* Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄ (σελ. 327-344).
Όσιος Θεόγνωστος
Περί πράξεως και θεωρίας και περί ιερωσύνης
* Ακροστυχίδα πρωτοτύπου κειμένου : ”Τοις οσιωτάτοις πατράσι Λάζαρω και Βαρλαάμ, Θεόγνωστος πανευτελής ανάξιος του παντός κόσμου’‘.
1. Τότε να νομίζεις ότι έχεις αληθινή αρετή, όταν καταφρονήσεις τελείως όλα τα επίγεια, και έχεις πάντοτε έτοιμη την καρδιά σου με καθαρή συνείδηση να μεταβείς στον Κύριο. Αν θέλεις να σε γνωρίσει ο Θεός, μείνε όσο περισσότερο μπορείς άγνωστος στους ανθρώπους.
2. Πρόσεχε τις περιττές παρηγοριές του σώματος και απόφευγέ τες, μήπως σου πάρουν κάτι από τους κόπους σου, στο βαθμό δηλαδή που τη θέση των προηγούμενων κόπων —πριν από την απόκτηση της απάθειας— την παίρνει η άνεση. Και να θεωρείς ζημία όχι τη στέρηση των ηδονικών, αλλά την έκπτωση, εξαιτίας της απολαύσεώς τους, από τα καλύτερα.
3. Να θεωρείς συνειδητά τον εαυτό σου μυρμήγκι και σκουλήκι, για να γίνεις θεόπλαστος. Γιατί αν δε συμβεί το πρώτο, δεν θα ακολουθήσει το δεύτερο. Και όσο κατεβαίνεις, τόσο και θα ανεβείς. Όταν λογαριάζεις τον εαυτό σου σαν ένα τίποτε ενώπιον του Κυρίου(Ψαλμ. 38, 6), κατά τον Ψαλμωδό, τότε γίνεσαι μέγας από μικρός χωρίς να το καταλάβεις. Και όταν νομίζεις ότι δεν έχεις και δεν γνωρίζεις τίποτε, τότε γίνεσαι πλούσιος σε πράξη και γνώση επαινετή από τον Κύριο.
4. Σύντριψε τη δύναμη του αμαρτωλού και πονηρού(Ψαλμ. 9, 36), δηλαδή της ηδονής και της πονηρίας, από τις οποίες γεννιέται κάθε κακία. Και να τη συντρίψεις με την εγκράτεια και με την ακακία που προξενεί η ταπείνωση. Έτσι, κι αν αναζητηθούν μ’ επιμονή και λεπτομέρεια οι αμαρτίες σου τον καιρό που θα εξετάζονται τα έργα των ανθρώπων, να μη βρεθεί τίποτε. Γιατί σβήνονται οι αμαρτίες, όταν μισήσομε τις αιτίες που τις προξένησαν και πολεμήσομε εναντίον τους, επανορθώνοντας έτσι την πρώτη ήττα με την τελική νίκη.
5. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από την καθαρή προσευχή, από την οποία αναβλύζουν σαν από πηγή οι αρετές: η σύνεση, η πραότητα, η αγάπη, η εγκράτεια και η βοήθεια και παρηγοριά από το Θεό που έρχεται μετά τα δάκρυα. Ομορφιά της προσευχής είναι η προσήλωση της διάνοιας μόνο σ’ εκείνα που λέγονται και νοούνται και η πάντα ακόρεστη επιθυμία να επιτύχει κανείς το θείο· τότε ο νους, προσπαθώντας ν’ ανιχνεύσει τον Κύριό του μέσω της θεωρίας των όντων και ζητώντας με δίψα φλογερού πόθου να βρει και να δει τον αθέατο, ή θεωρώντας το σκοτάδι που Τον αποκρύβει(Ψαλμ. 17, 12), γυρίζει πάλι πίσω με άπειρη ευλάβεια και μαζεύεται στον εαυτό του αρκούμενος στη λίγη έστω θεωρία που του φανερώνεται για το συμφέρον του και παρηγοριέται με αυτήν. Κι έχει οπωσδήποτε ελπίδα ότι τότε θα φτάσει το ποθούμενο, όταν διαλυθούν οι εικόνες και οι σκιερές φαντασίες που βλέπομε τώρα σαν μέσα σε καθρέφτη και μ’ αινίγματα(Α΄Κορ. 13, 12), και πραγματοποιηθεί για πάντα η κατά πρόσωπο καθαρή δράση του Θεού.
6. Να διστάζεις μπροστά στις πολύ υψηλές θεωρίες, αν δεν έφτασες ακόμη στην ακρότατη απάθεια, και να μην τρέχεις μάταια επιθυμώντας εκείνα που είναι παραπάνω από τη δύναμή σου. Γιατί, όπως λένε, αν θέλεις να γίνεις θεολόγος και θεωρητικός, υψώσου εκεί με τον ενάρετο βίο σου, και με την κάθαρση απόκτησε ό,τι είναι καθαρό. Κι επειδή ανέφερα τη θεολογία, πρόσεχε μην επεκταθείς στο άπειρο ύψος της. Έχε υπόψη σου ότι δεν επιτρέπεται, ενώ τρεφόμαστε ακόμη με το γάλα(Α΄Κορ. 3, 2) των αρετών, να προσπαθούμε να πετάξομε σ’ αυτό το ύψος, μην τυχόν μαδήσουν τα φτερά μας, όπως συμβαίνει στα μικρά πουλιά, μ’ όλο που διεγείρει τον πόθο μας το μέλι της γνώσεως. Όταν καθαρθούμε με σωφροσύνη και δάκρυα, τότε θα υψωθούμε από τη γη σαν τον Ηλία(Δ΄Βασ. 2, 11) ή τον Αββακούμ(Δαν. [Βηλ και δράκων] 36) —προοίμιο αυτό από τώρα της αρπαγής μας μέσα σε σύννεφα(Α΄Θεσ. 4, 17)— και ευρισκόμενοι έξω από τις αισθήσεις, θα ζητούμε το Θεό με καθαρή προσευχή, θεωρητική και αρέμβαστη· τότε ίσως ν’ αγγίξομε κάπως και τη θεολογία.
7. Αν επιθυμείς να αξιωθείς τη νοερή θεϊκή θέα και φανέρωση, ακολούθησε πρωτύτερα τον ειρηνικό και ήσυχο βίο. Και αφού ησυχάσεις, γνώρισε τον εαυτό σου και το Θεό. Αν κάνεις έτσι, δεν εμποδίζει τίποτε, μέσα στην κατάσταση της καθαρότητας, την ανενόχλητη από κάθε πάθος, σαν μέσα σε λεπτή αύρα(Γ. Βασ. 19, 12), να δεις νοερά τον σε όλους αόρατο, να σου αναγγέλλει χαρμόσυνα τη σωτηρία σου με την καθαρότερη γνώση Του.
9. Τι είναι η θεότητα και που βρίσκεται, μη ζητείς να μάθεις με το νου σου. Είναι υπερούσια και δεν περιέχεται σε τόπο, γιατί είναι πάνω από ο,τιδήποτε. Να βλέπεις νοερά, όσο είναι εφικτό, μόνο το Θεό Λόγο —γιατί λόγω της ενανθρωπήσεώς Του είναι περιγραπτός— ν’ ακτινοβολεί με τη θεία φύση Του. Αυτός μπορεί να θεωρηθεί σε ορισμένο τόπο, αν και βρίσκεται παντού, αφού κατά τη θεότητα είναι απεριόριστος. Πλην όσο καθαρίζεσαι από τα πάθη, τόσο θα αξιώνεσαι τη θεία έλλαμψη.
10. Αν επιθυμείς την αληθινή γνώση και να έχεις αδίστακτη πληροφορία ότι θα σωθείς, αγωνίσου πρώτα να σπάσεις τους εμπαθείς δεσμούς της ψυχής προς το σώμα. Αφού έπειτα απογυμνωθείς από την εμπαθή προσκόλληση στα υλικά, κατέβα στην άβυσσο της ταπεινώσεως και θα βρεις το πολύτιμο μαργαριτάρι της σωτηρίας σου, κρυμμένο σαν σε όστρακο μέσα στη θεία γνώση, να σου δίνει μια πρόγευση της λαμπρότητας της βασιλείας του Θεού.
11. Εκείνος που κατόρθωσε τη νοητή υποταγή και υπόταξε τη σάρκα στο πνεύμα, δεν χρειάζεται την υποταγή σε ανθρώπους. Αυτός υποτάσσεται στο λόγο και στο νόμο του Θεού ως ευγνώμων υπήκοος. Σε μας όμως, που εξακολουθεί η μάχη και ο πόλεμος μεταξύ σώματος και ψυχής, είναι αναγκαίο να υποταχθούμε και να αποκτήσομε στρατηγό και κυβερνήτη, να μας πηδαλιουχεί με γνώση και να μας εξοπλίζει άριστα, μην τυχόν καταστραφούμε από τους νοητούς εχθρούς και καταποντισθούμε από τα πάθη λόγω απειρίας.
