ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του μακαριστού Γέροντα Ευσεβίου Γιαννακάκη
Ο π. Ευσέβιος κατά κόσμον Αντώνιος Γιαννακάκης γεννήθηκε το 1910 στο Γεωργίτσι της Σπάρτης και ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του Ηλία και της Χριστούλας Γιαννακάκη. Άνθρωποι πιστοί και πολύ ευλαβείς ανέθρεψαν τα παιδιά τους εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Από μικρός ο Αντώνης ήταν παιδί υπάκουο, πονετικό, «χαριτωμένο». «Ψυχοπόνια μου» τον αποκαλούσε η μάννα του για την ευσπλαγχνική καρδιά του. Ήταν πολύ εγκρατής από μικρός, και άδολος. Ήταν παιδί καλοπροαίρετο. Δεν κούραζε κανέναν. Όταν όμως το απαιτούσε η περίσταση, γινόταν πολύ μαχητικός. Κάποτε πήγε με το θείο του στο βουνό να κόψουν ξύλα. Θα ήταν τότε δέκα ετών. Άκουσε κάποια στιγμή εκεί κοντά έναν άλλο ξυλοκόπο να βλασφημεί τα θεία. Τότε στην καρδιά του μικρού παιδιού φούντωσε η ιερή αγανάκτηση. «Ακούς εκεί, να βρίζει το Χριστό μας, την Παναγία μας!» Με έντονο και αυστηρό ύφος παρατήρησε τον μεγαλύτερό του. Εκείνος δεν μίλησε καθόλου, μάλλον ντράπηκε που τον παρατήρησε τόσο αυστηρά ένα μικρό παιδί. Μετά ο θείος του έλεγε και ξανάλεγε στον κυρ Ηλία: «Μωρέ, να δεις επίθεση ο Αντωνάκης!». Και καμάρωνε ο πατέρας για το θείο ζήλο που είχε στην καρδιά του ο μικρός του γιος.
Αγαπούσε πολύ την εκκλησία και τις ακολουθίες της. Μια Κυριακή που πήγαινε στην εκκλησία -θα ήταν τότε δέκα έως ένδεκα ετών- λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, στο σταυροδρόμι συνάντησε έναν άγνωστο νέο, επιβλητικό και ασκητικό. Τον κοίταξε με σοβαρότητα και αγάπη και του είπε: «Πρόσεχε, Αντώνη, παιδί μου. Δυο δρόμοι υπάρχουν στη ζωή. Ο ένας με τους χορούς, τις διασκεδάσεις, την κοσμική ζωή, που οδηγεί στην απώλεια. Ο άλλος με τη σεμνή, την ηθική ζωή, που αρέσει στον Θεό». Ο Αντώνης γεμάτος από συγκίνηση αλλά και απορία, συνέχισε το δρόμο του προς την εκκλησία. Μπήκε και στάθηκε μπροστά, όπως συνήθιζε. Καθώς κοίταξε την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου στο τέμπλο, αναγνώρισε με έκπληξη και δέος τον νέο που είχε πριν από λίγο δει στο σταυροδρόμι. Η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για την περαιτέρω πορεία της ζωής του. Από τότε η αγαθή ψυχή του αλλοιώθηκε ακόμη περισσότερο από τη θεία Χάρη, που τον επεσκίαζε.
Όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, ακούραστος εργαζόταν σκληρά στα χωράφια του πατέρα του και τα κατάφερνε πολύ καλά σε όλες τις γεωργικές εργασίες. Φόρτωνε το ζώο με τα προϊόντα τους και περπατούσε όλη τη νύχτα, για να φθάσει το πρωί στη Σπάρτη και να τα πουλήσει. «Ο αγωνιστής μου» συνήθιζε να λέει γι’ αυτόν η μητέρα του.
* * *
Δεκαεπτά ετών φεύγει από το χωριό με την ευχή των γονέων του, και έρχεται στην Αθήνα για να εργασθεί. Αρχικά εργάσθηκε στο εργοστάσιο ποτοποιίας του αδελφού της μητέρας του.
Εκεί κάποιος συνάδελφός του του μίλησε για τον π. Ιγνάτιο Κολιόπουλο1, άγιο Ιερομόναχο, τον οποίο ο Αντώνης είχε έκτοτε Πνευματικό του. Πήγαινε συχνά και τον έβρισκε. Τον ευλαβείτο πολύ και έκανε απόλυτη υπακοή στις συμβουλές του. Ζούσε την πνευματική ζωή με πολλή φλόγα. Ήταν σεμνός, αυστηρός στον εαυτό του και προσεκτικός στη ζωή του.
Στην εργασία του ήταν υποδειγματικός. Πρόθυμος, εργατικός, ευγενικός, ακέραιος. Σέρβιρε τους πελάτες, αλλά εκείνος ούτε καν δοκίμαζε.
Ήταν πολύ φιλακόλουθος. Την Κυριακή το πρωί πριν ακόμη ξημερώσει, ξεκινούσε από το Κουκάκι που έμενε, και πήγαινε με τα πόδια στη Χρυσοσπηλιώτισσα, στην οδό Αιόλου, όπου λειτουργούσε και μιλούσε ο π. Ιγνάτιος. Ήθελε να προλάβει ν’ ακούσει τον Εξάψαλμο. Ρουφούσε κυριολεκτικά τα δυνατά και πρακτικά κηρύγματα του π. Ιγνατίου. Το απόγευμα έτρεχε στη Μητρόπολη να ακούσει το κήρυγμα του π. Σεραφείμ Παπακώστα….
Πέρα από την προσωπική πνευματική καλλιέργεια εις βάθος -με τον εκκλησιασμό, τη μυστηριακή ζωή, την ακρόαση κηρυγμάτων, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων- οι νέοι εκείνοι εργάζονταν και ιεραποστολικά στα νοσοκομεία και στα κατηχητικά σχολεία….
Δεν είναι τυχαίο ότι από την παρέα εκείνη των εργαζομένων οι δεκατρείς από τους δεκαέξι έγιναν άξιοι κληρικοί – αρχιερείς, ηγούμενοι, ιερομόναχοι, έγγαμοι ιερείς.
«Κοσμοκαλόγερε»! Του φώναξε κάποιος περνώντας έξω από το μαγαζί ένα απόγευμα. Και κείνος όχι μόνο δεν πειράχτηκε, αλλά ένιωσε πολλή χαρά γι’ αυτό.
Ο Αντώνιος είχε επιλέξει τον εν Χριστώ άγαμο βίο. Δεν τολμούσε όμως ούτε να σκεφθεί την Ιερωσύνη. Πίστευε ότι δεν είναι άξιος γι’ αυτήν.
Μια μέρα τον κάλεσε ο π. Σεραφείμ Παπακώστας και του μίλησε για την Ιερωσύνη. Είχε ακούσει από τον π. Ιγνάτιο τα καλύτερα λόγια για τον Αντώνη.
* * *
Μεσολάβησε όμως ο πόλεμος του 1940. Επιστρατεύθηκε και ο Αντώνης. Έκανε θερμή προσευχή να τον τοποθετήσουν σε τομέα που δεν θα χρειαζόταν να πάρει όπλο, για να μπορέσει αργότερα να γίνει ιερεύς. Και ο Θεός τον άκουσε και τον διαφύλαξε. Ως λοχίας στους μεταγωγείς και αργότερα ως επιλοχίας της πυροβολαρχίας, πρόσφερε τον εαυτό του με υποδειγματική συνέπεια και αυταπάρνηση στο καθήκον του, με πνευματικότητα και καλωσύνη στους συστρατιώτες του.
Έξη μήνες στο μέτωπο. Προσεύχεται αδιάλειπτα και επιποθεί τη συμμετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Κάθε Κυριακή περπατούσε πολλά χιλιόμετρα πάνω στα Αλβανικά βουνά -αφού έπαιρνε πρώτα άδεια από το λοχαγό του- αναζητώντας στο πλησιέστερο χωριό Εκκλησία για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει.
Κάποια μέρα μέσα στη φωτιά του πολέμου κι ενώ γύρω του χάλαγε ο κόσμος από τους όλμους και τα μυδράλια, γονατιστός σε μια χαράδρα έκανε θερμή προσευχή. «Κύριε, αν θέλεις να εργασθώ στην Εκκλησία Σου, φύλαξέ με… Αν με σώσεις, δεν θα παραμείνω ως υπάλληλος… δεν θα σταθώ ούτε στιγμή. Θα εργασθώ με όλες μου τις δυνάμεις στο δικό Σου Αμπελώνα».
Ο Θεός τον αξίωσε να επιστρέψει και να ανακοινώσει στον Πνευματικό του π. Πολύκαρπο Ανδρώνη, διάδοχο του π. Ιγνατίου, τον πόθο του και την υπόσχεσή του για ολοκληρωτική αφιέρωση. Εκείνος του συνέστησε να πάει στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, υποτακτικός στο Γέροντα Σεραφείμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο της Μονής. «Παιδί μου, μήπως θέλεις να πας πρώτα να δεις, να δοκιμάσεις αν σου αρέσει;» του είπε ο π. Πολύκαρπος. «Εφόσον μου το λέτε εσείς να πάω στην Αγία Λαύρα, εκεί θα πάω», απάντησε ο Αντώνης, χωρίς δισταγμό.
