ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη μέρα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὀνομάζεται Καθαρὰ Δευτέρα καὶ μᾶς εἰσάγει στὸ πνευματικὸ κλίμα τῆς πνευματικῆς αὐτῆς περιόδου. Ποιά εἶνε τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ «κλίματος» αὐτοῦ;
* * *
Εἶνε πρῶτα – πρῶτα ἡ μνήμη τοῦ θανάτου. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθύμισε σήμερα πολλὲς φορὲς ἡ Ἐκκλησία μας καὶ μάλιστα μὲ τὸ κοντάκιο τοῦ Μεγάλου Κανόνος «Ψυχή μου ψυχή μου, …τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι». Τὸ τέλος πλησιάζει. Δυσάρεστο πρᾶγμα. Ἂν ὑπάρχῃ κάτι ποὺ τρομάζει τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸ εἶνε ὁ θάνατος, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅλοι προσπαθοῦμε νὰ τὸ διώχνουμε ἀπὸ τὴ σκέψι μας. Εἶνε ὅμως γεγονός. Μήπως ἆραγε καὶ ἡ ἁγία αὐτὴ καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶνε ἡ τελευταία τοῦ βίου μας; Καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «ὅρος φιλοσοφίας μνήμη θανάτου»· ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ σὲ ἀνώτερες σκέψεις. Ὁ δὲ εἰδωλολάτρης βασιλεὺς Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶχε διατάξει ἕνα στρατιώτη νὰ παρουσιάζεται κάθε πρωῒ μπροστά του καὶ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· Φίλιππε, νὰ θυμᾶσαι ὅτι εἶσαι θνητός. Ἂν λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐκεῖνος, ποὺ ἔζησε 400 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Αὐτὸ λέει καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή; Εἶνε μνήμη τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου. Ὅπως ξέρουμε, ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ βάπτισί του πέρασε τὸν Ἰορδάνη ποταμό, πῆγε στὴν ἔρημο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνος σαράντα μέρες καὶ πάλεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ διάβολο. Πῶς τώρα τόλμησε ὁ διάβολος νὰ πειράξῃ τὸ Χριστό; Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ὁ διάβολος ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὅτι μέσα του κρύβεται ἡ θεότης. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, ποὺ θ’ ἀκούσουμε τὸ Πάσχα· Ὁ ᾅδης «ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη· …ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν»· πῆρε ἕνα σῶμα καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ εἶνε ἡ θεότης. Εἶνε ὅπως τὸ ψάρι, ποὺ βλέπει τὸ δόλωμα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτὸ ὁ ψαρᾶς ἔχει τὸ ἀγκίστρι. Δόλωμα ἦταν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποὺ εἶχε ὁ Χριστός, καὶ ἀγκίστρι ἡ θεότης. Ἔτσι νίκησε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Ὁ σατανᾶς ἔφυγε, ἀλλὰ «ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. 4,13). Ἐπανῆλθε πάλι καὶ ἔκανε τὴν τελευταία ἔφοδό του γιὰ νὰ κλονίσῃ τὸ Χριστὸ – πότε; Τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστό, θὰ πειράξῃ κ’ ἐμᾶς. Ἀλλὰ μὴ πτοηθοῦμε. Ἔχουμε τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ δείξουμε ὑπομονὴ καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα, ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τὴ νηστεία δηλαδὴ καὶ τὴν προσευχή, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ποῦμε ἐν συνεχείᾳ.
Ἕως ἐδῶ εἴπαμε· τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ χαρακτηρίζει ἡ μνήμη θανάτου, ἡ ὑπομονὴ κι ὁ ἀγώνας στοὺς πειρασμούς. Προχωροῦμε τώρα. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἔχει βέβαια καὶ νηστεία. Εἶνε μνήμη καὶ μίμησις τῆς νηστείας τοῦ Χριστοῦ. Σαράντα μέρες νήστεψε ἐκεῖνος στὴν ἔρημο. Καὶ νήστεψε αὐστηρά, οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤπιε. Καλούμεθα λοιπὸν κ’ ἐμεῖς τώρα νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Εἶνε ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους ἡ νηστεία; Γιὰ τὸν κόσμο ὄχι, προαιρετικὴ εἶνε· γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ναί, ἐκείνους βέβαια ποὺ εἶνε ὑγιεῖς. Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὴ νηστεία οἱ ἄρρωστοι, αὐτοὶ ποὺ εἶνε στὸ κρεβάτι· διότι ἡ τροφὴ γι’ αὐτοὺς εἶνε ἕνα εἶδος φαρμάκου. Μακάρι νὰ ἦταν ὑγιεῖς καὶ νὰ νηστεύουν. Ἐξαιροῦνται ἐπίσης οἱ γέροντες, οἱ πολὺ γέροντες, ποὺ λόγῳ τῆς ἡλικίας τους εἶνε κι αὐτοὶ ἀσθενεῖς· γιατὶ τὸ γῆρας εἶνε σοβαρὰ ἀσθένεια, κατάπτωσις δυνάμεων. Σ’ ἕνα γηροκομεῖο λ.χ., ποὺ οἱ τρόφιμοι μόλις κινοῦνται, δὲ μποροῦμε νὰ τοὺς ὑποχρεώσουμε σὲ νηστεία. Ἐξαιροῦνται ἀκόμη, σὲ εἰδικὲς περιπτώσεως, γυναῖκες ποὺ ἐγκυμονοῦν, ποὺ γέννησαν καὶ γαλουχοῦν βρέφη ἢ κρατοῦν μικρὰ παιδιά. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως, ποὺ ἔχουν τὴν ὑγεία τους, ὑποχρεοῦνται νὰ νηστεύουν.
Τὸ ἕνα ὅπλο στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Σαρακοστῆς εἶνε ἡ νηστεία. Τὸ ἄλλο εἶνε ἡ προσευχή. «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων δηλαδή) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21). Χρειάζεται λοιπὸν τώρα προσευχή. Τί προσευχή; Ἐκτενής. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστός, ἔτσι προσευχήθηκαν οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων, ὅπως λ.χ. ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία· τόσο προσευχόταν, ὥστε δὲν πατοῦσε στὴ γῆ, γινόταν ἄγγελος, πουλὶ πετούμενο· ἔτσι τὴν εἶδαν νὰ περνᾷ τὸν Ἰορδάνη. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», λέει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός (ἔ.ἀ. 26,41).
―Ἐμεῖς, λένε μερικοί, δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε μεγάλες προσευχές… Καλὰ λοιπόν· δὲ μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐκτενεῖς προσευχές, ποὺ κάνουν τὴ νύχτα στὰ μοναστήρια; κάνε τοὐλάχιστον μιὰ σύντομη προσευχή. Ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σύντομες προσευχές. Νά λόγου χάριν, ἡ πιὸ σύντομη προσευχὴ εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πόσες φορὲς ἀκούστηκε στὸν Μέγα Κανόνα ποὺ ἐψάλη σήμερα τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἀπόψε εἶνε τὸ ἓν τέταρτον τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὄχι ὁλόκληρος ὁ κανών· ἀργότερα θὰ διαβαστῇ ὁλόκληρος. Αὐτὸς ὁ κανών, ἂν μετρήσουμε ὅλα τὰ τροπάριά του, εἶνε 250 περίπου. Ἀπόψε ἀκούσαμε τὰ 65 περίπου, κ’ ἐμπρὸς ἀπ’ τὸ καθένα ἀκουγόταν τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Λέει κάποιος ἅγιος, ὅτι, ὅταν ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» βγαίνῃ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ βαθειὰ μετάνοια, φτάνει ―ναί― νὰ τὸν σώσῃ. Λέμε κ’ ἐμεῖς, ψαλτάδες καὶ παπᾶδες, «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον», ἀλλὰ ὁ νοῦς μας τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶνε στὸ Θεό. Θεομπαῖχτες καταντήσαμε. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, θὰ κλείσῃ τὶς ἐκκλησίες μας. Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι στὴ ῾Ρωσία οἱ πιστοί, ὅταν λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» γονατίζουν καὶ δακρύζουν. Ἐδῶ ὅλα ἔγιναν συνήθεια! Δὲν κατηγορῶ κανέναν· πρῶτα τὸ λέω γιὰ τὸν ἑαυτό μου κ᾿ ἔπειτα γιὰ τοὺς ἄλλους. Αὐτὴ εἶνε μία σκληρὰ πραγματικότης. Ξέρετε πότε μόνο λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴν καρδιά μας; Ὅταν τὸ τομαράκι μας κινδυνεύῃ· τότε φωνάζουμε «Κύριε, ἐλέησον» καὶ βγαίνει ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Ἐὰν ὅμως τὸ λέμε γιὰ τὸ σῶμα, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν ψυχή; Πὲς πολλὲς φορὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»· εἶνε ἡ πιὸ σύντομη καὶ περιεκτικὴ προσευχή.
Ἄλλες σύντομες προσευχὲς εἶνε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ποὺ εἶπε ὁ τελώνης (Λουκ. 18,13), τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος (ἔ.ἀ. 15,18), τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» ποὺ εἶπε ὁ λῃστής (ἔ.ἀ. 23,42). Μία μικρὴ ἐπίσης προσευχή, ποὺ τὴ γνωρίζετε, εἶνε αὐτὴ ποὺ λέμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο· τὴν ἀκούσαμε ἀπόψε καὶ πιστεύω ὅτι ὅλοι θὰ τὴν αἰσθανθήκαμε· εἶνε τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν ξέρουν ὅλοι. Παλαιότερα στὰ σπίτια τὴν ἔλεγαν τὸ βράδυ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ κάνοντας μετάνοιες.
Τί ἄλλο εἶνε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή; Εἶνε μνήμη τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου. Ὅπως ξέρουμε, ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ βάπτισί του πέρασε τὸν Ἰορδάνη ποταμό, πῆγε στὴν ἔρημο, ἔμεινε ἐκεῖ μόνος σαράντα μέρες καὶ πάλεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ διάβολο. Πῶς τώρα τόλμησε ὁ διάβολος νὰ πειράξῃ τὸ Χριστό; Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ὁ διάβολος ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὅτι μέσα του κρύβεται ἡ θεότης. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ κατηχητικὸς λόγος τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, ποὺ θ’ ἀκούσουμε τὸ Πάσχα· Ὁ ᾅδης «ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη· …ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν»· πῆρε ἕνα σῶμα καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ εἶνε ἡ θεότης. Εἶνε ὅπως τὸ ψάρι, ποὺ βλέπει τὸ δόλωμα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνει ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτὸ ὁ ψαρᾶς ἔχει τὸ ἀγκίστρι. Δόλωμα ἦταν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποὺ εἶχε ὁ Χριστός, καὶ ἀγκίστρι ἡ θεότης. Ἔτσι νίκησε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο. Ὁ σατανᾶς ἔφυγε, ἀλλὰ «ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. 4,13). Ἐπανῆλθε πάλι καὶ ἔκανε τὴν τελευταία ἔφοδό του γιὰ νὰ κλονίσῃ τὸ Χριστὸ – πότε; Τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστό, θὰ πειράξῃ κ’ ἐμᾶς. Ἀλλὰ μὴ πτοηθοῦμε. Ἔχουμε τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ. Νὰ δείξουμε ὑπομονὴ καὶ ν’ ἀγωνιστοῦμε μὲ τὰ πνευματικὰ ὅπλα, ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τὴ νηστεία δηλαδὴ καὶ τὴν προσευχή, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ ποῦμε ἐν συνεχείᾳ.
Ἕως ἐδῶ εἴπαμε· τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ χαρακτηρίζει ἡ μνήμη θανάτου, ἡ ὑπομονὴ κι ὁ ἀγώνας στοὺς πειρασμούς. Προχωροῦμε τώρα. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἔχει βέβαια καὶ νηστεία. Εἶνε μνήμη καὶ μίμησις τῆς νηστείας τοῦ Χριστοῦ. Σαράντα μέρες νήστεψε ἐκεῖνος στὴν ἔρημο. Καὶ νήστεψε αὐστηρά, οὔτε ἔφαγε οὔτε ἤπιε. Καλούμεθα λοιπὸν κ’ ἐμεῖς τώρα νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Εἶνε ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους ἡ νηστεία; Γιὰ τὸν κόσμο ὄχι, προαιρετικὴ εἶνε· γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ναί, ἐκείνους βέβαια ποὺ εἶνε ὑγιεῖς. Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας λένε, ὅτι ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὴ νηστεία οἱ ἄρρωστοι, αὐτοὶ ποὺ εἶνε στὸ κρεβάτι· διότι ἡ τροφὴ γι’ αὐτοὺς εἶνε ἕνα εἶδος φαρμάκου. Μακάρι νὰ ἦταν ὑγιεῖς καὶ νὰ νηστεύουν. Ἐξαιροῦνται ἐπίσης οἱ γέροντες, οἱ πολὺ γέροντες, ποὺ λόγῳ τῆς ἡλικίας τους εἶνε κι αὐτοὶ ἀσθενεῖς· γιατὶ τὸ γῆρας εἶνε σοβαρὰ ἀσθένεια, κατάπτωσις δυνάμεων. Σ’ ἕνα γηροκομεῖο λ.χ., ποὺ οἱ τρόφιμοι μόλις κινοῦνται, δὲ μποροῦμε νὰ τοὺς ὑποχρεώσουμε σὲ νηστεία. Ἐξαιροῦνται ἀκόμη, σὲ εἰδικὲς περιπτώσεως, γυναῖκες ποὺ ἐγκυμονοῦν, ποὺ γέννησαν καὶ γαλουχοῦν βρέφη ἢ κρατοῦν μικρὰ παιδιά. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως, ποὺ ἔχουν τὴν ὑγεία τους, ὑποχρεοῦνται νὰ νηστεύουν.
