του Θεόδωρου Ρηγινιώτη
Η τελική κρίση. Ο ποταμός που ρέει από το θρόνο του Χριστού, γίνεται φως ή πυρ, ανάλογα με την ηθική κατάσταση των ανθρώπων (Πηγή: www.oodegr.com)
Το παρόν άρθρο του κ. Θεόδωρου Ρηγινιώτη που παρουσιάζουμε σήμερα για την αιώνια κόλαση (και όχι αφανισμό) εκείνων που δε θα σωθούν, αποτελεί μέρος επιστολής που έστειλε σε αδογματικό προτεστάντη και περιλαμβάνει πληροφορίες και τεκμήρια όσον αφορά τις βιβλικές και αποστολικές ρίζες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για ορισμένα ζητήματα αυτής, τα οποία πιστεύουμε πως ενδιαφέρουν κάθε Ορθόδοξο πιστό. Έχουμε ήδη δημοσιεύσει δύο μέρη της επιστολής αυτής το «Περί ειδικού ιερατείου στηνπρώτη (αποστολική) Εκκλησία» και το «Η χιλιετής βασιλεία και η πρώτη ανάσταση». Θα ακολουθήσουν και άλλα τμήματα της τόσο ενδιαφέρουσας και αξιόλογης επιστολής αυτής.
Ακολουθεί η παράθεση του άρθρου:
Α) Εκτός της παραβολής του πλουσίου και του Λαζάρου (την οποία παρακάμπτετε δίνοντάς της μια άκρως «πνευματοκρατική» ερμηνεία και αξιώνοντας γι’ αυτήν αποκλειστικότητα), και οι λοιπές αναφορές του Κυρίου στην κόλαση, όπως Ματθ. 8, 12. 22, 13. Μάρκ. 9, 44, κ.λ.π., φανερώνουν σαφώς την ύπαρξη του ανθρώπου ζωντανού σε αυτήν. Αν θέλουμε να θεωρήσουμε μεταφορικές αυτές τις αναφορές και κυριολεκτικές τις αναφορές σε «απώλεια» (ως αναφορές σε οντολογικό αφανισμό και όχι σε απώλεια της ζωής ως σχέσης με το Θεό) είναι δικαίωμά μας, αλλά θα το έχουμε κάνει με βάση προϋπάρχουσες πεποιθήσεις μας. Σημ. ότι, αν ο Χριστός είπε ψέματα, τότε εξαπάτησε τους ακροατές του και κατ’ επέκτασιν όλους τους ανθρώπους, κρύβοντάς τους την «αλήθεια» ότι δεν υπάρχει οδύνη, αλλά μόνον αφανισμός – πράγμα εντελώς διαφορετικό.
Β) «Εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ. 25, 46): η κόλασις = κλάδεμα, όπως λέτε, δεν θα είναι αιώνια πράξη, αλλά στιγμιαία. Το δέντρο κλαδεύτηκε και τελείωσε. «Αιώνιο κλάδεμα» δε νοείται.
Γ) Παρότι ο Χριστός μιλάει για χόρτα ή κλήματα που ρίχνονται στη φωτιά (π.χ. Ιω. 15, 6) και χαρακτηρίζει την κόλαση «γέενα του πυρός» (π.χ. Ματθ. 18, 9), αναφέρει επίσης το πυρ της κολάσεως ως «αιώνιον πυρ» (στο ίδιο, στίχ. 8, κ.α.). Για να είναι «αιώνιον» αυτό το πυρ, σημαίνει ότι το καύσιμό του είναι επίσης αιώνιο. Φυσικά, πρόκειται, κατά τους αγίους Πατέρες, για το αιώνιο Φως του Θεού, που το βιώνουν ως πυρ εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού. Όμως στην αναφορά αυτή του Χριστού, είναι αιώνιο ως πυρ της γεένης (Μάρκ. 9, 42-49: «εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται»). Πρόκειται για ακριβώς την ίδια εικόνα με την παραβολή του πλούσιου και του Λάζαρου, το Αποκ. 14, 10-11, κ.λ.π.: βασανισμός μέσα στο πυρ. Σύμπτωση;
Στο ίδιο, Ματθ. 18, 6, και Μαρκ. 9, 42, ο Κύριος λέει για εκείνον που θα σκανδαλίσει έναν από τους «μικρούς πιστούς», ότι τον συμφέρει να πέσει στη θάλασσα με μια μυλόπετρα στο λαιμό του (παρά να διαπράξει το σκανδαλισμό, προφανώς). Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας… βουτιάς είναι ο θάνατος. Συνεπώς, η αμαρτία του σκανδαλισμού δεν επιφέρει το θάνατο (οντολογικώς), αλλά κάτι άλλο (χειρότερο). [Σημ. Αν βασιζόμασταν μόνο στη Βίβλο, θα μπορούσαμε να πνίγουμε στη θάλασσα τους αμαρτωλούς, όπως οι αιρετικοί ιεροεξεταστές, για να τους ωφελήσουμε, σύμφωνα με αυτό το στίχο].
