Μέσα στὴν πολυθόρυβη λεωφόρο, ἕνας τυφλός, στὸ πεζοδρόμιο παίζει ἁπαλώτατες ἁρμονίες μὲ τὸ βιολί του.
Ὁ κόσμος γύρω του φωνάζει, βιάζεται, τρέχει. Ὁ τυφλὸς βιολονίστας εἶναι «νεκρὸς» γιὰ τὰ πολλά, τὶς μέριμνες τοῦ πλήθους. Ζῆ, ἐκεῖνες τὶς στιγμές, σ’ ἕνα κόσμο διαφορετικό: ἤρεμο, γαλήνιο, ἁρμονικό…,
Τὸ ἴδιο συμβαίνει στὶς στιγμὲς τῆς περισυλλογῆς, τῆς σιωπῆς, τῆς προσευχῆς. Ἡ ψυχὴ σηκώνει τὶς γέφυρες καὶ ἀπομονώνεται ἄπο τὴν τρέχουσα ζωή. Νεκρώνεται γιὰ τὰ πολλά, γιὰ τὶς μέριμνες καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς γῆς καὶ μὲ τὶς μυστικὲς κεραῖες τῆς ἀρχίζει τὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸν οὐρανό.
Εἶναι οἱ στιγμὲς ποῦ ἡ ψυχὴ ζῆ σ’ ἕναν κόσμο γαλήνης κι ὄμορφιας. Εἶναι οἱ ὧρες ποῦ τὸ βιολὶ τῆς ψυχῆς παίζει τὶς πιὸ γλυκὲς μελωδίες τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό.
Ἀξίωνε μέ, Κύριε, ν’ ἀπολαμβάνω συχνὰ τὶς μυστικὲς ἁρμονίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς.