Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27)
Η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ
«Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18)
Ἕνας, ἀγαπητοί μου, λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἕνας ἄνθρωπος ἔρχεται στὸ Χριστό. Εἶναι νέος (βλ. Ματθ. 19,22), εἶναι ὑγιής, εἶναι «πλούσιος», εἶναι ἀκόμη «ἄρχων» (Λουκ. 18,23,18). Τέσσερα ἀγαθά, ποὺ τόσο τὰ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, συγκεντρωμένα σ᾽ ἕνα πρόσωπο. Τί ἄλλο ἤθελε; Ὑγεία εἶχε, νιᾶτα εἶχε, πλούτη εἶχε, ἀξίωμα εἶχε. Ἐν τούτοις δὲν ἦταν ἱκανοποιημένος. Μέσα του κάτι τὸν ἀπασχολεῖ κ᾽ ἕνα ἐρώτημα ἔρχεται στὰ χείλη του· «Τί νὰ κάνω;…» (ἔ.ἀ.).
Θυμηθῆτε· τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἀκούσαμε κι ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς ἄλλου πλουσίου, τοῦ ἄφρονος πλουσίου (βλ. Λουκ. 12,17), ἐρώτημα ποὺ ἐκφράζει καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς πλουσίους, ἀφοῦ κι αὐτοὶ μεριμνοῦν γιὰ ἐπίγεια πλούτη. Ἀλλὰ τὸ «τί νὰ κάνω;» τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου διαφέρει πολὺ ἀπὸ τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνοι ἀγωνιοῦν γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα. Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται καὶ ἐρωτᾷ γιὰ κάτι μεγάλο. Ὁ πόθος του εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή.
Αἰώνιος ζωή, κόλασι καὶ παράδεισος!… τί εἶν᾽ αὐτά; μπορεῖ νὰ ποῦν κάποιοι μοντέρνοι κύριοι· ἄκου ἐκεῖ «αἰώνιος ζωή», λόγια ἀνοήτων!… Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἡ αἰώνιος ζωὴ ὑπάρχει. Ὑπάρχει; Μὰ ἔχετε ἀποδείξεις; Βεβαίως ἔχουμε. Ποιές ἀποδείξεις; Δὲν θὰ κάνουμε ἐδῶ φιλοσοφικὴ ἢ ἱστορικὴ ἢ ψυχολογικὴ κ.λπ. διάλεξι· συνοπτικῶς λέμε τὰ ἑξῆς.
Θυμηθῆτε· τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἀκούσαμε κι ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς ἄλλου πλουσίου, τοῦ ἄφρονος πλουσίου (βλ. Λουκ. 12,17), ἐρώτημα ποὺ ἐκφράζει καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς πλουσίους, ἀφοῦ κι αὐτοὶ μεριμνοῦν γιὰ ἐπίγεια πλούτη. Ἀλλὰ τὸ «τί νὰ κάνω;» τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου διαφέρει πολὺ ἀπὸ τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνοι ἀγωνιοῦν γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα. Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται καὶ ἐρωτᾷ γιὰ κάτι μεγάλο. Ὁ πόθος του εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή.
Αἰώνιος ζωή, κόλασι καὶ παράδεισος!… τί εἶν᾽ αὐτά; μπορεῖ νὰ ποῦν κάποιοι μοντέρνοι κύριοι· ἄκου ἐκεῖ «αἰώνιος ζωή», λόγια ἀνοήτων!… Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἡ αἰώνιος ζωὴ ὑπάρχει. Ὑπάρχει; Μὰ ἔχετε ἀποδείξεις; Βεβαίως ἔχουμε. Ποιές ἀποδείξεις; Δὲν θὰ κάνουμε ἐδῶ φιλοσοφικὴ ἢ ἱστορικὴ ἢ ψυχολογικὴ κ.λπ. διάλεξι· συνοπτικῶς λέμε τὰ ἑξῆς.