Γι’ αυτό και «συνέφερε» τον Ιούδα να μην είχε γεννηθεί καν (Ματθ. 26, 24). Αν η κόλαση είναι οντολογικός αφανισμός, γιατί τον «συνέφερε»; Οντολογικός αφανισμός = ανυπαρξία = μη γέννηση.
Δ) Στο Αποκ. 14, 10-11, αναφέρεται ότι εκείνος που θα προσκυνήσει το θηρίο «βασανισθήσεται εν πυρί και θείω ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του αρνίου. και ο καπνός του βασανισμού αυτών εις αιώνας αιώνων αναβαίνει, και ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας και νυκτός οι προσκυνούντες το θηρίον και την εικόνα αυτού, και ει τις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού».
Το ίδιο αναφέρεται και στο Αποκ. 20, 9-14: «και ανέβησαν επί το πλάτος της γης, και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην· και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του Θεού και κατέφαγεν αυτούς· και ο διάβολος ο πλανών αυτούς εβλήθη εις την λίμνην του πυρός και του θείου, όπου και το θηρίον και ο ψευδοπροφήτης, και βασανισθήσονται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων. Και είδον θρόνον μέγαν λευκόν και τον καθήμενον επ’ αυτω, ου από προσώπου έφυγεν η γη και ο ουρανός, και τόπος ουχ ευρέθη αυτοίς. και είδον τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους μικρούς, εστώτας ενώπιον του θρόνου, και βιβλία ηνοίχθησαν· και άλλο βιβλίον ηνοίχθη, ό εστι της ζωής· και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών. και έδωκεν η θάλασσα τους νεκρούς τους εν αυτη, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς, και εκρίθησαν έκαστος κατά τα έργα αυτών. και ο θάνατος και ο άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός· ούτος ο θάνατος ο δεύτερός εστιν. και ει τις ουχ ευρέθη εν τη βίβλω της ζωής γεγραμμένος» (άρα και οι νεκροί του στίχ. 9) «εβλήθη εις την λίμνην του πυρός».
Είναι σαφές ότι όποιος βάλλεται «εις την λίμνην του πυρός» δεν πεθαίνει, αλλά «βασανίζεται ημέρας και νυκτός εις τους αιώνας των αιώνων». Ακόμη και με την ερμηνεία βασανισμός = δοκιμασία (όμως «ουκ έχουσιν ανάπαυσιν»), μια αιώνια δοκιμασία προϋποθέτει αιώνια ύπαρξη του δοκιμαζόμενου. Οντολογικά αφανισθείς είναι ανύπαρκτος, οπότε δε μπορεί να δοκιμάζεται.
Ε) Στη Βίβλο είναι σαφές ότι θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί, «δίκαιοι» και «φαύλοι» (π.χ. Ιω. 5, 28-29: «ότι έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως»). Στο στίχο αυτό μάλιστα φαίνεται και ότι δίκαιοι και φαύλοι θα αναστηθούν ταυτόχρονα, όχι οι δίκαιοι (άγιοι) πριν από τους φαύλους σε μια «πρώτη ανάσταση».
Δεδομένου ότι ο Θεός γνωρίζει τα πάντα, δε χρειάζεται να περάσει από δίκη εκείνος που θα καταλήξει στην αιώνια κόλαση. Γιατί λοιπόν να αναστηθεί; Για να ξαναπεθάνει; Αν κόλαση = αφανισμός (κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά π.χ.), είναι λογικό να αναστηθούν μόνον οι δίκαιοι. Ή έστω, από τους «τα φαύλα πράξαντες», εκείνοι που τελικά θα σωθούν. Ο Θεός ξέρει ποιοι είναι. ολόκληρο το σκηνικό της κρίσης στο Ματθ. 25, 31-46 (όπου μάλιστα και οι κολαζόμενοι κάνουν διάλογο με το Χριστό και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι ζωντανοί), περιττεύει.
Η ανάσταση εκείνων που θα κολαστούν φαίνεται και από εδάφια όπως τα: Ματθ. 10, 15 / Μάρκ. 6, 11: «ανεκτότερον έσται Σοδόμοις ή Γομόρροις εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» (αυτό φανερώνει και ότι η κόλαση δεν είναι ίδια για όλους – ενώ αν επρόκειτο για αφανισμό, θα ήταν ίδια για όλους), και Δανιήλ 12, 2: «και πολλοί των καθευδόντων εν γης χώματι εξεγερθήσονται, ούτοι εις ζωήν αιώνιον και ούτοι εις ονειδισμόν και εις αισχύνην αιώνιον» (ανάλογη φράση με το Ματθ. 25, 4).
Το «πολλοί εξεγερθήσονται» δε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπαινίσσεται ανάσταση μερικών μόνο, όχι όλων, γιατί τότε αντιφάσκει με άλλες αναφορές (π.χ. Ματθ. 25, 32, Αποκ. 20, 12-13 – που μάλιστα μοιάζουν και μεταξύ τους), αλλά και γιατί ούτως ή άλλως μιλάει και για αναστάντες «εις ονειδισμόν και αισχύνην αιώνιον».
