Τον π. Βησσαρίωνα γνώριζα από τα μαθητικά μου χρόνια και από τότε ήταν ο πνευματικός μου. Αργότερα τον έζησα στην διάρκεια είκοσι ολόκληρων χρόνων πνευματικής σπουδής στην Μονή Αγάθωνος. Στα χέρια του πλαστουργήθηκε η μοναχική μου συνείδηση. Βρισκόμουν παράλληλα και στα χέρια του γέροντα Γερμανού Δημάκου, προηγουμένου της Μονής Αγάθωνος, την οποία ως ηγούμενος διακόνησε πενήντα ένα χρόνια – μία άλλη σπουδαία πνευματική και μοναστική προσωπικότητα της Εκκλησίας μας. Κι ακόμα μνημονεύω έναν απλό παππούλη, τον … γερο-Ιερεμία, πού κι εκείνος με βοήθησε πνευματικά και μου πρόσφερε πολλά με την μειλίχια και πρόσχαρη στοργή του. Σε αυτούς τους τρεις Γέροντες οφείλω την εις Χριστόν παιδαγωγία μου στα νάματα του αυθεντικού ορθοδόξου μοναχισμού. Μιλώντας, λοιπόν, για τον π. Βησσαρίωνα, μετά λόγου γνώσεως και σεβασμού μιλώ. Τα πρώτα του γράμματα ο π. Βησσαρίων τα έμαθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Πεταλίδι Μεσσηνίας. Ανώτερες σπουδές του ήταν το Σχολαρχείο· βλέπετε, την εποχή εκείνη ήταν δύσκολα τα πράγματα. Όμως δεν περιορίστηκε μόνον στις γνώσεις του Σχολαρχείου. Η συνεχής μελέτη των ιερών βιβλίων, των κειμένων της Εκκλησίας μας, των βιβλίων του αναλογίου, είχαν κάνει τον π. Βησσαρίωνα άνθρωπο ευρύτατα και βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά. Στην Καρδίτσα αφοσιώθηκε στο έργο της διακονίας του Κυρίου μας· έτρεχε στις ανάγκες του κόσμου· εκεί ασκήθηκε στο έργο της φιλανθρωπίας, το αγάπησε, το έκανε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του και μέσα σ’ αυτό το έργο ανάλωσε όλη τη ζωή του, σε σημείο πού ευρισκόμενος στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», λίγο πριν πεθάνει, να ρωτάει απ’ το κρεββάτι του πόνου με ακαταπόνητη έγνοια για τα παιδιά, για τους φτωχούς, για τα πράγματα της κοινωνίας και της Εκκλησίας. Ανέλαβε πολλές, διάφορες και δύσκολες αποστολές· έπαιξε σημαντικό ρόλο στην γερμανική Κατοχή· ενώ αναφέρεται ότι βοήθησε πολλούς πατριώτες κι έσωσε με προσωπικές παρεμβάσεις του παιδιά πού είχαν συλλάβει οι Γερμανοί. Μετά την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο, ο π. Βησσαρίων έφυγε από την Καρδίτσα. Ήδη αρχιμανδρίτης με πολύχρονη ασκητική βιοτή και πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, ήρθε στη Μονή Αγάθωνος μετά το 1955, επηρεασμένος από τον επίσης πελοποννήσιο π. Γερμανό, πού καταγόταν από το Αγριδάκι Γορτυνίας. Φαίνεται πώς ήταν από τον Θεό ευλογημένη η Μονή Αγάθωνος να τον δεχτεί στην αγκαλιά της· όσο ζούσε ο γέροντας Γερμανός, καυχιόταν πώς στις τάξεις του μοναστηριού του προσμετρούσε τον π. Βησσαρίωνα, αυτόν τον ασκητικό και πνευματικό άνθρωπο. Σήμερα, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, φαίνεται η μεγάλη τιμή και καταξίωση πού επιφύλαξε ο δωρεοδότης Κύριός μας και ακριβοδίκαιος Πατέρας μας στο άξιο τέκνο του, να το συμπεριλάβει και να το κατατάξει στη χορεία των Αγίων του· γεγονός το οποίο εμείς πού τον αγαπούσαμε και τον σεβόμασταν, πιστεύαμε ότι θα συμβεί… Πηγή: Περιοδικό “Εκ βαθέων” Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου Γιαννιτσών Τεύχος 8, Μάιος 2005
Σημείον Θεού – Γέρων Bησσαρίων ο Αγαθωνίτης
Σημείο διαφωνιών και αντικρούσεων αποτέλεσε ο Γέροντας Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης († 22 Ιανουαρίου 1991), του οποίου το σκήνωμα βρέθηκε άφθαρτο κατά την ανακομιδή του λειψάνου του, δεκαπέντε χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Αγάθωνος, ο οποίος γνώριζε από τα μαθητικά του χρόνια τον Γέροντα Βησσαρίωνα καταθέτει την μαρτυρία του για την προσωπικότητα του Γέροντα.
