το τίμιο λείψανο του αγίου
Ο Άγιος Βασίλειος του Όστρογκ
της Σερβίας ο Θαυματουργός
† 29 Απριλίου 1671
ΓΙΑ τους ευλαβείς Σέρβους το όνομα Όστρογκ φέρνει αμέσως στον νου τον μεγάλο θαυματουργό Άγιο Βασίλειο του Όστρογκ, του οποίου η ερημική σπηλιά είναι υψηλά πάνω από την κυρία Εκκλησία και τα κελλιά της ομωνύμου Μονής, και του οποίου τα ιερά Λείψανα που αναπαύονται εκεί, κάνουν το Όστρογκ ένα από τα μεγαλύτερα Ορθόδοξα προσκυνήματα. Στις 29 Απριλίου, ημέρα της εορτής του Αγίου, χιλιάδες πιστών, μέχρι και από το Βελιγράδι, έρχονται να τιμήσουν τα θαυματόβρυτα Λείψανα.
ΠΑΡΑΜΕΝΟΝΤΑΣ πολύ ζωντανός στην συνείδησι των Σέρβων πιστών, ο Άγιος Βασίλειος εξακολουθεί να τιμάται ως ένας μεγάλος θαυματουργός ακόμη και από τους πλησιοχώρους Μουσουλμάνους. Παρ όλο που το Όστρογκ υπέστη μεγάλες απώλειες, όταν λεηλατήθηκαν τα αγιάσματά του από τους Παπικούς Ιταλούς, κατά την διάρκεια του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου, σήμερα είναι ακόμη ένα ενεργό Μοναστήρι με ολίγους Μοναχούς. Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Υπάρχει επίσης μία Εκκλησία σε σπηλιά αφιερωμένη στην Ύψωσι του Τιμίου Σταυρού. Όχι μακρυά υπάρχει ένας άλλος κλάδος της Μονής του Όστρογκ που καλείται Ντόνι (Doni) ή «Μονή της Κοιλάδος» του Όστρογκ, η οποία κτίσθηκε στα 1820 από τον Αρχιμανδρίτη Ιωσήφ. Η Μονή αυτή πανηγυρίζει στην εορτή της Πεντηκοστής, οπότε γίνεται και μία μεγάλη εθνική εορτή. Προσφάτως, ένα μικρό σεμινάριο (επιμορφώσεως) Μοναχών ιδρύθηκε στο Όστρογκ. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν σεβαστός ακόμη και από τους Κουμμουνιστάς, οι οποίοι τον εφοβούντο και ανεγνώριζαν την δύναμι της μνήμης του μεταξύ του λαού, όπως ένας από αυτούς, ο Μίλοβαν Τζίλας, βεβαιώνει σε ένα βιβλίο του.
ΣΗΜΕΡΑ, όπως εδώ και 300 περίπου χρόνια, κάθε χρόνο την παραμονή της εορτής του, η λειψανοθήκη του Αγίου Βασιλείου ανοίγεται και τα υποδήματά του αλλάζονται. Και όπως πάντα, αυτά βρίσκονται σχεδόν λειωμένα! Ακόμη και σε αυτήν την άθεο γενεά της συνεχούς απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό και την Αλήθεια Του, ο Άγιος εξακολουθεί να επιτελή πολλά θαύματα. Εν μέρει ο Άγιος Βασίλειος του Όστρογκ μπορεί να αποκληθή ένας Σέρβος Άγιος Νικόλαος Θαυματουργός, του οποίου τα θαύματα είναι τόσο πολλά όσα τα άστρα του ουρανού. Θεραπεύει αρρώστους, προστατεύει από κινδύνους, αποδιώκει δαίμονας, παρέχει υλική βοήθεια στους εν ανάγκαις και χαρίζει κάθε είδους βοήθεια στους πιστούς, οι οποίοι τον επικαλούνται.
Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ Πατήρ ημών Βασίλειος γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1610 στο χωριό Μέρκονιτς στο Πόποβο Πόλιε της Ερζεγοβίνης από τους ευσεβείς Ορθοδόξους Πέτρο Γιοβάνοβιτς και την σύζυγό του Αναστασία. Στον Άγιο Βάπτισμα το παιδί έλαβε το όνομα Στόγιαν (Σταμάτης), οι δε γονείς τον εδίδαξαν τον φόβο του Θεού. Ο μακάριος Στόγιαν από παιδί είχε καθαρό νου και πολύ εύστροφο, η ψυχή του ήταν στραμμένη προς τον Θεό, την αρετή και την ευσέβεια. Πρώτο σχολείο ευλαβείας υπήρξε γι αυτόν η πατρική οικία, εφ’ όσον στην οικογένεια το πρώτο μέλημα ήταν ο Θεός και η ψυχή παρά τα εφήμερα και επίγεια. Δεύτερο σχολείο ήταν η νηστεία, η προσευχή και η συχνή συμμετοχή στις Ακολουθίες της Εκκλησίας. Αν και νεαρός, εισερχόταν στον Ναό, προσκυνούσε με εδαφιαία μετάνοια και ασπαζόταν το δάπεδο, και κατόπιν παρακολουθούσε την θεία Λειτουργία ακίνητος, μετά φόβου, ωσάν να ήταν ενώπιον του Κυρίου. Διακρινόταν πάντοτε για την ταπείνωσι και την ειλικρίνειά του, επίσης δε για την ελεήμονα καρδία του. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και είχε μόνο όσα χρειαζόταν για την συντήρησί τους. Ο ενάρετος όμως Στόγιαν ποτέ δεν έτρωγε το λίγο ψωμί μόνος του, αλλά πάντοτε το μοιράζονταν με τους άλλους, ιδιαίτερα όταν ως βοσκός φύλαγε τα πρόβατα μαζί με άλλους τσοπάνους. Τους γονείς του μισούσαν κάποιοι πονηροί γείτονες, αρνητές της Ορθοδόξου Πίστεως που έγιναν Μουσουλμάνοι· αυτό το μίσος το είχαν στρέψει και εναντίον του νέου Στόγιαν, εξ αιτίας της ευσέβειας και σοφίας του. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι πειρασμοί για την νεανική του ψυχή, η οποία αργότερα θα είχε να υπομείνη ακόμη περισσότερους τέτοιους πειρασμούς και δοκιμασίες.
ΓΙΑ να απομακρύνουν το χαριτωμένο παιδί τους από την διεστραμμένη επιρροή των γειτόνων, που είχαν αρνηθή τον Χριστό και είχαν εξισλαμισθή, οι γονείς του το έστειλαν να ολοκληρώση την μόρφωσί του στην Ιερά Μονή Ζαβαλά. Το Μοναστήρι αυτό, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, τότε ήταν γνωστό στα μέρη της Ερζεγοβίνης, είχε καλή βιβλιοθήκη και αρκετούς Αδελφούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν μορφωμένοι Μοναχοί , ο δε Ηγούμενος, ο πατήρ Σεραφείμ, ήταν ο θείος του Στόγιαν. Εκεί, ο καλοκάγαθος νέος Στόγιαν διδάχθηκε την σοφία της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων και έλαβε άλλες ωφέλιμες ανθρωπιστικές γνώσεις. Μελετώντας με ζήλο τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, η καρδιά του καταφλέχθηκε από αγάπη προς τον Θεό και τον πόθο της ασκήσεως και της Μοναχικής Πολιτείας. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα στο Μοναστήρι Ζαβαλά, ο Όσιος μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Παναγίας Θεοτόκου, το ονομαζόμενο Τβέρντος, το οποίο ήταν και η έδρα της Μητροπόλεως Τρεβινίας. Κατά την διαμονή του στο Μοναστήρι αυτό, ο μακάριος Στόγιαν αγάπησε ακόμη περισσότερο την μοναχική ζωή και αύξησε τις ασκητικές του δραστηριότητες, επειδή απεφάσισε πλέον να δεχθή το άγιο και αγγελικό μοναχικό Σχήμα.
Τελικά, εδώ ο Όσιος εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Βασίλειος. Το όνομα αυτό ήταν ένα σημείο, διότι στην μελλοντική ασκητική και ποιμαντική του πορεία ο Άγιος θα έχη πάντοτε ως πρότυπο τον μεγάλο Ιεράρχη της Εκκλησίας Βασίλειο τον Μέγα. Ολίγο αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος, κατόπιν Πρεσβύτερος και έκτοτε λειτουργούσε ενώπιον του θρόνου και του θυσιαστηρίου του Θεού με πολλή ευλάβεια και καθαρότητα.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ο Όσιος μετέβη στο Μαυροβούνιο, όπου έγινε δεκτός στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Μαρδαρίου, ο οποίος εκράτησε τον νεαρό Ιερομόναχο Βασίλειο μαζί του στην Τσέτινιε. Την εποχή εκείνη ο σερβικός λαός στέναζε υπό τον οθωμανικό ζυγό. Η Ορθοδοξία εκινδύνευε επίσης από τους Ιησουίτες, οι οποίοι επιδιώκοντες να εκμεταλλευθούν τις δυσκολίες των Ορθοδόξων, ώστε να προσηλυτίσουν τον πληθυσμό στην Παπική αίρεσι και εξουσία, είχαν απλωθή ιδιαιτέρως στα δυτικά μέρη της Σερβίας, τα παράλια της Δαλματίας, της Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου. Ο Άγιος Βασίλειος επέστησε την προσοχή του Μητροπολίτου στην ύπουλη αυτή θρησκευτική προπαγάνδα και την ανάγκη υπερασπίσεως της Ορθοδοξίας, αλλά εκείνος αδιαφόρησε και άφησε ανεξέλεγκτες τις ουνιτικές δραστηριότητες. Όμως ο ευσεβής λαός και ο Κλήρος, δοξάζοντες την πίστι τους και παραμένοντες στην Ορθοδοξία, στρέφονται μαζί με τον Όσιο Βασίλειο εναντίον της Ουνίας και δεν ενδίδουν στην Λατινόφερτη προπαγάνδα. Ο Όσιος συνεβούλευσε τον Μητροπολίτη να στραφή δυναμικά εναντίον των εχθρών της Εκκλησίας και να μη φοβήται κανέναν, όταν τίθεται θέμα υπερασπίσεως της Πίστεως και της Αληθείας του Χριστού.
Ο Μητροπολίτης, όχι μόνο δεν τον άκουσε, αλλ’ αντιθέτως άρχισε να στρέφεται εναντίον του Αγίου και να κατηγορή αυτόν ψευδώς ενώπιον του λαού. Ο λαός όμως εσέβετο και αγαπούσε πολύ τον Άγιο και έτσι οι συκοφαντίες δεν είχαν απήχησι. Το ευσεβές πλήρωμα είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Άγιο Βασίλειο, η πολιτεία του οποίου αποτελούσε φωτεινή μαρτυρία της Αληθείας.
Ο ΌΣΙΟΣ, επειδή ήθελε να απομακρυνθή από τους συκοφάντες του, επέστρεψε στην μετάνοιά του, την Μονή Τβέρντος· αλλά δεν έπαυσε να μάχεται για την υπεράσπισι της Ορθοδόξου Πίστεως και για την προστασία του λαού του, εξ αιτίας του οποίου ωνομάσθηκε ζηλωτής της Ορθοδοξίας. Αξίζει να σημειωθή, ότι η πονηρία των παπικών Ιησουϊτών και Ουνιτών επινόησε την φήμη, ότι δήθεν ο Άγιος Βασίλειος έγραψε δύο γράμματα στον Πάπα Αλέξανδρο Ζʹ και τον Κλήμεντα Ιʹ (το 1660 και το 1671 αντίστοιχα), ότι δήθεν τους αναγνώρισε και ότι δήθεν ζητούσε από αυτούς χρήματα!… Αργότερο όμως, αποκαλύφθηκε, ότι αυτά τα πλαστά γράμματα ήσαν γραμμένα και υπογεγραμμένα από τους ίδιους τους Ιησουίτες, οι οποίοι εκαυχώντο στην Ρώμη για τα κατορθώματά τους εναντίον των Σέρβων Ορθοδόξων1. Ο Άγιος συνέχιζε τους αγώνες του, όχι μόνο για την σωτηρία της ψυχής του, αλλά ακόμη περισσότερο για την σωτηρία του Ορθοδόξου Λαού του Θεού.
Από το κελλί της προσευχής του έβλεπε όλες τις δυσκολίες και τα βάσανα που υπέμενε ο λαός του στην δύσκολη δουλεία των αγαρηνών, στην φτώχεια και εξαθλίωσι, στον φόβο από τον τουρκικό ζυγό, στον κίνδυνο και την καταστροφή από την ουνιτική προπαγάνδα. Γι’ αυτό και αδιαλείπτως προσευχόταν στον Θεό θερμά για την σωτηρία του λαού του. Αν και κατ αυτό τον χρόνο ήταν Αρχιμανδρίτης, δεν περιωριζόταν μόνο στο Μοναστήρι, αλλά στρεφόταν και στην ευαγγελική διακονία του λαού, ως Πνευματικός. Έτσι, περιήρχετο ιεραποστολικά τα χωριά, τελώντας Ακολουθίες και τα Ιερά Μυστήρια, ενδυνάμωνε τους κατοίκους στην πίστι και την υπομονή, προέτρεπε αυτούς να διαφυλάξουν την Πίστι τους ως το πολυτιμότερο αγαθό, γενικά δε βοηθούσε όλους στις αδυναμίες τους. Ήταν τέτοια η φήμη του, ώστε και οι Τούρκοι τον αποκαλούσαν: «ο ικέτης του παραδείσου».
ΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ αυτό έργο του Αγίου Βασιλείου εκίνησε εναντίον του το μίσος των εξισλαμισθέντων Σέρβων, οι οποίοι θέλησαν να τον φονεύσουν. Για να αποφύγη τον κίνδυνο και να βοηθήση τον λαό του, ο Άγιος κατέφυγε στην Ορθόδοξη Ρωσία. Επανέκαμψε αργότερα, φέρων μαζί του πολλά εκκλησιαστικά βιβλία, άμφια και ιερά σκεύη, επίσης και χρήματα για τον λαό του. Με τα αφιερώματα αυτά βοηθούσε τις πτωχές εκκλησίες της Ερζεγοβίνης και συχρόνως τους ασθενείς και αδυνάτους. Επισκεύασε πολλούς εγκαταλελειμμένους Ναούς, επίσης δε ίδρυσε δημοτικό σχολείο στο Μοναστήρι Τβέρντος και σε κάθε ενοριακό Ναό. Διεπίστωσε όμως, ότι το μίσος των εξισλαμισθέντων και των Ουνιτών εναντίον του δεν είχε διόλου καταλαγιάσει. Ο δυναμικός ζήλος του και το ακαταπόνητο της αποστολικής διδασκαλίας του προκαλούσε την έχθρα αυτών, ώστε πάλι αναγκάσθηκε να απομακρυνθή.
Ο ΌΣΙΟΣ απεφάσισε τότε να μεταβή σε προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Έφυγε από το Μοναστήρι Τβέρντος, επισκέφθηκε διάφορες Ιερές Μονές της Σερβίας και έφθασε στο Ιπέκιον, το σημερινό Πέτς στο Κοσσυφοπέδιο, τότε έδρα του Πατριαρχείου των Σέρβων. Εμφανίσθηκε στον άγιο Πατριάρχη Παΐσιο Γιάνιεβατς (1614-1647) και του εξέθεσε την δύσκολη κατάστασι των Ορθοδόξων Σέρβων στην Ερζεγοβίνη, για τις ταλαιπωρίες από τους Τούρκους και τις πονηρίες των Λατίνων. Κατόπιν ανέφερε στον άγιο Πατριάρχη την επιθυμία του να ταξιδεύση στο Άγιον Όρος και ζήτησε την ευλογία του. Ο σοφός Πατριάρχης Παΐσιος αντελήφθη αμέσως, ότι ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος έχει μεγάλες πνευματικές αρετές και αφού εξέτασε το μέχρι τότε ποιμαντικό του έργο, εξετίμησε τον άνθρωπο του Θεού και απεφάσισε να τον χειροτονήση Αρχιερέα. Του έδωσε λοιπόν ευλογία να προσκυνήση στον Άγιον Όρος, αλλά τον συνεβούλευσε να μη παραμείνη εκεί και να επιστρέψη στο Ιπέκιον. Ο Όσιος Βασίλειος εταξίδευσε ήσυχα στο Άγιον Όρος και παρέμεινε εκεί ένα χρόνο. Προσκύνησε στα πολλά Μοναστήρια και τις Σκήτες, διδάχθηκε πολλά από πολλούς ασκητές και ερημίτες του Άθωνα, το περιβόλι των Αγίων και της αρετής. Τον περισσότερο καιρό φυσικά παρέμεινε στο Μοναστήρι του Χιλανδαρίου με τους Σέρβους Μοναχούς.
ΚΑΤΑ την επιστροφή του από το Άγιον Ορος, ο Όσιος Βασίλειος επισκέφθηκε πάλι τον Πατριάρχη στο Ιπέκιον. Ο άγιος Πατριάρχης τότε συνεκάλεσε τους Αρχιερείς και την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του έτους 1638 εχειροτόνησε αυτόν Επίσκοπο και τον διώρισε Μητροπολίτη της Τρεβινίας, με έδρα το Μοναστήρι Τβέρντος. Παρά το ότι ήταν νέος ακόμα, δεν είχε συμπληρώσει τα τριάντα του, αξιώθηκε του επισκοπικού βαθμού για την αγία ζωή του και για τις ανάγκες της Εκκλησίας στους δύσκολους εκείνους χρόνους.
Από το Ιπέκιον ο Άγιος παίρνει τον ίδιο δρόμο για το Τρεβίνιε, όπου με χαρά γίνεται δεκτός από όλο τον λαό. Μόλις φθάνει στην Επισκοπή του, επαναρχίζει με περισσότερο ζήλο το έργο του. Χωρίς δισταγμούς για τους κινδύνους, οι οποίοι δεν άργησαν να εμφανισθούν, ο νέος στην ηλικία, αλλά ζηλωτής Μητροπολίτης ταξιδεύει σε όλη την επαρχία και ακούραστα εκπληρώνει την αρχιερατική του διακονία.
Το βασικό όπλο στο έργο του ήταν ο λόγος του Θεού και η προσευχή. Η δύναμις της προσευχής του ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να κάνη θαύματα και να τον αποδεικνύει ως θαυματουργό. Από τότε ο λαός τον ευλαβείτο ως Άγιο, διότι πολλές φορές διαπίστωνε την δύναμι των προσευχών του, ως και το προορατικό του χάρισμα. Ετσι, όχι μόνο αυτός πήγαινε στον λαό, αλλά και ο λαός σε αυτόν και ζητούσε βοήθεια και παρηγορία στις διάφορες δοκιμασίες και τους πειρασμούς του. Ο Άγιος, ως ελεήμων, τους βοηθούσε με την προσευχή του, τις πνευματικές συμβουλές του και συχνά με την ελεημοσύνη. Στην ελεημοσύνη πρότρεπε και τους άλλους.
