Το Ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα (Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά) της Μεγίστης Λαύρας.
Ιστορικά στοιχεία για την Αγιορείτικη Λαυριώτικη Ρουμανική Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και για την Αχειροποίητη εικόνα της Θεομήτορος.
Το Κυριακό της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στο μέσον της αυλής και θεμελιώθηκε το 1857. Έχει μήκος 30 και ύψος18 μέτρα. Είναι αφιερωμένο στη βάπτιση του Χριστού. Είναι αγιορείτικου ρυθμού εξ ολοκλήρου αγιογραφημένο από Ρουμάνους ζωγράφους το 1863, με τρεις τρούλους και εξωνάρθηκα. Φυλάσσονται τα Άγια λείψανα διαφόρων αγίων καιεικόνες μεταξύ των οποίων η Παναγία η Αχειροποίητος. Ο εξωνάρθηκας περικλύεται με περίτεχνο τζαμωτό. Σε χώρο πάνω από τον εξωνάρθηκα, στεγάζεται το σκευοφυλάκιο της Σκήτης με αρκετά μεγάλο αριθμό κειμηλίων. Οι πτέρυγες της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου, σχηματίζουν ορθογώνιο. Στη διώροφη δυτική πτέρυγα βρίσκεται η είσοδος της Σκήτης με το καμπαναριό ύψους 25 μέτρων, παρεκκλήσι, καθώς και το αρχονταρίκι, η τράπεζα το μαγειρείο. Στη μονόροφη ανατολική πλευρά σε αυτοτελές κτίσμα, η βιβλιοθήκη ,ο φούρνος, και το ξυλουργείο. Η βιβλιοθήκη αριθμεί 5000 έντυπα βιβλία, τα περισσότερατου 19ου αιώνα και γραμμένα στην Ρουμανική γλώσσα. Διαθέτει και 130 χειρόγραφα.Στη Νότια πτέρυγα κτισμένη το 1882 είναι τα κελλιά των μοναχών, το Συνοδικό, το γραφείο του Δικαίου και το Νοσοκομείο. Στην εξωτερική πλευρά βρίσκεται ο ναός του Τιμίου Προδρόμου από το αρχικό Κελλί και πρώτο Κυριακό της Σκήτης. Στη Βόρεια πτέρυγα βρίσκονται κελλιά για μοναχούς και ένα παρεκκλήσιο. Στη Σκήτη, πλην του Τιμίου Ξύλου υπάρχουν και τα εξήςλείψανα: του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Κλήμεντος, των Αγίων Μαρτύρων Μηνά και Βίκτωρος, αίμα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Σημητρίου, Τμήμα λίθου του Παναγίο Τάφου κλπ.
Για την Αχειροποίητο Εικόνα της Θεοτόκου ο Γερ.Σμυρνάκης (σελ. 423) αναφέρει: «Εν τω Κυριακώ εύρηται ανηρτημένη επί του κατ’ ανατολάς αριστερού κίονος αχειροποίητος εικών της Θεομήτορος μόνον κατά την μορφήν, ην ο εν Ιασίω ζωγράφος Γιωργάκης Νικολάου ονόματι πολλά μοχθήσας και μη δυνηθείς να ιστορήση κατά την θέλησιν του τότε Δικαίου της σκήτης Νήφωνος Ιερομονάχου (1857-1870) και κατά την ιδίαν αυτού τέχνην παρήτησεν ανεπιμέλητον εν ερμαρίω, ίνα παραλάβη αυτήν ο ειρημένος Δικαίος. Ημέραν τινά όμως, ως αφηγήθη ημίν ο μέχρι του Δεκεμβρίου 1899 ζων Ιερομόναχος Νήφων, λαβών αυτήν ο ρηθείς ζωγράφος εκ του ερμαρίου προς δυνατήν αποπεράτωσιν εύρε λαμπράν και ωραίαν την μορφήν, ως σήμερον δείκνυται. Τότε δε ούτος εξέδωκε τη 29η Ιουνίου 1863 εν Ιασίω πιστοποιητικόν, δι΄ου δηλοποιεί: «Αφού κατά την τέχνην μου επέρασα το πρώτον και δεύτερον χέρι επί των ενδυμάτων και του προσώπου της εικόνος , κατά το τρίτον χέρι είδον την Παναγίαν και τον Χριστόν ηλλοιωμένους την μορφήν. Διό εξοργισθείς ενόμισα ότι επιλαθόμενος της τέχνης μου δεν ηδυνάμην να τελειοποιήσω την εικόνα. Και επειδή ήτο εσπέρα, κατεκλίθην, ίνα την επαύριον μετά ζέσεως επαναλάβω την εργασίαν. Την δε πρωίαν ποιήσας τρεις μετανοίας προς έναρξιν της εργασίας, ω του θαύματος!Εύρον τα πρόσωπα της Θεομήτορος και του Χριστού υπερφυώς συντετελεσμένα.
