(Από την ομιλία που είχε κάμει στη Λεμεσό το Νοέμβριο του 1981 ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης.)
Τώρα που ευρισκόμεθα εις τον 20ον αιώνα, εις τον κόσμον αυτόν με τας συγχρόνους αντιλήψεις του, με τας ιδιότυπους δομάς του, με την αλλοφροσύνην του, με την σύνεσίν του, με την αλογίαν του και την λογικήν του, η Εκκλησία δεν έχει να πη τίποτε νεώτερον απ’ ο,τι είπε. Απλώς μπορεί να χρησιμοποιή μεθόδους διαφόρους αι οποίαι επιβάλλονται λόγω των συνθηκών του συγχρόνου κόσμου. Ο,τι όμως είπε δια των Αγίων Πατέρων, συνεχίζει να το λέγη και σήμερα εις τον κόσμον. Εάν ακολουθώμεν τους βίους των Αγίων μας και την εν Αγίώ Πνεύματι διδασκαλίαν των αγωνιζόμενοι να οικειοθώμεν αυτήν δια πείρας, τότε θα καταλάβωμεν τι θησαυρούς έχει η αγία μας Εκκλησία.
Πράγματι, έρχονται εις τον νουν ωρισμένα κείμενα των «μυστικών» Πατέρων τα οποία δικαιώνουν τον ασκητικόν βίον, όπως τα κείμενα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, που αναφέρονται σ’ αυτήν την προσωπικήν κοινωνίαν που είχε με τον Θεόν, και τας συνεπείας αυτής της κοινωνίας. Αφού έζησεν εις Μοναστήριον από μικρό παιδί, με την άσκησιν, και υπακοήν εις τον Γέροντά του, τας νηστείας του, τας αγρυπνίας του, τας προσευχάς του, την βαθείαν ταπείνωσίν του, έφθασε να γίνη σκεύος του Αγίου Πνεύματος μέχρι τοιούτου σημείου ώστε η Εκκλησία να τον ονομάση «Θεολόγον», μετά τον Ιωάννην τον Θεολόγον και τον Γρηγόριον τον Θεολόγον.
Λέγει λοιπόν εις ένα σημείον ο άγιος Συμεών, εις τους «Ύμνους θείων ερώτων», το εξής, το οποίον μεταφέρω εν μεταφράσει: «Απολαύω της αγάπης Σου και της ωραιότητός Σου, και είμαι πλήρης θείας ευδαιμονίας και θείας γλυκύτητος. Το πρόσωπόν μου λάμπει όπως το πρόσωπον του αγαπημένου μου Ιησού. Όταν βυθίζωμαι μέσα εις το φως Σου, τότε αισθάνομαι ότι γίνομαι ένα φως όμοιον με το ιδικόν Σου. Και τότε βλέπω τον εαυτόν μου ωραιότερον απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτερον απ’ όλους τους πλουσίους και δυνατώτερον απ’ όλους τους αυτοκράτορας. Διότι εκείνος ο οποίος είναι άξιος να εισέλθη εις το φως Σου, γίνεται ένα φως όμοιον με το ιδικόν Σου…»
Κοιτάξτε τι πληρότης και τι αυτάρκεια εν Θεώ, τι ομορφιά, ομορφιά όχι μορφική και εικονιστική αλλά ομορφιά πνευματική, εις τρόπον ώστε, παρά το βάθος της ταπεινοφροσύνης του, να βλέπη τον εαυτόν του ωραιότερον απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτερον απ’ όλους τους πλουσίους και δυνατώτερον απ’ όλους τους αυτοκράτορας, επειδή ζη μέσα εις το φως του Θεού. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνον εις τον άγιον Συμεών, αλλ’ εις όλα τα πλήθη των οσίων Πατέρων, εις όσους εκαθάρισαν την ψυχήν των από κάθε μολυσμόν, εταπεινώθησαν βαθέως και εκοινώνησαν με τον Θεόν.
Υπάρχουν εμπειρίαι, ως αλήθειαι και ως ήθος της Εκκλησίας, αι οποίαι δεν γίνονται γνωσταί και προσιτοί εις τον ανθρώπινον λόγον. Ούτε υπόκεινται εις μίαν ανάλυσιν συλλογιοτικήν και λογικήν από ανθρώπους εστερημένους αυτών των εμπειριών. Πρέπει να κοινωνήση κανείς με τας εμπειρίας αυτάς, να γίνη ο ίδιος φορεύς αυτών των Αγιοπνευματικών εμπειριών δια να μπορή να καταλάβη αυτά τα μυστικά όργια του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας των Αγίων.
Ας αναφέρω ενδεικτικώς την υπακοήν την οποίαν κάμνομεν ημείς οι μοναχοί. Τι είναι η υπακοή κατά βάθος; Μία ηθελημένη άρσις της ελευθερίας• θυσιάζω την ελευθερίαν μου και υποτάσσομαι, άρα είμαι ανελεύθερος• ο ανελεύθερος είναι δούλος. Εν τούτοις, αυτή η πράξις της εκουσίου δουλείας, συμφώνως προς την καθολικήν εμπειρίαν της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έναρξις της απελευθερώσεως της ψυχής, διότι δουλεία είναι στην πραγματικότητα η ελευθερία των ανθρώπων.
Όσοι, λοιπόν, υπέταξαν τον εαυτόν των εις αυτήν τη διαδικασίαν της εκουσίου υποταγής, όσοι επέρασαν μέσα από το στάδιον της ασκήσεως, συνιστάμενον εις νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, ησυχίαν, ταπείνωσιν, ονειδισμούς, μέσα εις τον χώρον τον μοναστηριακόν η τον σκητιωτικόν η την έρημον, γνωρίζουν τι δίδουν εις την ψυχήν αυτά όλα, ποιόν είναι το άνθος το οποίον αναφύεται μέσα από την ψυχήν ύστερα από αυτήν την διαδικασίαν.
Έτσι διεμορφώθη το ήθος της Εκκλησίας, και εις αυτό έπαιξε πρωτεύοντα ρόλον ο Μοναχισμός. Ο Μοναχισμός είναι αναπόσπαστος από την καθολικήν ζωήν της Εκκλησίας• διαφέρει μόνον εις την ιδιοτυπίαν ζωής και απλώς απομακρύνεται από τας εγκοσμίους κοινωνίας. Η Εκκλησία πάντοτε τον εθεώρησε ως υπόδειγμα της εν κόσμω ζωής, υπόδειγμα το οποίον κείται εις μίμησιν (όχι βεβαίως όλων των τρόπων ζωής του) αλλά όσον είναι δυνατόν. Δι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας λέγει: «Φως μεν μοναχοίς, άγγελοι• φως δε κοσμικοίς, μοναδική πολιτεία».
Ας μου επιτραπή να ισχυρισθώ ότι δεν μπορούμεν να έχωμεν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, χωρίς τον Μοναχισμόν. Είναι ενδεχόμενον να είμεθα εντελώς μέλη της Εκκλησίας και εν τούτοις να μην είμεθα ορθόδοξοι• να ζώμεν δηλαδή μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας αγνοούντες τα μεγαλεία τα θεολογικά και πνευματικά που έχει η Εκκλησία. Ιστορικά, θεολογικά και πνευματικά τεκμήρια βοούν ότι εκείνοι οι οποίοι διεμόρφωσαν το ήθος της Εκκλησίας και διασώζουν την Εκκλησίαν την Ορθόδοξον εις τα υψηλά επίπεδά της, είναι οι μοναχοί η, αν θέλετε, όχι όλοι αλλά οι Πατέρες οι εκ μοναχών οι οποίοι μέσα εις την κάμινον της ασκήσεώς των, μέσα εις τον θείον έρωτά των, εφήλκυσαν πλουσίως τας ακτίνας του Αγίου Πνεύματος. Δι’ αυτό και εις την υμνολογίαν μας συνήθως λέγομεν: «Γέγονας, όσιε, έσοπτρον καθαρόν των ακτίνων του Αγίου Πνεύματος, ελλαμφθείς πλουσίως…»
Επαναλαμβάνω: δεν μπορούμε να ονομαζώμεθα ορθόδοξοι εάν δεν αποδεχθώμεν την ομόφωνον διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων, και δεν μπορούμεν να παρεκκλίνωμεν από την βασιλικήν αυτήν πορείαν των Αγίων Πατέρων χωρίς να διακινδυνεύσωμεν να δημιουργήσωμεν αντινομικάς καταστάστεις μέσα μας η να περιπέσωμεν εις μίαν πνευματικήν σχιζοφρένειαν.
Ημείς οι Ορθόδοξοι είμεθα ωραιότεροι απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτεροι απ’ όλους τους πλουσίους, και δυνατώτεροι απ’ όλους τους αυτοκράτορας εάν εισέλθωμεν μέσα εις τον χώρον της Ορθοδόξου Παραδόσεως και δεν αφήσωμεν τας ψυχάς μας να απατώνται με πτωχοδιδασκαλίας, ετεροδιδασκαλίας και ετεροθρησκείας, με επινοήματα ανθρώπων με λογισμούς «δειλούς», κατά τον προφήτην, ανθρώπων εστερημένων κύρους και αυθεντίας. Η Ορθοδοξία μας είναι μεγάλον πράγμα: δεν διακρίνεται δι’ αυτάρκειαν εν τοις ελαχίστοις, και είναι ξένη προς την έπαρσιν την οποίαν προκαλούν μερικαί αγαθαί πράξεις φαρισσαϊκού τύπου. Είναι πλούσια. Είναι ο πολύτιμος μαργαρίτης τον οποίον ο Κύριός μας εκάλεσε να αγοράσωμεν αφού πωλήσωμεν πάντα. Λέγει δε χαρκτηριστικώς επί του σημείου αυτού ο άγιος Ανδρέας Κρήτης εις ένα τροπάριόν του: «Γίνου, ψυχή μου, μεγαλέμπορος»• μεγαλέμπορος, λοιπόν• όχι ψιλικατζής. Για μεγάλα πράγματα μας έχει ομιλήσει ο Θεός.
Είναι ενδεχόμενον να μην έχωμεν αυτά τα γνωρίσματα του αληθινού Ορθοδόξου, από την ραθυμίαν μας η άλλους λόγους. Τότε η Ορθοδοξία μας οδήγει τουλάχιστον εις την ταπείνωσιν: μας δεικνύει τα μεγαλεία που έχει ετοιμάσει ο Θεός δι’ ημάς, τα οποία και καλούμεθα να οικειωθώμεν. Όταν δε, δια ποικίλους λόγους, δεν δυνάμεθα να το πράξωμεν, μας υποδεικνύει μίαν άλλην λύσιν δια να αντιμετωπίσωμεν την δυστυχίαν μας: την ταπείνωσιν. Μας απεκάλυψες, Κύριε, αρίστην οδόν υψώσεως την ταπείνωσιν, λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αντιθέτως, εάν θεωρήσωμεν ότι ο Χριστιανισμός είναι ένα θέμα δοσοληψίας με τον Θεόν (να κάμωμεν δηλαδή μερικάς καλάς πράξεις κοινωνικού χαρακτήρος, να προσευχώμεθα, να κοινωνώμεν, να εξομολογούμεθα, και αυτό είναι αρκετόν), περιπίπτομεν εις την αυτάρκειαν, και ενώ είμεθα δυστυχείς, ελεεινοί και γεμάτοι πάθη, αισθανόμεθα μίαν ανεσιν• αυτός είναι ο φαρισσαϊσμός τον οποίον επισημαίνει ο Κύριος. Ενώ η αγία Ορθοδοξία μας (δηλ. το αυθεντικώς ερμηνευόμενον άγιον Ευαγγέλιον) μας λέγει: καθαρθείτε από τα πάθη δια να οικήσω μέσα σας• μην εμπιστεύεσθε μερικάς ενεργείας εξωτερικάς αι οποίαι δεν αποτελούν αυτοσκοπόν αλλά μέσον• ελευθερωθείτε από τα πάθη δια να εισέλθω εις την καρδίαν σας. Είναι αυτό δια το οποίον προσευχόμεθα κάθε ημέραν: «Βασιλεύ ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας…, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος…».
Μην επαναπαυώμεθα λοιπόν, και απατώμεν εαυτούς με μικρά και πτωχά και ευτελή πράγματα τα οποία άλλωστε κάμνουν και οι «εθνικοί». Πρέπει να οδηγηθώμεν εις μίαν διαρκή αναζήτησιν του Θεού. Και όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Ουκ έστιν άλλο το ζητείν το Θεόν και άλλο το ευρίσκειν, αλλά τούτο εστί το ευρίσκειν, το αεί ζητείν και εκκκαίεσθαι εις τον πόθον Εκείνου». Λοιπόν, όρος ευρέσεως είναι ο πόθος• όταν έχωμεν πόθον, ευρήκαμεν τον Θεόν. Δεν τελειώνει όμως εκεί η διαδικασία ευρέσεως του Θεού διότι, ο Θεός είναι άπειρος και ασύλληπτος. Ο άνθρωπος δεν σταματά την φοράν του προς τελειότητα αφού η τελειότης και των τελείων είναι ατέλεστος. Δι’ αυτό η ζωή των αληθινών ορθοδόξων είναι ζωή πεινώντων και διψώντων τον Κύριον. Και όταν δεν τον ευρίσκουν και στενάζουν και πενθούν και φωνάζουν μαζί με τον Δαυΐδ, «Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού», η πάλιν « Ως η έλαφος επείγεται επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου σε διψά, ο Θεός», η όπως η νύμφη εις το Άσμα Ασμάτων λέγει, «Τετρωμένη αγάπης ειμί εγώ…, εις οσμήν μύρων σου δραμούμαι…» (τρέχω οπίσω Σου Χριστέ μου)!…
Αλλά και ο Απ. Παύλος αυτό λέγει: «Διώκω ει και καταλάβω, εφ’ ω και κατελήφθην υπό του Χριστού Ιησού» (τρέχω δια να κάμω ιδικόν μου εκείνο δια το οποίον και ο Ι. Χριστός με έκαμε ιδικόν του). Και ακόμη, «τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, κατά σκοπόν, διώκω…» (Φιλιπ. 3:12-14). Ξεχνώ ο,τι έχω κάμει, τα αθλήματα τα μεγάλα, και κρατώ μόνο ένα πράγμα: την γνώσιν της αθλιότητός μου. Ένας γίγας, ο Παύλος, εκράτει μόνον την γνώσιν της αθλιότητός του. ” Όταν είχεν ανεβεί μέχρι τρίτου ουρανού, όταν έγινε αυτό που ήτο, ο θείος Παύλος, τότε έλεγεν, «ουκ ειμί άξιος καλείσθαι απόστολος», και «έσχατον πάντων, ωσπερεί τω εκτρωμάτι, ώφθη ο Χριστός κάμοί» (Α’ Κορ.15,9).
Αυτή είναι η Ορθοδοξία μας.
Πηγή: