Ό σύγχρονος Ρουμάνος ησυχαστής Παίσιος ‘Ολάρου (1897-1990) εκοιμήθη οσίως στις 10 ‘Οκτωβρίου του 1990.
Το κοιμητήριο της Μονής Συχαστρίας έγινε έκτοτε ένας χώρος πιο ιερός, χώρος προσκυνήματος, προσευχής Και πνευματικής ενδυναμώσεως των αγαπημένων του τέκνων, τά όποία έμειναν τώρα χωρίς ποιμένα. Μετά από 40 ήμέρες, αφού εκπληρώθηκε όλη ή πρέπουσα τάξη, ένας από τούς μαθητές του προσευχόταν τη νύχτα, μόνος του, στο κελί του γέροντος. από κούραση, αποκοιμήθηκε για λίγο στα γόνατα Και είδε τον Γέροντα ντυμένο με ράσο, σχήμα και έπιτραχήλι, καθήμενος στην άκρη του κρεβατιού – όπου είχε υποφέρει 6 χρόνια -, με το σταυρό στο χέρι, κλαίγοντας. Ο στενοχωρημένος μαθητής φίλησε το σταυρό και το χέρι του και τον ρώτησε: «Γιατί κλαις, γέροντα; Σε πονάει κάτι»; Και εκείνος του απάντησε: «Όχι αγαπητέ μου, άλλά επειδή εσείς δεν κλαίτε, κλαίω εγώ στη θέση σας, διότι πολύ δύσκολα είναι νά φθάσει κανείς στον παράδεισο! -Ω!, πόση ανάγκη και πόσο φόβο έχει ή ψυχή τότε! Και, αν δεν κλαις εσύ για σένα, εδώ, ποιος νά κλαίει μετά τον θάνατόν σου; Διότι μόνο εκείνος κλαίει, τον όποίον τον πονάει ή καρδιά και έχει καθαρή την συνείδηση. Βλέπετε πώς περνάει ο καιρός; ‘Αλίμονο, νά μην περνάτε τον καιρόν σας χωρίς ωφέλεια, διότι δεν θα τον ξανασυναντήσετε. O, τι μπορείτε νά κάνετε σήμερον, κάνετέ το, και μην αναβάλλετε για αύριο, γιατί δεν ξέρουμε αν φθάσουμε πια μέχρι τότε. Διότι, αν μπορείς, άλλά δεν το κάνεις, έχεις μεγάλη αμαρτία, και από τούς οφθαλμούς τού Θεού δεν μπορείς νά κρύψεις τίποτα. Κάθε τι πού κάνεις, ψάχνεται ο σκοπός για τον όποίον κάνεις εκείνο το πράγμα. Θέλετε νά αρέσετε στους ανθρώπους ή στον Θεόν; Προσέξτε, διότι πολύ ακριβός είναι ο Παράδεισος και πολύ δύσκολα φθάνει κανείς εκεί. Φροντίστε την ψυχή σας, διότι μεγάλη ευθύνη έχει ο καθένας για την ψυχή του. Διότι, όχι τα χρόνια μας βοηθάνε, αλλά οί πράξεις, αγαπητοί μου»,
Ύστερα, ο μαθητής του είπε: «Γέροντα, να φάτε κάτι, διότι είναι τρεις ή ώρα μ.μ.», Και ο γέρων απάντησε: «Άφησε ακόμη, έως μετά τον εσπερινό…». Και έτσι χωρίστηκαν ο γέρων Παϊσιος έφυγε, και εκείνος ξύπνησε και έκλαψε πολύ για το κλάμα του Γέροντος. «Ωσάν να τον βλέπω συνεχώς μπροστά στα μάτια μου – λέγει ο μαθητής – πώς έκλαιγε και μου έλεγε αυτά τα λόγια». Ιδού, πώς μας διδάσκουν οί πνευματικοί μας πατέρες, ακόμη και μετά τον θάνατον τους, να μετανιώσουμε. Δεν χρειάζονται σχόλια, αλλά αγώνας πνευματικός και μετάνοια αληθινή.
(Από το βιβλίο «Ό Γέροντας Παΐσιος Όλάρου», σελ. 153)
Ένα από τά βάσανα του Άδη είναι και ή δυσωδία.
Μεταφέρουμε ένα παράδειγμα από τους πατέρας της ερήμου:
Τόση δυσωδία υπάρχει εκεί στον Άδη, ώστε, εάν ήταν δυνατόν νά έλθει εδώ στον κόσμο κάποιος από τούς εκεί τιμωρημένους, θα μολυνόταν όλος ο αέρας και θα επέθνησκε πλήθος ανθρώπων. Όποιος αμφιβάλλει γι’ αύτή την αλήθεια, ας ακούσει το έξής φρικτό διήγημα:
«Κάποτε υπήρχαν δύο κατά σάρκα αδελφοί ύπό την καθοδήγηση ενός Πνευματικού, ο όποίος συχνά τούς ομιλούσε περί των παιδεύσεων του Άδου. Ό ένας από τούς αδελφούς έφριττε ακούγοντας αυτά και για νά σωθεί, απεφάσισε νά γίνει μοναχός. Ενώ ο άλλος μη πιστεύοντας σε αυτά, παρέμεινε στον κόσμο, κάνοντας κάθε είδους αμαρτίες. σε λίγα χρόνια πλησίασε το τέλος της ζωής του. Τότε ο αδελφός του μοναχός, ερχόμενος σ’ αυτόν, τον παρεκάλεσε νά έλθει μετά τον θάνατό του και νά του ειπεί πώς ευρίσκεται εκεί και εάν πράγματι υπάρχουν βάσανα στον Άδη, έτσι όπως τούς τά διηγιόταν ο Πνευματικός των.
Μετά από ορισμένο καιρό, μία νύκτα, αφού είχε πεθάνει ο αδελφός του πού ζούσε στον κόσμο, παρουσιάσθηκε στον μοναχό αδελφό του. Τότε εκείνος τον ερώτησε:
«Σε παρακαλώ, αδελφέ μου, λέγε μου την αλήθεια, άραγε στον Άδη υπάρχουν αυτά τά φοβερά βασανιστήρια, καθώς έλεγαν τά βιβλία μας και ο Πνευματικός μας, ή γράφθηκαν μόνο για νά μας φοβίζουν;»
Τότε ο αδελφός του ο όποίος είχε πεθάνει, του απήντησε:
– Τά βάσανα του αδου είναι χιλιάδες φορές φοβερότερα από ότι είναι γραμμένα. ‘Όλες οί γλώσσες του κόσμου δεν μπορούν νά διηγηθούν αυτά τα βάσανα. Ό μοναχός πάλι τον ρώτησε:
Άραγε θα μπορέσω και εγώ νά δοκιμάσω λίγο άπ’ αυτά για νά πιστεύω σ’ αυτά πού μου λέγεις;
Ο αδελφός του, του είπε:
– Με ποία αίσθηση θέλεις νά τά καταλάβεις; και ο μοναχός του είπε:
– Εγώ είμαι πολύ μικρός στην ψυχή και φοβούμαι μήπως και πεθάνω, εάν ιδώ με τά μάτια μου ή αισθανθώ με τά χέρια μου, έκτός και μυρίσω λίγο.
Τότε ο φαινόμενος νεκρός αδελφός του, του εξέτεινε λίγο το ένδυμά του και εξήλθε τόση δυσοσμία, ώστε οί μοναχοί του μοναστηριού εκείνου δεν μπορούσαν νά υπομείνουν, άλλά έφευγαν εδώ και έκεί σαν τρελοί. Αναχώρησαν, γι’ αυτό λοιπόν το λόγο, από εκείνο τον τόπο και έκτισαν σε άλλο μέρος μοναστήρι».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
Οπτασία του Μοναχού Ίωάσαφ Γέροντος των Ίωσαφαίων εν Καρυές Αγίου Όρους για τον ΑΓΙΟ Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Κατά το έτος 1854 ο μοναχός Ιωάσαφ, ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στό Άγιο ‘Όρος, μετέβη στό Κονάκι της ‘Ιεράς Μονής του Άγίου Παντελεήμονος στις Καρυές για την αγρυπνία του Άγίου Γεωργίου. Καθισμένος στά ψαλτήρια του όρθρου στό στασίδι του, συλλογιζόταν την φιλανθρωπία του Θεού προκειμένου με την ενανθρώπιση, την σταύρωση και την ανάσταση Του νά ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό.
Του ήλθε κατάνυξης και θείος πόθος νά λέγει την νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε νόμισε ότι βγήκε έξω από την εκκλησία και βρέθηκε ή ψυχή του, χωρισμένη από το σώμα του, σε μία όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στο βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, πού έλαμπαν σαν τον ήλιο και βάδιζαν ρυθμικά, αργά και σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί και σε ποιόν ανήκει αυτό το πανέμορφο περιβόλι. Προσπέρασε αυτό το πλήθος και κατόπιν βλέπει μία άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων πού φορούσαν στρατιωτικές στολές και ήταν όλοι ανδρειωμένοι και λαμπροί στην όψη. Στάθηκε λοιπόν και απολάμβανε την χάρη και δόξα τους. ‘Ένας άπ’ αυτούς είπε:
«Αυτός ο αδελφός μας θέλει νά πάει στον Βασιλέα και πρέπει κάποιος από εμάς νά τον οδήγηση». Ξεχώρισε τότε ένας άπ’ αυτούς και είπε: «Θα οδηγήσω εγώ μόνος μου τον αδελφό στον Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη αγάπη, ήμέρα-νύκτα επικαλείται το όνομά μου και εγώ πολλές φορές στάθηκα εγγυητής στον Βασιλέα γι’ αυτόν».
Πράγματι ο στρατιωτικός Αυτός νέος πλησίασε το μοναχό Ίωάσαφ και του είπε: «Ακολούθησέ με και εγώ Θα σε παρουσιάσω στον Βασιλέα».
Αδελφέ, του λέγει ο Ίωάσαφ, ποιος είμαι εγώ πού θα παρουσιασθώ στον Βασιλέα και τι νά με κάνη έμένα ο Βασιλεύς; Ποιος είναι Αυτός και πού με γνωρίζει έμένα;
– Αδελφέ, του λέγει ο στρατιωτικός Άγιος, κάνεις πώς δεν ξέρεις ποιος είναι ο Βασιλεύς και ποιος είμαι εγώ δεν με γνωρίζεις; Επειδή με αγαπάς και επικαλείσαι το όνομά μου, ήλθα εγώ νά σε παρουσιάσω στον Βασιλέα και ακολούθησέ με».
Περπατώντας μαζί στην απέραντη εκείνη πεδιάδα, έφθασαν στο τέρμα της και μπήκαν σ’ ένα στενό και μακρύ δρόμο με πανύψηλα τείχη, ώστε ο μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε πολύ μη ξέροντας ακόμη και ποιος είναι Αυτός πού τον οδηγεί.
Ό οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό νά δειλιάζει, του λέγει: «Γιατί, Αδελφέ, σε κυριεύει ή αμέλεια και δεν προσέχεις με τον νου σου στην επίκληση του ονόματος του Χριστού, στην ευχή «Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλό»; Ό Μοναχός, όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και, όσο έλεγε την ευχή, θερμαινόταν ή καρδιά του για τον πόθο του Θεού και αμέσως έλαβε θεία δύναμη, μη έχοντας πλέον δειλία και φόβο. Και πάλι ο οδηγός του , του είπε: «Βλέπεις πού τώρα είσαι καλλίτερα; Εάν θέλεις την σωτηρία της ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ την ευχή αύτή. ‘Έτσι Θα αποκτήσεις καθαρό νου και καρδιά και θα ιδείς μυστήρια Θεού. Πρόσεχε όμως νά έχεις ακριβή και καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό σου πατέρα για ό,τι κακό σου παρουσιαστή.
Προχωρώντας ακόμη μέσα στο στενωπό αυτό δρομάκι που στις γωνιές του είχε σταυρούς, άρχισε ο αγγελόμορφος Άγιος νά κάνη το σημείο του σταυρού, παρακινώντας νά κάνη το ίδιο και ο Μοναχός, και ψάλλοντας συγχρόνως: « το Σταυρόν σου προσκυνούμε, Δέσποτα και την άγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομε».
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στην άκρη του δρόμου αυτού στην οποία στηριζόταν ή άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ ή άλλη της άκρη ακουμπούσε σ’ ένα πανύψηλο βουνό. Και πάλι φόβος και τρόμος κατέλαβε τον μοναχό ‘Ιωάσαφ, σκεπτόμενο ότι θα διανύσει αύτή την γέφυρα πού αίωρείτο σαν φύλλο του δένδρου. Ο οδηγός του Άγιος του είπε: «Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε αδιάκοπα την ευχή, χωρίς νά σκέπτεσαι τίποτε άλλο». Όταν έφθασαν στο μέσον αυτής της γέφυρας, κάτω από την όποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ο οδηγός του: «’Εδώ κάνε τον σταυρό σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώσει δύναμη!». Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό». ‘Έλαβε τόσο θάρρος ώστε έφυγε όλη ή δειλία πού τον διακατείχε.
Φθάνοντας στο άλλο άκρο της γέφυρας, ανέβηκαν με δυσκολία στο βουνό. ‘Εκεί υπήρχε μία πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκαν τρεις φορές, μπήκαν μέσα. ‘Εκεί είδαν ν’ απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στην ομορφιά και την χάρη πεδιάδα πού έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Όσο προχωρούσαν, τόσο ο μοναχός Ίωάσαφ αιχμαλωτιζόταν από το αμήχανο και εξωγήινο κάλλος αύτου του τόπου. ‘Εκεί είδε πολλούς να φορούν καλογερικά ρούχα χρώματος κοκκινωπού και έλαμπαν σαν τον ήλιο. Υποδέχθηκαν τον άγιο οδηγό του με ασπασμούς και πολλή χαρά λέγοντάς του:
– Χαίρεις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δούλε του Χριστού!
– Χαίρετε και εσείς, Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού!
Όλοι αυτοί οί όσιοι έστρεψαν τά μάτια τους πρός τον μοναχό Ίωάσαφ και του είπαν: «’Εάν, Αδελφέ, κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, ποιο θα είναι το όφελος; ‘Εάν ζήσης εκατό, διακόσια και χίλια ακόμη χρόνια σ’ αυτόν τον κόσμο πού ζεις και κερδίσεις χρήματα, δόξες και ηδονές, τι θα σε ωφελήσουν όλα αυτά στην φρικτή ώρα του θανάτου σου;
Γι’ αυτό, Αδελφέ, άφησε την αμέλεια και γύρισε στην πρώτη και ενάρετη ζωή σου πού ήταν γεμάτη ευλάβεια, κατάνυξη και ταπείνωση για νά έλθεις σ’ αύτή την μακάρια ζωή πού αξιώθηκες νά ιδείς χάρις στον προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο πού τόσο Αυτός σε αγαπά και σ’ έφερε εδώ ν’ απολαύσεις για λίγο τά πανευφρόσυνα κάλλη του παραδείσου. Μη προτιμήσεις τά πρόσκαιρα από τά ουράνια. μη σε κυριεύει ή αμέλεια, ο ύπνος, οί μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ο όποιος θα σου χαρίσει την αιώνια αγάπη του Χρίστου. Μη λύπησης τον Χριστό και Δεσπότη μας πού μας εξαγόρασε με το πανάγιο Του Αίμα χύνοντας το επί του Σταυρού.
Εάν θέλεις, να παρακαλούμε τον Θεό για σένα και για όλο τον κόσμο, διόρθωσε την ζωή σου να χαροποίησης τον Θεό και εμάς πού αγαπούμε όλο τον κόσμο και θέλουμε να έλθετε όλοι εδώ στην Βασιλεία του Θεού».
Έπειτα γύρισαν και είπαν στον άγιο Γεώργιο: «Γεώργιε, αθλητά του Χρίστου μας και αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε την φροντίδα αυτής της ψυχής και να την παρουσίασης στον Βασιλέα των όλων διότι μεγάλη είναι ή παρρησία σου προς Αυτόν». Τότε ο μοναχός Ίωάσαφ κατάλαβε ποιόν οδηγό είχε κοντά του, πόσες φορές τον βοήθησε στον κόσμο, και τον είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό για την σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Άγιο, τον πλησίασε και επί πολλή ώρα τον ασπαζόταν με δάκρυα.
Βαδίζοντας ακόμη στην πανέμορφη αύτη πεδιάδα είδε ο Μοναχός και άλλους μοναχούς, ενδοξότερους από τους προηγούμενους, αλλά ολιγότερους. Ρώτησε τον οδηγό του: «Άγιε του Θεού, ποιοι είναι αυτοί οι αγιότεροι από τους άλλους μοναχοί και ποια τα κατορθώματα τους;». Ό Άγιος του είπε: «Αδελφέ, αυτοί είναι από τους μοναχούς αυτού του αιώνος, πού αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των παλαιών Πατέρων και επειδή ευχαρίστησαν τον Θεό, τους αντάμειψε Εκείνος με αυτή την δόξα πού βλέπεις». «Μα σήμερα, του λέγει ο Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος αρετής και πώς είναι δυνατόν να ευρίσκονται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι;». Τότε ο Άγιος του είπε «Αδελφέ, Ίωάσαφ, λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σημέρα στον κόσμο, με την διαφορά ότι, οποίος κοπιάσει για λίγη αρετή, υπομείνει τον αδελφό του και δεν τον κατακρίνει, αυτός θα ευχαρίστηση τον Θεό και θα κλιθεί «μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών».
Συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στο μεγαλόπρεπο παλάτι του ουρανίου Βασιλέως. Εκεί στην είσοδο τους χαιρέτησαν με τον εν Χριστώ ασπασμό βαθμοφόροι και ένδοξοι άνδρες πού έλαμπαν τα πρόσωπα τους και τους οδήγησαν μέσα σε μία ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά της εισόδου ήταν ή Εικόνα του Χρίστου, ενώ αριστερά της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο.
Μέσα στην αίθουσα κάθονταν αμέτρητο πλήθος νέων με μοναχικές στολές πού κρατούσαν στα χέρια τους σταυρό και λουλούδια πού ευωδίαζαν. Όλοι αυτοί επήραν στα χέρια τους τον Ίωάσαφ και μπροστά στην εικόνα του Χρίστου και της Παναγίας έψαλαν το «’Άξιόν εστίν…». Κατόπιν προσκύνησαν αυτές τις Εικόνες και είπαν στον Μοναχό: «Αδελφέ, όλα αυτά πού βλέπεις γίνονται για σένα κοίταξε λοιπόν να γίνεις καλός και επιμελής στις αρετές για να έλθεις το συντομότερο εδώ».
Μετά αποσύρθηκαν όλοι και έμειναν ο άγιος Γεώργιος και ο Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα και ακούσθηκε από εκεί μία γλυκεία φωνή πού έλεγε: «Μεγάλη σου είναι ή ευσπλαχνία Κύριε, για τους ανθρώπους». Τότε είδε ο μοναχός Ίωάσαφ μία μεγάλη και αφάνταστου κάλλους εκκλησία, στην μέση της οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος από τον ήλιο. Εκεί στεκόταν ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός εν μέσω μυριάδων ανθρώπων με στρατιωτικές στολές και πρόσωπα αστραπόμορφα. Ό Δεσπότης Χριστός φορούσε στην κεφαλή Του άδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε όλος ως αστραπή.
Ό αδελφός Ίωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κοιτάζοντας προς τα μέσα με θαυμασμό και αχόρταστα. Μπήκε μέσα ο άγιος Γεώργιος, έκανε το σημείο του σταυρού, τρεις μετάνοιες και προσκύνησε τον Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν να επιστρέψει για να φέρει μαζί του και τον Ίωάσαφ, αλλά άκουσε την φωνή του Βασιλέως πού του είπε: «”Άφησε τον αυτόν, δεν είναι άξιος να εισέλθει, διότι δεν έχει ένδυμα γάμου».
Ακούγοντας αυτά ο μοναχός Ίωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθεί και άρχισε με προθυμία να λέγει την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με και δόσμου το έλεος Σου». Ό άγιος Γεώργιος έπεσε στα πόδια του Βασιλέως και του είπε: «Κύριε, θυμήσου το Αίμα πού έχυσες επί του σταυρού για την σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε την αμαρτωλή αυτή ψυχή και οδήγησε την στον δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος και άβυσσος είναι ή ευσπλαχνία Σου». και τότε ο Βασιλεύς αποκρίθηκε:
– Γεώργιε γνωρίζεις καλά την αγάπη πού έδειξα σ’ αυτόν και την χάρη πού του έκανα να γνωρίσει αυτά τα μυστήρια της αγάπης μου, για την οποία άλλοι μεγάλο αγωνιστές τα ζήτησαν και δεν τα επέτυχαν. Αυτός δεν είχε στην ψυχή του την δική μου αγάπη, με καταφρόνησε, έζησε μέχρι τώρα με αμέλεια, και για τα ψεύτικα πράγματα του κόσμου, παρέβλεψε έμενα και γι’ αυτό δεν είναι άξιος συγχωρήσεως».
Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ο Άγιος, ότι, εάν κρίνεις με την δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, αλλά, σε παρακαλώ, ας περισσεύσει σ’ αυτόν ή ευσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ο κόσμος σήμερα ευρίσκεται στο πονηρό, πλεόνασε ή κακία και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Ας πλεονάσει ή χάρις Σου, Κύριε, να σωθεί ο δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεση και μόνο ή συνήθεια του κακού τον νίκα».
– Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω την κατάσταση του κόσμου, τις παραβάσεις των εντολών μου, τις αδικίες, πορνείες, μοιχείες και όλα τά γνωστά και τά κρυπτά των ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω και την μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οί άνθρωποι νά σωθούν, γι’ αυτό άλλωστε έχυσα το Αίμα μου στον σταυρό και κάθε ήμέρα θυσιάζομαι. Άλλά αυτός για τον όποίο με παρακαλείς, δεν ακούει στις εντολές μου και μέχρι σήμερα κάνει το θέλημά του. Δεν έπαυσα νά του δείχνω τον σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στην αμέλεια, περιφρονεί και παραγνωρίζει την θυσία μου».
– Τότε ο Άγιος Γεώργιος ασπαζόμενος τά πόδια Του με πολλή ταπείνωση του είπε: «Θυμήσου, Κύριε το αίμα μου, πού για την αγάπη Σου, έχυσα και χάρισέ μου αύτή την ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε και αξίωσέ την νά πιει το ποτήρι της άγάπης Σου και νά κάνη το άγιο θέλημά Σου».
– Τότε ο Κύριος με χαρούμενο πρόσωπο του είπε: «Γεώργιε, ας γίνει το θέλημά σου». Του έδωκε με την δεξιά Του ένα ποτήρι και του είπε: «Πάρε το ποτήρι μ’ αυτό το ποτό και δώσε του νά το πιει. Αυτό είναι το ποτήρι της αγάπης μου. Όλοι οί άγιοι άπ’ αυτό το ποτήρι ήπιαν, διότι αυτό στην ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια και θάνατο του σώματος για νά καθαριστή ή ψυχή, και νά χαίρεται εδώ στον παράδεισο αιώνια».
Ό Άγιος Γεώργιος το επήρε και το έδωσε στον μοναχό Ίωάσαφ, ο όποίος, αφού το ήπιε, μέθυσε από την αγάπη του Ουράνιου Νυμφίου Χριστού και μπαίνοντας στην εκκλησία εκείνη, σωριάσθηκε ατά πόδια του Χριστού και τά καταφιλούσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.
Ό Χριστός στρέφοντας την μορφή του στον Άγιο, του είπε: «Πάρε τον αδελφό Ίωάσαφ και πήγαινέ τον κάτω στον κόσμο ν’ αγωνιστή για ν’ αποκτήσει την πρώτη μου αγάπη πού έχασε με την αμέλεια. ‘Όταν ετοιμαστεί θα τον αξιώσω νά πιει το ποτήρι πού ήπια και εγώ στον κατάλληλο καιρό».
Αφού ασπάσθηκαν τούς πόδες του Κυρίου και χαιρέτησαν όλους τούς αυλικούς άρχοντες του ουρανίου παλατιού, κατέβαιναν για τον γυρισμό. Ό αδελφός Ίωάσαφ είπε στον οδηγό του: «’Άγιε Γεώργιε, δεν είναι δυνατόν νά μείνω και εγώ εδώ πού είμαστε και νά μη γυρίσω πάλι στον κόσμο;
– ‘Αγαπητέ μου, του λέγει ο ‘Άγιος, αυτό είναι αδύνατο, διότι το θέλημα του Κυρίου μας είναι νά κατέβεις κάτω και, αφού πνευματικά στολιστείς με όλες τις αρετές, θα έλθεις μετά εδώ ν’ απολαμβάνεις την δόξα Του αιώνια».
Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, έφθασαν στην μέση εκείνου του γεφυριού, όπότε ο ‘Άγιος είπε στον Μοναχό: «Ή Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσι αυτήν». Λοιπόν την ευσπλαχνία του Θεού την γνωρίζεις, άγωνίσου ν’ αποκτήσεις την πρώτη αγάπη και εγώ δεν θα σε αφήσω αβοήθητο». Λέγοντάς του αυτά, τον σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού και έγινε άφαντος.
Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν ανατριχιαστικές φωνές και απειλές των δαιμόνων πού ανέβαιναν από την χαράδρα λέγοντες: «Τώρα πού έμεινε μόνος του ο Καλόγερος, ελάτε νά τον γκρεμίσουμε κάτω, πριν έλθει ο Γεώργιος». Ό αδελφός Ίωάσαφ δεν μπορούσε νά πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, ενώ οί δαίμονες ορμούσαν νά τον ρίξουν στον γκρεμό. Τότε εκείνος σήκωσε τά χέρια του ψηλά και είπε: «Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω νά καταποντισθώ από τούς φοβερούς δαίμονες.
