Άθως ο Εμός.Μνημόσυνο ευγνωμοσύνης σε άγνωστους Αγιορείτες Γέροντες

 

(Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)*
Γέροντας Ενώχ ο Ρουμάνος-Γέροντας Τιμόθεος από την Προύσσα
Συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ’ αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς. Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις». Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».) Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν, ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.

(
Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)

Ο γέρο Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ’ ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος. Κατηγορούσε τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση, απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι’ αυτούς που ένιωθε ότι θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά. Οι απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ’ όσα του έλεγες αλλά μ’ αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ. Ένας μοναχός εξομολογήθηκε: «Όταν ήμουν δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου, με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν από εννιά μήνες. Άρχισε να έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ’ αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ’ αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο. Κάποτε ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε απ’ αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής». Ο γέρο Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία χρόνια της ζωής του.

Γέροντας Φιλάρετος-Γέροντας Βαρθολομαίος
*Κείμενο Μοναχού Χ. Πρώην Σταυρονικιτιανού.
Ο π. Βασίλειος, που διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα από το 1968 ως το 1990 και της Ιεράς Μονής Ιβήρων από το 1990 ως το 2005, φεύγοντας από την πρώτη μονή για να πάει στη δεύτερη, άφησε παραγγελία στους πατέρες να συνεχίσουν να φροντίζουν έναν από τους θησαυρούς του μοναστηριού: τα γεροντάκια που έφερναν εκεί από τα διάφορα ησυχαστικά κελλιά και καλύβες της περιοχής, τα οποία, με το παράδειγμα και τη χάρη του Χριστού που μεταδίδουν, βοηθούν περισσότερο απ’ όσο βοηθιούνται.Στη Μονή Σταυρονικήτα πήγα το 1978.
Βρήκα εκεί τον γέρο Βαρθολομαίο, τον ρουμάνο, που είχε πάρκινσον βαριάς μορφής, ώστε να μην μπορεί ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι ή την καρέκλα και να τρέμει ολόκληρος. Το στόμα του είχε στραβώσει, και δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Είχε ένα κουδουνάκι στο χέρι του, για να ειδοποιεί τον μοναχό που τον διακονούσε. Στο Άγιο Όρος είχε έρθει λίγο μετά το 1920, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών. Όπως σημειώνει ο γέρο Παΐσιος στο κείμενο που έγραψε για τον γέρο Φιλάρετο, τον Γέροντά του (εκοιμήθη το 1975 σε ηλικία 83 ετών και τιμάται ως άγιος στη Ρουμανία) στο βιβλίο του «Αγιορείται πατέρες και αγιορείτικα»:
«Τον πατέρα Βαρθολομαίο μετά [την κοίμηση του Γέροντά του], τον γηροκόμησε η Μονή Σταυρονικήτα.
 Ο πατήρ Βαρθολομαίος είχε υπηρετήσει και για αρκετά χρόνια ως Μοναχός στο Λεπροκομείο που είχε η Ιερά Μονή Ιβήρων στην περιοχή της». Μέχρι το 1975, ο π. Φιλάρετος με τον π. Βαρθολομαίο έμεναν στην Καψάλα, στο κελλί του Αγίου Ανδρέου, κοντά στο κελλί του Τιμίου Σταυρού, όπου ασκήτευε ο π. Παΐσιος από το 1969 ώς το 1979. Ο π. Φιλάρετος υπέφερε από δύσπνοια. Όταν αρρώστησε κι ο π. Βαρθολομαίος, ο Γέροντας, παρά τα χάλια της υγείας του, διακονούσε τον υποτακτικό του για δεκαπέντε χρόνια. Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια και κελλιά τους πρότειναν να τους γηροκομήσουν, αυτοί αρνούνταν, γιατί, όπως γράφει ο π. Παΐσιος, «είχαν ζήσει πολλές θείες καταστάσεις σ’ αυτό το Κελλί τους και δεν τους έκανε καρδιά να αποχωριστούν από ένα θείο χώρο, αλλά και . δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε άλλους, γιατί είχαν και αρχοντικές ψυχές».Αυτό που διέκρινε κανείς στο πρόσωπο του γέρο Βαρθολομαίου, ήταν η εγκαρτέρηση. Επί είκοσι χρόνια σήκωνε τον σταυρό του χωρίς γογγυσμούς.
Αλλά είχε κι άλλες εμπειρίες που ήταν δύσκολο σ’ έναν αρχάριο σαν και μένα να τις αντιληφθεί. Θα γράψω παρακάτω τα λίγα πράγματα που έπεσαν στην αντίληψή μου.Στο μοναστήρι είχαμε κι έναν Ελβετό μοναχό που ήξερε εφτά γλώσσες. Το διακόνημά του τότε ήταν η καθαριότητα. Μια μέρα σκούπιζε την αυλή.
Ο π. Βαρθολομαίος καθόταν στην καρέκλα του, έξω από το κελλί του, στον διάδρομο που έβλεπε στην αυλή, μαζί με τον αδελφό που τον διακονούσε. Του λέει αυτός: «Τον βλέπεις αυτόν; Ξέρει εφτά γλώσσες: Γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, σερβικά.». Ο γέρο Βαρθολομαίος, απαθής, τον διακόπτει: «Γιούφτικα ξέρει; Ε, τίποτα δεν ξέρει». Αυτή ήταν η αξία της κοσμικής μόρφωσης στα μάτια του γέροντα. Και τα «γιούφτικα» ίσως είναι η γλώσσα της ταπείνωσης και της αφάνειας. Ο επόμενος διακονητής του ήταν ένας μοναχός με ζήλο, αλλ’ αρκετά οξύθυμος και αμφίθυμος. Μια μέρα έβαλε τις φωνές στον γέροντα γιατί λερώθηκε. Ο γέροντας δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο ο διακονητής του έβαζε μετάνοιες, του ζητούσε συγγνώμη και του έλεγε: «Είμαι παλιοτόμαρο, βλάκας», κλπ. Ο γέροντας, απαθής, του λέει: «Κι εγώ τι είμαι;» Ενώ ο γέροντας ήταν παράλυτος, ο επόμενος διακονητής του ένα πρωινό τον βρήκε όρθιο έξω από το κελλί του. Του λέει ο αδελφός: «Τι έγινε, γέροντα; Πώς βγήκες έξω;» Του απαντά αυτός: «Ήρθε το βράδυ ο άγγελός μου και με πήγε στη Λάκκο-σκήτη.» (Είναι αρκετά απομονωμένη, μέσα στο δάσος και ησυχάζουν Ρουμάνοι εκεί). «Τι είδα στον δρόμο! Νερά, ελάφια, ζαρκάδια! Και οι πατέρες πόσο ευλαβείς!» Στα εξήντα χρόνια της παραμονής του, ο γέροντας δεν είχε επισκεφτεί τη σκήτη, κι ο Θεός του έδωσε μια μικρή παρηγοριά. Και για να το καταλάβουμε, δεν τον άφησε στο κρεβάτι του, αλλά στον διάδρομο.Αναπαύθηκε ειρηνικά στις 22 Νοεμβρίου του 1982, για να βρει τον Γέροντά του και τους άλλους αγίους.
παπα-Λίβυος….Ελεύθερες σκέψεις.

Γράψτε ένα σχόλιο     Αναρτήθηκε από τον/την στο Οκτωβρίου 6, 2013 in AΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ

Πώς είδαν από θάλασσα το Άγιον Όρος γυναίκες της Δύσεως, 1888-1930

Η  Veronica della Dora, Professor of Human Geography στο Royal Holloway University ofLondon, είναι  Ιταλίδα που γνώρισε  την  Ορθοδοξία και βαπτίστηκε  στο  Αγιορείτικο  Μετόχι της  Ιεράς  Μονής  Δοχειαρίου, Παναγία  Θεοσκέπαστος το  2001.

Από  την  πρώτη  στιγμή  αγάπησε το  Άγιο  Όρος, έμαθε  Ελληνικά και  κάθε  χρόνο  περνάει  λίγες  μέρες  στο  Μετόχι.
Η διδακτορική  της  εργασία  είχε  σχέση  με  το  Άγιο  Όρος και  έχει  γίνει βιβλίο μετίτλο Imagining Mount Athos: Visions of a Holy Place from Homer to World War II(University of Virginia Press, 2011):
Σε  μία  Διημερίδα  για  το  Άγιο Όρος  που  έγινε  στην  Αγιορείτικη  Εστία  στις 15-12-2007 στην  Θεσσαλονίκη την  κάλεσαν  να  μιλήσει.
Η ομιλία  της  είχε  θέμα «Πώς είδαν από θάλασσα το Άγιον Όρος γυναίκες της Δύσεως, 1888-1930»
Η ομιλία δημοσιέφτηκε στα αγγλικά με τίτλο ‘Gazes from the Sea: Mount Athos, Women, and the Geographical Imagination, 1880-1980’ στο Friends of Mount Athos Annual Report, 2008 (pp. 49-60)
Με την ελπίδα  πως  κάποιοι  αδελφοί μας  θα  ωφεληθούν προβαίνω την ελληνική μετάφραση.
Γέρων  Απολλώ Δοχειαρίτης
Πώς είδαν από θάλασσα το Άγιον Όρος γυναίκες της Δύσεως, 1888-1930 ca.[1]
Veronica della Dora, Department of Geography, Royal Holloway University of London
Η περιγραφική βιβλιογραφία του Άθωνα είναι προφανώς (αλλά και αναγκαστικά!) μία βιβλιογραφία ‘γραμμένη από άνδρες’. Σήμερα θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή σας σε μερικές κάπως πιο ασυνήθιστες μαρτυρίες׃ μαρτυρίες ‘από το θηλυκό γένος’, μαρτυρίες δυτικών γυναικών που περιέπλευσαν το Άγιον Όρος με το καράβι ή έζησαν στα όριά του – μαρτυρίες δηλαδή ‘εκ του μακρόθεν’. Θα ξεκινήσω την σημερινή μου πορεία από μακριά, από το εξωτερικό. Θα την συνεχίσω στην θάλασσα, μελετώντας τις ακτές του Αγίου Όρους δια μέσου περιγραφών ταξιδευτριών. Τελικά, θα καταλήξω στην Ουρανούπολη με την κα. Loch, την παλιά κάτοικο του πύργου, κοντά στον οποίο ξεκινάνε και οι σημερινοί πλόες και περίπλοες.
Πρώτα όμως πρέπει να πούμε ότι οι περιγραφές του Άθωνα δια χειρός  δυτικών γυναικών είναι σπάνιες – σχεδόν χάνονται μέσα στην τεράστια βιβλιογραφία γι’ αυτό τον τόπο. Αλλά παρ΄όλα αυτά, υπάρχουν.
Οι περιγραφές στις οποίες θα αναφερθώ σήμερα τοποθετούνται σε μία περίοδο περίπου 40 ετών – από τα τέλη του 1880 έως τις πρώτες δεκαετίες του 1900. Αυτή η εποχή δεν γνώρισε μόνο δραματικές πολιτικές αλλαγές στην Δύση και στην Ελλάδα, αλλά και μία πρωτοφανή βράχυνση των αποστάσεων καθώς και μία καινούργια αντίληψη του χώρου, χάρη στη βελτίωση των μέσων μεταφοράς και  επικοινωνιών.[2] Έτσι στα τέλη του 1800 το Άγιον Όρος δεν ήταν πια μία μακρινή γωνιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ένας κοινός προορισμός για τους ταξιδιώτες στην Ανατολή. Κατά την  έκρηξη  του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου το Άγιον Όρος βρισκόταν μόνο 48 ώρες έξω από την Βιέννη. Όπως έγραφε ο Frederick William Hasluck, βιβλιοθηκάριος της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, ‘οι πολλές δυσκολίες, αλλά και ο ρομαντισμός του προσκυνήματος στο Άγιον Όρος χάθηκαν με τη χρήση του ατμόπλοιου. Σήμερα είναι το βαπόρι που σε πάει στην Θεσσαλονίκη, και πάλι είναι το βαπόρι που σε φέρνει στην άλλη πλευρά του [Σιγγιτικού] κόλπου’.[3]
Σαν αποτέλεσμα, αυτή η περίοδος είδε μια αύξηση των  περιγραφών του Άθωνα. Μέσα σ’ αυτές τοποθετούνται και οι περιγραφές των γυναικών για τις οποίες θα μιλήσω. Άραγε ποιες είχαν ακούσει για τον Άθωνα; Ποιες είδαν τον Άθωνα; Και ποιες έγραψαν για τον Άθωνα;
Αρχικά πρέπει να υπενθυμίσομε ότι για τις περισσότερες δυτικές γυναίκες (όπως και για τους περισσότερους δυτικούς άνδρες) που ήξεραν για την ύπαρξή του, ο Άθως ήτανε (όπως και σήμερα) ένα τοπίο ζωντανό μόνο στην φαντασία τους. Ήταν ένας τόπος στον οποίο ο περισσότερος κόσμος μπορούσε να ταξιδέψει μόνο δια μέσου περιγραφών άλλων ταξιδιωτών. Από βιβλία δηλαδή, αλλά και δημόσιες  διαλέξεις και περιοδικά. Π.χ. σε μία διάλεξη στις κυρίες του Ladies’ Automobile Club του Λονδίνου το 1913, το Άγιον Όρος παρουσιαζόταν σαν ένα γραφικό ζωντανό τμήμα ενός μακρινού παρελθόντος, τότε που ‘ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν ακόμα εν τω γίγνεσθαι’.[4] Το  τεύχος του Σεπτεμβρίου  του National Geographic του 1916 προειδοποιούσε ‘φεμινίστριες και σουφραζέτες της Δύσεως’ ότι ‘εδώ [δηλ. στον Άθωνα] υπάρχει ένα οχυρό ασφαλές από τις προσβολές σας αφού και οι τριχωτοί και φτερωτοί άποικοι του Άθωνα πρέπει ν’αφήσουν σπίτι τα χαρέμια τους’.[5]
Το «άβατον» όμως δεν αποκαρδίωσε φεμινίστριες λόγιες – όπως η Αγγλίδα κλασική φιλόλογος Jane Ellen Harrison το 1912 – να μελετήσουν τον Άθωνα από την θάλασσα και να εγκωμιάσουν το κάλλος του.
 
