Α’
ΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Το όχι και το ναι
Ένα όχι ή ένα ναι μεταξύ των ανθρώπων προϋποθέτει μία συνάντησι και μία συζήτησι, μία συνομιλία. Προϋποθέτει μάλιστα και συζήτησι έντονη, μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια πάντα, που μπορεί να καταλήξη και σε διαξιφισμούς. Που ο ένας από τους δύο μπορεί να ακούση τα παρακάτω: Δεν σου δίνω αυτό πού θέλεις, Δεν μπορεί να γίνη αυτό πού ζητάς, δε σου συμφέρει να γίνη αυτό γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο, όχι δεν μπορεί να γίνη αυτό, υπάρχουν προβλήματα και συνέπειες.
Αυτά μπορεί να είναι τά αποτελέσματα μιας συναντήσεως και συζητήσεως, χωρίς να άποκλείωνται βέβαια και τα θετικά σημεία πάντοτε, και μάλιστα όταν η συζήτησις γίνεται με αγάπη και κατανόησι και νηφαλιότητα.
Μία συνάντησι με τον Θεό είναι και η προσευχή. και αυτό προϋποθέτει έναν ακούοντα, τον Θεό και έναν λέγοντα, τον άνθρωπο. Συνάντησι και συνομιλία μαζί. Έτσι ονομάζει την προσευχή ο ι. Χρυσόστομος. Ο Ευάγριος θα μας πη ότι είναι ανάβασις του νου και ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος αρπαγή του νου προς το Θεό.
Αυτή η συνάντησι όμως, η ανάβασις και η αρπαγή σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη μπορεί να έχη πολλές φορές και πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στον άνθρωπο. Διότι είναι συνάντησι δύσκολη.
Και δεν είναι μόνο συνάντησι. Είναι και σχέσι μαζί. Μία σχέσι βαθειά πού δεν μπορεί να επιβληθή ούτε σε μας, ούτε στο Θεό. Το γεγονός ότι ο Θεός μπορεί να κάνη αισθητή την παρουσία Του ή μπορεί να μας αφήση με την αίσθηση της απουσίας Του, είναι απόδειξις της ζωντανής αυτής και πραγματικής σχέσεως. Εάν μπορούσαμε να τον παρασύρουμε μηχανικά σε μία συνάντησι, να τον αναγκάσουμε δηλαδή να μας συναντήση, απλά και μόνον επειδή εμείς διαλέξαμε τη στιγμή αυτή να τον συναντήσουμε, δεν θα υπήρχε ούτε σχέσι ούτε συνάντησι.
Είναι λοιπόν συνάντησι αλλά και σχέσι μαζί η προσευχή αλλά και συνομιλία με τον Θεό. Η συνάντησις αυτή μπορεί να έχη και ως αποτέλεσμα να ακούση κανείς, ανθρώπινα μιλώντας, αυτά πού λέχθηκαν παραπάνω. Όχι με τον ίδιο τρόπο βέβαια. Με τον τρόπο πού γνωρίζει ο Θεός και πού είναι διαφορετικός στον καθένα μας.
Μερικές φορές έχουμε εμείς οι ίδιοι κάποια αίσθηση της απουσίας του Θεού. Στεκόμαστε μπροστά στο Θεό και φωνάζουμε δυνατά σε έναν άδειο ουρανό από τον οποίο δεν έρχεται καμμία απάντησις. Γυρίζουμε προς όλες τις κατευθύνσεις και Εκείνος δεν φαίνεται πουθενά.
Έτσι ακούμε πολλές φορές από συνανθρώπους μας λόγια σαν και αυτά: Προσευχήθηκα πολύ, έκλαψα πάνω στον πόνο μου, παρεκάλεσα τους αγίους, την Παναγία μας, πήγα και σε προσκυνήματα διάφορα, δεν έγινε τίποτε. Η απάντησις από το Θεό ήτο αρνητική. Είπε όχι ο Θεός.
* * *
Λέγει ο Θεός όχι;
Πότε όμως ο Θεός λέγει όχι στον άνθρωπο;
Η φράσις ή το άκουσμα ακόμη ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μία πρόκλησις όχι μόνο για τον σύγχρονο άνθρωπο αλλά και για όλους τους ανθρώπους. και η πρόκλησις αυτή μεταβάλλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωσι και χορήγησι κάθε αιτήματος εκείνου πού προσεύχεται. Ποια έννοια θα είχε η καθαρή δήλωσις του Κυρίου «Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τώ ονόματι μου λήψεσθε», ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε, ή το «αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται», αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιώντα και προσευχόμενο άνθρωπο;
Και πώς θα μπορούσε να ερμηνευθούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωσις του Κυρίου για το θέμα αυτό;
Ακόμη και οι ίδιοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπισαν το θέμα αυτό, το ΟΧΙ δηλαδή του Θεού ή το θέμα των αναπάντητων προσευχών.
Το πρώτο πρόβλημα, το οποίο προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές ή προσευχές με αρνητική απάντησι εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμμία απάντησι ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό πού περίμεναν. Δηλαδή η απάντησις του Θεού ήτο αρνητική.
Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει την εξής ερώτησι: «Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων πού προσεύχονται. Ποια ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα πού έχουμε ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά πού είναι απαραίτητα για τη συντήρησί μας;» Και απαντά ο ίδιος. Ναι, γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και «πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βροχήν επί δικαίους και αδίκους», αλλά συμπληρώνει «την πίστιν και τα κατορθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών, εάν μη αιτήσης μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις», «αν δεν τα ζήτησης με κόπο και επιμονή, δεν τα παίρνεις. (Ασκητικαί διατάξεις). Εδώ έχουμε μία πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος: «Δεί γάρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσαντα δέ ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ έαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ραθύμως αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…». «Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήση κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήση πραγματικά με πίστι και υπομονή κάνοντας και ο ίδιος ό,τι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε από τη συνείδησί του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρη αυτό που ζήτησε, όταν θέλη ο Κύριος…»
Υπάρχει αίτησις και αίτησις υπάρχει αίτησις θεοφιλής και αίτησις πού δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος.
Πολλές φορές οι προσευχές πού αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές πού αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. «Έπί μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ουχ εύρομεν επί δε των πνευματικών ουκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…».
Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνητικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού.
Για τον αγ. Ιωάννη της Κλίμακος το ότι «ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας», δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων πού ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθή το αίτημά τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.
Υπάρχει όμως και άλλη εξήγησις στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ώριγένης: «Ει δέ ο αιτών λαμβάνει» και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν, και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς μωρώς δε ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδέν χρήσιμον, ώ τε ουκ ανοίγεται, ου κρούει καν τοίχους ή τα εξω της θύρας κρούη». Δηλαδή «αν, αυτός που ζητεί, λαμβάνη σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός πού δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι το χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε για να του ανοίξουν». Το επιχείρημα βασίζεται στην υπόσχεσι και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώση τα αιτήματα του προσευχομένου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός πού προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντησι, στην πραγματικότητα δεν εζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητεί ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα «ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον». Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους πού δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε, μολονότι φαίνεται ότι προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε ότι ψεύδεται εκείνος πού λέγει «πας ο αιτών λαμβάνει». Δεν υπάρχει λοιπόν απάντησι στις προσευχές, που δεν είναι προσευχές, μολονότι φαίνεται ότι είναι προσευχές.
Σε ποιες προσευχές ο Θεός απαντά αρνητικά
Οι πατερικές απόψεις υπογραμμίζουν τις εξής περιπτώσεις: α) Του κακού ανθρώπου η προσευχή δεν εισακούεται, λέγει ο Ερμάς: «Πώς λοιπόν αυτός θα έχη την απαίτησι να εισακουσθή από τον Κύριο, χωρίς να δουλεύη για τον Κύριο;». Εδώ δεν εννοείται ο αμαρτωλός άνθρωπος, διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί εννοείται ο διαστρεβλωμένος άνθρωπος και κακοήθης, ο υποκριτής και αμετανόητος. Αυτός δεν μπορεί να λάβη κάτι από τον Θεό, όταν προσεύχεται, διότι και όταν ακόμη προσεύχεται, δεν κινείται από αγάπη προς το Θεό ή δεν κάνει κάτι για την δόξα του Θεού ή για τη σωτηρία της ψυχής του. Προσεύχεται κινούμενος μόνον από το προσωπικό του συμφέρον. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άπιστο, ο οποίος χρησιμοποιεί την προσευχή για εύκολο πορισμό. Η πράξις του δεν είναι ειλικρινής ούτε ενσυνείδητη και γι’ αυτό η απάντησις του Θεού στα αιτήματά του είναι απορριπτική, απαντάει αρνητικά ο Θεός στις προσευχές του.
β) Το ίδιο θα συμβή και με την προσευχή των μοχθηρών ανθρώπων. Και η προσευχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα το όχι του Θεού, διότι είναι πάρα πολύ βλαβερή και γι’ αυτούς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: «Γιατί να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των μοχθηρών ανθρώπων, όταν και εκείνα, τα όποια θα τα λάβουν και νομίζουν ότι θα τους κάνουν ευτυχείς, θα τους βλάψουν, όταν θα τα πάρουν, διότι δε γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν τα χαρίσματα αυτά; Διότι αυτοί δεν ζητούν τα όντα, δηλαδή τα πραγματικά αγαθά, αλλά εκείνα πού φαίνονται αγαθά, δίχως να είναι όμως αγαθά. Δηλαδή, ο Θεός, αν εκπλήρωνε τα αιτήματα τους, θα γινόταν συνεργός στο κακό, το οποίο θα διέπρατταν οι άνθρωποι αυτοί και γι’ αυτό αρνείται να ικανοποιήση τα παράλογα αιτήματα τους.
Πόσο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός χριστιανού, ο οποίος, όταν ήταν παιδί, έβλεπε τον παππού του καθημερινά να βγάζη τα δόντια του και να τα πλένη. Και παρακαλούσε το Θεό να μπόρεση και ο ίδιος να κάμνη αυτό που έκαμνε ο πάππους του να βγάζη και αυτό τόσο εύκολα τα δόντια του και να τα πλένη!
γ) Όταν η προσευχή μαρτυρεί έλλειψι συναισθήσεως του τι πράγματι ζητούμε, και τότε μένει αναπάντητη, έχει αρνητική απάντησι εκ μέρους του Θεού. Κλασσικό παράδειγμα είναι το αίτημα των υιών Ζεββεδαίου, το όποιο δεν ικανοποιήθηκε, διότι, όπως αιτιολόγησε ο ίδιος ο Κύριος δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Άλλα και μεις πολλές φορές στις προσευχές μας λέμε «Κύριε, κατάταξέ μας μαζί με τους προφήτες, με τους δικαίους και τους πατριάρχες, να βρεθούμε και μεις μαζί με αυτούς. Ταύτα δε λέγοντες «ουκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα». Αυτό το αίτημα είναι αγαθό, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιηθή με τρόπο χαριστικό. Απαιτεί ανάλογη προετοιμασία και αγιότητα του βίου του προσευχομένου και αυτό πρωτίστως πρέπει να επιδιώκη και να παρακαλή τον Θεό να τον αξιώση να κατορθώση. Όταν λείπουν οι προϋποθέσεις, ούτε και το αίτημα μας το αγαθό μπορεί να εκπληρωθή, διότι αυτό αποδεικνύει καθαρά ότι «ουκ αισθανόμεθα τι ευχόμεθα», δηλαδή δεν καταλαβαίνουμε τι ζητούμε με την προσευχή μας. Τότε ο Θεός λέγει όχι στην προσευχή μας.
δ) Ο Μ. Βασίλειος προβάλλει και την έλλειψι ομονοίας και συμφωνίας μεταξύ των αδελφών ως αιτία της μη ικανοποιήσεως των αιτημάτων της προσευχής, αιτία δηλαδή πού θα πη και πάλι ο Θεός όχι. Ο Κύριος είπε ότι θα ικανοποίηση τα αιτήματα των ανθρώπων με τη προϋπόθεσι ότι αυτοί θα είναι σύμφωνοι «περί παντός πράγματος» που θα ζητήσουν από τον Κύριο. Όταν η προϋπόθεσις αυτή δεν τηρήται και η απάντησις του Θεού είναι αρνητική.
Ο Θεός δεν ικανοποιεί αιτήματα παράλογα η άτοπα. Απορρίπτει ακόμη και προσευχές με αγαθό περιεχόμενο, όταν το αποτέλεσμα της προσευχής μπορή να βλάψη, όταν η βλάβη μπορή να προέλθη από την ασυμφωνία των αδελφών.
Για να μη σκανδαλισθή πάντως εκείνος πού προσεύχεται, σωστό είναι να έχη ύπ’ όψι του τη συμβουλή του Ευαγρίου, ο οποίος αναφέρει: «Προσευξάμενος ως δει, προσδόκα, ά μη δει, και στήθι ανδρείως φυλάττων τον καρπόν σου». «Αφού προσευχη θής όπως πρέπει, να περιμένης εκείνα πού δεν πρέπει. Τότε να παραμένης με γενναιότητα στην προσευχή πάλι φυλάττοντας τον καρπό της προσευχής». Ακόμη και στην περίπτωσι που ο πιστός νομίζει ότι προσεύχεται σωστά, ας περιμένη αρνητική απάντησι. Έτσι δεν θα χαθή εντελώς η ωφέλεια από την προσευχή. Διότι, όπως τονίζει και ο Ιερός Χρυσόστομος, στην προσευχή δεν υπάρχει ποτέ αποτυχία. Αφού πολλές φορές και όταν νομίζουμε ότι απέτυχε η προσευχή μας, τότε είχε καλλίτερο αποτέλεσμα. «Έλαβες εν τω μη λαβείν, επέτυχες εν τω μη επιτυχείν».
* * *
Γιατί δεν απαντά ο Θεός στις προσευχές μας
Η προσευχή μένει αναπάντητη, όταν το περιεχόμενο της έλθη σε αντίθεσι με εκείνο πού παρέδωσε ο Κύριος.
«Όταν ο άνθρωπος αφήση τα θελήματα του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την προσευχή του».
Και αν απαντήση κανείς ότι μερικοί, μολονότι ζήτησαν από τον Θεό αγαθά πράγματα, δηλαδή κτήσι αρετών και θείο φωτισμό, δεν έλαβαν τίποτε από εκείνα που ζήτησαν, τότε απαντούμε «ότι ου αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά ηξίωσαν λαβείν, αλλ’ ένεκα του επαινείσθαι δι’ αυτά» δηλαδή δεν ζήτησαν αυτά καθ’ εαυτά τα αγαθά, αλλά η αίτησί τους ήτο γεμάτη από υπερηφάνεια. Ήθελαν να υπερηφανεύωνται με τα αγαθά, τα όποια θα εδέχοντο από τον Θεό».
Με άλλα λόγια, και αν ακόμη το περιεχόμενο της προσευχής είναι αγαθό, η πρόθεσις όμως του προσευχομένου είναι πονηρή, τότε η απάντησις του Θεού στον προσευχόμενο είναι αρνητική, ο Θεός άπαντα με το όχι.