του Αρχιμ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Αγάθωνος
Στην υπηρεσία του «πλησίον» Εδώ ανέλαβε να διακονεί τον πνευματικό τομέα του μοναστηριού. Είχε εσωτερική υπηρεσία μέσα στο μοναστήρι, αλλά είχε και εξωτερική υπηρεσία στον κόσμο. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε μέσα στο μοναστήρι. Τη Δευτέρα και την Τρίτη απαρέγκλιτα πήγαινε στα νοσοκομεία της Λαμίας, έβλεπε τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους εξομολογούσε. Είμαι βέβαιος ότι η χαρισματική προσωπικότητά του, η αγάπη του για τον άνθρωπο και ο γλυκύς και απλός τρόπος του … σίγουρα κατάφερναν να ετοιμάζουν εκείνες τις πονεμένες ψυχές· και όσοι έφευγαν για τον ουρανό, έφευγαν με το «εισιτήριο» στο χέρι για τον Παράδεισο. Τον άλλο καιρό καθόταν εδώ στο μοναστήρι, σαν λαμπάδα αναμμένη μπροστά στην εκκλησία· καλοδεχόταν με το ευπροσήγορο χαμόγελό του τον κόσμο· και γνώριζε τους περισσότερους με το όνομά τους, αλλά και τις ανάγκες τους και τα προβλήματά τους. Πολλές φορές τον έβλεπα να φτιάχνει καφέδες και να τους πηγαίνει μόνος του στους προσκυνητές κι επισκέπτες. Τί τους έλεγε εκεί μυστικά, ο Θεός ξέρει και αυτοί πού τον άκουγαν. Ένα είναι σίγουρο, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν φορτωμένοι με πόνο και βάσανα και άγχος, αλλά έφευγαν ανακουφισμένοι από τον γέροντα. Πολλούς από αυτούς τους βοηθούσε και οικονομικά. Τον π. Βησσαρίωνα τον εμπιστεύονταν πολλοί άνθρωποι και του έφερναν πράγματα και χρήματα κι ο παππούλης με την διάκριση πού τον χαρακτήριζε τα διέθετε στη φτώχεια, στην ανακούφιση των αναγκεμένων. Ήξερε τί συμβαίνει σε κάθε σπίτι μέσα στη Φθιώτιδα. Δεν τον ενδιέφεραν τα σαλόνια και τα ψηλά σκαλοπάτια· ήταν ο παπάς, ο καλόγερος, ο άγιος των πτωχών. Τίποτε άλλο δεν συγκινούσε την ψυχή του περισσότερο από τη φτώχεια, πού η διακονία της τον ανάπαυε. «Παιδί μου, έξω οι άνθρωποι είναι φτωχοί, έξω πεινάνε, πρέπει να τους βοηθήσουμε», μου έλεγε. Κάθε Σαρακοστή έφευγε από το μοναστήρι με την ευχή του γέροντα Γερμανού κι έφτανε από τη μίαν άκρη του Νομού Φθιώτιδας στην άλλη. Δεν θα φανεί υπερβολικό αν πώ ότι πήγαινε σε όλα τα σπίτια του χωριού πού επισκεπτόταν. Κι όλοι δέχονταν με περισσή χαρά τον π. Βησσαρίωνα· κανένας δεν του έκλεινε την πόρτα. Πολλές φορές κοιμόταν και στα σπίτια τους. Και σήμερα οι άνθρωποι αυτοί, καθώς ακούν τα θαυμαστά πού συμβαίνουν στον άγιο γέροντά μας, έρχονται και ομολογούν ότι κάποτε κοιμήθηκε στο σπίτι τους, κι αυτό το θεωρούν μεγάλη ευλογία. «Ξέρετε, πάτερ, έχουμε φωτογραφία στο σπίτι μας τον π. Βησσαρίωνα. Αυτός μεγάλωσε τα παιδιά μου, αυτός τα συγκράτησε στον δρόμο του Χριστού», μου λέγει ο ένας. «Αν έχω παιδιά να στέκουν κάπως σωστά και όμορφα μέσα στην κοινωνία, το χρωστάω στον π. Βησσαρίωνα», μου