Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη: Περί της εν Χριστώ ανθρωπολογίας της νοεράς προσευχής

του Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, Αναπλ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Πατρών
Ομιλία στο Συνέδριο για τον αείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη (βλ. τευχ. 129, Φεβρ. 2007).
*
Ευχηθήκαμε εν Εκκλησία και εκ βαθέων υπέρ αναπαύσεως του αοιδίμου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου. Πρέπει άλλωστε να αισθάνεται ιδιαίτερη χαρά, όταν διαπιστώνη πως οι φορείς της εκκλησιαστικής διακονίας δεν ασχολούνται τόσον με την προβολή του έργου του, άλλωστε ένας μοναχός δεν την χρειάζεται ούτε εν ζωή, ούτε πολλώ μάλλον εν αναπαύσει, αλλά αγκαλιάζουν την ορθόδοξη θεολογική προσφορά του, ώστε να την προωθήσουν επ’ αγαθώ της διαποιμάνσεως του λαού του Θεού.
Στην εισήγησή μας θα αποτολμήσουμε την προώθηση ορισμένων αληθειών της εν Χριστώ ανθρωπολογίας, όπως εξάγονται με άμεσο η και έμμεσο τρόπο από τα γραπτά του Γέροντος Θεοκλήτου και μάλιστα από την θεολογία της νοεράς προσευχής. Η διασύνδεση της εν Χριστώ λειτουργίας του ανθρώπου με την νοερά προσευχή είναι ουσιαστική και χαρακτηριστική. Η εκ μέρους των Ησυχαστών προσωρινή έστω αναστολή της φυσικής αναπνοής κατά την νοερά προσευχή δημιουργεί μια παράπλευρη λειτουργία, ώστε «ο έσω κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» να αναπνέη μέσα στο φως της παρουσίας και της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μεταλλάσσεται η φθοροποιός βιολογικότητα σε πνευματική αναγέννηση. Ο π. Θεόκλητος ακολουθούσε το του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου: «Μνημονευτέον μάλλον του Θεού η αναπνευστέον» και του Αγ. Νείλου του Ασκητού: «Ει αληθώς προσεύχη θεολόγος ει και ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς». Στο χώρο του αδιαλείπτως προσεύχεσθε αποκαλύπτεται η εν Χριστώ λειτουργία του ανθρώπου.
Ο μακαριστός Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αναφερόμενος στο θέμα της αναπνοής σημειώνει πως σε όλες σχεδόν τις θρησκείες η αναπνοή είναι το σύμβολο του θανάτου. Αναπνέουμε για να ωριμάσουμε βιολογικά και να πεθάνουμε. Ενώ με το «μνημονευτέον του Θεού» διοχετεύεται στο οστράκινο σκεύος μας η ατελεύτητη πνοή της ζωής του Θεού, που οδηγεί τον άνθρωπο στην κατά φύσιν λειτουργία του. Ως σωτηριώδη γνωρίσματά της αναφέρονται τα ακόλουθα:

Ι. Ο θεανδρικός και θεουργικός χαρακτήρας της υπάρξεως.