Στ) Η πλατωνική ιδέα της αθανασίας της ψυχής απορρίπτεται στο χριστιανισμό. Φύσει αθάνατος είναι μόνον ο Θεός. Όλα τα κτιστά όντα ζουν όσο μετέχουν στη θεία χάρη. Η ιδέα ότι αγαθοί και πονηροί άνθρωποι και άγγελοι θα ζουν για πάντα (είτε στον παράδεισο είτε στην κόλαση) οφείλεται στην ιδέα ότι ακόμη και στην κόλαση ο Θεός δεν αποσύρει τη χάρη και την αγάπη Του· ο άνθρωπος (ή άγγελος) είναι εκείνος που δεν τη δέχεται, γι’ αυτό βιώνει ως κόλαση –αιώνιο πυρ– αυτό που ο Θεός θέλει να βιώσουν όλοι ως παράδεισο, «ατελεύτητη ηδονή» και αιώνιο Φως. Γι’ αυτό ακριβώς η ύπαρξη της αιώνιας κόλασης δεν αποτελεί νίκη του κακού (αφού η κόλαση δεν «υπάρχει» αλλά είναι η ίδια η κατάσταση της χάριτος [1], που βιώνεται ανάποδα λόγω της ελεύθερης επιλογής κάποιων από τα λογικά όντα, τα οποία πάντα ο Θεός αγαπά και πάντα τα έχει στο άκτιστο Φως Του), ενώ αντίθετα η επιβολή οντολογικού θανάτου θα συνιστούσε νίκη του κακού, όπως θα δούμε.
Το παραπάνω έχει ερείσματα στην Αγία Γραφή; Εκτός του ότι «ο Θεός αγάπη εστί», άρα τα περί θείας οργής πρέπει να νοηθούν ως ανθρωπομορφισμοί [συνεπώς ακόμη και στην κόλαση υπάρχει η αγάπη Του, άρα η θεία χάρη και η εξ αυτής προερχόμενη αιώνια ζωή], διαβάζουμε ότι «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων. έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου, και ουκ έστιν εν αυταίς φάρμακον ολέθρου ούτε άδου βασίλειον επί γης. δικαιοσύνη γαρ αθάνατός εστιν» (Σοφία Σολομώντος 1, 13-15). Και παρακάτω (2, 23-24): «ότι ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν· φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον».
Αφού λοιπόν «ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», πώς θα επιβάλει σε κάποια από τα κτίσματά Του εκείνο, το οποίο ο ίδιος «ουκ εποίησεν», ούτε και τέρπεται με αυτό;
Στην παρούσα κατάσταση του κόσμου, είναι μάλλον συνηθέστερο να μη γίνεται το θέλημα του Θεού, αλλά το αμαρτωλό θέλημα των κτισμάτων Του. Ο Θεός αυτό το ανέχεται από αγάπη και ταπείνωση και, ενίοτε, το αντιστρέφει προς όφελος των κτισμάτων (πράγμα που δε μπορεί να συμβεί με ένα τελειωτικό αφανισμό τους). Μετά τη δευτέρα παρουσία όμως, στην ανέσπερη ημέρα, το θέλημα του Θεού θα επικρατήσει. Αν συμβεί κάτι που ο Ίδιος δεν το θέλει, το κακό θα έχει επιτύχει μια μερική νίκη: η δημιουργία των πάντων «εις το είναι» (για να υπάρχουν) θα έχει αποτύχει – όπως και αν υπάρχει η κόλαση ως βασίλειο των δαιμόνων, στο οποίο βασανίζουν τους αμαρτωλούς αποδίδοντας πάνω τους τη «δικαιοσύνη του Θεού», όπως νοείται ανθρωπομορφικά και μη ορθόδοξα (και αντίθετα και προς το Αποκ. 20, 9-14).
Στο ίδιο πνεύμα διαβάζουμε (Ιεζεκ. 18, 23): «μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου, λέγει Κύριος, ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς και ζήν αυτόν;».
Στην Παλ. Διαθήκη και ενίοτε και στην Καινή (π.χ. Ανανίας και Σαπφείρα) ο Κύριος δέχεται ή επιβάλλει τη θανάτωση αμαρτωλών, και αυτό μπορεί να γίνει δεκτό μόνο ως συμφέρον γι’ αυτούς. Αν όμως επιβληθεί αιώνιος θάνατος (οντολογικός αφανισμός), τότε ο Θεός κάνει σε αναρίθμητους ανθρώπους (και προφανώς και αγγέλους) κάτι αντίθετο με το θέλημά Του, πράγμα άτοπο, που δε συνιστά λύση στο πρόβλημα του κακού, αλλά νίκη του κακού.
Ίσως δεν είναι άσχετο το ότι «ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. 22, 32). Αν κάποια λογικά κτίσματα, δημιουργημένα κατ’ εικόνα Θεού, αφανιστούν οντολογικώς, ο Θεός παύει να είναι δικός τους Θεός;