* * *
Ἐὰν ἀνοίξετε τὴν παγκόσμιο ἱστορία, ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀρχαιότητος μέχρι σήμερα, τὰ εὑρήματα τῶν ἀνασκαφῶν, τὰ μνημεῖα καὶ οἱ τάφοι, ὅπως καὶ αὐτὸς ποὺ βρέθηκε στὴ Βεργίνα, μὲ τὶς ἐπιγραφὲς καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ περιέχουν, μαρτυροῦν τὴν κοινὴ πεποίθησι τῶν λαῶν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζῇ καὶ πέρα τοῦ τάφου. Ὅλοι πιστεύουν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι σὰν τὸ ζῷο, ποὺ ψοφᾷ κι ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἀποσυντεθῆ δὲν μένει τίποτα ἀπὸ τὴν ὕπαρξί του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη, ζῇ αἰωνίως.
Ἐὰν ἀφήσουμε τὴν ἱστορία καὶ ἐρευνήσουμε τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη, τὸ ἴδιο θὰ δοῦμε. Ἂν ρωτήσουμε ὄχι κάποιους δῆθεν ἐπιστήμονες τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ ἀφ᾽ ὅτου πῆραν ἕνα δίπλωμα ἔκλεισαν τὰ βιβλία καὶ παίζουν μπιλιάρδο καὶ χαρτιά, ἀλλ᾽ ἐκείνους ποὺ οἱ κρόταφοί τους ἄσπρισαν στὴ μελέτη, καὶ ἂν ρωτήσουμε μεγάλους φιλοσόφους ὅπως ὁ Σωκράτης ὁ Πλάτων ὁ Ἀριστοτέλης, ἂν τοὺς θέσουμε τὸ ἐρώτημα «ὑπάρχει αἰώνιος ζωή;» θὰ μᾶς ἀπαντήσουν· ὑπάρχει!
Ἡ ἱστορία ἀπαντᾷ ναί, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπαντοῦν ναί. Ἂν ρωτήσουμε καὶ τὴν ψυχολογία, κι αὐτὴ ἀπαντᾷ ναί. Ἡ ψυχολογία, ὄχι τῆς ἐπιφανείας ἀλλὰ τοῦ βάθους, λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ ὑλικὸ ὄν, εἶνε καὶ οἰκονομικὸ ὄν, εἶναι καὶ ἐμπορικὸ ὄν, εἶναι καὶ κοινωνικὸ ὄν· εἶναι πολύπλευρος καὶ πολυδιάστατος. Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ψυχολογία λέει ἀκόμη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεθοριακὸ ἢ μεταφυσικὸ ὄν. Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅπως ἐδῶ στὰ σύνορα ἔχουμε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν ἀγαπημένη καὶ μαρτυρική μας πατρίδα κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ξένο ἔδαφος, εἴμαστε δηλαδὴ στὴ μεθόριο δύο κρατῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὰ σύνορα δύο κόσμων. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἐπίγειος κόσμος κι ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ἐπέκεινα, ὁ πέρα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχει καὶ τῶν δύο.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, γιατί νὰ ρωτοῦμε τοὺς ἐπιστήμονες ἱστορικοὺς φιλοσόφους καὶ ψυχολόγους; Ἂν εἴμαστε Χριστιανοί, μᾶς ἀρκεῖ μία καὶ μόνο μαρτυρία. Μαρτυρεῖ ἕνας, ὅτι ὑπάρχει ψυχή· καὶ ἡ δική του μαρτυρία ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη. Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶπε ποτέ ψέμα· μέχρι σήμερα οἱ αἰῶνες δὲν τὸν διέψευσαν. Καὶ ὁ ἕνας αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τί εἶπε ὁ Χριστός; Μίλησε περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ βεβαίωσε ὅτι ὑπάρχει. Καὶ ἂν στὸ Χριστὸ δὲν πιστέψουμε, σὲ ποιόν παρακαλῶ θὰ πιστέψουμε; Γιὰ τὸ Χριστὸ ἡ ὕπαρξι τῆς ψυχῆς εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο. Δὲν κάθεται νὰ κάνῃ συλλογισμοὺς ὅπως οἱ φιλόσοφοι. Εἶνε γεγονός. Καὶ ἕνα γεγονὸς δὲν κοπιάζει κανεὶς νὰ τὸ ἀποδείξῃ. Ὑπάρχει ἥλιος. Ποιός λέει, Ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὑπάρχει ἥλιος; Περιττεύει. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος λάμπει στὸν φυσικὸ κόσμο, κατὰ παρόμοιο τρόπο στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι βεβαιότης ἀναμφισβήτητη· ὑπάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή.
