Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε σθεναρός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και θεματοφύλακας των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων. Ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόσφεραν ανεκτίμητες προς την Ορθοδοξία υπηρεσίες και πολλοί αναδείχτηκαν μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κοσμάς ο Αιτωλός, ο όσιος Νικόδημος Αγιορείτης κ.ά.). Στην ιστορία του Αγ. Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες αγιορειτών Πατέρων για εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες δύο διακρίνονται περισσότερο. Η πρώτη είναι ο Ησυχασμός, που κύριος υπέρμαχος υπήρξε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη, λιγότερο γνωστή, είναι η προσπάθεια των Κολλυβάδων μοναχών για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής εν γένει ζωής της Εκκλησίας, με βάση την αποστολική και πετερική παράδοσή της. Και τα δύο αυτά «κινήματα» συνδέονται, αν όχι χρονικά (14ος αι. το πρώτο, 18-19ος αι. το δεύτερο), τοπικά και κυρίως πνευματικά Οι «Κολλυβάδες», όπως χλευαστικά ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους, ήσαν λόγιοι μοναχοί και σπουδαίοι θεολόγοι, ησυχαστές και αγωνιστές της νοερής – καρδιακής προσευχής, που με δύναμη και θάρρος αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της γνήσιας και υγιούς παράδοσης της Εκκλησίας σε θέματα λατρείας από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης. Το «κίνημα» αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνος, απασχόλησε ζωηρά τη διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί να θεωρηθεί, κατά το Γερμανό θεολόγο N. Bonwtsch», ως εν ακόμη δείγμα της αφυπνιζομένης πνευματικής ζωής του ελληνικού έθνους κατά τον 18ο αι.». Μεταξύ των αρχηγών αυτού του «κινήματος» αναφέρονται τρεις μεγάλες μορφές του νεοελληνικού χριστιανισμού, ο άγ. Μακάριος Νοταράς, Επίσκοπος Κορίνθου, ο σοφός διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος ο Πάριος, που πρόσφατα ανακηρύχθηκε άγ., ο πολυγραφότατος, επίσης διδάσκαλος, άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. Τους τρεις αυτούς ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Αγάπιος ο Κύπριος, Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Χριστόφορος Προδρομίτης κ.α. Η αφορμή για να ιδρυθεί αυτό το «κίνημα» δε φαίνεται κατ΄ αρχάς τόσο σημαντική. Ας τη δούμε, όπως μας την περιγράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσάτης στο βιβλίο του «Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης». «Τω 1754 οι της εν Αγίω Όρει Ιεράς Σκήτεως της Αγ. Άννης μοναχοί ήρξαντο ανοικοδομούντες τον Καθολικόν Ναόν αυτής, τον λεγόμενον Κυριακόν, δια δαπάνης και συνδρομής των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών. Κατά καθήκον, αι προσφοραί θα έπρεπε δια τελέσεως μνημοσύνων των κεκοιμημένων συγγενών των να ανταποδοθούν… Επειδή, όμως, οι απασχολούμενοι εις την οικοδομήν πατέρες Σκοπίων δι΄ όλης της εβδομάδος και δεν ήτο εύκολος η εν Σαββάτω τέλεσις των μνημοσύνων… Εσκέφθησαν να τελούν ταύτα εν τη κατά την Κυριακήν γινομένη αγρυπνία… Εντεύθεν ηνήφθη η φλοξ της έριδος… των μεν φρονούντων, ότι «παράνομον εστί το εν Κυριακή επιτελείν τα μνημόσυνα», των δε υποστηριζόντων, ότι «η Κυριακή ήτο προσφορωτέρα, ως του θανόντος – κοιμηθέντος επ ελπίδι αναστάσεως (Κυρίου) και συνεπώς δεν αντιβαίνει η τέλεσις μνημοσύνων εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα της ημέρας». Οι πρώτοι όμως επέμεναν και δεν δέχονταν τη μετάθεση, ως αντίθετη προς την τάξη της Εκκλησίας. Οι αντιφρονούντες προς αυτούς τους αποκάλεσαν περιφρονητικά «Κολλυβάδες», «Κολλυβιστάς» και «Σαββατιανούς». Όμως, το περιφρονητικό αυτό όνομα έγινε αργότερα τιμητικός τίτλο, ενώ τότε υπήρξε γι΄ αυτούς αιτία διωγμών και ύβρεων. Η έριδα αυτή έγινε επικίνδυνη για την ειρήνη. Και σκανδάλιζε τις ψυχές μοναχών και λαϊκών. Για τη λύση του ζητήματος αποτάθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Β΄(1772), ο οποίος τους απάντησε: «οι μεν εν Σαββάτω τελούντες τα των (κοιμηθέντων) μνημόσυνα καλώς ποιούσιν, ως την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας φυλάσσοντας, οι δε εν Κυριακή ουχ υπόκεινται κρίματι». Το ίδιο συναινετικά τους απάντησε και ο διαδεχθείς το Θεοδόσιο, Πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής (1773). Επίσης, για το ίδιο θέμα συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη το 1774 στη Μονή Κουτλουμουσίου και η δεύτερη στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄, που τελικά δεν έλυσαν το ζήτημα. Η πρώτη τάχθηκε υπέρ των Κολλυβάδων, ενώ η δεύτερη τους καταδίκασε! Τέλος, ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έλυσε το ζήτημα το 1819 με την περίφημη εγκύκλιό του, η οποία έλεγε, μεταξύ άλλω!!. Τα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαραιτήτως και εν Κυριακή και εν Σάββασιν, ως και ταις λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος προς τελείαν εξάλειψιν της πάλαι αναφυείσης εκείνης διενέξεως». Και οι μεν διωκόμενοι Κολλυβάδες, ευσεβέστατοι και ησυχότατοι μοναχοί, για να μην σκανδαλίζουν και από πνεύμα υπακοής τελούσαν τα μνημόσυνα και την Κυριακή. Οι αντίπαλοί τους όμως, παρανοούντες το πνεύμα της εγκυκλίου, προσπαθούσαν να επιβάλουν την Κυριακή, ως ημέρα που έπρεπε να τελούνται τα μνημόσυνα. Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Ομολογία πίστεως» αναφέρει και τα εξής: «… δύο είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία. Και το μεν πρώτο είδος ονομάζεται Ακρίβεια, το δε άλλο Οικονομία… Εάν συ, αδελφέ, θέλεις να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή, φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας και συγκατάβασιν, ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια τούτο… Εάν ημείς ποιώμεν τα μνημόσυνα εν τω Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν και την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν, εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρής και να μας κατηγορής δια τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής…». Το ζήτημα λοιπόν, των μνημοσύνων και ο χρόνος τελέσεώς τους υπήρξε η πρώτη αφορμή της έριδας μεταξύ «Κολλυβάδων» και αντιφρονούντων. Και η υπόθεση αυτή δεν ήταν και η μόνη προσπάθειά τους γι την πνευματική αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Νεώτερος θεολόγος, ερευνητής του «κινήματος» αυτού αναφέρει: «Οι Κολλυβάδες ήσαν άκρως μορφωμένοι