Όταν ζητήσουμε κάτι και δεν λάβουμε, λέγει ο Μ. Βασίλειος, να σκεφθούμε τα έξης: α) Ή χρειαζόταν μεγαλύτερη επιμονή και καρτερία στην προσευχή β) ή ότι ήταν απαραίτητο να διορθωθή ο χαρακτήρας του προσευχομένοο και να δείξη μεγαλύτερη φροντίδα για την προσευχή ή γ) το αίτημα της προσευχής δεν ίκανοποιήθηκε λόγω αναξιότητος εκείνου που προσευχόταν.
Όταν τώρα σε μας δεν υπάρχη μόνον ένας λόγος από τους τρεις, αλλά περισσότεροι, τότε φυσικό είναι να μην δεχώμαστε κάποια απάντησι από το Θεό ή η απάντησι να είναι αρνητική. Τότε αισθάνεται κανείς και την απουσία του Θεού πιο έντονα.
Βέβαια αυτή η αίσθησις της απουσίας του Θεού κατά την προσευχή μας είναι εσφαλμένη ή και άδικη. Αν βλέπαμε τη σχέσι μας πού δημιουργείται με το Θεό κατά την ώρα της προσευχής με το πρίσμα της αμοιβαιότητος, τότε ο Θεός θα μπορούσε να παραπονεθή για μας πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς για Εκείνον. Παραπονούμαστε, γιατί δε μας φανερώνεται στα λίγα λεπτά πού του αφιερώνουμε. Αλλά τι μπορούμε να πούμε για τις εικοσιτρείς και μισύ ώρες πού ο Θεός μπορεί να κτυπά την πόρτα μας και μεις απαντάμε, «συγγνώμη, είμαι απησχολημένος;» ή όταν δεν απαντούμε καθόλου, γιατί δεν έχουμε ακούσει το κτύπημα στην πόρτα της καρδίας μας, του νου μας, ή της συνειδήσεως μας, της ζωής μας; Έτσι φθάνουμε σε μία κατάστασι στην οποία δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονούμαστε για την απουσία του Θεού, γιατί εμείς είμαστε πολύ περισσότερο απόντες από όσο εκείνος υπήρξε ποτέ.
Αξιομνημόνευτες είναι οι απαντήσεις πού δίνει ο Ιερός Χρυσόστομος στο θέμα μας. Ο Θεός απαντά αρνητικά:
α) Όταν το αιτήματα της προσευχής είναι ασύμφορα. Εδώ είναι προτιμότερο να μην εισακουσθή η προσευχή από το να εισακουσθή. Να μη χαιρώμαστε μόνον όταν ακουώμαστε, αλλά και όταν δεν ακουώμαστε. Η αρνητική απάντησι στην προσευχή μπορεί να συμβή ακόμη και σε αγίους, όπως συνέβη στον Μωυσή και τον Παύλο. «Δεν επέτρεψε ο Θεός στο Μωυσή να εισέλθη στη γη της Επαγγελίας, και ο Παύλος παρακαλώντας για την υγεία του δεν εισακούσθηκε, επειδή ζήτησε ασύμφορα πράγματα».
β) Η προσευχή παραμένει αναπάντητη «όταν ραθύμως αιτούμεν», διότι ο Θεός σοφίζεται για μας ποτέ μας συμφέρει η χορήγησις των αιτημάτων μας. Αν οι άνθρωποι γνωρίζουν να δίνουν ωφέλιμα πράγματα στα παιδιά τους, πολύ περισσότερο ο Θεός γνωρίζει το «πότε να δώση και τι να δώση. Διότι όλα τα κάνει για το συμφέρον μας».
γ) Άλλη αιτία της μη εκπληρώσεως των αιτημάτων της προσευχής μας είναι όταν «τοις αμαρτήμασιν επιμένοντες καυχώμεθα». Όταν δηλαδή είμαστε αμαρτωλοί και όχι απλώς επιμένουμε στην αμαρτία, αλλά και καυχώμαστε γι’ αυτήν. Τότε η απάντησις του Θεού είναι αρνητική, δεν λαμβάνουμε καμμία απάντησι στις προσευχές μας. Κλασσικό παράδειγμα είναι η περίπτωσις του προφήτου Ιερεμίου με τους Ιουδαίους. Παρακαλούσε ο προφήτης τον Θεό να λυπηθή τον λαό αυτό και ο Θεός του απαντά: «Μην προσεύχεσαι γι’ αυτούς, διότι δεν πρόκειται να σε ακούσω. Δεν βλέπεις τι κάνουν αυτοί; Καίνε τα λίπη και κάνουν διάφορα κατασκευάσματα προς τιμήν των αστέρων και της στρατιάς του ουρανού». Μην προσεύχεσαι δηλαδή γι’ αυτούς πού δε σταματάν την αδικία, πού ζουν με τόση ασέβεια, πού καταφεύγουν στη μαγεία. Διότι και σήμερα υπάρχει το φαινόμενο αυτό τρέχουν μερικοί στους αγίους, αλλά δεν εγκαταλείπουν και τα μέντιουμ ή τις χαρτορίχτρες και τους αστρολόγους. Αυτό δείχνει ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τη νόσο από την οποία πάσχουν, αλλά ζουν με αναισθησία. «Δε βλέπεις την υπερβολική τους παραφροσύνη»; Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος. Για ένα πράγμα μόνο πρέπει να φροντίζη κάποιος στις περιπτώσεις αυτές. Να κάνη τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο αυτή, να ξεπεράσουν την ασθένεια τους, να αισθανθούν τη νόσο τους, να τους επαναφέρη στην υγεία και τότε οπωσδήποτε θα ακολουθήση και η βοήθεια του Θεού.
δ) Ανεκπλήρωτα παραμένουν τα αιτήματα μας όταν έχουμε μνησικακία, όταν προσευχώμαστε εναντίον των εχθρών μας και εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει. Τονίζει χαρακτηριστικά ο αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής: «Να μην έχης έχθρα εναντίον ουδενός ανθρώπου, διότι η προσευχή σου δεν θα είναι δεκτή από τον Θεό. Να ειρηνεύης με όλους, για να αποκτήσης παρρησία στο Θεό, όταν θα προσεύχεσαι. Εκείνος που θέλει να προσεύχεται στο Θεό από τα βάθη της διανοίας του, να είναι αληθινή και καθαρή η προσευχή του, πρέπει πρώτα να ερευνά το νου του τι σκέψεις έχει, ώστε, όταν λέγη στο Θεό «ελέησόν με», να έχη συγχωρήση τον συνάνθρωπό του. Διότι, εφ’ όσον τυραννούμαστε όλοι από τη βία της αμαρτίας, δεν πρέπει ποτέ να σκεπτώμαστε κάτι εναντίον κανενός ανθρώπου.
Όταν όμως ενεργούμε αντίθετα σ’ αυτά, τότε όχι μόνον δεν εισακουόμαστε, αλλά και παροξύνουμε τον Θεό, διότι εκείνα που λέμε στην προσευχή μας για τους εχθρούς μας «ουκ εστίν άνθρωπου, αλλά διαβόλου ρήματα». Και επί πλέον με τον τρόπο αυτό ζητά κανείς από τον Θεό να αλλάξη τον περί αγάπης νόμο τον όποιο ο ίδιος έχει θεσπίσει. Η προσευχή, λέγει ο Χρυσοστομικός κάλαμος, είναι φάρμακο. Αλλά το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιηθή πριν από την ημερομηνία της λήξεώς του. Πρέπει να ξέρη κανείς πότε πρέπει και πώς να το χρησιμοποιήση. Διαφορετικά η δραστική του ενέργεια δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος. «Ουδέ την όνησιν αυτού καρπούμεθα».
Τέλος ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος βλέπει την οικονομία του Θεού στο ότι «Αυτός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας». Θεωρεί ότι το όχι του Θεού στα αιτήματά μας, είναι μακροθυμία του Κυρίου και γι’ αυτό ο πιστός δεν πρέπει να λυπήται.
Τα αίτια της αρνητικής απαντήσεως του Θεού, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος είναι: α) Ή ότι ο προσευχόμενος είναι εντελώς ανάξιος να λάβη απάντησι στα αιτήματά του, ή β) τα αιτήματα της καρδιάς του δεν είναι σύμφωνα με τα αιτήματα της προσευχής του, δηλαδή άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα ζητά από τον Θεό, ή γ) δεν είναι ακόμη έτοιμος να λάβη το χάρισμα, το όποιο ζητάει.
Β’
ΤΟ ΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Πότε εισακούονται οι προσευχές μας
Φυσιολογικό έρχεται τώρα το εξής θέμα: Πότε και ποιοί είναι οι όροι με τους οποίους οι προσευχές μας γίνονται ακουστές.
Εάν πράγματι επιθυμούμε να προσευχηθούμε σωστά και να έχη αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να έχουμε την βεβαιότητα ότι είμαστε αμαρτωλοί και έχουμε ανάγκη σωτηρίας ότι είμαστε αποκομμένοι από τον Θεό, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν και ότι το μόνο που μπορούμε να του προσφέρουμε είναι η αγωνιώδης επιθυμία μας να μας δεχθή «εν μετανοία», να μας δεχθή με έλεος και αγάπη.
Πριν χτυπήσουμε την πόρτα για να μας ανοίξη ο Θεός, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από αυτήν. Αν ξοδεύουμε τον καιρό μας φαντα-ζόμενοι ότι ήδη βρισκόμαστε στη Βασιλεία του Θεού, ασφαλώς δεν υπάρχει λόγος για να κτυπάμε κάποια πόρτα για να ανοίξη. Τότε θα πρέπει να κυττάξουμε γύρω μας να δούμε πού βρίοκονται οι άγιοι και οι άγγελοι και πού βρίσκεται ο τόπος που μας ανήκει και όταν δεν θα δούμε τίποτε παρά σκοτάδι, τότε δικαιολογημένα θα εκπλαγούμε διαπιστώνοντας ότι ο Παράδεισος δεν είναι καθόλου ελκυστικός!