‘Το Άγιον Όρος’, γράφει σ’έναν γνωστό, ‘είναι τόσο εκτάκτως όμορφο: τα μοναστήρια του κρεμιούνται στους βράχους σαν φωλιές πουλιών…’.[6]
Και βέβαια η θέαση  του Αγίου Όρους από το καράβι δεν περιοριζόταν σε επιστήμονες. Μεταξύ του 1897 και του ξεσπάσματος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, το Γαλλικό περιοδικό Revue Générale des Sciences Pures et Appliques οργάνωσε πενήντα εκπαιδευτικές κρουαζιέρες ανοιχτές σε όποιον (ή οποια)δήποτε μπορούσε να πληρώσει τα έξοδα. Οι πρώτες κρουαζιέρες πέρασαν και από τον Άθωνα.
 
 Η διαφήμιση υποσχόταν στους επιβάτες ‘όλα τα μεγάλα παράκτια μοναστήρια σε μία μέρα’.[7] Στα μοναστήρια οι μεν άνδρες θα μπορούσαν να θαυμάσουν τις τοιχογραφίες, την αρχιτεκτονική, αλλά και ‘διάφορες τυπολογίες μοναχών’, οι δε γυναίκες ναικανοποιηθούν με την εξωτερική θέα των μοναστηριών. Και οι δύο προσεγγίσεις στον Άθωνα (από μακριά και από κοντά) όμως ήταν εφήμερες. Στα μοναστήρια οι άνδρες φωτογράφισαν διάφορες λεπτομέρειες  (όπως κάνουν οι σημερινοί τουρίστες). Από το καράβι, οι γυναίκες υποκλίθηκαν στο Άγιον Όρος σαν σε μία εικόνα, ή μάλλον σαν σε μια οπτασία, ή μία ταινία που ξετυλιγόταν  μπροστά στα μάτια τους, ενώ το πλοίο περνούσε από τα μοναστήρια. Μεταξύ των επισκεπτών και των μοναχών ήταν ο φακός της φωτογραφικής μηχανής. Μεταξύ των μη-επισκεπτριών και του Αγίου Όρους ήτανε η θάλασσα. Πάντα μία απόσταση: σωματική και ιδεολογική.
 
Αυτή η εμπειρία εμφανίζεται έντονα στην περιγραφή της περίφημης Αμερικανίδας συγγραφέως Edith Wharton, η οποία το 1888 ταξίδεψε σε ιδιωτική  ενοικιασμένη  θαλαμηγό μαζί με τον άνδρα της και έναν πλούσιο συγγενή.
Αφήνοντας τη Μυτιλήνη στις 5:00 το πρωί η θαλαμηγός πέρασε δυτικά από τη Λήμνο. Τότε, γράφει η Wharton στο ημερολόγιό της,
ατενίσαμε την κορυφή του Άθωνα που αναδυόταν δειλά, σε γαλάζιο χρώμα στην θάλασσα μπροστά μας. Όσο περισσότερο πλησιάζαμε, τόσο πιο όμορφη γινόταν, μέχρι που βρεθήκαμε μπροστά στο μεγαλοπρεπή τοίχο της, σκοτεινό απέναντι στο  λαμπρό ουρανό, ενώ ο ήλιος έπεφτε σε μία κίτρινη έκρηξη πάνω από τους λόφους της Σιθωνίας.[8]
Την νύχτα την πέρασαν στην άγκυρα, 10 μίλια από την κορυφή του Άθωνα. ‘Την άλλη μέρα’, γράφει, ‘κοιτάζαμε μία θέα εκλεκτής ομορφιάς. Μπορώ να συγκρίνω το ακρωτήριο του Αγίου Όρους μόνο μ’ ένα δασωμένο σπηρούνι των Ελβετικών βουνών φυτεμένο στη Μεσόγειο’.[9]
Tο πρωί οι δύο άνδρες πήγαν στα μοναστήρια. Εν τω μεταξύ η Wharton ξεκίνησε ένα ταξίδι εξερεύνησης με τη μικρή βάρκα της:
Ήθελα να πάω όσο πιο κοντά μπορούσα στις απαγορευμένες παραλίες. Πέρασα κοντά στην Ιβήρων και προσπάθησα να την φωτογραφίσω … Μετά πέρασα πολύ κοντά στην ακτή με προσανατολισμό τη Σταυρονικήτα … Μία ομάδα καλογέρων καθόταν σ’ ένα μπαλκόνι στον ήλιο και με κοίταζαν με περιέργεια. Πλησιάσαμε τόσο πολύ, που αυθόρμητα έτρεξαν κάτω να εμποδίσουν την προσέγγισή μου, … αλλά, ποια να προσεγγίσει, άγριοι όπως ήτανε!  … Όσο προχωρούσαμε το θέαμα γινόταν  όλο και πιο όμορφο. Ένα άσπρο παρεκκλησάκι μέσα στα δένδρα από ‘δώ, ένας αρσανάς προφυλαγμένος από έναν πύργο από ‘κεί …[10]
 
