Εὐχή καί μυστική ἕνωσις μέ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά, μέρος α’

 

ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ μέρος α΄

Πρίν ἀπό λίγο καιρό, μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἐβδομηντάρης ἱερεύς ἀπό τήν ἐπαρχία καί μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, λαμβάνοντας τό θάρρος ἀπό τήν ἀνάγνωσι τοῦ βιβλίου “Ἐμπειρίες κατά τήν Θεία Λειτουργία”.

Στά πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς του διακονίας μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συναντήση τόν Πνευματικό του, πού διεκρίνετο γιά τήν θεοσέβειά του, τήν διάκρισι, τήν ταπείνωσι, τήν ἀγάπη, τήν ἁπλότητα καί τήν ἐν Χριστῷ σοφία. Ἔτσι, μαζί μέ τήν Ἐξομολόγησι, τῆς ὁποίας τήν ἀξία ὡς σωστικοῦ Μυστηρίου ἐβίωνε σέ βάθος, ἐνισχύετο καί πνευματικά ὄχι μόνο ἀπό τίς διακριτικές συμβουλές τοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν κεχαριτωμένη παρουσία του. Ἐνῶ ταυτόχρονα κατενύσσετο καί ἀπό τήν “πνευματική αἰχμαλωσία” τῆς καρδιᾶς του, ὅπως τήν βίωνε, στό εὐλογημένο πρόσωπο τοῦ Γέροντός του.

Τό δέ παραδοξότατο βίωμα, πού διηγεῖται στήν συνέχεια, τό ἔζησε μιά ἀλησμόνητη νύχτα, ἐνῶ προηγουμένως εἶχε καταθέσει τήν ψυχή του ἐνώπιον τοῦ Γέροντός του μέ τά λόγια: «Ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή σοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου στά χέρια σου καί στό πετραχῆλι σου».Ἐκείνη τήν νύχτα λοιπόν, ἀφοῦ ἀναπαύθηκε γιά λίγο, κατόπιν ἠγέρθη γιά τήν καθιερωμένη μεθ᾿ ὑπακοῆς ἀγρυπνία του. Ἔτσι, ἄρχισε στό κελλάκι ὅπου ἐφιλοξενεῖτο, νοερῶς, ἔντονη προσευχή στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μετά πολλῆς συντριβῆς, νήψεως καί προσοχῆς.

Καί ξαφνικά ὁ νοῦς του, πού εἶχε ἐντῷ μεταξύ ἐγκλωβίσει τήν Εὐχή, εἰσῆλθε μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὁποία παλλομένη πανευφρόσυνα ἄρχισε μέ τόν δικό της ἀνεκλάλητο στεναγμό νά “βοᾶ” τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»

Τότε, ἡ παραδόξως ἐνεργοῦσα θεία Χάρις κατέστη μετά τῆς καρδίας, τοῦ νοός καί τῆς Εὐχούλας μιά ἀδιαίρετος πνευματική ἑνότης, τροφοδοτοῦσα ὁλόκληρο τόν ψυχοσωματικό του κόσμο ἀπό οὐράνια εὐωδία, ἐνῶ ταυτόχρονα, χωρίς νά ἔχη πιά αἴσθησι τοῦ χρόνου, τοῦ χώρου καί αὐτῆς τῆς ὑπάρξεώς του, περιελούσθη ἀπό φωτεινότατον νέφος, πού διεχέετο καί σ᾿ αὐτήν ὁλόκληρη τήν φύσι γύρω του.

Καί τότε…ὦ! Τότε… πότε; Μέσα σ᾿ αὐτή τήν θεϊκή μεγαλοπρέπεια, αἰσθάνθηκε νά βαστάζεται ἡ ψυχή του ἀπό τά εὐλογημένα χέρια τοῦ Γέροντός του, πού θερμῶς ἱκέτευε τόν Κύριο γιά ἔλεος καί Χάρι πρός τό πνευματικό του τέκνο. Ἡ δέ ψυχή του δέν ἠδύνατο νά κοιτάξη μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς της γύρω της, ἀλλά παρέμεινε ἐκθαμβωτικά προσηλωμένη στό ἁγιασμένο πρόσωπο τοῦ Πνευματικοῦ της.

Κάποια στιγμή συνῆλθε ὁ ἱερεύς γεμάτος εὐφροσύνη, χαρά, εἰρήνη καί ταπείνωσι, ἐνῶ συγχρόνως ἔρρεαν ἀπό τά μάτια του ποταμοί δακρύων θείας εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Σωτήρα καί Θεόν ἡμῶν, ἀλλά καί πρός τόν Πνευματικόν του.

Ἔπειτα, στήν νυκτερινή Θεία Λειτουργία πού ἀκολούθησε, ἀπό τήν ἱερά του συγκίνησι καί δέος, δέν ἠδύνατο νά ἀτενίση τόν ἀπαστράπτοντα καί λειτουργοῦντα Γέροντά του. Γιατί; Φῶς! Φῶς! Φῶς! Τά πάντα ἐπληροῦντο φωτός! Ἐμπειρίες πρωτόγνωρες, ὅμως ἀδύνατον νά περιγραφοῦν.

Κλείνοντας τήν διήγησί του ὁ ἱερεύς, μοῦ εἶπε κατά λέξιν: «Ἦτο μιά θεϊκή ἐμπειρία σ᾿ ἕναν ἄθλιο παπᾶ, πού τρώει, δυστυχῶς, ἀκόμη τά ἄφθονα ξυλοκέρατα τῶν πολλαπλῶν παθῶν του. Καί παρά τήν μεγάλη, τήν οὐράνια καί ὑπέρλογη δωρεά πού ἔλαβα ἐκείνη τήν ἀλησμόνητη νύχτα, ἐξακολουθῶ νά θεωρῶ τόν ἑαυτό μου καί τό πιστεύω ὅτι εἶμαι ἕνας ἀνάξιος, ἀσήμαντος καί ἐλεεινός παπᾶς!»

Ἴσως ἡ πνευματική θεωρία καί ὅρασις αὐτοῦ τοῦ ταπεινοῦ λευΐτη νά εἶναι ἀκατάληπτη γιά τά μυαλά μας καί ἀπλησίαστη στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις μας. Εἶναι ὅμως πραγματική!!! Καί μακάρι ὁ πανάγιος Θεός νά μᾶς δώση γιά λίγα δευτερόλεπτα νά τήν βιώσουμε μέσα στήν καρδιά μας. Εἴτε ὅταν προσευχώμεθα τό βράδυ κατ᾿ ἰδίαν, στό “ταμιεῖον” μας εἴτε ὅταν ἐκκλησιαζώμεθα εἴτε μόλις κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Καί τότε θά καταλάβουμε ὅτι οἱ ἅγιοι καί τά ἱερά μας βιβλία δέν ψεύδονται.

Ὅμως στήν πραγματικότητα ἐμεῖς τί κάνουμε; Τρέχουμε διαρκῶς πίσω ἀπό τίς ἀδυναμίες μας! Σ᾿ αὐτές τρέχουμε καί αὐτές ἀγαπᾶμε καί τρέφουμε! Γι᾿ αὐτό καί τόσα παθη καί μύρια ὅσα κακά μέσα μας καί γύρω μας!

Ἐρμηνεύοντας τό Ἁγιογραφικό « Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζῃ περί πολλά… Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο» (Λουκ. Ι΄: 42), μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι:

  • Μάρθα εἶναι, ἀναγωγικά ἤ συμβολικά, ὁ νοῦς, πού διαρκῶς μεριμνᾶ καί τυρβάζει καί περιπολεῖ, εἴτε σέ ἁπλές προσβολές τῶν λογισμῶν πού προκαλοῦν μετεωρισμούς εἴτε στήν ἀγωνία πού στρέφεται στίς βιωτικές ἀνάγκες εἴτε σέ αἰσχρές εἰκόνες πού προκαλοῦν αἰσθησιακές συγκαταθέσεις εἴτε σέ σκέψεις μίσους, φιλαργυρίας, πλεονεξίας, κενοδοξίας… Εἶναι ἐκείνη, πού κυρίως ἀντιπροσωπεύει τήν πρᾶξι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, διά τῶν ὁποίων ὁδηγεῖται ὁ χριστιανός στήν κάθαρσι ἐκ τῶν παθῶν αὐτοῦ.
  • Ἐνῶ Μαρία εἶναι, συμβολικά, ἡ καρδιά πού ὁλόψυχα παραδίδεται μέ θεϊκή γλυκύτητα στήν ἀκρόασι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Ἐπίσης, Μαρία, ὡς καρδιά, εἶναι ἐκείνη πού «πίπτει παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καί δέχεται τόν λόγο τῶν θεϊκῶν ἀποκαλύψεων καί ἀρρήτων δωρεῶν Αὐτοῦ. Εἶναι αὐτή, πού πληροῦται τοῦ θείου ἔρωτος ἀπό τόν ὑπερακατάληπτο θεϊκό ἐναγκαλισμό τοῦ Νυμφίου της Ἰησοῦ Χριστοῦ.

  • Εἶναι ἡ οὐράνια ἀγάπη της!
  • Εἶναι ἡ ζωή της!
  • Ἡ ἀναφαίρετη χαρά της!
  • Τό ὕδωρ τό ζῶν!
  • Τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ!
  • Τό ὀξυγόνο της!
  • Ἡ αἰώνια ἀναπνοή της!

Καί νά, πού ἔρχεται ἡ μεγάλη στιγμή, πού ἡ Μάρθα (ὡς πρακτική), ἑνώνεται μετά τῆς Μαρίας (ὡς θεωρητικῆς) διά τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ σέ μιά ἀδιαίρετη ἑνότητα, ἀφοῦ διά τῆς πράξεως ἀνερχόμεθα στήν θεωρία, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ διά πράξεως εὐαρεστήσας τῷ θεῷ διά θεωρίας πρός τήν τῶν νοητῶν χώραν, τόν νοῦν μετατίθησιν» (Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Α΄, ἑκατοντάδα περί ἀγάπης, Φιλοκαλία…, τ. Β΄, σελ. 58).

Μᾶς εἶναι γνωστό ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων ὅτι πρῶτα καθαρίζεται ὁ νοῦς ἀπό τίς ἀκαθαρσίες τῶν πονηρῶν, τῶν αἰσχρῶν, τῶν βρωμερῶν, τῶν διεστραμμένων καί τῶν βλασφήμων λογισμῶν καί ὕστερα ἡ καρδιά, ἀφοῦ αὐτή εἶναι κέντρον τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ ἄνθρώπου, ὡς

  • κέντρον φυσικόν,
  • κέντρον παραφυσικόν
  • καί κέντρον ὑπερφυσικόν.

Ἡ καρδιά εἶναι καί λέγεται φυσικό κέντρο, διότι, ἀπ᾿ αὐτήν καί μέσῳ αὐτῆς, μέ τίς ἀέναες παλμικές κινήσεις της στέλνεται τό αἷμα σέ ὅλα τά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, μέχρι καί τοῦ τελευταίου κυττάρου. Εἶναι αὐτή, πού δίδει καί διατηρεῖ στήν ζωή τόν ἄνθρωπο. Σταμάτησε ἡ καρδιά; Ἔπαψε νά ζῆ ὁ ἄνθρωπος! Χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα. Τό σῶμα στόν τάφο, ἡ ψυχή στόν οὐρανό. Εἶναι ἐπίσης ἡ καρδιά παραφυσικό κέντρο, δηλαδή ἁμαρτωλό, διότι «ἐκ (γάρ) τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. Ιε΄: 19), κατακρίσεις, ὅπως μᾶς τό τονίζει ὁ Κύριος.

Κι᾿ αὐτός ἀκόμη ὁ πειρασμός, μετά τό ἅγιο Βάπτισμα “κατοικεῖ” γύρω ἀπό τήν καρδιά καί προσπαθεῖ νά τήν πυρπολήση, νά τήν κυριεύση καί νά τήν κατακτήση «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἐξ ὀφθαλμοῦ γαστρός», ἀπό τήν κοιλιά δηλαδή τῆς μάνας καί ἀπό τή γέννησι τοῦ παιδιοῦ. Κοιτάξτε γιά παράδειγμα ἕνα βρέφος. Δῶστε του κάτι στό χεράκι του καί θά δῆτε πόσο δυνατά τό σφίγγει. Δέν θέλει νά τό ἀφήση γιά κανένα λόγο! Φιλοκτήμων ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τότε πού γεννιέται, μέ ἐνεργό τήν ροπή τῆς ἁμαρτίας μέσα του.

Γι᾿ αὐτό, καθώς μεγαλώνη σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος, καί εἰδικώτερα ὁ χριστιανός, ὁ πειρασμός πυρώνει ἁμαρτωλά τήν καρδιά, καί ὅπως λέει ὁ Γέροντάς μου, θερμαίνει τό αἷμα, χτυπᾶ στήν κοιλιά καί στό λαιμό, κόβει καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἀναπνοή. Ἀνεβαίνει στήν συνέχεια στό κεφάλι, σκοτίζει τό μυαλό, θολώνει τόν νοῦ, μπερδεύει τούς λογισμούς, ἐκμεταλλεύεται τήν μνήμη, τήν λογική καί τήν φαντασία (πόσα ἁμαρτωλά πράγματα στέκονται μέ τήν λογική, καί πόσα ἄλλα μέ τήν φαντασία!), ὅλα τά ἀνακατεύει, μέ τελικό σκοπό τήν κόλασι τῆς ψυχῆς.

Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τονίζεται καί βεβαιώνεται ἡ ἐπίδρασις τοῦ διαβόλου στήν καρδιά τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου: «… τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τήν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτόν παραδῷ…» (Ἰωαν. ΙΓ΄: 2)

Εἶναι ὅμως καί κέντρο ὑπερφυσικό ἡ καρδιά, καθότι ἡ ὑπερφυσική καί σωστική θεία Χάρις, τήν ὁποία πήραμε κατά τό ἅγιο Βάπτισμά μας, ἑδρεύει μέσα σ᾿ αὐτήν, ὡς εἰς καθέδραν καί θρόνο.

Ἡ Καινή Διαθήκη μᾶς τό βεβαιώνει:

  • «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. Ιζ΄:21).
  • «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κράζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. Δ΄: 6).
  • «Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ρωμ. Ε΄: 5). Πλῆθος ἄλλων χωρίων ἀναφέρουν ὅτι ἡ καρδιά μας εἶναι καί κέντρο τῆς ἀρετῆς καί κέντρο τῆς θείας Χάριτος, καί κέντρον τοῦ ἁγίου Θεοῦ.

Κάνουμε προσευχή; Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς βοηθάει.

Πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία; Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς φωτίζει καί μᾶς φέρνει στόν Ναό.

Ποῦ ἑδρεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα; Στήν καρδιά. Ὑπάρχει ἀκατάληπτος πνευματική θεωρία τῆς θείας Παρουσίας μέσα στήν καρδιά, ὅταν αὐτή εἶναι “οὐρανός”, δηλαδή καθαρή καί διακοσμῆται ἀπό ἀρετές καί ὄχι ἀπό πάθη. Καί μάλιστα “οὐρανός” πεντακάθαρος καί ὁλοφώτεινος ἀπό τό ἀνέσπερο καί ἀδιάδοχο Φῶς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς ἀνάγεται στήν λεγομένη πνευματική θεωρία.

Καί ὁ Γέροντας μου ( π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης) βεβαιώνει καί συμπληρώνει: Ὅποιος προσεύχεται μέ τήν Εὐχή, φωτίζεται καί ὅποιος οὐδόλως εὔχεται, σκοτίζεται. Ἡ Νοερά προσευχή εἶναι πάροχος τοῦ θείου καί ἀκτίστου Φωτός. Διά τοῦτο καί ὁ κάθε καλῶς καί ἀπαθῶς “εὐχόμενος” ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ χριστιανός καθίσταται ὅλος φωτοειδής, ὅλος Φῶς ἀνέσπερον καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοικεῖ ἐν αὐτῷ.

Ἡ δέ μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς ἔλεγε πολλές φορές: «Ὅταν ἡ Εὐχή ἀποκτήση τήν δική της καρδιακή νοερά ἐνέργεια, τότε ὁ προσευχόμενος νοῦς “βλέπει” μέσα στήν καρδιά ὄχι τό δικό του ἄκτιστο φῶς, ἀλλά τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται, δηλαδή, σέ κατάστασι θείας μακαριότητος καί θείας ἐλλάμψεως καί κατακλύζεται ἀπό ἄφθονα αὐθόρμητα δάκρυα, πού ἔχουν τόση γλυκύτητα, ὥστε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά ὠνόμασαν «γλυκύροα». Ταυτόχρονα, μιά οὐρανοφόρος εὐωδία καταλαμβάνει ὄχι μόνο τόν προσευχόμενο χριστιανό ἀλλά καί ὁλόκληρο τόν χῶρο γύρω του».

Ἀπό τότε πού γεννήθηκε ὁ Χριστός στήν γῆ καί μέχρι πού σταυρώθηκε πάνω στόν Γολγοθᾶ καί ἀναστήθηκε καί ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε θρόνος Του. Ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ὅμως θρόνος τοῦ ἀναστημένου Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ καρδιά μας. Εἶναι οἱ καρδιές ὅλων τῶν χριστιανῶν!

Καί ὅταν κάποτε ἀποκτήσουμε «καρδίαν καθαράν» (Ψαλμ. 50 : 12), χωρίς σπῖλο ἤ ρυτίδα ἁμαρτίας, τότε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας θά ἀπολαμβάνουμε νοερά τήν θεία Του παρουσία, ὅλη δόξα καί Φῶς (μέσα στήν καθαρή καρδιά μας). Καί τότε, μᾶς βεβαιώνουν οἱ Ἅγιοι ὅτι, αὐτός πού ἔχει τήν ἀπόλυτη αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του.

  • εἴτε διά τῆς Θείας Κοινωνίας
  • εἴτε μέσα ἀπό συνεχῆ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου,
  • εἴτε διά μέσου τῆς Νοερᾶς καθαρᾶς προσευχῆς,

αὐτός δέν γνωρίζει οὔτε πόνους οὔτε θάνατο οὔτε μαρτύριο οὔτε φυλακή οὔτε ἐξορία οὔτε φτώχεια οὔτε καί ἐγκατάλειψι. Τίποτα!… Ἔχει μέσα του τόν Χριστό!… καί ἔχει τά πάντα! Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς κάτοχος τοῦ πληρώματος τῆς θείας Χάριτος, κατόρθωσε μέ τόν θεῖο φωτισμό καί τόν κεχαριτωμένο νοῦ του νά ἀνέλθη εἰς τήν ὑψηλή κλίμακα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Ὄχι τῆς θεολογίας τῶν πτυχίων, ἀλλά τῆς ἐμπειρικῆς. Καί ἀνεδείχθη ὄντως τέλειος θεολόγογος. Αὐτός, λοιπόν, πού βιώνει τό ἄκτιστο Φῶς, εἶναι θεολόγος. Διότι ὅποιος ἀληθῶς προσεύχεται, αὐτός εἶναι καί θεολόγος. Ἀντίστοιχα, ἡ νηπτική ἐσωτερική ἐργασία εἶναι ἡ ἀληθινή προσευχή καί ὅποιος ἔχει ἐμπειρία αὐτῆς τῆς προσευχῆς, αὐτός εἶναι θεολόγος καί θεολογεῖ ἐν ἀληθείᾳ.

Ἡ θεολογία, κατά τόν ἁγιασμένο Γέροντα Ἰωσήφ, εἶναι καρπός τῆς θείας Χάριτος, πού κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά. «Ὅποιος μέ τήν ἄσκησι τῆς ὑπακοῆς καί τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἁγνίση τάς αἰσθήσεις, εἰρηνεύση τόν νοῦ καί καθαρίση τήν καρδίαν του, τόν ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις καί λαμβάνει φωτισμόν πνευματικῆς γνώσεως. Γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια! Καί βρύει θεολογίαν, ὅπου ἐάν γράφουν τρεῖς μαζί, δέν προλαμβάνουν τό ρεῦμα τῆς θεολογίας πού βρύει κυματωδῶς καί σκορπίζει εἰρήνην καί ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τό σῶμα».

Ἀνερχόμενο ἔτι περισσότερο στήν κλίμακα τῶν θείων ἀναβάσεων, βλέπουμε ὅτι βασική προϋπόθεσις τῆς προσωπικῆς μας συναντήσεως μετά τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἔκστασις.

Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

συνεχίζεται… Ἀπό τό βιβλίο: » Ἡ «Εὐχή μέσα στόν κόσμο «

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Share Button