Ο Πνευματικός θαύμασε την ταπείνωση και την υπακοή του νέου, και τον ευλόγησε.
Δεν στάθηκε καθόλου στις δελεαστικές προτάσεις του προϊσταμένου του: «το μαγαζί δικό σου. Μη φύγεις». Ούτε στις ειρωνείες γνωστών και συγγενών: «πάει αυτός τρελλάθηκε! Ν’ αφήνει τέτοια καλή εργασία και να πηγαίνει στο Μοναστήρι».
Η αδελφή του του έραψε τα πρώτα μοναχικά ενδύματα, και ένα πρωινό του Αυγούστου το 1941 ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Δεν πήγε ούτε στο χωριό ν’ αποχαιρετήσει τους γονείς του. Ως καλός γεωργός είχε ήδη βάλει το χέρι στο άροτρο και δεν κοίταζε πίσω.
* * *
Ο Αντώνης αναζήτησε τον ιερομόναχο π. Σεραφείμ, ο οποίος ήταν ήδη ενημερωμένος και τον περίμενε. Ο Γέροντας Σεραφείμ ήταν οσιακή, σεβάσμια και πατερική μορφή. Ο Γέροντας Σεραφείμ εξαρχής όρισε τον Αντώνη διακονητή του. Έμενε στο ίδιο κελλί μαζί του. Με πολλή χαρά και προθυμία διακονούσε ο Αντώνης το Γέροντά του, γιατί γνώριζε ότι μέσω εκείνου υπηρετούσε το Θεό.
Πολλές οι δυσκολίες για το δόκιμο από την πρώτη στιγμή της μοναχικής του ζωής. Είχε πάει με χαρά στο Μοναστήρι, συνάντησε όμως κάποια πνευματική χαλάρωση, λόγω του μη κοινοβιακού μοναχικού συστήματος. Το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας ήταν τότε ιδιόρρυθμο. «Βρήκα εξωτερικές δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, όμως στο ιδανικό μου δεν είχα δυσκολίες. Ως προς την κλήση μου ήμουν απέραντα ικανοποιημένος. Ήμουν εσωτερικά αναπαυμένος», έλεγε ο ίδιος αργότερα.
Είχε πάει έτοιμος στο Μοναστήρι, καλλιεργημένος και με επίγνωση. Ήταν τόση η επίδοσή του στους ασκητικούς μοναχικούς αγώνες, που πολύ σύντομα -μέσα σ’ ένα χρόνο- έγινε Μοναχός με το όνομα Ευσέβιος και μετά από μία εβδομάδα Ιεροδιάκονος.
Οι παλαιοί Πατέρες της Λαύρας μιλούν για την ευλάβεια, την ταπείνωση, την υπακοή, το άδολο, την αγαθότητα και την αγάπη του π. Ευσεβίου προς όλους. Ο συμμοναστής του αείμνηστος π. Άνθιμος Δημακόπουλος, μετέπειτα ηγούμενος της Μονής, αφηγείται:
«Τον πρώτο καιρό που ήρθε ο Αντώνης στη Λαύρα, ήταν “σημείον αντιλεγόμενον” μέσα στο Μοναστήρι, γιατί είχε τις αυστηρές αρχές με τις οποίες ζούσε στην Αθήνα. Εμείς τον κοιτάζαμε αφ’ υψηλού. Είχε όμως υπομονή, και σε άλλαζε με τη στάση του….2.
» Διέφερε από όλους μας. Γνώριζε καλά γιατί ήρθε στο Μοναστήρι… Εκείνος ήταν καλλιεργημένος και δίδαξε κι εμάς με τη ζωή του… Είχε συμπάθειαν θεάρεστον και ευσπλαγχνίαν άδολον. Αν έβλεπε ότι κάποιος δυσκολευόταν να πάει για μια διακονία, τον συνέτρεχε. Ήταν αεικίνητος… έτρεχε παντού να βοηθήσει, χωρίς να εξετάζει αν μια εργασία ήταν δικό του διακόνημα ή κάποιου άλλου3. Εκδήλωνε την αγάπη του και με λόγια και με έργα….
» Για όλα τα θέματα της Μονής και για τους μοναχούς, όταν αρρώσταιναν, εκείνος έτρεχε. Δεν πήγαινε άλλος. Όταν είχαμε κάποιο δύσκολο θέμα στο Μοναστήρι, εκείνον στέλναμε να το διεκπεραιώσει. Λέγαμε: “ο π. Ευσέβιος θα τα καταφέρει”. Δεν άναβε. Δεν μπορούσαμε εμείς να τον μιμηθούμε…»4.
Ο Γέροντάς του τον αγαπούσε πολύ για την τέλεια υπακοή και την προθυμία του. Ξεψύχησε με το όνομα του π. Ευσεβίου στα χείλη του. «Ευσέβιε, παιδάκι μου, Ευσέβιε, παιδάκι μου», έλεγε.
«Τα τρία χρόνια υποταγής μου στο Γέροντα Σεραφείμ ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Δεν έκανα τίποτα το δικό μου και είχα απέραντη χαρά» έλεγε ο ίδιος αργότερα, νουθετώντας τις Μοναχές του.
Τον Οκτώβριο του 1943 εκοιμήθη ο Γέροντάς του, και τον Δεκέμβριο ο π. Ευσέβιος έζησε το δράμα της εκτέλεσης των Πατέρων και της καταστροφής της Μονής από τους Γερμανούς.
Στις 13 Δεκεμβρίου έγινε η φρικτή εκτέλεση των 1300 Καλαβρυτινών και η πυρπόληση της πόλης από τους Γερμανούς. Η είδηση δεν έφθασε στην Αγία Λαύρα, διότι οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εξόδους και εισόδους. Όμως οι Μοναχοί από μέρες είχαν αρχίσει να κρύβουν τα πολύτιμα κειμήλια της Μονής. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο π. Ευσέβιος, ο οποίος ήταν τότε εκκλησιαστικός (νεωκόρος).
Το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου, αν και έπρεπε να σημάνει το τάλαντο κανονικά στις 4.30, εκείνος σήμανε στις 3.15. «Είχα μέσα μου μια πολύ κακή προαίσθηση… μια τρομερή ανησυχία. Σαν να έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς να δρουν. Σήμανα μια ώρα νωρίτερα, όμως ούτε ο Ηγούμενος ούτε κανείς άλλος δεν μου έκανε παρατήρηση». Εκ των υστέρων φάνηκε ότι αν εσήμαινε κανονικά, οι Γερμανοί θα τους έβρισκαν όλους μέσα στην Εκκλησία, και δεν θα γλύτωνε κανείς. Έτσι φώτισε ο Θεός τον π. Ευσέβιο, και χάρη σ’ εκείνον σώθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες.
Στη θεία Λειτουργία εκείνο το πρωί κοινώνησαν όλοι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν βγήκαν από το Ναό. Συνάχτηκαν οι Πατέρες και συζητούσαν τι θα έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση που θα έρχονταν οι Γερμανοί στο Μοναστήρι. Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «οι Γερμανοί στα κυπαρίσσια»!
Οι περισσότεροι Πατέρες έτρεξαν και κρύφθηκαν στο δάσος. Ο π. Ευσέβιος με κάποιον άλλον υποτακτικό και κάποιον δόκιμο μόλις που πρόφθασαν να κρυφθούν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι, πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα. Λίγο αν πήγαιναν προς τα κει οι Γερμανοί, θα τους έβρισκαν.
Εκεί, κάτω από το πουρνάρι, άκουγαν τις φωνές και τα γέλια των Γερμανών. Εντός ολίγου ολόκληρο το Μοναστήρι παραδόθηκε στις φλόγες. Ακούσθηκαν και πέντε μεμονωμένοι πυροβολισμοί. «Πολύ φοβούμαι για τους Πατέρες», ψιθύρισε ο π. Ευσέβιος στους άλλους δύο. Μετά από λίγο ακούσθηκαν οι Γερμανοί να φεύγουν χασκαρίζοντας.
Άφησαν να περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν από το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι που καιγόταν ακόμα. Ήταν οι πρώτοι επιζώντες που επέστρεφαν. Προπορευόταν ο π. Ευσέβιος. Εκεί κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, τί να δει; Τέσσερις Πατέρες σκοτωμένοι, μαζί και ένας εργάτης της Μονής. Ποιος μπορεί να περιγράψει την οδύνη της ψυχής του; Χύνοντας άφθονα δάκρυα μετέφεραν οι τρεις τους με την κουβέρτα τους νεκρούς στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.
Την άλλη μέρα ήλθε ο Ηγούμενος και οι άλλοι Μοναχοί που είχαν κρυφθεί στο βουνό. Ενταφίασαν με βαθιά οδύνη τους εκτελεσθέντες Πατέρες.
