Καθηγουμένου Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου,
Όσα ακολουθούν, αποτελούν αναμνήσεις από την επί διετίας περίπου αναστροφή μου με τον αοίδιμο Ιεράρχη. Χαράσσω τις γραμμές αυτές με αισθήματα ευγνωμοσύνης προς το σεπτό του πρόσωπο, για όσα μας ωφέλησε και ευεργέτησε τα δυο περίπου χρόνια, που διατελέσαμε υπό το ωμοφόριό του.
Τον μακαριστό Μητροπολίτη Νικόλαο εγνώρισα, όταν εμόναζα στην Ι. Μονή Πεντέλης προ και μετά την κουρά μου το 1972. Ερχόταν στο Μοναστήρι για λίγη ανάπαυσι εκ των κόπων της ποιμαντορίας του. Καίτοι ειχε πολλή ανάγκη από ανάπαυσι, όταν ήρχοντο πιστοί που ζητούσαν εξομολόγο, και μή υπάρχοντος ετέρου, ο ίδιος προσεφέρετο να τους εξομολόγηση, χωρίς μάλιστα να δείξη ότι είναι αρχιερεύς. Παρουσιάζετο ως ένας απλούς παπάς. Στους ερωτώντας, εάν υπάρχη πνευματικός στην Μονή, απαντούσε, «ναί· εγώ είμαι».
Από τις πολύωρες και ενίοτε ολονύκτιες εξομολογήσεις που έκανε, όταν υπηρετούσε ως πνευματικός στην Παναγία της Τήνου, ειχε αποκτήσει δυνατούς πονοκεφάλους, που τον συνόδευαν στην μετέπειτα ζωή του. Όμως ποτέ δεν άφηνε κάποια ψυχή, που είχε ανάγκη από εξομολόγησι. Αλλά και επάνω στο γραφείο του, στην Μητρόπολι Χαλκίδος, είχε το επιτραχήλιόν του, ώστε να εξομολογή όποιον είχε ανάγκη. Ενδιεφέρετο για την σωτηρία κάθε ψυχής που συναντούσε.
Ο ίδιος εξωμολογείτο συχνά. Ενθυμούμαι κάποιο Σαββατόβραδο, μετά τον Εσπερινό, με κάλεσε στο άγιο Βήμα και μου είπε: «Πάτερ Γεώργιε, θέλω να εξομολογηθώ κάποιους λογισμούς, γιατί αύριο θα κοινωνήσω». Εξεπλάγην και του αντέτεινα, ότι δεν είμαι πνευματικός και ακόμη ότι είμαι νεοχειροτόνητος και άπειρος ιερομόναχος. Μου απήντησε: «Δεν πειράζει· είσαι ιερεύς». Με βαθειά ταπείνωσι εξομολογήθηκε και με ευχαρίστησε. Αλλά και οσάκις προσκαλούσε πνευματικό από το Άγιον Όρος για εξομολόγησι των Χριστιανών του ποιμνίου του, αυτός πρώτος εξωμολογείτο.
Όταν χρειάσθηκε να βρούμε κάποιο Μοναστήρι για να μονάσουμε, μας προσκάλεσε με την μεσολάβησι του τότε διακόνου του και νυν Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου στην Ιερά Μονή αγίου Γεωργίου (Αρμά) κοντά στα Φύλλα της Χαλκίδος, μία από τις διαλυθείσες από τους Βαυαρούς Ιερές Μονές. Δεχθήκαμε την πρόσκλησι, καίτοι η Μονή ήταν πολύ πτωχή και μισοερειπωμένη, προσβλέποντες στην αγάπη τοϋ μακαριστού Νικολάου. Μας ύπεσχέθη μάλιστα, ότι δεν θα επεμβαίνει στα εσωτερικά της Μονής, ούτε θα υποχρεώνη τους ιερομόναχους να διορίζωνται ως εφημέριοι σε κενές εφημεριακές θέσεις. Τις υποσχέσεις αυτές ετήρησε απαρεγκλίτως.
Η εγκαταβίωσίς μας στην ανωτέρω Ιερά Μονή ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία για μας. Οι προσευχές του μας έστήριξαν και το παράδειγμα του μας ενέπνεε. Παραθέτω εν συνεχεία σύντομο λόγο που εξεφώνησε κατά την ενθρόνισί μου ως ηγουμένου στην Ιερά αυτή Μονή την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών το 1973. Το πρωΐ της ιδίας ημέρας κατά την Θεία Λειτουργία με είχε χειροθετήσει εις πνευματικό και αρχιμανδρίτη.
«Αγαπητέ π. Γεώργιε, καθηγούμενε της Ιεράς ταύτης Μονής. Η Εκκλησία μας η Ορθόδοξος ευρίσκεται εν πορεία. Προφυλακαί αυτού του ιερού στρατεύματος είναι αι Ιεραί Μοναί. Και με την Χάριν του Θεού μια τέτοια προφυλακή, ένα τέτοιο φως για τους λοιπούς αδελφούς, που απαρτίζουν το σώμα του Χριστού, από σήμερα γίνεται και η Ιερά Μονή του αγίου Γεωργίου Αρμά για την Ιερά Μητρόπολι Χαλκίδος.
Σάς είπα και ιδιαιτέρως, επαναλαμβάνω και εδώ δημοσίως, ότι εις το πρόσωπόν μου θα βρήτε ένα στοργικόν πατέρα, ο οποίος δεν θα καταδυναστεύη την Μονήν, αλλά πατρικώς θα την προστατεύη και ποικιλοτρόπως θα εκχέη την αγάπην του προς τους αδελφούς της αδελφότητος ταύτης.
Η Ιερά Μητρόπολις Χαλκίδος έχει, όπως και εσείς διαπιστώσατε, ευσεβείς Χριστιανούς. Αγαπούν τα μοναστήρια, ιδιαιτέρως όταν σ΄ αυτά ασκούνται άνθρωποι με φόβον Θεού, με ευγενείς οραματισμούς, όπως είσθε εσείς και η συνοδία σας. Και να είσθε βέβαιοι, ότι η αγάπη όλων μας θα σας ενισχύη, θα σας προστατεύη και θα σας θερμαίνη πάντοτε.
Και σεις μή παύσετε πρεσβεύοντες προς Κύριον υπέρ ημών, προσευχόμενοι υπέρ του επισκόπου, υπέρ του κλήρου και υπέρ του λαού, σηκώνοντες τον σταυρόν μας, αναπληρούντες τα υστερήματά μας, όντως ώστε αυτή η Τοπική Εκκλησία να αξιωθή της χαράς να είναι ένα πρότυπον οικογενείας Θεού, παράδειγμα και στις άλλες αδελφές Εκκλησίες.
Η Χάρις του Θεού να είναι μετά πάντων υμών και διά άλλην μίαν φοράν εκτιμώντας την ευσέβειάν σας και τα προσόντα σας δύναμαι να αναφωνήσω τό: “Άξιος”».
Μας τηλεφωνούσε συχνά για να μας ερωτήση, εάν έχουμε φαγητό ή εάν κρυώνουμε τον χειμώνα. Όταν έμαθε, ότι κάποιος αδελφός δεν είχε κάποιο ρούχο, είπε: «Εγώ έχω δύο, θα του δώσω το ένα», όπως και το έκανε. Όταν ήταν στενοχωρημένος, ερχόταν και μου έλεγε τον λογισμό του ζητώντας και την γνώμη μου. Κάποτε του είπα, ότι θα ήταν καλό, κάποιον κληρικό που τον στενοχωρούσε, να τον καλέση στο σπίτι του να του κάνη το τραπέζι για να λοιώση ο πάγος. Μετά από λίγες ημέρες μου είπε: «Πάτερ Γεώργιε, έκανα ό,τι μου είπες».
Δεν λησμονώ την κατάνυξί του οσάκις τελούσε την Θεία Λειτουργία. Οι συλλειτουργοί του είχαμε την αίσθησι, ότι είχε μία άλλη σχέσι και κοινωνία με τον Θεό. Αλλά και τα κηρύγματά του ήταν πάντοτε πρωτότυπα, εκ του περισσεύματος της καρδίας, θεολογικά. Ποτέ δεν έλεγε κοινοτυπίες ή τα ίδια πράγματα. Ομιλούσε ως παθών τα θεία και γι΄αυτό μαθών τα θεία.
Η τελευταία Θεία Λειτουργία, που ετέλεσε στον άγιο Νικόλαο Χαλκίδος μετά την έκπτωσί του, και στην οποία και ημείς του συμπαρασταθήκαμε, υπενθυμίζε τον Κύριο ανερχόμενο στον Γολγοθά. Σιωπηλός, προσευχόμενος, όλος δοσμένος στον Θεό, πονεμένος αλλά και εν Χριστώ αναπαυμένος, ιερουργούσε την άχραντο ιερουργία. Ωμίλησε και έκανε με ταπείνωσι απολογισμό της πενταετούς ποιμαντορίας του. Κανένα παράπονο και καμμία κατηγορία ή μομφή κατά ουδενός.
Όταν αργότερα τον επισκέφθηκα ασθενούντα σοβαρά σε συγγενικό του σπίτι στην Αθήνα, μου είπε: «Τα πάθη μας πταίουν για όλα». Ουδένα κατηγόρησε. Είναι χαρακτηριστική και η κατωτέρω επιστολή του που μας απηύθυνε, ενώ είχε ήδη εκθρονισθή, αλλά και υπέφερε από την ανίατη ασθένεια:
«Εν Χαλκίδι τη 29-7-1974
Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ πάτερ Γεώργιε,
Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε,
Με πολλήν χαράν και συγκίνησιν θα έλεγα, έλαβα την κάρτα σας εξ όρους αγίου, όπου τα σκηνώματα του Θεού Ιακώβ και της Θεομήτορος Προστάτιδάς μου το περιβόλι.
Σας ένοιωσα όλους πολύ κοντά μου και νοερώς ικέτευσα τον Κύριον διά τα διασκορπισμένα εκ της καταιγίδος τέκνα εν Κυρίω και αδελφούς ομοψύχους. Πιστεύω ότι ο Παντοδύναμος, ο Οποίος από κάθε πικρό εξάγει γλυκύ, και από την θλίψιν την γενομένην εσχάτως καρπόν πνευματικόν και σωτήριον θα δωρήση εις την ψυχήν μου και την Εκκλησίαν Του. Σκεπτόμενος τα γεγονότα μέσα εις μίαν πανοραματικήν άποψιν και όχι την επί μέρους και της στιγμής, αλλά κάτω από την γωνίαν της Ιστορίας του Θεού και της ενεργείας τοϋ αγίου Πνεύματος εν τω κόσμω, δεν είναι δυνατόν παρά να ειρηνεύω και υπομένω αγογγύστως. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή ίνα αποκαλυφθωσιν πολλοί διαλογισμοί ευεργετηθέντων κληρικών, εις τους οποίους είπα ότι με μισείτε δωρεάν, ενώ κακόν δεν σας έκανα. Ο Θεός να τους συγχώρηση όλους.
Στην προσευχή σας μή με λησμονείτε. Εις τους πατέρας του Αρμά την αγάπη μου, εις τον π. Αιμιλιανό και τους περί αυτόν αδελφούς ομοίως την εν Κυρίω αγάπη μου.
Εύχεσθε
Υμέτερος εν Χριστώ
Ο Χαλκίδος Νικόλαος».
Είναι αξιομνημόνευτος και η πτωχεία του, οφειλομένη στην ελεημοσύνη του. Όσοι έζησαν κοντά του, πολλά έχουν να διηγηθούν γι΄ αυτήν. Ενθυμούμαι ότι φορούσε ενα μπαλωμένο ζωστικό. Έκαμα την σκέψι ότι θα είχε και καλό. Το ίδιο όμως ζωστικό φορούσε και κατά τις μεγάλες εορτές. Προφανώς δεν είχε άλλο.
Επρόσεχε πολύ ο μακαριστός Νικόλαος να μή επηρεασθή από την δόξα του κόσμου. Κάθε βράδυ προσηύχετο γονατιστός και μετά δακρύων στο υπνοδωμάτιό του δίπλα σε μία κάρα. Την κάρα αυτή εζήτησε από την Ηγουμένη, όταν για πρώτη φορά επεσκέφθη την Ιερά Μονή αγίου Νικολάου Βάθειας. Όταν κληρικός του περιβάλλοντός του, που επληροφορήθη από την μητέρα του επισκόπου το γεγονός, τον ηρώτησε, για ποιό λόγο κάθε βράδυ κλαίει μπροστά στην κάρα απήντησε: «Έχει πολλή δόξα το αρχιερατικό αξίωμα». Προσηύχετο για να τον φυλάξη ο Θεός άτρωτο από την ματαιοδοξία.
Ας λεχθή και αυτό, ότι δεν έδιδε σημασία στα πολυτελή άμφια. Ήταν σε όλα λιτός και μέτριος.
Είναι γνωστή και η ιδιαιτέρα ευλάβεια του στην Παναγία από τα νεανικά του χρόνια, ένεκα της οποίας τον εχαρακτήριζαν ως «παιδί της Παναγίας».
Υπήρξε άνθρωπος του Θεού, μοναχός εν τη καρδία του, αληθής Ορθόδοξος επίσκοπος. Ταπεινός, προσευχητικός, ελεήμων, υπομονετικός, πράος, ειρηνικός και ειρηνοποιός, αγνός, λειτουργικός, διδακτικός. Πρώτα ποιμήν και μετά διοικητής. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν η σωτηρία του και η σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου του και η δόξα του Θεού.
Πιστεύω ότι οι ευχές του μας βοηθούν μέχρι σήμερα και θα μας βοηθήσουν και κατά την έξοδό μας από τον κόσμο.
Η πρόσφατος ανακομιδή των σεπτών λειψάνων του, που έγινε με την φροντίδα του Σεβ. Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, έδειξε ότι η Χάρις που σκηνώνει στις ψυχές των αγίων ανθρώπων μένει, κατά τον θείο Γρηγόριο τον Παλαμά, ανεκφοίτητος και από τους τάφους και από τα λείψανά των.
Η συνείδησις της Εκκλησίας περί του μακαριστού Νικολάου νομίζω ότι βλέπει να επαληθεύεται σ΄ Αυτόν ο λόγος του σοφού Σολομώντος: «Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς. Αρεστή γάρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού· διά τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας. Οι δε λαοί ιδόντες και μή νοήσαντες, μηδέ θέντες επί διανοία το τοιούτον, ότι χάρις και έλεος εν τοις εκλεκτοΐς αυτού και επισκοπή εν τοις οσίοις αυτού» (Σοφία Σολομώντος, δ΄13-15).
πηγή: αρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Μνήμη Μητροπολίτου Χαλκίδος Νικολάου, Ετήσια Έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους «Ο Όσιος Γρηγόριος» περίοδος β΄, έτος 2005, αριθμ. 30