λέγει ο άλλος. Και δεν είναι ένας και δύο εκείνοι πού μου τα λέγουν αυτά, είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Η περιοδεία του περιελάμβανε κατ’ αρχήν την εξομολόγηση, για την οποία με αδημονία τον ανέμεναν. Είχαν πάει κι άλλοι πνευματικοί στα χωριά τους, μα ο κόσμος δεν ανταποκρινόταν· κι εκείνοι κατηγορούσαν για αδιαφορία τους χωριανούς ή τον παπά, ότι δήθεν δεν τους προετοίμαζε σωστά. Η προσωπικότητα του π. Βησσαρίωνα ήταν σαγηνευτική. Όλοι τον εμπιστεύονταν και όλοι τον περίμεναν.
Χαρισματικός εξομολόγος
Όταν λειτουργούσε ο π. Βησσαρίων, έλαμπε ολόκληρος, καθώς τελούσε τη Θεία Λειτουργία με όλο τον σεβασμό και όλη την ιεροπρέπεια πού αρμόζει. Παρ’ ότι δεν μπορούσε να μιλήσει καλά -ύστερα από ένα περιστατικό με τους Γερμανούς η φωνή του ήταν φθίνουσα- δεν παραιτήθηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο. Έλεγε πώς «ό δέ έχω (Κύριε) τούτο Σοί δίδωμι» (Πρ. γ΄, 6). Κι έδωκε πολλά στον Κύριο, περισσότερα απ’ όσα μπορούσε. Με συμβουλές πού η Θεία Χάρις παραχωρούσε στην προσευχή του, με εμπνευσμένη κατήχηση, με μυστική εξομολόγηση, φιλοτεχνούσε το έργο του ο λειτουργός του Θεού· και δεν θα ήταν άστοχο να τον χαρακτηρίσω … Μέγα Εξομολόγο. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι ευπροσήγορο, απλό, ταπεινό, με την αδύναμη φωνούλα του· ήταν συμπαθητικός κι αυτό προσήλκυε τους πιστούς, τους έφερνε κοντά του. Εκείνος γνώριζε αυτό το χάρισμά του και το «εκμεταλλευόταν», για την ωφέλειά τους. Πολλά παιδάκια, ακούγοντας τη φωνή του, πήγαιναν από περιέργεια κοντά του. Έκεινος άνοιγε την αγκαλιά του, τα χάϊδευε στο κεφαλάκι τους και αυτά αμέσως ηρεμούσαν και ημέρευαν κοντά του· γίνονταν φίλοι μαζί του. Ο π. Βησσαρίων ήταν και ο «κουβαλητής» του μοναστηριού. Έβγαινε με την εικόνα της Παναγίας στα χωριά, όπως συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια, όπου με λαχτάρα την περίμεναν στους δρόμους οι πιστοί· τελούσαν ακολουθίες, ο παππούλης τους εξομολογούσε, τους μιλούσε με λόγους πνευματικούς και οικοδομητικούς κι εκείνοι του έδιναν ευλογίες από τα προϊόντα τους. Ο π. Βησσαρίων τα μοίραζε σε δύο «σακκιά». Ένα σακκί έφερνε στο μοναστήρι για τις ανάγκες του, καθώς τότε λειτουργούσε εδώ η Γεωργοτεχνική Σχολή και η Μονή φιλοξενούσε 82 άπορα παιδιά. Ό,τι περιείχε το άλλο σακκί τα μοίραζε απ’ ευθείας στους φτωχούς. Γνώριζε ποιές ήταν οι ανάγκες κάθε οικογένειας και σε τί, και αναλόγως έκανε την διανομή. Έτσι πέρασε τη ζωή του ο π. Βησσαρίων. Νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας με παντοειδείς τρόπους το ποίμνιο του Θεού. Ήταν ο καλός ποιμήν! Ο ποιμήν πού όντως θυσίασε την ζωή του υπέρ των προβάτων. Ο π. Βησσαρίων έτρεχε για το απολωλός πρόβατο. Έφτανε μ’ ένα τηλεφώνημα να του πούν ότι μία γυναίκα στον Δομοκό είναι άσχημα κι ότι μπορεί να πεθάνει και ζητά να εξομολογηθεί. Ανευ άλλης συζητήσεως σηκωνόταν, έπαιρνε μία τσάντα πού είχε, έβγαινε πάνω στον δρόμο, έκανε ωτοστόπ και πήγαινε! Πόσοι δεν έχουν δεί τον γέροντα στους δρόμους να περπατάει με μία τσάντα μέσα στο λιοπύρι, στο κρύο και στη βροχή. Έπαιρνε ως ιερέας μισθό και ποτέ μισθό δεν κρατούσε στα χέρια του! Αμέσως τον μοίραζε. Τον μοίραζε όλον, ούτε για τα εισιτήριά του δεν κρατούσε. Ερχόταν στο Εκκλησιαστικό Λύκειο της Λαμίας, όταν εγώ ήμουν εκεί μαθητής και όπου τον πρωτογνώρισα, και εξομολογούσε τα παιδιά. Αυτός ήταν ο πρώτος μας πνευματικός. Είχα την ευλογία και την τύχη να είναι ο πνευματικός μου. Εξομολογούσε τα παιδιά και στο τέλος πάντοτε «κάτι» τους έβαζε στο χέρι. Ξέρετε, πολλά παιδιά πήγαιναν να εξομολογηθούν για να πάρουν το χαρτζιλίκι. Ο παππούλης το γνώριζε αυτό, αλλά σιγά-σιγά τα παιδιά «γλυκαίνονταν» και στην εξομολόγηση. Έτσι έγινε απαραίτητη η εξομολόγηση στη ζωή τους. «Το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Αυτοί πού δεν τον γνώριζαν δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος του ανδρός!… Ας μην τους παρεξηγούμε. Δίκιο έχουν· δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μία ψυχή θυσίασε τον εαυτό της στον άνθρωπο, αφιερώνοντάς την στον Θεό. Πηγαίνετε στα γύρω χωριά και ρωτήστε τον κόσμο να σάς πεί εάν λέγω διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι συνέβησαν· να δείτε ότι δεν θα βρεθεί κάποιος, ούτε ένας, να σάς πεί ότι δεν ήταν άγιος άνθρωπος ο π. Βησσαρίων. Κι αυτά σήμερα, εν έτει 2006. Σε μία κοινωνία πού παραπαίει, ο π. Βησσαρίων αγίασε. Ο φιλεύσπλαγχνος Πατέρας μας στέλνει πάντα ό,τι χρειαζόμαστε, την ώρα πού το χρειαζόμαστε. Θαυμαστά είναι τα έργα Σου Κύριε!… Τί να σάς πώ, μεγάλη μορφή ο γέροντας! Σπούδασα κοντά του, αλλά δεν έχω το κουράγιο του, την θέλησή του, την δύναμή του. Τώρα ξέρω πώς αγιάζουν· το είδα στην πράξη! Μέχρι τώρα το ήξερα από τα βιβλία, καθώς διαβάζουμε στο Γεροντικό, στους βίους των Αγίων και αλλού. Μα τώρα είδα στην πράξη πώς αγιάζει ο άνθρωπος! Προσεύχομαι στον Κύριο και Θεός μας, τον γλυκύτατο Ιησού μας, να μάς αξιώσει όλους να μπούμε σ’ αυτή την ευλογημένη στράτα του γερο-Βησσαρίωνα πού θα μάς οδηγήσει στην Ουράνια Βασιλεία Του. Τα του κόσμου όλα τα θεωρούσε σκύβαλα, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ίνα Χριστόν κερδήσει». Και τον κέρδισε τον Χριστό! Ο π. Βησσαρίων είναι σήμερα κοντά στον Κύριο, ο Οποίος οικονόμησε εξαιρετικώς να του δώσει ιδιαίτερη τιμή. Δεν τον αγίασε απλώς, του κράτησε το σώμα σε αφθαρσία, για να το δούμε όλοι εμείς ιδίοις όμμασι και να πιστέψουμε, να δυναμωθούμε, να συνετισθούμε, να συγκλονισθούμε· να πάθουμε όλοι αυτό πού έπαθα εγώ όταν είδα το σκήνωμά του άφθορο μέσα στο φέρετρο. Όχι μόνο δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά και σε καμμία περίπτωση δεν το περίμενα να αξιωθώ εγώ, ο μικρός και ταπεινός, να βρώ άνθρωπο έτσι. Ήξερα πώς υπάρχει ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο άγιος Σπυρίδων, αλλά δεν ήξερα πώς είναι έτσι. Η κοίμησή του Ο π. Βησσαρίων ήταν καλά στην υγεία του σε γενικές γραμμές· δεν είχε μεγάλα προβλήματα υγείας. Είχε υποβληθεί σε μία εγχείρηση νεφρού, αλλά ήταν καλά. Στα τελευταία του ήρθαν η κόπωση, τα γεράματα· έπαθε κι ένα κρυολόγημα και νοσηλεύτηκε για λίγο στο Νοσοκομείο της Λαμίας, αλλά επειδή ήταν δύσκολη η κατάστασή του, τον πήγαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία», στην Αθήνα. Εκεί, παρ’ ότι τον βοήθησαν οι γιατροί, δεν μπόρεσε … ο καημένος λόγω των γηρατειών του να ξεπεράσει το πνευμονικό οίδημα· κι έτσι εν Κυρίω και με τη χάρη Του εκοιμήθη στις 22 Ιανουαρίου 1991. Η είδηση του θανάτου του λύπησε κατάβαθα όλα τα πνευματικά παιδιά του· μάς συγκλόνισε. Εδώ στο μοναστήρι έπεσε μεγάλο πένθος. Όσον καιρό ήταν άρρωστος ο π. Βησσαρίων στην Αθήνα, ο γέροντας Γερμανός αγρυπνούσε δίπλα στο προσκέφαλό του, μέχρι πού του έκλεισε τα μάτια. Το μοναστήρι εκείνες τις ημέρες ήταν ντυμένο στα λευκά, είχε 50-60 εκ. χιόνι· με δυσκολία ανέβηκε η νεκροφόρα. Όταν έφεραν τον γέροντα στο μοναστήρι, τον βάλαμε στην εκκλησία, όπου τον αφήσαμε δύο ημέρες, καθώς το επέτρεπε ο καιρός. Όλη την νύχτα και όλη την ημέρα περνούσε κόσμος πολύς να χαιρετήσει τον π. Βησσαρίωνα και να κλάψουν, όπως πιθανόν δεν θα έκλαιγαν στον πατέρα τους και την μητέρα τους. Έλαμπε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο και το σώμα του ευωδίαζε. Στις 24 Ιανουαρίου εψάλη η εξόδιος ακολουθία, χοροστατούντος του μητροπολίτη Δαμασκηνού. Ολιγόλογος τότε ο δεσπότης, με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σήμερα κηδεύουμε έναν Άγιο!…». Λόγια προφητικά. Ξέρετε, ο δεσπότης εξομολογείτο στον π. Βησσαρίωνα. Τσάκισε η φωνή του, έβαλε τα κλάματα και σταμάτησε. Αφού λόγω του χιονιού δεν μπορούσαμε να πάμε στο κοιμητήριο για να ενταφιάσουμε τον σεπτό γέροντά μας, πρότεινα στον ηγούμενο να τον κηδεύσουμε στα βαπτιστήρια, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια προορισμένα για την εξομολόγηση· να τον πάμε στο εξομολογητήριο τιμητικά, μια και ήταν εξομολόγος. Έτσι βρέθηκε ο π. Βησσαρίων εκεί κάτω. Όλο τον καιρό πού βρισκόταν εκεί ο γέροντας, εμείς γνωρίζαμε ότι εκεί ήταν θαμμένος ένας Άγιος. Είχα γράψει κι ένα ποίημα στον τάφο του, το οποίο τον περιγράφει. Όλα αυτά τα χρόνια κατέβαιναν εκεί κάτω πολλοί άνθρωποι για να προσκυνήσουν· βρίσκαμε μέχρι και αφιερώματα. Αυτά δείχνουν την ευσέβεια του κόσμου και σε ποιά θέση μέσα στην καρδιά τους είχαν