Τὸ ἕνα ὅπλο στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Σαρακοστῆς εἶνε ἡ νηστεία. Τὸ ἄλλο εἶνε ἡ προσευχή. «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων δηλαδή) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17,21). Χρειάζεται λοιπὸν τώρα προσευχή. Τί προσευχή; Ἐκτενής. Ἔτσι προσευχήθηκε ὁ Χριστός, ἔτσι προσευχήθηκαν οἱ ἀπόστολοι, οἱ πατέρες, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων, ὅπως λ.χ. ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία· τόσο προσευχόταν, ὥστε δὲν πατοῦσε στὴ γῆ, γινόταν ἄγγελος, πουλὶ πετούμενο· ἔτσι τὴν εἶδαν νὰ περνᾷ τὸν Ἰορδάνη. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», λέει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Χριστός (ἔ.ἀ. 26,41).
―Ἐμεῖς, λένε μερικοί, δὲ μποροῦμε νὰ κάνουμε μεγάλες προσευχές… Καλὰ λοιπόν· δὲ μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐκτενεῖς προσευχές, ποὺ κάνουν τὴ νύχτα στὰ μοναστήρια; κάνε τοὐλάχιστον μιὰ σύντομη προσευχή. Ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σύντομες προσευχές. Νά λόγου χάριν, ἡ πιὸ σύντομη προσευχὴ εἶνε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Πόσες φορὲς ἀκούστηκε στὸν Μέγα Κανόνα ποὺ ἐψάλη σήμερα τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Ἀπόψε εἶνε τὸ ἓν τέταρτον τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ὄχι ὁλόκληρος ὁ κανών· ἀργότερα θὰ διαβαστῇ ὁλόκληρος. Αὐτὸς ὁ κανών, ἂν μετρήσουμε ὅλα τὰ τροπάριά του, εἶνε 250 περίπου. Ἀπόψε ἀκούσαμε τὰ 65 περίπου, κ’ ἐμπρὸς ἀπ’ τὸ καθένα ἀκουγόταν τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Λέει κάποιος ἅγιος, ὅτι, ὅταν ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» βγαίνῃ ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ βαθειὰ μετάνοια, φτάνει ―ναί― νὰ τὸν σώσῃ. Λέμε κ’ ἐμεῖς, ψαλτάδες καὶ παπᾶδες, «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον» «Κύριε, ἐλέησον», ἀλλὰ ὁ νοῦς μας τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν εἶνε στὸ Θεό. Θεομπαῖχτες καταντήσαμε. Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, θὰ κλείσῃ τὶς ἐκκλησίες μας. Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι στὴ ῾Ρωσία οἱ πιστοί, ὅταν λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» γονατίζουν καὶ δακρύζουν. Ἐδῶ ὅλα ἔγιναν συνήθεια! Δὲν κατηγορῶ κανέναν· πρῶτα τὸ λέω γιὰ τὸν ἑαυτό μου κ᾿ ἔπειτα γιὰ τοὺς ἄλλους. Αὐτὴ εἶνε μία σκληρὰ πραγματικότης. Ξέρετε πότε μόνο λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ τὴν καρδιά μας; Ὅταν τὸ τομαράκι μας κινδυνεύῃ· τότε φωνάζουμε «Κύριε, ἐλέησον» καὶ βγαίνει ἀπ’ τὴν καρδιά μας. Ἐὰν ὅμως τὸ λέμε γιὰ τὸ σῶμα, πόσο μᾶλλον γιὰ τὴν ψυχή; Πὲς πολλὲς φορὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»· εἶνε ἡ πιὸ σύντομη καὶ περιεκτικὴ προσευχή.
Ἄλλες σύντομες προσευχὲς εἶνε τὸ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ποὺ εἶπε ὁ τελώνης (Λουκ. 18,13), τὸ «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου» ποὺ εἶπε ὁ ἄσωτος (ἔ.ἀ. 15,18), τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» ποὺ εἶπε ὁ λῃστής (ἔ.ἀ. 23,42). Μία μικρὴ ἐπίσης προσευχή, ποὺ τὴ γνωρίζετε, εἶνε αὐτὴ ποὺ λέμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς στὸ Μέγα Ἀπόδειπνο· τὴν ἀκούσαμε ἀπόψε καὶ πιστεύω ὅτι ὅλοι θὰ τὴν αἰσθανθήκαμε· εἶνε τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ· ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν· Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὴν ξέρουν ὅλοι. Παλαιότερα στὰ σπίτια τὴν ἔλεγαν τὸ βράδυ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ κάνοντας μετάνοιες.
* * *
Τέτοιο κλίμα, ἀγαπητοί μου, καλλιεργεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Τὸ εἶπα πολλὲς φορὲς καὶ μὲ συγχωρεῖτε ἂν ἐπαναλαμβάνω μερικὰ πράγματα. Ἀναστενάζω ὅταν βλέπω ὅτι φτάσαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δυστυχῶς ὁ χριστιανισμὸς δὲν ζῇ ὡς μία ἁγία πραγματικότης· δὲν ζῇ ὡς πνευματικὸς ἀγών, δὲν ζῇ ὡς ἄσκησις, δὲν ζῇ ὡς νηστεία, δὲν ζῇ ὡς προσευχή, δὲν ζῇ ὡς ἐλεημοσύνη, δὲν ζῇ ὡς συναίσθησις καὶ μετάνοια, δὲν ζῇ ὡς λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ σταματήσω γιὰ νὰ κλάψω. Γιατί; Διότι ἔχετε οἰκογένειες, κάθεστε στὸ τραπέζι, ἀλλὰ σταυρὸ δὲν κάνετε. Τὸ πρωΐ, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ προσευχὴ δὲν γίνεται. Ζήτημα ἂν προσεύχωνται δέκα οἰκογένειες· οὔτε δέκα δὲν εἶνε. Δεῖξτε μου ἕνα σπίτι, ὅπου μάνα πατέρας παιδιὰ προσεύχονται οἰκογενειακῶς, νὰ πέσω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὧρες ὁλόκληρες στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόρασι. Ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ψυχὴ ἀδειάζει, ἡ καρδιὰ σκληρύνεται, ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται. Ὅπως λέω ―καὶ κακοφαίνεται σὲ μερικούς―, γίναμε ῥεμάλια. Ἐξωτερικῶς ἔχουμε τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐσωτερικῶς ἀποκτηνωθήκαμε. Καὶ ἂν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ἔξω δὲν τὸ αἰσθάνωνται, ἂς τὸ αἰσθανθοῦμε τοὐλάχιστον ἐμεῖς καὶ διὰ μετανοίας καὶ ἀγῶνος ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο. Τὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς βοηθεῖ.
Τὸ εἶπα πολλὲς φορὲς καὶ μὲ συγχωρεῖτε ἂν ἐπαναλαμβάνω μερικὰ πράγματα. Ἀναστενάζω ὅταν βλέπω ὅτι φτάσαμε σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δυστυχῶς ὁ χριστιανισμὸς δὲν ζῇ ὡς μία ἁγία πραγματικότης· δὲν ζῇ ὡς πνευματικὸς ἀγών, δὲν ζῇ ὡς ἄσκησις, δὲν ζῇ ὡς νηστεία, δὲν ζῇ ὡς προσευχή, δὲν ζῇ ὡς ἐλεημοσύνη, δὲν ζῇ ὡς συναίσθησις καὶ μετάνοια, δὲν ζῇ ὡς λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ σταματήσω γιὰ νὰ κλάψω. Γιατί; Διότι ἔχετε οἰκογένειες, κάθεστε στὸ τραπέζι, ἀλλὰ σταυρὸ δὲν κάνετε. Τὸ πρωΐ, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ προσευχὴ δὲν γίνεται. Ζήτημα ἂν προσεύχωνται δέκα οἰκογένειες· οὔτε δέκα δὲν εἶνε. Δεῖξτε μου ἕνα σπίτι, ὅπου μάνα πατέρας παιδιὰ προσεύχονται οἰκογενειακῶς, νὰ πέσω νὰ τοὺς προσκυνήσω. Ὧρες ὁλόκληρες στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόρασι. Ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Ἡ ψυχὴ ἀδειάζει, ἡ καρδιὰ σκληρύνεται, ἡ ζωὴ ἐκφυλίζεται. Ὅπως λέω ―καὶ κακοφαίνεται σὲ μερικούς―, γίναμε ῥεμάλια. Ἐξωτερικῶς ἔχουμε τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐσωτερικῶς ἀποκτηνωθήκαμε. Καὶ ἂν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ἔξω δὲν τὸ αἰσθάνωνται, ἂς τὸ αἰσθανθοῦμε τοὐλάχιστον ἐμεῖς καὶ διὰ μετανοίας καὶ ἀγῶνος ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Κύριο. Τὸ κλίμα τῆς Σαρακοστῆς βοηθεῖ.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-2-1985, Καθαρὰ Δευτέρα ἑσπέρας)