Του ήλθε τότε φωνή από τον ουρανό πού του έλεγε: «Αδελφέ, μη αμελής, λέγε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό», και με τις ευχές της Κυρίας Θεοτόκου δεν θα πάθεις τίποτε».
Αμέσως ο αδελφός άρχισε νά λέγει συνεχώς την ευχή και χωρίς νά το καταλάβει ευρέθηκε στον εαυτό του, όπως ήταν στο στασίδι καθισμένος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΨΥΧΩΦΕΛΕΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ και ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Φοβερά απολογία τού Μοναχού Εύλογίου την ώρα τού θανάτου του.
Στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» της Άγίας ΆΝΝΗΣ Άγίου Όρους ασκήθηκε με άκρα υπακοή και ταπείνωση ο μοναχός Ευλόγιος ο όποίος τελειώθηκε στα 1885 σε ηλικία 95 ετών. Κατά κοινή ομολογία των Πατέρων της Σκήτης ο Γέρο-Εύλόγιος, πριν ακόμη παραδώσει την ψυχή του, δέχθηκε τά εναέρια πνεύματα σε μία φρικτή απολογία, ή όποία διήρκεσε 24 ώρες. Οί πάντες έβλεπαν τον μελλοθάνατο αδελφό νά κινεί το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά και συγχρόνως ν’ απολογείται στις εναντίον του κατηγορίες των δαιμόνων με τις ερωτήσεις: «Που, πότε; Πού, πότε;». Αυτό γινόταν συνέχεια χωρίς διακοπή. Πολλοί από τούς παριστάμενους δοκίμασαν νά κρατήσουν το κεφάλι του, ώστε νά μη κινείται συνεχώς, άλλά στάθηκε αδύνατον. Πολλές φορές έλεγε: «Όχι, δεν έγινε Αυτό, λέτε ψέματα. για εκείνο πού με κατηγορείτε, έκανα μετάνοια. και πάλι συνέχιζε: «Που, πότε;». ‘Έτσι, χωρίς νά ειπεί τίποτε στους άλλους μοναχούς, παρέδωκε το πνεύμα, χωρίς καμία άλλη πληροφορία.
Οπτασία κάποιου ευσεβούς Δημητρίου από το χωριό Στρατώνιο Χαλκιδικής
Την Οπτασία αύτή πού συνέβη αρχές του 160υ αιώνος έγραψε ο άγιος Μητροφάνης, ασκητής στα Κατουνάκια του Άγίου ‘Όρους, όταν είχε επισκεφθεί αυτό το χωριό για εξομολόγηση των πιστών. Μας διηγείται λοιπόν τά έξης για την κατάσταση μιας οικογένειας: Ένας ευσεβής χριστιανός ονόματι Δημήτριος δούλευε κατά το 1520 στα μεταλλεία τά λεγόμενα σήμερα του Μποδοσάκη για νά συντηρεί την οικογένειά του. από τά τέσσερα παιδιά πού είχε του πέθαναν τά τρία και απέμεινε με το τελευταίο, το όποίο το αγαπούσαν υπερβολικά για την υπακοή και τον σεβασμό πού είχε στους γονείς του. Όμως τά κρίματα του Θεού είναι άβυσσος πολλή και ανεξιχνίαστη.
Σε λίγο καιρό, μετά από βαρεία αρρώστια, πέθανε και αυτό και έτσι οί γονείς του έμειναν απαρηγόρητοι. Μετά από 15 ήμέρες, από τον θάνατο του παιδιού τους, ο πατέρας λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Το σώμα του ήταν όλο νεκρό και κρύο και μόνο στο μέρος της καρδιάς του ήταν ζεστό. Γι’ αυτό απεφάσισαν οί δικοί του νά μη τον κηδεύσουν, έως ότου νεκρωθεί όλο του το σώμα.
Ο Δημήτριος όμως πήγε στην άλλη ζωή με την ψυχή του και όταν επέστρεψε πολύ παρηγορήθηκε, όχι μόνο αυτός άλλά και όλοι οί συγγενείς του, για τά όσα είδε, απήλαυσε και θαύμασε.
Είδε τά παιδιά του και μάλιστα το τελευταίο νά ευρίσκονται σε μία ανεκλάλητη χαρά και ευφροσύνη, την όποία και ο ίδιος ζήλευσε νά απολαύσει και έκεί για πάντα νά μείνει.
Νά πώς μας διηγείται ο ίδιος το ταξίδι του στους ουράνιους κόσμους: «Όταν κειτόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, βλέπω ένα χρυσοστολισμένο νέο, πού ή λαμπρότης και το κάλλος των ενδυμάτων και του προσώπου του δεν περιγράφονται. Ξέχασα παντελώς τά γήίνα και όλη ή προσοχή μου ήταν στραμμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτόν. Νόμισα ότι βγήκα από το σώμα μου και με την ψυχή μου στην αγκαλιά του ανέβαινα μαζί του στους ουρανούς. Μου έφάνη ότι περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Ανεβαίνοντας συναντήσαμε φως με ομίχλη, ενώ υψηλότερα το φως έγινε λαμπρότερο και μία θαυμαστή γη απλωνόταν μπροστά μας με ωραία λουλούδια, ανθισμένα δένδρα, των όποίων το κάλλος δεν μπορεί γλώσσα νά διηγηθεί πρέποντος. Μετά άπ’ αύτή την όντως παραδεισένια γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δύο καλά σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες. Στην δεξιά φύλαγαν λευκοφόροι νέοι, στην αριστερά στέκονταν μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φθάσαμε έκεί, ο συνοδός μου άγγελος μου λέγει: «Σκύψε σύντομα και προσκύνησε». ‘Εγώ καθώς ήμουν σκυφτός στην γη, άκουσα μία φωνή από μακριά πού έλεγε: «Τι τον έφερες αυτόν εδώ; Δεν σου είπα νά φέρεις αυτόν, άλλά τον γείτονά του, τον Νικόλαο. αυτός έχει νά ζήση ακόμη επί της γης».
Μετά από την φωνή αύτή, με πήρε ο οδηγός μου και πήγαμε κατά ανατολάς, όπου υπήρχε μία ανθισμένη πεδιάδα με ωραία δένδρα διαφόρων ποικιλιών. Στον ίσκιο κάθε δένδρου, καθόταν και από ένας άνθρωπος, οι όποίοι όλοι ήταν μιας ήλικίας, άλλά τά πρόσωπά τους άλλων ήταν λαμπρά και ωραία, άλλων στυγνά και λίγο μαύρα και άλλων ήταν κατάμαυρα και σκοτεινά. Στον καθένα φαίνονταν καθαρά τά έργα πού έκαναν στην ζωή τους και γνώριζε ο ένας τον άλλον. Μέσα σ’ αύτή την πεδιάδα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, έβλεπα πολλούς πού γνώριζα στην ζωή αύτή και είχαν πεθάνει πριν από πολύ καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα έκεί και μία γνωστή μου γυναίκα πόρνη, ή όποία από την εξωτερική της εμφανίσει γνωριζόταν ποια ζωή έκανε εδώ κάτω στην γη. Είδα και κακοποιούς πού είχαν καταδικασθεί με κρεμάλα και άλλους αμαρτωλούς και καλούς ανθρώπους νά έχουν φανερά τά σημεία των πράξεών τους. Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μου να ευρίσκονται σ αυτόν τον τόπο.
Σ’ άλλο τόπο της πεδιάδος πολύ ωραίο είδα νά κάθονται τέσσερα παιδάκια πολύ όμορφα και φωτεινά στην όψη. Ό συνοδός μου άγγελος με ρώτησε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τά ωραία παιδάκια;». Πλησιάζω πιο κοντά και βλέπω κατάπληκτος ότι αυτά ήταν τά παιδάκια μας, τά όποία το τελευταίο δωδεκάχρονο, πού πέθανε, το είχαν βάλει στην μέση. Τότε είπα στον άγγελο: «Ναι, Κύριέ μου, τά γνωρίζω’ αυτά είναι τά δικά μου παιδιά». Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού τά είδα νά είναι τόσο χαριτωμένα και λαμπροστολισμένα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου νά μου επιτρέψει νά μείνω μαζί τους, να αισθάνομαι την δική τους χαρά και αγαλλίαση και νά μη τά αποχωρισθώ ποτέ. Όμως ο άγγελος με τράβηξε από κείνο τον τόπο, λέγοντάς μου ότι δεν έχει έλθει ακόμη για μένα ο καιρός. ‘Εγώ τότε τον ρώτησα: «Κύριέ μου, αυτός ο τόπος είναι ο Παράδεισος και ή Βασιλεία των Ουρανών»;
– ‘Εκείνος μου είπε: αυτός ο τόπος ούτε ο Παράδεισος, ούτε ή Βασιλεία των Ουρανών είναι, άλλά αυτό πού λέγει ή Άγία Γραφή «ή γη των πραέων». ‘Εδώ αναπαύονται σχετικά οί ψυχές ανάλογα με τά έργα τους μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Ή τελική κρίσης θα γίνει, αφού ο Κύριος αναστήσει όλο το ανθρώπινο γένος, ώστε και το σώμα νά συμμετάσχει στην χαρά ή την τιμωρία της ψυχής. Τότε οί μεν αμαρτωλοί και αμετανόητοι θα μπουν στην αριστερή σιδερένια πόρτα, πού είδες, καθώς ανεβαίναμε στον ουρανό, και την φύλαγαν μερικοί μαύροι και απαίσιοι στην μορφή δαίμονες, ενώ οί δίκαιοι θα εισέλθουν στην δεξιά πόρτα, πού την φυλάγουν λευκοφόροι άγγελοι και έκεί θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού. Οί ψυχές όμως των μεγάλων άγίων, συνέχισε ο συνοδός μου, ευρίσκονται υψηλότερα άπ’ αυτόν τον τόπο, έκεί άπ’ όπου εκπέμπεται και έρχεται αυτό εδώ το φως».
Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, φθάσαμε σ’ ένα σαπισμένο και μουχλιασμένο τόπο, στον όποίο μέσα σε δυσωδία ανυπόφορη, κατοικούσαν πλήθος ανθρώπων, πού είχαν πολύ θλιβερή την όψη τους. Ρώτησα τι άνθρωποι είναι αυτοί και ο συνοδός μου, μου είπε ότι αυτοί είναι οί Εβραίοι πού δεν πίστευσαν στον Χριστό. Προχωρήσαμε πιο πέρα και βρήκαμε άλλο βρωμερώτερο τόπο, όπου οί άνθρωποι έκεί ήταν μικροσκοπικοί, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια και έκυλίοντο μέσα Στην λάσπη. ρώτησα τον οδηγό μου και μου είπε ότι αυτοί είναι οί τούρκοι, όλοι οί αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι». ‘Εκεί γνώρισα και πολλούς από τούς τσιγγάνους (γύφτους) πού ήξερα άπ’ αύτή την ζωή και τά πρόσωπά τους ήταν μελανά. ‘Όταν βγήκαμε από έκεί, γυρίσαμε και άλλους παρομοίους και χειρότερους τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας δαιμονικής ή αιρετικής, άθέους, ειδωλολάτρες και λαούς από διάφορα έθνη. Ρώτησα:
– Κύριέ μου, αύτή είναι ή κόλασης πού λέγει το Ευαγγέλιο;
– Όχι, αυτά είναι προσωρινά μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Πρέπει νά ξέρης ότι ή κόλασης είναι μία, άλλά τά βάσανα και οί τιμωρίες μέσα σ’ αυτήν είναι πολλά, όπως και στην Βασιλεία των Ουρανών λαμβάνει κανείς την δοξασμένη θέση του ανάλογα με τους κόπους της μετανοίας και τά έργα της αρετής πού έπραξε στον κόσμο.
Ενώ ο οδηγός μου έλεγε αυτά, άκουσα νά έρχεται από το βάθος εκείνης της χαράδρας ή φωνή ενός βρυχωμένου Δράκοντος μαζί με δυσωδία ανυπόφορη.
‘Εγώ τόσο τρόμαξα, ώστε προσπάθησα νά κρυφθώ στην αγκαλιά του φύλακος αγγέλου μου. Τον ερώτησα:
– Τι φωνή ειναι αυτή και από που έρχεται αυτή η βρώμα, Κύριέ μου;
– Αυτός πού φωνάζει και βρυχάται είναι ο παμφάγος Άδης, ο όποίος δέχεται όλους τούς άπίστους, τούς αιρετικούς, τούς αμετανόητους αμαρτωλούς και όλους τούς κακούς ανθρώπους και ενώ ή φοβερή αύτή φωνή σφύριζε στα αυτιά μου, ευρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου. Είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο και δεν ήθελα νά εισέλθω πάλι σ’ Αυτό. Ό οδηγός μου όμως με έβαλε με την βία και τότε αισθάνθηκα δριμύ πόνο και νά σαλεύουν όλα τά νεύρα, οί αρθρώσεις και τά κοκάλα».
‘Η Οπτασία του Δημητρίου επιβεβαιώθηκε ότι είναι αληθινή και από το γεγονός ότι, δύο ήμέρες μετά την οπτασία, ο γείτονάς του Νικόλαος, αν και ήταν πολύ καλά στην υγειά του, ξαφνικά αρρώστησε και πέθανε. ‘Έτσι όλες τις ετοιμασίες της κηδείας πού είχαν ετοιμάσει για τον Δημήτριο τις χρησιμοποίησαν για την κηδεία του Νικολάου. με το γεγονός αυτό εκπληρώθηκε και ο λόγος της θείας εκείνης φωνής πού είπε: «δεν σου είπα νά φέρεις αυτόν, άλλά τον γείτονά του Νικόλαο».
Τι είδε στην άλλη ζωή ο Κων/νος Νατσόπουλος εκ Νεοκάστρου Πιερίας
Την παρακάτω Οπτασία του ευσεβούς αύτου χριστιανού άκουσε από τον ίδιον και μου την έδωσε ο Μοναχός ‘Ανδρέας Γρηγοριάτης, ο όποίος τότε υπηρετούσε στο Μετόχι Βούλτσιστα Πιερίας, όπως μας διηγείται ο ίδιος:
«Το 1945, ήμουν μάγειρος στο Μετόχι μας Βούλτσιστα της ‘Ιεράς ημών Μονής του ‘Οσίου Γρηγορίου Άγίου Όρους, πού ευρίσκεται κοντά στο χωριό Λιβάδι Κατερίνης. Την Κυριακή των Βαΐων εκείνου του έτους ήλθε στο Μετόχι μας ο εκ Νεοκάστρου Κωνσταντίνος Νατσόπουλος ή Σαπουνάς για να αγοράσει από τον Γέρο-Νέστορα τον Οικονόμο του Μετοχιού ένα αρνί για το Άγιο Πάσχα. Επειδή εκείνη την στιγμή απουσίαζε ο Οικονόμος, τον κέρασα εγώ καφέ και τον ερώτησα λεπτομερώς να μάθω πώς του συνέβη ή ασθένεια του και πώς διασώθηκε. Εκείνος μου διηγήθηκε με μεγάλη προθυμία τα έξης»:
«Εγώ, πάτερ Ανδρέα, καθώς γνωρίζεις, ήμουν επιστρατευμένος μαζί με άλλους συγχωριανούς μου για να φυλάγουμε το χωριό από τους αντάρτες. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1944 φύγαμε από το χωριό μαζί με τους οπλίτες του χωρίου Μελική Ημαθίας και με αρχηγό τον καπετάν Γεώργιο Κουκιώτη επήγαμε μέσω του Γίδα (Αλεξάνδρεια) στο χωριό Κούκος. Από εκεί αρχές Οκτωβρίου φύγαμε και επήγαμε στο Κιλκίς και μετά από συνεχή ανταρτοπόλεμο μας διέλυσαν και, όσους μας συνέλαβαν αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ ( μας έκλεισαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης. Εκεί λοιπόν, πάτερ Ανδρέα, καθώς ήμουν ταλαιπωρημένος, έπεσα κάτω άρρωστος και έμεινα σε αφασία νεκρός. Από εκεί και μετά τι έκαναν με το σώμα δεν γνωρίζω. Γνωρίζω μόνο ότι ευρέθηκα με την ψυχή μου σ’ ένα μεγάλο στρατώνα, δεν μπορώ να περιγράψω μέγεθος του, πού είχε πολλά δωμάτια και φωτίζονταν όλα από ένα δυνατό φως, δυνατότερου , του ηλίου, χωρίς να γνωρίζω από που ερχόταν αυτό το φως. Εγώ περνώντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, διότι είχαν πόρτες που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, έφθασα έξω σ’ ένα μέγα προαύλιο και εκεί το φως και ή λαμπρότης με είχαν θαμπώσει. Ήταν ένα φως ισχυρότερο του ηλίου, το όποιο όμως δεν έκαιγε, όπως καίει εδώ το ηλιακό φως.