Τὸ πίστευαν, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἀρχαῖοι. Τὸ πίστευαν οἱ πρόγονοί μας καὶ οἱ γιαγιάδες μας. Τὸ πίστευαν ὅλοι καὶ τὸ ὑπέγραφαν μὲ τὰ δυό τους χέρια, ὄχι ἁπλῶς μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τους. Τί; Αὐτὸ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν» (11-12).
Ἐὰν ἀφήσουμε τὴν ἱστορία καὶ ἐρευνήσουμε τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη, τὸ ἴδιο θὰ δοῦμε. Ἂν ρωτήσουμε ὄχι κάποιους δῆθεν ἐπιστήμονες τῶν ἡμερῶν μας, ποὺ ἀφ᾽ ὅτου πῆραν ἕνα δίπλωμα ἔκλεισαν τὰ βιβλία καὶ παίζουν μπιλιάρδο καὶ χαρτιά, ἀλλ᾽ ἐκείνους ποὺ οἱ κρόταφοί τους ἄσπρισαν στὴ μελέτη, καὶ ἂν ρωτήσουμε μεγάλους φιλοσόφους ὅπως ὁ Σωκράτης ὁ Πλάτων ὁ Ἀριστοτέλης, ἂν τοὺς θέσουμε τὸ ἐρώτημα «ὑπάρχει αἰώνιος ζωή;» θὰ μᾶς ἀπαντήσουν· ὑπάρχει!
Ἡ ἱστορία ἀπαντᾷ ναί, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπαντοῦν ναί. Ἂν ρωτήσουμε καὶ τὴν ψυχολογία, κι αὐτὴ ἀπαντᾷ ναί. Ἡ ψυχολογία, ὄχι τῆς ἐπιφανείας ἀλλὰ τοῦ βάθους, λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε καὶ ὑλικὸ ὄν, εἶνε καὶ οἰκονομικὸ ὄν, εἶναι καὶ ἐμπορικὸ ὄν, εἶναι καὶ κοινωνικὸ ὄν· εἶναι πολύπλευρος καὶ πολυδιάστατος. Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ψυχολογία λέει ἀκόμη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεθοριακὸ ἢ μεταφυσικὸ ὄν. Τί θὰ πῇ αὐτό; Ὅπως ἐδῶ στὰ σύνορα ἔχουμε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν ἀγαπημένη καὶ μαρτυρική μας πατρίδα κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ξένο ἔδαφος, εἴμαστε δηλαδὴ στὴ μεθόριο δύο κρατῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὰ σύνορα δύο κόσμων. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ἐπίγειος κόσμος κι ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ἐπέκεινα, ὁ πέρα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μετέχει καὶ τῶν δύο.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, γιατί νὰ ρωτοῦμε τοὺς ἐπιστήμονες ἱστορικοὺς φιλοσόφους καὶ ψυχολόγους; Ἂν εἴμαστε Χριστιανοί, μᾶς ἀρκεῖ μία καὶ μόνο μαρτυρία. Μαρτυρεῖ ἕνας, ὅτι ὑπάρχει ψυχή· καὶ ἡ δική του μαρτυρία ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη. Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶπε ποτέ ψέμα· μέχρι σήμερα οἱ αἰῶνες δὲν τὸν διέψευσαν. Καὶ ὁ ἕνας αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τί εἶπε ὁ Χριστός; Μίλησε περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ βεβαίωσε ὅτι ὑπάρχει. Καὶ ἂν στὸ Χριστὸ δὲν πιστέψουμε, σὲ ποιόν παρακαλῶ θὰ πιστέψουμε; Γιὰ τὸ Χριστὸ ἡ ὕπαρξι τῆς ψυχῆς εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο. Δὲν κάθεται νὰ κάνῃ συλλογισμοὺς ὅπως οἱ φιλόσοφοι. Εἶνε γεγονός. Καὶ ἕνα γεγονὸς δὲν κοπιάζει κανεὶς νὰ τὸ ἀποδείξῃ. Ὑπάρχει ἥλιος. Ποιός λέει, Ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὑπάρχει ἥλιος; Περιττεύει. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἥλιος λάμπει στὸν φυσικὸ κόσμο, κατὰ παρόμοιο τρόπο στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι βεβαιότης ἀναμφισβήτητη· ὑπάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή.