Για να έχη αποτέλεσμα η προσευχή μας, πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε έξω από την Βασιλεία του Θεού. Τότε ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας: πώς πρέπει να κτυπήσω την πόρτα για να περάσω μέσα; Δεν μπορούμε να κτυπήσουμε την πόρτα αυτή -διότι κανένας δεν θα μας απαντήση- αν δεν είμαστε ελεύθεροι από οποιαδήποτε προσκόλλησι στα γήϊνα, έτσι ώστε να έχουμε χέρια ελεύθερα, μια καρδιά τελείως ανοιχτή. Όχι σαν το γεμάτο πορτοφόλι που φοβόμαστε να το έχουμε ανοικτό, μην πέσουν τα χρήματα μας, αλλά σαν ένα ανοιχτό και άδειο πορτοφόλι, και μία διάνοια τελείως ανοιχτή στο άγνωστο και το απροσδόκητο. Δηλαδή για να προσευχηθή κάποιος σωστά και καθαρά, πρέπει να είναι ελεύθερος να δοθή ολοκληρωτικά στον Θεό.
Ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος μας δείχνει έναν απλό τρόπο για την επιτυχία της προσευχής μας: Πρέπει, τονίζει, να έχουμε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. «Η αίσθησις αυτή θα είναι τόσο καθαρή όσο ένας ισχυρός πονόδοντος». Όταν κάποιος έχη πονόδοντο, δεν τον ξεχνά καθόλου. Μπορεί να κάνη οποιαδήποτε πνευματική η σωματική εργασία, ο πονόδοντος όμως είναι συνέχεια παρών και δεν μπορεί να ξεφύγη από την αίσθηση της παρουσίας του.
Έτσι πρέπει να αισθανώμαστε την παρουσία του Θεού. Τέτοια λαχτάρα, τέτοιον πόνο να αποκτήσουμε για τον Θεό. Με τέτοια αίσθησι, όταν κάποτε χάσουμε την επαφή μας μαζί Του με την προσευχή, θα σκεπτώμαστε: «Είμαι μόνος, πού είναι Εκείνος»;
Αν έτσι βιώνουμε την παρουσία του Θεού, οι προσευχές μας εισακούονται από τον Θεό.
Ο Ώριγένης αναφέρει ότι ο Θεός ανταποκρίνεται στις προσευχές εκείνων που ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού. «Ει ήκουσας αυτού, εισακούσεταί σου», «αν τον άκουσες, θα σε ακούση». Όταν ο προσευχόμενος ακούη τον Θεό, τότε η επιθυμία του να εισακουσθή από τον Θεό έχει κάποια ηθική δικαίωσι.
Ο Μ. Βασίλειος εξαρτά την δυνατότητα του να είσακουσθή η προσευχή του πιστού από την ταπείνωσί του και από το ανώτερο περιεχόμενο της προσευχής. «Έάν κανείς, τονίζει, οδηγήται από το Άγιον Πνεύμα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του ταπεινώνεται για να υψώση τους άλλους και δεν λέγη τίποτε το ταπεινό και ασήμαντο η δεν ζητή τα κοσμικά και επίγεια, η προσευχή του ανθρώπου αυτού εισακούεται από τον Θεό». Εδώ η προσευχή γίνεται εισακουστή, διότι το περιεχόμενό της εγκρίνεται εκ των προτέρων από τον Θεό.
Ο αγ. Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης υποστηρίζει οτι ο Θεός ακούει την προσευχή, όταν δεν ζητούμε τά αδύνατα, αλλά τα «εικότα». Δηλαδή το περιεχόμενο της προσευχής είναι καθοριστικό για το αποτέλεσμά της. Και το περιεχόμενό της θα είναι κατάλληλο όταν «είναι σύμφωνη με το δίκαιο, για να μπόρεση να επισπάση την θεία βοήθεια σύμφωνα με την φύσι της αιτήσεως διότι σ’ εκείνους που καλούν την βοήθεια του Θεού για λόγους πλεονεξίας ή ειρωνείας, δεν επέρχεται, μολονότι σ’ εκείνους που αδικούνται παρουσιάζεται αυτόκλητη».
Το κακό είναι το εξής: Εμείς αντί να προσευχόμαστε να γίνη το θέλημα του Θεού, συχνά προσπαθούμε να πείσουμε τον Θεό να κάνη τα πράγματα όπως εμείς τα θέλουμε. Πώς είναι δυνατό τέτοιες προσευχές να μην αστοχήσουν;
Στην πραγματικότητα καμμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη από τον Θεό. Ο Θεός απαντά με τρεις τρόπους: ΝΑΙ, ΟΧΙ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ.
Εκπληρώνει αμέσως τα αιτήματα της προσευχής, ΑΜΕΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙ – ή αναβάλλει προσωρινά και τα εκπληρώνει αργότερα, για να ασκηθούμε στην προσευχή και την υπομονή, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, απάντησις εξ αναβολής, ή αρνείται ολοκληρωτικά να απαντήση και να ικανοποίηση τα αιτήματα του προσευχομένου. Λέγει δηλαδή ΟΧΙ, αρνητική απάντησι. Στις αναπάντητες προσευχές δηλαδή, έχουμε αρνητική απάντησι του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι όλες οι προσευχές μας εισακούονται από τον Θεό, αλλά εκπληρούνται μόνον εκείνες που εκπληρούν τους όρους της προσευχής και που συμφέρουν στον προσευχόμενο. Όπως λέγει ένας σοφός θεολόγος της Εκκλησίας μας: «Όπως θέλει εκείνος που δίνει. Τα δίνει δε όλα με σοφία, αν και μεις λόγω της περιορισμένης δυνατότητας μας δεν μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο τα δίνει στον καθένα».
