Ἡ δρῦς ἡ βασιλικὴ τοῦ Ὄρους
Συγκίνηση και σιωπή κατέλαβε την ψυχή, όταν ήλθε η είδηση της κοιμήσεως του σεπτού και πολιού Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ενός κορυφαίου πνευματικού και αγιασμένου μοναχού του Αγίου Όρους και δη της ασκητικής και φιλοθέου Μονής του Διονυσίου. Γιατί ένας ακόμη παππούς, της παλαιάς φρουράς του Όρους, αφήνει την ματαιότητα του κόσμου τούτου και πορεύεται «επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα».
Δεν υπήρξε μόνο πολυγραφότατος και αξιόλογος λόγιος, αλλά και θαυμάσιος συνομιλητής, πνευματικός οδηγός και συνδρομητής εν πάσαις ταις ανάγκαις.
Του χρεωστώ την πρώτη επίσκεψή μου στον μακάριο Άθωνα, την εβδομάδα της Τυρινής του 1974. Και λέω του χρεωστώ, διότι Αυτός μέσω του καθηγητού και εκδότη κ. Στ. Κεμεντζετζίδη έστειλε τα έξοδα (που να τα βρούμε αφού σπουδάζαμε;)
Ωστόσο πριν την επίσκεψή μου είχαμε συναντηθή σε κάποιο φιλικό σπίτι ?ταν παραμονές Χριστουγέννων, νομίζω. Παράλληλα παίρναμε και το πολυγραφημένο περιοδικό «Αθωνικοί Διάλογοι», που αργότερα άρχισε να τυπώνεται, περιοδικό από τα κορυφαία της εποχής με πλούσιο περιεχόμενο. Αλήθεια, πότε θα υπάρξη μια επανέκδοσή του, αφού είναι το βήμα εκείνο απ’ όπου ξεκίνησε και η αναγέννηση του Αγίου Όρους; Θα φιλοτιμηθή κάποιος να το παρουσιάση η έστω να παρουσιάση ένα ευρετήριό του;
Με τον Γέροντα συναντήθηκα στερνή φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλησμόνητη θα μείνη η Θεία Λειτουργία που τελέσαμε στο κατάγραφο εκκλησάκι του κελλιού του, τους Αγίους Αποστόλους. Ήταν μεθεόρτια της Μεταμορφώσεως και ο Γέροντας έψαλλε, μάλιστα από το βάθος του χρόνου νομίζω πως ακούω τη φωνή του να έρχεται ψάλλοντας εκείνο το κατανυκτικότατο τροπάριο της Θ` Ωδής:
«Έθελξας πόθω με Χριστέ και ηλλοίωσας τω Θείω σου αίματι, αλλά κατάφλεξον πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου…» Δεν έψαλλε, το βίωνε, όπως βίωσε όλο το βάθος και τον πλούτο της Ορθοδόξου θεολογίας.
Την ευχή του να έχουμε και τις αδιάλειπτες προς Εκείνον δεήσεις και ικεσίες…