† 30 Δεκεμβρίου 1991
“Εν τη ημέρα, Παρθένε, τη του θανάτου μου, τη φοβερά εκείνη, Συ παράστηθι μόνη βοήθεια την ώραν του χωρισμού εκ του αθλίου μου σώματος, και της ψυχής μου την άνοδον ασφαλή εκ των δαιμόνων διαφύλαξον…” (Τροπάριο – προσευχή του π. Τιμόθεου Τζαννή)
Σχεδόν ένα μήνα μετά το γέροντα Πορφύριο, κοιμήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίων Θεοδώρων, ο μεγάλος σύγχρονος πνευματικός πατέρας της Κρήτης γέροντας Τιμόθεος Τζαννής. Ο γέροντας Πορφύριος τον γνώριζε και του είχε προείπει ότι “θα φύγουν μαζί”.
Σύντομα βιογραφικά
Ο γέροντας γεννήθηκε το 1928 στο μικρό χωριό Κεραμούτσι Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου, και το κοσμικό του όνομα (αυτό δηλ. που είχε πριν γίνει μοναχός) ήταν Κωνσταντίνος. Από παιδί ήταν πολύ πιστός και γεμάτος αγάπη και καλοσύνη. Με μεγάλη φτώχεια και πολλές στερήσεις τελείωσε την Πάντειο, έδωσε εξετάσεις με επιτυχία και διορίστηκε ως αγρονόμος, αρχικά στην Ολυμπία και κατόπιν στην Κρήτη, όπου έλαμψε με το ήθος και την καλοσύνη του. Αν και είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός, η οικογένειά του τον πίεσε για ένα προξενιό με μια κοπέλα κι εκείνος υπάκουσε και την παντρεύτηκε. Ευτυχώς, η σύζυγός του, Μαρία, ήταν κι εκείνη πολύ πιστή, συνετή και καλή.
Την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, το 1964, υπέστη σοβαρό τροχαίο και κινδύνεψε να χάσει τα πόδια του. Έταξε λοιπόν στον άγιο Νεκτάριο ότι, αν τον βοηθήσει να γίνει καλά, θα γίνει ιερέας. Όταν όμως σώθηκε από τον κίνδυνο (του εμφανίστηκε μάλιστα ο άγιος) και ανακοίνωσε την απόφασή του να παραιτηθεί από αγρονόμος και να χειροτονηθεί, αντιμετώπισε τρομερό ψυχολογικό πόλεμο από τη σύζυγό του (που όμως αργότερα τον στηριξε πολύ), την οικογένειά του και την οικογένεια της συζύγου του, αλλά και τους συναδέλφους και τους γνωστούς του! Γνωστός του τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε: “Φτου σου, μωρέ, πώς κατάντησες!”. Θείος της γυναίκας του τη συνάντησε και της είπε: “Ε, ανηψιά, ήμαθα πως ο άντρας σου, ο Κωστής, γίνηκε παπάς. Όπου τεμπέλης και καλοφαγάς γίνεται παπάς. Ε, ανηψιά;”. Όμως αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος, είπε στην παπαδιά: “Ήμαθα, μπρε ανηψιά, πως ο παπάς σου είναι ο καλύτερος παπάς τση χώρας!”.
Ως νέος ιερέας τοποθετήθηκε στο μεγάλο ορεινό χωριό Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, δίπλα στον ενάρετο παπά Μανώλη, και εκεί έγινε σπουδαίος πνευματικός πατέρας του λαού, αλλά εκδηλώθηκε και το διορατικό του χάρισμα. Το 1979 η παπαδιά κοιμήθηκε, μετά από 4ετή μάχη με τον καρκίνο, αφού, λίγους μήνες αργότερα, είχε καρεί μοναχή – παίρνοντας και επίσημα το μοναχικό σχήμα, αφού για χρόνια, με κοινή συμφωνία, ζούσαν ζωή αγνότητας με το σύζυγό της. Μετά από αυτό, ο γέροντας ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός με το όνομα Τιμόθεος (προς τιμήν του τότε Κρήτης Τιμόθεου) από τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, που ήταν τότε καθηγούμενος της Μονής Σταυρονικήτα. Επιστρέφοντας στην Κρήτη, ίδρυσε το γυναικείο Ησυχαστήριο των Αγίων Θεοδώρων (αντιμετωπίζοντας πάλι πολλά προβλήματα, με τη χάρη του Θεού), όπου έζησε και έλαμψε ως πνευματικός του λαού.