Τὸ πίστευαν, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἀρχαῖοι. Τὸ πίστευαν οἱ πρόγονοί μας καὶ οἱ γιαγιάδες μας. Τὸ πίστευαν ὅλοι καὶ τὸ ὑπέγραφαν μὲ τὰ δυό τους χέρια, ὄχι ἁπλῶς μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τους. Τί; Αὐτὸ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν» (11-12).
* * *
Ἐκεῖνοι πίστευαν. Ἐμεῖς; Ὤ, σήμερα εἶναι «ἡμέραι πονηραί», ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος (Ἐφ. 5,16). Ἡ πίστι καθημερινῶς ἐκλείπει. Εἶναι σὰ νὰ ταξιδεύουμε μέσα σὲ ὁμίχλη. Ὁρατότης μηδέν. Κοντόφθαλμοι οἱ ἄνθρωποι δὲ βλέπουν τίποτα μπροστά τους. Ἤ, γιὰ νὰ φέρω μιὰ ἄλλη εἰκόνα, μοιάζουμε μὲ πουλιὰ ποὺ τὰ κυνηγᾷ ὁ ἄνεμος καὶ γιὰ νὰ σωθοῦν, μόλις δοῦν κάποια τρύπα σπηλαίου, ὁρμοῦν μέσα, ἀλλὰ τὸ σπήλαιο εἶναι δαιδαλῶδες, καὶ αἰχμαλωτίζονται ἐκεῖ· πετοῦν τὰ δύστυχα δεξιὰ – ἀριστερὰ ἀπεγνωσμένα μέσ᾽ στὸ σκοτάδι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ βροῦν διέξοδο πρὸς τὸ φῶς. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, πουλιὰ αἰχμάλωτα μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, κινούμεθα στὸ ἔρεβος, καὶ δὲ βλέπουμε τὸ φωτεινὸ σῆμα, ποὺ ἐκπέμπει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μᾶς καλεῖ στὴν αἰώνιο ζωή.
Αἰώνιος ζωή! Θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν Χρυσόστομος καὶ Βασίλειος, νὰ βάλω στὴν καρδιά σας τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ ἀθάνατη, ὅτι πέρα τοῦ τάφου ὑπάρχει ζωή, ὅτι δὲν τελειώνει ἡ ζωὴ μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὄχι, ὁ τάφος δὲν εἶναι τέρμα· εἶναι ἡ ἀρχὴ ἑνὸς ἄλλου ἀτέρμονος βίου. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστι μας.
Ὁ πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου πίστευε ὅτι ὑπάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή· ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν, μὲ ποιό τρόπο θὰ μπορέσῃ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, ποιά εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ· Καλὴ ἡ πίστι· ἀλλὰ ποιά πίστι; Ὄχι ἡ θεωρητική, ποὺ μένει στὰ λόγια· ὄχι ἡ ἀρνητική, ποὺ περιορίζεται στὴν τήρησι μόνο ὡρισμένων «μὴ…» ποὺ ἀκούσαμε σήμερα (Λουκ. 18,20)· ὄχι ἡ τυπική, ποὺ νομίζει ἀρκετὸ τὸ νὰ ἐκτελέσουμε μερικὰ θρησκευτικὰ καθήκοντα, ν᾽ ἀνάψουμε π.χ. ἕνα κερί. Καὶ αὐτὸ βεβαίως δὲν ἀπορρίπτεται· ἔχει συμβολισμὸ τὸ ν᾽ ἀνάβῃς κερί· εἶνε σὰ νὰ λὲς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀλλὰ δὲ φθάνει μόνο αὐτό· πρέπει κ᾽ ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ εἶσαι ἕνα ἀναμμένο κεράκι μέσ᾽ στὴ γενεά σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14).