ΟΛΙΓΟ αργότερα, οι Τούρκοι εφόνευσαν τον Μητροπολίτη της ανατολικής Ερζεγοβίνης Παΐσιο Τρεμπιεσάνιν. Τότε ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ράϊτς (1648-1656), ο οποίος κατόπιν επίσης εμαρτύρησε από τους Τούρκους, ετοποθέτησε τον Άγιο Βασίλειο Μητροπολίτη της χηρευούσης επαρχίας, με πατριαρχικό γράμμα στο οποίο αναφέρει:
«Η ταπεινότης ημών προς την θεόσωστον επαρχίαν, ήτις ονομάζεται Νίκσιτς, Πλάνα, Κολασίνοβιτς και Μοράτσα, προς τους οσίους Καθηγουμένους, Ιερομονάχους και Μοναχούς, τους ευλαβεστάτους Πρωθιερείς και τιμίους Πρεσβυτέρους και πάντας τους εν Χριστώ Θεώ ευσεβεστάτους Χριστιανούς. Η χάρις του Θεού και η σκέπη των Αγίων Σέρβων Οσίων είη μετά πάντων υμών! Να γνωρίζετε ότι παρεδώκαμεν και ευλογήσαμεν εις τον Δεσποτα Ζαχούμσκας κύρ Βασίλειο την ονομαζομένην επαρχίαν, ην είχεν ο κοιμηθείς Επίσκοπος Μάξιμος και ο Επίσκοπος Παΐσιος, αιωνία είη η μνήμη αυτών. Δεχθήτε εγκαρδίως τον αναφερόμενον Ιεράρχην ως νόμιμον Μητροπολίτην και αποδώσατε την αρμόζουσαν εις αυτόν τιμήν. Η ευλογία και η χάρις του Κυρίου και Θεού και η σκέπη της Παναγίας Θεοτόκου είησαν επί πάντας υμάς και τα τέκνα υμών και τας Ορθοδόξους εστίας υμών».
Με την Πράξι αυτή ο Πατριάρχης ένωσε την παλαιά Μητρόπολι Ζαχούμσκα, η οποία κατά τον προηγούμενο Ιϛʹ αι. είχε διαχωρισθή εις δύο: την δυτικήν Επισκοπή της Τρεβινίας (στην σημερινή Ερζεγοβίνη) και την ανατολική Μιλεσέβσκα ή Πετρόβσκα (στο σημερινό Μαυροβούνιο).
Ο Άγιος επισκόπευε για αρκετό χρόνο από το Μοναστήρι της μετανοίας του Τβέρντος, κατά δε το έτος 1651, ανεχώρησε για την Μητρόπολί του στα ανατολικά μέρη της επαρχίας, στην πόλι Όνογοστ, σημερινό Νίκσιτς του Μαυροβουνίου, όπου συνέχισε το ποιμαντικό έργο του. Την εποχή εκείνη είχαν αναζωπυρωθή οι διώξεις κατά του σερβικού πληθυσμού και οι Τούρκοι λεηλατούσαν ανελέητα Ναούς, Μοναστήρια και κατοικίες, ενώ όλη η ύπαιθρος είχε ερημωθή. Όταν ο βεζίρης της Ερζεγοβίνης συνέλαβε όλους τους πρώτους του λαού και τους εθανάτωσε, ο Άγιος Ιεράρχης απεφάσισε να απομακρυνθή από την Ιερά Μονή του Αποστόλου Λουκά πλησίον του Νίκσιτς, όπου είχε την έδρα του, και να εύρη καταφύγιο σε έναν απόκρυφο τόπο. Έτσι αποσύρθηκε σε μία σπηλιά στο Πιεσίβιτς κάτω από το βουνό Ζαγάρατς, όπου τακτοποίησε ένα κελλί και έμεινε για αρκετό χρόνο. Κάποιοι ηλικιωμένοι κάτοικοι από τα περίχωρα τον συνεβούλευσαν να μεταφερθή στο πλησιόχωρο Μοναστήρι του Όστρογκ. Ο Άγιος ήδη εγνώριζε τους ασκητές της Μονής αυτής και ιδιαίτερα τον ενάρετο Ηγούμενο του Όστρογκ, τον Στάρετς Ησαΐα. Αυτός ο ενάρετος Στάρετς ασκήτευε αυστηρά και θεάρεστα σε μία σπηλιά επάνω από το Άνω Όστρογκ. Μετά την κοίμησί του, ο Θεός εφανέρωσε την αγιότητά του, αλλά οι Τούρκοι δεν άργησαν να καταστρέψουν τα άγια Λείψανα του Οσίου Ησαΐου στην φωτιά. Ο Όσιος Βασίλειος μετέβη στην Μονή Όστρογκ, όπου εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο του Οσίου Ασκητού Ησαΐου στους πρόποδες του βουνού Όστρογκ και από το ερημητήριο αυτό καθωδηγούσε επί μία δεκαπενταετία την επισκοπική του περιφέρεια. Στο Όστρογκ συγκεντρώθηκαν περί αυτόν και άλλοι Μοναχοί και ασκητές, με τους οποίους ανακαίνισε την Εκκλησία των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου και ολίγον αργότερα ανοικοδόμησε και διακόσμησε την Εκκλησία του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στην πλαγιά του Όστρογκ, η οποία αγιογραφήθηκε και διατηρείται έως και σήμερα.
