* Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Ε΄, (σελ. 20-125).
Άγιος Κάλλιστος και Άγιος Ιγνάτιος (οι Ξανθόπουλοι)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σχετικά με την άσκηση, τον τρόπο ζωής, και τη δίαιτά τους, και για τα πολλά και μεγάλα αγαθά που προξενεί η ησυχία σε όσους την ασκούν σωστά. Η παρούσα πραγματεία διαιρείται σε εκατό κεφάλαια.
Κεφάλαιο 1 (Προοίμιο) – Η θεία και υπερφυσική δωρεά και χάρη που ενυπάρχει δια του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς
Κεφάλαιο 2 – Το περιεχόμενο αυτού του λόγου εκτίθεται εξαιτίας της ερωτήσεως κάποιου αδελφού και σύμφωνα με αυτό που ήθελε, αλλά και για να τηρηθεί η εντολή των Πατέρων
Κεφάλαιο 3 – Σε κάθε έργο προηγείται ο σκοπός. Και σκοπός της πραγματείας αυτής είναι να μάθομε ποιο είναι το θεμέλιο
Κεφάλαιο 4 – Aρχή κάθε κατά Θεόν εργασίας είναι το να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Σωτήρα, και τέλος η επιστροφή μας στην τέλεια χάρη του παναγίου και ζωαρχικού Πνεύματος που μάς έχει δωρηθεί αρχικά κατά το άγιο βάπτισμα
Κεφάλαιο 5 – Ποιά είναι η χάρη και πώς θα την επιτύχομε. Ποιά είναι εκείνα που τη θολώνουν και ποιά είναι πάλι εκείνα που την ανακαθαίρουν
Κεφάλαιο 6 – Στο άγιο βάπτισμα δεχόμαστε δωρεάν τη θεία χάρη· αφού όμως τη συγκαλύψομε ύστερα με τα πάθη, την καθαίρομε πάλι με την εκπλήρωση των εντολών
Κεφάλαιο 7 – Όποιος πολιτεύεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρέπει να ασκεί όλες τις εντολές, αλλά την περισσότερη εργασία να την αφιερώνει σ” αυτές που είναι σπουδαιότερες από τις άλλες και κάπως γενικότερες
Κεφάλαιο 8 – Αρχή κάθε θεάρεστης εργασίας είναι η με πίστη επίκληση τον ονόματος τον Κυρίον μας Ιησού Χριστού και μαζί μ” αυτήν η ειρήνη και η αγάπη που ανατέλλουν από αυτήν
Κεφάλαιο 9 – Με κάθε μία από αυτές και με τις τρεις μαζί χαρίζεται άφθονα σε μας ο πλούτος όλων των αγαθών
Κεφάλαιο 10 – Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους Του αυτά άφησε στους Μαθητές Του σαν αποχαιρετιστήριες εντολές και θεία κληρονομιά, όπως επίσης και μετά την ανάσταση
Κεφάλαιο 11 – Με αυτά τα τρία διαπλέκονται όλες οι αρετές
Κεφάλαιο 12 – Η δωρεά και η επέλευση του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα στους πιστούς, χαρίζεται με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και στο άγιο όνομά Του
Κεφάλαιο 13 – Εύλογα παραγγέλλουν οι άγιοι Πατέρες μας με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που είχαν μέσα τους, να προσευχόμαστε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και από Αυτόν να ζητούμε το έλεος
Κεφάλαιο 14 – Εκείνος που θέλει να βαδίζει χωρίς να σφάλλει τον κατά Θεόν δρόμο της ησυχίας, πρέπει μαζί με την καθολική απάρνηση των πάντων, να εκλέξει και την τέλεια υποταγή
Κεφάλαιο 15 – Ποιά είναι τα σημάδια της αληθινής υποταγής, που όταν τα κατέχει ο πραγματικός υπήκοος, θα υποτάσσεται σωστά
Κεφάλαιο 16
- Α”. Όποιος επιθυμεί τη γνήσια και κατά Θεόν ησυχία πρέπει να φροντίζει, μαζί με την ορθόδοξη πίστη, να είναι γεμάτος και από τα καλά έργα. Η πίστη είναι διπλή. Ο ησυχαστής πρέπει να έχει πίστη, αλλά να είναι και ειρηνικός, απερίσπαστος, αμέριμνος —δηλαδή χωρίς φροντίδες—, σιωπηλός, ήσυχος, να ευχαριστεί το Θεό για όλα, να αναγνωρίζει την αδυναμία του, να υπομένει γενναία τους πειρασμούς και να ελπίζει στο Θεό, περιμένοντας από Αυτόν το έλεος
- Β΄. Η πίστη είναι διπλή
- Γ΄. Πρέπει να είσαι ειρηνικός
- Δ΄. Πρέπει να είσαι απερίσπαστος
- Ε΄. Πρέπει να είσαι αμέριμνος και χωρίς φροντίδες
- ΣΤ΄. Πρέπει να είσαι σιωπηλός
- Ζ΄. Πρέπει να είσαι ήσυχος
- Η΄. Πρέπει σε όλα να ευχαριστείς τον Θεό
- Θ΄. Πρέπει να αναγνωρίζεις την αδυναμία σου
- Ι΄. Πρέπει να υπομένεις γενναία τους πειρασμούς
- Πρέπει να ελπίζεις στον Θεό και από Αυτόν να περιμένεις ότι είναι συμφέρον
Κεφάλαιο 17 – Ο φόβος του Θεού είναι διπλός, ο φόβος των αρχαρίων και ο φόβος των τελείων
- Ο πρώτος φόβος των αρχαρίων
- Ο δεύτερος, ο τέλειος θείος φόβος
Κεφάλαιο 18 – Για χάρη των εντολών και της πίστεως του Κυρίου Ιησού Χριστού οφείλομε, όταν το καλεί η περίσταση, να θυσιάσομε και τη ζωή μας
Κεφάλαιο 19 – Μέθοδος φυσική για την είσοδο έξοδο μέσα στην καρδιά με την εισπνοή από τη μύτη και την προσευχή που κάνομε κατ” αυτή και που είναι το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Η μέθοδος αυτή συντελεί κάπως και στη συγκέντρωση της διάνοιας.
Κεφάλαιο 20 – Η φυσική μέθοδος με την εισπνοή από τη μύτη και την επίκληση του Κυρίου Ιησού Χριστού που τη συνοδεύει.
Κεφάλαιο 21 – Και ο ιερός Χρυσόστομος, όμοια με άλλους παλαιούς αγίους Πατέρες, παραγγέλλει να προσευχόμαστε στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας μέσα στην καρδιά, με αυτή την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»
Κεφάλαιο 22 – Και πάλι για τη μνήμη του Ιησού μέσα στην καρδιά με την εισπνοή και με προσοχή
Κεφάλαιο 23 – Εκείνος που θέλει να νήψει νοερά, και πιο πολύ ο αρχάριος, πρέπει να κάθεται στον καιρό της προσευχής σε ήσυχο και σκοτεινό δωμάτιο, για να συγκεντρώνονται έτσι από το μερισμό με τρόπο φυσικό ο νους και η διάνοια
Κεφάλαιο 24 – Η απουσία ρεμβασμού χορηγείται στο νου πρώτα απ” όλα μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της επικλήσεως με πίστη μέσα στην καρδιά του αγίου ονόματός Του. Συντελεί δε κάπως και η φυσική μέθοδος της εισόδου με την εισπνοή μέσα στην καρδιά, και η παραμονή σε ήσυχο και σκοτεινό χώρο και τα παρόμοια
Κεφάλαιο 25 – Πώς πρέπει να περνά ο ησυχαστής το διάστημα από το βράδυ ως το πρωί. Αρχή της λεπτομερειακής διδασκαλίας
Κεφάλαιο 26 – Πώς πρέπει να περνάς από τον όρθρο μέχρι το πρωί
Κεφάλαιο 27 – Πώς πρέπει να περνάς από το πρωί μέχρι την ώρα τον φαγητού
Κεφάλαιο 28 – Προφύλαξη από την αργία. Είναι αναγκαίο να τηρεί και ο ησυχαστής την εκκλησιαστική τάξη
Κεφάλαιο 29 – Συνέχεια στα περί προσευχής. Πρέπει να προσευχόμαστε πάντοτε
Κεφάλαιο 30 – Η σωματική δίαιτα, πώς δηλαδή πρέπει να τρέφεται ο ησυχαστής
Κεφάλαιο 31 – Πώς πρέπει να τρέφεται ο αγωνιζόμενος τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή
Κεφάλαιο 32 – Πώς πρέπει να τρέφεσαι την Τρίτη και την Πέμπτη
Κεφάλαιο 33 – Πώς πρέπει να τρέφεσαι το Σάββατο. Για τις αγρυπνίες, και πώς πρέπει να τρως κατ” αυτές
Κεφάλαιο 34 – Πώς πρέπει να τρως τις Κυριακές. Διάφορα άλλα ζητήματα. Επίσης περί κόπου και ταπεινώσεως
Κεφάλαιο 35 – Πώς πρέπει να τρως και να πράττεις τις άγιες Τεσσαρακοστές και μάλιστα τη Μεγάλη
Κεφάλαιο 36 – Η διάκριση. Η εργασία με μέτρο είναι ανεκτίμητη. Η υποταγή
Κεφάλαιο 37 – Πώς πρέπει ο αγωνιζόμενος να περνά το διάστημα μετά το γεύμα ως τη δύση τον ηλίου. Πρέπει να πιστεύομε πως ανάλογα με τον κόπο και το μέτρο της εργασίας μας, μας δίνονται τα θεία χαρίσματα
Κεφάλαιο 38 – Η καθαρή προσευχή είναι ανώτερη από κάθε εργασία
Κεφάλαιο 39 – Ο αριθμός των γονυκλισιών του εικοσιτετραώρου
Κεφάλαιο 40 – Η διανομή των θείων αγαθών δε γίνεται μόνο ανάλογα με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και με την κατάσταση, τη δεκτικότητα, την πίστη και τη φυσική μας διάθεση
Κεφάλαιο 41 – Η καθολική και τελειότατη διάκριση. Ποιος είναι αυτός που ζει παρά φύση και σαρκικά, ποιος ο κατά φύση και ψυχικά, και ποιος είναι που ζει υπέρ φύση και πνευματικά
Κεφάλαιο 42 – Συνέχεια για τη διάκριση με παράδειγμα
Κεφάλαιο 43- Η μεταβολή και αλλοίωση του καθενός και η υπερβολική δόξα της ταπεινώσεως
Κεφάλαιο 44 – Η μετάνοια, η καθαρότητα και η τελειότητα
Κεφάλαιο 45 – Οι πέντε εργασίες της πρώτης και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτικής ησυχίας των αρχαρίων, δηλαδή η προσευχή, η ψαλμωδία, η ανάγνωση, η μελέτη και το εργόχειρο
Κεφάλαιο 46 – Από πού πρέπει να κάνουν αρχή εκείνοι που θέλουν να ησυχάσουν ορθά, και ποιά είναι η αρχή και η αύξηση και η προκοπή και η τελείωση
Κεφάλαιο 47 – Η τάξη της ησυχίας των αρχαρίων
Κεφάλαιο 48 – Η καρδιακή προσευχή που γίνεται με προσοχή και νήψη, και πώς ενεργείται
Κεφάλαιο 49 – Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διάφορους τρόπους, και ποιά είναι η προσευχή
Κεφάλαιο 50 – Τα λόγια της ιερής και θεοποιού προσευχής έχουν μυσταγωγηθεί πνευματικά όχι μόνο από τους αγίους Πατέρες που αναφέραμε, αλλά και από αυτούς τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη
Κεφάλαιο 51 – Οι αρχάριοι μπορούν να προσεύχονται άλλοτε με ολόκληρη την προσευχή, άλλοτε με ένα μέρος της, πάντοτε όμως μέσα στην καρδιά, και να μην αλλάζουν συνεχώς τα λόγια της προσευχής
Κεφάλαιο 52 – Για να καρποφορήσει η προσευχή μέσα στην καρδιά, χρειάζεται καιρός πολύς και αγώνας και βία. Και γενικά, κάθε αγαθό κατορθώνεται με μεγάλο κόπο και πολύν καιρό
Κεφάλαιο 53 – Η μη καθαρή καρδιακή προσευχή, και πώς φτανει κανείς στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή
Κεφάλαιο 54 – H αρρέμβαστη και καθαρή καρδιακή προσευχή και η θέρμη που δημιουργείται από αυτή
Κεφάλαιο 55 – Η θέρμη παράγεται από διάφορες αιτίες. Η κυριότερη είναι εκείνη που παράγεται από την καθαρή καρδιακή προσευχή
Κεφάλαιο 56 – Ποιο είναι το εργο που ακολουθεί την καρδιακή θέρμη
Κεφάλαιο 57 – Ο πόθος και έρωτας που γεννιέται από τη θέρμη, την προσοχή και την προσευχή
Κεφάλαιο 58 – Τα καρδιακά δάκρυα. Ο θείος πόθος και έρωτας
Κεφάλαιο 59 – Παραίνεση να μη ζητούμε τα υπέρμετρα. Προτροπή για συνεχή μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μέσα στην καρδιά μας
Κεφάλαιο 60 – Ο θερμός ζήλος και η θεία εμφάνεια μέσα μας και ο ενυπόστατος φωτισμός της χάρης
Κεφάλαιο 61 – Ενέργεια θεία και ενέργεια δαιμονική
Κεφάλαιο 62 – Ο φωτισμένος και απλανής διδάσκαλος
Κεφάλαιο 63 – Ο αληθινός και ο ψευδής φωτισμός, ήγουν το θείο φως και το φως από τον πονηρό
Κεφάλαιο 64 – Η απρεπής και η ευπρεπής φαντασία, και πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζομε
Κεφάλαιο 65 – Όχι μόνο η απρεπής φαντασία, αλλά και η ευπρεπής είναι απορριπτέα από τους Αγίους στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου
Κεφάλαιο 66 – Η καθαρότητα και η τελειότητα του νου, της ψυχής και της καρδιάς
- Ο καθαρός νούς
- Η καθαρή ψυχή
- Η καθαρή καρδία
- Ο Τέλειος νούς
- Η τέλεια ψυχή
- Η τέλεια καρδιά
- Ο καθαρός νούς
Κεφάλαιο 67 – Πώς φαντάζονταν οι Προφήτες
Κεφάλαιο 68 – Συνέχεια για τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες
Κεφάλαιο 69 – Οι πέντε δυνάμεις της ψυχής. Οι φαντασίες που είναι οικείες της ψυχής και του νου. Πρέπει ν” αποφεύγομε τελείως τη φαντασία και τα σχήματα και τις αποτυπώσεις και τις διαμορφώσεις στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου
Κεφάλαιο 70 – Περισσότερα για το νου
Κεφάλαιο 71 – Ακόμη λίγα για την καθαρή προσευχή
Κεφάλαιο 72 – Άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, η οποία είναι και μεγαλύτερο
Κεφάλαιο 73 – Συνέχεια για τη φαντασία και για εντυπώσεις στο νου και για τα σημάδια της πλάνης και της αλήθειας
Κεφάλαιο 74 – Η θεία και η επίπλαστη παρηγοριά
Κεφάλαιο 75 – Η θεία ηδονή που πηγάζει από την καρδιά
Κεφάλαιο 76 – Η πνευματική αυτή ηδονή είναι και πολυώνυμη και ανώνυμη
Κεφάλαιο 77 – Όποιος θέλει να ησυχάσει στην εντέλεια, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πράος στην καρδιά
Κεφάλαιο 78 – Πώς θα κατορθώσομε την πραότητα. Τα τρία μέρη της ψυχής, το θυμικό, το επιθυμητικό και το λογιστικό
Κεφάλαιο 79 – Πρέπει κανείς να μετανοεί γρήγορα για όσα παραπτώματα του συμβαίνονν, κι έτσι να προφυλάγεται σοφά για το μέλλον
Κεφάλαιο 80 – Το ολίσθημα και η μετάνοια
Κεφάλαιο 81 – Η μετάνοια, ο φόβος, η αγάπη, το πένθος, τα δάκρυα και η αυτομεμψία
Κεφάλαιο 82 – Η σοφή ασφάλιση και η προσοχή
Κεφάλαιο 83 – Ο ησυχαστής πρέπει να αγωνίζεται για όλα τα παραπάνω, και προπάντων για να είναι ήσυχος, πράος και να επικαλείται καθαρά και με σπουδή τον Κύριο Ιησού Χριστό μέσα στην καρδιά του
Κεφάλαιο 84 – Ο καλός και εκστατικός έρωτας και το θείο κάλλος
Κεφάλαιο 85 – Ο πόλεμος, η παιδαγωγική παραχώρηση και η εγκατάλειψη εξαιτίας αποστροφής
Κεφάλαιο 86 – Η απάθεια. Τι είναι η ανθρώπινη απάθεια
Κεφάλαιο 87 – Συνέχεια για την απάθεια και την τελειότητα
Κεφάλαιο 88 – Η εμπάθεια, η ηδυπάθεια, η προσπάθεια και η απάθεια
Κεφάλαιο 89 – Τι είναι εμπαθής, ηδυπαθής, προσπαθής και απαθής και ποιά η θεραπεία τους
Κεφάλαιο 90 – Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη
Κεφάλαιο 91 – Η αγία Κοινωνία. Πόσα αγαθά μάς προξενεί η συνεχής μετάληψη με καθαρή συνείδηση
Κεφάλαιο 92 – Είναι ανάγκη να μάθομε το θαύμα των αγίων Μυστηρίων τί είναι, γιατί δόθηκαν και ποιά είναι η ωφέλειά τους
Κεφάλαιο 93 – Τέλος των θεμάτων που αναπτύχθηκαν αναλυτικά, και μικρή παραίνεση προς τον ερωτήσαντα
Κεφάλαιο 94 – Πώς πρέπει να ακούμε και να εννοούμε τα πνευματικά λόγια των Πατέρων
Κεφάλαιο 95 – Ανακεφαλαίωση. Πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Ο αληθινός φωτισμός και η θεία δύναμη
Κεφάλαιο 96 – Άλλη ανακεφαλαίωση
Κεφάλαιο 97 – Η ησυχία με υπακοή είναι πράγματι η απλανής και αληθινή και πατροπαράδοτη και θεάρεστη ζωή. Αυτή ευλόγως ονομάστηκε από τους Αγίους «κρυμμένη εν Χριστώ ζωή»
Κεφάλαιο 98 – Αν και υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι σωτηρίας, αυτός όμως είναι ο ξεχωριστός και βασιλικός που οδηγεί στην υιοθεσία
Κεφάλαιο 99 – Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἔχει πολλὰ ὀνόματα ἐπειδὴ ἡ ἐργασία του εἶναι ὑψηλή
Κεφάλαιο 100 – Ηθικός επίλογος. Μαζί με τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού, πρέπει κι εμείς όσο μπορούμε να φροντίζομε και να αγωνιζόμαστε να αξιωθούμε αυτές τις υπερφυσικές και μέγιστες δωρεές από τώρα, σαν αρραβώνα, και να μην τις χάσομε, ο μη γένοιτο, από μιά μικρή ραθυμία
ΚΕΙΜΕΝΟ
Σχετικά με την άσκηση, τον τρόπο ζωής, και τη δίαιτά τους, και για τα πολλά και μεγάλα αγαθά που προξενεί η ησυχία σε όσους την ασκούν σωστά. Η παρούσα πραγματεία διαιρείται σε εκατό κεφάλαια.
Η θεία και υπερφυσική δωρεά και χάρη που ενυπάρχει δια του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς
1. Για να μιλήσομε σύμφωνα με τη θεία διδασκαλία, εμείς που είμαστε θεοδίδακτοι —αφού περιφέρομε τον καινό νόμο γραμμένο μυστικά στις καρδιές μας(Ιερ. 38, 33· Εβρ. 8, 10) λαμπρότερο από πυρσό και οδηγούμαστε από αγαθό και ευθύτατο Πνεύμα ως παιδιά και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού(Ρωμ. 8, 17)—, έπρεπε να ζούμε αγγελική ζωή χωρίς να έχομε ανάγκη από κανένα να μας διδάξει: «Γνώρισε τον Κύριο»(Ιερ. 38, 34· Εβρ. 8, 11). Τώρα όμως η απομάκρυνσή μας από τα ανώτερα από νεαρή ηλικία και η στροφή μας στο χειρότερο, όπως και η εξαπάτησή μας από τον φοβερό Βελίαρ και η αδιάλλακτη εναντίον μας τυραννική στάση του, μας έκαναν να τρέχομε κάκιστα μακριά από τις σωτήριες και θεουργικές εντολές και να ορμούμε σε ψυχοφθόρους γκρεμούς. Και το πιο ελεεινό απ” όλα· μας ερέθισε να φρονούμε και να πράττομε εναντίον του εαυτού μας. Γι” αυτό, οπως λέει και το θείο ρητό(Ψαλμ. 13, 2· 52, 3), δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει ή να ζητά με πόθο το Θεό, γιατί παρεκκλίναμε όλοι από τον ίσιο δρόμο και εξαχρειωθήκαμε(Ψαλμ. 13, 3· 52, 4). Έτσι γίναμε ολότελα σάρκες(Γεν. 6, 3) και στερούμαστε τη φωτοφόρο και θεία χάρη, γι” αυτό κι έχομε ανάγκη να προτρέπει και να βοηθά ο ένας τον άλλο στα καλά.
Το περιεχόμενο αυτού του λόγου εκτίθεται εξαιτίας της ερωτήσεως κάποιου αδελφού και σύμφωνα με αυτό που ήθελε, αλλά και για να τηρηθεί η εντολή των Πατέρων
2. Πολυαγαπημένο μας πνευματικό τέκνο, από τον πόθο σου να ερευνάς τις θείες και ζωοπάροχες Γραφές, κατά το λόγο του Κυρίου(Ιω. 5, 39), και να μυείσαι σ” αυτές χωρίς να σφάλλεις, ζήτησες πολλές φορές λόγο και κανόνα γραπτό κι από μας τους αχρείους, για δική σου ωφέλεια ή ίσως και άλλων, όπως ο ίδιος λες. Γι” αυτό, αν όχι πιο πριν, όμως τώρα τουλάχιστο με τη βοήθεια του Θεού κρίναμε ότι πρέπει να εκπληρώσομε αυτή την αξιέπαινη επιθυμία σου· και για χάρη της αγάπης και της ωφέλειάς σου λησμονήσαμε τη ραθυμία που μας συντροφεύει, ενώ θαυμάσαμε εσένα υπερβολικά για την επιμέλειά σου στα καλά και την επίμονη φιλοπονία σου. Πρώτα απ” όλα βέβαια φοβηθήκαμε τη φοβερή καταδίκη που απειλήθηκε από το Θεό εναντίον εκείνου που κρύβει το τάλαντο(Ματθ. 25, 25). Αλλά εκτός από αυτά, εκπληρώνομε και εντολή πατρική που μας άφησαν οι Πατέρες μας και οι πνευματικοί μας διδάσκαλοι να εμπιστευθούμε οσα μας δίδαξαν και σε άλλους θεοφιλείς. Ο Θεός λοιπόν, ο Πατέρας της αγάπης και ο πλουσιόδωρος χορηγός όλων γενικά των καλών, είθε να δώσει σ” εμάς τους βραδύγλωσσους και ισχνόφωνους(Εξ. 4, 10-12) λόγο καίριο καθώς ανοίγομε το στόμα μας, Αυτός που και σε άλογα ζώα έδωσε λόγο πολλές φορές προς ωφέλεια όσων τ” άκουγαν(Αρ. 22, 28). Σε σένα τώρα και σε όσους θα τα μελετήσουν, όπως είπες, είθε να προσθέσει ακοή για να τ” ακροασθείτε με σοφία κι επίγνωση και να ζείτε αταλάντευτα όπως εκείνος αγαπά. Επειδή χωρίς Αυτόν, όπως λέει η Γραφή, δεν μπορούμε να κάνομε τίποτε(Ιω. 15, 5) χρήσιμο και σωτήριο, και επειδή αν ο Κύριος δεν οικοδομήσει τον οίκο, μάταια κοπίασαν οι οικοδόμοι(Ψαλμ. 126, 1). Και αυτά έτσι έχουν.
Σε κάθε έργο προηγείται ο σκοπός. Και σκοπός της πραγματείας αυτής είναι να μάθομε ποιο είναι το θεμέλιο
3. Σε κάθε έργο προηγείται ο σκοπός· και σκοπός δικός μας είναι να σου εκθέσομε κατά δύναμη εκείνα που συντείνουν στην πνευματική σου πρόοδο, ενώ δικός σου είναι να ζήσεις γνήσια σύμφωνα με αυτά που θα πούμε. Γι” αυτό πρέπει πριν από κάθε άλλο να διερευνήσομε, ποιά άραγε είναι η ολοκλήρωση της κατά Χριστόν οικοδομής, στην οποία πρέπει να αποβλέπομε και να βάλομε την κατάλληλη αρχή στη θεμελίωση, ώστε όταν έρθει ο καιρός, ή μάλλον όταν αξιωθούμε να λάβομε πλούσια τη θεία βοήθεια, να προσθέσομε και την αντάξια οροφή με την αρχιτεκτονική του Πνεύματος.
Aρχή κάθε κατά Θεόν εργασίας είναι το να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Σωτήρα, και τέλος η επιστροφή μας στην τέλεια χάρη του παναγίου και ζωαρχικού Πνεύματος που μάς έχει δωρηθεί αρχικά κατά το άγιο βάπτισμα
4. Αρχή λοιπόν κάθε κατά Θεόν εργασίας, για να πούμε με συντομία,είναι να επιδιώκομε με κάθε τρόπο και με όλη μας τη δύναμη να ζούμε σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των θεοποιών εντολών του Σωτήρα. Και τέλος της, να επανέλθομε με την τήρηση αυτών στην κατάσταση που μάς προικοδότησε άνωθεν και εξ αρχής η ιερή κολυμβήθρα, εννοώ την τέλεια πνευματική αναμόρφωση και ανάπλαση της χάρης —ή όπως αλλιώς αγαπάς να ονομάζεις το δώρο αυτό. Και αφού βγάλομε από πάνω μας τον παλαιό Αδάμ μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες του, να ντυθούμε τον νέο και πνευματικό(Κολ.3, 9-10), που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, όπως λέει ο θειότατος Παύλος: «Παιδιά μου, που για σάς περνώ πάλι τους πόνους της γέννας, ώσπου να λάβει μέσα σας μορφή ο Χριστός»(Γαλ. 4, 19)· και ακόμη: «Όσοι βαπτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε το Χριστό»(Γαλ. 3, 27).
Ποιά είναι η χάρη και πώς θα την επιτύχομε. Ποιά είναι εκείνα που τη θολώνουν και ποιά είναι πάλι εκείνα που την ανακαθαίρουν
5. Αλλά ποιά είναι η χάρη και πώς θα γινόταν να την επιτύχομε, και ποιά είναι εκείνα που τη θολώνουν και ποιά πάλι ξαναδίνουν την καθαρότητά της, αυτό θα σου το φανερώσει εκείνος που είναι στην ψυχή και τη γλώσσα λαμπρότερος από κάθε χρυσό, ο Χρυσόστομος, λέγοντας: «Τί σημαίνει ο λόγος του Αποστόλου ότι «δεχόμαστε και αντανακλούμε τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ” αυτή τη λαμπρή εικόνα»(Β΄ Λορ. 3, 18); Τούτο το έδειχνε καθαρότερα όταν ενεργούσε τα χαρίσματα των θαυμάτων. Αλλά και τώρα δεν είναι δύσκολο να το αντικρίσει εκείνος που έχει μάτια πιστά. Την ώρα δηλαδή που βαπτιζόμαστε, η ψυχή λάμπει περισσότερο από τον ήλιο καθώς καθαίρεται από το Πνεύμα. Και όχι μόνο ατενίζομε τη δόξα του Θεού, αλλά δεχόμαστε κι εμείς κάποια λάμψη από αυτήν. Όπως δηλαδή το καθαρό ασήμι όταν εκτεθεί στις ακτίνες του ηλίου, εκπέμπει ακτίνες κι αυτό, όχι μόνο από την ίδια του τη φύση, αλλά και από την ηλιακή λάμψη, έτσι και η ψυχή, όταν καθαρθεί και γίνει λαμπρότερη από κάθε ασήμι, δέχεται ακτίνα από τη λαμπρότητα του Πνεύματος η οποία γίνεται δική της λαμπρότητα· και τέτοια, όποια είναι φυσικό να δημιουργεί το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι Κύριος». Και λίγο πιο κάτω λέει: «Θέλεις να σου το δείξω αυτό και πιο αισθητά, δια μέσου των Αποστόλων; Σκέψου τον Παύλο, του οποίου και τα ενδύματα ενεργούσαν θαυματουργικά θεραπείες(Πράξ. 19,12), και τον Πέτρο, του οποίου και η σκιά μονάχα θεράπευε(Πράξ. 5, 15). Δεν θα είχαν τέτοια θαυματουργική δύναμη τα ενδύματα και οι σκιές τους, αν δεν υπήρχε σ” αυτούς η εικόνα του Βασιλιά και οι μαρμαρυγές τους δεν ήταν εκτυφλωτικές. Γιατί του βασιλιά τα ενδύματα είναι φοβερά ακόμη και στους ληστές. Θέλεις να δεις αυτή τη λαμπρότητα να φανερώνεται και στο σώμα; «Κοίταξαν, λέει, το πρόσωπο του Στεφάνου, και το είδαν όμοιο με Αγγέλου»(Πράξ. 6, 15). Αυτό όμως δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με τη λαμπρότητα που άστραφτε μέσα του. Γιατί το φως που είχε τότε ο Μωυσής στο πρόσωπό του(Έξ. 34, 30), το είχαν αυτοί στην ψυχή, ή μάλλον και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό· γιατί του Μωυσή ήταν πιό αισθητικό, ενώ αυτό ήταν ασώματο. Και όπως τα φωτεινά σώματα μεταδίδουν τη λαμπρότητα σε άλλα κοντινά τους σώματα, το ίδιο συμβαίνει και με τους πιστούς. Γι” αυτό και όσοι τους συμβαίνει τούτο, ελευθερώνονται από τη γη και βλέπουν σαν σε όνειρο τα ουράνια. Αλοίμονο! Εδώ πρέπει να στενάξω πικρά· επειδή, ενώ μάς χαρίστηκε στο βάπτισμα τέτοια ευγένεια, δεν καταλαβαίνομε ούτε καν τα λεγόμενα, γιατί γρήγορα χάνομε την αίσθηση των θείων πραγμάτων και ελκυόμαστε από τα αισθητά. Αυτή η ανέκφραστη και συγκλονιστική λαμπρότητα παραμένει σ” εμάς μία ή δύο ημέρες και έπειτα τη σβήνομε ξαναφέρνοντας το χειμώνα των βιοτικών υποθέσεων και εμποδίζοντας τις ακτίνες με την πυκνότητα των νεφών». Και πάλι σε άλλο σημείο λέει: «Τα σώματα εκείνων που ευαρέστησαν το Θεό θα ντυθούν τόση λαμπρότητα, όση δεν είναι δυνατόν να δουν τα σωματικά μάτια. Σημάδια και ίχνη αμυδρά γι” αυτά οικονόμησε ο Θεός να μας δοθούν και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην Παλαιά, το πρόσωπο του Μωυσή φωτιζόταν τότε με τόση λαμπρότητα, ώστε να είναι απρόσιτο στα μάτια των Ισραηλιτών(Έξ. 34, 30). Στην Καινή, πολύ περισσότερο από το πρόσωπο του Μωυσή έλαμψε το πρόσωπο του Χριστού(Ματθ. 17, 2)». Άκουσες τα λόγια του Πνεύματος; Κατανόησες τη δύναμη του μυστηρίου; Ένιωσες ποιες είναι οι ωδίνες της τέλειας πνευματικής αναπλάσεως που δεχόμαστε από την ιερή κολυμβήθρα και πόσο μεγάλες οι ωφέλειες και η ολοκλήρωση και τα βραβεία; Και ότι είναι στην εξουσία μας να αυξάνομε ή να μειώνομε την υπερφυσική αυτή χάρη, δηλαδή να την κάνομε λαμπρότερη ή να τη θολώνομε, όσο εξαρτάται από μας; Αιτία είναι η θύελλα των βιοτικών υποθέσεων και η σκοτεινιά των παθών που γεννιέται από αυτές, που σαν άλλος χειμώνας ή άγριος χείμαρρος χύνονται με ορμή πάνω μας και κατακλύζουν την ψυχή μας και δεν την αφήνουν ούτε να αναπνεύσει ούτε να ατενίσει προς αυτό που είναι όντως καλό και μακάριο, για το οποίο και έχει δημιουργηθεί. Αλλά όπως είναι καταταραγμένη και πικραμένη από το σάλο και τον καπνό των ηδονών, τη σκοτίζουν και την καταποντίζουν. Ενώ τ” αντίθετα σε τούτα —όσα δηλαδή γεννιούνται από τις θεοποιητικές εντολές σ” εκείνους που ζούνε κατά τις απαιτήσεις, όχι της σάρκας, αλλά του Πνεύματος, σύμφωνα με το ρητό: «Να ζείτε σύμφωνα με το Πνεύμα, και δε θα τελέσετε επιθυμία της σάρκας»(Γαλ. 5, 16)—, είναι ωφέλιμα και σωτήρια και οδηγούν σαν σκάλα προς την ίδια την κορυφή και το ακραίο σκαλοπάτι, την αγάπη, η οποία είναι ο Θεός(Α΄ Ιω. 4, 8).
Στο άγιο βάπτισμα δεχόμαστε δωρεάν τη θεία χάρη· αφού όμως τη συγκαλύψομε ύστερα με τα πάθη, την καθαίρομε πάλι με την εκπλήρωση των εντολών
6. Αλλά τότε στη θεία μήτρα, δηλαδή στην ιερή κολυμβήθρα, δεχόμαστε εξ ολοκλήρου τέλεια δωρεά τη θεία χάρη. Αν όμως κατόπιν τη σκεπάσομε, ενώ δεν έπρεπε, με την κακή χρήση των προσκαίρων και με τη φροντίδα των βιοτικών υποθέσεων και με την αχλύ των παθών, έχομε πάλι τη δυνατότητα, ακόμα κι έτσι, με τη μετάνοια και με την εκπλήρωση των θεουργικών εντολών να ξαναπάρομε και ν” ανακτήσομε την υπερφυσική αυτή λαμπρότητα και να τη δούμε να προβάλλει ολοφάνερα. Βέβαια, κατά το μέτρο της επιμέλειας και της πίστεως καθενός γίνεται και η φανέρωσή της· και πριν από αυτά, με τη βοήθεια και την αγαθότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως λέει ο άγιος Μάρκος: «Ο Χριστός, επειδή είναι τέλειος Θεός, δώρησε τέλεια τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σε όσους βαπτίστηκαν. Αυτή η χάρη δεν δέχεται προσθήκη από μας, αλλά αποκαλύπτεται και φανερώνεται σε μας ανάλογα με την εργασία των εντολών. Και η ίδια μας προσθέτει πίστη, μέχρις ότου καταλήξομε όλοι στην ενότητα της πίστεως και στην πλήρη ωριμότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός(Εφ. 4, 13). Ό,τι λοιπόν προσφέρομε όταν αναγεννηθούμε από Αυτόν, και τούτο από Αυτόν προέρχεται, και από Αυτόν ήταν κρυμμένο μέσα μας».
Όποιος πολιτεύεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρέπει να ασκεί όλες τις εντολές, αλλά την περισσότερη εργασία να την αφιερώνει σ’ αυτές που είναι σπουδαιότερες από τις άλλες και κάπως γενικότερες
7. Η αρχή λοιπόν και η ρίζα, όπως είπαμε, όλης αυτής της προσπάθειας είναι να ζούμε σύμφωνα με τις σωτήριες εντολές, ενώ το τέρμα και ο καρπός είναι να επανέλθομε στην τέλεια χάρη του Πνεύματος που μάς πρωτοδωρήθηκε με το βάπτισμα. Και είναι βέβαια αυτή η χάρη μέσα μας, γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τις δωρεές Του(Ρωμ. 11, 29), αλλά είναι καταχωμένη από τα πάθη και αποκαλύπτεται με την εργασία των θεουργικών εντολών. Γι” αυτό πρέπει, με την κατά το δυνατόν εκπλήρωση όλων αυτών των εντολών, να σπεύδομε με κάθε τρόπο να ανακαθάρομε την ψυχή για τη φανέρωση του Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 7) και να δούμε τη χάρη ολοφάνερα. Γιατί, όπως λέει προς το Θεό ο μακάριος Δαβίδ, «ο νόμος Σου είναι λύχνος για τα βήματά μου και φως για τους δρόμους μου»(Ψαλμ. 118, 105) και: «Η εντολή του Κυρίου φέγγει από μακριά και φωτίζει τα μάτια μου»(Ψαλμ. 18, 9), και: «Συμμορφωνόμουν με όλες τις εντολές Σου»(Ψαλμ. 118, 128). Και ο επιστήθιος Μαθητής λέει: «Όποιος φυλάει τις εντολές Του μένει μέσα σ” Αυτόν κι Αυτός μέσα σ” εκείνον»(Α΄ Ιω. 3, 24), και: «Οι εντολές Του δεν είναι βαριές»(Α΄ Ιω. 5, 3). Και ο Σωτήρας λέει: «Όποιος κρατά τις εντολές μου και τις τηρεί, αυτός είναι που με αγαπά· κι όποιος με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου· θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου. Αν με αγαπά κάποιος θα τηρήσει το λόγο μου και θα τον αγαπήσει κι ο Πατέρας μου· θα έρθομε σ” αυτόν και θα εγκατασταθούμε μέσα του. Όποιος δεν με αγαπάει, δεν τηρεί τους λόγους μου»(Ιω. 14, 21-24). Και μάλιστα, στις πρώτες και γενικότερες εντολές, που είναι σαν μητέρες των λοιπών, να αφιερώνομε την περισσότερη εργασία μας. Έτσι λοιπόν, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιτύχομε αλάνθαστα και το σκοπό μας, δηλαδή την καλή έναρξη αλλά και το τέλος της επιθυμίας μας, που είναι η φανέρωση του Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 7).
Αρχή κάθε θεάρεστης εργασίας είναι η με πίστη επίκληση τον ονόματος τον Κυρίον μας Ιησού Χριστού και μαζί μ’ αυτήν η ειρήνη και η αγάπη που ανατέλλουν από αυτήν
8. Αρχή λοιπόν κάθε εργασίας θεάρεστης είναι η επίκληση με πίστη του σωτηρίου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο Ίδιος έχει πει: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5). Μαζί με αυτήν είναι και η ειρήνη, γιατί λέει: «Πρέπει να προσεύχεσθε χωρίς οργή και διαλογισμούς»(Α΄ Τιμ. 2, 8), όπως επίσης και η αγάπη, επειδή «ο Θεός είναι αγάπη, κι όποιος μένει μέσα στην αγάπη μένει μέσα στο Θεό κι ο Θεός σ” αυτόν»(Α΄ Ιω. 4, 16). Η ειρήνη και η αγάπη, δεν κάνουν μόνο την ευχή ευπρόσδεκτη, αλλά κι από αυτή πάλι την ευχή γεννιούνται και ανατέλλουν και οι ίδιες, σαν δίδυμες θεϊκές ακτίνες, και αυξάνουν και τελειοποιούνται.
Με κάθε μία από αυτές και με τις τρεις μαζί χαρίζεται άφθονα σε μας ο πλούτος όλων των αγαθών
9. Από αυτά, ή μάλλον με καθένα από αυτά χωριστά και με τα τρία μαζί, χαρίζεται άφθονα σε μας και μας πλημμυρίζει ο πλούτος όλων των αγαθών. Με την επίκληση δηλαδή με πίστη του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ελπίζομε με βεβαιότητα να λάβομε το έλεος και την αληθινή ζωή που είναι κρυμμένη μέσα στο Χριστό(Κολ. 3, 3), γιατί αυτά αφήνει ν” αναβλύσουν σαν από μία αέναη θεία πηγή το όνομα του Κυρίου Ιησού που το επικαλούμαστε με καθαρότητα μέσα στην καρδιά. Με την ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου και που δεν έχει κανένα όριο(Φιλιπ. 4, 7· Ησ. 9, 7) αξιωνόμαστε να συμφιλιωθούμε με το Θεό και μεταξύ μας. Και τέλος με την αγάπη, που η δόξα της δε συγκρίνεται με τίποτε, επειδή είναι το τέλος και η συγκεφαλαίωση του Νόμου και των Προφητών(Ματθ. 22, 40), ώστε και ο Θεός να ονομάζεται αγάπη(Α” Ίω. 4, 8), ενωνόμαστε ολοκληρωτικά με το Θεό, αφού καταργείται η αμαρτία μας με τη δικαιοσύνη του Θεού και με την υιοθεσία της χάρης, η οποία ενεργείται μέσα μας παράδοξα με την αγάπη. Γιατί λέει: «Η αγάπη θα καλύψει πλήθος αμαρτίες»(Α” Πέτρ. 4, 8), και: «Η αγάπη τα δέχεται όλα· η πίστη, η ελπίδα, η υπομονή δεν την αφήνουν ποτέ· η αγάπη δεν χάνει ποτέ την αξία της»(Α” Κορ. 13, 7-8).
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους Του αυτά άφησε στους Μαθητές Του σαν αποχαιρετιστήριες εντολές και θεία κληρονομιά, όπως επίσης και μετά την ανάσταση
10. Γι” αυτό και ο ίδιος ο πανάγαθος και γλυκύτατος Κύριός μας Ιησούς Χριστός, και όταν έφτασε για χάρη μας στο εκούσιο πάθος Του, και όταν φανερώθηκε στους Αποστόλους μετά την ανάσταση, αλλά και όταν έμελλε να ξαναγυρίσει στον κατά φύση δικό Του και κατά χάρη δικό μας Πατέρα, άφησε όλα αυτά στους δικούς Του ως πατέρας γνήσιος και φιλόστοργος, σαν αποχαιρετιστήριες εντολές και παρηγοριές ευχάριστες και ενέχυρα ισχυρά, ή μάλλον αναφαίρετη θεόσδοτη κληρονομιά. Αυτό φαίνεται σε όσα είπε στους Μαθητές, όταν έφτασε η ώρα του σωτηρίου πάθους: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, θα σας το κάνω»(Ιω. 14, 13), και: «Σας βεβαιώνω πώς όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου στο όνομά μου, θα σας τα δώσει. Ως τώρα δε ζητήσατε τίποτε στο όνομά μου. Ζητάτε και θα λάβετε, για να ολοκληρωθεί η χαρά σας. Την ημέρα εκείνη να ζητήσετε στο όνομά μου»(Ιω. 16, 23-26). Και πάλι, μετά την ανάσταση τους είπε: «Όσοι πιστέψουν, θα κάνουν αυτά τα θαύματα· στο όνομά μου θα βγάλουν δαιμόνια, θα μιλήσουν νέες γλώσσες κλπ.»(Μαρκ. 16, 17-18). Συμφωνούν μ” αυτά και όσα λέει ο επιστήθιος Μαθητής: «Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα ενώπιον των μαθητών Του, που δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο τούτο· αυτά γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά Του»(Ιω. 20, 30-31). Και ο θεσπέσιος Παύλος λέει: «Στο όνομα του Ιησού θα προσκυνήσουν όλοι κλπ»(Φιλιπ. 2,10). Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων έχει γραφεί: «Τότε ο Πέτρος, γεμάτος Πνεύμα Άγιο, είπε· «Μάθετε όλοι σας και όλος ο λαός του Ισραήλ· στο όνομα του Ιησού του Ναζωραίου που εσείς σταυρώσατε και που ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, στο όνομα τούτο στέκεται αυτός μπροστά σας υγιής»»(Πράξ. 4, 8-10). Και λίγο πιό κάτω: «Από κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο όνομα δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε»(Πράξ. 4, 12). Και πάλι λέει ο Σωτήρας: «Μού δόθηκε όλη η εξουσία στον ουρανό και στη γη»(Ματθ. 28, 18). Επίσης, με όσα πάλι είπε ο Θεάνθρωπος Κύριος πριν τη σταύρωσή Του στους Αποστόλους: «Σας αφήνω την ειρήνη, σάς δίνω την ειρήνη τη δική μου»(Ιω. 14, 27), και: «Αυτά τα λέω για να έχετε ειρήνη ενωμένοι με μένα»(Ιω. 16, 33), και: «Αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο»(Ιω. 15, 12), και: «Μ” αυτό θα σάς γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας»(Ιω. 13, 35), και: «Όπως με αγάπησε ο Πατέρας μου, έτσι σάς αγάπησα κι εγώ· μείνετε στην αγάπη μου. Αν τηρήσετε τις εντολές μου, θα μείνετε στην αγάπη μου, όπως εγώ τήρησα τις εντολές του Πατέρα μου και μένω μέσα στην αγάπη Του»(Ιω. 15, 9-11). Και μετά την ανάσταση πάλι σε διάφορες ώρες φαίνεται πολλές φορές ότι τους έδωσε την ειρήνη, εμφανιζόμενος στους δικούς Του και λέγοντας: «Ειρήνη σε σας»(Ιω. 20, 19). Και προς τον Πέτρο, στον οποίο εμπιστεύτηκε την αρχηγία των Μαθητών, δείχνοντας ότι η φροντίδα του ποιμνίου είναι κάποια αμοιβή της φλογερής αγάπης προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, είπε τρεις φορές: «Αν με αγαπάς Πέτρε, περισσότερο από τους άλλους, ποίμαινε τα πρόβατά μου»(Ιω. 21, 15κ.ε.). Μπορεί κανείς, όχι άστοχα, να πει και τούτο· ότι από τις παραπάνω τρεις εξαίσιες εντολές, γεννιούνται και άλλα τρία εξαιρετικά. Κι αυτά είναι η κάθαρση της ψυχής, ο φωτισμός και η τελείωση.
Με αυτά τα τρία διαπλέκονται όλες οι αρετές
11. Αν θελήσει κανείς να εξετάσει λεπτομερώς και με ενάργεια αυτό το τρίκλωνο και κατά κάποιο τρόπο άρρηκτο σχοινί, θα βρει να κρέμεται απ” αυτό και να είναι υφασμένη μαζί του όλη η άφθαρτη και θεόφτιαχτη πορφύρα των αρετών. Γιατί η κατά Θεόν ζωή είναι σαν μιά πολύτιμη αλυσίδα και μιά χρυσοποίκιλτη σειρά, όπου η μία αρετή είναι δεμένη αρμονικά από την άλλη, ταιριασμένες όλες σε μία ενότητα, και όλες μαζί οι αρετές συμπληρώνουν ένα έργο, το οποίο είναι να θεωθεί ο άνθρωπος που ζει απόλυτα με αυτές. Και όλες αυτές οι αρετές έχουν σαν κάποιους συνδέσμους και κρίκους αυτή τη σωτήρια επίκληση του πολυαγάπητου ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού με πίστη, κι αν θέλεις και με ελπίδα και με ταπείνωση, και την ειρήνη μαζί και την αγάπη, αυτό το θεοφύτευτο τρίκορμο και ζωοπάροχο δένδρο. Όποιος αγγίζει το δένδρο αυτό την ώρα που πρέπει και γεύεται όπως είναι φυσικό από αυτό, δεν τρυγά βέβαια θάνατο όπως ο πρωτόπλαστος, αλλά ζωή άφθαρτη και αιώνια.
Η δωρεά και η επέλευση του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα στους πιστούς, χαρίζεται με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και στο άγιο όνομά Του
12. Ασφαλώς και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος από το Θεό Πατέρα στους πιστούς και η επιφοίτησή του χαρίζεται με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και στο άγιο όνομά Του, όπως λέει ο ίδιος ο υπέρθεος και φιλόψυχος Κύριος Ιησούς Χριστός προς τους Αποστόλους: «Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Γιατί αν δε φύγω, δε θα έρθει σε σας ο Παράκλητος. Αν όμως πάω εκεί, θα τον στείλω σε σας»(Ιω. 16, 7), και: «Όταν έρθει ο Παράκλητος, που θα σας τον στείλω εγώ από τον Πατέρα, το Πνεύμα της αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα»(Ιω. 15, 26), και πάλι: «Ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, που θα στείλει στ” όνομά μου ο Πατέρας μου»(Ιω. 14, 26).