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν πίστι ἔφθαναν ἀκόμα καὶ σὲ φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης λ.χ., ποὺ γιορτάζει τὶς μέρες αὐτές (27 Νοεμ.), ζοῦσε στὴν Περσία ἀνάμεσα σὲ πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Ἦταν μόνος. Τὸν κάλεσαν ν᾽ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Δὲν ὑπέκυψε. Τὸν πίεσαν, τὸν φυλάκισαν, τὸν βασάνισαν, τὸν ἔκοψαν κομμάτια – κομμάτια ὅπως ὁ χασάπης τὸ κρέας· τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη, τὰ αὐτιά, τὰ χέρια, τὰ πόδια, τοῦ ξερρίζωσαν τὰ δόντια. Μὰ αὐτὸς συνέχιζε νὰ λέῃ· Πιστεύω στὸ Χριστό! Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστι ποὺ σῴζει, αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸ βασίλειο τῆς αἰωνιότητος.
Αἰώνιος ζωή! Θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν Χρυσόστομος καὶ Βασίλειος, νὰ βάλω στὴν καρδιά σας τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ ἀθάνατη, ὅτι πέρα τοῦ τάφου ὑπάρχει ζωή, ὅτι δὲν τελειώνει ἡ ζωὴ μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη. Ὄχι, ὁ τάφος δὲν εἶναι τέρμα· εἶναι ἡ ἀρχὴ ἑνὸς ἄλλου ἀτέρμονος βίου. Αὐτὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστι μας.
Ὁ πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου πίστευε ὅτι ὑπάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή· ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε ἦταν, μὲ ποιό τρόπο θὰ μπορέσῃ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή, ποιά εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ· Καλὴ ἡ πίστι· ἀλλὰ ποιά πίστι; Ὄχι ἡ θεωρητική, ποὺ μένει στὰ λόγια· ὄχι ἡ ἀρνητική, ποὺ περιορίζεται στὴν τήρησι μόνο ὡρισμένων «μὴ…» ποὺ ἀκούσαμε σήμερα (Λουκ. 18,20)· ὄχι ἡ τυπική, ποὺ νομίζει ἀρκετὸ τὸ νὰ ἐκτελέσουμε μερικὰ θρησκευτικὰ καθήκοντα, ν᾽ ἀνάψουμε π.χ. ἕνα κερί. Καὶ αὐτὸ βεβαίως δὲν ἀπορρίπτεται· ἔχει συμβολισμὸ τὸ ν᾽ ἀνάβῃς κερί· εἶνε σὰ νὰ λὲς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Ἀλλὰ δὲ φθάνει μόνο αὐτό· πρέπει κ᾽ ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ εἶσαι ἕνα ἀναμμένο κεράκι μέσ᾽ στὴ γενεά σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. 5,14).
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν πίστι ἔφθαναν ἀκόμα καὶ σὲ φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης λ.χ., ποὺ γιορτάζει τὶς μέρες αὐτές (27 Νοεμ.), ζοῦσε στὴν Περσία ἀνάμεσα σὲ πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Ἦταν μόνος. Τὸν κάλεσαν ν᾽ ἀρνηθῇ τὸ Χριστό. Δὲν ὑπέκυψε. Τὸν πίεσαν, τὸν φυλάκισαν, τὸν βασάνισαν, τὸν ἔκοψαν κομμάτια – κομμάτια ὅπως ὁ χασάπης τὸ κρέας· τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη, τὰ αὐτιά, τὰ χέρια, τὰ πόδια, τοῦ ξερρίζωσαν τὰ δόντια. Μὰ αὐτὸς συνέχιζε νὰ λέῃ· Πιστεύω στὸ Χριστό! Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστι ποὺ σῴζει, αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸ βασίλειο τῆς αἰωνιότητος.
* * *
Ἀδελφοί μου καὶ πατέρες! Ἂς σκεφθοῦμε σήμερα σοβαρά, ὅτι ὁ τάφος τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας μας δὲν εἶναι τέρμα, ἐκμηδένισις. Ποιός τὸ εἶπε; Πέρα τοῦ τάφου εἶναι ἄλλη ζωή, αἰώνιος ζωή. Ἂς προετοιμασθοῦμε λοιπόν. Αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδέψῃ βγάζει εἰσιτήριο καὶ διαβατήριο. Μὴ βρεθοῦμε ἀνέτοιμοι.
Σ᾽ ἕνα ἀνάκτορο ὁ βασιλιᾶς εἶχε ἕνα γελωτοποιό, νὰ τὸν διασκεδάζῃ μὲ τὰ ἀστεῖα του. Μιὰ μέρα, θέλοντας νὰ παίξῃ μαζί του, ἔδωσε στὸν γελοτοποιὸ ἕνα μπαστούνι λέγοντας· ―Πάρ᾽ το. Κι ἂν βρῇς ἄλλον πιὸ βλᾶκα ἀπὸ σένα, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς… Πῆρε τὸ μπαστούνι ὁ ἠθοποιὸς μέ κάποια πικρία. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ὁ βασιλιᾶς ἀρρώστησε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Πῆγε κι ὁ θεατρῖνος νὰ τὸν δῇ. ―Πεθαίνω, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς, φεύγω γιὰ ταξίδι μακρινό, ἀγύριστο. ― Καὶ ἔκανες καμμιὰ προετοιμασία, μεγαλειότατε; ―Ὄχι. ―Ἔ, τότε βρῆκα τὸν πιὸ βλᾶκα ἀπὸ μένα. Πάρε τὸ μπαστούνι!
Τὰ ἄλλα λάθη στὴ ζωὴ εἶνε μικρά. Τὸ τραγικώτερο θὰ εἶναι ἄν, τὰ λίγα χρόνια ποὺ ζοῦμε, δὲν προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ, κλείνοντας τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Σ᾽ ἕνα ἀνάκτορο ὁ βασιλιᾶς εἶχε ἕνα γελωτοποιό, νὰ τὸν διασκεδάζῃ μὲ τὰ ἀστεῖα του. Μιὰ μέρα, θέλοντας νὰ παίξῃ μαζί του, ἔδωσε στὸν γελοτοποιὸ ἕνα μπαστούνι λέγοντας· ―Πάρ᾽ το. Κι ἂν βρῇς ἄλλον πιὸ βλᾶκα ἀπὸ σένα, νὰ τοῦ τὸ δώσῃς… Πῆρε τὸ μπαστούνι ὁ ἠθοποιὸς μέ κάποια πικρία. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ὁ βασιλιᾶς ἀρρώστησε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Πῆγε κι ὁ θεατρῖνος νὰ τὸν δῇ. ―Πεθαίνω, τοῦ λέει ὁ βασιλιᾶς, φεύγω γιὰ ταξίδι μακρινό, ἀγύριστο. ― Καὶ ἔκανες καμμιὰ προετοιμασία, μεγαλειότατε; ―Ὄχι. ―Ἔ, τότε βρῆκα τὸν πιὸ βλᾶκα ἀπὸ μένα. Πάρε τὸ μπαστούνι!
Τὰ ἄλλα λάθη στὴ ζωὴ εἶνε μικρά. Τὸ τραγικώτερο θὰ εἶναι ἄν, τὰ λίγα χρόνια ποὺ ζοῦμε, δὲν προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ, κλείνοντας τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας καὶ νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος