III.1. Κάθε άνθρωπος είναι προικισμένος από τον Θεό με αξιοπρέπεια και ελευθερία. Όμως η χρήση της ελευθθ ερίας για το κακό οδηγεί αναπόφευκτα στην ταπείνωση της αξιοπρέπειας του ίδιου του ανθρώπου και των συνανθρώπων του. Η κοινωνία πρέπει να δημιουργεί μηχανισμούς, οι οποίοι θα αποκαταστήσουν την αρμονία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Στην κοινωνική ζωή η θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ηθική μπορούν και πρέπει να υπηρετούν αυτό το σκοπό. Μάλιστα δε συνδέονται μεταξύ τους και από το γεγονός ότι η ηθική, δηλαδή η αντίληψη της αμαρτίας και της αρετής, προηγείται πάντοτε του νόμου, ο οποίος προέκυψε από τις ιδέες αυτές. Ιδού λοιπόν γιατί η διάβρωση της ηθικής τελικώς πάντα οδηγεί στην καταστροφή της νομιμότητας.
Οι αντιλήψεις περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν διέλθει μια μεγάλη ιστορική ανάπτυξη και λόγω αυτού δεν μπορούν να απολυτοποιηθούν με τη σημερινή τους ερμηνεία. Είναι αναγκαίο να καθοριστούν σαφώς οι χριστιανικές αξίες, με τις οποίες πρέπει να εναρμονιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
III.2. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να υπερτερούν των αξιών του πνευματικού κόσμου. Ο χριστιανός θέτει την πίστη του στον Θεό και την επικοινωνία του με Αυτόν υπεράνω της γήινης ζωής του. Για το λόγο αυτό είναι ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη η ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως υπέρτατης και οικουμενικής βάσης της κοινωνικής ζωής, στην οποία θα πρέπει να υπόκεινται οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Ουδεμία αναφορά στην ελευθερία του λόγου και της δημιουργίας μπορεί να δικαιολογήσει τον δημόσιο ευτελισμό αντικειμένων, συμβόλων η εννοιών που ευλαβούνται οι πιστοί.
Ως θεσμοί μη θεϊκής προελεύσεως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να συγκρούονται με την Θεία Αποκάλυψη. Για το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου εκτός από την ιδέα της προσωπικής ελευθερίας είναι εξίσου σημαντική η κατηγορία της δογματικής και ηθικής παραδόσεως, η οποία πρέπει να αποτελεί γνώμονα για την ανθρώπινη ελευθερία. Για πολλούς ανθρώπους που κατοικούν σε διάφορες χώρες του κόσμου το υψηλότερο κύρος για τη κοινωνική τους ζωή και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις διαθέτουν όχι τόσο τα εκκοσμικευμένα πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο η διδασκαλία της πίστεως και η παράδοση.
Κανένας ανθρώπινος θεσμός, συμπεριλαμβανομένων και των μορφών και μηχανισμών της κοινωνικής και πολιτικής δομής, δεν είναι από μόνος του σε θέση να καταστήσει την ανθρώπινη ζωή ηθικότερη και τελειότερη ούτε να εκριζώσει το κακό και τις δυστυχίες. Έχει σημασία να μη λησμονούμε ότι οι κρατικές και οι κοινωνικές δυνάμεις είναι πράγματι ικανές και καλούνται να καταστέλλουν το κακό στις κοινωνικές του εκφάνσεις αλλά δεν μπορούν να νικήσουν την αιτία του κακού, δηλαδή την αμαρτωλότητα. Ο οντολογικός αγώνας εναντίον του κακού διεξάγεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και μπορεί να επιτύχει μόνο στην πορεία του θρησκευτικού βίου της προσωπικότητας: «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Еφ. 6, 12).
Στην Ορθοδοξία υπάρχει η αναλλοίωτη πεποίθηση ότι η κοινωνία, κατά την οργάνωση της ζωής επί της γης πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα ανθρώπινα συμφέροντα και επιθυμίες αλλά και την αλήθεια του Θεού, τον δοθέντα από τον Δημιουργό αιώνιο ηθικό νόμο, ο οποίος ενεργεί στον κόσμο ανεξάρτητα από τη βούληση ορισμένων ανθρώπων ή ανθρώπινων κοινωνιών. Ο νόμος αυτός, διατυπωμένος στην Αγία Γραφή, για κάθε ορθόδοξο χριστιανό ευρίσκεται υπεράνω οποιωνδήποτε θεσπισμάτων, διότι σύμφωνα με αυτόν το νόμο ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους και τους λαούς ενώπιον του Θρόνου Του (πρβλ. Αποκ. 20, 12).
III.3. Η εκπόνηση και η εφαρμογή της θεωρίας περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να συντονίζονται με τους ηθικούς κανόνες και με την ηθική αρχή με τους οποίους ο Θεός προίκισε την ανθρώπινη φύση και αναγνωρίζεται στη φωνή της συνειδήσεως.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δε μπορούν να αποτελέσουν τη βάση επί της οποίας οι χριστιανοί θα εξαναγκασθούν να παραβιάσουν τις Θείες εντολές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί απαράδεκτες τις προσπάθειες να υποταγεί η άποψη των πιστών για θέματα σχετικά με τον άνθρωπο, την οικογένεια, τον κοινοτικό βίο και την εκκλησιαστική πρακτική στη μη θρησκευτική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολουθώντας τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη οι χριστιανοί πρέπει να απαντήσουν σε αυτό: «εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ;» (Πράξεις 4, 19).
Είναι απαράδεκτο να εισάγονται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θέσμια, τα οποία αποδυναμώνουν ή και ακυρώνουν τόσο την ευαγγελική όσο και τη φυσική ηθική. Η Εκκλησία διαβλέπει ένα μεγάλο κίνδυνο στην νομοθετική και κοινωνική υποστήριξη κάθε είδους κακού, λ.χ. της σεξουαλικής ακολασίας και διαστροφής, της λατρείας της κερδοσκοπίας και της βίας. Εξίσου απαράδεκτη είναι και η νομιμοποίηση ανήθικων και απάνθρωπων πράξεων όπως π.χ. των αμβλώσεων, της ευθανασίας, της χρήσεως των ανθρωπίνων εμβρύων στην ιατρική, των πειραμάτων που αλλοιώνουν την ανθρώπινη φύση κλπ.
Δυστυχώς στην κοινωνία εμφανίζονται νομοθετήματα και πολιτικές πρακτικές που όχι μόνο επιτρέπουν παρόμοιες ενέργειες αλλά και δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιβολής αυτών στην κοινωνία μέσω των ΜΜΕ, του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, της διαφήμισης, του εμπορικού τομέα και των διάφορων υπηρεσιών. Επί πλέον οι πιστοί, οι οποίοι θεωρούν τα φαινόμενα αυτά αμαρτωλά πιέζονται είτε να αναγνωρίσουν την αποδοχή της αμαρτίας είτε, στην αντίθετη περίπτωση, υπόκεινται σε διακρίσεις και διώξεις.
Οι νόμοι πολλών χωρών τιμωρούν τις πράξεις, οι οποίες προκαλούν ζημία στον άλλο. Όμως η εμπειρία της ζωής αποδεικνύει ότι οι ζημίες που προκαλεί ο άνθρωπος στον εαυτό του επεκτείνονται επίσης και στους γύρω του, σε όσους συνδέονται με αυτόν με δεσμούς συγγενικούς, φιλικούς, γειτονικούς, εμπλέκονται σε κοινές δραστηριότητες, έχουν κοινή ιθαγένεια. Ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη για τις συνέπειες της αμαρτίας, διότι η επιλογή του υπέρ του κακού επιδρά καταστρεπτικά όχι μόνο στους πλησίον αλλά και σε ολόκληρη τη Θεία Δημιουργία.
Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου τον καλεί να πράττει έργα αγαθά. Οφείλει να μεριμνά για το περιβάλλον και τους συνανθρώπους του. Την επιδίωξη της ζωής του πρέπει να αποτελέσει η πράξη και η διδασκαλία του καλού και όχι του κακού: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Мατθ. 5, 19).
III.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την αγάπη προς την Πατρίδα και τους πλησίον. Ο δημιουργός προίκισε την ανθρώπινη φύση με την ανάγκη της επικοινωνίας και της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, για το οποίο είπε: «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον·» (Γέν. 2, 18). Η αγάπη για την οικογένεια και των πλησίον του δεν μπορεί παρά να επεκτείνεται και στον λαό και στη χώρα όπου διαμένει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι η ορθόδοξη παράδοση βλέπει τη ρίζα του πατριωτισμού στα λόγια του Ίδιου του Χριστού: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω. 15, 13).
Η αναγνώριση των δικαιωμάτων του ατόμου πρέπει να ισορροπείται από την επιβεβαίωση της ευθύνης των ανθρώπων του ενός απέναντι στον άλλο. Οι ακρότητες του ατομικισμού και του κολεκτιβισμού δεν εξυπηρετούν την αρμονική οργάνωση του κοινωνικού βίου. Οδηγούν στην κατάπτωση του προσώπου, τον ηθικό και νομικό μηδενισμό, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην απώλεια της συμμετοχής στα κοινά και στην αμοιβαία αποξένωση των ανθρώπων.
Όμως η πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας μαρτυράει ότι η ένταση μεταξύ των προσωπικών και κοινωνικών συμφερόντων μπορεί να ξεπερασθεί μόνο όταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του ανθρώπου εναρμονίζονται με τις ηθικές αξίες και κυρίως όταν η ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας ζωοποιείται από την αγάπη. Η αγάπη είναι εκείνη η οποία άρει όλες τις αντιθέσεις μεταξύ του προσώπου και των γύρω του, καθιστώντας τον άνθρωπο ικανό να εφαρμόσει πλήρως την ελευθερία του και ταυτόχρονα να μεριμνά για τους πλησίον και την Πατρίδα.
Οι ενέργειες που αποβλέπουν στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην τελειοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και θεσμών δεν θα στεφθούν με πραγματική επιτυχία εάν θα αγνοούνται οι πνευματικές και οι πολιτισμικές παραδόσεις των χωρών και των λαών.
Με τη δικαιολογία της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ένας πολιτισμός δεν πρέπει να επιβάλει τον τρόπο ζωής του στους άλλους. Το έργο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να υπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα κάποιων χωρών. Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να αποβεί καρποφόρος μόνο όταν υπηρετεί το πνευματικό και υλικό καλό του προσώπου και της κοινωνίας.
III.5. Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγεί στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και στην εξάντληση των φυσικών πόρων. Η απόρριψη των φανερωθέντων δια της Θείας αποκαλύψεως προσανατολισμών της ζωής του ανθρώπου και της κοινωνίας δεν οδηγεί μόνο στη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων αλλά και στην καταστροφική σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση, η οποία δόθηκε στην κατοχή του ανθρώπου από τον Δημιουργό. (Γεν. 1, 28). Η απεριόριστη επιδίωξη ικανοποίησης των υλικών αναγκών, ιδιαίτερα των περιττών και τεχνητών αναγκών, είναι κατ’ ουσία αμαρτωλή, διότι οδηγεί στην πτώχευση και της ανθρώπινης ψυχής και της φύσεως. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα φυσικά πλούτη της γης δεν είναι μόνο η ανθρώπινη κληρονομία αλλά πρώτα από όλα η δημιουργία του Θεού: «Του Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλ. 23, 1). Η αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να σπαταλά τους φυσικούς πόρους εξυπηρετώντας τα εγωιστικά του συμφέροντα. Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι αναπόσπαστη από την κλίση του να μεριμνά για τον κόσμο του Θεού (πρβλ. Γεν. 2, 15), να είναι εγκρατής στην ικανοποίηση των αναγκών του, να διαφυλάσσει επιμελώς τον πλούτο, την ποικιλία και την ομορφιά της φύσεως. Αυτές οι αλήθειες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από την κοινωνία και το κράτος κατά τον καθορισμό των κύριων στόχων της κοινωνικοοικονομικής και υλικοτεχνικής ανάπτυξης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όχι μόνο οι σημερινές γενιές αλλά και οι ερχόμενες έχουν το δικαίωμα της χρήσεως των φυσικών αγαθών που δόθηκαν από το Κτίστη.
Από την άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο πολιτικός και νομικός θεσμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να υπηρετεί τους καλούς σκοπούς της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να συμβάλλει στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη του προσώπου. Για αυτόν το λόγο η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να είναι αντίθετη με τους νομοθετημένους από το Θεό ηθικούς κανόνες και τη στηριζόμενη σε αυτούς παραδοσιακή ηθική. Τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου δεν μπορούν να αντιταχθούν στις αξίες και στα συμφέροντα της πατρίδας, της κοινότητας και της οικογένειας. Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να αποτελεί τη δικαιολογία για την καταπάτηση των ιερών τόπων, των πολιτισμικών αξιών και της ταυτότητας του λαού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν την αφορμή για την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς της φυσικής κληρονομίας.