 
Πάλι στη θαλαμηγό, ο περίπλους  συνεχίστηκε στην άλλη πλευρά της χερσονήσου. Πρώτα πέρασαν από τα ασκητικά καθίσματα κοντά στο άκρωτήριο: ‘Μόλις χτυπούσαμε την ατμοσειρήνα’, γράφει η Wharton, ‘ερημίτες έβγαιναν σε κάθε μπαλκόνι με την ετοιμότητα του κούκου στα ελβετικά ρολόγια όταν χτυπά η ώρα’.[11] Μετά πέρασαν από  σκήτες ‘παρόμοιες περισσότερο με ελβετικά χωριά παρά με ελληνικά μοναχικά κέντρα’. Ακολουθούσαν με τη σειρά τους τα μεγάλα μοναστήρια – Αγίου Παύλου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Σιμωνόπετρας, Ξηροποτάμου, το Ρωσικό, Ξενοφώντος, Δοχειαρίου.
Όπως κάθε δυτικός περιηγητής εκείνης της εποχής, η Wharton έψαχνε ‘το γραφικό’: γραφικά τοπία, γραφικές λεπτομέρειες, γραφικούς ανθρώπους. Έψαχνε μία διαφορετικότητα που δεν ήταν εντελώς διαφορετική. Ένα άγνωστο που μπορούσε ο ταξιδιώτης να αντιλαμβάνεται δια μέσου της εναπόθεσης του γνωστού: γνωστών χωρών και εικονογραφιών, όπως τα τοπία της Ελβετίας, π.χ. – δια μέσου δηλ. της διαδικασίας που ο φαινομενολόγος Gaston Bachelard κάλεσε ‘ποιητική του χώρου’.[12]
Η Wharton ήταν η πρώτη Αμερικανίδα που έγραψε για τον Άθωνα, αλλά όχι η τελευταία. Το 1929 η Isabel Anderson, μία άλλη Αμερικανίδα συγγραφέας είδε τα μοναστήρια από τη θαλαμηγό, μαζί με τον άνδρα της..
Από την θάλασσα, τα μοναστήρια έμοιαζαν με ‘ονειρικές πόλεις της φαντασίας, όπως τις βλέπει κανείς να περνάνε με την σειρά τους στο πανόραμα του ακρωτηρίου’. Ο άνδρας της Isobel που είχε την δυνατότητα  όμως να τα επισκεφτεί, σημείωνει: ‘… Είναι σα να μην μπορούσε να ξυπνήσει κανείς από το όνειρο και μετά από την επίσκεψή τους’.[13] 
Μόνο δύο χρόνια νωρίτερα μία άλλη γυναίκα είχε ‘ανακαλύψει’ τον Άθωνα, αλλά όμως δια μέσου ενός διαφορετικού δρόμου. Η Joice Nankivell Loch ήταν μία Αυστραλίδα συγγραφέας που επιτέλεσε, μαζί με τον άνδρα της, φιλανθρωπικό έργο με τουςQuackers στην Πολωνία.
Το 1923 το ζευγάρι στάλθηκε στην Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει τους Ελληνορθοδόξους πρόσφυγες της Μικρασίας. Την άνοιξη ο άνδρας της, ο Sidney, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος. Εν τω μεταξύ, η Joice εξερεύνησε την Αμμουλιανή και τα άλλα απέναντι νησάκια. Το καλοκαίρι κατασκήνωσαν εκεί.[14]
Η θεωρία του απέναντι Βυζαντινού πύργου γοήτεψε το ζευγάρι από την πρώτη στιγμή: ‘ένας τεράστιος πύργος, μυστικός, πανέμορφος, άσπρος, αχνολάμποντας μπλε στην  πανσέληνο, ή άσπρος βαμμένος με ροζ στο ηλιοβασίλεμα. Ένας φρουρός στα σύνορα του Αγίου Τόπου’.[15] Από το 1927 ο πύργος έγινε το σπίτι τους.
Εδώ οι δύο σύζυγοι συνέχισαν τον φιλανθρωπικό τους έργο, προσφέροντας πολύ μεγάλη βοήθεια στο καινούργιο και πάμφτωχο χωριό των προσφύγων. Το χειμώνα οSidney εξαφανιζόταν στο Όρος για μήνες ολόκληρους. Από την άλλη πλευρά των συνόρων, η Joice μελετούσε τη μεγαλοπρέπεια ενός τοπίου που περιβαλλόταν από μία μυστική ατμόσφαιρα – μάλλον ακριβώς λόγω της αδυναμίας προσέγγισής του. Η σκούρα σιλουέτα του ακρωτηρίου έγινε ένα μέρος της καθημερινής ζωής της Αυστραλίδας. Κάθε πρωί η Joice έβλεπε τον ήλιο να βγαίνει πίσω από τους σκοτεινούς  πρόποδες του Άθωνα, ‘ρίχνοντας στον κόσμο γραμμές φωτός και σκιάς’.[16]
Σιγά-σιγά ο πύργος έγινε μία ενδιάμεση στάση για τους επισκέπτες προς αλλά και απότον Άθωνα: αξιωματικούς, επιστήμονες, βοτανολόγους, συγγραφείς, αλλά και αγιορείτες μοναχούς. Ο καθένας περνούσε από τον πύργο, διηγούμενος  ιστορίες από έναν κόσμο του οποίου η Joice δεν είχε σωματική εμπειρία, αλλά του οποίου αισθανόταν αναπόσπαστο μέρος:
