστίνο κ’ έλεγε ο Αβραάμ· 
—Δεν μ’ άφησαν να τον σκοτώσω. Αν μάφηναν, θα τον σκότωνα… Έπρεπε να τον σκοτώσω. Ο Αυγουστίνος είνε αρχηγός των κομμου­νιστών. Είνε σύνδεσμος των ανταρτών!…» (Φ 93).
Κι όμως ο ιεροκήρυκας, παρ’ όλο ότι έφθαναν στ’ αυτιά του οι δια­δόσεις, συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό και την ίδια έντασι την προσφορά της αγάπης προς τους πεινασμένους.
Μόνο που λαμβάνει κάποια μέτρα ασφαλείας. Κοιμάται σε διάφορα σπίτια. Η επίσκεψί του σ’ ένα σπίτι μας αποκαλύπτει μια ακόμη πτυχή της ζωής και της πίστεως του Ιεροκήρυκα.
«Ήμαστε συγκεντρωμένοι στην Εστία, όταν ακούσαμε ότι θα συλλάβουν τον π. Αυγουστίνο. Αυτός ήταν την ώρα εκείνη στη Λέσχη Δημο­σίων Υπαλλήλων και έτρωγε. Τον ειδοποίησαν αμέσως. Το είχε μάθει κι ο ίδιος. Ζήτησα να τον πάρω στο σπίτι μου να τον κρύψω.
—Πάτερ, θα ρθής στο σπίτι μου απόψε.
—Θα έρθω, Αντώνη.
Τον πήρα και πήγαμε μαζί στο σπίτι, όπου ήταν ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Πέταξαν από τη χαρά τους μόλις τον είδαν. Μας είπε πολλά. Και τι δεν μας είπε εκείνο το βράδυ. Όταν ήρθε η ώρα για ύπνο, τον έβα­λα στο δωμάτιό μου. Πάνω από το κρεβάτι μου ήταν κρεμασμένη μία μπάντα που είχε την παράστασι του παραδείσου με τον Άδάμ και την Εύα. Μόλις το είδε γύρισε και μου είπε.
Μπράβο, Αντώνη, σε συγχαίρω.

Καθώς γύρισε από το άλλο μέρος είδε κρεμασμένο ένα μικρό πίνα­κα. Έδειχνε δυο θεατρίνες.
—Τι είνε αυτό, Αντώνη;
—Δώρο του Παπαζήση, πάτερ. Μου το δώρισε.
—Να το βγάλης αμέσως. Να το πάρης από κεί.
Γρήγορα-γρήγορα το πήρα και το έκρυψα. Ντράπηκα και δεν μίλη­σα άλλο. Το πρωί σηκώθηκε και έφυγε. Δεν ήρθε άλλο βράδυ» (Γκουσγκούνης Αντ., Φ 27).
Λίγες ημέρες πριν από τη Μ. Εβδομάδα βρισκόταν στη Θεσσαλο­νίκη για να παραλάβη τρόφιμα από τον Ερυθρό Σταυρό και να τακτο­ποιήση άλλες εκκρεμότητες των Συσσιτίων. Εκείνες τις ημέρες ήρθαν επανειλημμένα στην Εστία να τον συλλάβουν.
Οι προθέσεις τους ήταν πλέον φανερές και η επιστροφή του στην Κοζάνη σήμαινε οπωσδήποτε το τέλος του. Οι στενώτεροι συνεργά­τες συγκεντρώνονται και συζητούν. Καταλήγουν όλοι στο ίδιο συμπέ­ρασμα. Ο π. Αυγουστίνος δεν πρέπει να επιστρέψη σύντομα στην Κο­ζάνη. Κάθονται και του γράφουν γράμμα. Του εξιστορούν τα γεγονότα, περιγράφουν με μελανά χρώματα την κατάστασι και τον παρακαλούν «Μείνε λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη μέχρι ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Να μην έλθης. Κινδυνεύει η ζωή σου!…» (Παφίλης, Γ., Φ 92).
Εκείνος παίρνει και διαβάζει το γράμμα. Βρίσκεται τώρα σ’ ένα φο­βερό δίλημμα. Να μείνη στη Θεσσαλονίκη και να σώση τη ζωή του ή να επιστρέψη στην Κοζάνη για να συνέχιση το έργο; Στην κρίσιμη αυτή ώρα τον συναντά ο μετέπειτα πρόεδρος της Αποστολικής Διακονίας Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης (Φ 15), ο οποίος, αφού ακούει το πρό­βλημα, του δωρίζει ένα βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου». Ο συγγραφέας του βιβλίου επιχειρεί να ερμηνεύση την περικοπή Ιωάν. 11,9-11. Το νόημα του βιβλίου που διάβασε είνε περί­που το εξής. Ο χρόνος που έχει ορίσει ο Θεός να ζήση ο κάθε άνθρω­πος είνε το δωδεκάωρο της ημέρας. Εάν κανείς αποφύγη το μαρτύριο την ώρα που πρέπει, από κεί και πέρα η ζωή που ζη είνε από το δωδεκά­ωρο της νύχτας. Ζη τη 13η ώρα της ζωής του.
Ύστερα από την ανάγνωσι της σχετικής αυτής περικοπής αποφασίζει να γυρίση στην Κοζάνη με το ίδιο αυτοκίνητο που θα μετέφερε τα τρόφιμα της Εστίας. Έτσι κάποιο απόγευμα φθάνει με φρόνημα θανά­του στον τόπο, που προορίζεται από τους ανθρώπους να γίνη ο τόπος της εκτελέσεώς του. Άλλα, όμως, είνε τα σχέδια των ανθρώπων και άλλη η βουλή τού Θεού. Στην μνήμη μόνο των στενών συνεργατών του έμεινε μέχρι σήμερα ζωντανό το μάθημα της 12ης ώρας.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com
28  ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014
Share Button