θεολογικώς, φιλοσοφικώς, εγκυκλοπαιδικώς, εγνώριζαν δε την αρχαίαν ελληνικήν, την λατινικήν και άλλας νεωτέρας γλώσσας, ως καταφαίνεται και εκ των πολλών περισπουδάστων συγγραμμάτων των αρχηγών αυτών. Υποστήριζον ούτοι δια του λόγου και δια των συγγραμμάτων των την επαναφοράν εις την αγνότητα ζωής και τους σεβασμίους θεσμούς της αρχαίας Εκκλησίας, τους οποίους εξαφάνισαν μεταγενέστερες παραδόσεις». Συγχρόνως με τη φιλονικεία γύρω από τα μνημόσυνα υπήρχε και η «περί συχνής θείας Κοινωνίας έρις», πρόβλημα ίσως σοβαρότερο του πρώτου, που μέχρι και σήμερα απασχολεί πολλούς χριστιανούς. Οι Κολλυβάδες, πιστοί στο αρχαιοπαράδοτο της Εκκλησίας, ήσαν υπέρ της συχνής Θ. Μεταλήψεως, αντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι οποίοι δίδασκαν για δύο ή τρεις φορές το χρόνο! Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος Β΄ για το ζήτημα τούτο έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Έγραψε: «Περί δε του πυκνότερον ή βραδύτερον προσέρχεσθαι τη μεταλήψει των αχτράντων μυστηρίων, φαμέν, ότι χρόνος μεν ουχώρισται, αναγκαία δε πάντως η δια της θείας μετανοίας και εξομολογήσεως προετοιμασία…». Η φιλονικία όμως και γι΄ αυτό το ζήτημα εξακολουθούσε ν΄ αναστατώνει μοναχούς και χριστιανούς, γι΄ αυτό και πάλι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ το έλυσε με την εγκύκλιό του στην οποία τονίζει: «Χρέος έχουσιν οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχωνται και να μεταλαμβάνουσι του ζωοποιού Σώματος, δια τούτο και προσκαλούνται υπό του ιερέως εν τω «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Αντικρούει δε τις αντίθετες απόψεις περί της θείας μεταλήψεως δύο ή τρεις φορές το χρόνο ή «εν διαστήματι τεσσαράκοντα ημερών». Αφορμή και γι΄ αυτό το ζήτημα, δηλ. «περί συχνής θ. μεταλήψεως», υπήρξε το εξής γεγονός: Το έτος 1777 εκδόθηκε στη Βενετία βιβλίο με τον τίτλο: «Εγχειρίδιον ανωνύμου τινός αποδεικτικόν περί του ότι χρεωστούσιν οι χριστιανοί συχνότερον να μεταλαμβάνωσι τα θεία μυστήρια». Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται με πολυάριθμα χωρία από την αγ. Γραφή και τους πατέρες η υποχρέωση των χριστιανών να μεταλαμβάνουν συχνά «εις κάθε εορταστικήν Λειτουργίαν». Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη» του βιβλίου τούτου εξετιμήθη η αξία υπό του αγ. Νικοδήμου (Αγιορείτου), όστις, βλέπων την παραθεώρησιν της «χαριτωμένης συνηθείας να μεταλαμβάνουν οι πιστοί συχνότερον» ανέλαβε να το εκδώσει….». και συνεχίζει ο π. Θεόκλητος: «Αφού ο θείος Διδάσκαλος μετά μεγάλης ευκολίας και ανέσεως ανατρέπει τα σαθρά ταύτα επιχειρήματα (εν. των αντιφρονούντων), κάμνει εν τω επιλόγω αυτού μίαν θαυμασίαν αποστροφήν προς τους χριστιανούς και τους εχθρούς των Κολλυβάδων πλήρη αγάπης και συγκαταβάσεως…». Το βιβλίο αυτό μόλις εκδόθηκε προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και πολλές διαμαρτυρίες από τους αντιφρονούντες. Έτσι, το περί των μνημοσύνων και συνεχούς θ. μεταλήψεως ζήτημα έφτασε ώστε να εγερθεί σφοδρός πόλεμος κατά των Κολλυβάδων. Καταδιώχτηκαν απηνώς από το Άγ. Όρος. Έτσι, «ηναγκάσθησαν πολλοί από τους ευσεβείς εκείνους ανθρώπους να αφήσουν τας αγαπημένας τους σκήτας… και να διασκορπιστούν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο διωγμός όμως αυτός είχεν ευχαρίστους συνεπείας, διότι ούτοι διέδωσαν το αναμορφωτικόν κήρυγμά των εις τον λαόν. Εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου έκτισαν μονάς και ανεζωπύρησαν τη θρησκευτικότητα των πιστών…» (Σπυρ. Μακρής, Θρησκ. και Ηθική Εγκυκλ.). Και ο π. Θεόκλητος Διονισιάτης συμπληρώνει: Οι Κολλυβάδες «διασπαρέντες εις διαφόρους τόπους, απετέλεσαν την «μικράν ζύμην» της αναζωπυρήσεως του θρησκευτικού αισθήματος του δούλου ορθοδόξου λαού, δια των ιδρυθέντων παρ΄ αυτών μοναστηρίων, εντός των οποίων εκαλλιεργείτο … τόσον ο μυστικός, όσον και ο μυστηριακός βίος, δια της συμμετοχής του λαού εις την ορθόδοξον λατρείαν και την συχνοτέραν θείαν Ευχαριστίαν…» (Ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Και ο Γ. Βερίτης σε άρθρο του «Το αναμορφωτικόν κίνημα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου» (περ. «Ακτίνες» 1943), σημειώνει: «… Ένα από τα νησιά (που δέχθηκαν το κήρυγμα των Κολλυβάδων) ήταν και η Σκιάθος, το πολυτραγουδισμένο νησί δύο Αλεξάνδρων. Πού να το ήξεραν οι διώκτες των Κολλυβάδων, πως ο διωγμός αυτός θα χάριζε στην Ελλάδα έναν Παπαδιαμάντη και έναν Μωραϊτίδη!…». Στα βαθύτερα αίτια του κινήματος των Κολλυβάδων αναφέρεται και ο Κ. Μπαστιάς στο βιβλίο του «Ο Παπαδιαμάντης», όταν γράφει: «… η συνεχής Μετάληψις και η τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο και όχι την Κυριακή, δεν ήταν στενόκαρδη προσήλωση σε τύπους. Πίσω από τα δύο τούτα αιτήματα κρυβότανε το σοβαρότερο αίτημα της Ορθοδοξίας, η παράδοση! Οι Κολλυβάδες εκφράζανε τον αγώνα της Ορθοδοξίας να κρατήσει την ιερά της παράδοση ανόθευτη από συμβιβασμούς που θα νοθεύανε την μορφή και την ουσία της… Στη Σκιάθο, λοιπόν, προσφεύγουνε οι Κολλυβάδες μοναχοί, τα γνήσια τέκνα δύο αγίων, του από Κορινθίας Μακαρίου Νοταρά και του Νικοδήμου του Αγιορείτου…». Και ο Ιωάννης Φουντούλης, στο βιβλίο του. «Παράδοση και Λατρεία» γράφει: «Στο σκότος της Τουρκοκρατίας έλαμψε το καθαρό παραδοσιακό πνευματικό «κίνημα» των Κολλυβάδων. Το τι πρόσφερε αυτό στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας… είναι σ΄ όλους γνωστό. Σ΄ αυτό οφείλεται η προβολή του αιτήματος της συχνής προσελεύσεως στη θ. Κοινωνία, η έξαρση του νοήματος του εβδομαδιαίου Πάσχα, η συνεχής προσπάθεια της αναστάσιμης Κυριακής να απαλλαγή από τα νεκρώσιμα στοιχεία». Όπως είναι γνωστόν οι Κολλυβαδικές έριδες εκφράζουν τη διάσταση ανάμεσα στους παραδοσιακούς και τους φιλελεύθερους , οι οποίοι σπουδασμένοι στη Δύση ακολουθούσαν τις ουμανιστικές της τάσεις. Στο βιβλίο της «Αθανάσιος ο Πάριος» η Αθηνά Καραμπέτη, φιλόλογος και θεολόγος, σημειώνει «…το ζήτημα (των Κολλυβάδων) δεν είναι τόσον απλούν όσον εξ αρχάς φαίνεται. Τα βασικά αίτια είχον βαθυτέρας ρίζας. Ο 18ος αιώνας δια την δυτικήν Ευρώπην, είναι ο αιών των κοινωνικών αναστατώσεων και επιστημονικών ζυμώσεων… Επίσης, εις την Δύσιν η θρησκεία είχεν υποστή κλονισμόν λόγω της ενδοεπαναστάσεως της Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως και των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού. Εις την Ανατολήν, όμως, την επί τρεις αιώνας περίπου υπό στεγνήν και βάρβαρον δουλείαν ευρισκομένην, υπήρχε σταθερά καταφυγή εις την Ορθοδοξίαν, την οποίαν συνιστούν δύο ισότιμοι και ισοδύναμοι πηγαί, ο γραπτός λόγος (Αγ. Γραφή) και ο προφορικός λόγος, τα ήθη και έθιμα που περιεβλήθησαν με συνοδική απόφασιν (παράδοσις). Το οιονδήποτε πλήγμα εις το ένα ή το άλλο μέρος, επέφερε σεισμόν εις την πίστιν, την μόνην ασφαλή δύναμιν εις κάθε εποχήν, πολλώ μάλλον των υποδούλων τότε ορθόδοξων Ελλήνων. Φυσικόν τυγχάνει ότι η παράδοσις ευκολώτερα βάλλεται. Εις αυτόν τον αγώνα, της διατηρήσεως των παραδόσεων, που συνιστά συγχρόνως ανακαινιστικήν και αναμορφωτικήν δύναμιν, απεδύθησαν οι «Κολλυβάδες». Υποστηρίζοντες την ακρίβειαν της Εκκλησίας, συνήργουν εις την διατήρησιν της Ορθοδοξίας ολοκληρωμένης και ανοθεύτου». Στο έργο του Αθανασίου Πάριου « Έκθεσις είτε ομολογία της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως…», διαβάζουμε τις απόψεις των «Κολλυβάδων», που είναι πράγματι βιβλικές και πατερικές δηλαδή οι σωστά παραδοσιακές. Αυτές είναι: «Η σημασία και η δύναμη των αγίων εικόνων…, ο μικρός και ο μεγάλος αγιασμός, που έχουν την δύναμιν του λουτρού της παλιγγενεσίας και ιαματική χάρη σε κάθε ασθένεια σωματική και ψυχική, το αντίδωρο, που διαφέρει από τα Τίμια Δώρα, γιατί αυτό μετέχει σε κάποια χάρη, ενώ στα Τίμια Δώρα βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός και τέλος οι θέσεις τους για τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους». Όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, το «κίνημα» των Κολλυβάδων υπήρξε ένα «κίνημα» παραδοσιακό και συγχρόνως ανακαινιστικό. Κινήθηκε μέσα στα όρια της Ορθόδοξης παράδοσης με σκοπό να την διαφυλάξει από τυχόν ξένες αλλοιώσεις και συγχρόνως προσπάθησε να ανακαινίση της λειτουργική πράξη και ζωή της Εκκλησίας επαναφέροντας τις αρχαίες αποστολικές και πατερικές παραδόσεις. Γιατί, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, «στην Ορθοδοξία και ιδιαίτερα στη λατρεία της, τίποτε δεν είναι άσχετο και αδιάφορο. Το κεράκι που ανάβουμε, ο σταυρός που κάνουμε, τα κόλλυβα που διαβάζουμε, όλα έχουν αγιασθεί από την πράξη της Εκκλησίας μας και προσφέρουν άρρητη χαρά στον πιστό». Γι΄ αυτό πολύ σωστά ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο βιβλίο του «Θεολογικές Παρουσίες» σημειώνει: «… οι παραδοσιακοί Κολλυβάδες άδικα παρεξηγήθηκαν αγωνιζόμενοι για την ορθόδοξη παράδοση. Δεν ήσαν στενοκέφαλοι καλόγεροι «μεθυσμένοι από έναν αρρωστημένο οίστρο Ορθοδοξίας». Τελειώνοντας τίθεται το ερώτημα: Έχουν περάσει περίπου δύο και πλέον αιώνες από τη λατρευτική και πνευματική γενικότερα ανακαίνιση των «Κολλυβάδων» Αγιορειτών πατέρων. Μήπως έφτασε η ώρα για μία δεύτερη ανάλογη κίνηση από μέρους της Εκκλησίας; Όλοι σήμερα μιλάμε για την οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας. Συγχρόνως διαπιστώνουμε ότι η κρίση αυτή στο βάθος της είναι κυρίως πνευματική. Αλλά και η λατρεία μας χρειάζεται και τη δική μας ανανέωση. Άραγε υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι ανάλογες μορφές και προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο έργο; Χωρίς φανατισμούς, με σύνεση, για να μη πληγωθεί το θρησκευτικό αίσθημα του πιστού λαού, και με βάση πάντοτε την αποστολική και πατερική παράδοση να προχωρήσουμε σ΄ ένα νέο πνευματικό και λατρευτικό «κίνημα».