Το Άγιον Όρος με τους γενειοφόρους κατοίκους του, τους μοναχούς, τους ερημίτες, τους ζηλωτές μας γοήτευε. … Στο χωριό μας αισθανόμασταν μέρος του Άθωνα. Οι άνδρες εξαφανίζονται πέρα από τα σύνορά του για όλες τις εποχικές δουλειές. Μετά γυρίζουν με την ανταμοιβή τους: ντουλάπες, εικόνες, ρολόγια του παππoύ, φωτογραφίες της Ρωσικής βασιλικής οικογένειας, παλιούς χάρτες, μπακαλικά… Και οι πατέρες ερχόταν στο χωριό για ν’ αγοράσουν ή να ανταλλάξουν. Έφερναν ιερά αντικείμενα, παπούτσια, σταφίδες για τους ατέκνους … Μερικοί περνούσαν τη νύχτα στον πύργο, αφού ο Sidney δημιούργησε πολλές φιλίες στο Όρος. Μας μιλούσαν για θαύματα και παλιές παραδόσεις, για θαυμαστές θεραπείες, για σωτηρίες από μεγάλους  κινδύνους, για τις θαυματουργικές ιδιότητες διαφόρων εικόνων.[17]
Κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ο πύργος έμεινε άδειος. Η Joiceκαι ο Sidney ανέλαβαν αποστολή στη Ρουμανία και στην Μικρασία σαν απεσταλμένοι των συμμάχων. Έσωσαν πάνω από χίλιους Εβραίους και Πολωνούς από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Οταν οι Γερμανοί αποχώρησαν το ζευγάρι ξαναγύρισε στον πύργο για να βοηθήσει το χωριό κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Αυτή την φορά η προσέγγιση στην Ουρανούπολη και στον Άθωνα ήταν διαφορετική. Η φαινομενική  ηρεμία του τοπίου  ‘εκ του μακρόθεν’ απλώς κάλυπτε το δράμα:
Οδυνηρά προχωρούσε το καραβάκι μέσα στις νάρκες. Ούτε θρόισμα, ούτε αέρας αναπνοής. … Στον ορίζοντα, το Άγιο Όρος  τυλιγμένο σαν ένα άγαλμα μέσα σ’ ένα πανί. …  Πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης καθότανε τα παλιά αγαπητά ορόσημα.[18]
Από μακριά ο Άθως και ο πύργος σιωπούσαν, κρυσταλλωμένοι σ’ένα παγωμένο, σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο. Από κοντά όμως μιλούσαν δυνατά. Μιλούσαν δια μέσου μυστηριωδών απουσιών και ήμι-παρουσιών. Μιλούσαν για φαντάσματα. Μιλούσαν για τρόμο. Μιλούσαν για θάνατο.
Ο Γιάννης που φρόντιζε το ερείπιο [τον πύργο] για χάρη μας είχε τα κλειδιά. Παλιά, βρώμικα δωμάτια ασπρισμένα βιαστικά. … Θυμόμουν το φιλικό φάντασμα που είχε για πάντα κατοικήσει τον πύργο: το πώς ανέβαινε τα σκαλιά στις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές μπαίνοντας στο μικρό παρεκκλησάκι [στο τελευταίο όροφο], όπου είχε διακονήσει για μία ολόκληρη ζωή. Η κάρα του βρισκόταν μέσα σ’ένα μικρό τοξοειδές άνοιγμα στο άνώτατο μπαλκόνι. …
‘Γιάννη, τι είναι ‘κείνες οι τρύπες;’
‘Τρύπες βολιών. Να, ο χώρος είναι γεμάτος με τέτοιες! Δεν υπήρχε σχεδόν ούτε μία ίντσα χωρίς τέτοιες. Οι θύμησες εξεταζόταν εδώ. Μία μέρα έφεραν μέσα έναν Έλληνα αξιωματικό. Πυροβόλησαν γύρω-γύρω από το κεφάλι του για να τον τρομάξουν. ‘Κείνες είναι δύο από τις τρύπες. Μετά τον σκότωσαν’.[19]
Και το Άγιον Όρος είχε βεβηλωθεί. Οι αντάρτες καταπάτησαν τα σύνορα του. Μαζί με εικοσιπέντε ανταρτίνες έφτασαν στην καρδιά της χερσονήσου και για λίγες μόνον ώρες κατέκτησαν την πρωτεύουσα του,
…’κεινη την πόλη που δεν είχε ξαναδεί σκιά θηλυκού πλάσματος, εκτός από των πουλιών του Θεού. [Οι ανταρτίνες]  περπάτησαν με αέρα επίδειξης στο δρόμο του Αγίου Πνεύματος με τσιγάρα στο στόμα τους, με τα πόδια τους μέσα σε στρατιωτικά παντελόνια, και τα χέρια τους πάνω στα μαχαίρια που φορούσαν στη μέση. Αφαίρεσαν χρυσά καλύματα από τα Ευαγγέλια, αλλά άφησαν τα βιβλία, λέγοντας: ‘Αυτά ακολουθούν περισσότερο την γραμμή σας παρά την δική μας’.[20]
Το 1954 ο Sidney απεβίωσε ξαφνικά. Μόλις είχε τελειώσει το γράψιμο του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου του για τον Άθωνα. Το 1982 η Joice πέθανε σε ηλικία 94 ετών. ‘Ο πέτρινος πύργος ακόμα υψωνόταν πάνω από την θάλασσα, αν και ερειπωμένος από τη βία που ακολούθησε τον πόλεμο στην Ελλάδα’.[21]  
 
Για να τελειώσω: φυσική απόσταση δεν σημαίνει απαγόρευση, αλλά αντίθετα συμμετοχή δια μέσου άλλων καναλιών. Βέβαια αυτή η συμμετοχή συμβαίνει σε διάφορους βαθμούς. Η σχέση της Joice με τον Άθωνα ήταν μία βαθιά βιωματική σχέση ανθρώπου με το χώρο, μια σχέση αλληλεπίδρασης εντελώς διαφορετική από εκείνη των τουριστών που επισκέπτονταν ‘όλα τα παράκτια μοναστήρια σε μία μέρα’. Ενώ για την Wharton και τις άλλες ταξιδεύτριες το Άγιον Όρος έμεινε ένα ξεχωριστό όραμα, μία γραφική βιτρίνα, για την Joice ήτανε ένας τόπος που απλωνόταν πέρα από τα φυσικά του όρια, φθάνοντας μέχρι την Ουρανούπολη, αλλά και την προσωπική της ζωή. Το παράδειγμά της αμφισβητεί υπεραπλουστευτικές διαδικαστικές  ερμηνείες (δηλ. ‘μέσα ή έξω’ του Άθωνα) και μας προκαλεί να ερευνήσομε πιο πολύπλοκους δρόμους με τους οποίους, τόποι που δεν μπορούμε να επισκεφτούμε ταξιδεύουν έξω από τα όριά τους, και αναδεικνύονται  συχνά πιο σημαντικοί από άλλα μέρη που ζούμε καθημερινά. Διότι και οι τόποι ταξιδεύουν – όχι μόνο οι άνθρωποι.
Για την Joice o Άθως έφτανε μέχρι την Ουρανούπολη. Για χιλιάδες ανώνυμες ορθόδοξες γυναίκες ο Άθως φτάνει μέχρι την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, αλλά και μέχρι τη Μόσχα και πιο πέρα. Για μένα, για χρόνια ο Άθως έφτανε κάθε μέρα μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, μέχρι το Λος Άντζελες.  Έτσι το Άγιον Όρος συνεχίζει να ταξιδεύει σιωπηλά και σήμερα φτάνοντας σε χίλιες μη-ταξιδιώτριες ή μη-προσκυνήτριες δια μέσου μίας ορατής και αόρατης ροής αντικειμένων, λόγων και προσευχών – όπως έκανε από την αρχή.
Στα πρακτικά της Μεγίστης Λαύρας κάποια Μαρία Λαγούδη που έζησε τον 11ο αιώνα  αναφέρει  χαρακτηριστικά: ‘Η Λαύρα με μεγάλωσε από τον καιρό που ήμουνα μέσα στην μήτρα της μητέρας μου … Στην Λαύρα εγώ και ο άνδρας μου βρήκαμε ένα λιμάνι σωτηρίας’.[22] Αυτή η γυναίκα έβλεπε ‘τον ηγούμενο της μονής σαν πνευματικό της πατέρα, την Λαύρα σαν τη μητέρα της και τον εαυτό της σαν έναν από τους αδελφούς και τα παιδιά της Λαύρας’[23] – έναν τόπο που δεν είδε ποτέ, ούτε από την θάλασσα.

 [1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Πατέρες της Ι.Μ. Δοχειαρίου και την μοναχή Αμφιλοχία από το μετόχι της Μονής για τα πολύτιμα σχόλια τους και φιλολογικές διορθώσεις.  Χωρίς την βοήθειά τους θα είχα δυσκολευθεί να παρουσιάσω αυτό το κείμενο στα Ελληνικά.
[2] Cf. J. Urry, The Tourist Gaze (London, Sage, 2002).
[3] Hasluck, F. W. Athos and Its Monasteries (London, Kegan Paul Trench and Co. Ltd., 1924), p. 3.
[4] Jerningham, H. Mount Athos: A Paper Read to the Ladies Automobile Club (London, John Murray, 1913), pp. 1-2.
[5] Dwight, H. ‘The Hoary Monasteries of Mount Athos’, The National Geographic 30 (1916), p. 249.
[6]Stewart, J. Jane Ellen Harrison: A Portrait from Letters (London, Merlin Press, 1959), p.134.
[7] Revue Générale des Sciences Pures et Appliquées, 15 Dec. 1897, p. 929.
[8] Wharton, E. The Cruise of the Vanadis (New York, Rizzoli, 2004[1888]), p. 173.
[9] Ibid., pp. 173-74.
[10] Ibid., pp.174-75.
[11] Ibid., pp.178-79.
[12] Bachelard, G. The Poetics of Space (Boston, Beacon Press, 1994[1958]).
[13] Anderson, I. A Yacht in the Mediterranean Seas (Boston, Marshall Jones, 1930), p.238.
[14] Nankinvell Loch, J. A Fringe of Blue  (New York, William Morrow and Co., 1968), p. 113
[15] Ibid.
[16] Ibid., p.152.
[17] Ibid., p. 123.
[18] Ibid., p. 210.
[19] Ibid., p. 225.
[20] Ibid., p. 223.
[21] Ibid., p. 238
[22] Talbot, A.M., ‘Women and Mt Athos’, in Mount Athos and Byzantine Monasticism, eds. A. Bryer and M. Cunningham (Aldershot, Ashgate Variorum, 1996), p.78.
[23] Ibid.
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ
Share Button