Σύντομα βιογραφικά
Ο γέροντας γεννήθηκε το 1928 στο μικρό χωριό Κεραμούτσι Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου, και το κοσμικό του όνομα (αυτό δηλ. που είχε πριν γίνει μοναχός) ήταν Κωνσταντίνος. Από παιδί ήταν πολύ πιστός και γεμάτος αγάπη και καλοσύνη. Με μεγάλη φτώχεια και πολλές στερήσεις τελείωσε την Πάντειο, έδωσε εξετάσεις με επιτυχία και διορίστηκε ως αγρονόμος, αρχικά στην Ολυμπία και κατόπιν στην Κρήτη, όπου έλαμψε με το ήθος και την καλοσύνη του. Αν και είχε αποφασίσει να γίνει μοναχός, η οικογένειά του τον πίεσε για ένα προξενιό με μια κοπέλα κι εκείνος υπάκουσε και την παντρεύτηκε. Ευτυχώς, η σύζυγός του, Μαρία, ήταν κι εκείνη πολύ πιστή, συνετή και καλή.
Την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, το 1964, υπέστη σοβαρό τροχαίο και κινδύνεψε να χάσει τα πόδια του. Έταξε λοιπόν στον άγιο Νεκτάριο ότι, αν τον βοηθήσει να γίνει καλά, θα γίνει ιερέας. Όταν όμως σώθηκε από τον κίνδυνο (του εμφανίστηκε μάλιστα ο άγιος) και ανακοίνωσε την απόφασή του να παραιτηθεί από αγρονόμος και να χειροτονηθεί, αντιμετώπισε τρομερό ψυχολογικό πόλεμο από τη σύζυγό του (που όμως αργότερα τον στηριξε πολύ), την οικογένειά του και την οικογένεια της συζύγου του, αλλά και τους συναδέλφους και τους γνωστούς του! Γνωστός του τον σταμάτησε στο δρόμο και του είπε: “Φτου σου, μωρέ, πώς κατάντησες!”. Θείος της γυναίκας του τη συνάντησε και της είπε: “Ε, ανηψιά, ήμαθα πως ο άντρας σου, ο Κωστής, γίνηκε παπάς. Όπου τεμπέλης και καλοφαγάς γίνεται παπάς. Ε, ανηψιά;”. Όμως αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος, είπε στην παπαδιά: “Ήμαθα, μπρε ανηψιά, πως ο παπάς σου είναι ο καλύτερος παπάς τση χώρας!”.
Ως νέος ιερέας τοποθετήθηκε στο μεγάλο ορεινό χωριό Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, δίπλα στον ενάρετο παπά Μανώλη, και εκεί έγινε σπουδαίος πνευματικός πατέρας του λαού, αλλά εκδηλώθηκε και το διορατικό του χάρισμα. Το 1979 η παπαδιά κοιμήθηκε, μετά από 4ετή μάχη με τον καρκίνο, αφού, λίγους μήνες αργότερα, είχε καρεί μοναχή – παίρνοντας και επίσημα το μοναχικό σχήμα, αφού για χρόνια, με κοινή συμφωνία, ζούσαν ζωή αγνότητας με το σύζυγό της. Μετά από αυτό, ο γέροντας ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός με το όνομα Τιμόθεος (προς τιμήν του τότε Κρήτης Τιμόθεου) από τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, που ήταν τότε καθηγούμενος της Μονής Σταυρονικήτα. Επιστρέφοντας στην Κρήτη, ίδρυσε το γυναικείο Ησυχαστήριο των Αγίων Θεοδώρων (αντιμετωπίζοντας πάλι πολλά προβλήματα, με τη χάρη του Θεού), όπου έζησε και έλαμψε ως πνευματικός του λαού.
Ο γέροντας Τιμόθεος αντιμετώπισε με ταπείνωση και αγάπη, δοξάζοντας το Θεό,τρομακτικά προβλήματα υγείας (όπως και άλλοι γέροντες, π.χ. Πορφύριος, και άλλοι άγιοι). Εκτός των άλλων, πέρασε 102 πνευμονικά οιδήματα, ένα από τα οποία ήταν και η αιτία του θανάτου του.
Η ζωή του, οι ασκητικοί του αγώνες, η διδασκαλία του και οι συγκλονιστικές περιπέτειές του δημοσιεύονται στο βιβλίο “Ο γέροντας Τιμόθεος Τζαννής ο Πνευματικός”, έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίων Θεοδώρων Ηρακλείου. Εκεί αναφέρονται και τα παραπάνω λόγια του γέροντα Πορφύριου (σελ. 90) και το τροπάριο της αρχής (σελ. 94). Από εκεί και τα βιογραφικά που ανεβάσαμε.