Από το Δεκέμβριο έως τον Απρίλιο που έφυγαν οι Γερμανοί, ο π. Ευσέβιος και οι άλλοι Μοναχοί διανυκτέρευαν στο δάσος. Την ημέρα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν τις χαμωκέλλες (κοτέτσια) του Μοναστηριού, για να κατοικήσουν.
Παράλληλα ο π. Ευσέβιος πρωτοστατεί στα έργα της αγάπης στην προσπάθεια να βοηθηθούν οι χήρες και τα ορφανά των Καλαβρύτων. Οι μοναχοί έβαζαν στην άκρη ένα μέρος από τα τρόφιμα που τους έδινε το Μοναστήρι, και ο π. Ευσέβιος τα συγκέντρωνε και τα πήγαινε στα Καλάβρυτα. Ο ίδιος έδινε όλο το μερίδιό του.
– Μην τα δίνεις όλα, του έλεγαν μερικοί. Αδυνάτισες πολύ, θα πεθάνεις.
– Εμείς οι μεγάλοι αντέχουμε. Τα παιδιά έχουν ανάγκη, απαντούσε.
Στηρίζει με την προσευχή του, το λόγο και την έμπρακτη αγάπη του μικρούς και μεγάλους. Ήταν ο παρήγορος άγγελος των ταλαιπωρημένων εκείνων υπάρξεων, που ο πόνος, η ορφάνια, η φτώχεια, η πείνα και το κρύο τους έσπρωχναν στην απόγνωση. Περισσότερο όμως συμπονεί τα παιδιά.
Με την ευλογία του Ηγουμένου ξεκινά ένα πλούσιο κατηχητικό έργο στην περιοχή. Πηγαινοέρχεται με τα πόδια από το Μοναστήρι στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά και κάνει κατηχητικό στα παιδιά. Δεν ήταν όμως μόνο ο κατηχητής τους. Στο πρόσωπο του σεμνού ιερομονάχου τα απορφανισμένα εκείνα παιδιά βρήκαν τον πατέρα, τον αδελφό, το φίλο. Όλοι τους σήμερα με δάκρυα ευγνωμοσύνης μιλούν για τον π. Ευσέβιο, τον κατηχητή και προστάτη τους στα δύσκολα παιδικά τους χρόνια.
«Κατεβαίνει τακτικά στα Καλάβρυτα, μας παρηγορεί, σφογγίζει τα δάκρυα του πόνου μας με τα λόγια της αγάπης του, γράφει ο κ. Δ. Αγιαννιτόπουλος, δάσκαλος και κατηχητόπουλο τότε του π. Ευσεβίου. Μαζεύει ιδιαίτερα τα παιδιά, πότε ανάμεσα στα ερείπια της πυρπολημένης εκκλησίας μας, πότε σε κάποιο ερημοκκλήσι, και προσπαθεί με τα λόγια του Θεού να μας απαλύνει τον πόνο, να μας δώσει λίγη ελπίδα και χαρά…
» Ο ζήλος του να μας προσφέρει περισσότερα, να μας δώσει περισσότερη χαρά, να μεγαλώσει μέσα μας την πίστη, που είναι η “άγκυρα της ψυχής η ασφαλής και βεβαία” τον κάνει να πρωτοστατήσει το καλοκαίρι του 1946 να πάμε όλα τ’ αγόρια των Καλαβρύτων από 10 έως 16 περίπου ετών σε κατασκήνωση.
» Στην κατασκήνωση ήταν ο στοργικός πατέρας όλων μας… Για πολλούς από μας η κατασκήνωση εκείνη έβαλε τα θεμέλια και σφράγισε τη μετέπειτα ζωή μας».
Παράλληλα αυτά τα χρόνια φοιτούσε και στο Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο αργότερα (από το 1948 έως το 1950) με τη δραστηριότητα και το ζήλο που τον διέκριναν, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ανοικοδόμηση της Μονής….
Το 1951, έρχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή. Χάρη στο ταπεινό του ήθος κατόρθωσε να μη διαγραφεί από τη Μονή της μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του Αγιολαυριώτης ιερομόναχος.
* * *
Το 1952 χειροτονείται Πρεσβύτερος στον ιερό ναό της Καπνικαρέας από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρό Αγαθόνικο.
Τον επόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ως εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών, όπου, όπως ο ίδιος πίστευε, θα εργαζόταν μέχρι το τέλος των σπουδών του. Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Τον προόριζε να γίνει παρηγορία και στηριγμός των πονεμένων ανθρώπων στην Αθήνα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Το ίδιο έτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Θεόκλητος, τον έκανε Πνευματικό, και του απένειμε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου. Έκτοτε ασκούσε το επίπονο έργο της πνευματικής πατρότητας μέχρι το τέλος της ζωής του.
«…Αυτή η τοποθέτησή του στο Ιπποκράτειο δίνει το στίγμα του Γέροντα: Να αποβεί στύλος και εδραίωμα, παρηγοριά και ενίσχυση των πονεμένων ανθρώπων…
» Το έργο του μακαριστού Γέροντα στο Ιπποκράτειο είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Τέτοια προσφορά στο θυσιαστήριο και στην εξομολόγηση δε συναντούμε εύκολα. Όσοι έτυχε να νοσηλευτούν στο Ιπποκράτειο σίγουρα θα ξεχάσουν κάποτε και τις νοσοκόμες που τους υπηρέτησαν και τους γιατρούς που τους θεράπευσαν. Τη γλυκειά μορφή του Γέροντα όμως κανένας ποτέ δε θα ξεχάσει. Αυτό το άκουσα από πολλούς…» γράφει ο π. Ευέλθων Οικονόμου στο άρθρο του «Αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Γιαννακάκης».
Τριανταπέντε σχεδόν χρόνια έζησε μέσα στο νοσοκομείο ο π. Ευσέβιος σαν ασκητής. Ήταν ένα άνθος της ερήμου μέσα στον κόσμο. Για να βρίσκεται συνεχώς κοντά στους αρρώστους, προτίμησε να μένει μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν στην ταράτσα του παλαιού κτιρίου. Ήταν φτωχό και απέριττο… ο εξοπλισμός του ένα σιδερένιο κρεββάτι, ένα κομοδίνο νοσοκομειακό κι ένα τραπεζάκι. Χωρίς καν βοηθητικό χώρο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση.
Το φαγητό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν νοσοκομειακό. Πολλές φορές έκλεινε η τραπεζαρία και έμενε νηστικός. Και όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τροφή για κείνον ήταν η ανακούφιση, η χαρά και η πνευματική ωφέλεια των ασθενών.
Με σπάνια συναίσθηση ευθύνης, με αυταπάρνηση και ένθεο ζήλο, δόθηκε στη διακονία των πονεμένων. Στόχος και διαρκής μέριμνά του ήταν η θεραπεία της ψυχής και του σώματος με τα σωστικά μέσα της θείας χάριτος: την προσευχή, το λόγο του Θεού, τις ευχές της Εκκλησίας, και κυρίως τη συμμετοχή στη λατρευτική και Μυστηριακή ζωή. Διακαής πόθος του ήταν να εξομολογούνται και να κοινωνούν οι άρρωστοι. Επάνω σ’ αυτό το χρέος θυσιαζόταν.
Την ανεκτίμητη προσφορά του στο νοσοκομείο εξαίρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος:
«Ο π. Ευσέβιος ηνάλωσε εαυτόν, εργαζόμενος ως Εφημέριος μεγάλου Νοσοκομείου επί 24ώρου βάσεως! Ίσως είναι η μοναδική περίπτωσις νοσοκομειακού ιερέως, ο οποίος έζησε όλα αυτά τα χρόνια της διακονίας του σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο μέσα στο Νοσοκομείο, δίπλα στους θαλάμους των ασθενών, πολύ κοντά όχι μόνο στον άρρωστο, αλλά και στον ιατρό και στο νοσηλευτικό προσωπικό. Ημέρα και νύκτα τα βογγητά των πονεμένων ήσαν η μόνιμη συντροφιά του. Αλλά συγχρόνως και το διαρκές ερέθισμα για εκτενείς δεήσεις, για αδιάλειπτη προσευχή και για μια αδιάκοπη προσφορά υπηρεσιών… Ζυμώθηκε με τον πόνο! Και αγάπησε τον πονεμένο!»5.
Εφάρμοζε την προσωπική ποιμαντική επικοινωνία με τους ασθενείς. Περνούσε καθημερινά από όλους τους θαλάμους, πλησίαζε τον κάθε άρρωστο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει πνευματικά.
Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως των ψυχών, της αγάπης και της διακρίσεως. Ήταν ο χαρισματούχος Πνευματικός. Διέβλεπε τον πνευματικό κόσμο των ασθενών και πολλές φορές μ’ ένα του λόγο τους έφερνε σε μετάνοια. Οι άρρωστοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, εξομολογούνταν -οι περισσότεροι για πρώτη φορά. Μόνο οι αιρετικοί δεν δέχονταν. Είναι χιλιάδες οι ψυχές που αναγεννήθηκαν κάτω από το πετραχήλι του Γέροντα όλα αυτά τα χρόνια. Και γύριζαν στα σπίτια τους νέοι άνθρωποι, ζώντας την εν Χριστώ ζωή, χάρη στην εργασία που έκανε ο π. Ευσέβιος στην ψυχή τους. Είτε έφυγαν έτοιμοι για τον Ουρανό.
Ζυμωμένος με τη θεία Λατρεία στο Μοναστήρι, φρόντισε να εισαγάγει τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας στο νοσοκομείο, το οποίο δεν είχε αρχικά ναό.
Τελεί το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στους θαλάμους, την ακολουθία του Αγιασμού κάθε πρώτη του μηνός και την Παράκληση της Παναγίας κάθε Παρασκευή στους διαδρόμους των τμημάτων του νοσοκομείου. Ακούραστος σε προσφορά είχε καθιερώσει την περιφορά και λιτάνευση της εικόνος σε όλο το νοσοκομείο κατά τις μεγάλες εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Αγίου Λουκά, του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή, του Σταυρού κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Περνούσε από κάθε κλίνη. Τα Θεοφάνεια άγιαζε προσωπικά τον κάθε άρρωστο και όλο το νοσοκομείο, και την Μεγάλη Τετάρτη έχριε όλους τους ασθενείς με το Άγιο έλαιο. Και όλα αυτά, για να παρηγορούνται και να χαίρονται οι ασθενείς….
Την παραμονή κάθε θείας Λειτουργίας ο π. Ευσέβιος ετοίμαζε το ναό με τη βοήθεια ευλαβών αδελφών και διοικητικών υπαλλήλων του νοσοκομείου. Με περισσή επιμέλεια ευπρέπιζε το Ιερό. Ένα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και ένα άλλο μικρότερο ως αγία Πρόθεση. Λειτουργούσε με Αντιμήνσιο.
Ο ταπεινός διάδρομος χάρη στην αγιωσύνη του Αγιολαυριώτη Ιερομονάχου μετατρεπόταν σε επίγειο ουρανό. Ασθενείς πολλοί κατέβαιναν εκεί να εκκλησιασθούν, ιατροί, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, εργαζόμενοι νέοι και φοιτητές που έψαλλαν.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος γράφει σχετικά:
«Κατά την διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής (1956-1960), ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχα την ευκαιρία να εκκλησιάζωμαι συχνά σ’ ένα ιδιότυπο Ναό. Στο υπόγειο του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου, και ακόμη πιο συγκεκριμένα, στο διάδρομο του Ακτινολογικού τμήματος, ο πολυσέβαστος π. Ευσέβιος Γιαννακάκης, Εφημέριος του Νοσηλευτικού εκείνου Ιδρύματος, κάθε Κυριακή πρωί τελούσε την θεία Λειτουργία… Νεαρός φοιτητής έτρεχα εκεί, δια να εκκλησιασθώ. Δεν ήτο η λαμπρότης του Ναού το ερέθισμα. Κίνητρο και ερέθισμα ήσαν η ταπεινή ψυχή του λειτουργού ιερέως! Ο π. Ευσέβιος ήτο δι’ εμέ ένας πνευματικός μαγνήτης! Η αγία μορφή του και η εν γένει σεμνή λειτουργική του παράστασις απετέλουν δι’ εμέ ένα πρότυπο ζωής»6.
Χάρη στις προσευχές του και στις ακάματες προσπάθειές του, παρά τις αντιδράσεις, θεμελιώθηκε ο Ιερός Ναός του νοσοκομείου το Φεβρουάριο του 1958, σε καίρια γωνιακή θέση επί της Βασιλίσσης Σοφίας…. «Η μεγάλη χαρά για το ναό εξουδετέρωνε το κρύο», όπως έλεγε ο π. Ευσέβιος. Ο Ναός εγκαινιάσθηκε το 1965.
Αργότερα, ο ίδιος και με εισφορές πνευματικών του τέκνων φρόντισε να κοσμηθεί ο Ναός με ωραίο σκαλιστό μαρμάρινο τέμπλο και θαυμάσιες αγιογραφίες.
Λειτουργούσε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα το πρωί 4.30-7.30 π.μ.., για να κοινωνήσουν εγκαίρως οι ασθενείς, και να προλάβει το προσωπικό του νοσοκομείου και άλλοι εργαζόμενοι και φοιτητές που σύχναζαν εκεί, να εκκλησιασθούν. Κατέβαινε από τις τέσσερις για την προσκομιδή. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα. Όταν τελείωνε η θεία Λειτουργία ανέβαινε με το Άγιο Ποτήριο στους θαλάμους να κοινωνήσει στην κλίνη τους όλους εκείνους που είχε εξομολογήσει και προετοιμάσει κατάλληλα.
Αδελφές του νοσοκομείου και ιατροί ομολογούν ότι πολλάκις συνέβη, όταν μετέβαινε ο π. Ευσέβιος να κοινωνήσει κάποιον άρρωστο, εκείνος να έχει πέσει σε κώμα. Τον βεβαίωναν ότι δεν έχει πλέον καμιά επικοινωνία. Ο π. Ευσέβιος αμίλητος πλησίαζε τον ασθενή, τον σταύρωνε με το Άγιο Ποτήριο, τον προσφωνούσε με το όνομά του και τον καλούσε να πάρει το Χριστό, «το Μεγάλο Γιατρό». Εκείνος άνοιγε τα μάτια του, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, έκανε το σταυρό του και κοινωνούσε με πόθο τα Άχραντα Μυστήρια. Ανελάμβανε από την ασθένειά του παρ’ ελπίδα και μετά από λίγες μέρες αναχωρούσε για το σπίτι του. «Να, η δύναμις των Μυστηρίων, η δύναμις της Εκκλησίας μας», έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ευσέβιος δίνοντας δόξα στο Θεό….
Διακονούσε στο Μυστήριο της σωτηρίας των ανθρώπων με όλη του την ύπαρξη. Γι’ αυτό το σκοπό υποβαλλόταν σε κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεις ή το πολύ τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Μερικές φορές και καθόλου. Συνέβη, επιστρέφοντας στις 3.30 μ. μεσον, από αγρυπνία που είχε τελέσει στο Μοναστήρι του στον Ωρωπό, να εξομολογήσει κάποιον άρρωστο, που μόλις τότε το είχε αποφασίσει, και που το πρωί θα έμπαινε στο χειρουργείο. Δύο ώρες κράτησε η Εξομολόγηση. Ήταν ήδη έξι το πρωί, όταν ο Γέροντας έμπαινε στο κελλί του. Σε λίγο θα άρχιζε μια καινούργια ημέρα με το δικό της φόρτο εργασίας. Εκείνος όμως δόξαζε το Θεό για τη μετάνοια και τη σωτηρία αυτής της ψυχής. Δεν υπολόγιζε τον κόπο. Άλλωστε, όπως συνήθιζε να λέει, «η κούρασις ξεκουράζει»!
Επί είκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) εξομολογούσε τα κωφάλαλα παιδιά της Σχολής Κωφών και Βαρυκόων στους Αμπελοκήπους, και λειτουργούσε κατά διαστήματα στον Άγιο Λουκά, από το 1960 έως το 1986 για να κοινωνήσουν. Επί δώδεκα περίπου έτη εξομολογούσε τις σπουδάστριες στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών στους Αμπελοκήπους και λειτουργούσε σε μια αίθουσα της Σχολής για να κοινωνήσουν. Την ίδια επίσης πνευματική διακονία έκανε και στη Σχολή Μαιών κοντά στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα.
Ακτήμων σε όλη του τη ζωή και αφιλοχρήματος ο π. Ευσέβιος ουδέποτε απέκτησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομά του και ούτε είχε ποτέ βιβλιάριο καταθέσεων σε επίγειες τράπεζες. Βοηθούσε οικονομικά τους άπορους ασθενείς. Συνήθιζε να τοποθετεί διακριτικά κάτω από το προσκέφαλό τους ένα φακελάκι με χρήματα.
Η μαρτυρία του κ. Μ. Καρβελά -προϊστάμενου τότε της οικονομικής υπηρεσίας του Ιπποκρατείου, και στη συνέχεια διευθυντού στα νοσοκομεία Συγγρού και Γενικό Κρατικό- είναι αποκαλυπτική:
«Μπορείτε να φαντασθείτε έναν π. Ευσέβιο εντελώς ανάργυρο; Μισθό δεν πήρε ποτέ από το ταμείο του νοσοκομείου, τουλάχιστον μέχρι το 1957 που ήμουν εγώ εκεί. Είχε συνεννοηθεί με τον ταμία, ο οποίος πλήρωνε στους έχοντας ανάγκη ασθενείς διάφορα ποσά από το μισθό του π. Ευσεβίου με σημειώματα του ιδίου. Έτσι, πολύ συχνά ο μισθός του είχε ήδη εξαντληθεί πριν από την ημέρα της πληρωμής. Η κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου είχε το Γέροντα σαν σανίδα σωτηρίας για τα οικονομικά προβλήματα των ασθενών.
»Τα χρήματα που του έδιναν οι πιστοί για το έργο του δεν τα κρατούσε. Όριζε πρόσωπα, συνεργάτες, διαχειριστές. “Έτσι, μου έλεγε, αισθάνομαι ελεύθερος”. Όταν είχε χρήματα ήταν σαν να τον ενοχλούσαν…»7.
* * *
Επί τρεις και πλέον δεκαετίες το Ιπποκράτειο υπήρξε καταφύγιο ψυχών και πολυσύχναστη πνευματική κυψέλη, χάρις στην αγιωσύνη του Γέροντα. Σύχναζαν εκεί οι φιλακόλουθοι, οι φιλομόναχοι και πολλές χριστιανικές οικογένειες… νέοι δε πάρα πολλοί, εργαζόμενοι και φοιτητές.
Στο ναό του Αγίου Λουκά τελούνταν κανονικά όλες οι ιερές ακολουθίες, Θείες Λειτουργίες και συχνά αγρυπνίες. Το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο έγινε μια όαση πνευματική στην έρημο της Αθήνας, λιμάνι όχι μόνο για τους ασθενείς και τους οικείους τους, αλλά και για χιλιάδες ψυχές που έβρισκαν εκεί τον διακριτικό εξομολόγο, το χαρισματούχο Γέροντα, τον αφοσιωμένο Λειτουργό.
Εκτός από την Εξομολόγηση των ασθενών αφιέρωνε πολλές ώρες της ημέρας στην Εξομολόγηση των εξωτερικών που καθημερινά πλήθαιναν. Εξομολογούντο κοντά του άνθρωποι κάθε ηλικίας και τάξεως. Επιστήμονες και άνθρωποι ολιγογράμματοι, φοιτητές και φοιτήτριες, εργαζόμενοι νέοι, ηλικιωμένοι και παιδιά, όλοι αναπαύονταν κοντά του. Κληρικοί όλων των βαθμών και μοναχοί τον είχαν Πνευματικό τους.
Ο διακριτικός Γέροντας «έβλεπε» βαθειά στην ψυχή του εξομολογουμένου. Έκανε τη σωστή διάγνωση και εφάρμοζε την κατάλληλη θεραπεία. Ήταν επιεικής, αλλά και αυστηρός εκεί που έπρεπε.
Ο π. Ευσέβιος δεν ήταν απλώς ο εξομολόγος και πνευματικός οδηγός των πιστών που κατέφευγαν κοντά του. ήταν αληθινός Πατέρας. Η αγάπη του για τα πνευματικά του παιδιά ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Όλοι τον εμπιστεύονταν και τον έκαναν κοινωνό των προβλημάτων τους. Ο π. Ευσέβιος τα ένιωθε και τα ανελάμβανε σαν δικά του.
Μεγάλη ευλογία ερχόταν σε όλους με την προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικά ή οικογενειακά, έπαιρναν καλή πορεία και τακτοποιούνταν. Η συμμετοχή του στα προβλήματα των πνευματικών του τέκνων δεν περιοριζόταν μόνο στην προσευχή. Συμπαραστεκόταν άμεσα και από κοντά.
Ως γνήσιος Πατέρας στήριζε όχι μόνο ηθικά αλλά και υλικά τους νέους που σπούδαζαν. Έδινε συχνά χρήματα σε φοιτητές, ανεξαρτήτως αν ήταν ή όχι πνευματικά του τέκνα. «Ευλογία, ευλογία, έλεγε, και μην το πεις σε κανέναν… Όταν έχεις ανάγκη παιδί μου, εδώ να έρχεσαι». Τους έδινε ακόμη και το φαγητό του. Είχε νοικιάσει μαζί με τον παλαιό συμμοναστή του αρχιμανδρίτη π. Ηλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ένα σπίτι, κοντά στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, για να στεγάζονται φοιτητές από την επαρχία.
Ο άγιος Γέροντας, ως πνευματικός Πατέρας, ήταν ανεξάντλητος στην προσφορά αγάπης προς τις οικογένειες. Δεν περιοριζόταν μόνο στην πνευματική καθοδήγηση, αλλά στήριζε και υλικά τις οικογένειες που είχαν ανάγκη. Επί χρόνια ολόκληρα πλήρωνε το ενοίκιο άπορων οικογενειών. Και με πολλή στοργή περιέβαλλε παιδιά ορφανά από πατέρα ή μητέρα. Φρόντιζε για όλες τις ανάγκες τους.
Σ’ όλη του τη ζωή τόνιζε την αναγκαιότητα του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως. «Άριστο είναι να έχει όλη η οικογένεια ένα Πνευματικό πατέρα» έλεγε, που να γνωρίζει τα θέματά της και να προσεύχεται, και με την ευλογία του όλα τα μέλη να κοινωνούν συχνά των Αχράντων Μυστηρίων. Εκεί είναι η χαρά και η ειρήνη.
* * *
Ο π. Ευσέβιος είχε το χάρισμα της ιεραποστολής από το Θεό. Ο ζήλος για την οικοδομή και τη σωτηρία των συνανθρώπων του τον κατέτρωγε. Το να «ευαγγελίζεται» ήταν ανάγκη της ψυχής του. Γι’ αυτό και δεν άφησε κενό σε όλη του τη ζωή στο έργο της πνευματικής σποράς. Από το 1958 μέχρι το τέλος της διακονίας του στο νοσοκομείο, λειτουργούσαν Κατηχητικά Σχολεία (Κατώτερο, Μέσο και Ανώτερο) και κύκλοι νέων και νεανίδων στον Άγιο Λουκά.
Ο π. Ευσέβιος ήταν πολύ αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ασκητικός και αθόρυβος. Εν τούτοις είλκυε κοντά του πλήθος νέων ανθρώπων, οι οποίοι τον αγαπούσαν και έτρεφαν προς το πρόσωπό του απέραντο σεβασμό και αφοσίωση. Ήταν ο φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα παιδαγωγός.
Ο Μητροπολίτης Ύδρας κυρός Ιερόθεος, ο ασκητικός εκείνος Ιεράρχης, έγραφε:
«Η πραεία μορφή του, η ταπεινή καρδία του, η πλήρης αγάπης προσωπικότης του, η κατανυκτική ατμόσφαιρα την οποία εδημιούργει περί το πρόσωπόν του, η χάρις των καθημερινών μυσταγωγιών είλκυον ως μαγνήτης πλήθος πιστών, νέων επί το πλείστον, και ο κύκλος των αφοσιωμένων εις αυτόν πνευματικών τέκνων διαρκώς διηυρύνετο… Ο π. Ευσέβιος είχεν επιτύχει, παρά το φιλέρημον και εσωστρεφές ήθος του, να διανοίξει -θαυμάσιον επίτευγμα- δρόμους και ορίζοντας φωτεινούς και θεαυγείς δια την νεότητα, η οποία τον ηκολούθει με απόλυτον εμπιστοσύνηv»8.
Οι κατά καιρούς διευθυντές της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής συνιστούσαν στους ιεροσπουδαστές να πηγαίνουν στον π. Ευσέβιο για Εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Για χάρη τους ο Γέροντας έκανε σύναξη κάθε Πέμπτη απόγευμα, που είχαν έξοδο από τη σχολή τους. Είναι πάρα πολλοί οι ιερείς οι οποίοι κατά την περίοδο των σπουδών τους μαθήτευσαν «παρά τους πόδας»9 του π. Ευσεβίου, ο οποίος καλλιέργησε μέσα τους το γνήσιο Ορθόδοξο ήθος και εκκλησιαστικό φρόνημα.
Πολλοί νέοι, σήμερα Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, ιερομόναχοι και πρεσβύτεροι, σύχναζαν ως φοιτητές στο Ιπποκράτειο. Ο π. Ευσέβιος ήταν το ιερό πρότυπό τους. Ο π. Ευσέβιος αξιώθηκε από το Θεό να προσφέρει στην Εκκλησία πολλά πνευματικά του τέκνα, στην ψυχή των οποίων είχε εργασθεί για την καλλιέργεια του ιερατικού ζήλου.
Με τη χάρη του Θεού το Ιπποκράτειο είχε γίνει επί τρεις δεκαετίες φυτώριο ιερατικών και μοναχικών κλίσεων.
* * *
«Να μπορούμε ν’ αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με δοξολογία εις τον Θεόν. Με το δόξα σοι ο Θεός.
Όλα βοηθάνε το Χριστιανό. Και οι αρρώστειες και οι πειρασμοί και οι δυσκολίες. Αρκεί να τα αντιμετωπίζει με πλήρη την πεποίθηση και την εμπιστοσύνη ότι όλα τα κατευθύνει η αγάπη του Θεού».
Από τις Διδαχές του Γέροντος Ευσεβίου
ΚΤΙΤΩΡ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ
Αληθινός Μοναχός ο ίδιος και πλήρης θείας Χάριτος αναδείχθηκε εμπνευστής Ιερατικών και Μοναχικών κλίσεων. Ασκητικός, ταπεινός, γλυκύς και πράος έγινε ο έμπειρος και απλανής Νυμφαγωγός πολλών ψυχών που ποθούσαν την αγγελική ζωή και πολιτεία.