Υπάρχει και η άποψις ότι Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΕΙ να ικανοποιήση τα αιτήματα των προσευχομένων, ακόμη και όταν φαίνεται ότι αργεί να τα ικανοποιήση ή όταν ικανοποιή μερικά μόνον από τα αιτήματα αυτά. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι κατηγορηματικός πάνω στο θέμα αυτό: «Μη νομίσετε, λέγει, ότι λησμόνησε ο Θεός και γι’ αυτό δεν απάντησε στο αίτημα. Διότι γνώρισμα δικό Του είναι να χορηγή τα αγαθά Του και χωρίς να Τον παρακαλέση κανείς. Όταν μάλιστα αυτοί που τον παρακαλούν είναι ταπεινοί, τότε πολύ περισσότερο θα χορηγήση τα αγαθά Του σ’ αυτούς».
Είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ να σκεφθούμε ότι ο Θεός λησμονεί να απαντήση στις προσευχές των ανθρώπων, όταν είμαστε πλέον βέβαιοι από τις άγιες Γραφές και από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι ο Κύριος με πολλή, ευχαρίστησι δέχεται τις προσευχές μας και τις ικανοποιεί με δαψίλεια, πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς σκεπτόμαστε ή θέλουμε.
Όταν ο Μ. Βασίλειος λέγη ότι ο Θεός γνωρίζει να απαντά και σε αλάλητες προσευχές ακόμη, επιτρέπεται έστω η παραμικρή αμφιβολία για την μνήμη, την αξιοπιστία και την αγάπη του Θεού, όσον αφορά στην αποδοχή της «κραυγής» και της «βοής» των τέκνων του; Η απάντησις βέβαια στην προσευχή έρχεται όταν θέλη ο Κύριος, διότι γνωρίζει καλλίτερα από κάθε άλλον τι και πότε πρέπει να μας δώση για να φυλάξουμε «το δοθέν μετά φόβου».
Η Πατερική δεοντολογία
Η προσευχή μας λοιπόν στο Θεό είναι μία περιπέτεια. Μία ανάβασις που κάνουν οι ορειβάτες στο υψηλότερο βουνό και που κάνουν οι χριστιανοί για να φθάσουν κοντά στο Θεό.
Για να γίνη η ανάβασις αυτή χρειάζονται ωρισμένες προϋποθέσεις. Διαφορετικά θα ακούσουμε κάποιο όχι για τους λόγους που είπαμε παραπάνω. Για να είναι σωστή η ανάβασις, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στην προσευχή μας, για να είναι η προσευχή μας πραγματικά αρπαγή προς τον Θεό και όχι τίποτε άλλο, υπάρχει μία πατερική δεοντολογία. Όταν τηρήται αυτή δεν μπορεί να ακούση κανείς το όχι από τον Θεό.
Αναφέρθηκαν μερικά προηγουμένως. Ας τα επαναλάβουμε πιο συγκεκριμένα και συστηματικά:
α) Χρειάζεται αυτοσυγκέντρωσι: «Αυτός που πρόκειται να παρακάλεση, τονίζει ο ι. Χρυσόστομος, βλέπει και παρατηρεί μόνον εκείνον στον οποίο κάνει την αίτησι και ο οποίος μπορεί να εκπλήρωση την αίτησι. Σε διαφορετική περίπτωσι αν, αφήνοντας αυτόν που παρακαλεί, περιπλανάται εδώ και εκεί θα απέλθη άπρακτος». Η προσοχή μας πρέπει να είναι στραμμένη μόνον προς Εκείνον.
Δεν είναι τα λόγια που ανεβάζουν την ψυχή προς το Θεό, που κάνουν την προσευχή να εισακουσθή είναι ο έντονος πόθος και η αγάπη που έχει κάποιος για το Θεό.
β) Απαραίτητο εφόδιο, λέγει ο αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η πίστις του προσευχομένου. Αυτή ζωοποιεί την προσευχή και την κάνει άξια της αποστολής της. Διότι η πίστις δίνει φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να ανεβή στον ουρανό.
γ) Άλλη προϋπόθεσις είναι η τέλεια άπόσπασις του προσευχομένου από τα εγκόσμια και η προσήλωσί του στο Θεό. Και όταν λέμε απόσπασι, δεν εννοούμε την σωματική άπομάκρυνσι.
Συμβαίνει βέβαια, και το έχουμε διαπιστώσει όλοι μας, την ώρα της προσευχής να έλθουν στο νου μας όλες οι υποθέσεις της βιοπάλης, είτε αυτές αναφέρονται στην οικογένεια μας, είτε στο κοινωνικό σύνολο μερικές φορές σωματικά είμαστε στην Εκκλησία, πνευματικά όμως απουσιάζουμε σε σημείο μάλιστα φεύγοντας να μην έχουμε ακούσει ούτε τα βασικότερα αναγνώσματα της Θείας Λειτουργίας. Είναι και αυτό ένα από τα τεχνάσματα του πονηρού για να μας απομακρύνη από την προσευχή. «Ας μη γίνη ο καιρός της προσευχής σου καιρός κατά τον οποίο θα σκεφθής όλα τα προβλήματα που έχεις», τονίζει και πάλι ο της Κλίμακος Ιωάννης. Ακόμη όμως και αυτά τα απαραίτητα πράγματα για την ψυχοσωματική υπόστασι του ανθρώπου στέκονται εμπόδιο στη σωστή επικοινωνία με τον Θεό, αφού γίνονται αντικείμενο μελέτης την ώρα τής προσευχής
δ) Άλλη προϋπόθεσις είναι η ελεημοσύνη, το έλεος το οποίο δείχνει κάποιος στους πενέστερους αδελφούς.
Το έλεος αυτό, η ελεημοσύνη δηλαδή σε οποιαδήποτε μορφή, κάνει την προσευχή ως «πτερόν» το οποίο εύκολα ανέρχεται στο Θεό. Αντίθετα η ασπλαγχνία καταστρέφει τον πνευματικό καρπό, η προσευχή εξαφανίζεται, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, και μεταβάλλεται σε άκαρπη και επιζήμια απασχόλησι. Γι’ αυτό και τονίζει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Μοναχός ανελεήμων, δένδρον άκαρπον»• κατά συνέπεια και κάθε χριστιανός που δεν εργάζεται την ελεημοσύνη, σε οποιαδήποτε μορφή και αν είναι αυτή, μοιάζει με δένδρο άκαρπο και οι προσευχές του δεν εισακούονται.
ε) Δεν μπορούμε να ζούμε στην αμαρτία, να κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος και όταν βρεθούμε σε κάποια δύσκολη κατάστασι να έχουμε την απαίτησι από τον Θεό να εισακουσθούμε.
Γι’ αυτό τονίζουν οι Πατέρες «σε καιρό ειρήνης», όταν δηλαδή όλα πηγαίνουν καλά και δεν έχης κανένα πειρασμό, «κάνε φίλο σου τον Θεό, για να τον έχης σύμμαχο σε καιρό πολέμου».
στ) Τέλος βασικό ρόλο έχει η συμμόρφωσις του πιστού προς το θέλημα του Θεού και η αποφυγή της εναντιώσεως προς ό,τι απαιτεί η συνομιλία με τον Θεό.
* * *
Επομένως όταν α) τα αιτήματα της προσευχής μας δεν μας συμφέρουν ψυχικά και είμαστε ανάξιοι να λάβουμε ό,τι ζητούμε, όπως ο Μωυσής και ο Παύλος β) όταν «ραθύμως αιτοΰμεν» γ) όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό επιμένοντας στην αμαρτία αλλά και καυχώμενοι γι’ αυτήν δ) όταν έχουμε μνησικακία και προσευχώμαστε εναντίον εκείνων που μας έχουν λυπήσει και οι προσευχές μας είναι αντίθετα στο θέλημα του Θεού,
τότε ο Θεός λέγει ΟΧΙ στις προσευχές μας.
Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος που προσεύχεται αναγνωρίζη ότι βρίσκεται έξω από την Βασιλεία του Θεού, αισθάνεται έντονα την παρουσία του Θεού, όπως αισθάνεται έναν πονόδοντο, διαθέτη σφοδρή αγάπη προς το Θεό, πίστι στην ύπαρξι και τις υποσχέσεις Του, επιθυμία συμμορφώσεως προς το θέλημα Του, αγάπη προς τον πλησίον, την οποία εκδηλώνει με την ελεημοσύνη σε οποιαδήποτε μορφή, και βίο εν γένει ακατηγόρητο, τότε «έσται ως νεοσσός αετού εν ύψει αιρόμενος», «θα είναι σαν νεαρός αετός που πετά στα ύψη».
Τότε δεν θα άκούση το όχι εκ μέρους του Θεού, αλλά θα ακούση εκείνο που λέγει ο προφήτης Ησαΐας για τον προσευχόμενο
«Έτι λαλούντός σον ερώ ιδού, πάρειμι”, δηλαδή, «Ένώ ακόμη θα ομιλής προς εμένα, θα σου πώ Να, είμαι κοντά σου» (Ησ. 58,9).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασιλείου του Μεγάλου. Ασκητικά. ΕΠΕ τόμος 9ος. Εκδόσεις ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1971.
Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι, 1970.
Ευεργετινός, τόμος Α’
Κωνσταντίνου Φούσκα, πρεσβυτέρου, δ.θ.φ. Η Ατομική προσευχή. Έκδοσις Β’ Αθήναι 1982.
Bloom Anthony. Μάθε να προσεύχεσαι. Εκδόσεις «ΕΛΑΦΟΣ», Αθήναι, 1973.
Του ιδίου. Ζωντανή προσευχή.
Βενεδίκτου Ιερομόναχου, Χρυσοστομικός άμβων Ε’. Η Προσευχή, τα νεύρα της ψυχής. Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομόναχου, Νέα Σκήτη αγ. Όρους, 1999.