Τιμώντας αδέξια και ταπεινά τη μνήμη του αγιασμένου γέροντα, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας π. Ευγένιου, με θέμα: «Πνευματική πατρότης του Γέροντος π. Τιμοθέου», από την ημερίδα προς τιμήν του, που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης (Ηράκλειο) στις 18 Δεκεμβρίου 2011 (λαμβάνουμε από εδώ). Μακάρι όλος ο κόσμος, “πιστοί” & “άπιστοι”, να έχει τις πρεσβείες του γέροντα και όλων των αγίων, παλαιών και σύγχρονων.
Πνευματική πατρότης του Γέροντος π. Τιμοθέου
[…] Ο μακαριστός Γέροντας π. Τιμόθεος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Τζαννής, από νεαράς ηλικίας μελετούσε τον λόγο του Θεού. «Ο λόγος σου μελέτη μου εστίν» (Ψαλμ. 118) και προσπαθούσε να φωτίσει κάθε πράξη, γνώμη και προτροπή αναφέροντας πάντοτε και το αντίστοιχο κατάλληλο χωρίο από το ιερό Ευαγγέλιο η από τα Πατερικά κείμενα. Η αοριστολογία, η προχειρότητα, η επιπολαιότητα ήταν άγνωστα σ᾽ αυτόν. Ο λόγος ευθύς, σαφής, καθαρός, απλός, χωρίς περιστροφές, «άλατι ηρτυμένος» (Κολοσσαείς 4,6). Σε έπειθε περί του λόγου το αληθές, αλλά σε στήριζε συνάμα με τη πανθομολογούμενη πνευματική πείρα και την προσωπική εμπειρία του.
Χωρίς άλλη προσπάθεια ο συνομιλητής η εξομολογούμενος διαπίστωνε ένα έμπειρο πνευματικό, κατηρτισμένο και ξεκάθαρο. Δεν άφηνε περιθώρια σε κανένα κι αν κάποιος δυσκολεύονταν να τα αποδεκτεί, τον προσγείωνε λέγοντας: «Πρόσεχε θα χάσεις την ψυχή σου, θα κολασθείς».
Όταν όμως διέβλεπε τη δυσκολία, για να μη φθάσει στην απραξία, με τέχνη πνευματικού ιατρού επιμελείτο σιγά-σιγά, μεθοδικά το τραύμα. Έβαζε ένα μικρό κανόνα, έδιδε τις πιο απαραίτητες συμβουλές και δείχνοντας την ικανοποίησή του με ευχάριστη διάθεση προέπεμπε τον εξομολογούμενο λέγοντας χαρακτηριστικά: «μετά από λίγο καιρό …σε περιμένω, θέλω να τα ξαναπούμε». Οικονομούσε τον καθένα ανάλογα με τις πνευματικές αντοχές και τη διάθεσή του, τον ενίσχυε για αγώνα πνευματικό, λαμβάνοντας πάντοτε υπ᾽ όψιν το ευρύτερο οικογενειακό η εργασιακό περιβάλλον.
Έτσι εφήρμοζε την οικονομία και την αναλογία, αρχές βασικές και απαραίτητες για τον Εξομολόγο – Πνευματικό. Οικονομία θεωρείται η προσωρινή παρέκλιση από την αυστηρή τήρηση των κανόνων και εφαρμόζεται ως ειδικός τρόπος αντιμετώπισης με διπλή έννοια, αφορά δε κυρίως στην ιδιαιτερότητα του προσώπου, που ποθεί τη σωτηρία του, όμως δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο άγνωστο εκκλησιαστικό, κοινωνικό η οικογενειακό περιβάλλον.
Η μακαρία υπομονή του Γέροντος Τιμοθέου σε συνδυασμό με την ακρίβεια και την οικονομία, η πατρική αγάπη και η ανεκτικότητά του σε
δύσκολες περιπτώσεις, του χάρησαν άνεση για μια προσέγγιση εξατομικευμένης ποιμαντικής αγωγής, προσωπικής άμεσης επικοινωνίας και συνεργασίας, ώστε να φεύγεις από κοντά του με την εσωτερική ικανοποίηση, ότι σε άκουσε, σε κατάλαβε και σε περιμένει, γιατί θέλει να προοδεύσεις πνευματικά. Η αμεσότητα της ενδοεπικοινωνίας αναιρεί κάθε αρνητική εικόνα η παρεξήγηση, που εύκολα δημιουργείται σήμερα αναιτίως, είτε από άγνοια, είτε από βιασύνη, είτε από αδιαφορία των εξομολόγων.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας σήμερα», έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος. Οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται στον ίδιο χώρο, έχουν τις ίδιες αρχές, τους ίδιους στόχους, παραταύτα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Πολλοί, μάλιστα, δεν σου αφήνουν καν περιθώρια προσέγγισης η επικοινωνίας.
Τέτοια παραδείγματα ανέφερε ο Γέροντας Τιμόθεος πολλές φορές και άφηνε να εννοηθεί πόσο τον ταλαιπωρούσαν στην εξομολόγηση οι άσχετοι. «Γιατί ήρθες στην εξομολόγηση; Πες μου κάτι», είπε σε ένα εξομολογούμενο. Σιωπηλός και βλοσυρός εκείνος απάντησε: «Μου τόπε η γυναίκα μου». Ο π. Τιμόθεος χαμογέλασε… για λίγο. Όμως προσπαθούσε πάντοτε να μη χάσει την ευκαιρία, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, που οι άνθρωποι ήταν άσχετοι με την Εκκλησία, η ήταν δύστροποι η έρχονταν για πρώτη φορά σε επικοινωνία με εξομολόγο και πνευματικό, για να γίνει έτσι η πρώτη καλή αρχή.
Έτσι συνδύαζε άριστα την πράξη της Εκκλησίας με τη διδασκαλία και τη θεολογία των Πατέρων και γι᾽ αυτό ήταν πάντοτε αποτελεσματικός. Δεν ήταν μετέωρος. Είχε βάση και αρχές. Η εκκλησιαστική ακρίβεια ήταν το ζητούμενο, η εφαρμογή της οικονομίας συνεπίκουρος και βοηθός προς επίτευξη αυτής της ακρίβειας. [“Ν”: οικονομία: η ελαστικότητα στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών κανόνων, για να βοηθηθεί περισσότερο στη σωτηρία κάποιος άνθρωπος].
Γι᾽ αυτό και τα επιτίμια στην Εκκλησία μας έχουν θεραπευτικό, εκκλησιολογικό, παιδαγωγικό και φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δεν είναι ποινές εξιλέωσης της προσβληθείσης αγάπης του Θεού για την απόδοση της δικαιοσύνης Του, όπως ισχυρίζεται η δυτική Εκκλησία.
Η πνευματική ανακαίνιση και ωραιότητα είναι καρπός πρωτίστως της θείας Χάριτος και της πνευματικής ανυστάκτου φροντίδος και επιμέλειας του έμπειρου πνευματικού σε συνεργασία και συνδυασμό με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αυτό το έργο είναι δύσκολο. απαιτητικό, κουραστικό μέχρι εξουθένωσης. «Παθαίνω ναυτία από την πολύωρη εξομολόγηση», μου έλεγε. Πολλές φορές στα νειάτα του εξομολογούσε από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός η και τανάπαλιν.
Ο π.Τιμόθεος
Οι δυσκολίες και οι πνευματικοί πόνοι απορρέουν από τις αδυναμίες, τις πτώσεις, την αδιαλλαξία η αμετανοησία, τη σκληροκαρδία και τις επαναστροφές στους πειρασμούς και τις αναμνήσεις του πρότερου βίου. Σ᾽ αυτή την τρικυμία των λογισμών και των αισθημάτων ο π. Τιμόθεος ήταν απείρακτος. Δηλ. ψύχραιμος, ανεπηρέαστος, σταθερός. Η ψυχραιμία είναι πίστη και γνώση στο θέλημα του Θεού. Ως καλός κυβερνήτης του πηδαλίου της ζωής γνώριζε το του ιερού Χρυσοστόμου «Κλυδωνίζεται η Εκκλησία μας, αλλ᾽ ου καταποντίζεται». Κατ᾽ επέκταση και ο κάθε πιστός δέχεται κλυδωνισμούς αλλά δεν γνωρίζει ναυάγιο, όταν αναζητά την γαλήνη της ψυχής του στον εύδιο των χειμαζομένων λιμένα, τον Ιησού Χριστό. Αυτό είναι το κέρδος του αγώνα κάθε πνευματικού, το κέρδος και η αποτίμηση της Εκκλησίας. Η ζωή μας ολόκληρη αποτιμάται και εκτιμάται από το τέλος της, από την έκβαση, γιατί γίνεται από τη ζωή αυτή της νέας «βιοτής της αιωνίου απαρχή».