“Μάζεψέ τα όλα και φύγε”. Μια άγνωστη διήγηση από την Αθωνίτικη Βίγλα.
Ο γερο-Ευθύμιος καταγόταν από το χωριό Γομάτι της Χαλκιδικής και ξεκίνησε την μοναχική του ζωή από την Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Έζησε στην καλύβη των «Αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ» στην Αθωνίτικη Βίγλα, μία γνήσια μοναχική ζωή. Σχεδόν σε πλήρη απομόνωση. Σπάνια δεχόταν επισκέψεις. Ακόμη και αν χτυπούσες πολύ δυνατά την πόρτα Συχνά εξέπληττε τους πατέρες και τους προσκυνητές με τις «τρέλες» του. Ζούσε σαν σχεδόν άγνωστος-ανύπαρκτος για τους περισσότερους. Οι κοσμικοί συγγενείς του επίσης, είχαν χάσει κάθε επικοινωνία μαζί του. Δεν τους έγραφε. Ούτε και με την αδελφή του Αικατερίνη είχε αλληλογραφία, αν και υπήρχε πολύ αδελφική αγάπη και συμπόνια μεταξύ τους. Όσο ήταν ακόμη στον κόσμο, εκείνη τον βοηθούσε στα ζώα με πολλή προθυμία. Όμως, αφότου έγινε μοναχός, της φερόταν και αυτής σύμφωνα με τα μοναχικά θέσμια. Τόση ήταν η έλλειψη επικοινωνίας με τους δικούς του, που για κάποιο διάστημα, από λανθασμένη πληροφορία, η αδελφή του έγραφε το όνομά του στα «ψυχοχάρτια» μαζί με τους «κεκοιμημένους». Η αποξένωση από όλους για χάρη του Χριστού μας- η ξενιτεία- είναι μεγάλη αρετή. Βοηθάει πολύ στην αμεριμνία και στο «απερίσπαστον». Χωρίς αυτά δεν κατορθώνεται καθαρά προσευχή και σωστή εσωτερική καρδιακή εργασία. Ο Γέροντας τα γνώριζε αυτά από τις μελέτες του στα Πατερικά βιβλία (Φιλοκαλία, Ευεργετινός). Πολλές φορές έκανε τον θυμωμένο, τον θιγμένο, τον παρεξηγημένο… Το αποτέλεσμα ήταν οι περισσότεροι να τον αποφεύγουν ως «παράξενο». Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος τον περιγράφει ως εξής: «Παράξενος άνθρωπος… Δεν δεχόταν κανένα επισκέπτη στην Καλύβη του… Στο μονοπάτι ,αν τον συναντούσες υπήρχε πιθανότητα να πιάσεις κουβέντα μαζί του. Έτσι όμως και τρύπωνε στο καλύβι του ,καλύτερα να τον θεωρούσες πεθαμένο.Πολλές φορές έκανε το σαλό με τέτοιο πειστικό τρόπο, που πολλοί πίστευαν πως είναι στ΄αλήθεια. Ερχόταν τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες γιορτές στη Λαύρα για θεία μετάληψη και έψαλλε μελωδικότατα στις αγρυπνίες. Λέγανε πως κοσμικός ,εκτός από καλός τραγουδιστής ,ήτανε και άριστος μουσικός οργανοπαίκτης…..Στη Λαύρα και στα πανηγύρια έτρωγε του σκασμού, για να τον βδελύτωνται και να τον κατηγορούν ως κοιλιόδουλο.Ενώ εμείς ξέραμε πολύ καλά ,πώς στο καλύβι του εκτός από αγιορείτικο τσάϊ, παξιμάδι και ζάχαρη, που έπαιρνε σαν ανταμοιβή και ευλογία για το ψαλτικό του από την Λαύρα, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Χιλιομπαλωμένα τα ρούχα του, γυαλιστερά από την λέρα το ράσο του,το ζωστικό και το κουκούλι του. Φορούσε και μια σκούφια ξέβαφη, πολλών δεκαετιών, που ίσως ήταν εκείνη που του φόρεσαν στην μοναχική του κουρά το 1952…και κάποια παπούτσια ,που ήταν απορίας άξιον πως δεν τούφευγαν από τα πόδια… Πολλοί τον θαύμαζαν για την αρετή του, την νηστεία του, τον αναχωρητισμό του και αρκετοί επεδίωξαν να γίνουν υποτακτικοί του, αλλά δεν το κατόρθωσαν ». Ένας απ΄αυτούς ήταν και ο θεολόγος Τριαντάφυλλος Αν….από την Αθήνα. Συνάντησε κάποια φορά στην περιοχή της Βίγλας τον Γέροντα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον πάρει υποτακτικό στην Καλύβη των Αγίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Ο Γέροντας στην αρχή τον αποπήρε και του είπε πως δεν θέλει υποτακτικό ούτε μπορεί κάποιος να ζήσει μαζί του.Όμως μετά από συνεχή παρακάλια ,ο γέροντας κάμφθηκε -Καλά,έλα να δοκιμάσεις και ύστερα βλέπουμε ,του είπε. Χαρούμενος ο θεολόγος για την συγκατάθεση τον ακολούθησε και άρχισε την προσευχή, την άσκηση , την υπακοή. Όμως το πρόγραμμα του Γέροντος Ευθυμίου ήταν τόσο σκληρό που ο θεολόγος άρχισε να τα βρίσκει «σκούρα». Οι πολύωρες προσευχές και τα κομποσχοίνια, οι πολλές στρωτές μετάνοιες και οι ορθοστασίες, η σχεδόν πλήρεις ασιτίες, τα από τα μεσάνυχτα εγερτήρια ήταν γι΄αυτόν πολύ βαριά και δύσκολα. Έτσι στην πρώτη μετάβαση στην Λαύρα και χωρίς την γνώση και ευλογία του Γέροντα τηλεφώνησε στους συγγενείς του και σε λίγες μέρες κατέφθασαν ταχυδρομικά και κατεπειγόντως αρκετά δέματα με φρυγανιές, όσπρια, ζυμαρικά ρύζια και κονσέρβες. Τα κουβάλησε στην καλύβα και άρχισε να τα τακτοποιεί. Είδε ο Γέροντας Ευθύμιος το πρωτοφανές γι΄αυτόν θέαμα και ρώτησε τον νεαρό δόκιμο. -Τι είναι αυτά; -Μερικά απλά, φτωχικά και αναγκαία πράγματα, Γέροντα, για να έχουμε να τρώμε. Απομακρύνθηκε αμέσως ο Γερο Ευθύμιος και σε δύο τρία λεπτά επέστρεψε κρατώντας ένα κομμάτι χαρτονιού, που έσχισε από τα κιβώτια με τα τρόφιμα και που τώρα έγραφε πάνω του με κεφαλαία γράμματα: ΜΑΖΕΨΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΚΑΙ ΦΥΓΕ. Ταράχθηκε ο δόκιμος και σύντομα κατάλαβε το λάθος του. Παρακάλεσε πολύ, έκλαψε. Τσιμουδιά ο Γέροντας. «Μετάνοιες» και «ευλόγησον» και «θα τα εξαφανίσω» ο δόκιμος. Άκρα σιωπή ο ΓέροΕυθύμιος. Και αντί απαντήσεως, του έδειχνε αποφασιστικά με τεταμένο το χέρι και τον δείκτη του συνέχεια ,προς την ταμπέλα, ενώ ενατένιζε από το παράθυρο της καλύβης του το άπειρο… Έτσι ο νεαρός δόκιμος αποχαιρέτησε την Βίγλα για πάντα.