Εραστής του Μονήρους κατά Θεόν βίου υπήρξε εμπνευσμένος διοργανωτής Κοινοβίων. Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία και διακονία του στο Νοσοκομείο, ίδρυσε και εκ βάθρων ανήγειρε την Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου στο Μαρκόπουλο Ωρωπού, όπου αναλώθηκε επί είκοσι έτη (1967-1987) ως Κτίτωρ και πνευματικός Πατέρας.
Παράλληλα με την εξαντλητική εργασία και διακονία του στο Νοσοκομείο, είχε την ευθύνη όχι μόνον της πνευματικής καθοδήγησης και προετοιμασίας των υποψηφίων Μοναζουσών, αλλά και των κτηριακών εργασιών της Μονής. Αφιέρωσε το Μοναστήρι στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία υπερεπαρκείτο.
Έγραφε στις σημειώσεις του:
«Είναι εντελώς δικό Σου το έργο των Εισοδίων, Κύριε… Δικές μας είναι μόνον οι αδυναμίες και οι αμαρτίες. Και με την δική Σου μακροθυμία και την δική Σου αγάπη προσφέρουμε όσο μπορούμε τον εαυτόν μας»….
Η Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου ήταν το δημιούργημα της καρδιάς του Γέροντα. Έργο ζωής, το οποίο πολύ αγάπησε…
* * *
Το 1987, που ο π. Ευσέβιος είχε πλέον συνταξιοδοτηθεί, η Πρόνοια του Θεού οδήγησε τα βήματά του στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων που επιθυμούσαν να μονάσουν.
Ο Σεβασμιώτατος Άγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστή ευλογία την άφιξη του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολή του. Τον περιέβαλε με πηγαία υιική αγάπη και του έδειξε δυο Μοναστήρια της Επαρχίας του. Ο ιερός λόφος του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε τον Γέροντα, ώστε να επιλέξει το ερειπωμένο Μετόχι της Ι. Μ. Ταξιαρχών, για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότης.
Τον Νοέμβριο του 1987, το έως τότε Μετόχι μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Με την ουσιαστική ηθική και υλική βοήθεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Αμβροσίου, το παλαιό κτήριο ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.
Ο ερχομός του π. Ευσεβίου στη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θεωρήθηκε από την τοπική Εκκλησία και τους πιστούς ευλογία Θεού και δώρο του Ουρανού. Μέσα στα οκτώ χρόνια που έζησε εκεί -κατά κοινή ομολογία- αναμόρφωσε πνευματικά την Αιγιάλεια με τις κατανυκτικές θείες Λειτουργίες, τις Αγρυπνίες, την Εξομολόγηση, το εμπνευσμένο κήρυγμά του και τις κατ’ ιδίαν πατρικές νουθεσίες. Αγαπήθηκε πολύ από το λαό του Θεού, που στο πρόσωπο του αγιασμένου Γέροντα βρήκε τον πονετικό πατέρα ο οποίος συνέπασχε μαζί του.
Η ανεπάρκεια του χώρου για τις λειτουργικές ανάγκες της Αδελφότητος ανάγκασαν τον Γέροντα στα 77 του χρόνια να αποδυθεί σ’ ένα τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση της νέας Μονής με μοναδικό εφόδιο την ακράδαντη πίστη του στο Θεό. Η ανέγερση της νέας Μονής ήταν ένα παρατεινόμενο θαύμα, αφού χρήματα δεν υπήρχαν, και η νεοσύστατη Μονή δεν είχε καμιά περιουσία.
Ο Γέροντας, έχοντας άνωθεν πληροφορία ενθάρρυνε τις Μοναχές: «Μην ανησυχείτε. Ο Άγιος Ιωάννης προπορεύεται. Εκείνος θα το κτίσει. Έχει ένα ιδιαίτερο ταμείο για μας και όταν χρειαζόμαστε μας δίνει…». Το κτήριο θεμελιώθηκε το 1991, και το 1995 που ο Γέροντας εκοιμήθη, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.
Είναι σημαντικό το ότι όλοι σχεδόν οι εργαζόμενοι στη Μονή (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), συγκινημένοι από την πατρική αγάπη και το άγιο παράδειγμά του εξομολογήθηκαν κοντά του, καθώς και οι οικογένειές τους.
Ο έμπειρος στη μοναχική ζωή και ηγιασμένος Γέροντας οργάνωσε το ιερό Κοινόβιο σύμφωνα με τις αρχές του γνήσιου Ορθόδοξου Μοναχισμού και τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο ίδιος με την οσία ζωή του ήταν κανών και τύπος αληθινού Μοναχού και με τις άγιες νουθεσίες του καλλιεργούσε και καθοδηγούσε ακάματα τις Μοναχές στην στενή τρίβο της Αγγελικής πολιτείας.
Χιλιάδες άνθρωποι ανέβαιναν έως εκεί για να ωφεληθούν από τον άγιο Γέροντα. Η γλυκιά και οσιακή μορφή του μετέδιδε Χάρη. Κοντά του οι ψυχές ειρήνευαν και γεύονταν αγιοπνευματική χαρά. Η φιλοξενία του αρχοντική, παροιμιώδης.
Οι πάντες ένιωθαν την ειλικρινή αγάπη του. Ο καθένας ένιωθε ότι ο Γέροντας τον αγαπούσε περισσότερο. Γιατί είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για όλους. Είχε πολλή παρρησία στο Θεό. η προσευχή του έλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ανίατες ασθένειες, φυγάδευε ακάθαρτα πνεύματα, έφερνε την ευλογία του Θεού στον κόσμο. Βαθιά ταπεινός, είχε τα χαρίσματα της διοράσεως και προοράσεως, όμως δεν έδινε σημασία σ’ αυτά. εκεί που εστίαζε την ποιμαντική του ήταν η μετάνοια, την οποία ο ίδιος βίωνε και γι’ αυτό την ενέπνεε.
* * *
Ο Γέροντας είχε όλες τις αρετές του Θεού. Η ψυχή του είχε αγγελική καθαρότητα. Άδολος, αθώος, απλός. Αποκορύφωμα όλων, όμως, η απέραντη αγάπη του και η βαθύτατη ταπείνωσή του. Σύγχρονος νηπτικός Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Γέροντας, είχε το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής.
Η ζωή του ήταν η θεία Λειτουργία, και η μνημόνευση ονομάτων στην αγία Προσκομιδή η προσφιλέστερη απασχόλησή του. Μνημόνευε αμέτρητα ονόματα, επί τέσσερις και πλέον ώρες. Στα 52 χρόνια Ιερωσύνης του ουδέποτε κάθισε στο Ιερό κατά τη διάρκεια του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας. Από τις 4.30 έως τις δώδεκα, που έβγαινε από το Ιερό, ήταν όρθιος και δεν ένιωθε καθόλου κούραση. το Ιερό Βήμα για το Γέροντα ήταν ο πιο ευχάριστος χώρος επάνω στη γη.
Ο ίδιος ζούσε εν μετανοία και γι’ αυτό είχε το χάρισμα να οδηγεί τις ψυχές στη μετάνοια και τη Μυστηριακή ζωή. Ως Πνευματικός πατέρας ήταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τα πνευματικά του τέκνα με το Χριστό και όχι με το πρόσωπό του. Γι’ αυτό και το πνευματικό του έργο συνεχίζεται και μετά την οσιακή κοίμησή του. Ήταν υπέρμαχος της συχνής -κατόπιν βέβαια της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως και καλλιεργούσε τα πνευματικά του τέκνα με αυτό το πνεύμα.
Επειδή είχε σπλάγχνα οικτιρμών και συμπονούσε πολύ τους αρρώστους και προσευχόταν γι’ αυτούς, έλαβε από το Θεό το χάρισμα των ιαμάτων. Η έμπονη προσευχή του άλλαζε τις βουλές του Θεού. Εκατοντάδες είναι τα περιστατικά θαυματουργικής θεραπείας ασθενών.
Ο Γέροντας έβλεπε εν Αγίω Πνεύματι τις ψυχές όπως πραγματικά ήταν, αλλά και πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονταν πολύ μακριά. Γνώριζε τους κρυφούς διαλογισμούς των καρδιών και προγνώριζε γεγονότα πολλά χρόνια προτού συμβούν. Όμως από πολλή ταπείνωση απέκρυπτε επιμελώς τα χαρίσματα αυτά, τα οποία ουδόλως αξιολογούσε. «Το προορατικό και διορατικό χάρισμα δίνονται από το Θεό, αλλά δεν σώζουν τον άνθρωπο, η μετάνοια όμως σώζει, αυτή μας χρειάζεται», έλεγε.
Με τους ασκητικούς αγώνες και τη συνεχή Μυστηριακή ζωή είχε λάβει εξουσία κατά των δαιμόνων. Οι προσευχές του, κυρίως όμως η ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ακάθαρτα πνεύματα.
Η αρετή που κυρίως διέκρινε τον π. Ευσέβιο ήταν η βαθιά ταπείνωσή του. Ζούσε στην αφάνεια και εργαζόταν αθόρυβα για την δόξα του Θεού, τον Οποίο αγαπούσε εξ όλης ψυχής, διανοίας και ισχύος. Ο ίδιος επιμελώς απέκρυπτε τον εαυτό του για τον οποίο είχε πολύ ταπεινή ιδέα. Το ακόλουθο κείμενό του είναι δείγμα της βαθιάς του ταπεινώσεως.
«…Κύριε, Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ, γιατί με αξιώνεις, εμένα τον μικρόν και τον ουτιδανόν και ελάχιστον και αμαρτωλόν να τελώ τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Μου κάνεις, Κύριε, την εξαιρετικήν τιμήν να διακονώ στο άγιόν Σου Θυσιαστήριον… Με αξιώνεις, εμένα τον ταπεινόν και άχρηστον, να τελώ το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Όταν το σκέπτωμαι και το συλλογίζωμαι, Κύριε, τρέμω και δειλιώ. Όταν σκέπτωμαι ότι είμαι υπηρέτης δικός Σου και δίνω στους άλλους την Θεία Σου Χάρι, καθώς και το Σώμα Σου και το Αίμα Σου, χάνομαι και εξαφανίζομαι. Και όταν ακόμη σκέπτωμαι ότι αυτοί, στους οποίους δίδω Σώμα και Αίμα Χριστού, είναι ασυγκρίτως καλύτεροι από μένα, τί να σκεφθώ και τί να πω; Κύριε, ελέησέ με. Ελέησέ με και συγχώρησέ με»10.
Ανεξίκακος συγχωρούσε αμέσως όσους τον έβλαπταν και τους ευεργετούσε, τόσο, που η αγάπη του τους άλλαζε.
«Εμείς ανήκουμε σ’ Εκείνον, και αφού είναι αγαθός, θέλει και οι δικοί Του άνθρωποι να είναι αγαθοί. να κάνουν το καλό.
»Όσο άσχημα κι αν μας φέρονται οι άνθρωποι, όσο κι αν αδικούμαστε, όσο κι αν πνιγόμαστε, εμείς πρέπει να προσέξουμε την ψυχή μας. Καλύτερα σιωπή και προσευχή… Εμείς να στεκόμαστε παραπάνω. με καλωσύνη, με συμπάθεια, με πόνο…»11.
Η υπομονή του στις δυσκολίες, τις ασθένειες και τις θλίψεις ήταν απέραντη. Υποτασσόταν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη στο θέλημα του Θεού. ευχαριστούσε και δοξολογούσε το όνομά Του ακόμη και στις πιο οδυνηρές και δύσκολες ώρες της ζωής του. Το «δόξα Σοι ο Θεός» δεν έλειπε από τα χείλη του.
Το Οσιακό τέλος του
Παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να λειτουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του και να αυτοεξυπηρετείται μέχρι τέλους. Και ο Θεός του τα χάρισε και τα δύο. Η τελευταία Θεία Λειτουργία ήταν σαράντα ημέρες προ της οσιακής κοιμήσεώς του στις 8 Μαΐου, εορτή του προστάτου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Την αγία ζωή του σφράγισε το κατά πάντα οσιακό τέλος του το οποίο και προγνώρισε. Αντιμετώπισε την οδυνηρή νόσο του καρκίνου με θαυμαστή καρτερία και δοξολογία στο Θεό. Μέσα στους φρικτούς πόνους του ακατάπαυστα εδόξαζε τον Θεό: «Δόξα Σοι ο Θεός. Δόξα Σοι ο Θεός. Σ’ ευχαριστώ Κύριε! Ελέησέ με, Κύριε, και συγχώρησέ με! Δούλος δικός Σου είμαι…».
Καθημερινά κατέφθαναν από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από το εξωτερικό τα πνευματικά του παιδιά να πάρουν την ευχή του για τελευταία φορά. Ήλθαν Αρχιερείς, ιερείς, μοναχοί και μοναχές. Παρά τους αφόρητους πόνους του όλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε αθόρυβα όλα τα θέματα της Αδελφότητος. Άφησε και γραπτώς τις τελευταίες του υποθήκες προς τις Μοναχές.
Είχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Ευλογούσε και συμβούλευε πατρικά, συγχωρούσε από την καρδιά του, ζητούσε πρώτος συγγνώμη και ευχαριστούσε όλους. «Όλους τους ευχαριστώ… θα προσεύχομαι για όλους όσους θα έρχονται στο Μοναστήρι…». Συμβούλευε τις Μοναχές για ενότητα και αγάπη. Προσευχόταν ακατάπαυστα.
Επί ένδεκα συνεχείς ημέρες ετελείτο Αγρυπνία στη Μονή και ο π. Ευσέβιος περίμενε με πολλή λαχτάρα κάθε φορά τη Θεία Κοινωνία.
Μιλούσε ανοικτά και χωρίς φόβο για το θάνατό του: «Το μοναδικό ταξίδι, το υπέροχο, το άφθαστο ταξίδι»!
Την περισσότερη ώρα έμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στην προσευχή και στις ουράνιες θεωρίες, σήκωνε πού και πού το εξαντλημένο χέρι του και προσπαθούσε να κάνει το σταυρό του.
Ξημέρωνε η 19η Ιουνίου, ημέρα Δευτέρα. Η θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στις 2 το πρωί. Ο Γέροντας, αν και ήταν τόσο βαριά, κατέβασε τα πόδια του από την κλίνη και κοινώνησε καθιστός για τελευταία φορά. Από σεβασμό, ούτε μία φορά δεν κοινώνησε ξαπλωμένος.
Ήταν πανέτοιμος. Η ώρα που θα έφευγε πλησίαζε. Βαθιά σιγή επικρατούσε στο κελλί του.
Στις έξι το πρωί ο Γέροντας είπε με φωνή μισοσβησμένη:
«Φεύγω… Λειβάδια! Λειβάδια!».
Οι μοναχές πήραν την ευχή του για τελευταία φορά. Η ώρα ήταν 9 π. μ., όταν έφερε το βλέμμα του γύρω, τις κοίταξε, έπλεξε με κόπο τα δάκτυλα των χεριών του μεταξύ τους, για να δείξει την ενότητα, και τους είπε ψιθυριστά:
«ενωμένες, ενωμένες, ενωμένες και αγαπημένες. Πάντα μαζί, όλοι μαζί, εκεί στο θρόνο του Θεού μαζί».
Μετά από λίγο τον άκουσαν να λέει:
«Όλα λάμπουν, όλα λάμπουν, όλα λάμπουν».
Στις 10.15 π.μ., ο Γέροντας ανάσαινε με πολλή δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρά το κεφάλι του, κοίταξε ψηλά και δεξιά με μια έκφραση ευχαρίστου εκπλήξεως. Το πρόσωπό του έλαμψε.
«Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» είπε, και η ψυχή του πέταξε στα ουράνια σκηνώματα.
Η κηδεία του ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η καλή έξωθεν μαρτυρία του λαού του Θεού για τον άγιο Γέροντα που αναλώθηκε στο βωμό της αγάπης. Χιλιάδες λαού, απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος πέρασαν από το απέριττο φέρετρό του αποδίδοντας τον ύστατο χαιρετισμό. Επτά Αρχιερείς, πολλοί ιερείς και διάκονοι κι ένα πλήθος μοναχών και μοναζουσών επικεφαλής του λαού κατευόδωσαν το Γέροντα στο ύστατο ταξίδι…
Πλάι στο ιερό του Καθολικού εναποτέθηκε το σεπτό σκήνωμά του, για ν’ αναπαυθεί από τους κόπους του.
Επικήδειος λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. κ. Αμβροσίου:
«Στη φοβερή δοκιμασία του σεισμού και της εξ αυτού καταστροφής, Σεβασμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί και Πατέρες, προστίθεται ήδη μια ακόμη δοκιμασία στη Μητρόπολή μας. Μια πνευματική δοκιμασία, που μας συγκλονίζει εσωτερικά.
»Ο σεισμός άφησε πίσω του νεκρούς, τραυματίες, χήρες, ορφανά και ερείπια. Αυτή την ώρα χρειάζονται οι άνθρωποι του Θεού, για να είναι παρηγοριά σ’ αυτούς που επλήγησαν από τη σφοδρά επίθεση του σεισμού.
»Αυτή την ώρα που χρειαζόμαστε τον π. Ευσέβιο, για να γαληνεύει την ψυχή μας, για να μας ενώνει με τον Θεόν, για να μας μεταφέρει την Χάριν Του μέσα από ένα αμόλυντο αγωγό, που ήταν ο ίδιος, αυτή την ώρα έχουμε την πρόσθετη δοκιμασία. Απορφανιζόμεθα. Στερούμεθα τον Γέροντα, τον Πατέρα, τον Πνευματικό. Τον στερείται η Μονή προεχόντως, η επαρχία μας, η Μητρόπολις, ο Επίσκοπος και όλοι εκείνοι οι οποίοι ήρχοντο εδώ, για να πάρουν συμβουλήν, άφεσιν και αγιασμόν εις την ψυχήν τους. Ορφανεύουμε σήμερα… Έτσι θέλησε ο Θεός… “Ως τω Κυρίω έδοξε, ούτω και εγένετο. Είη το Όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος”.
»Σήμερα επισφραγίζεται -και ζητώ την επιείκειάν σας να αναφερθώ σε προσωπικά βιώματα- σήμερα επισφραγίζεται μία σχέσις προσφοράς και αντιδόσεως με τον σεβαστό πατέρα Ευσέβιο.
»Τον γνώρισα το έτος 1956, λήγοντος του ’56, όταν ως πρωτοετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής έζησα εις την περιοχήν των Αμπελοκήπων σε εκκλησιαστικό χριστιανικό φοιτητικό οικοτροφείο, και εκεί κοντά ήταν το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Έζησα την εμπειρία του εκκλησιασμού στο υπόγειο του Νοσοκομείου, στη συμβολή δύο διαδρόμων, όπου επήγνυτο ένα πρόχειρο Θυσιαστήριο και όπου εκεί ο π. Ευσέβιος τελούσε την αναίμακτο Μυσταγωγία.
»Υπήρχαν πολλές εκκλησίες στην Αθήνα, με ωραίες χορωδίες, με άνεση, αν θέλετε με ωραίο κήρυγμα, αλλά πολύ συχνά, τις πιο πολλές φορές, τα βήματά μου ωδηγούντο στο Ιπποκράτειο, στο διάδρομο, στο υπόγειο του νοσοκομείου, έξω από το ακτινολογικό. Εκεί, που -ας κάνω μια εξομολόγηση- δεν με ευχαριστεί η ατμόσφαιρα, γιατί, όταν μπαίνω σ’ ένα νοσοκομείο, με πειράζει, με στενοχωρεί η οσμή του νοσοκομείου. Παρά ταύτα ο π. Ευσέβιος ήταν η οσμή της Χάριτος του Θεού. Και εκεί, στα βήματα εκείνα τα νεανικά, τα κρίσιμα, ο π. Ευσέβιος έμεινε στην καρδιά μου ένα ιερό σύμβολο, που με σαγήνευε και με ενέπνεε.
»Πέρασαν τα χρόνια. Και μετά από τριάντα περίπου χρόνια, ο π. Ευσέβιος ερχόταν σε μένα. Με την ευσπλαχνία του Θεού βρίσκομαι Επίσκοπος στον τόπο αυτό και εκείνος ζητούσε Μοναστήρι. Και είχα την ευκαιρία να έλθωμε από τη σχέση της πνευματικής προσφοράς, που εκείνος έκανε σ’ έμενα, στην αντίδοση. Του προσέφερα. Τί του προσέφερα όμως; Ένα κτίριο να κατοικήσει. μια Μονή να τη στολίσει. ένα τόπο να τον αγιάσει. Του προσέφερα, εδώ στη Μητρόπολη, ένα αχυρώνα, ένα στάβλο, ένα ερείπιο. Τούτο το Μοναστήρι ήταν ερείπιο. Το μόνο που είχε, ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, που σκεπάζει με τη Χάρη του τον τόπο αυτό, και ένας γέροντας μοναχός, ο π. Βενιαμίν, που έκαιγε ακατάπαυστα εδώ το καντήλι στον Άγιο.
»Και ήταν αχυρώνας το Μοναστήρι, ήταν ερείπιο. Όταν για πρώτη φορά λειτουργήσαμε εδώ, στις 8 Μαΐου του 1987, μετά την αναγγελία της εγκαταστάσεως μιας νέας Αδελφότητος μοναστικής, δεν υπήρχε κάθισμα να καθίσουμε, ποτήρι να πιούμε νερό, φλυτζάνι να πάρουμε ένα καφέ. Ήταν όλα τόσο ερειπωμένα. Αυτό ήταν που του προσφέραμε.
»Εν πάση περιπτώσει, η πνευματική σχέση που υπήρχε, συνεχίσθηκε. Και ήταν εκείνος που σκέπαζε όχι μόνο τον τόπο, αλλά και τη Μητρόπολη και τον Επίσκοπο. Σήμερα αυτή η σχέσις επισφραγίζεται, καθώς επιτελούμε αυτό το ύστατο χρέος. Και ολοκληρώνεται, γιατί εκείνος πορεύεται στον ουρανό. Δεν έχει ανάγκη από τίποτε ανθρώπινο, από καμιά προσφορά, καμιά παρηγοριά ανθρώπινη. Πορεύεται για να πάρει τον μισθό του καλού εργάτου. Θέλω από τη θέση αυτή να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου εκ μέρους όλων εκείνων που από το Αίγιο, από την περιοχή του και από μακρινές αποστάσεις, και από το εξωτερικό ήρχοντο εδώ, για να αγιασθούν κάτω από το δικό του πετραχήλι. Θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη της τοπικής Εκκλησίας, για όσα έδωσε ο ίδιος εδώ, σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που έμεινε κοντά μας.
»Και τελειώνοντας θέλω να πω, ότι ο π. Ευσέβιος φεύγει, αλλά μας αφήνει ένα μήνυμα και ένα μάθημα, ένα σύμβολο. Πάντοτε τον είχα στην καρδιά μου ως το σύμβολο της ταπεινοφροσύνης. Ήταν ο ταπεινός άνθρωπος, που όταν τον έβλεπες, σε καθήλωνε. Ταπείνωνε τον εαυτόν του και τον εκατέβαζε πολύ χαμηλά. Και μέσα σ’ αυτή την κίνηση ήταν όλο το μεγαλείο της ψυχής του.
»Πάντοτε μιλούσε μέσα μου ως το σύμβολο το ζωντανό, το σύμβολο του ταπεινού κληρικού, του ταπεινού ανθρώπου, του ταπεινού εργάτου. και ύστερα του ακαταπόνητου. Πήγαινε στην Αθήνα να δεχθεί την εξομολόγηση των πνευματικών του τέκνων, και μετά από τον κόπον της ημέρας ταξίδευε, ήρχετο στο Μοναστήρι, για να κάνει την Αγρυπνία και να τραβήξει την ακολουθία μέχρι το πρωί. Πόσες φορές δεν τον παρακαλούσα να μην κάνει αυτές τις υπερβολές, αλλά δεν άκουγε, γιατί άκουγε τον επουράνιο Αρχιεπίσκοπο και Αρχιερέα των καρδιών μας.
»Ήταν το σύμβολο της ταπεινοφροσύνης, της αμόλυντης αγάπης και της εργατικότητος.
»Τί κρίμα που σε μια τέτοια ώρα, που τον έχουμε όλοι ανάγκη, ο Θεός τον παίρνει από κοντά μας! Αλλά εμείς εδώ έχομε μια παρηγορία. Κηδεύουμε έναν Άγιο. Και οι Άγιοι δεν εγκαταλείπουν ό,τι έφτιαξαν, ό,τι ηγάπησαν, ό,τι υπηρέτησαν. Με αυτή τη σκέψη γλυκαίνεται ο πόνος της ψυχής μας. Και δεν έχομε παρά να ευχηθούμε να είναι κοντά μας, ασπίδα και προστασία στη Μονή, στη Μητρόπολη, στα πνευματικά του παιδιά, στον τόπο μας ολόκληρο. Αμήν».
Ο τάφος του, σέμνωμα της Μονής, αποτελεί πηγή ευλογίας, παρακλήσεως και ιαμάτων τόσο για τα πνευματικά του τέκνα, όσο και για όλους εκείνους που προσέρχονται εκεί να ζητήσουν την μεσιτεία του.
Μετά την κοίμησή του αμέτρητα είναι τα σημεία που δείχνουν ότι ο όσιος Γέροντας βρήκε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Κυρίου. Οι μοναχές αλλά και οι προσκυνητές ομολογούν ότι η ευλογία και η παρουσία του μακαριστού Γέροντα είναι έντονα αισθητές στη Μονή.
ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Ο ΘΕΟΣ
1. Εφημέριος στον Ιερό Ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας, και ιδρυτικό μέλος της αδελφότητας θεολόγων η «Ζωή». 2. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση, 19 Ιανουαρίου 1996. 3. Προφορική αφήγηση, Ιούνιος 1995. 4. Προφορική μαρτυρία, 22 Ιουνίου 1995. 5. Ευσεβίου Γιαννακάκη (αρχιμ.), «Κοντά στον πόνο και μαζί με τους πονεμένους», Πρόλογος, σ. 8. 6. Ευσεβίου Γιαννακάκη (αρχιμ.), «Κοντά στον πόνο και μαζί με τους πονεμένους», Πρόλογος, σ. 7. 7. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση, Ιούνιος 1996. 8. Γραπτή μαρτυρία, Μάιος 2001. 9. Πράξ. 22, 3. 10. Ημερολογιακές σημειώσεις, 10 Ιανουαρίου 1988. 11. Από τις μαγνητοφωνημένες νουθεσίες του Γέροντα.
“ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ του πολυχαρισματούχου Γέροντος ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ (1910-1995)”