Εδώ πρέπει να αναφέρομε έστω κι επιγραμματικά τη μεγάλη αρετή της διάκρισης, που θεωρούν και μητέρα των αρετών όλοι οι άγιοι Πατέρες. Με αυτή την αρετή ανακάλυπτε ο π. Τιμόθεος σε κάθε περίπτωση, αναλογικά και κατά περίπτωση, το «τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν, το ευάρεστον και τέλειον»(Ρωμ. 12,2). Όλες οι αρετές είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να γίνεται αυστηρή ιεράρχηση, διότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης είτε από υπερβολή, είτε από έλλειψη. Η διάκριση είναι «ο οφθαλμός της ψυχής πάσας τας πράξεις και τας ενθυμήσεις του ανθρώπου διερευνώσα, διαστέλλει και διαχωρίζει παν φαύλον και απαρέσκον Θεώ πράγμα και μακράν αυτού ποιεί την πλάνην» (αγ. Κασσιανού του Ρωμαίου, Προς Λεόντιον Ηγούμενον, Φιλοκαλία Τομ. Α´, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1982, σελ. 87). Η αρετή της διακρίσεως δεν είναι μόνο για τους Πνευματικούς, επώνυμους και λιγότερο γνωστούς, αλλά είναι εξίσου απαραίτητη και βασική αρετή και για τους εξομολογουμένους. Έτσι αποφεύγεται η δημοσιοποίηση της αρετής και η προβολή η διαφήμιση του Πνευματικού.
Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έλεγε: «Αλλοίμονο στον άγιο που βγήκε η φήμη του μέχρι την Αθήνα». Πολλοί άγιοι παρακαλούν τον Θεόν να μη τους φανερώσει στον κόσμο, για να τους ανταμείψει για το φιλότιμό τους αυτό ο Θεός στην άλλη ζωή.
Είναι οι γνήσιοι αγωνιστές, τα γνήσια φιλότιμα παιδιά του Θεού και αποφεύγουν συστηματικά κάθε εκδήλωση ανθρωποπαθούς θαυματουργίας και«γεροντολαγνείας». Κάτι παρόμοιο με την αναζήτηση σήμερα μάγων, γιόγκι, οραματιστών, πολυπληθών απατεώνων, που εμπορεύονται τις ανθρώπινες ψυχές. Δεν ζω για την αρετή, αλλά για την Αλήθεια «Όθεν ο δια την αλήθειαν πράττων την αρετήν, κενοδοξίας ου τιτρώσκεται βέλεσιν» (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού Προς Θαλάσσιον, P.G. 90, 369Α).
***
[…] Η όλη παρουσία του π. Τιμοθέου μέσα στην προσωπική παλαίστρα -το κελλί του- σε τοποθετούσε σοβαρά απέναντί του, σε εντυπωσίαζε και συγχρόνως σε βοηθούσε να απελευθερωθείς, να εξομολογηθείς και να διδαχθείς. Πάντα διδακτικός, συμβουλευτικός, σώφρων και νουνεχής, σκόρπιζε απλόχερα όπου κι αν βρισκόταν, με όποιον κι αν μιλούσε, την πατρική αγάπη, το προσωπικό ενδιαφέρον του και την αναζήτηση και αναφορά στην άνω Ιερουσαλήμ. Στα άνω μη τα επί της γης. Ιδιαίτερα εντυπωσίαζε τον συνομιλητή του η ολόθυμη διάθεση να ακούσει και να βοηθήσει, όταν ο ίδιος ήθελε βοήθεια η ανάπαυση του σαρκίου του, που τόσο γρήγορα και εύκολα είχε ραγίσει. Ελευθερώθηκε κι από αυτό ακόμα το ταλαιπωρημένο σαρκίο του με την πολύχρονη αρρώστειά του. Δεν συζητούσε το πρόβλημα της υγείας του. Ενδιαφερόταν για το πρόβλημα του άλλου.
«Άσε με μένα, εγώ τώρα πια»!!! κ.οκ. απαντούσε όταν επίμονα τον ρωτούσαν για την κλονισμένη υγεία του. Προ οφθαλμών του ήταν τα έσχατα της ζωής του κατά την προτροπή του Σοφού Σολομώντος «Μιμνήσκου τα έσχατά σου» (Σοφία Σειράχ 7, 36), που με πολυχρόνιες ασκήσεις και παθήσεις εργάστηκε. Έτσι κατάφερε και ο ίδιος την πνευματική καρποφορία και αξιοποίησε τα δικά του παθήματα, τα πολλά επίκτητα χαρίσματα και τις σπάνιες αρετές του, που τα έκρυβε προβάλλοντας το ασθενές του σώματος και ερευνώντας το χάρισμα του άλλου. Αυτός είναι ο σκοπός και ο στόχος της πνευματικής χειραφέτησης η χειραγώγησης. Όλοι να βγουν κερδισμένοι και παρηγορημένοι από τη θεϊκή παρηγορία. Όλοι να κινούνται άνετα, ελεύθερα χωρίς σκοπιμότητα η πειθαναγκασμό, ώστε η καθοδήγηση να οδηγεί στην εν Χριστώ ελευθερία. Τότε αξιοποιείται η πνευματική πατρότητα και λάμπει με όλη της την αρχοντιά, αλλά και καλλιεργείται παράλληλα και η πνευματική υιότητα, η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση.
Ο π. Τιμόθεος φαινόταν «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος». Αλλά δυνατός στην πίστη και την ελπίδα για ζωή, για προσφορά. Ο αδύνατος και ασθενικός Γέροντας τελικά είναι ο αληθινός άνθρωπος. Είναι ο γνήσιος. Όλοι θέλουν να τον πλησιάσουν, να τον γνωρίσουν. Ιδιαίτερα ο σφρυγιλός νέος καταφεύγει στον αδύνατο όχι από συμπάθεια η συμπόνοια, αλλά από ελπίδα για πίστη και ζωή. Πιστεύει στην εμπειρία του και επιζητεί την καθοδήγησή του. Γιατί ο συντετριμμένος και τεταπεινωμένος δεν εξουθενώνεται από τον Θεόν, κατά τον Ψαλμωδόν, αλλά γιατί ο ίδιος δεν έχει την αγωνία να προστατεύσει τον εαυτό του, να προβάλλει την εικόνα του, να επιδείξει τα έργα του. Δεν μιλά για τον πόνο του στον άλλο, αλλά προσπαθεί νάναι δίπλα στον πόνο του άλλου, ως συμμέτοχος και συνυπεύθυνος του πάθους των άλλων. Γι᾽ αυτό πάσχει και συμπάσχει. Είναι αυτός, που μπορεί να εμπνεύσει, να διδάξει, να στηρίξει, γιατί έμαθε εμπειρικά και προσωπικά να διαχειρίζεται τον πόνο του. Έτσι εύκολα διακρίνει μέσα από την αμαρτία την αρετή, μέσα από τη σκοτισμένη διάνοια κάποιο φως, μέσα απ᾽ τη σκληρότητα την αγάπη. Ο νέος βλέπει μέσα από το πρόσωπο του συντετριμμένου πνευματικού-Γέροντος τη σταυρωμένη Εκκλησία του Χριστού. Βλέπει το χώρο το δικό του και βρίσκει τον τρόπο να του αποδίδει αξία, αναγνώριση, τιμή σ᾽ όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Αυτό που η κοινωνία του στερεί. Όποιος δεν πειθαρχεί στους νόμους ή τις απαιτήσεις της και αμαρτάνει, αποβάλλεται, διαγράφεται επιδεικτικά και τελεσίδικα.
Η Εκκλησία δεν είναι το δικαστήριο που ψάχνει αφορμές και αποδείξεις για να καταδικάσει η να εντάξει κάποιον σε κάποια κατηγορία. Είναι το θεραπευτήριο των ψυχών και των σωμάτων με τον μεγάλο ιατρό, τον Ιησού Χριστόν, με μέσα και φάρμακα τον αγιασμό και τη θεώση, με νονσηλευτές και ιατρούς τον κάθε πνευματικό και Επίσκοπο, γιατί ανίατη και αθεράπευτη ασθένεια δεν υπάρχει για τον Χριστό και την Εκκλησία Του.
Η κοινή αναφορά του εξομολόγου και εξομολογούμενου στο θέλημα του Θεού εξασφαλίζει την ελεύθερη και θεληματική υπακοή. Μόνο όταν διασφαλίζεται η ελευθερία της ανθρώπινης ψυχής, σ᾽ όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, τότε γεννιούνται υγιή πνευματικά παιδιά, συνειδητοί χριστιανοί και ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Ο πνευματικός π. Τιμόθεος το εξασφάλισε αυτό όχι για τον εαυτό του, αλλά πρωτίστως για τους άλλους. Γι᾽ αυτό το έργο και η προσφορά του ακόμα διακρίνεται, ομολογείται και αναγνωρίζεται ύστερα από 20 χρόνια απ᾽ τον θάνατό του. Γνώστης της δικανικής τέχνης δεν είχε νομικίστικη νοοτροπία η σκέψη, ούτε παρίστανε τον αυστηρό τηρητή του νόμου, τον νομοκάνονα η νομοφύλακα. Ως χαρισματικός πνευματικός νομοθετούσε και χειραγωγούσε την ψυχή στην Εκκλησία, στην Αλήθεια, στην εν Χριστώ ζωή, στη ζωή του αγίου Πνεύματος.
Αυτή η αμφίδρομη ελεύθερη ενδοεποικοινωνία και θεοκοινωνία είναι ένα μεγάλο πνευματικό άθλημα, που έχει περιοριστεί σε ολίγους στην εποχή μας. Η ελεύθερη και θεληματική υπακοή στο θέλημα του Θεού, που εκφράζεται εν μυστηρίω από τον πνευματικό Καθοδηγητή εξασφαλίζει συν τω χρόνω στον ασκούμενο κληρικό η λαϊκό ωρίμανση, ενδυνάμωση των ψυχικών δυνάμεων, αποφασιστικότητα για αγώνα και αθλήματα, ακλόνητη πίστη και χειραφέτηση.
Με αυτές τις προϋποθέσεις λειτουργείται το μυστήριο της μετανοίας και σωτηρίας μιας ψυχής, κατά κανόνα σήμερα ταλαιπωρημένης, που δεν παύει, όμως, να έχει την αξία της αθανάτου ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση, πίσω από το μυστήριο της υπακοής για μετάνοια και μεταστροφή με το πρόσχημα της καταναγκαστικής υπακοής, μπορεί να κρύπτονται δικανικές αντιλήψεις, αυτοδικαιωτικές νοοτροπίες, ψυχοπαθολογικές εξαρτήσεις και εξάρσεις, που ταλαιπωρούν και τα πνευματικά τέκνα και τους μάλλον ανυποψίαστους και ανεύθυνους πνευματικούς.
Ο π. Τιμόθεος ήταν ξένος απ᾽ όλα αυτά. Τα είχε ξεπεράσει στο μακροχρόνιο αγώνα του, στις αρρώστειες, στις αγωνίες του. Όταν κάποτε βρέθηκε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο με έντονο ρόγχο του πνευμονικού οιδήματος, ένας γιατρός για να τον παρηγορήσει, χωρίς να του προσφέρει τίποτα, του είπε: «Μη φοβάσαι Πάτερ, θα περάσει». Κι εκείνος του απάντησε με διαύγεια και ετοιμότητα. «Δεν φοβούμαι τον θάνατο, την κρίση του Θεού φοβούμαι, παιδί μου». Ακόμη και το οίδημα, η μάλλον τα πολλαπλά οιδήματα, αγωνιζόταν να τα αξιοποιήσει και να τα ερμηνεύσει εκκλησιολογικά και σωτηριολογικά. Είχε πλήρη συνείδηση και διαύγεια θαυμαστή. «Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β´ Κορινθίους 12,9 [σημ: ήταν η απάντηση του Χριστού στον απόστολο Παύλο, όταν του ζητούσε θεραπεία για την ασθένειά του]) ήταν η κοινή διαπίστωση όλων που τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε. Ήταν ο πιο μεγάλος ασθενής με 100 και πλέον οιδήματα, άλλος δεν υπήρχε. Γι᾽ αυτό δεχόταν και βοηθούσε τους ασθενείς, τους πτωχούς, τους φυλακισμένους, κάθε ανήμπορο και ταλαιπωρημένο. Τον διέφερε να ζήσουν οι άλλοι, να χαρούν, και όχι ο ίδιος.
Ο π. Πορφύριος, μου έλεγε, «Βλέπεις τον π. Τιμόθεο. Μέχρι να θέλει ο Θεός ζει ο άνθρωπος. Όταν δεν θέλει φεύγει».