Η σύσταση του ανθρώπου είναι θεμελιωμένη στην Αρχέτυπη θεανδρική παρουσία «της εικόνος του Θεού του αοράτου», δηλαδή του Ιησού Χριστού. Και μάλιστα υπό «μυστηρίου αιωνίοις χρόνοις σεσιγημένου φανερωθέντος δε νυν κατ’ επιταγήν του αιωνίου Θεού» (Ρωμ. ιδ 25), «του και εκλέξαντος ημάς εν Χριστώ προ καταβολής κόσμου είναι εν αγάπη και υιοθεσία δια Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Εφεσ. α 3-5). Σε μια τέτοια «θεοείδεια» φανερώνεται ο υπερβατικός προορισμός του ανθρώπου, που τον ανυψώνει από το βιολογικό επίπεδο στον χώρο της κατά χάριν μετοχής του στην άκτιστη ζωή του Θεού, ώστε μέσα από την ύπαρξή του να αποκαλύπτη την εικόνα του Χριστού και όχι του εαυτού του «Αποδώμεν τη εικόνι το κατ’ εικόνα. Γνωρίσωμεν ημών το αξίωμα, τιμήσωμεν το Αρχέτυπον. Γενώμεθα ως Χριστός, επεί και Χριστός ως ημείς. Γενώμεθα θεοί δι’ αυτόν, επειδή κακείνος δι’ ημάς άνθρωπος» (Γρηγόριος Θεολόγος). Σ’ αυτόν το χώρο κινείται αδιάκοπα στα γραπτά του ο π. Θεόκλητος. Η απεικόνιση της Αρχετύπου εικόνος «ως πληρώματος του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» στην ανθρώπινη ύπαρξη είναι ολοκληρωμένη στην παρουσία της και όχι μόνον εν σπέρματι δοθείσα. Το Αρχέτυπο του Χριστού είναι «το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, ο πρώτος και ο έσχατος». Ο Χριστός είναι το παν, έλεγε ο Γέρων Πορφύριος. «Και γαρ άτοπον ως αληθώς χάρισμα κεκλήσθαι του Θεού το μη πεπληρωμένον• τέλειος δε ων τέλεια χαριείται δήπουθεν• ως δε άμα το κελεύσαι αυτόν πάντα γίνεται, ούτως έπεται τω χαρίσασθαι, μόνον βουληθήναι αυτόν το πεπληρώσθαι την χάριν» (Κλήμης Αλεξανδρείας). «Ου δι’ άλλο τι κτίζει την ανθρωπίνην ζωήν η δια το αγαθός είναι… ουκ αν ημιτελή την της αγαθότητος ενεδείξατο δύναμιν, αλλά το τέλειον της αγαθότητος είδος εν τούτω εστίν εκ του παραγαγείν τον άνθρωπον εκ του μη όντος εις γένεσιν εν τω ειπείν κατ’ εικόνα Θεού γεγενήσθαι τον άνθρωπον» (Γρηγόριος Νύσσης).
Τα πεπληρωμένα χαρίσματα του Θεού αγκαλιάζουν τον άνθρωπον χωρίς όμως να του επιβάλλονται. Αναμένουν την εκ μέρους του αυτεξούσια αποδοχή, ώστε δια του πνευματικού αγώνος να αποκτά η ύπαρξη την εμπειρία της ολοκληρωμένης διαμονής του Πατρός και του Υιού δια της εν Αγίω Πνεύματι αγάπης. Ο π. Θεόκλητος μας παραπέμπει αδιάκοπα στην καθημερινότητα της εκκλησιαστικής ζωής, όταν μας προβάλλη τα πρόσωπα της Παναγίας και των Αγίων, για να μας δείξη πως «σωτηρία εστί το έπεσθαι Χριστώ» και όχι οποιαδήποτε στοχαστικής φύσεως θεωρία.
Με αυτόν τον τρόπο βοηθείται ο άνθρωπος να ξεπεράση τον κίνδυνο από οποιαδήποτε μορφή αριστοτελικής εντελεχείας, που μπορεί να εμφιλοχωρήση στο χώρο της Εκκλησίας. Πρόκειται για την εικόνα του ανθρώπου -δυστυχώς επικρατεί-, που δείχνει πως αποδέχεται τα χαρίσματα του Θεού, αλλά τα σφετερίζεται «καυχώμενος ως μη λαβών» και τα αναπτύσσει στηριζόμενος στον εγωτικό εαυτό του και χωρίς την σχέση και την κοινωνία του με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Έτσι εγκλωβίζεται στον ενδοκοσμικό χώρο της ηθικής και της εναρέτου τελειοποιήσεως, που με κανέναν τρόπο δεν υπερβαίνει τον θάνατο «ως οψώνιον της αμαρτίας».

ΙΙ. Η εν Χριστώ οντολογική και υπαρξιακή σύσταση της υπάρξεως.

Συνιστά κατά τον π. Θεόκλητο την κατ’ εξοχήν πεπληρωμένην δωρεά του Θεού στον άνθρωπο και τον οδηγεί στην πραγμάτωση του υπερβατικού προορισμού του, δηλ. στην κατά χάριν θέωσή του. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί πολύ συχνά τον αγαπημένο του Αγ. Μάξιμο Ομολογητή: «Εις τούτο γαρ και ημάς πεποίηκεν, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως και της αυτού αϊδιότητος μέτοχοι και φανώμεν αυτώ όμοιοι κατά την εκ χάριτος θέωσιν». Μάλιστα είναι θεμελιωμένη στο «αιωνίοις χρόνοις σεσιγημένον μυστήριον της σαρκώσεως του Θεού και Λόγου», ώστε ο σκοπός της κτίσεως και του ανθρώπου να έχη ολοκληρωθή από τον Χριστό πριν η εκκληθή (Εκκλησία) ο άνθρωπος «εκ του μη όντος εις το είναι». «Όλος ο άνθρωπος θεούται τη του ενανθρωπήσαντος Θεού χάριτι θεουργούμενος. Θεώσεως γαρ ουδέν γεννητόν κατά φύσιν εστί ποιητικόν. Ου γαρ έχομεν δεκτικήν φύσει της θεώσεως δύναμιν» (Μάξιμος Ομολογητής). «Εκείνο γινόμεθα θεωθέντες, όπερ της κατά φύσιν δυνάμεως ουδαμώς υπάρχει κατόρθωμα».
Σε μια τέτοια σωστική λειτουργία της υπάρξεώς του ο άνθρωπος υπερβαίνει την δικανική, θρησκευτική και ηθική θεώρηση της εν Χριστώ σωτηρίας. Η θρησκευτική και ηθική αντιμετώπιση συνιστά έκπτωση της εν Χριστώ θεώσεως, γιατί εξαντλείται στα κατορθώματα της φύσεως. «Δυνάμεθα ποιείν τας αρετάς, αλλ’ ουχί και την θέωσιν• εις τον μέλλοντα αιώνα συγκαταπαύσωμεν τοις φύσει πεπερασμένοις τας οικείας δυνάμεις» (Μάξιμος Ομολογητής). Η θρησκευτικότητα και δικανικότητα της σωτηρίας στηρίζεται στην βεβαιότητα του ανθρώπου πως μπορεί μόνος του να επανορθώση την ενοχή της αμαρτίας ως νομικής φύσεως παράβαση. Ο π. Θεόκλητος σημειώνει: «Εκείνοι οι εξ αξιώματος ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οίτινες αγνοούντες και θεωρητικώς την ορθόδοξον πνευματικότητα, μεταβάλλουν την προς Θαβώριον μεταμόρφωσιν οδηγούσαν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, εις ένα σύνηθες ηθοπλαστικόν ον, υποκείμενον εις νομικάς τινας διατάξεις….ουχί ως τέκνον Θεού, που ζη εις την θείαν ελευθερίαν “η Χριστός ημάς ηλευθέρωσεν” με τας απείρους δυνατότητας θεώσεως».

ΙΙΙ. Η εν Χριστώ ανακεφαλαίωση και καθολικότητα του ανθρώπου.

Στο Αρχέτυπο της εικόνος του Χριστού διαλαμβάνεται η προαιώνια βουλή του θελήματος του Θεού, που αποκαλύπτει πως ο «κατ’ εικόνα Θεού» πλασθείς άνθρωπος, ως δυνάμει θεάνθρωπος (π. Ι. Πόποβιτς) είχε την δυνατότητα να εμπεριέχη στην θεόπλαστη ύπαρξή του ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Ο Γέρων Θεόκλητος μας παραπέμπει σχετικά στον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης: «Όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω ουχ ο τις, αλλ’ ο καθόλου εστιν ο?κο?ν τη καθολική της φύσεως κλήσει… πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη κατασκευή περιείληπται. Ου γαρ εν μέρει της φύσεως η εικών, αλλ’ εφ’ άπαν το γένος η τοιαύτη διήκει δύναμις. Πάσα τοίνυν η φύσις η από των πρώτων μέχρι των εσχάτων διήκουσα, μία τις του όντος εστίν εικών» (Γρηγόριος Νύσσης).
Η καθολικότητα της ανθρωπίνης φύσεως διαφαίνεται μέσα από την δωρεά της εικόνος του Χριστού, παρόλο που στη διαδρομή του ανθρώπου παρεμβάλλεται το επεισόδιο της αμαρτίας. «Άπρακτον τι εστιν η κακία καθ’ εαυτήν και επομένως ουδεμία κακού γένεσις εκ του θείου βουλήματος την αρχήν έσχεν» (Γρηγόριος Νύσσης). Η ανθρώπινη φύση παρόλο που φορτώνεται τον τεμαχισμό της αμαρτίας, όμως στην οντολογία της παραμένει μία και ενιαία. «Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Ρωμ. στ` 12-19). Άλλωστε η συλλογικότητα της αμαρτίας εδράζεται στο ενιαίο της ανθρωπίνης φύσεως και η συμμετοχή του ανθρώπου στην εν Χριστώ σωτηρία εκφράζεται με την άρση των αλλοτρίων αμαρτιών -κατά το υπόδειγμα του αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου- με την αγάπη προς τους εχθρούς, όπου το ενυπόστατο της αγάπης του Θεού, δηλ. ο Χριστός, αναιρεί την φθορά και τον θάνατο. Και στην περίπτωση που ο άνθρωπος εμμένει στην εγωκεντρικότητά του, ως διαβολή και διαιρετικότητα, όμως διεκδικεί για τον εγωτικό εαυτό του τα πάντα, ενώ αρνείται τα πάντα για τους άλλους (=επιβαλλόμενος ολοκληρωτισμός με ποικίλες μορφές ανελεύθερες η ως δήθεν δημοκρατικές).
Ο Απ. Παύλος θεμελιώνει την εν Χριστώ σωτηρία μας στον αντιπροσωπευτικό και ανακεφαλαιωτικό χαρακτήρα της σταυρικής θυσίας του Κυρίου. «Η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς, κρίναντας τούτο, ότι ει εις υπέρ πάντων απέθανεν, άρα οι πάντες απέθανον• και υπέρ πάντων απέθανεν, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β Κορ. ε 14-15). Κατά συνέπειαν ο άνθρωπος δεν μπορεί να μετέχη εκκλησιαστικά στην αναστημένη ζωή του Κυρίου και να εξακολουθή να παραμένη στην απομόνωση της εγωκεντρικότητας και του ατομισμού. Κίνδυνος που εύκολα εμφιλοχωρεί στον εκκλησιαστικό μας χώρο. Το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας πρέπει να αντισταθή στην διογκούμενη διεκδίκηση της ατομικής σωτηρίας.
Χαρακτηριστικό όμως δείγμα εκκλησιαστικής προβολής και συμμετοχής στην εν Χριστώ σωτηρία είναι η ευχή της αναφοράς του Μ. Βασιλείου στην Λειτουργία του. «Οι πάντες παρελαύνουν στο αναίμακτο Θυσιαστήριο της Αγίας Τραπέζης, οι πονηροί και ολιγόψυχοι, οι πεπλανημένοι αιρετικοί, οι δαιμονισμένοι, οι εν εξορίαις και πικραίς δουλείαις, οι θλιβόμενοι και οι μισούντες ημάς. Το πλήρωμα της Εκκλησίας στον λειτουργικό χώρο εκπροσωπεί τους πάντες και διαμνημονεύοντας τα ονόματά τους προσφέρει την εσχατολογική δυνατότητα της κοινωνίας τους με τον Τριαδικό Θεό.

ΙV. Το ανούσιον της αμαρτίας, ως επεισόδιο και όχι ως γεγονός.

Υπογραμμίζεται από τον Γέροντα Θεόκλητο, που χρησιμοποιεί τους αγαπημένους του Πατέρας: Διάδοχο Φωτικής, Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόριο Παλαμά. «Το κακόν ούτε εν τη φύσει εστίν, ούτε μεν φύσει τις εστίν κακός• κακόν γαρ ο Θεός ουκ εποίησεν. Ότε δε εν τη επιθυμία της καρδίας εις είδος φέρει τις το ουκ ον εν ουσία, τότε άρχεται είναι, όπερ αν τούτο ποιών εθέλοι• δει ουν αεί τη επιμελεία της μνήμης του Θεού αμελείν της έξεως του κακού• επειδή το μεν εστί, το δε ουκ εστι, ει μη μόνον εν τω πράττεσθαι» (αγ. Διάδοχος Φωτικής). Παρόλη την εσφαλμένη αίσθηση του αμαρτωλού ανθρώπου περί «αυτοφυΐας» και ότι «τα ορώμενα αυτόματα εισίν και ουκ έστιν υπό Δεσπότην ω προσήκει αυτόν πείθεσθαι» (αγ. Ιωάν. Χρυσ.), όμως η αμαρτία συνιστά «ατευξίαν και απόπτωσίν τινα του προσήκοντος, αυτό δε το της στερήσεως καλεί και άσκοπον» (αγ. Μάξιμος).
Ο Γέρων Θεόκλητος αντιμετωπίζει αγιογραφικά και πατερικά την αμαρτία, ως ψυχοσωματική ασθένεια του ανθρώπου. «Ως απώλειά τις εστί του πραγματικού» κατά την Πενθέκτην Οικ. Σύνοδον, δηλ. ένα είδος «σχιζοειδείας», που παραχαράσσει την πραγματικότητα της αληθείας. Η θεραπεία της αμαρτίας χρειάζεται μεν την χειρουργική επέμβαση της μετανοίας, αλλά και την έκχυση του ελαίου της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού. Η δικανική αντίληψη για την εκ μέρους του Θεού τιμωρία του αμαρτωλού ανθρώπου σε χρόνο μεταγενέστερο της διαπραχθείσης αμαρτίας παραθεωρεί πως η ίδια η αμαρτία συνιστά την «αυτοτιμωρία» του ανθρώπου. Η εκ των έξω (Θεός-άνθρωποι) τιμωρία της αμαρτίας συνιστά την δικαίωση και την επιβράβευση του αμαρτωλού, γιατί έτσι αναγνωρίζεται μονομερώς και ικανοποιείται η επιδίωξή της, που είναι η οριστική απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και επομένως ο εκμηδενισμός του. Κάτι τέτοιο ζήτησε και ο Κάϊν από τον Θεό: «ει εκβάλλεις με σήμερον από προσώπου της γης και έσται πας ο ευρίσκων με, αποκτενεί με. Και Κύριος ο Θεός έθετο σημείον τω Κάϊν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν» (Γεν. δ 13 εξ.). Δεν υπάρχει μεγαλύτερη «τιμωρία» για τον αμετανόητο αμαρτωλό άνθρωπο, που μισεί τον Θεό και ζητεί την χειραφέτησή του από Αυτόν, όταν βλέπη και μάλιστα με επίταση να τον περιφρουρή και να τον καταδιώκη η αγάπη του Θεού. Εν τω ελέει Του ο Θεός εξολοθρεύει την εχθρότητα της αμαρτίας και η αγάπη Του ως άσβεστο πυρ κατακαίει τα σωθικά του αμαρτωλού, που την απωθεί και την απορρίπτει, αλλά χωρίς επιτυχία.