Εύλογα παραγγέλλουν οι άγιοι Πατέρες μας με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που είχαν μέσα τους, να προσευχόμαστε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και από Αυτόν να ζητούμε το έλεος
13. Γι” αυτό λοιπόν και οι ένδοξοι οδηγοί μας και διδάσκαλοι πάρα πολύ σοφά και με το φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα τους, διδάσκουν ότι, πριν από κάθε καλή εργασία και μελέτη, όλοι οι Χριστιανοί, ιδιαίτερα όμως εκείνοι που θέλουν να μπουν στο στάδιο της θεοποιού ησυχίας και να αφιερωθούν στο Θεό και ν” αποκοπούν από τον κόσμο και να ησυχάζουν ορθά, πρέπει να προσεύχονται στον Κύριο και από Αυτόν να ζητούν επίμονα χωρίς δισταγμό το έλεος Του. Και να έχουν αδιάκοπη εργασία και μελέτη το πανάγιο και γλυκύτατο όνομά Του, και αυτό να έχουν συνεχώς στην καρδιά, στο νου και στα χείλη. Και μέσα σ” Αυτόν και μαζί Του ν” αναπνέουν και να ζουν και να κοιμούνται και να ξυπνούν και να κινούνται και να τρώνε και να πίνουν. Και με λίγα λόγια, να σπεύδουν να κάνουν όλα κατά τον όμοιο τρόπο. Όπως δηλαδή όταν Αυτός είναι απών συρρέουν όλα τα κακά ή μάλλον δεν έρχεται κοντά μας κανένα χρήσιμο, έτσι και όταν είναι παρών σε μας, αποδιώχνεται κάθε τι εχθρικό και δε μας λείπει κανένα αγαθό και τίποτε δεν είναι αδύνατο να το κατορθώσομε, όπως το ορίζει ρητά ο ίδιος ο Κύριος: «Όποιος μένει σε μένα κι εγώ σ” εκείνον, αυτός δίνει πολύ καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5). Αυτό λοιπόν το φοβερό και σεβάσμιο σε όλη την κτίση και πράγμα και όνομα, που είναι πάνω από κάθε πράγμα και όνομα(Φιλιπ. 2, 9), κι εμείς οι ανάξιοι επικαλεστήκαμε με πίστη και προς αυτό ανοίξαμε διάπλατα τα πανιά του λόγου μας, κι έτσι κάνομε αρχή να μιλήσομε και για τα παρακάτω.
Εκείνος που θέλει να βαδίζει χωρίς να σφάλλει τον κατά Θεόν δρόμο της ησυχίας, πρέπει μαζί με την καθολική απάρνηση των πάντων, να εκλέξει και την τέλεια υποταγή
14. Στο όνομα του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που είπε: «Εγώ είμαι το φως, η ζωή και η αλήθεια, η οδός και η θύρα που οδηγεί προς το Θεό Πατέρα, κι όποιος περάσει από μένα θα σωθεί και θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή σωτηριώδη»(Ιω. 8, 12· 14, 6· 10, 9)), πρόσεξε σε κείνα που λέμε και σε συμβουλεύομε ειλικρινά. Προπάντων να εκλέξεις για τον εαυτό σου μαζί με την καθολική κατά την ιερή τελετή απάρνηση του κόσμου, και υποταγή άδολη και τέλεια. Να φροντίσεις δηλαδή πολύ, να βρεις οδηγό και διδάσκαλο απλανή. Αυτό θα το γνωρίσεις αν για όσα λέει φέρνει μαρτυρία από τις ιερές Γραφές και αν η ζωή του είναι πνευματοφόρα και συμφωνεί με τα λόγια του. Να έχει επίσης υψηλή τη διάνοια αλλά ταπεινό το φρόνημα και να είναι ενάρετος στους τρόπους και γενικά όπως παριστάνουν τα θεοπαράδοτα λόγια τον κατά Χριστόν διδάσκαλο. Και αφού τον βρεις και προσκολληθείς σωματικά και πνευματικά σ” αυτόν, ως υιός φιλόστοργος σε πατέρα γνήσιο, ολόκληρος ν” ακολουθείς αποκλειστικά και πιστά τις εντολές του, αποβλέποντας σ” αυτόν όπως στον ίδιο το Χριστό και όχι σε άνθρωπο. Και αφού απορρίψεις μακριά από σένα κάθε απιστία και δισταγμό, ακόμη και κάθε φρόνημα και θέλημα δικό σου, να ακολουθείς το διδάσκαλο με απλότητα και απεριέργεια, βήμα προς βήμα, έχοντας τη συνείδησή σου σαν κάποιο καθρέφτη για σαφή και καθαρή σου πληροφορία της ανεπιφύλακτης και άκρας υπακοής στο μυσταγωγό σου. Κι αν καμιά φορά σου βάλει κρυφά κάποιον αντίθετο λογισμό ο διάβολος, ο εχθρός κάθε καλού, τότε, σαν να πρόκειται για πορνεία και φωτιά, τινάξου κυριολεκτικά από αυτόν προς τον εαυτό σου και αντιμίλησε σοφά στον απατεώνα που σου υποβάλλει αυτούς τους λογισμούς, λέγοντάς του ότι δεν οδηγεί ο οδηγούμενος τον οδηγό, αλλά ο οδηγός τον οδηγούμενο, και ότι δεν ανέλαβα εγώ την κρίση του γέροντά μου, αλλά εκείνος τη δική μου, και δεν ορίστηκα εγώ κριτής εκείνου, αλλά εκείνος δικός μου, σύμφωνα με όσα γράφει ο Ιωάννης της Κλίμακος και τα παρόμοιά τους. Γιατί δεν υπάρχει γνησιότερο πράγμα από αυτόν τον τρόπο ζωής, δηλαδή την υποταγή, για κείνον που διάλεξε αποφασιστικά να σχίσει τα χειρόγραφα των αμαρτιών του και να γραφεί στο θείο βιβλίο των σωζομένων. Κατά τον μακάριο Παύλο, ο Υιός του Θεού και Θεός μας Κύριος Ιησούς, όταν έγινε άνθρωπος για χάρη μας και οικονομούσε με πολλή σοφία το πατρικό σχέδιο της σωτηρίας μας, χάραξε το δρόμο της υποταγής, με τον οποίο ευαρέστησε ως άνθρωπος και αξιώθηκε ν” ανυψωθεί πάλι από τον Πατέρα. Γιατί λέει: «Ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Γι” αυτό και ο Θεός τον ανέβασε πολύ ψηλά και του χάρισε όνομα κλπ»(Φιλιπ. 2, 8-9). Ποιος λοιπόν είναι εκείνος που περιμένει με αυθάδεια, για να μην πω με αμάθεια, ότι θα επιτύχει τη δόξα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και τα πατρικά έπαθλα, χωρίς να έχει διαλέξει τον ίδιο δρόμο του καθηγητή και διδασκάλου μας Ιησού Χριστού; Γιατί και ο μαθητής, αν ενδιαφέρεται να γίνει όμοιος με το δάσκαλό του, σαν εκμαγείο άριστου πρωτοτύπου, πρέπει με όλη την ορμή της ψυχής του να αποβλέπει απαρασάλευτα στη ζωή και τα έργα του παιδαγωγού του και τούτον να σπεύδει κάθε μέρα και περισσότερο να μιμείται. Έπειτα, για τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό έχει γραφεί: «Και ζούσε υπακούοντας στον πατέρα και τη μητέρα Του»(Λουκ. 2, 51), αλλά και ο ίδιος ο Σωτήρας λέει: «Δεν ήρθα για να με υπηρετήσουν αλλά για να υπηρετήσω»(Ματθ. 20, 28). Και υπάρχει κανείς, που θέλει να ζεί με άλλο τρόπο, δηλαδή αυτάρεσκα και αυτόβουλα και χωρίς οδηγό, και νομίζει ότι ακολουθεί ορθά την κατά Θεόν ζωή; Όχι βέβαια· κάθε άλλο, αφού ξεπερνά τα εσκαμμένα. Λέει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Όπως εκείνος που δεν έχει οδηγό εύκολα χάνει το δρόμο του, έτσι κι εκείνος που ακολουθεί αυτεξούσια τη μοναχική ζωή, εύκολα χάνεται, κι ας κατέχει όλη τη σοφία του κόσμου». Γι” αυτό και οι περισσότεροι, για να μην πούμε όλοι, όσοι δεν είναι υποτακτικοί και πορεύονται χωρίς συμβουλή, σπέρνουν ονειροπολώντας πολλά, με κόπο και ιδρώτα. Στην πραγματικότητα όμως ελάχιστα θερίζουν. Μερικοί μάλιστα αντί σιτάρι μαζεύουν, αλοίμονο, ζιζάνια, γιατί ακολουθούν, όπως έχει ειπωθεί, την ιδιορρυθμία* και το αυτάρεσκο φρόνημά τους, από το οποίο τίποτε δεν είναι χειρότερο. Και σ” αυτό μαρτυρεί ο Ιωάννης της Κλίμακος γράφοντας τα εξής: «Όσοι επιχειρήσατε να κατεβείτε στην παλαίστρα αυτή της νοεράς αθλήσεως· όσοι θέλετε να σηκώσετε στους ώμους σας το ζυγό του Χριστού· όσοι επιδιώκετε να μεταθέσετε το φορτίο σας στον τράχηλο του άλλου (του γέροντα)· όσοι σπεύδετε να συντάξετε θεληματικά το πωλητήριο του εαυτού σας, κι αντί γι” αυτό θέλετε να σας γράψουν έγγραφο ελευθερίας· όσοι περνάτε το μεγάλο αυτό πέλαγος κολυμπώντας, κρατούμενοι από τα χέρια άλλων, μάθετε ότι επιχειρήσατε να βαδίσετε ένα σύντομο και τραχύ δρόμο, που έχει μία μόνο πλάνη, η οποία ονομάζεται ιδιορρυθμία. Εκείνος που απαρνήθηκε μιά και καλή την ιδιορρυθμία, σε όλα όσα νομίζει καλά και πνευματικά και θεάρεστα, αυτός έφτασε πριν καν βαδίσει. Γιατί υπακοή σημαίνει να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του σε κανένα καλό μέχρι το τέλος της ζωής του». Επομένως και συ, μάθε τα αυτά καλά σε βάθος, κι επιθυμώντας να εξασκείς την αγαθή και αναφαίρετη μερίδα της ουρανοδρόμου ησυχίας, να ακολουθείς όπως σου δηλώθηκε τους νόμους που έχουν ορθά θεσπιστεί. Αποδέξου πρώτα μετά χαράς την υπακοή. Όμοια έπειτα την ησυχία. Γιατί όπως η πράξη είναι η βάση της θεωρίας, έτσι και η υπακοή της ησυχίας. και όπως έχει γραφεί, μη θέλεις να μετακινείς όρια που έβαλαν οι Πατέρες(Παροιμ. 22, 28), και: «Αλοίμονο στον μόνο»(Εκκλ. 4, 10). Με αυτό τον τρόπο βάζοντας καλή αρχή στη θεμελίωση, με τον καιρό θα βάλεις και λαμπρότατη οροφή με την αρχιτεκτονική του Πνεύματος. Γιατί, όπως έχει λεχθεί, όπου η αρχή είναι ακατάλληλη, είναι για πέταμα και το σύνολο, και αντίστροφα, όπου η αρχή είναι κατάλληλη, θα είναι και το σύνολο ωραίο, όπως και αρμονικό, παρ” όλο που καμιά φορά συμβαίνει το αντίθετο· πράγμα βέβαια που γίνεται από τη δική μας πρόθεση και προαίρεση.
* Άσκητικός όρος, που σημαίνει το να «ρυθμίζει» ο μοναχός τα του εαυτού του ο ίδιος, ακολουθώντας δηλαδή τη δική του γνώμη και θέληση, χωρίς να υπακούει ή να συμβουλεύεται γέροντα.
Ποιά είναι τα σημάδια της αληθινής υποταγής, που όταν τα κατέχει ο πραγματικός υπήκοος, θα υποτάσσεται σωστά
15. Aλλά επειδή ο περί υποταγής λόγος είναι μεγάλος και δύσκολος να τον διεξέλθεις και γι” αυτό όσοι ασκούν την υποταγή, την ασκούν με διάφορους τρόπους, πρέπει και γι” αυτή να σου κάνομε κάποιες μικρές επισημάνσεις για να τις έχεις σαν σημάδια· όταν τα κατέχεις αυτά σαν κανόνα και μέτρο αλάθητο, θα ενεργείς ορθά. Ιδού λοιπόν τι θα σου πούμε: Εκείνος που ασκεί αληθινή υπακοή πρέπει, όπως νομίζομε, να φυλάει οπωσδήποτε τις εξής πέντε αρετές. Πρώτη, την πίστη, να έχει δηλαδή καθαρή και ειλικρινή .πίστη προς τον πνευματικό του πατέρα, τόσο πολύ ώστε να νομίζει ότι βλέπει το Χριστό και ότι σ” Αυτόν υποτάσσεται, όπως λέει ο Κύριος Ιησούς: «Όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα, κι όποιος απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα· κι όποιος απορρίπτει εμένα, απορρίπτει αυτόν που με απέστειλε»(Λουκ. 10,16), επίσης: «Ό,τι δεν προέρχεται από πίστη είναι αμαρτία»(Ρωμ. 14,23). Δεύτερη, την αλήθεια· να είναι δηλαδή αληθινός στα έργα και στους λόγους και στην ακριβή εξομολόγηση των λογισμών του. Γιατί λέει ο Ψαλμωδός: «Θεμέλιο των λόγων σου είναι η αλήθεια»(Ψαλμ. 118, 160), και: «Ο Κύριος αρέσκεται στην αλήθεια»(Ψαλμ. 30, 24). Και ο Χριστός λέει: «Εγώ είμαι η αλήθεια»(Ιω. 14, 6)· μάλιστα λέγεται και Αυτοαλήθεια. Τρίτη αρετή, να μην κάνει το δικό του θέλημα —γιατί, λέει, είναι ζημία στον υποτακτικό να κάνει το θέλημά του—, αλλά πάντοτε να το κόβει θεληματικά, χωρίς δηλαδή να αναγκάζεται από τον πνευματικό του πατέρα. Τέταρτη, να μην αντιλέγει και να μη φιλονεικεί καθόλου, γιατί η αντιλογία και η φιλονεικία δεν είναι των ευσεβών. Όπως γράφει και ο ιερότατος Παύλος: «Αν είναι κανένας φιλόνεικος, εμείς πάντως δεν έχομε τέτοια συνήθεια, ούτε οι Εκκλησίες του Θεού»(Α΄ Κορ. 11, 16). Αν τώρα απαγορεύονται αυτά σε όλους τους Χριστιανούς γενικά, πολύ περισσότερο απαγορεύονται στους μοναχούς, και μάλιστα αφού αυτοί υποσχέθηκαν να υποτάσσονται πλήρως, όπως θέλει ο Κύριος. Το να αντιλέγει λοιπόν κανείς και να φιλονεικεί προέρχεται από φρόνημα δεμένο με απιστία και υπερηφάνεια, όπως έχει λεχθεί ότι ο υπερήφανος μοναχός αντιλέγει έντονα. Ισχύει και το αντίθετο, δηλαδή το να μην αντιλέγει κανείς και να μη φιλονεικεί προέρχεται από πίστη και ταπεινή διάθεση. Πέμπτη αρετή που πρέπει να φυλάει ο υποτακτικός είναι η ακριβής και ειλικρινής εξομολόγηση στον γέροντα, όπως κατά την τελετή της κουράς δώσαμε υπόσχεση σαν να παραστεκόμασταν στο φοβερό βήμα του Χριστού, ενώπιον του Θεού και των αγίων Αγγέλων, να έχομε αρχή και τέλος, μαζί με τις άλλες υποσχέσεις και συμφωνίες μας με τον Κύριο, και την εξομολόγηση των κρυπτών της καρδιάς. Λέει και ο θείος Δαβίδ: «Αποφάσισα να φανερώσω στον Κύριο την ανομία μου, κατηγορώντας τον εαυτό μου, και Σύ συγχώρησες κλπ.»(Ψαλμ. 31, 5). Και ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «Μώλωπες που φανερώνονται, δε θα προχωρήσουν στο χειρότερο, αλλά θα θεραπευθούν». Εκείνος που κρατά αυτή την πεντάδα των αρετών με σοφία και επιμέλεια, ας γνωρίζει χωρίς ν” αμφιβάλλει ότι θα επιτύχει από εδώ ακόμα σαν αρραβώνα τη μακαριότητα των δικαίων. Και αυτά μέν είναι τα χαρακτηριστικά της αξιομνημόνευτης υπακοής, τα οποία είναι ένα είδος ρίζας και θεμελίου. Άκουσε τώρα και ποιοι είναι οι κλάδοι και ο καρπός και η οροφή. Μας λέει πάλι ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Από την υπακοή γεννιέται η ταπείνωση, από την ταπείνωση η διάκριση, από τη διάκριση η διόραση, και από αυτήν η προόραση», η οποία είναι έργο μόνο του Θεού και τη δωρίζει, σαν δώρο εξαιρετικό και υπερφυσικότατο, σ” εκείνους που θεοποιούνται και γίνονται μακάριοι. Εκτός από αυτά, γνώριζε και τούτο· ανάλογα με την ακρίβεια της υποταγής σου βλαστάνει μέσα σου η ταπείνωση, και πάλι ανάλογα με την ταπείνωσή σου η διάκριση, ομοίως και οι άλλες αρετές. Και ν” αγωνίζεσαι με όλη σου τη δύναμη να τρέχεις χωρίς να πλανάσαι το δρόμο της υπακοής. Και έτσι θα φτάσεις ασφαλώς και στην προχωρημένη αρετή. Αν όμως χωλαίνεις κάπου στο στάδιο της υποταγής, να ξέρεις ότι δε θα τελειώσεις καλά τον υπόλοιπο δρόμο που ξεκίνησες, δηλαδή την κατά Χριστόν πολιτεία, ούτε θα στεφανωθείς με το στεφάνι που δίνουν στους νικητές. Αλλά η υπακοή και τα γνωρίσματά της που είπαμε, να σου είναι ένα είδος οδηγός, όπως στους ναυτικούς αυτό που κοιτούν για να κρατούν ίσια την πορεία τους. Έτσι κοιτάζοντας σταθερά σ” αυτήν θα μπορέσεις να περάσεις το μέγα πέλαγος των αρετών και να ρίξεις άγκυρα στο ατάραχο λιμάνι της απάθειας. Κι αν σου συμβεί και καμιά θύελλα ή τρικυμία, αυτή θα οφείλεται σε παρακοή σου. Γιατί, οπως λένε οι Πατέρες, εκείνον που έχει αληθινή υπακοή ούτε ο ίδιος ο διάβολος δεν μπορεί να τον βλάψει. Για να σου δείξομε σύντομα πόσο μεγάλο είναι το σεβάσμιο ύψος της πανθαύμαστης υπακοής, θα θυμηθούμε ακόμη μία πατερική φράση. Λέει λοιπόν το λαμπρότατο αστέρι της κατά Χριστόν πολιτείας, που έφτιαξε σαν νέος Βεσελεήλ(Έξ. 31, 2) την ουράνια Κλίμακα: «Οι Πατέρες ονομάζουν όπλο την ψαλμωδία, την προσευχή τείχος, τα άμωμα δάκρυα λουτρό· την μακάρια υπακοή όμως την χαρακτήρισαν μαρτύριο, χωρίς το οποίο κανείς από τους εμπαθείς δε θα δει τον Κύριο». Νομίζομε είναι αρκετά κι αυτά για μιά εναργέστατη φανέρωση και έπαινο του αμίμητου μιμήματος της τρισμακάριστης υπακοής. Θα μπορέσομε ακόμη να μάθομε και να διακρίνομε με την πείρα, αν βέβαια κοιτάξομε προς τα άνω και εξετάσομε, ποιο είναι το αίτιο της συντριβής και της θνητότητάς μας, ενώ δε δημιουργηθήκαμε έτσι εξαρχής· και ποιο είναι πάλι το αίτιο της ανακαινίσεώς μας και της αθανασίας. Βλέπομε λοιπόν ότι το πρώτο, δηλαδή τη φθορά, την προξένησε η πίστη του πρώτου Αδάμ στον εαυτό του, η ιδιορρυθμία του, η ανυπακοή του, από τα οποία προήλθε η αθέτηση και η παράβαση της θείας εντολής. Το δεύτερο το πέτυχε για μας η κοινή βούληση και υποταγή προς τον Πατέρα Του του δεύτερου Αδάμ, του Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, από τα οποία προήλθε η τήρηση της πατρικής εντολής. Γιατί, όπως είπε ο Σωτήρας: «Εγώ δε δίδαξα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που με έστειλε, εκείνος μου έδωσε εντολή τι να πω και τι να κηρύξω. Και ξέρω πως η εντολή Του οδηγεί στην αιώνια ζωή. Ό,τι λοιπόν κηρύττω, το κηρύττω όπως μου το έχει πει ο Πατέρας»(Ιω. 12, 49-50). Όπως λοιπόν στον προπάτορα Αδάμ και σε όσους του μοιάζουν, ρίζα και μητέρα όλων των λυπηρών είναι η οίηση, έτσι και στον καινούργιο Αδάμ, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και σ” εκείνους που επιθυμούν να ζουν σύμφωνα με Αυτόν, αρχή και πηγή και θεμέλιο όλων των αγαθών είναι η ταπείνωση. Αυτή την τάξη και τη στάση βλέπομε να κρατά και η υπέρτατη και πάνω από μας ιερή παράταξη όλων των θεόμορφων Αγγέλων, όπως επίσης και η επίγεια Εκκλησία μας. Κι έχομε διδαχθεί και πιστεύομε πώς όσοι με κάποιο τρόπο ξεφεύγουν από αυτή τη θεσμοθεσία και θέλουν να ζουν με σκολιότητα, για να μην πω με αυθάδεια, αποκόπτονται από το Θεό και τη φωτεινή και ουράνια κληρουχία και από την καθολική Εκκλησία, και εξοστρακίζονται και εξαποστέλλονται στο σκότος και τη φωτιά της γέεννας. Και αυτό το έχουν πάθει οι πονηροί εργάτες του κακού που συνοδεύουν τον εωσφόρο και οι διάφοροι κατά καιρούς λογοπλάνοι κακόδοξοι αιρετικοί, όπως παρουσιάζουν τα θεόγραφα λόγια. Αυτοί, εξαιτίας της αυταρέσκειας και της υπερηφάνειάς τους, αποδιώχθηκαν ελεεινά από τη θεία δόξα και τρυφή, και από τον ιερό σύλλογο των χριστιανών. Είπε κάποιος σοφός ότι τα αντίθετα είναι φάρμακα για τα αντίθετα. Αφού λοιπόν αιτία όλων των θλιβερών είναι η ανυπακοή και η αλαζονεία, ενώ των ευχαρίστων η υποταγή και η συντριβή, πρέπει εξάπαντος εκείνος που επιθυμεί να ζει ακατηγόρητα, να ζει με υποταγή σε πατέρα δοκιμασμένο και απλανή, που να αντλεί τη δύναμή του από την εμπειρία πολλών χρόνων και την επιστήμη των θείων και που η ζωή του να καταστολίζεται από το στέφανο των αρετών. Και τη διαταγή και τη συμβουλή του πατέρα αυτού να τη θεωρεί φωνή και θέλημα του Θεού. Γιατί, όπως λέει, «η σωτηρία βρίσκεται στην άφθονη συμβουλή»(Παροιμ. 11, 14), και «άνθρωπος ασύμβουλος, εχθρός του εαυτού του». Αν τώρα σε μερικούς από τους ένδοξους Πατέρες συνέβη και χωρίς αυτή την άσκηση στην υποταγή, να επιτύχουν τη θεοποιό ησυχία και την κατά Θεόν τελειότητα, αυτό έγινε με θεία αποκάλυψη και σπάνια. Και έχει γραφεί ότι το σπάνιο δε γίνεται νόμος της Εκκλησίας, όπως ένα χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη. Αλλά εσύ, πιστεύοντας ως προκαταρκτική επιστήμη της ωραιότατης ησυχίας την αληθινή υποταγή, άφησε αυτά που έγιναν μιά φορά και κατ” οικονομίαν και ακολούθησε όσα από κοινού καθόρισαν οι σεβάσμιοι Πατέρες. Έτσι θ” αξιωθείς και τα βραβεία εκείνων που ζουν κατά το νόμο. Τι νομίζεις; Έναν οποιοδήποτε άγνωστο δρόμο, κανείς ποτέ δε θα διαλέξει να τον αρχίσει χωρίς οδηγό που να τον δείχνει σωστά. Επίσης ούτε την ανοιχτή θάλασσα χωρίς έμπειρο κυβερνήτη. Το ίδιο και οποιαδήποτε τέχνη και επιστήμη, χωρίς σωστό δάσκαλο. Την δε τέχνη των τεχνών και επιστήμη των επιστημών και το δρόμο που καταλήγει στο Θεό και το άπειρο νοητό πέλαγος, δηλαδή τη μοναχική ζωή, που είναι όμοια με τη ζωή των Αγγέλων, τολμά κανείς ν” αρχίσει να την ασκεί και έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του ότι θα φτάσει στο τέλος, χωρίς οδηγό και κυβερνήτη και διδάσκαλο έμπειρο και γνήσιο; Όποιος και να είναι τούτος, πραγματικά εξαπατά τον εαυτό του και πριν βάλει καν αρχή έχει πλανηθεί, επειδή δεν ασκείται κατά το νόμο. Όπως και το αντίθετο, πριν ξεκινήσει έχει επιτύχει το τέλος εκείνος που πείθεται στους θεσμούς των Πατέρων. Γιατί, από που αλλού μπορούμε να μάθομε να πολεμούμε εναντίον της σάρκας όπως ταιριάζει, ή να παίρνομε τα όπλα κατά των παθών και των δαιμόνων; Αφού, όπως έχει γραφεί, δίπλα στις αρετές είναι στημένες οι κακίες και γειτονεύουν. Και από που θα γυμνάσομε τις αισθήσεις του σώματος και θα ρυθμίσομε τις δυνάμεις της ψυχής σαν να είναι χορδές κιθάρας; Ακόμη, πώς θα μπορέσομε να ξεχωρίζομε προφητείες και αποκαλύψεις και παρηγορίες και θεωρίες που στέλνει ο Θεός, αλλά και δόλους και πλάνες και φαντασίες δαιμονικές; Και με λίγα λόγια, πώς θ” αξιωθούμε να φτάσομε σε ένωση με το Θεό και θεουργικές τελετές και μυστήρια χωρίς τη μύηση ενός μυσταγωγού αληθινού και φωτισμένου; Αδύνατο πράγματι, αδύνατο. Ας προσέξομε και το σκεύος της εκλογής, τον μακάριο Παύλο, τον μύστη των απορρήτων, το στόμα του Χριστού, το φως του κόσμου, τον κοινό ήλιο, τον διδάσκαλο όλης της οικουμένης, να συζητά από κοινού και να συνδιασκέπτεται με τους συναποστόλους του για το Ευαγγέλιο, για το λόγο, όπως λέει, «μήπως μάταια κοπιάζω ή κοπίασα»(Γαλ. 2, 2). Ας προσέξομε ακόμη και αυτήν την Αυτοσοφία, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό να λέει για μεν τον εαυτό Του ότι «κατέβηκα από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα που με απέστειλε»(Ιω. 6, 38), για δε το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα ότι «δε θα μιλήσει από τον εαυτό Του, αλλά θα πει όσα ακούσει»(Ιω. 16, 13). Αυτή η ισχύουσα τάξη, η οποία συγκρατεί και τα ουράνια και τα επίγεια, θα μας γεμίσει φρίκη και θάμβος και αγωνία και για τη δική μας μηδαμινότητα και αδιαφορία, και για εκείνους που από παραφροσύνη και οίηση προτιμούν να ζουν άσχημα και επικίνδυνα, ιδιόρρυθμα και ανυπότακτα. Ο αγώνας αυτός είναι πραγματικά φοβερός και χίλιοι δυό οι κλέφτες και αναρίθμητες οι ενέδρες των πειρατών και τα ναυάγια αμέτρητα. Γι” αυτό και από τους πολλούς λίγοι είναι όσοι σώζονται(Λουκ. 13, 23). Αλλ” αυτοί ας ζουν όπως θέλουν, αφού το έργο του καθενός, όπως λέει η Γραφή, θα το δοκιμάσει η φωτιά(Α΄ Κορ. 3, 13)· και ο Ψαλμωδός λέει: «Εσύ θ” αποδώσεις στον καθένα κατά τα έργα του»(Ψαλμ. 61, 13). Και μάλιστα όχι έτσι απλά όπως θέλουν, αλλά όπως πρέπει κανείς να βούλεται και να ζει, έτσι ας δώσει ο Κύριος σε όλους σύνεση. Εσύ όμως και καθένας που θέλει να ζήσει κατά Θεόν, μαθαίνοντας από τους λόγους αυτούς σαν από μιά άκρη ολόκληρο το χρυσό και πνευματικό ύφασμα της μακάριας υπακοής, βιάσου, όπως είπαμε πριν, να βρεις διδάσκαλο απλανή και τέλειο. Η στερεή τροφή είναι, κατά τον χριστοφόρο Παύλο, για τους τέλειους που έχουν γυμνασμένα τα αισθητήρια για τη διάκριση του καλού και του κακού(Εβρ. 5, 14), και μ” αυτό τον τρόπο, αναζητώντας δηλαδή με κόπο και πίστη, δε θα αποτύχεις στο σκοπό σου. Γιατί, όπως λέει η Γραφή, καθένας που ζητεί παίρνει κι όποιος αναζητεί βρίσκει και σ” όποιον χτυπά θ” ανοίξουν(Ματθ. 7, 8). Και ο διδάσκαλος που θα βρεις θα σε μυσταγωγήσει με αλληλουχία και τάξη σε όλα τα πρέποντα και θεοφιλή, και ακόμα περισσότερο θα σε οδηγήσει προς τα θεάρεστα και πνευματικότερα και απρόσιτα στους πολλούς, όταν σε βλέπει ότι χαίρεται η ψυχή σου στο μέτρο, στη λιτότητα και την προχειρότητα στα φαγητά, τα ποτά, τα σκεπάσματα και τα ενδύματα και ότι αρκείσαι στα πραγματικά χρήσιμα και κατάλληλα και αναγκαία για κάθε περίσταση, και δε ζητάς τα περιττά και βλακώδη με τα οποία καμαρώνουν εκείνοι που ζουν ανόητα με την αλαζονεία και τη λάμψη κι έτσι στρέφουν το ξίφος εναντίον του εαυτού τους και της σωτηρίας τους. Και λέει ο μέγας Απόστολος: «Όταν έχομε τροφές και σκεπάσματα, ας αρκεστούμε σ” αυτά»(Α΄ Τιμ. 6, 8). Αλλά συ ζητάς και θέλεις να διδαχτείς κι από μας γραπτώς τα κατάλληλα και για την αρχή και για τη μεσότητα και για το τέλος της κατά Χριστόν ζωής; Είναι βέβαια επαινετό το ερώτημά σου, όμως είναι δύσκολη η πρόχειρη απόκριση. Όμως με τη βοήθεια του Χριστού, σύμφωνα με το αίτημά σου, θα φροντίσομε να το κάνομε κι αυτό. Πάνω σε στερεό και ασάλευτο θεμέλιο, στην πανένδοξη τέλεια υπακοή, θα οικοδομήσομε τον πολυθρύλητο οίκο όλης της πνευματικής οικοδομής, δηλαδή τη θεοποιό ησυχία. Και θα μιλήσομε στο εξής στηριζόμενοι πάνω σε ακλόνητους στύλους, στις θεόπνευστες μαρτυρίες των Πατέρων.
Όποιος επιθυμεί τη γνήσια και κατά Θεόν ησυχία πρέπει να φροντίζει, μαζί με την ορθόδοξη πίστη, να είναι γεμάτος και από τα καλά έργα. Η πίστη είναι διπλή. Ο ησυχαστής πρέπει να έχει πίστη, αλλά να είναι και ειρηνικός, απερίσπαστος, αμέριμνος —δηλαδή χωρίς φροντίδες—, σιωπηλός, ήσυχος, να ευχαριστεί το Θεό για όλα, να αναγνωρίζει την αδυναμία του, να υπομένει γενναία τους πειρασμούς και να ελπίζει στο Θεό, περιμένοντας από Αυτόν το έλεος
Η πίστη είναι διπλή
Και ο Κύριος στους μαθητές, που του ζήτησαν να τους προσθέσει πίστη, είπε: «Αν είχατε πίστη όσο ένα κόκκο σινάπι, θα λέγατε σ” αυτή τη μουριά «ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα» κι εκείνη θα σας υπάκουε»(Λουκ. 17, 5-6)· είπε ακόμη: «Αν έχετε πίστη και δεν αμφιβάλλετε, δε θα κάνετε μόνο το θαύμα της συκιάς, αλλά κι αν πείτε σ” αυτό το βουνό «σήκω και πέσε στη θάλασσα», θα γίνει· και όλα όσα ζητάτε στην προσευχή με πίστη, θα τα λάβετε»(Ματθ. 21, 21-22) και: «Η πίστη σου σε έσωσε»(Ματθ. 9, 22).
Γράφει και ο όσιος Ισαάκ: «Η πίστη είναι πιό λεπτή από τη γνώση, όπως και η γνώση είναι πιο λεπτή από τα αισθητά. Γι” αυτό όλοι οι Άγιοι που αξιώθηκαν να φτάσουν σ” εκείνη την κατάσταση, δηλαδή στην έκσταση προς το Θεό, ζούνε με τη δύναμη της πίστεως μέσα στην τρυφή της υπερφυσικής εκείνης καταστάσεως.
Λέγοντας πίστη εδώ, δεν εννοούμε την πίστη στις τρεις προσκυνητές και θείες Υποστάσεις και στην ξεχωριστή απ” όλα ιδιαίτερη φύση της ίδιας της Θεότητας και στη θαυμαστή ένσαρκη Οικονομία του Λόγου με την πρόσληψη της δικής μας φύσεως, αν και η πίστη αυτή είναι πολύ υψηλή. Αλλά εννοούμε εκείνη την πίστη η οποία ανατέλλει μέσα στην ψυχή από το φως της χάρης με τη μαρτυρία της διάνοιας και στηρίζει την καρδιά να μην ταλαντεύεται, γεμάτη από την ελπίδα που απέχει από κάθε οίηση.
Αυτή η πίστη δε φανερώνεται στη σωματική ακοή, αλλά δείχνει στα πνευματικά μάτια τα μυστήρια τα κρυμμένα στην ψυχή και τον κρυπτό θεϊκό πλούτο, που κρύβεται από τα μάτια των σαρκικών ανθρώπων και φανερώνεται με τη χάρη του Πνεύματος σ” εκείνους που μετέχουν στο τραπέζι του Χριστού με την εντρύφηση στους νόμους Του, όπως είπε ο ίδιος, ότι «αν φυλάξετε τις εντολές μου, θα σας αποστείλω τον Παράκλητο, το Πνεύμα της αλήθειας, το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να δεχθεί, κι Εκείνος θα σας διδάξει όλη την αλήθεια»(Ιω. 14, 17· 16, 13) κλπ.». Και παρακάτω λέει: «Έως ότου έρθει Εκείνος, ο οποίος είναι η τελείωση των μυστηρίων, και αξιωθούμε να μας αποκαλυφθούν ολοφάνερα τα μυστήρια αυτά, η πίστη τελεί μεταξύ του Θεού και των Αγίων άρρητα μυστήρια, τα οποία είθε ν” αξιωθούμε κι εμείς με τη χάρη του Χριστού, εδώ μεν ως αρραβώνα, εκεί δε, στη βασιλεία των ουρανών, σε χειροπιαστή αλήθεια, μαζί με όσους τον αγαπούν.»
Ο φόβος του Θεού είναι διπλός, ο φόβος των αρχαρίων και ο φόβος των τελείων
17. Δε θα αμελήσομε τώρα να αναφερθούμε και στο διπλό φόβο του Θεού, αν και εξαιτίας της αποφάσεώς μας να αναφέρομε τον τέλειο φόβο μετά το τέλος των δέκα κεφαλαίων που σημειώσαμε, παραμερίσαμε κάπως τη σειρά του πρώτου φόβου. Γιατί ο φόβος κατατάσσεται από τους Πατέρες μετά την πίστη.
Ο πρώτος φόβος των αρχαρίων
Μέθοδος φυσική για την είσοδο έξοδο μέσα στην καρδιά με την εισπνοή από τη μύτη και την προσευχή που κάνομε κατ’ αυτή και που είναι το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Η μέθοδος αυτή συντελεί κάπως και στη συγκέντρωση της διάνοιας.
19. «Γνωρίζεις αδελφέ ότι αυτό που αναπνέομε είναι ο κοινός αέρας, και τον αναπνέομε όχι για άλλο τίποτε, παρά για την καρδιά, γιατί αυτή είναι η αιτία της ζωής και της θερμότητας του σώματος. Η καρδιά δηλαδή φέρνει προς τον εαυτό της τον αέρα της αναπνοής ως ένα μέσο που θα μεταφέρει έξω, με την εκπνοή, μέρος της θερμότητάς της, ώστε η ίδια να διατηρεί τη σωστή θερμοκρασία. Αίτιος, ή μάλλον υπηρέτης αυτής της λειτουργίας είναι ο πνεύμονας, που τον έκανε ο Δημιουργός με αραιή δομή ώστε σαν ένα φυσερό να εισάγει και να εξάγει χωρίς δυσκολία τον αέρα.
Έτσι η καρδιά με την αναπνοή ψύχεται, αποβάλλοντας θερμότητα, και επιτελεί απαράβατα αυτή τη λειτουργία, στην οποία έχει οριστεί για τη διατήρηση της ζωής. Εσύ λοιπόν, αφού καθίσεις σε ήσυχο κελί και συγκεντρώσεις το νου σου, πέρασέ τον στην αναπνευστική οδό που αρχίζει από τη μύτη και οδηγεί τον αέρα στην καρδιά· και ώθησε το νού σου κι ανάγκασέ τον να κατεβεί μαζί με τον εισπνεόμενο αέρα στην καρδιά.
Κι όταν εισέλθει εκεί, τα μετέπειτα δε θα είναι πλέον χωρίς ευφροσύνη και χαρά. Όπως δηλαδή ένας άνδρας που είχε απουσιάσει μακριά από το σπίτι του, όταν επιστρέψει, δεν ξέρει τι κάνει από τη χαρά του που αξιώθηκε να συναντήσει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, έτσι κι ο νους όταν ενωθεί με την ψυχή, γεμίζει από ανείπωτη ηδονή και ευφροσύνη. Λοιπόν, αδελφέ, συνήθισε το νου σου να μη βγαίνει γρήγορα από εκεί.
Στην αρχή στενοχωρείται πάρα πολύ από το κλείσιμο μέσα και τον περιορισμό· όταν όμως συνηθίσει, δεν ανέχεται πλέον να περιφέρεται έξω. Γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21), και καθώς ο νους την παρατηρεί εκεί και με την καθαρή προσευχή την επιδιώκει, νομίζει βδελυρά και μισητά όλα τα έξω.»
Και λίγο πιό κάτω λέει: «Πρέπει να μάθεις και τούτο· όταν ο νους σου βρίσκεται εκεί, οφείλεις να μην τον αφήνεις να σιωπά και να κάθεται αργός, αλλά δώσε του να έχει ως έργο και ακατάπαυστη μελέτη του το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» και να μην το σταματά ποτέ. Γιατί αυτό διατηρεί το νου συγκεντρωμένο, τον αναδεικνύει ανίκητο και απρόσβλητο κατά τις επιθέσεις του εχθρού και του αυξάνει καθημερινά την αγάπη και τον πόθο του Θεού.»
Αυτά λέει ο μακάριος Νικηφόρος, έχοντας κύριο σκοπό του, με την εξάσκηση της φυσικής αυτής μεθόδου να επιστρέψει ο νους από τη συνηθισμένη του περιπλάνηση και την αιχμαλωσία του και το ρεμβασμό του στην προσοχή. Με την προσοχή να συνδεθεί πάλι με τον εαυτό του και έτσι να ενωθεί με την προσευχή.
Και να κατεβαίνει από τότε στην καρδιά μαζί με αυτή την προσευχή και να παραμένει πάντοτε μέσα σ” αυτή· όπως παραγγέλλει και κάποιος άλλος από τους θεόσοφους Πατέρες, επεξηγώντας το παραπάνω απόσπασμα ως άνθρωπος που έλαβε πείρα της ιερής αυτής εργασίας και λέγοντας τα εξής.
Η φυσική μέθοδος με την εισπνοή από τη μύτη και την επίκληση του Κυρίου Ιησού Χριστού που τη συνοδεύει.
20. «Πρέπει να φανερώσομε κι αυτό στο φιλομαθή: Όταν γυμνάσομε το νου μας να κατεβαίνει στην καρδιά μαζί με την είσοδο του αέρα της αναπνοής, τότε θα μάθομε καθαρά ότι ο νους κατερχόμενος, δεν εισέρχεται εκεί πριν παρατήσει κάθε λογισμό και γίνει ενιαίος και γυμνός, κρατώντας μόνο την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τίποτε άλλο. Πάλι δε, όταν αναχωρήσει από εκεί και έρθει έξω, διασκορπίζεται και χωρίς να θέλει στη πολυδιασπασμένη μνήμη.»
Και ο ιερός Χρυσόστομος, όμοια με άλλους παλαιούς αγίους Πατέρες, παραγγέλλει να προσευχόμαστε στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας μέσα στην καρδιά, με αυτή την προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»
Και πάλι για τη μνήμη του Ιησού μέσα στην καρδιά με την εισπνοή και με προσοχή
22. Γράφει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Η μνήμη του Ιησού ας κολληθεί στην αναπνοή σου, και τότε θα εννοήσεις την ωφέλεια της ησυχίας». Και ο άγιος Ησύχιος: «Αν θέλεις στ” αλήθεια να καταντροπιάσεις τους λογισμούς και να ησυχάζεις ευχάριστα και να νήφεις μέσα στην καρδιά σου με ευκολία, ας κολληθεί η ευχή του Ιησού στην αναπνοή σου, και σε λίγες ημέρες θα δεις να γίνεται τούτο».
Εκείνος που θέλει να νήψει νοερά, και πιο πολύ ο αρχάριος, πρέπει να κάθεται στον καιρό της προσευχής σε ήσυχο και σκοτεινό δωμάτιο, για να συγκεντρώνονται έτσι από το μερισμό με τρόπο φυσικό ο νους και η διάνοια
Η απουσία ρεμβασμού χορηγείται στο νου πρώτα απ’ όλα μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της επικλήσεως με πίστη μέσα στην καρδιά του αγίου ονόματός Του. Συντελεί δε κάπως και η φυσική μέθοδος της εισόδου με την εισπνοή μέσα στην καρδιά, και η παραμονή σε ήσυχο και σκοτεινό χώρο και τα παρόμοια
24. Και πριν από αυτά, ή μάλλον πριν απ” όλα, αυτό το αγώνισμα το κατορθώνει ο νους με τη βοήθεια της θείας χάρης, με τη μονολόγιστη καρδιακή καθαρή και αρρέμβαστη επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που γίνεται με πίστη, και όχι μόνο με την απλή φυσική μέθοδο της εισπνοής από τη μύτη που αναφέραμε ή με το κάθισμα σε ήσυχο και σκοτεινό χώρο —άπαγε!
Γιατί αυτά δεν τα επινόησαν οι θείοι Πατέρες για άλλο τίποτε, παρά για να βοηθήσουν κάπως στη συγκέντρωση της διάνοιας και στην επάνοδο στον εαυτό της από τη συνηθισμένη περιπλάνηση και στην προσοχή, όπως προείπαμε, μέσω των οποίων γεννιέται στο νου η συνεχής και καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή, όπως λέει ο άγιος Νείλος: «Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή περισσότερο από κάθε άλλο ακολουθεί την προσοχή. Γι” αυτό ας επιδιώξομε να αποκτήσομε την προσοχή.»
Αρκετά ως εδώ γι” αυτά. Εσύ τώρα, τέκνον, που θέλεις τη ζωή και ποθείς να δεις καλές μέρες(Ψαλμ. 33, 13) και να ζεις μέσα στο σώμα σαν να είσαι ασώματος, βάλε τη ζωή σου στον παρακάτω κανόνα και το μέτρο.
Πώς πρέπει να περνά ο ησυχαστής το διάστημα από το βράδυ ως το πρωί. Αρχή της λεπτομερειακής διδασκαλίας
Πώς πρέπει να περνάς από τον όρθρο μέχρι το πρωί
Πώς πρέπει να περνάς από το πρωί μέχρι την ώρα τον φαγητού
27. Από το πρωί μέχρι την ώρα του φαγητού, αφού αναθέσεις ολότελα τον εαυτό σου όλο σε όλο το Θεό και αφού τον παρακαλέσεις με συντετριμμένη καρδιά να σε βοηθήσει που είσαι ασθενής και ράθυμος και άβουλος, να περάσεις κατά το δυνατόν με καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή. Κατά την ανάγνωση, να διαβάζεις όρθιος το καθορισμένο τμήμα από το Ψαλτήρι, τον Απόστολο και το άγιο Ευαγγέλιο· το ίδιο να κάνεις και στις ευχές προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και την Υπέραγνη Θεοτόκο. Στις υπόλοιπες αναγνώσεις των αγίων Γραφών, ας είσαι καθιστός. Έπειτα από αυτά ψάλε με συναίσθηση τις συνηθισμένες Ώρες, οι οποίες καθορίστηκαν με πολλή σοφία από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Και διώχνε με όλη τη δύναμη της ψυχής σου την αργία, που είναι δάσκαλος κάθε κακίας, όπως επίσης και τα πάθη και τις αφορμές τους, κι ας φαίνονται μικρές και αβλαβείς.
Προφύλαξη από την αργία. Είναι αναγκαίο να τηρεί και ο ησυχαστής την εκκλησιαστική τάξη
28. Λέει ο άγιος Ισαάκ: «Να φυλάγεστε, αγαπητοί, από την αργία, γιατί σ” αυτήν είναι κρυμμένος σίγουρος θάνατος. Χωρίς την αργία δεν πέφτει ο μοναχός στα χέρια των δαιμόνων που προσπαθούν να τον αιχμαλωτίσουν. Δε θα μας καταδικάσει εκείνη την ημέρα ο Θεός για την παράλειψη των ψαλμών ή της προσευχής, αλλά επειδή όταν τ” αμελήσομε ανοίγει ο δρόμος στους δαίμονες· κι αυτοί, όταν βρουν χώρο και μπουν μέσα και κλείσουν τις θύρες των νοερών οφθαλμών μας, τότε θα μας γεμίσουν τυραννικά και ακάθαρτα με όλα εκείνα τα κακά, που κάνουν όσους τα πράττουν υπεύθυνους στη θεία απόφαση για φοβερή τιμωρία.
Και υποδουλωνόμαστε στους εχθρούς, επειδή εγκαταλείψαμε τα μικρά έργα, τα οποία είναι άξια κάθε φροντίδας για το Χριστό, όπως λένε και οι σοφότατοι Άγιοι, ότι όποιος δεν υποτάσσει το θέλημά του στο Θεό, θα υποταχθεί στον αντίδικο διάβολο. Ώστε αυτά που σου φαίνονται μικρά, θα λογαριαστούν σαν τείχη που προφυλάγουν από εκείνους που μας αιχμαλωτίζουν.
Η τέλεση τούτων ορίστηκε σοφά με αποκάλυψη του Πνεύματος από τους υπεύθυνους για την τάξη της Εκκλησίας να γίνεται μέσα στο κελί, για τη φύλαξη της ζωής μας· ενώ η αθέτησή τους θεωρείται από τους άσοφους χωρίς σημασία και δεν υπολογίζουν τη ζημία που παθαίνουν. Γι” αυτούς, και η αρχή της μοναχικής ζωής και το μέσον είναι ασύδοτη ελευθερία, που είναι μητέρα των παθών. Είναι καλύτερο ν” αγωνιστεί κανείς να μην εγκαταλείψει τα μικρά, παρά να δώσει τόπο στην αμαρτία από το κενό που άφησαν. Γιατί το τέλος αυτής της άκαιρης ελευθερίας είναι σκληρή δουλεία».
Και αλλού γράφει: «Πόσο γλυκές φαίνονται οι αφορμές των παθών! Τα πάθη μπορεί κανείς κάποτε να τα κόψει, και με την απομάκρυνσή τους μένει γαλήνιος και χαίρεται που τα έπαψε· από τις αιτίες όμως των παθών δεν μπορεί εύκολα να ελευθερωθεί. Γι” αυτό πειραζόμαστε χωρίς να θέλομε. Με τα πάθη λυπούμαστε, θέλομε όμως να μένουν μέσα μας οι αφορμές τους· τις αμαρτίες δεν τις επιθυμούμε, αλλά δεχόμαστε με ηδονή τις αφορμές που τις προξενούν.
Γι” αυτό οι δεύτερες γίνονται αιτία των πρώτων. Όποιος αγαπά τις αφορμές των παθών, αυτός και χωρίς να θέλει είναι υποχείριος και δούλος των παθών. Όποιος μισεί τις αμαρτίες του, τις σταματά· όποιος τις εξομολογείται, θα επιτύχει την άφεση. Είναι αδύνατο να ελευθερωθεί κανείς από την έξη της αμαρτίας, πριν δημιουργηθεί μέσα του έχθρα εναντίον της· και είναι αδύνατο να επιτύχει τη συγχώρηση, πριν εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του.
Γιατί η έχθρα αυτή είναι αιτία αληθινής ταπεινώσεως, και η εξομολόγηση είναι αιτία κατανύξεως, η οποία πηγάζει στην καρδιά από την αισχύνη». Και αλλού λέει: «Δεν υπάρχει αμαρτία που δε συγχωρείται, παρά αυτή για την οποία δε μετανοείς». Γι” αυτά όμως είπαμε αρκετά. Εσύ τώρα, αφού ψάλεις τις Ώρες που είπαμε, φάγε, κρατώντας κατά το φαγητό και την ευχή ώστε έτσι ν” αποκτήσεις την έξη, με τη δύναμη της χάρης, να προσεύχεσαι αδιάλειπτα σύμφωνα με την εντολή(Α΄ Θεσ. 5, 17).
Αλλά ο λόγος για την τροφή που συντηρεί το σώμα με την ανέκφραστη σοφία του Δημιουργού, ας περιμένει. Ας προταχθεί ο λόγος για την τροφή που συγκρατεί και ζωοποιεί την ψυχή, η οποία είναι, κατά τους Αγίους, η ιερή και θεοποιός προσευχή. Και πολύ σωστά, αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα.
Συνέχεια στα περί προσευχής. Πρέπει να προσευχόμαστε πάντοτε
29. Όπως το σώμα μας, όταν δεν έχει ψυχή, είναι νεκρό και βρωμερό, έτσι και η ψυχή αν δεν κινεί τον εαυτό της στην προσευχή, είναι νεκρή και άθλια και βρωμερή. Και ότι πρέπει να νομίζομε πιο οδυνηρό από κάθε θάνατο τη στέρηση της προσευχής, μας διδάσκει ο μέγας Δανιήλ ο προφήτης, που προτίμησε να καταδικαστεί σε θάνατο παρά να στερηθεί και για μια στιγμή την προσευχή(Δαν. 6, 10 κ.ε.).
Μας διδάσκει ακόμη ορθά και ο θείος Χρυσόστομος: «Κάθε ένας που προσεύχεται, συνομιλεί με το Θεό. Πόσο μεγάλο είναι να συνομιλεί ο άνθρωπος με το Θεό, κανείς δεν το αγνοεί, αλλά και κανείς δε θα μπορέσει να παραστήσει με λόγο αυτή την τιμή. Γιατί αυτή η τιμή είναι ανώτερη και από τη μεγαλοπρέπεια των Αγγέλων».
Ακόμη: «Η προσευχή είναι κοινό έργο Αγγέλων και ανθρώπων, και δε χωρίζει τίποτε τους Αγγέλους από τους ανθρώπους, σχετικά με την προσευχή. Αυτή σε χωρίζει από τα άλογα ζώα, αυτή σε ενώνει με τους Αγγέλους. Και γρήγορα κανείς θα μετατεθεί στο βίο, την πολιτεία, τον τρόπο ζωής, την τιμή, την ευγένεια, τη σοφία και τη σύνεση των Αγγέλων, αν φροντίζει όλη του τη ζωή να σχολάζει στις προσευχές και στη λατρεία του Θεού».
Και ακόμη: «Όταν ο διάβολος δει την ψυχή θωρακισμένη με αρετές, δεν τολμά να την πλησιάσει, γιατί φοβάται την ισχύ και τη δύναμη που τις δίνουν οι προσευχές, οι οποίες τρέφουν την ψυχή περισσότερο απ” ό,τι οι τροφές το σώμα».
Και ακόμη: «Οι προσευχές είναι νεύρα της ψυχής· γιατί όπως το σώμα συγκρατείται και συναρμόζεται και στέκεται και ζει και στηρίζεται με τα νεύρα, κι αν κανείς τα κόψει, διαλύει όλη την αρμονία του σώματος, έτσι και οι ψυχές συναρμόζονται και στέκονται και τρέχουν εύκολα το δρόμο της ευσέβειας με τις άγιες προσευχές.
Αν στερήσεις τον εαυτό σου από την προσευχή, είναι το ίδιο σαν να βγάλεις το ψάρι από το νερό. Όπως δηλαδή για το ψάρι το νερό είναι η ζωή του, έτσι και για σένα η προσευχή. Με αυτήν μπορείς να διασχίσεις τον αέρα, όπως το ψάρι το νερό, να ανεβείς στους ουρανούς και να πλησιάσεις το Θεό».
Ακόμη: «Η προσευχή και η δέηση κάνουν τους ανθρώπους ναούς Θεού. Όπως ο χρυσός, οι πολύτιμοι λίθοι και τα μάρμαρα κάνουν τα παλάτια των βασιλέων, έτσι και η προσευχή κάνει τους ανθρώπους ναούς του Χριστού. Τί λοιπόν μεγαλύτερο εγκώμιο μπορεί να γίνει για την προσευχή, από το ότι κάνει τους ανθρώπους ναούς του Θεού; Εκείνος που δεν τον χωρούν οι ουρανοί, Αυτός εισέρχεται στην ψυχή που ζει με προσευχές».
Ακόμη: «Και από αυτό μπορεί κανείς να δει την δύναμη των αγίων προσευχών, ότι ο Παύλος που έτρεχε σ” όλη την οικουμένη σαν να είχε φτερά, και είχε σπίτι του τη φυλακή υπομένοντας μαστιγώσεις, σέρνοντας την αλυσίδα και ζώντας μέσα σε αίματα και κινδύνους, αυτός που έδιωχνε δαίμονες και ανάσταινε νεκρούς και θεράπευε ασθένειες, δε στηρίχθηκε σε κανένα από αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά περιχαράκωνε την ψυχή του με τις προσευχές. Έτσι, μετά τα θαύματα που έκανε και την ανάσταση των νεκρών, έτρεχε στις προσευχές, όπως ένας αθλητής στην παλαίστρα για το στεφάνι.
Γιατί η προσευχή είναι ο χορηγός και της αναστάσεως των νεκρών και όλων των άλλων. Όποια δύναμη έχουν τα νερά στα δένδρα, αυτήν έχουν οι προσευχές στη ζωή των Αγίων». Ακόμη: «Η προσευχή είναι αφορμή της σωτηρίας, πρόξενος της αθανασίας, ακλόνητο τείχος της Εκκλησίας, απόρθητο καταφύγιο, φοβερό στους δαίμονες, σωτήριο σε μας τους ευσεβείς». Ακόμη: «Όπως, όταν σε κάποια πόλη μπαίνει μία βασίλισσα, ακολουθεί κατ” ανάγκην μαζί της όλος ο πλούτος, έτσι και η προσευχή· όταν μπαίνει στην ψυχή, μπαίνει μαζί της και κάθε αρετή». Ακόμη: «Ό,τι είναι το θεμέλιο για το σπίτι, αυτό είναι για την ψυχή η προσευχή.
Και πρέπει αυτήν πρώτη να στήσομε σαν βάση και ρίζα στην ψυχή, κι εκεί επάνω να κτίζομε πρόθυμα τη σωφροσύνη και την πρόνοια των φτωχών και όλους τους νόμους του Χριστού». Ακόμη: «Η πρόθυμη προσευχή είναι φως της διάνοιας και της ψυχής, φως άσβηστο και αδιάκοπο. Γι” αυτό ο πονηρός βάζει μέσα στο νου μας ολόκληρο συρφετό λογισμούς· κι εκείνα που ποτέ δε σκεφτήκαμε, τα μαζεύει στην ώρα της προσευχής και τα χύνει πάνω στην ψυχή μας». Και ακόμη: «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλη ασφάλεια».
Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Καλύτερα να θυμάσαι το Θεό παρά να αναπνέεις». Και πάλι: «Να σκέφτεσαι το Θεό πιό συνεχώς κι από το να αναπνέεις». Και ο άγιος Ισαάκ: «Χωρίς αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να πλησιάσεις το Θεό. Αν μετά τον κόπο της προσευχής αφήσεις το νου σου να φροντίζει γι” άλλα πράγματα, προκαλείς διασκορπισμό της διάνοιας. Κάθε προσευχή όπου δεν κοπιάζει το σώμα και δε συνθλίβεται η καρδιά, είναι νεκρή αποβολή· γιατί η προσευχή αυτή είναι χωρίς ψυχή».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: «Η προσευχή στην ουσία της είναι συνομιλία και ένωση ανθρώπου και Θεού· στην ενέργειά της είναι διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με το Θεό, μητέρα των δακρύων αλλά και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτιών, γέφυρα πάνω από τους πειρασμούς, τείχος ανάμεσα σε μας και τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, μέλλουσα ευφροσύνη, απεριόριστη εργασία, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, προκοπή αόρατη, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, τσεκούρι που κόβει την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδας στο Θεό, λύτρωση από τη λύπη, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, περιορισμός του θυμού, καθρέφτης της προκοπής, φανέρωση της εκτάσεως της αρετής, φανέρωση της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψη των μελλόντων, σημείο δόξας. Η προσευχή γι” αυτόν που προσεύχεται πραγματικά, είναι δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα».
Και αλλού: «Η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωση από τον ορατό και αόρατο κόσμο». Και ο άγιος Νείλος λέει: «Αν έχεις πόθο να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν. Προσευχή είναι η ανύψωση του νου προς το Θεό. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή». Και αυτά έτσι είναι. Καιρός τώρα να μιλήσομε και για τη σωματική δίαιτα, για το βάρος, την ποσότητα και την ποιότητά της, με όση συντομία μπορούμε.
Η σωματική δίαιτα, πώς δηλαδή πρέπει να τρέφεται ο ησυχαστής
Πώς πρέπει να τρέφεται ο αγωνιζόμενος τη Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή
31. Τρεις ημέρες την εβδομάδα, τη Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, τρώγε πάντοτε το απόγευμα, δηλαδή μιά φορά την ημέρα. Να τρως έξι ουγγιές ψωμί, ξηρά τροφή με εγκράτεια, και νερό έως τρία ή τέσσερα ποτήρια αν θέλεις, ακολουθώντας τον 69ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων που παραγγέλλει: «Αν ένας επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή αναγνώστης ή ψάλτης δε νηστεύει την αγία Τεσσαρακοστή του Πάσχα ή την Τετάρτη ή την Παρασκευή, να καθαιρείται, εκτός αν εμποδίζεται από σωματική ασθένεια. Αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται». Η νηστεία της Δευτέρας βέβαια καθορίστηκε αργότερα από τους θείους Πατέρες.
Πώς πρέπει να τρέφεσαι την Τρίτη και την Πέμπτη
Πώς πρέπει να τρέφεσαι το Σάββατο. Για τις αγρυπνίες, και πώς πρέπει να τρως κατ’ αυτές
Πώς πρέπει να τρως τις Κυριακές. Διάφορα άλλα ζητήματα. Επίσης περί κόπου και ταπεινώσεως
*Αναφέρεται στις ημέρες ή και εβδομάδες μεγάλων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα, Πεντηκοστής κλπ.) που λόγω της αντίστοιχης εορτής έχουν κατάλυση. Αλλά και στην εβδομάδα μετά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, στην οποία έχει οριστεί κατάλυση για λόγους αντιαιρετικούς.
Πώς πρέπει να τρως και να πράττεις τις άγιες Τεσσαρακοστές και μάλιστα τη Μεγάλη
Η διάκριση. Η εργασία με μέτρο είναι ανεκτίμητη. Η υποταγή
Και προπάντων να τα πράττεις όλα με τη γνώμη και την ερώτηση του κατά Θεόν πνευματικού σου πατέρα. Γιατί έτσι, με τη χάρη του Χριστού, και τα βαριά και ανηφορικά θα γίνουν ελαφρά και θα σου φανεί πως τρέχεις σε κατηφοριά. Αλλά ας ξαναγυρίσομε εκεί απ” όπου ξεκινήσαμε.
Πώς πρέπει ο αγωνιζόμενος να περνά το διάστημα μετά το γεύμα ως τη δύση τον ηλίου. Πρέπει να πιστεύομε πως ανάλογα με τον κόπο και το μέτρο της εργασίας μας, μας δίνονται τα θεία χαρίσματα
37. Αφού γευματίσεις όπως πρέπει σε αγωνιστή, και σύμφωνα με τον θείο Παύλο που παραγέλλει να τηρεί ο αγωνιζόμενος εγκράτεια σε όλα(Α΄ Κορ. 9, 25), να διαβάσεις καθιστός αρκετά, και κυρίως τα νηπτικά συγγράμματα των Πατέρων. Έπειτα κοιμήσου μία ώρα, αν είναι μεγάλες οι μέρες. Στη συνέχεια σήκω και απασχολήσου λίγο με το εργόχειρό σου, κρατώντας και την ευχή. Κατόπιν να κάνεις προσευχή όπως προείπαμε, να διαβάσεις, να μελετήσεις και να φροντίζεις να ταπεινωθείς και να έχεις τον εαυτό σου κάτω απ” όλους τους ανθρώπους.
Γιατί λέει η Γραφή: «Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος ταπεινώνεται θα υψωθεί»(Λουκ. 14, 11), και: «Όποιος νομίζει ότι στέκεται καλά, ας κοιτάξει μην πέσει»(Α΄ Κορ. 10, 12), και: «Ο Κύριος εναντιώνεται στους υπερήφανους, δίνει όμως τη χάρη Του στους ταπεινούς»(Ιακ. 4, 6), και: «Αρχή της υπερηφάνειας είναι να μη γνωρίζεις τον Κύριο»(Σ. Σειρ. 10, 12), και: «Άνθρωποι υπερήφανοι παρανομούσαν ασυγκράτητα»(Ψαλμ. 118, 51), και: «Μην υψηλοφρονείτε, αλλά να εξομοιώνεστε με τους ταπεινούς»(Ρωμ. 12, 16).
Και ο θείος Χρυσόστομος λέει: «Εκείνος είναι που γνωρίζει κατεξοχήν τον εαυτό του, όποιος νομίζει ότι δεν είναι τίποτε. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι τόσο αγαπητό στο Θεό, όσο το να λογαριάζεις τον εαυτό σου μαζί με τους τελευταίους».
Και ο άγιος Ισαάκ λέει: «Στους ταπεινόφρονες φανερώνονται τα μυστήρια. Όπου φυτρώνει η ταπείνωση, εκεί αναβλύζει η δόξα του Θεού. Μπροστά από τη χάρη τρέχει η ταπείνωση, μπροστά από την παιδαγωγική τιμωρία, η οίηση».
Και ο άγιος Βαρσανούφιος λέει: «Αν θέλεις πράγματι να σωθείς, άκουσε και πράξε· μην πατάς πιά τα πόδια σου στη γη και ανύψωσε το νου σου στον ουρανό, και τα εκεί να μελετάς νύχτα και ημέρα. Προσπάθησε να καταφρονηθείς όσο μπορείς· πάλεψε να δεις τον εαυτό σου κάτω από κάθε άνθρωπο. Αυτή είναι η αληθινή οδός, εκτός από αυτή άλλη δεν υπάρχει για εκείνον που θέλει να σωθεί με τη χάρη του Χριστού που τον δυναμώνει(Φιλιπ. 4, 13). Ας τρέχει εκείνος που θέλει, ας τρέχει, ας τρέχει για να πετύχει το σκοπό του. Δίνω τη μαρτυρία αυτή ενώπιον του ζώντος Θεού, ο οποίος ποθεί να χαρίσει ζωή αιώνια σε καθένα που θέλει».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Δε νήστεψα, δεν αγρύπνησα, δεν κοιμήθηκα στο έδαφος, αλλά ταπεινώθηκα και ο Κύριος με έσωσε σύντομα(Ψαλμ. 114, 6)». Πριν από κάθε άλλο, να επιδιώκεις το «αψήφιστο», δηλαδή να μη σε λογαριάζει κανένας, όπως λέει ο άγιος Βαρσανούφιος: «Το να μην έχεις μέριμνα για κανένα πράγμα, σε κάνει να πλησιάσεις την πόλη. Το να σε αψηφήσει κάθε άνθρωπος, σε κάνει να κατοικήσεις την πόλη. Και το να πεθάνεις για κάθε άνθρωπο, σε κάνει να κληρονομήσεις την πόλη και τους θησαυρούς της. Αν θέλεις να σωθείς, φύλαξε το «αψήφιστο» και τρέχα γι” αυτό που επιδιώκεις».
Κι αυτό το «αψήφιστο» πάλι, κατά τον όσιο Ιωάννη, μαθητή του αγίου Βαρσανουφίου, είναι το να μην εξισώνεις τον εαυτό σου με κανένα και να μην πεις για οποιοδήποτε καλό έργο ότι και εγώ το έκανα αυτό. Έπειτα κάθισε πάλι και προσευχήσου καθαρά και αρρέμβαστα, ώσπου να έρθει το βράδυ. Τότε ψάλε τον συνηθισμένο εσπερινό και κάνε απόλυση. Και να πιστεύεις ειλικρινά ότι ο Θεός μάς επιβραβεύει με την απονομή και την ανακήρυξη των δωρεών και των επάθλων και την παρηγοριά Του ανάλογα με τον κόπο και την οδύνη μας για την αρετή και κατά το μέτρο της εργασίας μας, σύμφωνα με τα λόγια του ιερού Ψαλμωδού: «Ανάλογα με το πλήθος των οδυνών μου, οι παρηγοριές Σου εύφραναν την ψυχή μου»(Ψαλμ. 93, 19).
Λέει και ο Σωτήρας: «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω»(Ματθ. 11, 28).
Και ο μέγας Παύλος: «Αν πάσχομε μαζί με το Χριστό, μαζί Του και θα δοξαστούμε. Πιστεύω ότι δεν είναι αντάξια τα παθήματα της ζωής αυτής με τη δόξα που μέλλει να μας φανερωθεί»(Ρωμ. 8, 17-18).
Λέει και ο σοφός στα θεία Μάξιμος: «Αιτία της διανομής των θείων αγαθών είναι το μέτρο της πίστεως καθενός. Στο μέτρο δηλαδή που πιστεύομε, έχομε και την προθυμία να πράττομε. Εκείνος λοιπόν που πράττει τα καλά, κατά την αναλογία της πράξεώς του δείχνει το μέτρο της πίστεώς του, και δέχεται όσο πίστεψε το μέτρο της χάρης.
Εκείνος πάλι που δεν πράττει, ανάλογα με την απραξία δείχνει το μέτρο της απιστίας του, και δέχεται όσο απίστησε τη στέρηση της χάρης. Ο φθονερός λοιπόν πράττει κακώς που φθονεί τους άλλους για τα κατορθώματά τους, αφού σαφώς από αυτόν εξαρτάται και από κανέναν άλλο η επιλογή να πιστεύει και να πράττει και ανάλογα με την πίστη του να δεχτεί και τη χάρη».
Να ζητούμε ακόμη ολόψυχα να μείνομε πιστοί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, και μάλιστα τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και να δώσομε καλή απολογία όταν σταθούμε στο φοβερό βήμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Η καθαρή προσευχή είναι ανώτερη από κάθε εργασία
Γι” αυτό και δε θα κλονιστείς στον αιώνα, όπως γράφει γι” αυτό ο άγιος Φιλήμων: «Αδελφέ, είτε νύχτα είτε ημέρα σε αξιώσει ο Θεός να προσευχηθείς απερίσπαστα με καθαρό νου, μην περιοριστείς στον κανόνα σου, αλλά με όση δύναμη έχεις να επεκτείνεσαι στην προσευχή και να αφοσιώνεσαι στο Θεό. Και Αυτός φωτίζει την καρδιά σου ποιά πνευματική εργασία να κάνεις». Και κάποιος από τους φωτισμένους με τη σοφία του Θεού Αγίους είπε: «Αν θέλεις να παραστέκεσαι με το σώμα σου σαν ασώματος μπροστά στο Θεό, απόκτησε προσευχή αδιάλειπτη, κρυμμένη μέσα στην καρδιά σου, και τότε γίνεται προ του θανάτου η ψυχή σου σαν άγγελος». Παρόμοια και ο άγιος Ισαάκ, όταν τον ερώτησε κάποιος ποιο είναι το γενικό περιεχόμενο όλων των κόπων αυτού του έργου, δηλαδή της ησυχίας, ώστε φτάνοντας το να μάθει ότι έφτασε την τελειότητα της ησυχίας, αποκρίθηκε: «Όταν αξιωθεί κανείς να επιτύχει τη μόνιμη προσευχή.
Γιατί όταν φτάσει κανείς σε αυτή την προσευχή, έφτασε στο τέλος όλων των αρετών και γίνεται στο εξής κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αν δηλαδή κάποιος δε δέχθηκε πλήρως τη χάρη του Παρακλήτου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει με άνεση τη μονιμότητα της προσευχής αυτής. Όταν σε κάποιον κατοικήσει το Πνεύμα, αυτός δεν παύει πλέον από την προσευχή, γιατί είναι το ίδιο το Πνεύμα που πάντοτε προσεύχεται.
Και τότε η προσευχή δεν κόβεται από την ψυχή του ούτε στον ύπνο ούτε στην εγρήγορση· αλλά και όταν τρώει και όταν πίνει και κοιμάται και ό,τι και να κάνει, ακόμη και μέσα στον βαθύ του ύπνο, οι ευωδίες και οι ατμοί της προσευχής αναδίδονται από την καρδιά του χωρίς κόπο. Και δε χωρίζεται ποτέ από αυτόν η προσευχή· όλες τις ώρες, ακόμη κι αν φαίνεται εξωτερικά ότι παύει, μέσα του εργάζεται μυστικά η προσευχή.
Και αυτή η σιωπή των καθαρών ονομάζεται προσευχή από κάποιον Άγιο. Επειδή οι λογισμοί των ανθρώπων αυτών είναι θείες κινήσεις, και οι κινήσεις της καθαρής καρδιάς και διάνοιας είναι φωνές πράες με τις οποίες ψάλλουν μυστικά στο Θεό». Και πολλοί άλλοι θεοφόροι Πατέρες, μυσταγωγημένοι με την πείρα από τη θεία χάρη, έγραψαν πάρα πολλά τέτοια θαυμάσια, τα οποία παραλείπομε για να μη μακραίνομε το λόγο.
Ο αριθμός των γονυκλισιών του εικοσιτετραώρου
39. Όσον αφορά στις γονυκλισίες, οι Πατέρες όρισαν τριακόσιες, τις οποίες οφείλομε να κάνομε κάθε εικοσιτετράωρο των πέντε ημερών της εβδομάδας. Γιατί το Σάββατο και την Κυριακή και σε άλλες καθιερωμένες ημέρες, και μάλιστα και εβδομάδες, για κάτι μυστικούς και απόρρητους λόγους, έχομε εντολή να σταματούμε τις γονυκλισίες. Υπάρχουν όμως κάποιοι που υπερβαίνουν και αυτόν τον αριθμό, ενώ μερικοί κάνουν και λιγότερες, ο καθένας κατά τη δύναμη και την προαίρεσή του. Και συ λοιπόν κάνε όσες μπορείς. Βέβαια είναι μακάριος, και μάλιστα πολλές φορές, εκείνος που βιάζει τον εαυτό του πάντοτε σε όλα τα έργα του Θεού. Γιατί η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται με τη βία και την αρπάζουν αυτοί που βιάζουν τον εαυτό τους(Ματθ. 11, 12).
Η διανομή των θείων αγαθών δε γίνεται μόνο ανάλογα με τον αγώνα και την εργασία μας, αλλά και με την κατάσταση, τη δεκτικότητα, την πίστη και τη φυσική μας διάθεση
Η καθολική και τελειότατη διάκριση. Ποιος είναι αυτός που ζει παρά φύση και σαρκικά, ποιος ο κατά φύση και ψυχικά, και ποιος είναι που ζει υπέρ φύση και πνευματικά
Συνέχεια για τη διάκριση με παράδειγμα
Η μεταβολή και αλλοίωση του καθενός και η υπερβολική δόξα της ταπεινώσεως
Γιατί κάθε μέρα και κάθε ώρα ζητείται από μας η δοκιμή της αγάπης μας προς το Θεό με την πάλη και τον αγώνα κατά των πειρασμών. Και λέγοντας πιο πριν (ο άγιος Μακάριος) «να μη λυπηθούμε», εννοεί να μην κυριευθούμε από ακηδία στον αγώνα. και συνεχίζει· «Έτσι γίνεται ευθύς ο δρόμος μας. Κι όποιος θέλει να τα αποφύγει αυτά και να λοξοδρομήσει, θα γίνει μερίδιο των λύκων.» Πόσο αξιοθαύμαστος είναι αυτός ο Άγιος! Πώς με λίγα λόγια επικύρωσε την αλήθεια αυτή και την απέδειξε πως είναι γεμάτη σύνεση, διώχνοντας τελείως το δισταγμό από το λογισμό του αναγνώστη!
Εκείνος, λέει, που αποφεύγει αυτά και γίνεται μερίδιο των λύκων, θέλει να βαδίζει έξω από το δρόμο. Έβαλε τούτο στο νου του και θέλει να περπατά σε δικό του μονοπάτι, όχι πατημένο από τους Πατέρες». Και ο άγιος Ισαάκ λέει πιό κάτω: «Η ταπείνωση και χωρίς έργα συγχωρεί πολλά αμαρτήματα. Αντίθετα, τα έργα χωρίς ταπείνωση είναι ανώφελα». Και παρακάτω: «Όπως είναι το αλάτι στην τροφή, έτσι είναι η ταπείνωση σε κάθε αρετή.
Αυτή μπορεί να συντρίψει τη δύναμη πολλών αμαρτημάτων. Είναι λοιπόν ανάγκη για χάρη της να λυπούμαστε ακατάπαυστα στο νου μας με ταπείνωση και με τη λύπη που δίνει η διάκριση. Και αν την αποκτήσομε, μας κάνει υιούς του Θεού και χωρίς έργα αγαθά μας παρουσιάζει στο Θεό. Γιατί χωρίς την ταπείνωση είναι μάταια όλα μας τα έργα και όλες οι αρετές και όλες οι πνευματικές εργασίες. Την αλλοίωση λοιπόν της διάνοιας θέλει ο Θεός· γιατί στη διάνοια βελτιωνόμαστε. Αυτή είναι μόνη της αρκετή να σταθεί χωρίς άλλη βοήθεια ενώπιον του Θεού και να παρακαλεί για χάρη μας».
Ακόμη λέει: «Είπε κάποιος Άγιος· όταν σού έρθει ο λογισμός της υπερηφάνειας και λέει να θυμηθείς τις αρετές σου, πες: «Γέρο, βλέπε την πορνεία σου»».
Η μετάνοια, η καθαρότητα και η τελειότητα
Και πάλι: «Όσο είμαστε σ” αυτόν τον κόσμο και ζούμε με τη σάρκα, κι αν ακόμη ανυψωθούμε ως τους ουρανούς, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τα έργα και το μόχθο και να είμαστε αμέριμνοι. Αυτό είναι η τελειότητα, και συγχώρησέ με. Το πέρα από αυτό είναι φροντίδα, δηλαδή δεν έχει νόημα».
Οι πέντε εργασίες της πρώτης και κατά κάποιο τρόπο προκαταρκτικής ησυχίας των αρχαρίων, δηλαδή η προσευχή, η ψαλμωδία, η ανάγνωση, η μελέτη και το εργόχειρο
Από πού πρέπει να κάνουν αρχή εκείνοι που θέλουν να ησυχάσουν ορθά, και ποιά είναι η αρχή και η αύξηση και η προκοπή και η τελείωση
Η τάξη της ησυχίας των αρχαρίων
47. Ο αρχάριος λοιπόν, όπως προείπαμε, πρέπει να μη βγαίνει συχνά από το κελί του και να απέχει από τη συναναστροφή και τη θεωρία όλων, εκτός όταν είναι μεγάλη ανάγκη, και τότε με προσοχή και προφύλαξη και σπανίως, όπως λέει ο θείος Ισαάκ: «Για κάθε πράγμα να κρατήσεις στο νου σου ότι η βοήθεια που έχεις από την προφύλαξη είναι καλύτερη από την βοήθεια των έργων». Γιατί όχι μόνο στους αρχαρίους, αλλά και σ” εκείνους που ήδη προοδεύουν, αυτά προξενούν διασκορπισμό και στροφή προς τα έξω, όπως λέει πάλι ο άγιος Ισαάκ ότι η ανάπαυση βλάπτει μόνο τους νέους, ενώ η χαλάρωση και τους νέους και τους γέροντες.
Και η ησυχία νεκρώνει τις έξω αισθήσεις και διεγείρει τις εσωτερικές κινήσεις, ενώ η αναστροφή έξω από το κελί κάνει τα αντίθετα· διεγείρει δηλαδή τις έξω αισθήσεις και νεκρώνει τις εσωτερικές κινήσεις.
Με αυτά ο άγιος Ισαάκ υποδηλώνει την πράξη και την καλή οδό της ησυχίας. Ο δε Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει ως εξής εκείνον που βαδίζει και πράττει καλά στο δρόμο της ησυχίας: «Ησυχαστής είναι εκείνος που αγωνίζεται να περιορίζει το ασώματο (το νου) μέσα στο σωματικό οίκο —πράγμα παραδοξότατο.
Ησυχαστής είναι εκείνος που είπε· «Εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά»(Άσμα 5, 2). Να κλείνεις τη θύρα του κελιού σου στο σώμα σου, τη θύρα της γλώσσας στο λόγο σου και την εσωτερική πύλη στα πονηρά πνεύματα».
Η καρδιακή προσευχή που γίνεται με προσοχή και νήψη, και πώς ενεργείται
48. Στην προσευχή, που γίνεται, όπως είπαμε, με προσοχή και νήψη μέσα στην καρδιά χωρίς οποιαδήποτε άλλη σκέψη και φαντασία, ο νους με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ανυψώνεται τελείως άυλα και αλάλητα προς τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ενώ με το «ελέησόν με» ξαναγυρίζει και κινείται προς τον εαυτό του, γιατί δεν ανέχεται να μην προσεύχεται για τον εαυτό του. Όταν όμως προκόψει στην αγάπη με την πείρα, με το ένα αποκλειστικά ανυψώνεται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφού έλαβε βέβαιη πληροφορία για το δεύτερο.
Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διάφορους τρόπους, και ποιά είναι η προσευχή
49. Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μερος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.
Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: «Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;». Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.
Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας(Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.
Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.
Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός». Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.
Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μεχρις ότου μας σπλαχνιστεί(Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.
Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και βιάσετε το νου σας σ” αυτό το έργο μεχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ” αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού «η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ΄ όσους βιάζουν τον εαυτό τους»(Ματθ. 11, 12).
Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πιά να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας».
Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριε Ιησού» παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).
Προσθέτει το «με Άγιο Πνεύμα» εννοώντας «όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος» με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το «Κύριε Ιησού». Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριε Ιησού» παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).
Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν” αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».
Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το «Χριστέ Ιησού», γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.
Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστη(Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το «Ιησού», λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».
Τα λόγια της ιερής και θεοποιού προσευχής έχουν μυσταγωγηθεί πνευματικά όχι μόνο από τους αγίους Πατέρες που αναφέραμε, αλλά και από αυτούς τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη
50. Τα λόγια αυτά της ιερής προσευχής θα τα βρει κανείς μυσταγωγημένα όχι μόνο από τους θεοφόρους Πατέρες που αναφέραμε και τους ομοίους τους, αλλά πρίν από αυτούς, και από τους ίδιους τους πρώτους και κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο, Παύλο και Ιωάννη.
Ο πρώτος, όπως προείπαμε, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 30. Ο δεύτερος: «Η χάρη και η αλήθεια ήρθε μέσω του Ιησού Χριστού»(Ιω. 1, 17) και: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί πως ο Ιησούς Χριστός ήρθε με ανθρώπινη σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2). Ο τρίτος, ο πρόκριτος των μαθητών του Χριστού, στην ερώτηση του Σωτήρα και Διδασκάλου προς τους Αποστόλους· «ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι», έκανε τη μακαριότατη ομολογία: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Ματθ. 16, 16).
Γι” αυτό οι μετά τους Αποστόλους ένδοξοι παιδαγωγοί μας, και περισσότερο εκείνοι που έζησαν τον άγαμο και ερημικό και ήσυχο βίο, τις φράσεις αυτές που προαναγγέλθηκαν σποραδικά και τμηματικά από τους τρεις αυτούς μεγάλους στύλους της αγίας Εκκλησίας, τις πήραν ως θεϊκά λόγια, θεσπισμένα με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος και μαρτυρημένα από τρεις πολύ αξιόπιστους μάρτυρες· και ξέρομε ότι με την κατάθεση τριών μαρτύρων βεβαιώνεται κάθε λόγος(Δευτ. 19, 15· Β΄ Κορ. 13, 1).
Πήραν λοιπόν τα λόγια αυτά οι ουρανόφρονες Πατέρες, κι αφού τα ένωσαν άριστα και τα συνάρμοσαν σε ένα με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα τους, τα ονόμασαν μνημείο προσευχής και τα παρέδωσαν στους μεταγενέστερους, για να την κρατούν και να την τηρούν με όμοιο τρόπο. Πρόσεξε τώρα και τη σειρά και τη διάταξη των λέξεων, πόσο εξαίσια είναι και πόση ουράνια σοφία περιέχει.
Ο Παύλος δηλαδή, όπως προαναφέραμε, λέει «Κύριον Ιησού», ο Ιωάννης «Ιησού Χριστό», ο Πέτρος «Χριστό, Υιό του Θεού»· σαν να ακολουθούν ο ένας τον άλλο από κοντά με τη συμφωνία και το σύνδεσμο των θεουργικών αυτών λέξεων. Γιατί θα διαπιστώσεις ότι ο καθένας από τους τρεις αυτούς, το τέλος του προηγουμένου το παίρνει ως αρχή και έτσι συνεχίζει. Το ίδιο θα παρατηρήσεις και με την προσθήκη της λέξεως «Πνεύμα». Αφού δηλαδή ο μακάριος Παύλος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού παρά με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3), τη λέξη που έχει στο τέλος, δηλαδή «Πνεύμα», την κάνει αρχή του ο βροντόφωνος Ιωάννης, λέγοντας: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήρθε με σάρκα, προέρχεται από το Θεό»(Α΄ Ιω. 4, 2).
Και αυτά μας τα έγραψαν όχι μόνοι τους και από τον εαυτό τους, αλλά κινούμενοι από το χέρι του Παναγίου Πνεύματος. Γιατί και η μέσω αποκαλύψεως ομολογία του θείου Πέτρου έγινε με ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αφού η Γραφή λέει: «Όλα τα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα, που μοιράζει τα χαρίσματα στον καθένα όπως θέλει»(Α΄ Κορ. 12, 11).
Κι έτσι λοιπόν το τρίπλοκο και άρρηκτο σχοινί της θεοποιού αυτής προσευχής, το πολύ σοφά κι επιστημονικά πλεγμένο και συρραμένο και συναρμολογημένο, φτάνει μέχρι σ” εμάς και τηρείται με τον ίδιο τρόπο.
Την προσθήκη όμως της λέξεως «ελέησόν με» την έκαναν και την καθόρισαν οι μετέπειτα θείοι Πατέρες στα σωτήρια αυτά λόγια της προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», και περισσότερο για κείνους που είναι πιο νηπιώδεις στην αρετή, δηλαδή για τους αρχάριους και ατελείς. Γιατί εκείνοι που έχουν προχωρήσει κι έγιναν τέλειοι κατά Χριστόν, αρκούνται και σε μία μόνο από τις ιερές αυτές λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», αλλά κάποτε και μόνο στην ονομασία «Ιησού», και την ενστερνίζονται και την αποδέχονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής, επειδή με αυτό γεμίζουν από ανέκφραστη ηδονή και γλυκύτητα που ξεπερνά κάθε νου και κάθε όραση και ακοή.
Κι έτσι λοιπόν οι τρισμακάριοι, βγαίνουν έξω από τη σάρκα και τον κόσμο, κρατούν κλειστές τις αισθήσεις και, κατακυριευμένοι από θείο έρωτα σε μία μακάρια βακχική μέθη από τη θεία δωρεά και χάρη που κατοικεί μέσα τους, καθαίρονται και φωτίζονται και φτάνουν στην τελειότητα, επειδή από τώρα βλέπουν αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη, σαν πρόγευση, την υπερφυσική και άναρχη και άκτιστη χάρη της υπερουσίου Θεότητας.
Αρκούνται στη μνήμη και τη μελέτη, όπως είπαμε, μίας από τις παραπάνω ονομασίες του Θεανθρώπου Λόγου, και με αυτήν αξιώνονται από το Πνεύμα και υψώνονται σε αλάλητες αρπαγές και γνώσεις και αποκαλύψεις.
Για να πληροφορηθούμε με ενάργεια και να βεβαιωθούμε με κάθε σαφήνεια γι” αυτά, ο γλυκύτατος Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, του οποίου οι λόγοι, όπως είπε, είναι πνεύμα και είναι ζωή(Ιω. 6, 63), κήρυξε μεγαλόφωνα ότι «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5), και: «Αν ζητήσετε κάτι στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 14), και πάλι: «Ό,τι ζητήσετε στο όνομά μου, εγώ θα το κάνω»(Ιω. 14, 13) και τα λοιπά, σύμφωνα με όσα μας έχουν παραδοθεί.
Οι αρχάριοι μπορούν να προσεύχονται άλλοτε με ολόκληρη την προσευχή, άλλοτε με ένα μέρος της, πάντοτε όμως μέσα στην καρδιά, και να μην αλλάζουν συνεχώς τα λόγια της προσευχής
51. Οι αρχάριοι μπορούν να προσεύχονται άλλοτε με ολόκληρη την προσευχή κι άλλοτε με ένα μέρος της, πλην όμως αυτό θα γίνεται μέσα στην καρδιά και ακατάπαυστα. Γιατί, κατά τον άγιο Διάδοχο, «εκείνος που διατρίβει πάντοτε μέσα στην καρδιά του, απομακρύνεται οπωσδήποτε από όσα θεωρούνται ωραία στη ζωή. Γιατί καθώς ζει πνευματικά, δεν μπορεί να γνωρίζει τις επιθυμίες της σάρκας(Γαλ. 5, 16).
Ο άνθρωπος αυτός περιφέρεται λοιπόν μέσα στο φρούριο των αρετών έχοντας τις ίδιες τις αρετές ως θυρωρούς να φυλάγουν την πόλη της αγνότητας· γι” αυτό και μένουν άπρακτες οι εναντίον του μηχανές των δαιμόνων». Και ο άγιος Ισαάκ γράφει: «Του ανθρώπου που στρέφεται κάθε ώρα στην ψυχή του, ευφραίνεται η καρδιά με τις αποκαλύψεις. Κι εκείνος που συνάγει τη θεωρία του μέσα του, βλέπει εκεί τη λάμψη του Πνεύματος. Όποιος αποστράφηκε κάθε περιπλάνηση του νου, αυτός βλέπει τον Κύριό του μέσα στην καρδιά του».
Όμως, μην αλλάζεις συνεχώς τα λόγια της προσευχής, για να μη συνηθίσει ο νους από τη συνεχή εναλλαγή και μεταφορά των λέξεων σε κάποια αστασία και μετατόπιση και μείνει αρρίζωτος και άκαρπος, όπως τα δένδρα που μετακινούνται και μεταφυτεύονται συνεχώς.
Για να καρποφορήσει η προσευχή μέσα στην καρδιά, χρειάζεται καιρός πολύς και αγώνας και βία. Και γενικά, κάθε αγαθό κατορθώνεται με μεγάλο κόπο και πολύν καιρό
Η μη καθαρή καρδιακή προσευχή, και πώς φτανει κανείς στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή
H αρρέμβαστη και καθαρή καρδιακή προσευχή και η θέρμη που δημιουργείται από αυτή
54. Με τα προηγούμενα φάνηκε τι είναι και ονομάζεται καθαρή και αρρέμβαστη καρδιακή προσευχή, από την οποία γεννιέται κάποια θέρμη μέσα στην καρδιά, κατά το: «Θερμάνθηκε μέσα μου η καρδιά μου και από τη μελέτη μου θ” ανάψει μέσα μου φωτιά»(Ψαλμ. 38,4).
Φωτιά, την οποία ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε να βάλει στα χωράφια των καρδιών μας, τα πριν γεμάτα αγκάθια από τα πάθη και τώρα με τη χάρη του Θεού γεμάτα από Πνεύμα, όπως λέει ο ίδιος: «Ήρθα να βάλω φωτιά στη γη και τι θέλω αν έχει κιόλας ανάψει!»(Λουκ. 12, 49).
Αυτή η φωτιά θέρμανε τότε και φλόγισε τον Κλεόπα και το σύντροφό του και τους έκανε να λένε μεταξύ τους σε έκσταση: «Δε φλογιζόταν μέσα μας η καρδιά μας καθώς περπατούμε;»(Λουκ. 24, 32). Γράφει και ο μέγας Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε κάποιο από τα τροπάριά του προς την υπέραγνη Θεοτόκο: «Με ωθεί να υμνολογήσω τον πόθο της Παρθένου η φωτιά της καρδιάς μου».
Γράφει και ο άγιος Ισαάκ: «Από τη βίαιη εργασία των αρετών γεννιέται η υπερβολική θέρμη, η οποία πυρπολεί την καρδιά από τις φλογερές ενθυμήσεις που περιστρέφονται παράδοξα στη διάνοια. Αυτή η εργασία και η προσοχή λεπτύνουν το νου με τη θέρμη τους και του παρέχουν την ικανότητα να βλέπει.
Από τη θέρμη αυτή που προξενείται από τη χάρη της θεωρίας γεννιέται η ανάβλυση των δακρύων. Από τα ασταμάτητα δάκρυα δέχεται η ψυχή την ειρήνη των λογισμών. Από την ειρήνη των λογισμών υψώνεται στην καθαρότητα του νου. Και με την καθαρότητα του νου ο άνθρωπος φτάνει να βλέπει τα μυστήρια του Θεού. «Ύστερα από αυτά φτάνει ο νους να δει αποκαλύψεις και σημεία, όπως είδε ο προφήτης Ιεζεκιήλ».
Και αλλού πάλι λέει: «Τα δάκρυα και τα χτυπήματα της κεφαλής που γίνονται κατά την προσευχή του αγωνιστή και το κύλισμα στο έδαφος με θερμότητα, ξυπνούνε τη θέρμη της γλυκύτητάς τους μέσα στην καρδιά, η οποία με επαινούμενη έκσταση πετά προς το Θεό και φωνάζει· «Δίψασε η ψυχή μου εσένα, τον Θεό τον ισχυρό, τον ζώντα. Πότε θα φτάσω και θα παρουσιαστώ μπροστά Σου, Κύριε;»(Ψαλμ. 41, 3)».
Και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Έπεσε φωτιά στην καρδιά και ανέστησε την προσευχή. Κι όταν αυτή αναστήθηκε και αναλήφθηκε στον ουρανό, έγινε κατάβαση φωτιάς στο ανώγαιο της ψυχής». Και αλλού λέει: «Ποιος άραγε είναι ο πιστός και φρόνιμος μοναχός, ο οποίος φύλαξε άσβηστη τη θέρμη του, και μέχρι το θάνατό του κάθε μέρα δεν έπαψε να προσθέτει φωτιά στη φωτιά, και θέρμη στη θέρμη, και πόθο στον πόθο, και επιμέλεια στην επιμέλεια;».
Και ο άγιος Ηλίας ο Έκδικος λέει: «Όταν η ψυχή εγκαταλείψει τα εξωτερικά και ενωθεί με την προσευχή, τότε η προσευχή την περικυκλώνει σαν φλόγα και την πυρακτώνει ολόκληρη όπως η φωτιά το σίδερο. Και η ψυχή παραμένει βέβαια η ίδια, αλλά δεν επιτρέπει άγγιγμα, όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν μπορεί κανείς να το αγγίσει».
Ακόμη λέει: «Μακάριος εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σε τέτοια μέτρα σ” αυτή τη ζωή, και είδε το κατά φύση πήλινο σώμα του, με τη χάρη πύρινο».
Η θέρμη παράγεται από διάφορες αιτίες. Η κυριότερη είναι εκείνη που παράγεται από την καθαρή καρδιακή προσευχή
55. Να γνωρίζεις ότι η θέρμη αυτή παράγεται και υπάρχει μέσα μας από διάφορες αιτίες και με πολλούς τρόπους. Αυτό γίνεται φανερό από τις διάφορες γνώμες των Αγίων που εκθέσαμε, αλλά, – διστάζομε να το πούμε -, και από αυτή την πείρα μας. Κυριότερη κατά κάποιο τρόπο είναι η θέρμη που προέρχεται από την καθαρή καρδιακή προσευχή, και προχωρεί συνεχώς μαζί της και αυξάνει και καταπαύει στον ενυπόστατο φωτισμό, δηλαδή κάνει πραγματικά φωτισμένο, κατά τους Πατέρες, τον άνθρωπο που βρίσκεται σ” αυτή την κατάσταση.
Ποιο είναι το εργο που ακολουθεί την καρδιακή θέρμη
Ο πόθος και έρωτας που γεννιέται από τη θέρμη, την προσοχή και την προσευχή
57. Μέσα σ” αυτή τη θέρμη και την προσεκτική προσευχή, δηλαδή την καθαρή προσευχή, γεννιέται ο πόθος και ο θείος έρωτας και η αγάπη μέσα στην καρδιά προς τον πάντοτε μνημονευόμενο Κύριο Ιησού Χριστό, όπως έχει γραφεί: «Νεανίδες με αγάπησαν, με έλκυσαν»(Άσμα 1, 3-4), και: «Εγώ είμαι πληγωμένη από την αγάπη»(Άσμα 2, 50. Ο άγιος Μάξιμος λέει: «Όλες οι αρετές βοηθούν το νου στο θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ΄ όλες η καθαρή προσευχή. Επειδή με αυτήν ο νους φτερώνεται και πετά προς το Θεό και βγαίνει έξω απ΄ όλα».
Τα καρδιακά δάκρυα. Ο θείος πόθος και έρωτας
Παραίνεση να μη ζητούμε τα υπέρμετρα. Προτροπή για συνεχή μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μέσα στην καρδιά μας
59. Για να αξιωθεί κανείς αυτά και όλα όσα ακολουθούν —τα οποία δεν είναι καιρός τώρα να τα πούμε, γιατί λέει: «Μη ζητάς πράγματα πριν από τον καιρό τους» και: «Το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνει καλά», και, κατά τον άγιο Μάρκο, «δε συμφέρει προτού εργαστείς τα πρώτα να μάθεις τα δεύτερα· γιατί η γνώση φέρνει έπαρση λόγω της αργίας, ενώ η αγάπη οικοδομεί επειδή υπομένει τα πάντα(Α΄ Κορ. 8, 2 κ΄ 13, 7)» – , για να τα αξιωθεί λοιπόν, πρέπει να σπεύδει και να αγωνίζεται πάντοτε, όπως έχομε πει, να περιφέρει συνεχώς τη μνήμη του Κυρίου Ιησού Χριστού μέσα στο βάθος της καρδιάς και όχι εξωτερικά και επιφανειακά, όπως λέει γι” αυτό ο ίδιος μακάριος Μάρκος: «Αν δεν ανοιχτεί με καθολική νοερή ελπίδα ο εσώτατος και απόκρυφος και αληθινός χώρος της καρδιάς μας, δεν είναι δυνατό να αναγνωρίσομε με βεβαιότητα αυτόν που κατοικεί μέσα, ούτε να γνωρίζομε αν έγιναν δεκτές ή όχι οι λογικές θυσίες μας».
Ο θερμός ζήλος και η θεία εμφάνεια μέσα μας και ο ενυπόστατος φωτισμός της χάρης
Ενέργεια θεία και ενέργεια δαιμονική
61. Όταν ο νους βλέπει φως χωρίς να το ζητά, ας μην το παραδέχεται, αλλά ούτε και να το αποκρούει, όπως λέει ο όσιος Μάρκος: «Υπάρχει ενέργεια της χάρης που την αγνοεί ο νήπιος πνευματικά, και υπάρχει και ενέργεια της κακίας που μοιάζει με την αλήθεια. Είναι καλό αυτά να μην τα παρατηρούμε, για να μην πέσομε σε πλάνη, ούτε να τα αναθεματίζομε, μην τυχόν και είναι αληθινά, αλλά για όλα να προσφεύγομε με ελπίδα στο Θεό, γιατί Αυτός γνωρίζει τη χρησιμότητα και του ενός και του άλλου». Σε τέτοιες περιπτώσεις να ερωτά εκείνον που έχει τη χάρη και τη δύναμη από το Θεό, να τον διδάξει και να διακρίνει το καθένα.
Ο φωτισμένος και απλανής διδάσκαλος
62. Και αν μεν βρει αυτόν που θα τον διδάξει, όχι μόνο από όσα γνωρίζει από τη θεία Γραφή, αλλά και απ΄ όσο ο ίδιος δέχθηκε μακάρια το θείο φωτισμό, τότε να ευχαριστεί το Θεό. Αν όμως όχι, τότε καλύτερα να μην παραδεχθεί το φως που είδε, αλλά να καταφύγει με ταπείνωση στο Θεό, θεωρώντας και αποκαλώντας τον εαυτό του με ειλικρινή καρδιά ανάξιο γι” αυτή την τιμή και τη θεωρία, όπως είναι βέβαια κι αυτό που λέμε εδώ και όσα προείπαμε και όσα θα πουμε και όσα μυηθήκαμε με τη χάρη του Χριστού από στόματα που δεν ψεύδονται και που κινούνται και λαλούν από το Άγιο Πνεύμα, όπως επίσης και από τις θεόπνευστες Γραφές και από τη λίγη πείρα μας.
Ο αληθινός και ο ψευδής φωτισμός, ήγουν το θείο φως και το φως από τον πονηρό
63. Σε μερικά συγγράμματά τους οι ένδοξοι Πατέρες μας υποδηλώνουν αμυδρά τα σημάδια του απλανούς φωτισμού και του φωτισμού της πλάνης. Για παράδειγμα, έτσι έκανε ο μακάριος Παύλος ο Λατρηνός, απαντώντας σε σχετική ερώτηση μαθητή του, ότι το φως της διαβολικής δυνάμεως είναι πυροειδές και γεμάτο καπνό και όμοιο με την αισθητή φωτιά· κι όταν το δει μετριοπαθής και καθαρμένη ψυχή, αισθάνεται αηδία και το συχαίνεται.
Το φως όμως του αγαθού είναι αγαθό, χαριέστατο και καθαρό, κι όταν έρθει, αγιάζει την ψυχή και τη γεμίζει φως και χαρά και ιλαρότητα, την καταπραΰνει και την κάνει φιλάνθρωπη. Και άλλοι είπαν ομοίως. Πλην όμως, επειδή τα προλεχθέντα τα άκουσα με προφορική διδασκαλία, έτσι κι εσύ θ” ακούσεις γι” αυτό, όταν έρθει ο καιρός του. Γιατί τώρα δεν είναι ακόμα.
Η απρεπής και η ευπρεπής φαντασία, και πώς πρέπει να τις αντιμετωπίζομε
Πρέπει λοιπόν να αποβάλεις εντελώς τη φαντασία, εκτός αν ποτέ, για λόγους μετανοίας και συντριβής και πένθους και ταπεινοφροσύνης, και πριν από αυτά για λόγους μελέτης και θεωρίας των όντων, ή ακόμη και εξαιτίας κάποιας απρεπούς φαντασίας, θέλεις να μεταχειριστείς και να αντιπαρατάξεις την ευπρεπή φαντασία.
Όχι μόνο η απρεπής φαντασία, αλλά και η ευπρεπής είναι απορριπτέα από τους Αγίους στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου
65. Τα παραπάνω είναι άθλος όσων είναι ακόμη νήπιοι στην αρετή, δηλαδή των αρχαρίων. Γιατί οι προχωρημένοι απορρίπτουν τελείως και την απρεπή και την ευπρεπή φαντασία και την αχρηστεύουν, αποτεφρώνοντας και διαλύοντάς την σαν το κερί που λιώνει μπροστά στη φωτιά.
Και αυτό, για να επιτύχουν την καθαρή προσευχή και την απομάκρυνση και απογύμνωση του νου τους από όλα τα πράγματα και τις εντυπώσεις, με σκοπό την απλή προσέγγισή του προς το Θεό και, αν θέλεις, και της προσλήψεώς του από Αυτόν και της ασχημάτιστης και ενιαίας ενώσεως με Αυτόν.
Γιατί λέει ο άγιος Ησύχιος: «Κάθε λογισμός είναι φαντασία μέσα στο νου κάποιου αισθητού πράγματος. Επειδή ο Ασσύριος (ο διάβολος) είναι νους, δεν μπορεί να μας εξαπατά με άλλον τρόπο, παρά με το να μεταχειρίζεται τα αισθητά και συνήθη σ” εμάς».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Επειδή κάθε λογισμός μπαίνει μέσα στην καρδιά δια μέσου της φαντασίας κάποιων αισθητών, το μακάριο φως της θεότητας τη φωτίζει όταν αυτή απομακρυνθεί τελείως από όλα και αποβάλει κάθε μορφή και σχήμα τους. Γιατί η λαμπρότητα της θεότητας φανερώνεται στον καθαρό νου, όταν αυτός στερηθεί από κάθε νόημα».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Όπως ο Κύριος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς(Πράξ. 7, 48), έτσι δεν κατοικεί ούτε σε κάποιες απεικονίσεις και πλάσματα του νου. Γιατί αυτά παρεμβάλλονται και κλείνουν σαν τείχος την κίβδηλη ψυχή, που δεν μπορεί να ατενίζει καθαρά προς την αλήθεια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει θαμπά σαν σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12)».
Και ο θείος Ευάγριος: «Ο Θεός λέγεται ότι κάθεται εκεί, όπου τον γνωρίζουν. Γι” αυτό και ο καθαρός νους λέγεται θρόνος του Θεού. Το νόημα λοιπόν του Θεού δε βρίσκεται στα νοήματα που μορφοποιούν το νου, αλλά στα νοήματα που δεν τον μορφοποιούν. Γι” αυτό πρέπει ο προσευχόμενος ν” αποξενώνεται ολότελα από τα νοήματα που μορφοποιούν το νου. Και διαφορετικά θα μορφοποιηθεί ο νους όταν θεωρεί άλλο νου, διαφορετικά θα διατεθεί όταν θεωρεί την αιτία του. Από αυτό μαθαίνομε πως η πνευματική γνώση απομακρύνει το νου από τα νοήματα που τον μορφοποιούν, και διατηρώντας τον αδιαμόρφωτο τον προσάγει στο Θεό».
Και ο άγιος Μάξιμος, στα σχόλιά του στον μέγα Διονύσιο Αρεοπαγίτη, λέει: «Άλλο είναι η φαντασία και άλλο είναι η νόηση, δηλαδή το νόημα· γιατί προέρχονται από δύο διάφορες δυνάμεις και διαφέρουν ως προς την κίνηση. Η νόηση είναι ενέργεια και δημιουργία, ενώ η φαντασία είναι πάθος και εικόνα που αναγγέλλει κάποιο αισθητό πράγμα ή οφείλεται σε κάποιο αισθητό. Και η αίσθηση αντιλαμβάνεται τα όντα με άμεση διαμόρφωσή της, ενώ ο νους εφάπτεται, δηλαδή αντιλαμβάνεται τα όντα με άλλο τρόπο και όχι όπως η αίσθηση. Στο σώμα λοιπόν και στο πνεύμα, όπου βρίσκονται οι αισθήσεις, όπως είπαμε, παρατηρείται η παθητική και η διαμορφωτική κίνηση· ενώ την κριτική και την αντιληπτική πρέπει να τις αποδώσομε στην ψυχή και στο νου, και κοντά στην αντιληπτική κίνηση της ψυχής πρέπει να βάλομε και τη φανταστική. Η τελευταία διαιρείται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτη είναι η εικονιστική, η οποία δηλαδή εικονίζει και κάνει αισθητά όσα συνέλαβε η αντίληψη. Δεύτερη είναι η ανατυπωτική, η οποία ανασυνθέτει από τα παλιά απομεινάρια των προηγουμένων χωρίς να στηρίζει πουθενά τις εικόνες της, κι αυτή κυρίως λέγεται φανταστική. Τρίτη είναι εκείνη στην οποία συγκροτείται κάθε ηδονή και κάθε φαντασία υποτιθέμενου καλού ή κακού που συνοδεύεται με λύπη». Άρα λοιπόν, καμία φαντασία, όπως είπαμε, δεν έχει θέση στο Θεό, γιατί ο Θεός είναι γενικά πάνω από την έννοια όλων και τα υπερβαίνει.
Και πάλι ο μέγας Βασίλειος λέει: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια στον κόσμο, επανέρχεται στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια περί του Θεού. Και καθώς περιλάμπεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και αυτή τη φύση». Ξέροντας αυτά λοιπόν κι εσύ, να σπεύδεις κάθε στιγμή, με τη βοήθεια του Θεού, να προσεύχεσαι χωρίς φαντασία, χωρίς σχήματα, χωρίς διαμορφώσεις, με όλον ολότελα το νου καθαρό και ψυχή καθαρή και με όλους τους τρόπους.
Ο άγιος Μάξιμος λέει τα εξής.
Η καθαρότητα και η τελειότητα του νου, της ψυχής και της καρδιάς
Ο καθαρός νούς
Η καθαρή ψυχή
Η καθαρή καρδία
Ο Τέλειος νούς
Η τέλεια ψυχή
Η τέλεια καρδιά
Ο καθαρός νούς
Συνέχεια για τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ” είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι” αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι” αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ” όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.
Οι πέντε δυνάμεις της ψυχής. Οι φαντασίες που είναι οικείες της ψυχής και του νου. Πρέπει ν’ αποφεύγομε τελείως τη φαντασία και τα σχήματα και τις αποτυπώσεις και τις διαμορφώσεις στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου
69. Η ψυχή, όπως είπαμε, έχει το να φαντάζεται όχι μόνο από τους δαίμονες, αλλά και η ίδια από τη φύση της, αφού έχει πέντε δυνάμεις, το νου, τη διάνοια, τη δόξα (γνώμη), τη φαντασία και την αίσθηση, όπως και το σώμα έχει τις πέντε αισθήσεις όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Έτσι η φαντασία είναι μία από τις αισθήσεις της ψυχής, όπως είπαμε, με την οποία και φαντάζεται η ψυχή.
Η ψυχή λοιπόν, αν θέλει να οικονομεί και να διευκρινίζει ορθά τα του εαυτού της, πρέπει να αγωνίζεται ν” αναπτερώνει και ν” ανυψώνει ολικά προς το Θεό εκείνες τις δυνάμεις της που την ενώνουν περισσότερο με το Θεό, και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα· για τις άλλες απλώς να φροντίζει και να τις μεταχειρίζεται και να πράττει όπως χρειάζεται. Ας έξετάσομε λοιπόν τι λένε οι Πατέρες και τι είναι εύλογο γι” αυτά.
Λέει ο άγιος Μάξιμος: «Επειδή η ψυχή είναι λογική και νοερή για τον εαυτό της, δηλαδή για την ουσία της, είναι οπωσδήποτε και αυθυπόστατη. Και αν έχει δική της υπόσταση, θα ενεργήσει κατά τη φύση της και όταν είναι μόνη και μαζί με το σώμα, θα νοεί δηλαδή κατά τη φύση της και θα λογίζεται και δε θα παύει ποτέ να μεταχειρίζεται τις νοερές δυνάμεις που έχει ως φυσικά προσόντα. Γιατί τα φυσικά προσόντα που έχει με οποιοδήποτε τρόπο κάποιο ον, όσο αυτό είναι και υπάρχει, είναι αναφαίρετα.
Η ψυχή λοιπόν, επειδή υπάρχει και υφίσταται πάντοτε αφότου έγινε —γιατί τέτοια τη δημιούργησε ο Θεός—, πάντοτε νοεί και λογίζεται και γνωρίζει· και καθ” εαυτήν και όταν είναι μαζί με σώμα, για τον εαυτό της και από τη φύση της. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος που να μπορεί ν” αποξενώσει την ψυχή από τα προσόντα που έχει από τη φύση της και όχι για χάρη του σώματος, όταν θα χωριστεί από αυτό».
Γνωρίζομε καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ” αυτόν. Η ψυχή λοιπόν, σαν έμπειρος κυβερνήτης που έχει από τη φύση της την εξουσία των δυνάμεών της, πρέπει να επιλέξει να ενεργεί όχι μόνο για το παρόν, αλλά για το μέλλον κυρίως, και να σπεύδει με κάθε τρόπο ν” ανυψώνει και να κινεί και να συνάπτει το νου και τη διάνοια προς το Θεό στον καιρό της καθαρής προσευχής και της νοερής και ενιαίας και απλής πνευματικής εργασίας· ενώ από τη φαντασία και τις άλλες δυνάμεις να χωρίζει τελείως το νου.
Γιατί, κατά τον άγιο Νείλο, «κατάσταση προσευχής είναι μία απαθής έξη, η οποία μ” έναν ακρότατο έρωτα αρπάζει σε νοητό ύψος τον φιλόσοφο και πνευματικό νου». Γιατί όταν κάνει έτσι η ψυχή, θα φυλάξει το πολύτιμο αξίωμα που της αρμόζει.
Περισσότερα για το νου
Όταν όμως αναλάβει τη δική του φυσική και απλή αξία και λαμπρότητα της ουσίας του, την αμερή και αυτοτελή και αυτεξούσια, όταν δηλαδή ελευθερωθεί από τις σωματικές και ψυχικές φυσικές σχέσεις και κινήσεις και αξιωθεί, από δυνάμει νους που είναι, να γίνει «ενεργεία νους», όταν δηλαδή προκόψει και φτάσει στον υπέρ τη φύση «πνευματικό άνθρωπο», τότε πλέον επανέρχεται αταλάντευτα πάντοτε στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει ακράτητος και ελεύθερος απ΄ όλα στην ασχημάτιστη και άμορφη και απλή έννοια του Θεού, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με τα αισθητήρια προς τον κόσμο, επιστρέφει στον εαυτό του, και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού· και καθώς περιλάμπεται και καταφωτίζεται από το κάλλος εκείνο, λησμονεί και αυτή την ανθρώπινη φύση».
Και πάλι λέει: «Ο καθαρός νους με την ένωσή του με την Αιτία των όντων έρχεται σε μιά σχέση που υπερβαίνει κάθε νόηση, παύοντας την πολυποίκιλη φυσική κίνηση και σχέση του προς όλα όσα δεν είναι Θεός και φτάνοντας στην άρρητη κατάληξη όπου, με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση, κρατά μόνο την υπέρ νόηση παμμακάριστη σιγή, την οποία δεν μπορεί διόλου να φανερώσει λόγος ή νόηση, αλλά μόνο η πείρα της μετοχής εκείνων που αξιώθηκαν να την απολαύσουν πέρα από τη νόηση. Σημάδι της ευδιάγνωστο και σε όλους καταφάνερο είναι η συνειδητή και τέλεια αναισθησία και διάσταση της ψυχής προς τον παρόντα αιώνα.
Όταν λοιπόν ο νους δε βοηθείται από την ψυχή στο να κινείται πάντοτε προς το Θεό, ούτε ο ίδιος πραγματώνει και ενεργεί το δικό του έργο, δηλαδή να επιστρέφει στον εαυτό του κι έτσι ν” ανεβαίνει ελεύθερα στην έννοια του Θεού, ή μάλλον όταν δεν καρπώνεται τούτο και από τα δύο, αλλά ενώνεται με τη φαντασία, τότε πλέον και ποικίλλεται και βρίσκεται μακριά από το Θεό».
Ακόμη λίγα για την καθαρή προσευχή
Άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, η οποία είναι και μεγαλύτερο
Συνέχεια για τη φαντασία και για εντυπώσεις στο νου και για τα σημάδια της πλάνης και της αλήθειας
Και πάλι ο ίδιος λέει: «Να πορεύεστε ως τέκνα του φωτός· γιατί ο καρπός του Πνεύματος διακρίνεται από πλήρη αγαθότητα και δικαιοσύνη και αλήθεια»(Εφ. 5, 8-9), ενώ η πλάνη έχει όλα τα αντίθετα. Και κάποιος σοφός στα θεία που ερωτήθηκε, λέει τα εξής: «Για τον απλανή δρόμο της σωτηρίας που με ρώτησες, αγαπητέ, να ξέρεις ότι είναι πολλοί δρόμοι που οδηγούν στη ζωή και πολλοί που οδηγούν στο θάνατο.
Ένας δρόμος που οδηγεί στη ζωή είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Μέσα σ” αυτές τις εντολές θα βρεις κάθε μορφή αρετής, ιδιαίτερα αυτές τις τρεις· ταπείνωση, αγάπη και έλεος. Χωρίς αυτές κανείς δε θα δει τον Κύριο. Αυτά τα τρία ακαταμάχητα όπλα κατά του διαβόλου, εννοώ την ταπείνωση, την αγάπη και το έλεος, μας τα χάρισε η Αγία Τριάδα, τα οποία μήτε να τα αντικρίσει δεν μπορεί όλος ο εσμός των δαιμόνων.
Γιατί οι δαίμονες δεν έχουν ούτε ίχνος ταπεινώσεως, αφού εξαιτίας της υπερηφάνειάς τους έγιναν ζοφεροί και ετοιμάστηκε γι” αυτούς το αιώνιο πυρ(Ματθ. 25, 41). Πού βρίσκεται σ” αυτούς σκιά έστω αγάπης ή ελέους, που έχουν άσπονδη έχθρα εναντίον του ανθρωπίνου γένους και δεν παύουν να το πολεμούν ακατάπαυστα; Με αυτά λοιπόν τα όπλα ας θωρακιστούμε, που όποιος τα έχει είναι ανίκητος από τους εχθρούς».
Και παρακάτω λέει: «Αυτό το τρίπλοκο σχοινί, το οποίο ύφανε και έπλεξε η Αγία Τριάδα, το βλέπομε να είναι και τρία και ένα. Τρία μεν στα ονόματα, κι αν θέλεις και στις υποστάσεις, ένα δε κατά τη δύναμη και την ενέργεια και την εγγύτητα και κλίση και οικειότητα προς το Θεό. Γι” αυτές τις τρεις αρετές είπε ο Κύριος ότι «ο ζυγός μου είναι αγαθός και το φορτίο μου ελαφρό»(Ματθ. 11, 30), και ο αγαπημένος Μαθητής ότι «οι εντολές Του δεν είναι βαριές»(Α΄ Ιω. 5, 3)».
Και πιό κάτω: «Γι” αυτό η ψυχή που έγινε ένα με το Θεό για την καθαρότητα του βίου και την τήρηση των εντολών και τα τρία αυτά όπλα, τα οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ντύθηκε τον ίδιο το Θεό. Κι έγινε θέσει θεός με την ταπείνωση, το έλεος και την αγάπη· και αφού ξεπέρασε την υλική δυάδα και ανέβηκε πάνω από τη συγκεφαλαίωση του νόμου, εννοώ την αγάπη(Ρωμ. 13, 10), ενώθηκε με την υπερούσια και ζωαρχική Τριάδα, συναντώντας Την με τρόπο άμεσο και παίρνοντας φως από το φως Της και νιώθοντας χαρά αδιάκοπη και αιώνια». Αλλά φτάνουν αυτά.
Όπως λοιπόν αναφέραμε μερικά από τα γνωρίσματα και τους καρπούς της πλάνης και της αλήθειας, από τους οποίους καρπούς, κατά τον θείο Παύλο, θα μπορέσομε κάπως να καταλάβομε τι πνεύμα έχουν εκείνοι που ενεργούνται από αυτούς, έτσι είναι εύλογο και πρέπει να πούμε λίγα, με γνώμες των Πατέρων, και για την παρηγοριά που δίνει η καθεμιά τους, δηλαδή για τη θεία και αληθινή χάρη και για την επίπλαστη και δαιμονική. Λέει λοιπόν σχετικά ο θείος Διάδοχος τα εξής.
Η θεία και η επίπλαστη παρηγοριά
Αυτή η χαρά είναι άτακτη και άγευστη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προσκαλεί με αγαθοφανείς παρηγορίες την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από τη χαύνη και κάθυγρη αυτή γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό γνωρίζομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης.
Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστέψουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται έτσι ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού».
Έχεις λοιπόν αρκετά και γι” αυτό το ζήτημα και αρκέσου σ” αυτά. Γιατί, όπως λέει η παροιμία, πέρα από τα Γάδειρα δεν μπορεί κανείς να περάσει· και όταν βρεις μέλι, φάγε λίγο, μήπως παρατρώγοντας κάνεις εμετό(Παροιμ. 25, 16).
Η θεία ηδονή που πηγάζει από την καρδιά
75. Είναι καταλληλη ευκαιρία να πούμε: Ποιος μπορεί να περιγράψει τη γλυκύτητα του μελιού σ” εκείνους που δεν το έχουν γευθεί ποτέ; Και ασύγκριτα πολύ περισσότερο, ποιος θα περιγράψει τη θεία ηδονή και την υπερφυσική και ζωήρρυτη ευφροσύνη που πηγάζει από την καρδιακή καθαρή και αληθινή προσευχή και που αναβρύζει αέναα; Όπως λέει ο Θεάνθρωπος Ιησούς: «Εκείνος που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει ζωή αιώνια»(Ιω. 4, 14)· και πάλι: «Αν κανείς διψά, ας έρχεται σ” εμένα και ας πίνει.
Από τα βάθη εκείνου που πιστεύει σ” εμένα, όπως είπε η Γραφή, θα ξεχυθούν ποταμοί ζωντανού νερού»· τούτο το είπε —προσθέτει ο επιστήθιος Μαθητής— για το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι θα πίστευαν σ” Αυτόν(Ιω. 7, 37-39). Και ο μέγας Παύλος λέει: «Έστειλε ο Θεός το Πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές μας να κράζει· Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6).
Η πνευματική αυτή ηδονή είναι και πολυώνυμη και ανώνυμη
Γι” αυτό και είναι τρισμακάριοι εκείνοι οι οποίοι, όπως τότε η Μαρία(Λουκ. 10, 42), προτίμησαν την αγαθή αυτή μερίδα και πολιτεία, την πνευματική και αναφαίρετη, και αξιώθηκαν αυτή τη θεοειδή ευτυχία, ώστε μπορούν με μεγάλη και εκστατική χαρά, μαζί με τον θείο Παύλο, να ενθουσιάζονται ολοφάνερα και να αναφωνούν: «Όταν ο σωτήρας μας Θεός φανέρωσε την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία Του, μάς έσωσε όχι για τα καλά έργα που κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας ευσπλαχνίστηκε.
Μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγεννήσεως και της ανανεώσεως που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια επάνω μας δια του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, για να δικαιωθούμε με τη δική Του χάρη και να κληρονομήσομε την αιώνια ζωή όπως ελπίζομε»(Τίτ. 3, 4-7).
Και πάλι: «Ο Θεός που μας έχρισε και μας σφράγισε και έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος στις καρδιές μας»(Β΄ Κορ. 1, 21-22) και: «Έχομε το θησαυρό τούτο μέσα σε πήλινα δοχεία, τα σώματά μας, για να αποδεικνύεται ότι η υπερβολική δύναμη δεν είναι δική μας αλλά του Θεού»(Β΄ Κορ. 4, 7). Αυτά σχετικά μ” εκείνους. Είθε κι εμείς με τις δεήσεις εκείνων, που γίνονται δεκτές από το Θεό, να γίνομε κατά ένα μέρος όμοιοι μ” αυτούς, με το έλεος και τη χάρη του Θεού.
Όποιος θέλει να ησυχάσει στην εντέλεια, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πράος στην καρδιά
Πώς θα κατορθώσομε την πραότητα. Τα τρία μέρη της ψυχής, το θυμικό, το επιθυμητικό και το λογιστικό
78. Τούτο θα το κατορθώσεις εύκολα, όταν τα αποφεύγεις όλα και ταυτόχρονα παρακινείς την ψυχή σου στην αγάπη, όταν κρατάς τις περισσότερες φορές σιωπή, τρως με μέτρο και πάντοτε προσεύχεσαι, όπως είπαν οι Πατέρες: «Στο θυμικό μέρος της ψυχής βάλε το χαλινό της αγάπης, το επιθυμητικό μάρανέ το με την εγκράτεια και στο λογιστικό της ψυχής δώσε φτερά με την προσευχή· κι έτσι το φως του νου δε σκοτεινιάζει ποτέ». «Χαλινός του θυμού είναι η σιωπή που γίνεται στην ώρα της· της άλογης επιθυμίας, η μετρημένη τροφή· του δυσκολοκράτητου λογισμού, η μονολόγιστη προσευχή».
Και πάλι: «Τρεις αρετές υπάρχουν, οι οποίες παρέχουν πάντοτε στο νου φως· να μη γνωρίζει κανείς την κακία του άλλου, να υπομένει ατάραχα τις θλίψεις που έρχονται και να κάνει καλό σ” εκείνους που του κάνουν κακό. Οι τρεις αυτές αρετές γεννούν άλλες τρεις, μεγαλύτερες από αυτές· η άγνοια της κακίας του άλλου γεννά την αγάπη, η χωρίς ταραχή υπομονή στις θλίψεις γεννά την πραότητα, και η ευεργετικότητα σ” εκείνους που του κάνουν κακό φέρνει την ειρήνη».
Και πάλι: «Τρεις γενικότερες ηθικές καταστάσεις υπάρχουν στους μοναχούς. Η πρώτη είναι να μην αμαρτάνει κανείς διόλου με την πράξη· η δεύτερη, να μην πολυκαιρίζουν στην ψυχή οι εμπαθείς λογισμοί· η τρίτη, να βλέπει κανείς κατά διάνοια χωρίς πάθος τις μορφές των γυναικών και εκείνων που τον λύπησαν».
Πρέπει κανείς να μετανοεί γρήγορα για όσα παραπτώματα του συμβαίνονν, κι έτσι να προφυλάγεται σοφά για το μέλλον
Το ολίσθημα και η μετάνοια
Η μετάνοια, ο φόβος, η αγάπη, το πένθος, τα δάκρυα και η αυτομεμψία
Κι όταν φτάσομε στην αγάπη, φτάσαμε στο Θεό· ολοκληρώθηκε ο δρόμος μας και περάσαμε στη νήσο που βρίσκεται απέναντι από τον κόσμο, όπου είναι ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».
Η σοφή ασφάλιση και η προσοχή
γιατί αυτό είναι φιλοσοφία, το να έχει κανείς πάντότε νήψη και στα ελάχιστα και ασήμαντα που κάνει. Έτσι κάνοντας θησαυρίζει μεγάλες αναπαύσεις στο μέλλον για τον εαυτό του και δεν κοιμάται, μήπως πέσει σε κανένα σφάλμα, αλλά ξεριζώνει τις αιτίες εκ των προτέρων. Με τα ελάχιστα πράγματα υποφέρει τη μικρή λύπη και με αυτό εξαφανίζει τη μεγάλη. Γι” αυτό και λέει ένας σοφός· Γίνε άγρυπνος και προσεκτικός για χάρη της ζωής σου· γιατί ο ύπνος της διάνοιας είναι συγγενής και εικόνα του αληθινού θανατου»».
Ο ησυχαστής πρέπει να αγωνίζεται για όλα τα παραπάνω, και προπάντων για να είναι ήσυχος, πράος και να επικαλείται καθαρά και με σπουδή τον Κύριο Ιησού Χριστό μέσα στην καρδιά του
83. Γι” αυτό λοιπόν να αγωνίζεσαι για όλα τα παραπάνω, προπάντων όμως να επικαλείσαι ήσυχα, με πραότητα και καθαρή συνείδηση, τον Κύριο Ιησού Χριστό μέσα στο βάθος της καρδιάς, όπως είπαμε.
Και έτσι προχωρώντας στο δρόμο σου, θα έχεις στην ψυχή σου τη θεία χάρη να αναπαύεται.
Λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να μην τολμήσει ποτέ κανείς, που ενοχλείται από θυμό ή οίηση ή υποκρισία και μνησικακία, ν” αντικρίσει ούτε ίχνος της ησυχίας, μήπως βγει από τα λογικά του. Αν όμως είναι κανείς καθαρός από τα πάθη αυτά, αυτός θα γνωρίσει το συμφέρον της ησυχίας· αλλά νομίζω ούτε κι αυτός».
Και δε θα έχεις τη χάρη ν” αναπαύεται στην ψυχή σου μόνο, αλλά και να αναπαύει τελείως την ψυχή από την προηγούμενη ενόχληση των δαιμόνων και των παθών. Γιατί κι αν ακόμη την ενοχλούν, δεν μπορούν ωστόσο να τη βλάψουν, επειδή δεν πρόσκειται σ” αυτά, ούτε ποθεί την ηδονή που προσφέρουν.
Ο καλός και εκστατικός έρωτας και το θείο κάλλος
Ο πόλεμος, η παιδαγωγική παραχώρηση και η εγκατάλειψη εξαιτίας αποστροφής
Αλλά ενώ πολεμείται και παιδαγωγείται, κερδίζει ολοένα ταπείνωση, με την οποία και μόνο νικά εκείνους που τον πολεμούν υπερήφανα και γίνεται άξιος διαρκώς για μεγαλύτερες δωρεές και προοδεύει όσο είναι δυνατό στην ανθρώπινη φύση, ενώ είναι δεμένος και σφιγμένος με αναπόφευκτες αλυσίδες και με το βάρος της σάρκας, και προχωρεί προς την κατά Χριστόν τελειότητα και απάθεια.
Η απάθεια. Τι είναι η ανθρώπινη απάθεια
Κι αφού εξασκήσει την ψυχή του σ” αυτή την έξη και κατάσταση, γίνεται οικείος του Θεού στο μέτρο της ομοιώσεως που επέτυχε, όπως επίσης και αξιαγάπητος και πολύ επιθυμητός σ” Αυτόν. Και τούτο γιατί κατόρθωσε τόσο μεγάλο και δυσκολοκατόρθωτο άθλο και μπόρεσε μέσα από την ύλη με την οποία είναι ενωμένος να πλησιάσει το Θεό με διάνοια καθαρή και χωρισμένη κατά κάποιο τρόπο από την ένωση με τα σωματικά πάθη».
Συνέχεια για την απάθεια και την τελειότητα
Και προσθέτει: «Η τελειότητα είναι τέλεια όσον αφορά στην ανθρώπινη δύναμη. Είναι όμως ατέλειωτη γιατί ξεπερνάει τον εαυτό της με τις καθημερινές προσθήκες και υψώνεται συνεχώς με τις ανυψώσεις προς το Θεό».
Η εμπάθεια, η ηδυπάθεια, η προσπάθεια και η απάθεια
Τι είναι εμπαθής, ηδυπαθής, προσπαθής και απαθής και ποιά η θεραπεία τους
Προσπαθής είναι εκείνος που είναι πιό κοντά στην ελευθερία παρά στη δουλεία των μέσων. Απαθής είναι εκείνος που αγνοεί τη διαφορά όλων αυτών».
Για τη σχετική θεραπεία, λέει τα εξής: «Εξαλείφεται από την ψυχή, η εμπάθεια με νηστεία και προσευχή, η ηδυπάθεια με αγρυπνία και σιωπή, και η προσπάθεια με ησυχία και προσοχή. Η απάθεια συνίσταται από τη μνήμη του Θεού».Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη
Γι” αυτό είναι πάρα πολύ αναγκαίο να πούμε μερικά και γι” αυτό το θέμα και να τα εντάξομε στο πόνημά μας τούτο, κι έτσι να τελειώσομε το λόγο. Η αλήθεια όσων λέμε γίνεται φανερή όχι μόνο από όσα λένε οι Άγιοι, αλλά πολύ περισσότερο από τα ίδια τα λόγια της Αυτοζωής και Αυτοαλήθειας.
Είναι ανάγκη να μάθομε το θαύμα των αγίων Μυστηρίων τί είναι, γιατί δόθηκαν και ποιά είναι η ωφέλειά τους
Λοιπόν, για να μη γίνομε ένα σώμα μόνο κατά την αγάπη, αλλά και στην κυριολεξία να αναμιχθούμε με τη σάρκα Του, μας έδωσε να γίνει τούτο με την τροφή που μας χάρισε, για να δείξει τον πόθο που έχει για μας. Γι” αυτό ανέμειξε τον εαυτό Του μ” εμάς και ζύμωσε το σώμα Του με το δικό μας, για να γίνομε ένα, σαν σώμα ενωμένο με την κεφαλή. Γιατί αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που ποθούν υπερβολικά. Αυτό υπαινισσόταν κι ο Ιώβ κι έλεγε για τους υπηρέτες του, στους οποίους ήταν υπερβολικά αγαπητός, ότι για να δείξουν τον πόθο τους έλεγαν «Ποιος θα μας δώσει να χορτάσομε από τις σάρκες του;»(Ιώβ 31, 31).
Και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «Επειδή είμαστε διπλοί και σύνθετοι, πρέπει και η γέννηση να είναι διπλή. Επίσης και η τροφή μας να είναι σύνθετη. Η γέννηση λοιπόν μας δίνεται με το νερό και με το Πνεύμα. Η τροφή είναι αυτός ο ίδιος ο άρτος της ζωής, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Και όπως στο βάπτισμα, επειδή είναι συνήθεια να λούζονται οι άνθρωποι και να αλείφονται με λάδι, ένωσε με το λάδι και το νερό τη χάρη του Πνεύματος και το έκανε λουτρό αναγεννήσεως, έτσι κι επειδή συνηθίζομε να τρώμε ψωμί και να πίνομε νερό και κρασί, ένωσε με αυτά τη θεότητά Του και τα έκανε Σώμα και Αίμα Του, ώστε με τα συνηθισμένα και τα φυσικά να φτάσομε στα υπερφυσικά. Είναι σώμα αληθινά ενωμένο με τη θεότητα, το σώμα που πήρε από την Αγία Παρθένο.
Όχι ότι κατεβαίνει από τους ουρανούς αυτό το σώμα που αναλήφθηκε, αλλά ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Θεού. Αν ερωτάς για τον τρόπο πώς γίνεται αυτό, σου αρκεί να ακούσεις ότι, διά Πνεύματος Αγίου. Όπως από την Αγία Θεοτόκο διά Πνεύματος Αγίου δημιούργησε ο ίδιος για τον εαυτό Του σάρκα ο Κύριος, και τίποτε άλλο δε γνωρίζομε, εκτός ότι ο Λόγος του Θεού είναι αληθινός και ενεργής και παντοδύναμος, ενώ ο τρόπος ανεξερεύνητος.
Σ” εκείνους λοιπόν που μεταλαμβάνουν αξίως και με πίστη, χαρίζει άφεση αμαρτιών και ζωή αιώνια και γίνεται φύλαξη της ψυχής και του σώματος. Για εκείνους όμως που μεταλαμβάνουν ανάξια και χωρίς πίστη, γίνεται για κόλαση και τιμωρία τους, όπως και ο θάνατος του Κυρίου. Και δεν είναι ο άρτος και ο οίνος τύπος του σώματος και του αίματος του Χριστού, μη γένοιτο, αλλά το ίδιο το σώμα του Χριστού θεωμένο, και το ίδιο το αίμα. «Η σάρκα μου, λέει ο Κύριος, είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό»(Ιω. 6, 55).
Είναι σώμα και αίμα Χριστού, που συναρμόζει την ψυχή και το σώμα μας, δεν αφανίζεται, δε φθείρεται, δεν αποβάλλεται τελικά όπως οι τροφές, αλλά συνιστά την ύπαρξη και τη συντήρησή μας. Καθαρίζει κάθε ρύπο. Μας παίρνει χρυσάφι νοθευμένο, και μας καθαρίζει με την πύρωση που ξεχωρίζει το γνήσιο από τις προσμίξεις, για να μην κατακριθούμε στη μέλλουσα ζωή μαζί με τον κόσμο(Α΄ Κορ. 11, 32). Με αυτό καθαριζόμαστε και ενωνόμαστε με το σώμα του Χριστού και με το Πνεύμα Του και γινόμαστε σώμα Χριστού. Αυτός ο άρτος είναι η απαρχή του μέλλοντος άρτου, ο οποίος είναι ο «επιούσιος»(Ματθ. 6, 11).
Γιατί το «επιούσιος» σημαίνει ή τον μέλλοντα, δηλαδή του μέλλοντος αιώνος, ή τον άρτο που λαμβάνομε για τη συντήρηση της υπάρξεώς μας. Η σάρκα του Κυρίου είναι πνεύμα ζωοποιό, γιατί συνελήφθη με τη δύναμη του ζωοποιού Πνεύματος, και ό,τι γεννήθηκε με τη δύναμη του Πνεύματος είναι πνεΰμα(Ιω. 3, 60. Αυτό βέβαια το λέω όχι γιατί αναιρώ την υλική φύση του σώματος, αλλά για να φανερώσω τη ζωοποιό και θεϊκή ιδιότητά του.
Αυτά λοιπόν λέγονται «αντίτυπα των μελλόντων», όχι γιατί δεν είναι πράγματι σώμα και αίμα Χριστού, αλλά γιατί τώρα με αυτά μετέχομε στη θεότητα του Χριστού, ενώ τότε νοητά, με μόνη τη θέα». Και ο θειότατος Μακάριος λέει: «Όπως το κρασί απλώνεται μέσα σε όλα τα μέρη εκείνου που το πίνει, και γίνεται το κρασί μέσα του κι αυτός μέσα στο κρασί, έτσι κι εκείνος που πίνει το Αίμα του Χριστού ποτίζεται το πνεύμα της Θεότητας, το οποίο ενώνεται με την τέλεια ψυχή και η ψυχή με αυτό. Και αφού έτσι αγιαστεί, γίνεται αντάξια του Κυρίου.
Όπως λέει ο Απόστολος, όλοι ποτιστήκαμε από το ίδιο Πνεύμα(α΄ Κορ. 12, 13). Και με τη θεία Ευχαριστία, εκείνοι που μεταλαμβάνουν αληθινά, αξιώνονται να γίνουν μέτοχοι του Αγίου Πνεύματος, κι έτσι μπορούν οι άξιες ψυχές να ζήσουν στους αιώνες. και όπως η ζωή του σώματος δε συντηρείται από αυτό, αλλά από έξω από αυτό, με πράγματα δηλαδή από τη γη, έτσι ευδόκησε ο Θεός και η ψυχή όχι από τη δική της φύση, αλλά από τη θεότητά Του, από το ίδιο Του το πνεύμα και το φως να έχει και τροφή και ποτό και ένδυση, τα οποία είναι η πραγματική ζωή της ψυχής. Γιατί η θεία φύση έχει και άρτο που δίνει ζωή, Αυτόν που είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής»(Ιω. 6, 48). Έχει και νερό ζωντανό(Ιω. 4, 10)· και οίνο που ευφραίνει(Ψαλμ. 103, 15)· και έλαιον αγαλλιάσεως(Ψαλμ. 44, 8)».
Ο άγιος Ισίδωρος λέει: «Η μετάληψη των θείων Μυστηρίων ονομάζεται κοινωνία, γιατί μας χαρίζει την ένωση με το Χριστό και μας κάνει κοινωνούς της βασιλείας Του».
Και ο όσιος Νείλος: «Αδύνατο με άλλο τρόπο να σωθεί ο πιστός και να λάβει άφεση των αμαρτιών του και να επιτύχει τη βασιλεία των ουρανών, αν δε μεταλαμβάνει με φόβο και πίστη και πόθο τα μυστικά και άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού».
Επίσης και ο μέγας Βασίλειος στην επιστολή του προς την πατρικία Καισαρία γράφει: «Το να κοινωνούμε κάθε μέρα και να μεταλαμβάνομε το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού είναι καλό και ωφέλιμο, αφού ο ίδιος λέει· «Εκείνος που τρώγει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει σ” εμένα και εγώ σε αυτόν, κι έχει ζωή αιώνια»(Ιω. 6, 54 και 56). Και ποιος αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς στη ζωή, δεν είναι άλλο, παρά να ζει με πολλούς τρόπους; Όσο για μας, κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο και σε άλλες ημέρες αν τύχει μνήμη κάποιου Αγίου» —από αυτό υποθέτω ότι τις ημέρες αυτές λειτουργούσε ο Άγιος, γιατί δεν μπορούσε να λειτουργεί κάθε μέρα, αφού είχε τόσες φροντίδες.
Είπε και ο άγιος Απολλώς ότι «πρέπει ο μοναχός, αν είναι δυνατό, να κοινωνεί τα μυστήρια του Χριστού κάθε μέρα. Γιατί εκείνος που απομακρύνεται από αυτά, απομακρύνεται από το Θεό. Ενώ εκείνος που συνεχώς κοινωνεί, δέχεται συνεχώς το σώμα του Χριστού.
Γιατί είπε η σωτήρια φωνή: «Εκείνος που τρώγει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει σ” εμένα και εγώ σε αυτόν»(Ιω. 6, 56). Αυτό λοιπόν συμφέρει στους μοναχούς, να κάνουν συνεχώς ανάμνηση του σωτηρίου πάθους. Ο μοναχός πρέπει κάθε μέρα να είναι έτοιμος και να τακτοποιεί τον εαυτό του ώστε να είναι πάντοτε άξιος να δεχτεί τα άγια Μυστήρια· επειδή με αυτά αξιωνόμαστε να λάβομε και την άφεση των αμαρτιών μας».
Λέει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Αν ένα σώμα, όταν αγγίζει ένα άλλο, αλλοιώνεται κατά την ενέργειά του, πώς δε θα αλλοιωθεί εκείνος που αγγίζει το σώμα του Θεού με αθώα χέρια;»
Γράφει και στο Γεροντικό: «Ο Ιωάννης ο Βοστρηνός, άνθρωπος άγιος και με εξουσία κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ρώτησε δαίμονες που κατοικούσαν μέσα σε κόρες και που εξαιτίας τους ήταν κυριευμένες από μανία και υπέφεραν φοβερά, και τους είπε: «Ποιά πράγματα φοβάστε από τους Χριστιανούς»; Και αυτοί απάντησαν: «Έχετε πράγματι τρία μεγάλα πράγματα· εκείνο που φοράτε στο λαιμό σας, εκείνο που λούζεστε στην Εκκλησία κι εκείνο που τρώτε στη Λειτουργία». Αυτος ρώτησε πάλι: «Ποιο από τα τρία αυτά φοβάστε περισσότερο;» και αποκρίθηκαν: «Αν φυλάγατε καλά εκείνο που μεταλαμβάνετε, κανένας από μάς δε θα μπορούσε να βλάψει Χριστιανό»». Αυτά λοιπόν που φοβούνται περισσότερο οι δαίμονες είναι ο Σταυρός, το Βάπτισμα και η θεία Κοινωνία.
Τέλος των θεμάτων που αναπτύχθηκαν αναλυτικά, και μικρή παραίνεση προς τον ερωτήσαντα
Πώς πρέπει να ακούμε και να εννοούμε τα πνευματικά λόγια των Πατέρων
Και οι επουράνιοι θησαυροί του Πνεύματος γίνονται φανεροί μόνο σ” εκείνον που τους δοκίμασε. Ο αμύητος ούτε καν να τα εννοήσει μπορεί. Άκουε λοιπόν με ευλάβεια γι” αυτά, μέχρις ότου φτάσεις κι εσύ με την πίστη σου να αξιωθείς να τα επιτύχεις. Γιατί τότε θα μάθεις με την πείρα των οφθαλμών της ψυχής σε ποια αγαθά και μυστήρια μπορούν να μετάσχουν και εδώ οι ψυχές των Χριστιανών. Με αυτή τη γνώση, θα μαζέψεις πολύ γρήγορα και τους καρπούς και την ωφέλεια απ΄ όσα διάβασες στις Γραφές ή άκουσες· και από το να μαθαίνεις και να πράττεις θα προκόψεις και στο να παρακινείς με την πείρα σου και να οδηγείς και άλλους προς τα πνευματικότερα και άγνωστα στους πολλούς. Πράγμα που εΰχομαι να σου συμβεί, με τη στήριξή σου στο παντοδύναμο χέρι του Χριστού και την οδηγία Του. Αμήν».
Ανακεφαλαίωση. Πώς πρέπει να προσευχόμαστε. Ο αληθινός φωτισμός και η θεία δύναμη
Εκτός από αυτά, και ο διαγγελέας του Πνεύματος Δαβίδ ψάλλει: «Κύριε, θα πορευθούν με το φως του προσώπου Σου και με την πεποίθηση στο όνομά Σου θα αγάλλονται όλη την ημέρα —την αιώνια, εννοείται—, και με τη δικαιοσύνη Σου θα δοξαστούν. Γιατί Εσύ είσαι το καύχημα της δυνάμεώς τους, και εξαιτίας της ευαρέσκειάς Σου θα αποδειχθεί ακαταμάχητη η ισχύς μας»(Ψαλμ. 88, 16, 18), και: «Οι δυνατοί του Θεού υψώθηκαν από τη γη πάρα πολύ»(Ψαλμ. 46, 10).
Και ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας ανακηρύττει: «Εκείνοι που υπομένουν τον Κύριο, θα βγάλουν φτερά, θα πάρουν νέα δύναμη»(Ησ. 40, 31). Και ο άγιος Μακάριος: «Κάθε ψυχή, η οποία με την πίστη και την επιμέλεια όλων των αρετών αξιώθηκε από εδώ με δύναμη και εσωτερική βεβαιότητα να ντυθεί τελείως το Χριστό και να ενωθεί με το επουράνιο φως της άφθαρτης εικόνας, αξιώνεται να δέχεται πάντοτε χειροπιαστή γνώση των ουρανίων μυστηρίων. Και κατά την ημέρα της αναστάσεως, με την ίδια επουράνια εικόνα της δόξας το σώμα θα συνδοξαστεί με την ψυχή και θα αρπαχθεί, όπως είναι γραμμένο, από το Πνεύμα στους ουρανούς για να προϋπαντήσει τον Κύριο στον αέρα, και θα αξιωθεί να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του Κυρίου(Φιλιπ. 3, 21). Και τότε θα βασιλέψουν ψυχή και σώμα αιώνια μαζί με το Χριστό».
Άλλη ανακεφαλαίωση
Από την αμεριμνία, την ησυχία, την προσοχή και την προσευχή γεννιέται η κίνηση και η θέρμη της καρδιάς, η οποία καιει τα πάθη και τους δαίμονες και καθαρίζει την καρδιά όπως σε χωνευτήριο.
Η ησυχία με υπακοή είναι πράγματι η απλανής και αληθινή και πατροπαράδοτη και θεάρεστη ζωή. Αυτή ευλόγως ονομάστηκε από τους Αγίους «κρυμμένη εν Χριστώ ζωή»
97. Αυτή είναι η οδός και η κατά Θεόν νοερή ζωή και ιερή εργασία των πραγματικών Χριστιανών, η αληθινή και απλανής και γνήσια και ανόθευτη, η ολοφάνερα κρυμμένη στο Χριστό ζωή(Κολ. 3, 3).
Αυτή τη χάραξε και τη μυσταγώγησε ο θεάνθρωπος και γλυκύτατος Ιησούς, την περπάτησαν οι θείοι Απόστολοι και κατόπιν ακολούθησαν πιστοί σ” αυτούς οι έπειτα από αυτούς ένδοξοι αρχηγοί και διδάσκαλοί μας, οι οποίοι από την αρχή της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο και μέχρι σήμερα λάμπουν σαν φωτεινά αστέρια μέσα στον κόσμο με τις ακτινοβολίες των ζωοποιών λόγων τους και τα θαύματά τους.
Αυτοί διέδωσαν ο ένας στον άλλο και στα δικά μας χρόνια τον καλό αυτό σπόρο(Ματθ. 13, 24), την ιερή ζύμη(Ματθ. 13, 33), την αγία απαρχή(Ρωμ. 11, 16), την ασφαλή παρακαταθήκη(Α΄ Τιμ. 6, 20), τη χάρη, την εξ ύψους δύναμη(Λουκ. 24, 49), το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), την ένθεη πατρική κληρονομιά, το θησαυρό τον κρυμμένο στο χωράφι(Ματθ. 13, 44), τον αρραβώνα του Πνεύματος(Β΄ Κορ. 1, 22), το βασιλικό σημάδι, το ζωντανό και ορμητικό νερό(Ιω. 4, 14), τη θεία φωτιά, το σεβάσμιο άλας, το χάρισμα, το σφράγισμα, το φως και τα όμοια με αυτά. Αυτό και θα κληροδοτείται και θα μεταβιβάζεται μυστικά από γενιά σε γενιά ως τη δευτέρα παρουσία του Χριστού.
Γιατί δεν ψεύδεται εκείνος που υποσχέθηκε: «Ιδού, εγώ θα είμαι μαζί σας για πάντα ως τη συντέλεια του κόσμου· αμήν»(Ματθ. 28, 20).
Αν και υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι σωτηρίας, αυτός όμως είναι ο ξεχωριστός και βασιλικός που οδηγεί στην υιοθεσία
Αλλά αυτός ο δρόμος που αναφέραμε είναι ο βασιλικός και ξεχωριστός, και υψηλότερος και ανώτερος απ΄ όλες τις εργασίες όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, γιατί ανακαινίζει τον άνθρωπο που τον βαδίζει όπως πρέπει, και από χώμα και στάχτη τον κάνει με τη δύναμη του Πνεύματος υιό του Θεού και θεό με παράδοξο τρόπο, όπως λέει ο μέγας Βασίλειος: «Όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή του ανθρώπου, του δίνει ζωή, του δίνει αθανασία, κι ενώ είναι πεσμένος κάτω, τον σηκώνει· κι εκείνο που κινήθηκε με κίνηση αιώνια από το Άγιο πνεύμα, έγινε ον άγιο. Κι επειδή κατοίκησε μέσα του το Πνεύμα, ο άνθρωπος αποκτά αξία προφήτη, αποστόλου, αγγέλου, θεού, ενώ πρωτύτερα ήταν χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27)».
Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἔχει πολλὰ ὀνόματα ἐπειδὴ ἡ ἐργασία του εἶναι ὑψηλή
Ηθικός επίλογος. Μαζί με τη βοήθεια και τη χάρη του Θεού, πρέπει κι εμείς όσο μπορούμε να φροντίζομε και να αγωνιζόμαστε να αξιωθούμε αυτές τις υπερφυσικές και μέγιστες δωρεές από τώρα, σαν αρραβώνα, και να μην τις χάσομε, ο μη γένοιτο, από μιά μικρή ραθυμία
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 15-17.