Επιθυμία του Οσίου ήταν να γίνη η σπηλιά του στο Όστρογκ ένα πραγματικό Μοναστήρι, πρότυπο πνευματικής ζωής για τα υπόλοιπα Μοναστήρια και τον ευσεβή λαό. Όταν η Αδελφότης της Μονής αυξήθηκε, τοποθέτησε ως Ηγούμενο τον π. Ησαΐα, ανηψιό του Οσίου Ησαΐου. Ο ίδιος ο Όσιος Βασίλειος επεδόθη στις πλέον δύσκολες πνευματικές ασκήσεις. Στην οικοδομή Ιερών Ναών και κελλίων μετέφερε πέτρες στα χέρια του, ενώ δεν ελησμόνησε ποτέ την επαρχία του και τον λαό του, ούτε την πνευματική του άσκησι της αδιάλειπτης προσευχής, αγρυπνίας και ησυχίας. Τρεφόταν μόνο με καρπούς και χόρτα, εκτελούσε δε τις μετάνοιες του μοναχικού του κανόνος. Το σώμα του ήταν ξηρό, το πρόσωπό του κιτρινωπό σαν κερί και όλος ήταν ναός του Παναγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Ιεράρχης δεν παρέμενε συνεχώς στην σπηλιά. Με τις πνευματικές του εμπειρίες από το Όστρογκ, κατέβαινε στον λαό, επισκεπτόταν το χειμαζόμενο ποίμνιό του και μοιραζόταν τα βάσανά τους ως αληθινός ποιμήν. Πολλοί ήσαν εκείνοι που ευεργετήθηκαν από τις θαυματουργές προσευχές του και τον ετιμούσαν ήδη ως Άγιο. Κατά την διάρκεια των μεγάλων διωγμών, πλήθος λαού προσέτρεχε στο Όστρογκ από όλα τα μέρη, ζητώντας την βοήθειά του και την πνευματική και σωματική ίασιν. Οι βασανισμένοι κάτοικοι της Ερζεγοβίνης κρυφά από τα μάτια των Τούρκων πήγαιναν στον Άγιο του Όστρογκ – γέροντες, γυναίκες και παιδιά – και παρέμεναν αρκετό καιρό κοντά στον Επίσκοπό τους. Ο μακάριος πνευματικός Πατέρας τους και μεσίτης ενώπιον Θεού μεριμνούσε γι αυτούς και τους έτρεφε πνευματικά και υλικά με την βοήθεια των γύρω χωριών. Από το ερημητήριο του Όστρογκ ο Άγιος είχε συχνή επικοινωνία με τους Πατριάρχας των Σέρβων στο Ιπέκιον δι’ αλληλογραφίας και, όποτε ήταν δυνατόν, τους επισκεπτόταν. Τους ανέφερε τον πόνο του για την κακία πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι τον περιτριγύριζαν.
Επί πλέον, ο Άγιος Βασίλειος είχε να αντιμετωπίση τον δόλο κάποιων ορθοδόξων, όπως του ηγεμόνος Ράϊτς και των έξι υιών του, οι οποίοι έμεναν όχι μακρυά από το Μοναστήρι του Όστρογκ και παρακινούμενοι από τον δαίμονα, ταλαιπωρούσαν τον Άγιο και το Μοναστήρι με πολλές αδικίες. Για τις αδικίες του ηγεμόνος Ράϊτς και τις κακίες πονηρών ανθρώπων, ο Όσιος απεφάσισε να εγκαταλείψη το Όστρογκ και να μεταβή σε άλλο τόπο, ακόμη και στο Άγιον Όρος, όπου θα συνέχιζε τους αγώνες του. Αλλά αισθάνθηκε ότι αυτό ήταν εκ του πονηρού, για να τον αποτρέψη από την ενάρετη ζωή και την αποστολή του. Επίσης τον παρεκάλεσαν και οι γείτονες του χωρίου Μπιελοπάβλιτς δια του πνευματικού τους, του Ιερέως Μιχαήλ Μπόσκοβιτς, να μην τους αφήση μόνους, χωρίς την ευλογία και προσευχή του. Ο Όσιος απεφάσισε τελικά να μην εγκαταλείψη το Όστρογκ και μέχρι τέλους να υπομείνη τις αδικοπραγίες. Κατά το έτος 1667, επισκέφθηκε τον μακάριο Πατριάχη Μάξιμο στο Ιπέκιον και του ανέφερε την θέσι του και την κατάστασι του λαού του. Ο άγιος Πατριάρχης έστειλε γράμμα στον ηγεμόνα Ράϊτς και στον λαό του Μπιελοπάβλιτς, με το οποίο συνεβούλευε τον λαό να προστατεύη και να βοηθή το Μοναστήρι του Όστρογκ, όσους δε θα ήθελαν να συνεχίσουν τις αδικοπραγίες τους ηπείλησε με αφορισμό. Ο ίδιος ο Άγιος Βασίλειος προεφήτευσε στον ηγεμόνα Ράϊτς, ότι όλοι οι υιοί του θα απέθνησκον εξ αιτίας των αδίκων πράξεών τους κατά της Μονής. Αυτή η προφητεία του Αγίου γρήγορα εκπληρώθηκε.
Λυπημένος, ο ηγεμόνας Ράϊτς προσήλθε στον Άγιο Βασίλειο και του ανέφερε την απώλεια των υιών του. Ο Όσιος παρηγόρησε τον ηγεμόνα και τον συνεβούλευσε να μετανοήση για τις αμαρτίες του και για τις αμαρτίες των υιών του. Επίσης, του προείπε ότι, αν μετανοήση ειλικρινά, ο Κύριος θα τον ευλογήση και πάλι θα αποκτήση υιούς για απογόνους. Αυτή η πρόρρησις του Αγίου σύντομα εκπληρώθηκε.
Ακάματος στην άσκησι της προσευχής, νηστείας, σωματικής κοπώσεως και εργασίας, όπως και στις πολλές μέριμνες για τα ουράνια και γήϊνα αγαθά του ποιμνίου του, ο Άγιος του Όστρογκ έφθασε στο τέλος της επί γης ζωής του. Χωρίς πόνους και κόπους ο Άγιος Βασίλειος εκοιμήθη ειρηνικά εν Κυρίω την 29η Απριλίου 1671, παραδίδοντας ήρεμα την ψυχή του εις χείρας Θεού στο κελλί του επάνω από το ερημητήριο του Όστρογκ. Την στιγμή εκείνη, άρρητο φως γέμισε το κελλί του και αργότερα φύτρωσε ένα κλήμα στον βράχο, πλησίον του οποίου εκοιμήθη ο Άγιος, αν και ο τόπος δεν είχε διόλου χώμα. Οι Μοναχοί του Όστρογκ ενεταφίασαν το σκήνωμα του Αγίου Βασιλείου στο μνήμα κάτω από την Εκκλησία των Εισοδίων.
Πολυάρθιμα θαύματα άρχισαν να επιτελούνται στο μνήμα του, τα οποία συνεχίζονται αδιάκοπα μέχρι των ημερών μας.
Ο Άγιος Βασίλειος έγραψε στην Διαθήκη του και τα εξής:
«Γράφω, για να γνωρίζουν την αλήθεια, για να γνωρίζουν οι Χριστιανοί ότι υπήρξα κάποτε στο Όστρογκ, στην έρημο και ότι έβαλα όλον τον κόπο μου και τα υπάρχοντά μου, τίποτε δεν λυπήθηκα για την ελεημοσύνη για τον Θεό και την Παναγία Θεοτόκο. Εκεί με μερικούς αδελφούς και την βοήθεια του Θεού ανακαίνισα ό,τι υπήρχε… Αλλά πολλά βάσανα μου προξένησαν, όμως ο Θεός μου εστί βοηθός σε κάθε έργο. Αυτά γράφω για να γνωρίζουν όλοι οι λειτουργοί που θα διακονούν μετά από εμένα τον Θεό και την Παναγία Θεοτόκο στο Όστρογκ στην σπηλιά για την αγάπη του Θεού, καθώς και όλοι οι Χριστιανοί να τα γνωρίζουν μετά από εμένα».
ΕΠΤΑ έτη μετά την εκδημία του, κατά το έτος 1678, ο Άγιος Βασίλειος παρουσιάσθηκε σε όραμα στον Ηγούμενο Ραφαήλ της Μονής Αγίου Λουκά κοντά στο Νίκσιτς, και τον πρόσταξε να πάη στο Όστρογκ και να ανοίξη το μνήμα του. Ο Ηγούμενος δεν έδωσε σημασία στο όραμα και δεν πήγε. Το ίδιο όραμα είδε πάλι, αλλά και τότε δεν έδωσε σημασία. Την τρίτη φορά ο Άγιος Βασίλειος εμφανίσθηκε στον Ηγούμενο: ενδεδυμένος με τα επισκοπικά άμφια και κρατών θυμιατό στο χέρι, τον διέταξε να ανοίξη τον τάφο του. Την ώρα που ο Άγιος εθύμιαζε, ένα αναμμένο κάρβουνο έπεσε από το θυμιατό πάνω στον Ηγούμενο, ο οποίος έντρομος εξύπνησε και περιέγραψε το όραμα στην Αδελφότητα. Τότε συμφώνησαν και ξεκίνησαν για το Μοναστήρι του Όστρογκ, όπου διηγήθησαν όλα τα συμβάντα στους Μοναχούς εκεί και αποφασίσθηκε η ανακομιδή του ιερού Λειψάνου. Πρώτα όμως όλοι μαζί άρχισαν αυστηρή νηστεία, τηρούσαν καθημερινά όλους τους κανόνες της προσευχής και τελούσαν την θεία Λειτουργία. Την εβδόμη ημέρα, θυμιάζοντας το μνήμα του Αγίου, το άνοιξαν και ευρήκαν το δοξασμένο, άφθαρτο Λείψανο του Αγίου, το οποίο είχε χρώμα κεριού και ανέδιδε ευωδία όμοια με άρωμα βασιλικού. Το τίμιο Λείψανο τοποθετήθηκε σε θήκη και κατατέθηκε στον Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου οι πιστοί μπορούσαν πλέον να το προσκυνούν.