τοποθετήσει από την πρώτη στιγμή τον π. Βησσαρίωνα. Αυτοί πού κατέβαιναν στον τάφο του προσεύχονταν και με τα αφιερώματά τους είχαν συνείδηση ότι προσφέρουν κάτι σε Άγιο, χωρίς να περιμένουν οποιοδήποτε σημείο για ν’ αποδείξει την αγιότητά του. Πολλοί άνθρωποι μάς μίλησαν για θαυμαστές εμπειρίες και βιώματα πού είχαν στον τάφο του γέροντα. Πολλοί είχαν ταραχή μέσα στο σπίτι τους, μα είδαν τον π. Βησσαρίωνα στον ύπνο τους και ήρθε η γαλήνη πάλι στην οικογένειά τους, και πολλά άλλα. Η εκταφή του άφθαρτου λειψάνου του Αφού είδαμε ότι ο γέροντας τιμάται στον τάφο του, αποφασίσαμε να μην κάνουμε εκταφή, αλλά να αναβαθμίσουμε λίγο τα βαπτιστήρια, να περιποιηθούμε τον χώρο και να τον διαφυλάξουμε ως τόπο προσκυνηματικό. Όμως οι τεχνικές υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Φθιώτιδος –πρός την οποίαν από επταετίας είχαμε απευθύνει αίτημα να μάς βοηθήσει, γιατί το μοναστήρι παρουσίαζε καθιζήσεις στην ανατολική πλευρά του– μάς είπαν ότι για να είναι σωστό το έργο έπρεπε να … γκρεμιστούν τα βαπτιστήρια, ώστε να γίνει η απαραίτητη στήριξη του μοναστηριού. Το κρίναμε λογικό, καθώς τα βαπτιστήρια εκ της καθιζήσεως δεν παρείχαν καμίαν ασφάλεια. Είπαμε το «ναί», αλλά εκεί είχαμε τον τάφο του παππούλη. Κάναμε προσευχή και παρακαλέσαμε τον παππούλη να μάς επιτρέψει την εκταφή του. Έτσι, στις 3 Μαρτίου, όλοι οι αδελφοί μαζί πήγαμε κάτω, κάναμε τρισάγιο, ασπαστήκαμε τον τάφο του κι αρχίσαμε να αφαιρούμε τούβλα από την πλευρά του. Όταν έπεσαν τα πρώτα τούβλα, είδαμε ένα φέρετρο άθικτο, όπως το είχαμε βάλει. Συνέστησα προσοχή, για να μή χτυπηθεί το φέρετρο· το βγάλαμε έξω και το πήγαμε στο κοιμητήριο, ώστε να μαζέψουμε τα κόκκαλα του παππούλη. Ανοίγουμε το φέρετρο, σηκώνουμε το σάβανο και βλέπουμε το σώμα του άφθαρτο. Συγκλονιστήκαμε· γονατίσαμε κάτω, φιλήσαμε το φέρετρο και μετά το σηκώσαμε και το πήγαμε στον ναό. Είχαμε αντιληφθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θαυμαστό γεγονός. Κάπου το περιμέναμε κιόλας, αφού πιστεύαμε στην αγιότητά του. Αφού τον βάλαμε στον ναό, είπαμε ότι αυτό το βάρος δεν μπορούμε να το σηκώσουμε μόνοι μας και ότι πρέπει να καλέσουμε την Αγία Εκκλησία να έρθει να επιληφθεί της υποθέσεως. Πήραμε αμέσως στο τηλέφωνο τον ποιμενάρχη μας, στον οποίον κάποτε είχα αναφέρει ότι ο παππούλης μου έλεγε πώς μπορεί και να τον βρούμε έτσι· εκείνος τότε με κοίταξε μειδιώντας, αλλά χωρίς να αντιδράσει· μου είπε μόνο πώς, αν δώ κάτι θαυμαστό, να τον ειδοποιήσω αμέσως. Ο σεβασμιώτατος υπέστη ισχυρό σόκ, όταν του ανέφερα τί είχε συμβεί, κι έφθασε αμέσως στο μοναστήρι. Προσκύνησε, συγκινήθηκε· δεν είχε ξαναδεί κι αυτός κάτι τέτοιο. Μάς έδωσε οδηγίες, έκανε κάποιες υπηρεσιακές ενέργειες και ανέλαβε πλέον εκείνος την υπόθεση. Εμείς πήραμε το σκήνωμα και το τοποθετήσαμε στο παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος για να προστατεύεται, και έκτοτε τελούμε πλέον υπό τις εντολές της Εκκλησίας. Ωστόσο, πώς να μή σκεφτεί κανείς ότι ο Θεός οικονόμησε την καθίζηση του μοναστηριού, και μάλιστα στη μεριά των βαπτιστηρίων, ώστε να μάς οδηγήσει στην εκταφή του π. Βησσαρίωνα και να μάς δώσει το σημείο Του με την αφθαρσία του σκηνώματός του; Αλλωστε, με κάπως παρόμοιο τρόπο –όπως θρυλλεί η παράδοσή μας- δεν οικονόμησε την ανακάλυψη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Αγάθωνης σε σπηλιά από τον όσιο Αγάθωνα, κτίτορα και προστάτη της Μονής μας; Ο ήσυχος παππούλης με τη χάρη του Τριαδικού Θεού μας τάραξε το πανελλήνιο, και όχι μόνον! Αυτός πού δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, έγινε παγκόσμια φωνή! Όπου θέλει ο Θεός, ενεργεί με τη χάρη Του και όλα τ’ άλλα παραμερίζουν, όπως όταν μία αχτίδα φωτός μπαίνει μές στο σκοτάδι και το διαλύει. Μέχρι και της φύσης η τάξη νικάται, όπως ψάλλουμε στην Παναγία μας. Τί ορίζουν οι νόμοι της φύσης για έναν άνθρωπο πού πεθαίνει; Σε δύο, τρία, το πολύ πέντε χρόνια, θα βρείς ένα σώμα λιωμένο, και στην χειρότερη περίπτωση θα βρείς σάρκες και κόκαλα μαζί. Αλλά ύστερα από δεκαπέντε χρόνια να βρείς το σκήνωμα ενός ανθρώπου σε πλήρη συνοχή, απλώς συρρικνωμένο, αφυδατωμένο, να κρατά μάλιστα το Ιερό Ευαγγέλιο και να μην μπορείς να του το αποσπάσεις; Σαν να θέλει να πεί σε όλους, και ιδιαιτέρως σε μάς τους ιερείς, ότι ξεφύγαμε από το Ευαγγέλιο και διδάσκουμε αλλότρια πράγματα· σαν να μάς λέει ότι: «Εδώ είναι για μάς η πηγή της αληθείας του Θεού. Κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων· κατάφερε ο σατανάς να μάς πείσει να κουβεντιάζουμε για όλα τα άλλα και να μην κουβεντιάζουμε για τον Χριστό μας· περί άλλων τυρβάζουμε, αλλά ενός μόνον εστί χρεία. Ντρεπόμαστε να πούμε τις παραβολές του Κυρίου, τις θεωρούμε “φτωχές”, ότι είναι μόνον για χαμηλού επιπέδου ανθρώπους. Όμως ας αναλογιστούμε πόσες ψυχές αυτές οι παραβολές ανέβασαν στον Παράδεισο! Δεν έχουμε την απλή φρόνηση να σκεφτούμε ότι τα λόγια πού είπε ο Κύριός μας δεν αντικαθίστανται με άλλα λόγια, λόγια του κόσμου τούτου;». Αυτό, λοιπόν, θέλει να πεί ο παππούλης μας σε όλους εμάς τους ιερείς και μοναχούς, όχι από τον τάφο του, αλλά από τις ουράνιες νομές όπου μετά των Δικαίων και Αγίων του Θεού συγκαταλέγεται, για να μάς προστατέψει, προτρέποντάς μας: «Γυρίστε πάλι στις γάργαρες πηγές της Πίστεως μας, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Πάψτε να ασχολείσθε με τις κοσμικότητες και τα κοινωνικά ζητήματα, είναι άλλοι αρμόδιοι γι’ αυτά τα θέματα· εσείς έχετε χρέος να οδηγήσετε τις ψυχές εις “νομάς σωτηρίους”, ν’ ανεβάσετε τον άνθρωπο από τη Γή στον Ουρανό!…».