Στην αυλή αυτή ήταν πολύς κόσμος και πολλούς γνώρισα από το χωριό μου πού είχαν πεθάνει πριν από μερικά χρόνια. Φορούσαν τα ρούχα τους με τα όποια ζούσαν εδώ στην γη, τους χαιρέτησα και είπα στον εαυτό μου, ότι αυτοί έχουν πεθάνει, πώς τώρα εγώ ευρίσκομαι μαζί τους; Μήπως απέθανα και εγώ και δεν το κατάλαβα ακόμη; Τότε αυτοί μου έλεγαν ότι εδώ θα έλθεις και εσύ.
Κατόπιν επήγα στον φράκτη εκείνης της αυλής πού περιστοιχιζόταν από ξύλινους πασσάλους και πέραν άπ’ αυτούς είδα ν’ απλώνεται μία άλλη επίσης απέραντη πεδιάδα, φυτεμένη με διαφόρων ειδών λουλούδια, τα όποια ευωδίαζαν και χωρίζονταν με διαδρόμους, στους οποίους έκαναν περιπάτους κατά ομάδες παιδιά ηλικίας, καθώς μου φάνηκαν, από δέκα έως δώδεκα χρονών. Αυτά ερχόμενα από άλλου έμπαιναν μέσα στην πεδιάδα των λουλουδιών και εμείς καθόμασταν μέσα από τον φράκτη της πρώτης αυλής και απολαμβάναμε την ομορφιά και εύωδία των λουλουδιών.
Κατά το διάστημα των είκοσι ήμερων πού έμεινα εκεί, ούτε καν μου ήλθε λογισμός για φαγητό, αλλά ευφραινόμουν με το να βλέπω τα παιδιά και τα λουλούδια, πού ήταν σαν αγγελούδια και έκαναν βόλτες.
Ξαφνικά ευρέθηκα στο κρεβάτι, στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών και μόλις άνοιξα τα μάτια μου, φώναξα με το επιφώνημα: Αααα! Τότε ήλθε ή αδελφή Νοσοκόμος και ειδοποίησε και τους γιατρούς λέγοντας ότι: «Ό Λάζαρος αναστήθηκε…». Οί γιατροί μου έδωσαν γάλα, έως ότου συνηθίσει ο οργανισμός το φαγητό και μετά από λίγες ήμερες με έστειλαν στο σπίτι μου και στην οικογένεια μου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ και ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
Ο παπα – Χαράλαμπος βλέπει τον προαποθανόντα Γέροντα , του σε όραμα.
Ό άγιος Γέροντας του παπα-Χαράλαμπου, γέροντας Ιωσήφ ο ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ, όταν ήδη πληροφορήθηκε παρά Θεού ότι ήλθε ή ώρα ν’ αναχώρηση για τον ποθούμενων, μεταξύ άλλων υποσχέθηκε στα τέκνα του: «Αν τέκνα μου βρω παρρησία ενώπιον Κυρίου, υπόσχομαι ότι δεν θα σας εγκαταλείψω».
Όμως μετά την αισθητή σωματική απουσία του, το πένθος αναπόφευκτα ήταν βαρύ. Καθημερινά όλη ή αδελφότητα, παρά την μεγάλη συμπαράσταση του άλλου μεγάλου Γέροντος Αρσενίου, πενθούσαν την μεγάλη ορφάνια.
Στην τεσσαρακοστή ακριβώς ήμέραν οπού ετοίμαζαν το καθιερωμένο μνημόσυνο, ο παπα-Χαράλαμπος ενώ προσευχόταν, για μια στιγμή, είτε ξύπνιος, είτε κοιμώμενος, Κύριος οίδε, βλέπει τον Γέροντα του εντός του μικρού ναΐσκου του Τ. Προδρόμου της καλύβας του.
Όμως δεν ήταν όπως συνήθιζε άλλοτε να τον βλέπει. Λουζόταν ολόκληρος σ’ ένα υπέρλαμπρο φως. Ή λάμψης του προσώπου του, κάλυπτε το αισθητό φως.
«Ατενίζοντας με πολλή λαχταρά τον Γέροντα μου, πρόσεξα, λέγει, ότι από πάνω μέχρι κάτω ήταν φορτωμένος με παράσημα και γαλόνια.
Αφού τον ασπάστηκα τον ρωτώ με απορία:
Γέροντά μου, που βρήκες όλα αυτά τά λαμπρά παράσημα; ‘Εκείνος μου άπαντα. Αυτά πού βλέπεις μου τά χάρισε ο Χριστός μας.
Μετά άπ’ αυτό ήλθα ξανά στον εαυτό μου και επηρεασμένος από το ζωντανό όραμα Φώναζα ακόμα:
“Γέροντά μου, Γέροντά μου, που είσαι, γιατί φεύγεις;”.
Κατόπιν, αφού σκέφτηκα καλά, κατάλαβα ότι μ’ αυτό το όραμα, μου επιβεβαίωσε ο Γέροντάς μου ότι πράγματι βρήκε μεγάλη παρρησία και σαν νά έλεγε: “‘Εδώ είμαι. δεν αθέτησα την υπόσχεση μου”
Άλλοτε πάλιν έπεσα σε κάτι μεγάλους πειρασμούς. Στην δυσκολία μου πάνω, αναλογίστηκα: Αχ, που είσαι Γέροντά μου, νά ακουμπήσω πάνω σου, στην ανάγκη μου;”.
Τότε ακούω αισθητά μία γνωστή φωνή. Ηταν ή γλυκεία φωνή του Γέροντά μου: “Παιδί μου, γιατί μικροψυχείς; Δεν σου είπα ότι εγώ είμαι κοντά σας” Κοιτάζω και βλέπω με τά αισθητά μάτια του σώματός μου, το άγιο του πρόσωπο ολόλαμπρο. Σαν νά βγήκε ομως από την πόρτα, αμέσως εξαφανίστηκε. Τότε σαν τρελός βγαίνω έξω μέσα στην νύκτα και φωνάζω απεγνωσμένα: “Γέροντα-Γέροντα. Γέροντά μου Ιωσήφ, που είσαι;
‘Έλα μη Φεύγεις”.
Έ, μόνο πού δεν νόμισε τελικά ο Γερο-Αρσένιος ότι κάτι έπαθα και μου ‘στριψε, όταν μ’ άκουσε. Ωστόσο και πάλιν μου ‘δωσε τόση δύναμιν ή παρουσία του, ώστε με την ευχή του, ξεπεράστηκαν όλοι εκείνοι οι φοβεροί πειρασμοί».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΣΗΦ Μ.Δ.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΖΩΝΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ
Κάποτε ένας αδελφός, όταν βρισκόμασταν στην Ν. Σκήτη, περιέπεσε σ’ ένα αμφίβολο λογισμό: «Προσευχόμαστε, αγρυπνούμε …, ωραία αυτά. Όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούμε και τους άλλους η μόνον τον εαυτό μας;». Ενώ ετοιμαζόταν να εξομολογηθεί αυτόν τον λογισμό στον Γέροντα, τον πρόλαβε ο δεύτερος και με πρόσωπο πού φαινόταν βαθιά συγκινημένο, λέγει στον αδελφό.
Απόψε παιδί μου, ο Θεός μου έδειξε το έξης φοβερό θέαμα:
Ενώ προσευχόμουν, για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν σε μια πολύ μεγάλη τράπεζα.
Στεκόμουν μπροστά σε μια πόρτα πού έμοιαζε σαν την ωραία πύλη της εκκλησίας. Μέσα εκεί σ’ αυτόν τον χώρο, αμέτρητα πλήθη περίμεναν σειρά. Εγώ έμοιαζα σαν άρχισιτοποιός. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο διέκρινα και σας να βρίσκεστε κοντά μου. Κόβατε κάτι μεγάλα σαν πρόσφορα και μου τα φέρνατε. Ό άλλος κόσμος περνούσε σε δυο σειρές, στη μια οί ζωντανοί, στην άλλη οι πεθαμένοι. Τους μοίραζα όλους από μια μερίδα ευλογία και φεύγανε όλοι χαρούμενοι. Διέκρινα μέσα πάρα πολλούς γνωστούς μου, όσους είχα γραμμένους, ζωντανούς- πεθαμένους, στο μνημονοχάρτι.
Και ο αδελφός με την σειρά του: — Γέροντα, αυτό για μένα ήταν. Μου έλυσες την απορία μου. Τώρα κατάλαβα, τι προσφέρουν οί προσευχές και το μνημόνευμα στην προσκομιδή για όλον τον κόσμον.
Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωήν του Γέροντα μου. Ό Γέροντας μου, είχε στον κόσμον μια εξαδέλφη. “Αν και ή ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ. Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι ή εξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς· μιλούσε άσχημα κλπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε. Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα· τόση ευαισθησία· να κλαίει τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμό μου και με προλαβαίνει: «Εγώ δεν κλαίω παιδί μου πού πέθανε· αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
Ωστόσο άπ’ εκείνη την ήμέραν ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την εξαδέλφη του. Ύστερα από αρκετές ημέρες, βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο. «τι συμβαίνει Γέροντα;». «Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες αυτές τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και ν’ αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδελφούλα μου, σήμερα είδα το έξης ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδελφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλή αγαλλίαση: “Σήμερα είναι ή μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλίτωσα από την κόλασιν. Σήμερα πηγαίνω στον παράδεισο”.
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπα-Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμον τον πρόλαβα.
Έβαλε στο μυαλό του, είναι δυνατόν, να βγάλει όλους τους αμαρτωλούς από την κόλασιν. Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν όράμα τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μου λέγει: “Βρε-Βρε… εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οί πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα. Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οί κολασμένοι”. και ξανά με θαυμασμό: “και με τα κομποσχοίνια σώζεται ο κόσμος … !”.Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι ή ξαδελφούλα σώθηκε, αλλά μου ‘δειξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσχοινιού ώστε και από την κόλασιν να βγάζει ψυχήν».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε: «Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ. ΙΩΣΗΦ Μ.Δ.
Στο Βίο μίας ασκήτριας πού πέθανε μόλις τον 20ό αιώνα αναφέρεται μία παρόμοια περίπτωση.
Πρόκειται για την όσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του όσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε ατό Βίο της: «Ή Αναστασία είχε έναν αδελφό πού τον έλεγαν Παύλο. Ό Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι ή Αναστασία αποφάσισε νά προσευχηθεί πολύ για τον αδερφό της. Μετά τον θάνατό του, ή Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του όσίου Σεραφείμ, για νά μάθει τι ακριβώς έπρεπε νά κάνει, ώστε νά βελτιωθεί ή κατάσταση του αδερφού της, ο όποίος έδωσε τέλος ατή ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε νά συναντήσει την Πελαγία Ίβάνοβνα και νά ζητήσει τη συμβουλή της… Ή Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε νά κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, νά προσευχηθεί και νά νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα νά λέει εκατό πενήντα φορές: “Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.”
Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, ή Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στό βράχο κείτονταν δύο άντρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ό ένας ήταν ο αδερφός της.
H Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει τη νηστεία και την προσευχή. Τέλειωσαν κι άλλες σαράντα μέρες με νηστεία και προσευχή κι ή Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Ή ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον όποίο βρίσκονταν οί δύο άντρες με αλυσίδες στό λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδερφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω ατό βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οί αλυσίδες ήταν ακόμα ατό λαιμό του.
Ή Πελαγία ‘Ίβανοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι ή Αναστασία, της είπε νά επαναλάβει την ίδια άσκηση για τρίτη Φορά.
Όταν τέλειωσε και το τρίτο σαραντάημερο της νηστείας και της προσευχής, ή Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. ‘Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως, πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άντρας, άγνωστος της. ‘Ο αδερφός της είχε απελευθερωθεί από τά δεσμά. Δέ φαινόταν πουθενά. ‘Ο άγνωστος άντρας ακούστηκε νά λέει: Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στή γη.
Ή Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία ‘Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και κείνη της απάντησε:
Ό αδερφός σου λυτρώθηκε από τά βάσανα. Δέ μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΣΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ. ΜΤΦΡ ΜΠΟΤΣΗ Πέτρου. ΕΚΔ. Β ΑΘΗΝΑ 1998
ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Το ακόλουθο περιστατικό μας δείχνει πόσο σημαντική ειναι ή τέλεση μνημόσυνου στη Θεία Λειτουργία: Πριν την αφαίρεση των λειψάνων τού άγ. Θεοδοσίου τού ΤσερνίγκωΦ (1896), Ο φημισμένος Στάρετς ‘Αλέξιος (1916), ιερομόναχος τού ‘ Ερημητηρίου τού Γκολοσεγιέφσκυ της Λαύρας των Σπηλαίων τού Κιέβου, ο οποίος διεξήγαγε την ανακομιδή των λειψάνων, αποκαμωμένος καθώς καθόταν δίπλα στα λείψανα, λαγοκοιμήθηκε και είδε μπροστά του τον άγιο, ο οποίος τού είπε: «Σ’ ευχαριστώ πού κοπιάζεις για μένα και σε παρακαλώ θερμά, όταν τελέσεις τη Θεία Λειτουργία, να μνημονεύσεις τούς γονείς μου» – και έδωσε τά ονόματά τους(πατήρ Νικήτας και Μαρία).
« Πώς μπορείς εσύ, Ω ‘Άγιε, νά ζητάς τις δικές μου προσευχές, όταν εσύ ο ίδιος στέκεσαι στον ουράνιο Θρόνο και ικετεύεις το Θεό νά δωρίσει στους ανθρώπους το έλεός Του;» ρώτησε Ο ιερομόναχος. «Ναι αυτό είναι αλήθεια,» απάντησε ο αγ. Θεοδόσιος, «αλλά ή προσφορά στή Θεία Λειτουργία έχει περισσότερη δύναμη από την προσευχή μου.»
Έτσι λοιπόν, οί παννυχίδες και ή κατ’ οίκο προσευχή για τους νεκρούς ειναι ευεργετικές για την ψυχή τους, όπως εξάλλου είναι και οί εις μνήμην τους αγαθοεργίες, όπως ελεημοσύνες συνεισφορές στην εκκλησία. Όμως ιδιαιτέρως ευεργετική είναι ή τέλεση μνημόσυνου στη Θεία Λειτουργία, και πολλές εμφανίσεις νεκρών και πολλά περιστατικά τά όποία έχουν σημειωθεί επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Πολλοί άνθρωποι πού πέθαναν εν μετάνοια αλλά πού δέ μπόρεσαν νά εκφράσουν έμπρακτα τη μετάνοιά τους όσο ζούσαν, ελευθερώθηκαν από τά μαρτύρια και βρήκαν ανάπαυση. Στην Εκκλησία πάντοτε προσφέρονται προσευχές ύπέρ αναπαύσεως των νεκρών, και μάλιστα την ήμέρα της Καθόδου του Άγίου Πνεύματος, στον εσπερινό της γονυκλισίας, υπάρχει μάλιστα μία ειδική ευχή «για τούς ευρισκόμενους στον Άδη.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ. ΕΚ. ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ.
Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ ΖΩΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ Ιωάννη Μαξίμοβιτς.
Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος (από το Σύμβολο της Πίστεως).
‘Απέραντη και απαρηγόρητη θα ήταν ή θλίψη μας για τούς αποβιώνοντας οικείους μας, εάν ο Κύριος δέ μας είχε δωρίσει αιώνια ζωή. Η ζωή μας θα ήταν άσκοπη εάν τελείωνε με το θάνατο. Ποίο όφελος θα είχαν τότε ή αρετή και οι καλές πράξεις; Σε τέτοια περίπτωση θα αποδεικνύονταν σωστοί όσοι λένε: «”Ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε!» Ο άνθρωπος, όμως, δημιουργήθηκε για νά ζήσει αιώνια, και ο Χριστός με την ‘Ανάστασή του άνοιξε τις πύλες της Βασιλείας των ουρανών, της αιώνιας μακαριότητας για όσους έχουν πιστέψει σε Αυτόν και έχουν ζήσει σύμφωνα με τις εντολές Του. Η παρούσα ζωή μας είναι μία ετοιμασία για τη μελλοντική ζωή, προετοιμασία πού λήγε τον θάνατό μας. «’Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν. Μετά δέ τούτο κρίσης. (Προς Εβραίους 9,27). Τότε ο άνθρωπος εγκαταλείπει όλες τις εγκόσμιες φροντίδες. Το σώμα αποσυντίθεται, προκειμένου να εγερθεί εκ νέου κατά την γενική Ανάσταση.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΑ
‘Αλλά όταν αφήνει το σώμα ή ψυχή βρίσκεται ανάμεσα σε αλλά πνεύματα, αγαθά και πονηρά. Συνήθως έχει την τάση να πρόσκειται σε εκείνα που ειναι περισσότερο συγγενή με αυτήν στο πνεύμα, και εάν όσο καιρό βρισκόταν στο σώμα τελούσε υπό την επιρροή ορισμένων εξ` αυτών, θα παραμένει εξαρτημένη από τα ίδια πνεύματα όταν απομακρυνθεί από το σώμα, όσο δυσάρεστη κι αν είναι τελικά η συνάντηση μαζί τους.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΥΟ ΗΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Για διάστημα δύο ήμερων ή ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα νά επισκεφθεί τόπους πού της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την τρίτη ήμέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
ΤΑ ΤΕΛΩΝΙΑ
Την ώρα αυτή (την τρίτη ήμέρα), ή ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων πού παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις όποίες αυτά τά ίδια την είχαν παρασύρει.
Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τά επονομαζόμενα «τελώνια», Σε καθένα από τά όποία περνά από δοκιμασία κάποια μορφή αμαρτίας ή ψυχή, αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού διέλθει επιτυχώς από όλα τά τελώνια μπορεί νά συνεχίσει την πορεία της χωρίς νά απορριφθεί βιαίως στη γέννα.
Το πόσο φοβεροί εΙναι αυτοί οί δαίμονες και τά τελώνιά τους φαίνεται ατό γεγονός ότι ή ‘ιδια ή Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατό Της, ικέτευσε τον Υιό Της νά διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τούς δαίμονες και, απαντώντας στην προσευχή Της, ο ‘Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τούς ουρανούς για νά παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και νά την οδηγήσει στους ουρανούς. Φοβερή ειναι, πράγματι, ή τρίτη ήμέρα για την ψυχή τού απελθόντος, και για το λόγο αυτό ή ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για τη σωτηρία της.
ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τά τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον τού Θεού, ή ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ήμερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα πού θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ήμέρα καθορίζεται ή θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ήμέρες) σε μία κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μία κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιώνιων μαρτυρίων τά όποια θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί νά υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, Ιδιαιτέρως μέσω της ύπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Ό καθένας από εμάς πού επιθυμεί νά εκφράσει την αγάπη του για τούς νεκρούς και νά τούς βοηθήσει ουσιαστικά, μπορεί νά το επιτύχει προσευχόμενος υπέρ των ψυχών τους, και ειδικότερα μνημονεύοντας αυτούς στη Θεία Λειτουργία, όταν οί μερίδες πού τεμαχίζονται αποκόπτονται για ζώντες και νεκρούς αφήνονται νά πέσουν μέσα στό Αίμα του Κυρίου με τις λέξεις:
Απόπλυναν Κύριε τά αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αιματί σου τω Άγίω πρεσβείες της Θεοτόκου και πάντων σου των Άγίων. Αμήν.»
Δέ μπορούμε νά κάνουμε τίποτε καλύτερο ή σπουδαιότερο για τούς νεκρούς από το νά προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία. Το έχουν πάντα ανάγκη, ειδικά κατά τη διάρκεια εκείνων των σαράντα ήμερών όπου ή ψυχή του απελθόντος πορεύεται πρός τις αιώνιες κατοικίες. το σώμα δεν αισθάνεται τίποτε τότε. Δε βλέπει τούς οικείους πού έχουν συγκεντρωθεί δέ μυρίζει το ευωδιαστό άρωμα των λουλουδιών, δεν ακούει τούς επικήδειους.
Η ψυχή όμως αισθάνεται τις προσφερόμενες υπέρ αυτής προσευχές και ειναι ευγνώμων στους ανθρώπους πού τις απευθύνουν και βρίσκεται πνευματικός κοντά τους.
Ω συγγενείς και αγαπημένοι του νεκρού!
Πράξετε γι’ αυτούς ότι έχουν ανάγκη και ότι ειναι εντός της δικαιοδοσίας σας. Δώστε τά χρήματά σας όχι για νά καλλωπίσετε εξωτερικά το φέρετρο και το μνήμα, αλλά για νά βοηθήσετε όσους το χρειάζονται, εις μνήμην των αγαπημένων σας πού έφυγαν από τη ζωή, για νά ενισχύσετε εκκλησίες, στις όποίες προσφέρονται προσευχές ύπέρ αυτών.
Ελεήστε τους νεκρούς, φροντίστε για τις ψυχές τους. Μας περιμένει όλους ο ίδιος δρόμος, και όταν κι εμείς βρεθούμε εκεί πόσο πολύ θα ευχόμαστε νά μας θυμάται κάποιος στις προσευχές του! Αξίζει λοιπόν νά ελεήσουμε εμείς οί ίδιοι τούς νεκρούς.
Αμέσως αφού αναπαυθεί κάποιος, καλέστε ή ενημερώσετε έναν ιερέα, ώστε νά διαβάσει τις «Προσευχές για την αναχώρηση τής ψυχής», τις όποίες ή ‘Εκκλησία έχει ορίσει νά διαβάζονται πάνω από όλους τούς Ορθόδοξους Χριστιανούς μετά το θάνατό τους.
Προσπαθήστε, ει δυνατόν, νά τελέσετε την κηδεία στην εκκλησία και νά αναγνώσετε το Ψαλτήρι πάνω από τον απελθόντα μέχρι την κηδεία. . Η κηδεία δε χρειάζεται νά ειναι περίτεχνη, αλλά πρέπει απαραιτήτως να ειναι πλήρης, χωρίς συντομεύσεις- την ώρα εκείνη μη σκεφτείτε τον εαυτό σας και την άνεση σας, αλλά τον απελθόντα, από τον όποίο χωρίζεστε διά παντός. ‘Εάν υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι, απελθόντες πού αναμένουν κηδεία στην εκκλησία, μην αρνηθείτε εάν σας προταθεί νά τελέσετε την κηδεία για όλους μαζί ειναι καλύτερο νά τελείται μία κηδεία για δύο ή περισσότερους απελθόντες ταυτόχρονα, όταν οι προσευχές όλων των παρευρισκομένων προσφιλών προσώπων θα ειναι ιδιαιτέρως ένθερμες, παρά νά τελούνται ξεχωριστές διαδοχικές κηδείες και νά συντομεύονται οι λειτουργίες εξ αιτίας έλλειψης χρόνου και ενέργειας αφού κάθε λέξη της προσευχής για τον αναπαυθέντα ειναι ότι μία σταγόνα νερό για το διψασμένο. Κανονίστε οπωσδήποτε εκείνη την ώρα τά σχετικά με την τέλεση σαρανταλείτουργου, δηλαδή καθημερινή μνημόνευση στη Θεία Λειτουργία σε όλη τη διάρκεια των σαράντα ήμερών.
Συνήθως στους ναούς όπου τελείται καθημερινά Θεία Λειτουργία, οί απελθόντες οι όποιοι έχουν κηδευτεί εκεί μνημονεύονται επί σαράντα και πλέον ήμέρες ‘Εάν όμως ή κηδεία γίνει σε ναό που δεν τελείται καθημερινά Θεία Λειτουργία, τότε οι ίδιοι οι συγγενείς θα πρέπει νά φρovτίσoυν νά ζητήσουν την τέλεση Το”4Οήμερου μνημόσυνου οπουδήποτε τελούνται Θείες λειτoυργίες.
Παρομοίως είναι καλό νά στέλνουμε εισφορές για μνημόνευση των νεκρών σε μοναστήρια, όπως και στα Ιεροσόλυμα, όπου καθημερινά διεξάγεται προσευχή στους Αγίους Τόπους. Αλλά ή διαδικασία της 40ήμερης δέησης ύπέρ των νεκρών πρέπει νά ξεκινήσει αμέσως μετά το θάνατο, όταν η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη βοηθείας από την προσευχή επομένως, θα πρέπει νά ξεκινούμε αυτό το μνημόσυνο στον κοντινότερο ναό όπου τελείται καθημερινώς Θεία Λειτουργία. Αξίζει λοιπόν να φροντίσουμε γι’ αυτούς πού έφυγαν για τον άλλο κόσμο πριν από εμάς, προκειμένου νά κάνουμε ότι μπορούμε για τις ψυχές τους, ενθυμούμενοι ότι: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα ελεηθούν.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ. ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ. ΕΚ. ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ. 2003.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος σε μήνυμα , του προς μια αποθνήσκουσα γυναίκα γράφει.
« Δεν θα πεθάνεις. Το σώμα σου θα πεθάνει, άλλα εσύ θα μεταφερθείς σε ένα διαφορετικό κόσμο, θα είσαι ζωντανή, θα έχεις μνήμη , του εαυτού σου και θα αναγνωρίζεις όλο το κόσμο που σε περιβάλει. Εκει θα σε συναντήσουν οι γονείς σου, οι αδελφοί και οι αδελφές σου. Υποκλίσου βαθιά ενώπιον τους, και δώσε τους χαιρετισμούς μας, και παρακάλεσε τους να προσεύχονται για μας. Τα παιδία σου θα τρέξουν γύρω σου, χαιρετώντας σε γεμάτο χαρά. Θα είναι καλύτερα Εκει παρά εδώ».
Σε γράμμα , του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας που προαναφέραμε, ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει.
«Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα , του ανθρώπου πεθαίνει αλλά η προσωπικότητα , του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρετε σε μια άλλη τάξη ζωής. Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στο τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε ένα άλλο τόπο όπου θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ήμερες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι, όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι.
Είναι πολύ καλύτερα εκεί. Και εμείς νιώθουμε οδύνη, σα να της έχει συμβεί κάτι απίστευτο κακό!! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδραση μας».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΡΩΣΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗ». ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1894.