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ των Σέρβων Βασίλειος, ο τελευταίος στον Ιπέκιον (1763- 1765, εκοιμήθη 1772), εξόριστος από τους Τούρκους, έμεινε πλησίον του ιερού Λειψάνου του Αγίου Βασιλείου έξι μήνες με προσευχή και νηστεία και συνέταξε την Ακολουθία και τον Βίο του Αγίου2. Ακριβώς όπως κατά την διάρκεια του επιγείου βίου του ο Άγιος δεν εγνώρισε στιγμή γαλήνης, έτσι και το Λείψανό του πολλές φορές χρειάστηκε να το κρύψουν για να αποφύγη την βεβήλωσι και την καταστροφή στα χέρια των Τούρκων. Το 1942, η Μονή Όστρογκ βομβαρδίσθηκε, χάρις όμως στην μεσολάβησι του προστάτου Αγίου, τα βλήματα έπεφταν χωρίς να προκαλέσουν ζημίες στα κτίσματα. Μια οβίδα μάλιστα έπεσε ακριβώς στην είσοδο του σπηλαίου του Αγίου, το οποίο είχε μετατραπή σε παρεκκλήσιο και στο οποίο εφυλάσσετο το τίμιο Λείψανό του. Η οβίδα όμως δεν εξερράγη και παρεμένει ως αξιοθέατο στο σημείο αυτό μέχρι σήμερα. Και πλέον πρόσφατα, κατά τον μήνα Ιούνιο του 1992 τα μουσουλμανικά και παπικά πυρά είχαν στραφή εναντίον του Όστρογκ, όμως δεν επέτρεψε ο Άγιος να γίνη καταστροφή. Ο Άγιος Βασίλειος είναι από τους πλέον τιμωμένους Αγίους των Σέρβων, οι οποίοι του έχουν αφιερώσει μεγάλο αριθμό Ναών, τόσο στην Σερβία όσο και στο εξωτερικό.
α) J. G., «Serbian Holy Places», περιοδ. «The Orthodox Word», Vol. 4, No 3 (20), May-June 1968, pp. 132-133
β) «Two Serbian Saints, a. St. Vasilije the Wonderworker, April 29» περιοδ. «Orthodox America», Vol. II, No 5, December 1981, p. 5.
γ) Ιερομονάχου Αθανασίου Γιέφτιτς, «Το Μυστήριο της Επαφής, Τα άγια λείψανα στη Σερβία – Η αληθινή σωματική αγάπη» (Συνέντευξη), περιοδ. «Σύναξη», τεύχος 4/ Φθινόπωρο 1982, σελ. 45-49.
δ) Bishop Nicolaj Velimirovic, The Prologue from Ochrid, part II, p. 113, part I, p. 308, Lazarica Press, Birmingham, 1985.
ε) Περιοδ. «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 247/Μάρτιος-Απρίλιος 1992, σελ. 41-43.
ϛ) Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Ο Βίος του Αγίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Βασιλείου του Ostrog του Θαυματουργού, Μητροπολίτου Ζαχούμσκου», Από τους Βίους των Αγίων, τόμος Απριλίου. Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια Αλεξίου Π. Παναγοπούλου, σελ. 25-56, Σειρά «Δέηση», αρ. 4, Πάτρα 1992 (το έργο αυτό είναι η κυρία πηγή της παρούσης εργασίας).
ζ) Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διασκευή εκ του Γαλλικού: Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης, τ. 8 Απρίλιος, σελ. 277-281, Ινδικτος, Αθήναι 2007.
η) Website of the “Orthodox Church in America”, Feasts and Saints, April 29: www.oca.org
1. Βλ. Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Ο Άγιος Βασίλειος του Όστρογκ. Εξηγήσεις μιας απορίας από την ζωή του Αγίου, Ντουμπρόβνικ 1913.
2. Η Ακολουθία του Αγίου Βασιλείου, στα σλαβονικά, τυπώθηκε το 1861 από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Μιχαήλ.
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com