12. Όταν δεν ενοχλείσαι από κανένα πάθος και ο θείος πόθος αυξάνει μέσα στην καρδιά σου, και όταν λογαριάζεις το θάνατο σαν ύπνο και δεν φοβάσαι, αλλά μάλλον ποθείς πολύ την από εδώ αναχώρηση, τότε και τον αρραβώνα της σωτηρίας απόκτησες και τη βασιλεία των ουρανών έχεις μέσα σου, δοκιμάζοντας ανέκφραστη χαρά.
13. Αν καταξιωθείς τη θεία και σεβάσμια ιερωσύνη, έχεις χρέος πρωτύτερα να θυσιάσεις τον εαυτό σου με τη νέκρωση των παθών και των ηδονών, και έτσι να τολμάς να πλησιάζεις τη ζωοποιό και φρικτή θυσία, αν δε θέλεις, σαν εύφλεκτο υλικό, να κατακαείς από τη θεϊκή φωτιά. Γιατί αν το Σεραφείμ δεν τόλμησε να πιάσει τον θεϊκό άνθρακα χωρίς λαβίδα(Ησ. 6, 6), πώς θα τον αγγίσεις εσύ χωρίς να έχεις απάθεια; Με την απάθεια είναι που θ’ αποκτήσεις γλώσσα αγιασμένη και χείλη καθαρά και ψυχή αγνή μαζί με το σώμα· ακόμη και χέρια λαμπρότερα από το χρυσό, αφού θα υπηρετούν το υπερούσιο πυρ και θύμα.
14. Κατανόησε καλά τη δύναμη των λεγομένων· ως ιερέας, βλέπεις κάθε μέρα στα θεία μυστήρια εκείνο το «σωτήριο του Θεού», το οποίο μιά φορά είδε ο γηραιός Συμεών κι έμεινε έκθαμβος και ζητούσε πια την απόλυση από τη ζωή(Λουκ. 2, 29). Και αν δε σου αποκαλύφθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι είσαι δεκτός ως μεσίτης Θεού και ανθρώπων, σαν ισάγγελος, μην τολμάς να τελείς ριψοκίνδυνα τη φρικτή και πάναγνη ιεροτελεστία των θείων μυστηρίων, την οποία και οι άγγελοι τη σέβονται, και πολλοί από τους Αγίους την απέφυγαν ως άχραντη, από μεγάλη ευλάβεια· μην τυχόν, όπως ο Ζαν εκείνος(Β΄Βασ. 6, 6-7), εξολοθρευθείς νομίζοντας καλό εκείνο που κάνεις.
15. Πρόσεχε τον εαυτό σου(Εξ. 23, 21), όπως είπε κάποιος, ώστε αν έχεις κάποια παλιότερη κηλίδα, ή σου συμβεί τώρα καμιά από αδυναμία, να κατακαίγεται από τη θεϊκή φωτιά, καθώς πάντοτε θα προσκομίζεις τα τίμια δώρα πρώτα για τη συγχώρηση των δικών σου αμαρτιών. Γιατί έτσι, σαν σκεύος εκλογής, εύχρηστο και καθαρό και άξιο για τέτοια θυσία, θα μπορέσεις, αν κάποιοι μοιάζουν με ξύλινα ή πήλινα σκεύη, να τους μεταβάλεις σε αργυρά ή χρυσά, μόνον δηλαδή αν με την παρρησία σου κάνεις το Θεό να συγκατανεύει σ’ εσένα. Γιατί όπου ο Θεός είναι έτοιμος να ακούσει, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο να μεταβληθούν αυτά σ’ εκείνα.
16. Κοίταξε ποια ισάγγελη τιμή αξιώθηκες, και φρόντισε να παραμείνεις ανέπαφος στο βαθμό της ιερωσύνης που έχεις κληθεί, με κάθε αρετή και καθαρότητα. Γνωρίζεις από πόσο ύψος σε πόσο βάθος έπεσε ο εωσφόρος από υπερηφάνεια. Αυτό μην το πάθεις και σύ, φανταζόμενος μεγάλα για τον εαυτό σου, αλλά να τον θεωρείς χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27) και σκουπίδι και σκυλί, και να θρηνείς αδιάκοπα, γιατί αξιώνεσαι να καλείσαι σε θεία κοινωνία και συγγένεια με το να διεξάγεις με τα χέρια σου τη φρικτή ιεροτελεστία των αγίων μυστηρίων, από απόρρητη φιλανθρωπία και ανέκφραστη αγαθότητα του Θεού.
17. Ο ιερωμένος πρέπει βέβαια να είναι καθαρός από όλα τα πάθη, ιδιαίτερα όμως, από την πορνεία και τη μνησικακία, να μην έχει ούτε ψιλή φαντασία. Αλλιώς θα είναι μισητός και σιχαμερός, σαν κάποιος λεπρός ή μουτζουρωμένος στο πρόσωπο που αγγίζει το σώμα του βασιλιά.
18. Αφού πρώτα με ποταμούς δακρύων θα λευκαίνεσαι καλύτερα από χιόνι, τότε με λευκασμένη τη συνείδηση από καθαρότητα, άγγιζε τα άγια ως άγιος, με την εξωτερική αγγελόμορφη λευκότητα των αμφίων φανερώνοντας την εσωτερική ωραιότητα της ψυχής σου. Πρόσεχε κατά την ιερουργία των θείων μυστηρίων, να μην αρκείσαι στη μυστική γνώση που παραδίδουν οι άνθρωποι, αλλά να έχεις και τη θεία χάρη να σε διδάσκει τις υψηλότερες αλήθειες με τρόπο κρυφό και μυστικό.
19. Αν επιθυμείς την αφθαρσία και την αθανασία, πλησίασε με σεβασμό και ευλάβεια και πίστη τα ζωοποιά και άφθαρτα μυστήρια, ποθώντας και την εκδημία από αυτόν τον κόσμο, επειδή πια έχεις τελειωθεί με την πίστη. Αν όμως φοβάσαι το θάνατο, δεν έγινες ακόμη ένα με το Χριστό μέσω της αγάπης, Τον οποίο αξιώθηκες να θυσιάζεις με τα ίδια σου τα χέρια και να τρώς τις σάρκες Του. Αλλιώς θα έσπευδες να πας εκεί που είναι και ο αγαπητός σου και δε θα λογάριαζες πλέον διόλου τη ζωή και τη σάρκα.
20. Αφού έχεις γίνει θύτης της σάρκας του Θεού, αλλά και κοινωνός της μέσω της μεταλήψεως, οφείλεις και να ενωθείς μαζί Του με το ομοίωμα του θανάτου Του(Ρωμ. 6, 5), ώστε να μη ζεις πλέον για τον εαυτό σου, αλλά γι’ Αυτόν που σταυρώθηκε και πέθανε για σένα(Β΄Κορ. 5, 15), όπως λέει ο Απόστολος. Αν όμως ζεις εμπαθώς για τη σάρκα και τον κόσμο, τότε να ετοιμάζεσαι να περάσεις μέσω του θανάτου σε τιμωρία αθάνατη, αν δε σταματήσεις θεληματικά πριν το θάνατό σου να ιερουργείς την αναίμακτη θυσία. Αλλά και πολλούς που εδώ ιερουργούσαν ανάξια, τους άρπαξε ο αιφνίδιος θάνατος και τους παρέδωσε στις εκεί δίκαιες τιμωρίες.
21. Κάποιος ιερομόναχος είχε φήμη ευλαβούς και πολλοί τον θεωρούσαν σεβαστό λόγω του εξωτερικού του σχήματος, μέσα του όμως κρυφά μολυνόταν από λογισμούς λαγνείας. Κάποτε που επιτελούσε τη θεία και ιερή λατρεία, όταν έφτασε η ώρα του χερουβικού ύμνου και αυτός έσκυψε ως συνήθως διαβάζοντας την ευχή «Ουδείς άξιος…», πέθανε ξαφνικά και η ψυχή του τον άφησε σ’ αυτή τη στάση.
22. Τίποτε δεν είναι ωφελιμότερο από τον ορθό λόγο και τη γνώση. Από αυτά προξενείται ο φόβος και ο πόθος του Θεού. Ο φόβος καθαρίζει με την ευλάβεια και τη συστολή, ενώ ο πόθος τελειοποιεί με την έξη του φωτισμού και τη διάκριση, και με την υψηλή θεωρία και ανάβαση κάνει το νου να ουρανοπορεί. Είναι αδύνατο χωρίς φόβο να οδηγηθεί κανείς στον θείο έρωτα και μέσω αυτού να πετάξει και να φτάσει στα ελπιζόμενα.
23. Εμπρός λοιπόν, άκουσέ με εσύ που με φλόγα και χωρίς ταλαντεύσεις ποθείς τη σωτηρία σου· τρέχε έως ότου τη φτάσεις, αναζητώντας την με πόνο, γυρεύοντας ακατάπαυστα και κρούοντας(Ματθ. 7, 7) υπομονετικά, ώσπου να πετύχεις το στόχο σου. Βάλε για σταθερό υπόβαθρο την ακλόνητη πίστη και την ταπείνωση. Τότε θα έχεις φτάσει το ποθούμενο, όταν όχι μόνο λάβεις την άφεση των αμαρτιών σου, αλλά όταν δεν ταράζεσαι πιά, ούτε φοβάσαι την εξέγερση κανενός πάθους, και έχεις κόψει άφοβα και θαρραλέα τη σχέση με τη σάρκα σου.
24. Να ζητάς από το Θεό με πολλά δάκρυα να σε πληροφορήσει αν είσαι σωσμένος, όχι όμως πριν από την ώρα του θανάτου σου, αν είσαι ταπεινόφρων· μην τυχόν στο εξής γίνεις αμέριμνος και καταφρονητής. Να ζητάς να σου δοθεί η πληροφορία αυτή κοντά στον καιρό της εξόδου σου, αλλά χωρίς φόβο αποτυχίας, για να μην πάρεις θάρρος ότι πια έχεις σωθεί, εξαπατημένος από την έπαρση, και χάσεις ό,τι επιθυμείς όταν έρθει ο καιρός εκείνος που ελπίζομε. Και που θα πας, ταλαίπωρε, χωρίς τον αρραβώνα, χωρίς την αναμφίβολη πληροφορία που σώζει και που την δίνει το Πνεύμα;
25. Αν ποθείς τη θεοποιό απάθεια, θα βρεις το ποθούμενο πρώτα με την υπακοή και την ταπείνωση, για να μην πας από άλλο δρόμο και ταλαιπωρηθείς. Απάθεια βέβαια έχει όχι εκείνος που άλλοτε ενοχλείται από τα πάθη κι άλλοτε ηρεμεί και αναπαύεται, αλλά εκείνος που ακατάπαυστα απολαμβάνει την απάθεια και μένει ακίνητος ενώ είναι παρόντα τα πάθη και οι αιτίες τους. Ακόμη περισσότερο, εκείνος που ούτε από τα νοήματα των παθών δεν επηρεάζεται.
26. Όταν η ψυχή βγει από το σώμα, ο εχθρός διάβολος ορμά εναντίον της με θράσος και την πολεμά και την ονειδίζει και γίνεται αυστηρός και φοβερός κατήγορος των αμαρτιών της. Αλλά τότε μπορεί να δει κανείς την ψυχή που αγαπά το Θεό, αν και πολλές φορές πρωτύτερα πληγώθηκε από αμαρτίες πολλές, να μην τρομάζει στις εφόδους και τις απειλές του, αλλά μάλλον να ενισχύεται με τη δύναμη του Κυρίου και να τη φτερώνει η χαρά· να ενθαρρύνεται από τους αγίους αγγέλους που την οδηγούν, και περιστοιχισμένη από το φως της πίστεως να αντιλέγει δυνατά με μεγάλο θάρρος στον πονηρό διάβολο: «Τι κοινό υπάρχει μεταξύ μας, δραπέτη των ουρανών και δούλε πονηρέ; Δεν έχεις εσύ εξουσία επάνω μας. Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, έχει την εξουσία πάνω σ’ εμάς και πάνω σε όλα. Σ’ Αυτόν αμαρτήσαμε, Αυτόν θα απολογηθούμε, έχοντας ως εγγύηση της ευσπλαχνίας Του προς εμάς και της σωτηρίας μας τον τίμιο Σταυρό Του. Εσύ όμως, πρόξενε του ολέθρου, φύγε μακριά από εμάς. Δεν έχεις τίποτε εσύ με τους δούλους του Χριστού.» Και ενώ λέει αυτά η ψυχή με θάρρος, φεύγει πίσω ο διάβολος θρηνώντας δυνατά, μην μπορώντας να αντισταθεί στο όνομα του Χριστού. Και η ψυχή, καθώς είναι ψηλότερα, πετάει προς τα κάτω και ραπίζει τον εχθρό, όπως το γεράκι χτυπά τον κόρακα. Και έπειτα, γεμάτη από αγαλλίαση, μεταφέρεται από τους θείους αγγέλους στους τόπους που της έχουν οριστεί, ανάλογα με την κατάστασή της.
27. Ο πόθος των φθαρτών δεν μπορεί να σε τραβήξει κάτω στη γη, όταν ο νους σου είναι στα ουράνια. Αν όμως σε κρατά δέσμιο κάποια προσκόλληση στα γήινα, μοιάζεις με αετό που κρατιέται σε παγίδα από το νύχι του και εμποδίζεται να πετάξει ψηλά. Γι’ αυτό, νόμιζέ τα όλα σκύβαλα(Φιλιπ. 3, 8), με την ελπίδα των καλυτέρων. Αλλά και αυτό το σαρκίο, όταν έρθει ο καιρός, αποτίναξέ το κι ακολούθησε τον Άγγελο του Θεού, που σε αποχωρίζει απ’ αυτό.
28. Όπως είναι αδύνατο, το νόμισμα που δε φέρει τη μορφή του βασιλιά, να πάρει θέση μαζί με τα κανονικά στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, έτσι είναι αδύνατο χωρίς ορθή γνώση και χωρίς απάθεια να δεχτεί κανείς τον αρραβώνα της ουράνιας μακαριότητας και να εξέλθει με θάρρος και με πληροφορία από εδώ προς τα ελπιζόμενα, και να καταταχθεί μαζί με τους εκλεκτούς. Λέγοντας γνώση, δεν εννοώ σοφία, αλλά την χωρίς πλάνη γνώση του Θεού και των θείων, με την οποία ο φιλόθεος, καθώς δε σύρεται κάτω από τα πάθη, ανυψώνεται στην ενθέωση με τη χάρη του Πνεύματος.
29. Και αν ακόμη εξασκήσεις όλη την πρακτική αρετή, ούτε τότε να μην ξεθαρρέψεις ότι έχεις φτάσει στην απάθεια και κυκλοφορείς ξένοιαστα μέσα στον κόσμο. Μπορεί να πάρεις πάνω σου αποτυπώματα των παθών και να βρεις δυσκολία όταν αναχωρείς από τον κόσμο. Αλλά πάντοτε να σε παιδαγωγεί ο φόβος και να φροντίζεις τη φύση σου που εύκολα μεταβάλεται και αλλοιώνεται. Ξεμάκρυνε με σοφία από τις αιτίες των παθών γιατί η ολότελα αναλλοίωτη απάθεια ανήκει σε κείνους που έφτασαν την τέλεια αγάπη και με την ακατάπαυστη θεωρία ανέβηκαν πάνω από τα αισθητά και ξεπέρασαν αυτό το φτωχό και ταπεινό σώμα. Αυτούς δεν τους αγγίζει πια η φλόγα των παθών, γιατί τη διέκοψε η φωνή του Κυρίου(Ψαλμ. 28, 7), καθώς αυτοί έχουν ήδη μεταστοιχειωθεί προς την αφθαρσία.
30. Μην επιθυμείς την απάθεια πρόωρα, για να μην πάθεις ό,τι έπαθε ο πρωτόπλαστος, τρώγοντας πριν από την ώρα από το δένδρο της γνώσεως(Γεν. 3, 6). Να εργάζεσαι υπομονετικά με γενική εγκράτεια και συνεχή προσευχή, και να φυλάγεις(Γεν. 2, 15) με αυτομεμψία και άκρα ταπεινοφροσύνη εκείνα που εργάστηκες. Kι έπειτα από αυτά, περίμενε στον κατάλληλο καιρό και τη χάρη της απάθειας· έπειτα από τη μεγάλη τρικυμία και ταραχή, περίμενε και το λιμάνι της αναπαύσεως. Γιατί δεν είναι άδικος ο Θεός, σ’ εκείνους που βαδίζουν σωστά να μην ανοίξει την πύλη της απάθειας, όταν πρέπει.
31. Πήγαινε στο μυρμήγκι, οκνηρέ(Παρ. 6, 6) και αδοκίμαστε, με την ασημαντότητα και τη μηδαμινότητά σου, πήγαινε σ’ αυτό και θα μάθεις ότι δεν έχει ανάγκη από τα αγαθά μας ο Θεός που δεν έχει καμία έλλειψη και είναι υπερπλήρης, αλλά ευεργετεί πλουσιοπάροχα και σώζει κατά χάρη, όσους είναι κατά την προαίρεση ευγνώμονες, αν και δέχεται με φιλανθρωπία και την κατά δύναμη εργασία. Αν λοιπόν κοπιάζεις σαν οφειλέτης των αγαθών που έχεις λάβει πρωτύτερα από το Θεό, καλά κάνεις και είναι κοντά το θείο έλεος. Αν όμως νομίζεις ότι ο Θεός είναι χρεώστης σου για τα καλά τα οποία νομίζεις ότι εργάζεσαι, πλανήθηκες από τον ίσιο δρόμο. Γιατί, πώς μπορεί να είναι χρεώστης ο Ευεργέτης; Αλλά και έτσι ακόμη, τρέχε σαν μισθωτός, και προκόβοντας σιγά-σιγά, θα φτάσεις, με το έλεος του Θεού, το ζητούμενο.
32. Θέλεις να σου υποδείξω και άλλο δρόμο για τη σωτηρία, ή μάλλον για την απάθεια; Εκβίαζε τον Κτίστη με τις δεήσεις σου, μ’ όλη τη δύναμή σου, για να μη χάσεις το στόχο σου, προβάλλοντας αδιάκοπα πρός Αυτόν μεσίτες όλες τις επουράνιες δυνάμεις και όλους μαζί τους αγίους, μαζί με την Πάναγνη Θεομήτορα. Και μη ζητάς απάθεια, ως ανάξιος αυτής της δωρεάς· να ζητάς σωτηρία με πόνο και θα λάβεις, μαζί με αυτήν, και την απάθεια. Γιατί η σωτηρία μοιάζει με ασήμι, ενώ η απάθεια με καθαρό χρυσάφι. Έχε και όσο μπορείς περισσότερη κρυφή εργασία, με την οποία λατρεύεται ο Θεός, και κάποιους λόγους απόκρυφων μυστηρίων σχετικών μ’ Αυτόν που σε θεοποιούν, και με τους οποίους ο Θεός ευχαριστείται και κάμπτεται.
33. Αγωνίσου να λάβεις τον αρραβώνα της σωτηρίας κρυφά μέσα στην καρδιά σου με αναμφίβολη πληροφορία, για να μη σε βρει ταραχή και αναπάντεχος φόβος στην ώρα του θανάτου σου. Και τότε τον έχεις λάβει, όταν δε σε κατηγορεί πια η καρδιά σου για ελλείψεις και δεν σε τύπτει η συνείδηση για περιπτώσεις οργής· αν τιθασσεύτηκε η αγριότητα των θηριωδών παθών σου με τη θεία χάρη, αν αναβλύζει το δάκρυ της θείας παρηγοριάς και ο νους σου προσεύχεται με καθαρότητα και συγκέντρωση. Κι ακόμη, όταν είναι έτοιμη η καρδιά σου και περιμένεις ευχαρίστως τον θάνατο, που οι πολλοί τον αποφεύγουν και τον θεωρούν φοβερό.
34. Τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή(Ιω. 6, 68), τα οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του κορυφαίου Αποστόλου, έχει ο Θεός Λόγος, είναι οι λόγοι των δημιουργημάτων Του. Εκείνος που, ως καθαρός, μυσταγωγείται σ’ αυτούς από το Θεό Λόγο, ήδη από εδώ απόκτησε και την αιώνια ζωή και τον αρραβώνα του Πνεύματος και τη βέβαιη ελπίδα της σωτηρίας. Δεν σξιώνεται να τα λάβει αυτά εκείνος που προτιμά τη σάρκα από την ψυχή και έχει εμπαθή κλίση και σχέση προς τα επίγεια.
35. Λογικός δεν είναι όποιος έχει προφορικό λόγο· γιατί αυτό το έχει κάθε άνθρωπος· είναι εκείνος που με το λογικό ψάχνει και ερευνά να βρει το Θεό. Και θα βρει όχι τι είναι στην ουσία Του ο Ύπερούσιος —γιατί αυτό είναι αδύνατο σε όλα τα όντα— αλλά από τη σοφία στη δημιουργία των όντων, την πρόνοια, τη διοίκηση, τη συνοχή, την κυβέρνηση και τη συντήρηση, μέσα στα οποία ανευρίσκεται και κατά κάποιο τρόπο βλέπεται ο Αριστοτέχνης, όπως και ο οικοδόμος από τα έργα των χεριών του.
36. Δεν μπορείς να κατορθώσεις την ακτημοσύνη όπως πρέπει, χωρίς απάθεια, ούτε απάθεια, χωρίς αγάπη· ούτε αγάπη, χωρίς φόβο και καθαρή προσευχή· ούτε αυτά, χωρίς πίστη και αμεριμνία. Με αυτά αποκτά φτερά ο νους, απορρίπτει το φρόνημα που κλίνει προς τα επίγεια και πετά προς τα υψηλά και θεϊκά, ζητώντας τον Κύριό του.
37. Αγάπησε την αγνότητα σαν τα μάτια σου, για να γίνεις ναός και οίκος του Θεού αγαπητός. Γιατί χωρίς σωφροσύνη είναι αδύνατο να γίνεις οικείος του Θεού. Αυτά τα γεννά ο θείος πόθος, η έλλειψη προσκολλήσεως σε ο,τιδήποτε και η απάρνηση του κόσμου· τα συντηρεί η ταπεινοφροσύνη μαζί με την εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή, η πνευματική θεωρία και το συνεχές δάκρυ συνοδευμένο από αοργησία. Την ομορφιά όμως της διακρίσεως δε θα την αποκτήσεις χωρίς απάθεια.
38. Να μη σε εξαπατήσει κανένας, αδελφέ, ότι είναι δυνατό να δει κανείς το Θεό χωρίς αγιότητα, όπως λέει ο Απόστολος(Εβρ. 12, 14). Δεν καταδέχεται ο υπέραγνος και πάνω από κάθε καθαρότητα Κύριος να φανερωθεί σ’ έναν ακάθαρτο. Όπως δεν είναι άξιος γι’ Αυτόν όποιος αγαπά περισσότερο από Αυτόν τον πατέρα του, ή τη μητέρα του, ή τη θυγατέρα του, ή το γιο του(Ματθ. 10, 37), έτσι δεν είναι άξιος κι εκείνος που αγαπά ο,τιδήποτε πρόσκαιρο και υλικό· και πολύ περισσότερο εκείνος που προτιμά τη σιχαμένη και βρωμερή αμαρτία από την αγάπη του Κυρίου. Γιατί ο Θεός απορρίπτει όποιον δεν αποστρέφεται την ακαθαρσία, αφού η φθορά δεν μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία(Α΄Κορ. 15, 50).
39. Χωρίς γνώση, δε θα αξιωθείς τη θεία αγάπη· ούτε τη γνώση χωρίς πίστη. Λέγοντας πίστη δεν εννοώ τη γυμνή, αλλά εκείνη που αποκτάται με την εργασία των αρετών. Την πραγματική κατάνυξη θα την επιτύχεις, όταν με εγκράτεια και αγρυπνία, προσευχή και ταπείνωση, μαράνεις ολότελα την έμφυτη ηδονή της σάρκας και σταυρωθείς μαζί με τον Ιησού(Γαλ. 2, 19-20), μη ζώντας πλέον εμπαθώς, αλλά με τη χάρη και την καθοδήγηση του Πνεύματος(Γαλ. 5, 25) με την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών.
40. Φώναζε στο Θεό: «Απ’ αυτό θα μάθω ότι με θέλεις, γιατί δεν θα αφήσεις να χαρεί ο εχθρός μου εις βάρος μου(Ψαλμ. 40, 12), τυραννώντας και ταλαιπωρώντας με μέχρι τέλους με τα πάθη. Αλλά θα με αρπάξεις από τα χέρια του πριν το θάνατό μου, και αφού με αξιώσεις να ζήσω πνευματικά, όπως Σου είναι ευάρεστο, μετά από αγαθό τέλος θα με παρουσιάσεις σωσμένο εμπρός στο βήμα Σου. Και με το έλεός Σου, θα μου δώσεις από εδώ τον αρραβώνα της σωτηρίας και την αναμφίβολη πληροφορία, για να μη βρεθώ ανέτοιμος στην ώρα του θανάτου μου και από την ταραχή μου νομίσω αβάσταχτη τη θλίψη, πικρότερη και χειρότερη από το θάνατο και την κόλαση».
41. Η πίστη και η ελπίδα δεν είναι τυχαία και χωρίς περιεχόμενο πράγματα. Αλλά η πίστη έχει ανάγκη από δυνατή ψυχή, και η ελπίδα από ευθύτητα στην καρδιά και στην προαίρεση. Γιατί πώς θα πιστέψει εύκολα κανείς εκείνα που δεν φαίνονται, χωρίς τη βοήθεια της θείας χάρης; Και πώς θα ελπίσει κανείς τα άδηλα μέλλοντα αγαθά, αν δε λάβει κάποια πείρα, μέσω της ευθύτητάς του, των χαρισμάτων του Κυρίου, με τα οποία να πληροφορηθεί και για τα μέλλοντα σαν να είναι παρόντα; Λοιπόν και στα δύο —πίστη και ελπίδα— χρειάζεται και αρετή και η ενίσχυση και βοήθεια του Θεού. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, μάταια κοπιάζομε.
42. Η αληθινή αρετή γεννά ή γνώση, ή απάθεια, ή και τα δύο. Αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε ματαιοπονούμε και η αρετή που νομίζομε ότι έχομε, δεν είναι γνήσια. Αλλιώς θα είχε και άφθονους καρπούς, όχι φύλλα μόνο· ενώ τώρα, επειδή γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, ή αυταρέσκεια, ή κάποια άλλη αιτία που δεν αρέσει στο Θεό, είναι νόθος και όχι αγαπητή στο Θεό. Εμείς όμως, αφού διορθώσομε την αιτία, θα επιτύχομε χωρίς αμφιβολία, μαζί με την ωφέλεια, και τη χάρη του αγαθού Θεού μας, η οποία θα μας φέρει, όταν πρέπει και όσο πρέπει, και τη γνώση και τη απάθεια.
43. Με το φωτισμό της θείας χάρης ν’ αντιλαμβάνεσαι τα νοήματα που προέρχονται από τον εχθρό και, πέφτοντας με κλάματα μπροστά στο Θεό, να ομολογείς την αδυναμία σου θεωρώντας μηδέν τον εαυτό σου, κι ας προσπαθεί ο απατεώνας διάβολος να σε πείσει ότι είσαι κάτι. Ούτε πάλι να ζητάς δωρεά χαρισμάτων, αν δε συντελούν στη σωτηρία σου και δε διαφυλάγουν την ταπεινοφροσύνη. Nα ζητάς τη γνώση που δεν φέρνει έπαρση, γιατί είναι αιτία θεογνωσίας. Να ζητάς επίσης να μην καταδυναστεύεσαι από τα πάθη μέχρι τέλους, αλλά ν’ απολυθείς από το σώμα σε κατάσταση απάθειας ή, κάτι ταπεινότερο, με τη συγχώρηση των σφαλμάτων σου.
44. Όπως δεν είναι δυνατόν να πετάξει κανείς ψηλά χωρίς φτερά, έτσι ούτε τα ελπιζόμενα μπορεί κανείς να επιτύχει χωρίς την αναμφίβολη από εδώ πληροφορία. Η πληροφορία προέρχεται ή από άκρα ταπεινοφροσύνη, ή από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σ’ εκείνους που συμφιλιώνονται τελείως με το Θεό, οι οποίοι έχουν και απάθεια οπωσδήποτε, είτε μερική, είτε πιο τέλεια, ανάλογα με τη συμφιλίωση και την κάθαρση. Εκείνοι που χωρίζονται χωρίς τέτοια πληροφορία από το σώμα, σαν να φεύγουν μέσα στο χειμώνα των παθών ή σε ημέρα σαββάτου(Ματθ. 24, 20) (χωρίς δηλαδή να έχουν εργαστεί τις αρετές), είναι υπόλογοι να κριθούν και να εξεταστούν στον καιρό της ανταποδόσεως.
45. Αφού σώζεσαι δωρεάν, να ευχαριστείς το σωτήρα Θεό. Αν τώρα θέλεις να του προσφέρεις και δώρα, πρόσφερε μ’ ευγνωμοσύνη, από την ψυχή σου που χηρεύει, τα δύο λεπτά, εννοώ την ταπείνωση και την αγάπη. Και θα τις δεχτεί, το γνωρίζω καλά, περισσότερο από πλήθος αρετών που προσφέρουν πολλοί στο θησαυροφυλάκιο της σωτηρίας(Μαρκ. 12, 41-43). Αν πάλι, σαν άλλος Λάζαρος(Ιω. 11, 20-44), έχεις ανάγκη ν’ αναστηθείς επειδή νεκρώθηκες από τα πάθη, αυτές σαν γνήσιες αδερφές, την ταπείνωση και την αγάπη, πρότεινέ τις μεσίτριες προς Αυτόν, και οπωσδήποτε θα επιτύχεις το ποθούμενο.
46. Εργαζόμενος την πρακτική αρετή, δε θα μπορέσεις με αυτήν και μόνο να φτάσεις στην απάθεια, ώστε να προσεύχεσαι καθαρά και απερίσπαστα, αν δεν ακολουθούν στο νου οι πνευματικές θεωρίες της γνώσεως που φωτίζει και της κατανοήσεως των όντων. Απ’ αυτές ο νους παίρνει φτερά και φωτίζεται και όλος ανυψώνεται με τον έρωτα της αληθινής προσευχής, και τείνει προς τα συγγενικά φώτα των άνω αΰλων τάξεων, και από εκεί, όσο είναι εφικτό, φέρεται προς το φώς το μεγάλο και τρισήλιο της θεαρχικής Τριάδας.
47. Δε θα κολαστούμε στη μέλλουσα ζωή γιατί αμαρτήσαμε, ούτε θα καταδικαστούμε γι’ αυτό, αφού η φύση μας είναι δεκτική τροπής και αλλοιώσεως· θα κολαστούμε επειδή αμαρτήσαμε και δε μετανοήσαμε, ούτε στραφήκαμε από τον κακό δρόμο μας προς τον Κύριο, ενώ μας δόθηκε εξουσία και καιρός για μετάνοια, ώστε ν’ αποδείξομε το Θεό αγαθό —όπως και είναι— κι όχι εμπαθή, αντίθετα, με το να μας εκδικείται κατά κάποιο τρόπο και να οργίζεται. Πλήν όμως ο Θεός τιμωρεί την κακία κι όχι εμάς, γιατί είναι ελεύθερος από κάθε πάθος κι από κάθε εκδικητικότητα, αν και λέγεται ότι συσχηματίζεται με τα έργα και τις διαθέσεις μας, σαν καθρέπτης, και ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με όσα έπραξε στη ζωή.
48. Όταν κλονίζεσαι από την καλή σου κατάσταση, μην ταράζεσαι, αλλά διόρθωνε τον εαυτό σου, τρέχοντας το γρηγορότερο στην προηγούμενή σου κατάσταση, με λύπη, σκυθρωπότητα και ανελέητη αυτομεμψία· ακόμη, και με πολλά δάκρυα και συντριβή του πνεύματος. με αυτά θα σηκωθείς από την πτώση που σου συνέβη και θα φτάσεις στην κοιλάδα της σωτήριας αγαλλιάσεως, προσέχοντας στο μέλλον όσο μπορείς περισσότερο, ώστε να μην παροργίσεις πάλι τον Κριτή και χρειαστείς δάκρυα και θλίψεις για να εξιλεωθείς. Αν δεν το κάνεις αυτό εδώ, θα τιμωρηθείς στη μέλλουσα ζωή.
49. Θα μιλήσομε και πάλι για τη σεβάσμια ιερωσύνη· ότι απαιτεί αγγελική τάξη και κάθαρση, και στη συνέχεια μεγαλύτερη προφύλαξη και σωφροσύνη απ’ ό,τι προηγουμένως. Αφού το ακάθαρτο πρέπει κάπως να γίνει καθαρό, πώς λοιπόν να βεβηλωθεί το καθαρό; Αλλιώς, αν ανακατεύομε το σκοτάδι με το φως και τη δυσωδία με το μύρο, μέλλομε να κληρονομήσομε οπωσδήποτε το ουαί και την απώλεια σαν ιερόσυλοι, όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα(Πραξ. 5, 1-10).
50. Από σκεύος χαμένο και άχρηστο που ήσουν —αν και νομίζεις ίσως ότι επάξια δέχτηκες την ισάγγελη και ουράνια ιερωσύνη λόγω της κάποιας καθάρσεώς σου—, έγινες σκεύος εκλογής και χρήσιμος στον Κύριο, κατά τον Παύλο(Β΄Τιμ. 2, 21. Πραξ. 9, 15). Κράτα λοιπόν αμόλυντη την τιμή που αξιώθηκες να λάβεις, φυλάγοντας το θείο δώρο σαν τα μάτια σου, για να μη μολυνθείς από απροσεξία και απορριφθείς από το ύψος της ιερωσύνης σε βαθύ λάκκο, από όπου δύσκολα βρίσκεις επιστροφή.
51. Σκέψου σαν φρόνιμος ότι, όταν ο Θεός συγχωρεί, κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει(Ρωμ. 8, 33-34). Και αν έχεις κληθεί και μπήκες στην υπερκόσμια χάρη της θείας ιερωσύνης, μη σε μέλλει διόλου για την προηγούμενη ζωή σου, αν ισως έχει και κάποια κηλίδα. με τη βοήθεια του Θεού και τη δική σου διόρθωση, έχει πάλι καθαρθεί. Να έχεις όμως έπειτα επιμέλεια και νήψη να μην αμαυρώσεις τη χάρη. Έτσι κι αν κάποιος απερίσκεπτα αμφιβάλλει για την ιεροτελεστία σου λόγω των παλιών κηλίδων σου, θ’ ακούσει θεία φωνή να του λέει: «Αυτά που καθάρισε ο Θεός, μην τα θεωρείς εσύ ακάθαρτα»(Πραξ. 10-15).
52. Το αξίωμα της ιερωσύνης είναι ελαφρό και ο ζυγός της καλός(Ματθ. 11, 30), αλλά όταν τη σηκώνει κανείς και την κατευθύνει όπως πρέπει, και όταν δεν εχει αγοραστεί με χρήματα η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αν όμως το αδιαπραγμάτευτο εχει γίνει αντικείμενο διαπραγματεύσεως με ανθρώπινη σκοπιμότητα και κάποιο φθαρτό δώρο, και δεν ήρθε η κλήση στην ιερωσύνη από τον ουρανό, τότε το φορτίο είναι υπερβολικά βαρύ, γιατί στηρίζεται σε κάποιον ανάξιο και χωρίς την απαιτούμενη δύναμη· και ο ζυγός είναι υπερβολικά σκληρός και, αν δεν αφεθεί από εκείνον που τον τραβάει, θα του φθείρει το λαιμό και τη δύναμη, εως ότου τον εξαντλήσει ολωσδιόλου και τον αφανίσει.
53. Αφού τόλμησες και μπήκες κάτω από το ζυγό της ιερωσύνης, φρόντισε να είσαι άψογος και να διδάσκεις σωστά το λόγο της αλήθειας(Β΄Τιμ. 2, 15), εργαζόμενος μέσω της ιερωσύνης για τη σωτηρία σου με φόβο και τρόμο(Φιλιπ. 2, 12), γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29). Αν αγγίζεις αυτή τη φωτιά σαν χρυσός ή και άργυρος, μη φοβάσαι μήπως καείς, όπως οι τρεις νέοι στη Βαβυλώνα δε φοβήθηκαν τη φωτιά(Δαν. 3, 17-18). Αν όμως είσαι από χόρτο ή από καλάμι, τα πιο εύφλεκτα δηλαδή υλικά, επειδή φρονείς τα γήινα, τρέμε μην κατακαείς από την ουράνια φωτιά, —εκτός αν αποφύγεις σαν τον Λώτ(Γεν. 19, 17 και 29) την οργή με την παραίτηση από τα φρικτότατα μυστήρια. Δεν γνωρίζω αν τα πολύ μικρά αμαρτήματα, που κάποιος έχει από αδυναμία, αφανίζονται από τη θεία αυτή φωτιά της ιερότατης λατρείας, και γι’ αυτό κι εσύ δεν καίγεσαι απ’ αυτή τη φωτιά, όπως το αδύνατο εκείνο φυτό της βάτου(Εξ. 3, 2).
54. Αφού, σαν αυτούς που πάσχουν από γονόρροια, δεν έχεις τη δύναμη να αποσπαστείς από την εμπαθή σου κατάσταση λόγω της μακροχρόνιας συνήθειας, πώς αποτολμάς ν’ αγγίζεις εκείνα που δεν τολμούν ούτε άγγελοι να τα αγγίξουν, ταλαίπωρε; Ή λοιπόν από φρίκη κρατήσου μακριά από τη θεία ιεροτελεστία, και έτσι να εξιλεώσεις το Θεό, ή περίμενε ως αναίσθητος και αδιόρθωτος να πέσεις στην οργή και στα χέρια του ζώντος Θεού, ο οποίος δε θα σου δείξει λύπη και φιλανθρωπία, αλλά θα σε τιμωρήσει αμείλικτα, επειδή αποτολμάς μ’ αναίδεια να μπεις στο βασιλικό γάμο με λερωμένη την ψυχή και τη στολή, και είσαι ανάξιος ακόμα και να μπεις, όχι και να παρακαθήσεις στο γαμήλιο τραπέζι(Ματθ. 22, 12).
55. Γνώρισα κάποιον ιερωμένο που αποτολμούσε να ιερουργεί ανάξια τα θεία μυστήρια, ενώ είχε περιπέσει στο πάθος της πορνείας. Αυτός έπεσε πρώτα άρρωστος με ασθένεια αθεράπευτη και φοβερή και πλησίαζε πιά στο θάνατο. Αν και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα, δεν έβλεπε ωφέλεια, αλλά μάλλον χειροτέρευε. Ήρθε τότε σε συναίσθηση ότι πεθαίνει επειδή ιερουργεί ανάξια, και αμέσως παραιτήθηκε με όρκο από τη θεία Λειτουργία· αμέσως θεραπεύτηκε, ώστε ούτε σημάδι της ασθένειας δεν έμεινε.
56. Είναι λαμπρό και το αξίωμα και το ένδυμα της ιερωσύνης, αλλά εφόσον και η ψυχή από μέσα λάμπει από καθαρότητα. Όταν όμως η ψυχή λερωθεί από απροσεξία, ενώ η συνείδηση που διαμαρτύρεται, αγνοείται, τότε το φως γίνεται σκοτάδι και προξενεί το αιώνιο σκοτάδι και την αιώνια φωτιά. Εκτός αν αφήσομε αυτό το δρόμο, τον απόκρημνο κι από τις δύο πλευρές, και στραφούμε προς άλλη οδό, η οποία με την αρετή και την ταπείνωση οδηγεί χωρίς κίνδυνο στη βασιλεία του Θεού.
57. Η επιτυχία της σωτηρίας γίνεται με την ταπείνωση και την αρετή, όχι με την ένδοξη ιερωσύνη, η οποία απαιτεί ζωή αγγελική. Ή λοιπόν γίνε απαθής όπως οι άγγελοι, με φρόνημα έξω από το κόσμο και τη σάρκα, και έτσι ανέβαινε την ουράνια αυτή κλίμακα, ή συνειδητοποιώντας την ασθένειά σου, φοβήσου το ύψος της ιερωσύνης, απ’ όπου το πέσιμο είναι μεγάλο για όσους δεν είναι ικανοί. Διάλεξε το δρόμο που ακολουθούν οι πολλοί, ο οποίος φιλιώνει με το Θεό όχι λιγότερο από την ιερωσύνη. Σ’ αυτόν κι αν συμβεί να πέσεις, είναι εύκολο να μετανοήσεις και να σηκωθείς με το έλεος και τη χάρη του Θεού.
58. Σάρκα και αίμα δεν κληρονομούν τη βασιλεία του Θεού(Α΄Κορ. 15, 50). Και πώς εσύ, ενώ κοινωνείς τη σάρκα και το αίμα του Θεού, δε γίνεσαι σύσσωμος με Αυτόν και δεν ενώνεσαι με το αίμα Του, έχοντας ήδη μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών, αλλά πολιορκείσαι από πάθη σάρκας και αίματος; Φοβάμαι μήπως δε θα μείνει σε σένα το Πνεύμα του Θεού γιατί είσαι σαρκικός(Γεν. 6, 3), και μήπως δεχτείς πολύ αυστηρή τιμωρία τότε στον καιρό της κρίσεως και αφαιρεθεί από σένα η σεβάσμια ιερωσύνη, επειδή είσαι ανάξιος γι’ αυτή τη χάρη, και παραπεμφθείς στην αιώνια κόλαση.
59. Όταν δεν έχεις εμπρός στα μάτια σου το φόβο του Θεού, νομίζεις ότι είναι μικρό πράγμα να ιερουργείς ανάξια, εξαπατώμενος από τη φιλαυτία σου και γι’ αυτό νομίζοντας ότι ο Θεός είναι αγαθός. Αυτό έπαθαν παλιά ο Δαθάν και ο Αβειρών, έως ότου τους κατάπιε η γη(Αριθ. 16, 31-33). Τούτο το φοβερό και συ να φοβηθείς και να εννοήσεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι η ιερουργία, και ή να ασκείς την ιερωσύνη άξια και καθαρά, για να μην πω σαν άγγελος, ή σταμάτησε σαν συνετός να τελείς τη φρικτή λατρεία· μήπως καταφρονώντας κατά το παρόν και ξεγελώντας τη συνείδησή σου που σε ελέγχει, φτάσεις τότε, όταν θα κρίνονται και θα τακτοποιούνται τα πάντα, να πεις με πόνο καθώς θα καταδικάζεσαι: «Μου ήρθε ο φόβος που φοβόμουν, κι ό,τι με τρόμαζε, το συνάντησα»(Ιωβ. 3, 25).
60. Με νήψη και κόπο πρόσφερε πρώτα για χάρη του εαυτού σου με συντριβή και δάκρυα για εξιλέωση την ιερή κοσμοσωτήρια θυσία. Γιατί μετά το θάνατό σου ποιον θα έχεις να κοπιάζει και να προσφέρει την αναίμακτη θυσία για σένα; Γι’ αυτό, σαν άνθρωπος έξυπνος, πρόλαβε από τώρα, ενταφίασε τον εαυτό σου και μνημόνευσέ τον προκαταβολικά, προσφέροντας στο Θεό τα άγια που είναι επάνω στην αγία Τράπεζα ως μεσιτεία της σωτηρίας σου και υπενθυμίζοντας μ’ αυτά τη θεληματική και φιλάνθρωπη σφαγή Του.
61. Ανείπωτη και ανέκφραστη είναι η ηδονή της ψυχής, η οποία με πληροφορία για τη σωτηρία της χωρίζεται από το σώμα και το ξεντύνεται σαν φόρεμα. Γιατί έχοντας επιτύχει πια τα ελπιζόμενα, αποθέτει χωρίς λύπη το σώμα και προχωρεί ειρηνική προς τον λαμπρό και ιλαρό άγγελο που έρχεται από ψηλά. Μαζί μ’ αυτόν διασχίζει ανεμπόδιστα τον αέρα, χωρίς να την ενοχλήσουν καθόλου τα πονηρά πνεύματα. Ανεβαίνει με χαρά και θάρρος και φωνές ευχαριστίας, μέχρις ότου φτάσει να προσκυνήσει τον Ποιητή και να δεχτεί την απόφαση να καταταγεί μαζί με τους ομοίους της και ίσους κατά την αρετή, ως τη στιγμή της κοινής αναστάσεως.
62. Θα σου πω λόγο παράδοξο και μη θαυμάσεις. Και αν δεν επιτύχεις την απάθεια, ίσως εξαιτίας των εμπαθών ενθυμήσεων που σε τυραννούν, αν ωστόσο τον καιρό της εξόδου σου βρίσκεσαι στην άβυσσο της ταπεινώσεως, θα υψωθείς πάνω από τα σύννεφα όχι λιγότερο από τον απαθή. Γιατί αν ο θησαυρός των απαθών είναι το άθροισμα όλων των αρετών, αλλά και ο πολύτιμος λίθος της ταπεινώσεως τις ξεπερνά όλες σε αξία. Δεν είναι μόνο πρόξενος εξιλεώσεως του ταπεινού ενώπιον του Θεού, αλλά και πρόξενος εισόδου μαζί με τους εκλεκτούς στο νυμφώνα της βασιλείας Του.
63. Όταν δέχεσαι από το Θεό εξιλέωση των αμαρτιών σου, να δοξάζεις τον αμνησίκακο και ανεξίκακο Κύριο και να παίρνεις μέτρα με όλη τη δύναμή σου εναντίον των θεληματικών αμαρτημάτων. Παρ’ όλο που και αυτά εξιλεώνονται καθημερινά ως την ώρα του θανάτου, όμως φανερώνεσαι αχάριστος αμαρτάνοντας εύκολα εν γνώσει σου. Όταν όμως με την πέτρα της καλής ελπίδας διώχνεις μακριά το σκύλο της απογνώσεως, και παρακαλείς με αναίδεια και επιμονή, θα συγχωρεθούν οι πολλές αμαρτίες σου, για να αγαπήσεις και συ ως χρεώστης πολύ(Λουκ. 7, 47) τον Εύσπλαχνο και Υπεράγαθο στον μέλλοντα αιώνα.
64. Όταν με την ενέργεια της θείας χάρης, σταθείς εμπρός στο Θεό στην προσευχή σου με δάκρυα, να κυλιέσαι ξαπλωμένος σε σχήμα σταυρού κάτω στην γη και, χτυπώντας το κεφάλι, να ζητάς από το Θεό την απόλυσή σου από τα εδώ, ως ελευθέρωση από τη φθορά και απομάκρυνση από τους πειρασμούς. Πλην όμως όχι κατά το θέλημά σου, αλλά όπως θεωρεί καλό ο Θεός· όταν και όπου θέλει Εκείνος. Να επιθυμείς μεν από τώρα την εκδημία και να προτιμάς να πήγαινες προς τον Κύριο με τα δάκρυα μέσα στην άβυσσο της ταπεινώσεως, ώστε αμέριμνος πια να έπαυες το φλογερό πόθο και τη δέηση· να δέχεσαι όμως προς το παρόν την αναβολή, γιατί ο Θεός κάτι καλύτερο θα προβλέπει(Εβρ. 11, 40). Να επιδιώκεις δε εντατικά και με όρκο να μην αποτύχεις, κάνοντας και λέγοντας και εξετάζοντας το παν με σκοπό να μην εκπέσεις από το Θεό.
65. Αφού φορείς σάρκα, μην επιχειρείς να ερευνάς τα νοητά, πώς είναι, αν και το νοερό μέρος της ψυχής οδηγεί σ’ αυτά μέσω της καθαρότητας. Γιατί αν το ασώματο που εμποδίζεται από την αναπνοή και το αίμα, δεν ελευθερωθεί από την παχύτητα της ύλης και δεν πλησιάσει τα νοητά, δε θα μπορέσει να τα στοχαστεί και να τα καταλάβει όπως πρέπει. Όταν προετοιμάζεσαι λοιπόν να βγεις από την ύλη, σαν από δεύτερη σκοτεινή μήτρα, προς εκείνα τα άυλα και φωτεινά, να είσαι χαρούμενος και να δοξάζεις τον Ευεργέτη που μας μεταφέρει με το θάνατο προς τα ελπιζόμενα. Να έχεις αδιάκοπη νήψη για τους ασεβείς δαίμονες που περπατούν τριγύρω μας(Ψαλμ. 11, 9) και επιβουλεύονται πάντοτε την προκοπή μας και παραφυλάγουν με δόλο να χτυπήσουν τη φτέρνα μας(Γεν. 3, 15), δηλαδή το τέλος της ζωής μας, και να τρέμεις μέχρι την έξοδό σου για την αβεβαιότητα του μέλλοντος, γιατί έχεις πλαστεί επιδεκτικός τροπής και αλλοιώσεως, λόγω του αυτεξουσίου.
66. Ο εχθρός μάς επιτίθεται με άγριους και φοβερούς πειρασμούς, όταν αντιληφθεί ότι η ψυχή έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής. Αυτό τεκμηριώνεται και από τα λόγια της προσευχής, και από την προσπάθειά μας ν’ ανεβούμε πάνω από την υλική δυάδα, δηλαδή τη σάρκα και τα αισθητά. Ο μισάνθρωπος μάς πειράζει με τόσο πολύ φθόνο, ώστε να απελπιζόμαστε και γι’ αυτή τη ζωή μας(Β΄Κορ. 1, 8). Αγνοεί ίσως ο αχρείος, πόσα αγαθά μας προξενεί· με αυτά μας κάνει δοκιμασμένους με την υπομονή και μας πλέκει πιο λαμπρά τα στεφάνια.
67. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος αγώνας από τον αγώνα της σωφροσύνης και της παρθενίας. Εκείνος που προτιμά την αγαμία, θαυμάζεται και από τους ίδιους τους αγγέλους και στεφανώνεται όχι λιγότερο από τους μάρτυρες. Γιατί το να είναι κανείς συνδεδεμένος με τη σάρκα και το αίμα κι ωστόσο να προθυμοποιείται να μιμείται με την αγνεία πάντοτε την αϋλία των ασωμάτων, πόσους κόπους και ιδρώτες δεν χρειάζεται; Είναι τόσο μεγάλο και υψηλό πράγματι το κατόρθωμα, ώστε παραλίγο να θεωρείται και αδύνατο, ως υπέρ τη φύση· και θα ήταν αδύνατο, αν ο Θεός από ψηλά δε βοηθούσε, ενισχύοντας την ασθένεια της φύσεως και στηρίζοντας την αδυναμία της και, κατά κάποιο τρόπο, ανασηκώνοντας από τη γη με τον θείο έρωτα και την ελπίδα των βραβείων που έχουν αθλοθετηθεί.
68. Η σάρκα που γίνεται πλαδαρή με την πολυποσία και την πολυυπνία, είναι μεγάλο εμπόδιο για τη σωφροσύνη. η αληθινή σωφροσύνη μένει ανεπηρέαστη και από τις φαντασίες του ύπνου. Γιατί το να προσηλώνεται σ’ αυτές ο νους, είναι σημάδι ότι περιφέρει ακόμη στα βάθη του την αρρώστια του σαρκικού πάθους. Αν όμως ο νους καταξιωθεί με τη χάρη να συνομιλεί στον ύπνο του δίχως μεσολάβηση του σώματος με το Θεό, τότε μένει απείραχτος και άγρυπνος φύλακας της ψυχής και του σώματος που ηρεμούν. Μοιάζει τότε με κάποιο σκύλο που προσέχει άγρυπνος για τους επίβουλους λύκους χωρίς να ξεγελιέται.
69. Θα σου πω λόγο παράδοξο και μη θαυμάσεις. Υπάρχει κάποιο μυστήριο που τελείται κρυφά μεταξύ του Θεού και της ψυχής. Αυτό ανήκει στα πιο υψηλά μέτρα της αγιότητας και στην τέλεια κάθαρση και αγάπη και πίστη, όταν ο άνθρωπος, τελείως συμφιλιωμένος με το Θεό ενωθεί μαζί Του με την οικείωση μέσω της αδιάλειπτης προσευχής και θεωρίας. Σ’ αυτή την πνευματική κατάσταση, ο Ηλίας έκλεισε τον ουρανό προξενώντας ανομβρία(Γ΄Βασ. 17, 1) και κατέφλεξε τη θυσία με ουράνια φωτιά(Γ΄Βασ. 18, 36-38)· ο Μωυσής έσχισε τη θάλασσα(Εξ. 14, 21) και με την έκταση των χεριών του κατατρόπωσε τους Αμαληκίτες(Εξ. 17. 11-13)· ο δε Ιωνάς σώθηκε από την κοιλιά του κήτους και από το βυθό(Ιω. 2, 2 και 11). Γιατί όποιος έγινε άξιος γι’ αυτό το μυστήριο, υποχρεώνει τον φιλανθρωπότατο Θεό να του κάνει ό,τι θέλει. Κι ενώ βρίσκεται ακόμη μέσα στη σάρκα, έχει ξεπεράσει το μέτρο της φθοράς και της θνητότητας και περιμένει το θάνατο σαν τον κοινό ύπνο που θα τον μεταφέρει στα ελπιζόμενα αγαθά γεμάτο χαρά.
70. Από σεβασμό στα δεσποτικά πάθη και την κένωση του Θεού Λόγου για χάρη μας, αλλά και στη θυσία και την ένωση με μας του ζωοποιού και θείου σώματος και αίματος —που όχι μόνο αξιωθήκαμε να γίνομε μέτοχοί τους, αλλά και να τα ιερουργούμε— ταπείνωνε τον εαυτό σου σαν πρόβατο για τη σφαγή, πιστεύοντας αληθινά όλους τους άλλους ανώτερούς σου. Και φρόντιζε πολύ να μην πληγώνεις τη συνείδηση κανενός, και μάλιστα δίχως λόγο. Χωρίς αγιότητα μην τολμάς ν’ αγγίξεις τα άγια, για να μην καείς σαν χορτάρι από τη θεία φωτιά και εξοντωθείς σαν κερί που έλυωσε(Ψαλμ. 57, 9).
71. Βεβαιότατα, αν διεξάγεις όπως πρέπει τη φρικτή τελετή της θείας και σεβάσμιας ιερουργίας και δεν σε κατηγορεί για τίποτε η συνείδησή σου, θα ελπίσεις από αυτήν τη σωτηρία σου. Γιατί από αυτήν λαμβάνεις ωφέλεια περισσότερο από κάθε άλλη πνευματική εργασία και θεωρία. αν όμως δεν τη διεξάγεις όπως πρέπει, αλοίμονό σου· είναι οπωσδήποτε καλύτερο να εγκαταλείψεις το ύψος της ιερωσύνης από επίγνωση της αδυναμίας σου, παρά να την ασκείς όχι τέλεια κι όχι αγνά, και ενώ οι άλλοι σε νομίζουν ότι είσαι πολύ ψηλά, εσύ να βρίσκεσαι σε αξιοδάκρυτη πτώση από την αναξιότητά σου.
72. Η μέσω της θείας ιερωσύνης λατρεία και εξιλέωση και ικέτευση του Θεού υπερέχει τόσο από κάθε ψαλμωδία και προσευχή, όσο διαφέρει στη λαμπρότητα από τα άστρα ο ήλιος. Γιατί στη θεία Ιερουργία θυσιάζομε και παρουσιάζομε και προβάλλομε για εξιλέωσή μας τον ίδιο το μονογενή Υιό του Θεού, ο οποίος θυσιάστηκε χωρίς αντάλλαγμα για τους αμαρτωλούς από φιλανθρωπία. Κι αυτό το κάνομε όχι μόνο για την άφεση των αμαρτιών, αλλά οπωσδήποτε και για την εκπλήρωση αιτήσεων προς το συμφέρον μας, αν βέβαια η συνείδηση μένει καθαρή. Και το θείο σώμα ενωμένο με τη θεότητα, σαν αναμμένο κάρβουνο καίει κάθε αμαρτία και φωτίζει τις καρδιές εκείνων που προσέρχονται με πίστη. Επίσης και το θεϊκό και τίμιο αίμα πλένει και καθαρίζει περισσότερο από κάθε ύσσωπο(Ψαλμ. 50, 9) όλες τις κηλίδες και τους μολυσμούς εκείνων που, όσο πιο καθαρά και αγνά μπορούν, τολμούν και προσέρχονται στα άγια, —αν συμβεί να έχει μείνει μέσα τους κάτι βρώμικο.
73. Όπως είπε κάποιος από τους Αγίους, στη θεία λειτουργία δε θυσιάζεται το σώμα του Θεού Λόγου που έχει αναληφθεί στον ουρανό, κατεβαίνοντας από εκεί, αλλά ο ίδιος ο άρτος και ο ίδιος ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, καθώς ιερουργούνται με πίστη και φόβο και πόθο και ευλάβεια απ’ όσους έχουν αξιωθεί τη θεία ιερωσύνη, και δέχονται αυτή τη μεταβολή με την ενέργεια και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Δε γίνεται σώμα διάφορο από αυτό του Κυρίου, αλλά ο άρτος μεταβάλλεται σ’ αυτό το ίδιο σώμα και γίνεται πρόξενος, αφθαρσίας, χωρίς να φθείρεται. Πόση λοιπόν καθαρότητα και αγιότητα πρέπει να έχει ο ιερέας, αγγίζοντας το θεϊκό σώμα; Και πόση παρρησία, αφού γίνεται μεσίτης Θεού και ανθρώπων και παίρνει συμπρεσβευτές, μαζί με την Πάναγνη Μητέρα του Θεού, όλες τις επουράνιες δυνάμεις των αγγέλων και τους Αγίους από την αρχή του κόσμου; Εγώ νομίζω ότι όπως έχει αγγελική ή αρχαγγελική την αξία, τέτοια πρέπει να έχει και την οικειότητα με το Θεό.
74. Σημείωσε και τούτο, Πισήνιε· ότι μετά το Σύμβολο της Πίστεως τα τίμια δώρα, που πρόκειται σε λίγο ν’ αγιαστούν, μένουν ακάλυπτα πάνω στην αγία τράπεζα, σαν να δέονται κατά κάποιο τρόπο και να κράζουν με αλάλητες φωνές προς Εκείνον που κατοικεί στους ουρανούς, γι’ αυτούς που τα προσφέρουν. Γιατί κοιτάζοντάς τα Εκείνος, δεν αδιαφορεί· και βλέποντάς τα, δεν παραβλέπει, αλλά θυμάται τη θεληματική κένωση και την ανέκφραστη συγκατάβαση και την από φιλανθρωπία σφαγή Του. Δε μας χάρισε βέβαια τη λύτρωση και τη σωτηρία με το πάθος Του ενώ ήμαστε δικαιωμένοι, ο αγαθός και ανεξίκακος, αλλά ενώ ήμαστε εχθροί μαζί Του, μας ελέησε και μας ξανακάλεσε κοντά Του.
75. Και αν ακόμη εξασκείς την καθαρή προσευχή, η οποία ενώνει άυλα τον άυλο νου με το Θεό, και έφτασες να δεις σαν σε καθρέφτη την κατάσταση που σε περιμένει μετά το τέλος αυτής της ζωής, επειδή δέχτηκες τον αρραβώνα του Πνεύματος(Β΄Κορ. 5, 5) και απόκτησες μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών(Λουκ. 17, 21) με κάθε αίσθηση και πληροφορία, μην ανεχθείς να απολυθείς από τη σάρκα χωρίς πρόγνωση του θανάτου. Αλλά και να παρακαλείς ακούραστα γι’ αυτό και να έχεις καλή ελπίδα ότι θα το επιτύχεις, πλησιάζοντας την έξοδό σου, αν σε συμφέρει. Και να ετοιμάζεσαι γι’ αυτήν αδιάκοπα, απορρίπτοντας κάθε δειλία. Έτσι θα μπορέσεις, αφού διασχίσεις τον αέρα και ξεφύγεις τα πονηρά πνεύματα, να διαβείς θαρραλέα και άφοβα τις ουράνιες αψίδες. Και αφού συνταχθείς με τις αγγελικές τάξεις και προστεθείς στους εκλεκτούς και δικαίους που υπήρξαν από την αρχή του κόσμου, θα θεωρείς το Θεό όσο είναι εφικτό· δηλαδή θα δέχεσαι τα αγαθά που πηγάζουν απ’ Αυτον και θα βλέπεις το Λόγο του Θεού ν’ ακτινοφωτοβολεί τα υπερουράνια, και μαζί με την άχραντη σάρκα Του να λατρεύεται συγχρόνως με τον Πατέρα και το Πνεύμα σε κοινή προσκύνηση απ’ όλη την επουράνια στρατιά κι απ’ όλους τους Αγίους. Αμήν.
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 327-344.