V. Η εσχατολογική διάσταση του ανθρώπου:

Αναφέρεται κατά τον Γέροντα Θεόκλητο στην ολοκληρωμένη Χάρη και προσφορά της αγάπης του Θεού εν Χριστώ και στην δυνατότητα του ανθρώπου να διατηρή τον εαυτό του κατά την αναπτυξιακή πορεία του διάφανο να την αποδέχεται και να την ακτινοβολή σε όλους. Η αποδοχή της αγάπης του Θεού από τον άνθρωπο που «εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. ε 5) μας συνδέει με την εσχατολογική μας διάσταση, που δίνει σε όλα τα όντα την αληθινή τους υπόσταση, δηλ. τη θέση τους στην Βασιλεία του Θεού. «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμέν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα• οίδαμεν ότι, εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστί. Και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστί.» (Ιωάν. γ 2-3) «Δια πίστεως περιπατούμεν, ου δια είδους (βιολογικού και των αισθήσεων)». «Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν• ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς• ο γαρ και βλέπει τις τι και ελπίζει; ει ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι’ υπομονής απεκδεχόμεθα» (Ρωμ. η 24).
Η εν Χριστώ αγάπη δεν είναι απλά μια αρετή η μια ηθική κατηγορία. Είναι οντολογικό γεγονός, η φανέρωση της εικόνος του Θεού εν Χριστώ στα έσχατα, όταν ο Χριστός φανερωθή, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη». (Κολοσσαείς) Κατά τον παρόντα αιώνα των πνευματικών εναντιώσεων και μεταπτώσεων «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και επομένως η οποιαδήποτε αρνητική εικόνα του ανθρώπου, όπως ήταν χθες η σήμερα δεν εκπροσωπεί την εσχατολογική του φανέρωση. Γι’ αυτό και ο «κρίνων προ της Χριστού παρουσίας αντίχριστός εστί, ότι το αξίωμα του Χριστού αρπάζει. Συ μεν γαρ ίσως οράς αυτόν αμαρτάνοντα, ουκ οίδας εν ποίω τέλει τον βίον παρέλθοι» (Αναστ. Σιναΐτης)
Στον ευχαριστιακό χώρο της Εκκλησίας αναστρεφόμαστε έστω και φευγαλέα με τον μέλλοντα αιώνα και η ελάχιστη αυτή εμπειρία μας βοηθά να υπερβαίνουμε τις επικίνδυνες εναντιώσεις του παρόντος, χωρίς να τις απομακρύνουμε οριστικά. Στην Εκκλησία έχουμε την αίσθηση πως όλοι είμαστε οι μετανοούντες αμαρτωλοί. Το εκζητούμενο έλεος του Θεού μας συνδέει με το έσχατο τέλος της υπάρξεώς μας, που είναι ο Χριστός, και μας βοηθά με την μετάνοια να ανακαλύψουμε την αρχή μας, δηλ. «την κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία μας. «Ουχί το τέλος εκ της αρχής, αλλ’ η αρχή εκ του τέλους» (Μάξιμος Ομολογητής).
Η αγάπη στο πρόσωπο του εχθρού δεν απαιτεί την άρση της εχθρότητάς του για να του προσφερθή από τον αγαπώντα. Η εσχατολογική προοπτική της αγάπης βλέπει από τώρα τον εχθρό μεταμορφωμένο εν Χριστώ, γι’ αυτό «και καλύπτει πλήθος αμαρτιών και σώζει ψυχήν εκ θανάτου». Η εκζητούμενη και προσφερόμενη συγχώρηση φανερώνει πως ο αγαπών εν Χριστώ μπορεί άνετα να συνυπάρχη με εκείνον που τον έβλαψε και μάλιστα όχι μόνο σε ένα ατέλειωτο μέλλον, αλλά και στον παρόντα αιώνα. Με το εσχατολογικό του ήθος ο άνθρωπος αισθάνεται αδιάκοπα ως «πρόβατον απολωλός», αλλά εμπιστεύεται την απολλυμένη ύπαρξή του στον Καλό Ποιμένα και στην διαβεβαίωσή Του: «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον».
Ο Θεάνθρωπος Κύριος είναι ο Νικητής της φθοράς και του θανάτου και κατά συνέπειαν ολόκληρη η Κτίση και οι άνθρωποι είναι προορισμένη από την αγάπη του Τριαδικού Θεού να ζη «εις τους αιώνας των αιώνων έχοντας ως Κεφαλήν τον έσχατον Αδάμ, που πραγματοποίησε ο,τι αρνήθηκε ο πρώτος Αδάμ, δηλ. την κοινωνία και την μετοχή του δημιουργήματος στην άκτιστη ζωή του Θεού. Εδώ φανερώνεται και το ύψιστο σημείο της αισιοδοξίας και της ελπίδος στην εν Χριστώ ανθρωπολογία μας.–
© 2013 Ἱερά Μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
Share Button