Εν κατακλείδι, μπορούμε με βεβαιότητα να αναφέρομε, ότι αν ζούσε σήμερα ο μακαριστός Γέροντας, θα μας έλεγε επιγραμματικά: ας διαγράψουμε επί τέλους τον εαυτούλη μας από την καθημερινή εγωπάθεια, αυτοπροβολή και αυτοδικαίωση για να γίνει η ζωή μας διαφανής, ο νους και η ψυχή μας καθαροί, προκειμένου όσοι μας πλησιάζουν να γνωρίσουν όχι μεσάζοντες και μεταπράτες, όχι κακέπτυπα ομοιώματα και εικόνες, αλλά το μοναδικό, αιώνιο, αληθινό και ανεπανάληπτο πρότυπο, το Αρχέτυπο της θείας ουράνιας δόξης, τον Ιησού Χριστό.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, αναφερόμενος στον μοναχισμό: «Μεγάλοι δεν είναι οι θορυβοποιοί που προβάλλονται ως πνευματικοί ηγέτες η προφήτες, για να καταπλήξουν και να καταπνίξουν τον κόσμο. Μεγάλοι είναι οι ταπεινοί και «ανύπαρκτοι», που έχουν δεχθή την παράκλησι του Πνεύματος και αποτελούν την παρηγοριά όλου του κόσμου. Τους αρκεί η χάρις (Β´ Κορ. 12, 4). Και αυτήν εκπέμπουν αενάως, με ακτινοβολία που τρέφεται ακατάπαυστα από τη συντριβή της καρδιάς και την αίσθησι που έχουν ότι μολύνουν τον τόπο με την παρουσία τους. Ενώ αυτοί οι ίδιοι είναι ευλογία για όλη τη δημιουργία και όταν ζουν, και αφού παρέλθουν, γιατί το Πνεύμα το Άγιο δίδει νόημα και λόγο στην παρουσία και την απουσία τους.
Αντίθετα, μόλις πιστέψης ότι κάτι είσαι στην αρετή η στη γνώσι, τότε τα χάνεις όλα και γίνεσαι αφορμή μολύνσεως άσχετα αν νομίζης εσύ -η και κάποιοι άλλοι- ότι είσαι υπόδειγμα αρετής και ανανεώσεως της πνευματικής ζωής.
Αυτό που έχουν οι Άγιοι δεν είναι τα ανθρώπινα ταλέντα η προτερήματα· σοφίας, ρητορικής η ποιήσεως. Αλλά ότι όλα αυτά τα άγιασαν προσφέροντάς τα στον Θεό. Και δι αὐτῶν φανερώνεται η χάρις που παρηγορεί και θεώνει τον άνθρωπο».
***
Μιλούμε για τον π. Τιμόθεο και από σεβασμό σιωπούμε για τόσα άλλα και ζητούμε ταπεινά την ευχή του, όχι τόσο για όσα μας δίδαξε, αλλά για όσα μας έδειξε με το παράδειγμά του, με την ιερή ανάμνηση της πολύαθλης και αποστεωμένης μορφής του, της ευαγγελικής διαγωγής και του οσιακού τέλους της επίγειας ζωής του.
Ο αείμνηστος π. Τιμόθεος στη δύσκολη μετακατοχική εποχή και στα χρόνια της μεταπολίτευσης έζησε μέσα στην πολυάριθμη και πολύβοη πόλη του Ηρακλείου, και όμως δίδαξε τον ησυχασμό, την νοερά προσευχή και την άσκηση ως αντίβαρο της αντιμοναχικής και οργανωσιακής θρησκευτικότητας της εποχής εκείνης. Και το πέτυχε γιατί η πνευματική ζωή είναι ενδιαφέρουσα, επειδή, κατά τον π. Βασίλειο, είναι «επικίνδυνη. Και η Ορθοδοξία ως σεσαρκωμένη Αλήθεια είναι ανυπόφορη με σταυρούς και θανάτους αλλά ζωηφόρος για τον άνθρωπο, επειδή τον φέρνει στην Ανάσταση. Ανά πάσα στιγμή μέσα στην Εκκλησία, μπορεί να γίνουν οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι».
Αυτό μας δίδαξε με το διαφανές αποστεωμένο σαρκίο του, τη δυνατή πίστη του και με την πολύπαθη επίγεια ζωή του, ότι ο πάσχων τά θεία και ο ποθών τον βίον της ασκήσεως της διηνεκούς και ακατάπαυστης αγωνιζόμενος άνθρωπος, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, μπορεί να λάβει τη χάρη του Θεού και να επιζήσει «ως ο μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων».