Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ- ΙΣΛΑΜ

Ὁ σημερινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἀλλὰ καὶ οἱ τρέχουσες ἐξελίξεις μὲ τὴν πλειοψηφία τῶν καθηγητῶν τοῦ Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ τῆς πρότασης γιὰ ἵδρυση Κατεύθυνσης ἰσλαμικῶν σπουδῶν μέσα στὴ Θεολογικὴ σχολή, καθιστοῦν ἐπίκαιρη ὅσο ποτὲ τὴν παρακάτω ἀναφορὰ τοῦ Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ὁμοτίμου καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Τὸ ἀπόσπασμα προέρχεται ἀπὸ το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση, «ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων» (δεῖτε το σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ ΕΔΩ). Γράφει λοιπὸν ὁ π. Θεόδωρος:

Ὅλοι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι, ἀνεξαιρέτως, ἔχουν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση γιὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν “προφήτη” του. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, τῆς καθαρὰ ἐρευνητικῆς, ἔχει δίκαιο ὁ Ἀστέριος Ἀργυρίου, ὅταν διαπιστώνει, ὅτι «καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ μέχρι μία ἀρκετὰ πρόσφατη ἐποχὴ ἡ ἀρνητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ θὰ ἐπικρατήσει σ’ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ θεολογία»71.

Τουλάχιστον δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ νοθεύσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ἀλλοιώσει, ὅπως μερικοὶ ἄλλοι ποὺ θεωροῦν ὡς προδρόμους καὶ πρότυπα τῶν σημερινῶν διαλόγων τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μόνον λυπηρὸ ποὺ ὁ ἐν λόγω ἐρευνητὴς στὴ συνέχεια δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὴν τὴν καθολικὰ ἀρνητικὴ θέση τῶν ἁγίων, καὶ ἐπαινεῖ σημερινοὺς ἐπιστήμονες ποὺ βλέπουν θετικὰ τὸ Ἰσλάμ, γιατί λέγει τοὺς βοήθησαν σ’ αὐτὸ «ἡ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ…

ἡ βαθιά τους πίστη», σὰν νὰ ἐστεροῦντο αὐτὲς τὶς ἀρετὲς οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γράφει ἐπὶ λέξει: «Οἱ ἐπιστήμονες ὅμως ποὺ ἀνέφερα – καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνάδελφοι καὶ μαθητὲς τους – διακρίνονταν ἐπίσης γιὰ τὴ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ γιὰ τὴ βαθιά τους πίστη. Οἱ δύο αὐτὲς ἀρετές, τὰ δύο αὐτὰ θεία χαρίσματα, τοὺς βοήθησαν ὥστε νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Ἰσλὰμ τὴ θρησκεία ποὺ δοξολογεῖ τὸν ἴδιο μὲ μας Θεό, τὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραάμ, τὸν κοινὸ Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἴδιες ἀκριβῶς ἀρετὲς χαρακτηρίζουν καὶ ὅλους τούς χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες καὶ ὀρθοδόξους, ποὺ τὰ πενήντα τελευταία χρόνια, κυρίως ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ ὕστερα, ἀποφάσισαν νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὴν προώθηση τοῦ ἰσλαμοχριστιανικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη προσέγγιση καὶ καλύτερη γνωριμία μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀποκεκαλυμμένων θρησκειῶν»72. Νά! λοιπόν. Οἱ ἐνάρετοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπιστήμονες τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, σὲ διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ἐτῶν. Τῶν ἁγίων ὅμως ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία, ὡς καὶ τὰ θεία χαρίσματα, εἶναι ἀποδεδειγμένα θεόθεν καὶ ἁπτά· ἐμεῖς αὐτοὺς ἀκολουθοῦμε. οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ περιμένουν καὶ θὰ περιμένουν εἰς μάτην τὴν θεόθεν ἀναγνώριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν χαρισμάτων τους. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τί λέγει σχετικῶς ὁ ὄντως ἅγιος καὶ χαρισματοῦχος, ὁ κῆρυξ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς Χάριτος, «Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλος, τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος», ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

ε’. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Δὲν διενοήθη οὔτε ἐπεδίωξε ποτὲ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος νὰ ὀργανώσει διάλογο καὶ συνάντηση μὲ τοὺς Μουσουλμάνους. Ἀναγκάσθηκε νὰ συνομιλήσει μαζί τους, ὑπὸ τραγικὲς μάλιστα συνθῆκες, χωρὶς νὰ διστάσει νὰ ὁμιλήσει ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, μὲ κίνδυνο μάλιστα τῆς ζωῆς του. Ἀξίζει νὰ ἀντιπαραβάλει κανεὶς τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες διεξήγαγε τὸν διάλογο ὁ αἰχμάλωτος στοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, περιτριγυριζόμενος ἀπὸ ἀγρίους Μουσουλμάνους ποὺ ἤσαν ἕτοιμοι νὰ κινηθοῦν ἐναντίον του, ἂν ἔλεγε κάτι προσβλητικὸ γιὰ τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία τους, μὲ τὴν φιέστα τῆς Ἀσίζης, καὶ τὰ πολυτελῆ καὶ ἄνετα ξενοδοχεῖα ἢ ἱδρύματα, ὅπου φιλοξενοῦνται καὶ σιτίζονται οἱ διεξάγοντες σήμερα τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους. Ἡ ἀπόλαυση αὐτῶν τῶν παροχῶν, τῶν διευκολύνσεων, τῶν ἀναγνωρίσεων τῆς ἐπιστημονικῆς ἀξίας καὶ τῶν τιμῶν, εἶναι καλὸ κίνητρο γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς συνεργάσιμος, διαλλακτικός, “ἀντικειμενικός”, “ἀμερόληπτος” καὶ ὄχι ἀπόλυτος καὶ ἀποκλειστικός. Μικρῶν δυνατοτήτων ἐπιστήμονες ἔχουν ἀνάγκη προβολῆς καὶ καταξιώσεως, πλουτισμοῦ τῶν βιογραφικῶν τους ὑπομνημάτων, ἐνῶ φιλόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ἐπιδιώκουν περαιτέρω ἄνοδο καὶ κατάληψη θέσεων στὰ οἰκουμενικὰ συμβούλια καὶ στὶς ἐπιτροπές.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καταξιωμένος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ συνέτριψε τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρὸ καὶ ἀποκάλυψε τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, μὲ μία ἄκρως ἀντιοικουμενιστική, φονταμενταλιστική, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ σήμερα, στάση, ἐξελέγη γιὰ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τὸ 1347 «τάξει καὶ νόμω πνευματικῆς ἀναβάσεως… οὐ κλέψας τὴν ἐξουσίαν, οὐδ’ ἁρπάσας, οὐδὲ διώξας τὴν τιμήν, ἀλλ’ ὑπὸ τῆς τιμῆς διωχθεῖς, οὐδ’ ἀνθρωπίνην χάριν, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ καὶ θείαν δεξάμενος», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο73. Λόγω τῆς ἀντιδράσεως τοῦ κινήματος τῶν Ζηλωτῶν δὲν κατέστη δυνατὴ ἡ ἐνθρόνισή του, παρὰ μόνον μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1350. Τὸ τριετὲς αὐτὸ διάστημα ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς μέχρι τῆς ἐνθρονίσεως διῆλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ εἰς τὴν Λῆμνον, τὴν ὁποία ἐπὶ διετίαν ἐποίμανε ὡς τοποτηρητής. Καὶ μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του ὅμως καὶ τὴν παλλαϊκὴ καὶ ἐνθουσιώδη ὑποδοχὴ τῶν Θεσσαλονικέων δὲν ἦταν ἀδιατάρακτη ἡ ποιμαντορία του, κυρίως λόγω τῶν δυναστικῶν διενέξεων μεταξὺ τῶν δύο αὐτοκρατορικῶν οἰκογενειῶν, τῶν Παλαιολόγων καὶ τῶν Καντακουζηνῶν. Σὲ κάποια μεσολαβητική, εἰρηνευτική του ἀποστολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάρτιο τοῦ 1354, τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν νῆσο Τένεδο ἀναγκάσθηκε λόγω θαλασσοταραχῆς, νὰ προσεγγίσει τὶς ἀκτὲς τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀκτῆς τῆς Καλλίπολης, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία εἶχαν διαπεραιωθῆ ἀπὸ τὴν ἀσιατικὴ πλευρὰ οἱ Τοῦρκοι, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν πανικὸ καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση ποὺ εἶχε προκαλέσει ὁ καταστρεπτικὸς σεισμὸς τῆς 2ας Μαρτίου τοῦ 1354, χωρὶς νὰ προβληθεῖ καμμία ἀντίσταση ἀπὸ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Ἐκεῖ λοιπὸν συνελήφθη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του καὶ ὑπέστη τὰ πάνδεινα. Ἐνῶ βρίσκεται στὰ χέρια τῶν Τούρκων, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν, τὴν ἐκκλησία Θεσσαλονίκης, τοὺς χαρακτηρίζει ὡς «τοὺς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους». Ἐκτιμοῦσε ὅτι ἡ αἰχμαλωσία του ἦταν ἔργο τῆς Θείας Προνοίας ποὺ ἀπέβλεπε ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τοὺς ἀλλοπίστους Μουσουλμάνους καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανούς, ὥστε νὰ ἀποφύγουν τὸν ἐξισλαμισμὸ λόγω τῶν πιέσεων ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Τοῦρκοι κατακτηταί. Προοδοποιεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Τουρκοκρατίας, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Κολλυβάδων, διαγράφει τὴν ὁδὸ τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς παρρησίας στοὺς ἀναγκαστικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς κατακτητᾶς, στοὺς ἀληθινοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι ἐγέννησαν στὴ συνέχεια τὸ πλῆθος τῶν Νεομαρτύρων. Τί γεννοῦν καὶ τί παράγουν οἱ σημερινοὶ διαθρησκειακοὶ διάλογοι; Ἀσφαλῶς ὄχι μάρτυρας καὶ ἀπολογητᾶς, ἀλλὰ χλιαροὺς καὶ ἀδιαφόρους περὶ τὴν πίστιν ἀποστάτας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Συνολικὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ταλαιπωρίας του ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι πληροφορηθέντες οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἦτο ἐπιφανὴς καὶ διάσημος ἀρχιερεύς, ζητοῦσαν ὑπέρογκα χρηματικὰ ποσὰ ὡς λύτρα, διεξήγαγε τρεῖς διαλόγους ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ θεολόγους τοῦ Ἰσλάμ, στοὺς ὁποίους σύντομα θὰ ἀναφερθοῦμε. Ἡ πρώτη συζήτηση περιγράφεται σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία του74, ἡ δεύτερη συζήτηση στὴν ἴδια ἐπιστολὴ καὶ σὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία πρὸς ἀνώνυμο παραλήπτη75, καὶ ἡ τρίτη συζήτηση «Πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας»76, ἐξισλαμισθέντες πρώην Χριστιανούς, καταγράφτηκε σὰν ἕνα εἶδος πρακτικῶν, ἀπὸ τὸν ἰατρὸ Ταρωνείτη, ποὺ προσεκλήθη ἀπὸ Χριστιανοὺς γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενήσαντα ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες Ἅγιο Γρηγόριο.

Γράφοντας λοιπὸν «Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν» κρίνει ὅτι ἦταν μέτρο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ ἡ αἰχμαλωσία του: «Δοκεῖ γὰρ μοὶ διὰ τῆς οἰκονομίας ταύτης φανεροῦσθαι τὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, καὶ αὐτοῖς τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ὡς ἀναπολόγητοι ὦσιν ἐπὶ τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ φρικωδεστάτου βήματος, ἐγγὺς ὄντος ἤδη, δὶ’ ἢν οἰκονομίαν, ὡς ἀπὸ τῶν ἐκβάντων ἔστι συνορᾶν, καὶ ἠμεῖς παρεδόθημεν ταῖς τούτων χερσίν, ἅμα πρὸς μικρᾶν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεὸν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων»77. Οἱ σημερινὲς συναντήσεις καὶ διάλογοι δὲν γίνονται γιὰ καμμία οἰκονομία θεϊκή, οὔτε καθιστοῦν ἀναπολογήτους τούς Μουσουλμάνους, ἀφοῦ δὲν μαθαίνουν ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου· γίνονται γιὰ ἀνθρώπινες οἰκονομίες, ὅπως καὶ ἂν ἐκλάβει κανεὶς τὸν ὄρο. Ἀπὸ τὴν Καλλίπολη, ὅπου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν οἱ αἰχμάλωτοι ὁμαδικὰ στὴν Λάμψακο ὑπὸ σκληρὲς συνθῆκες, γύμνιας, πείνας, στερήσεων, σωματικῶν κακώσεων ὁ ἡγεμὼν τῶν βαρβάρων ἤλπιζε ὅτι θὰ εἰσπράξει χιλιάδες νομισμάτων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, οἱ δὲ φανατικοὶ στὴν πίστη Μουσουλμάνοι ἐξεδήλωναν τὴν μανία τους ἐναντίον του καὶ ἐπεδίωκαν νὰ τὸν ὑποχρεώσουν σὲ θεολογικὸ διάλογο, γιατί πίστευαν ὅτι ἡ αἰχμαλωσία τους ἦταν τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Ἀγανακτεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιατί «τὸ δυσσεβὲς καὶ θεομισὲς καὶ παμμίαρον τοῦτο γένος» μεγαλαυχεῖ καὶ πιστεύει ὅτι λόγω τῆς εὐσέβειας καὶ θεοφιλίας του ἐπικρατεῖ ἐπὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμηῶν. Ὑπενθυμίζει ὅτι κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο «ὁ κόσμος οὗτος ἐν τῷ πονηρὼ κεῖται»78 καὶ ὅτι στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κόσμου κυριαρχοῦν οἱ κακοὶ καὶ δοῦλοι τῶν κάτω, ποὺ ἐκβιάζουν μὲ τὰ ὄπλα καὶ ἐκπορθοῦν τὰ γειτονικὰ ἐδάφη. Μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Μ. Κωνσταντίνου κυβερνοῦσαν τὸν κόσμο οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν εἶχαν βέβαια τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ Μουσουλμάνοι ἔπαθαν ὅ,τι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς «εἰς ἀδόκιμον νοῦν», διότι «γνόντες τὸν Θεὸν οὒχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν». Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πνεῦμα, ὅτι ἐτέχθη ἐκ παρθένου, ἐδίδαξε θεία πράγματα, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο, ἐν τούτοις δὲν τὸν δέχονται ὡς Θεό, ὡς Θεάνθρωπο Λόγο, ἀλλὰ «ἠλλάξαντο τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει καὶ ἐπίστευσαν καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἠκολούθησαν ἀνθρώπω ψιλῶ τὲ καὶ θνητῶ καὶ τεθαμμένω, Μωάμεθ οὗτος, παρὰ τὸν Θεάνθρωπον καὶ ἀείζωον καὶ ἀΐδιον Λόγον». Ἡ συνέχεια τῶν ὅσων λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποτελοῦν ὁλοκληρωτικὴ ἄρνηση καὶ κατεδάφιση τοῦ Ἰσλάμ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀστόχησαν στὴν πίστη, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς «εἰς ἀδόκιμον νοῦν καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας». η πίστη τους καὶ ἡ ζωὴ τοὺς εἶναι θεομισεῖς καὶ ἀπάνθρωπες. Ἔχουν φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο παραλογισμοῦ, ὥστε ὄχι μόνον δικαιολογοῦν τὰ ὅσα πράττουν, ἀλλὰ νομίζουν ὅτι καὶ ὁ Θεὸς ἐπιδοκιμάζει τὶς πράξεις τους. Ἐπικαλεῖται γιὰ τὴν κρίση του αὐτὴ τὴν προσωπική του πλέον ἐμπειρία. Λέγει τὸ κείμενο: «Ἐπεῖ γοῦν γνόντες περὶ ὧν ὁ Λόγος τὸν Χριστὸν οὒχ ὡς Χριστὸν ἐδόξασαν ἡ ἐσεβάσθησαν, “παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν” καὶ “πάθη ἀτιμίας”, ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καὶ ἀπανθρώπως, καὶ θεομισῶς, καὶ κατὰ τὸν ἐκ παιδὸς ὑπὸ Θεοῦ μεμισημένον καὶ τῆς πατρικῆς εὐχῆς ἀπωσμένον Ἠσαῦ, ἐπὶ τόξω καὶ μαχαίρα καὶ ἀσωτία ζῆν, ἐπεντρυφώντας ἀνδραποδισμοῖς, φόνοις, λεηλασίαις, ἁρπαγαῖς, ἀκολασίας μοιχείαις, ἀνδρομανίαις. Καὶ οὐ μόνον αὐτοὶ τὰ τοιαῦτα πράττουσιν, ἀλλ’ ὢ τῆς παρανοίας, καὶ τὸν Θεὸν συνευδοκεῖν τούτοις οἴονται. Οὕτως ἐγὼ περὶ τούτων διανοοῦμαι, τὰ κατ’ αὐτοὺς νῦν εἰδῶς ἀκριβέστερον»79.

Ἀκοῦτε ὅλοι ἐσεῖς, πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, θεολόγοι, εἰρηνοποιοὶ καὶ ἀγαπητικοί, ποὺ τολμᾶτε καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ ὡς συνήγορο τῶν ἰδικῶν σας θετικῶν ἐκτιμήσεων γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Γιατί κρύβετε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν συσκοτίζετε; Φοβάστε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιατί ἀποτελοῦν ἔλεγχο τῶν ἰδικῶν σας πράξεων. Δὲν τελειώσαμε ὅμως μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, γιατί ἔχει καὶ ἄλλες ἐνδιαφέρουσες διαθρησκειακὲς θέσεις, καὶ θὰ συνεχίσουμε. Ἐδῶ πάντως στὸ χωρίο ποὺ παραθέσαμε κονιορτοποιεῖται τὸ ἐπιχείρημα τῶν διαθρησκειακῶν “θεολόγων” περὶ τοῦ ὅτι τὸ Ἰσλὰμ γνωρίζει καὶ ἀναγνωρίζει τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη καὶ διδάσκαλο. Τόσο τὸ χειρότερο, ἐφ’ ὅσον εἶναι γνωστὸν ὅτι “ὁ γνοὺς καὶ μὴ ποιήσας δαρήσεται πολλᾶς”· ἡ γνώση τῶν περὶ Χριστοῦ ἐπιβαρύνει περισσότερο τούς Μουσουλμάνους, διότι «γνόντες τὸν Χριστὸν οὒχ ὡς Χριστὸν ἐδόξασαν ἢ ἐσεβάσθησαν» ἀλλὰ τὸν ἔβαλαν, ὅπως εἴδαμε παρουσιάζοντας τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, νὰ ἀρνεῖται ὁ ἴδιος τὴν θεότητά του καὶ νὰ παραδέχεται ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἔγραψαν ἄνθρωποι “παραβᾶται”, “ψεῦσται” καὶ “πεπλανημένοι”. Ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ ἀλλὰ διέστρεψαν καὶ τὴν διδασκαλία του, καταστάντες γι’ αὐτὸ ἀναπολόγητοι, αὐτοὶ καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς των.

Κατὰ τὴν πρώτη του ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Μουσουλμάνους στὴ Λάμψακο γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔδειξαν ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του, τὸν προσέβαλαν καὶ φιλονεικοῦσαν μαζὺ του προβάλλοντας τὴν αἰχμαλωσία του ὡς ἀπόδειξη τῆς μὴ ἀληθοῦς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Προσθέτει μάλιστα ὅτι τὸν περιτριγύριζε καὶ πολὺ πλῆθος Χριστιανῶν, ἀνδρῶν, γυναικὼν καὶ παιδιῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἄλλοι νὰ ἐρωτήσουν γιὰ διάφορα θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ζητοῦσαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐγκατέλειψε τὸ Γένος μας, προφανῶς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ ὅσα ἔλεγαν οἱ Μουσουλμάνοι. Μερικοὶ μάλιστα ἔκλαιγαν ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες στὴ Λάμψακο καὶ τὴν ὄγδοη ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πόλη Πηγές. Κατὰ τὴ διαδρομὴ ὁ ὁμολογητὴς Ἅγιος ὑπέστη ἀπερίγραπτες ταπεινώσεις καὶ βασανιστήρια, ὅπως γράφει· «Καὶ τὰ τῆς ὁδοῦ ταύτης πάθη βουλομένω μοὶ καταλέγειν οὔτε μέλαν, ὅσου νῦν εὐπορῶ, οὔτε ὁ χάρτης ἀρκέσει»80.

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔφθασαν στὶς Πηγές. Ταλαιπωρημένους ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία τους ἄφησαν νὰ διανυκτερεύσουν στὴν ὕπαιθρο, μολονότι εἶχε πολὺ ψυχος ήταν Μάρτιος μήνας. Ξεχώρισαν τὸν Ἅγιο μαζὶ μὲ μερικοὺς μοναχούς· τοὺς ἐφοβέριζαν μὲ ἀνήκουστες ἀπειλές, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὸ ποσὸν τῶν λύτρων, τὰ ὁποία ὅμως δὲν εἶχαν νὰ προσφέρουν γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν. Τελικῶς τοὺς φιλοξένησε κάποιος Χριστιανὸς καὶ τοὺς περιέθαλψε ἐπὶ τρεῖς μῆνες στὶς Πηγές, ὅπου στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συγκεντρώνονταν καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ αἰχμάλωτοι γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.

Μετὰ τὴν πάροδο τριῶν μηνῶν ὁδηγήθηκαν στὴν Προῦσα. Στὰ περίχωρα τῆς Προύσας σὲ ἕνα λοφώδη τόπο, ὅπου ὁδηγήθηκαν, διεξήγαγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διάλογο μὲ τὸν Ἰσμαήλ, γιὸ τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ. Μεταξὺ ἄλλων τὸν ἐρώτησε ὁ Ἰσμαὴλ ἂν οἱ Χριστιανοὶ δεχόμαστε καὶ ἀγαποῦμε τὸν προφήτη τοὺς Μωάμεθ. «ἐκεῖνος ἤρετο πάλιν, εἰ δεχόμεθα καὶ ἀγαπῶμεν καὶ ἠμεῖς τὸν προφήτην αὐτῶν Μεχοῦμετ»81. Σημερινοὶ πατριάρχες, ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι δὲν χρειάζεται καν νὰ ἐρωτηθοῦν, οὔτε βέβαια νὰ ὑποστοῦν τὶς ταλαιπωρίες τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.· σπεύδουν μόνοι τους νὰ ἀπαντήσουν θετικά, ὄχι ἀσφαλῶς γιὰ νὰ ἀποφύγουν διώξεις καὶ ταλαιπωρίες, ἀλλὰ ὡς «προοδευτικοὶ» καὶ παγκοσμιοποιημένοι, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι αὐτοὶ ἔχουν ὑπερβῆ ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τὶς θρησκευτικὲς διαφοροποιήσεις, δὲν εἶναι ρατσιστὲς καὶ φανατικοί, σὰν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως ἀπάντησε χωρὶς νὰ σκεφθεῖ τὶς ὁποιεσδήποτε συνέπειες, ὅτι οὔτε τὸν δεχόμαστε οὔτε τὸν ἀγαποῦμε τὸν Μωάμεθ. Ὅταν ὁ Ἰσμαὴλ τοῦ ἐζήτησε τὸν λόγο αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε ὅτι δὲν πιστεύουμε στὴν διδασκαλία του, ἀπορρίπτουμε τὴν διδασκαλία του, καὶ ἑπομένως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε ὡς διδάσκαλο καὶ προφήτη «τῷ μὴ πιστεύοντι τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐκ ἔνι τὸν διδάσκαλον ὡς διδάσκαλον ἀγαπᾶν»82. Συνεζήτησαν καὶ ἐπὶ ἄλλων θεμάτων. κατὰ τὴν συζήτηση ἦταν ἐμφανὴς ἡ σκωπτικὴ διάθεση τοῦ Ἰσμαήλ. δεν συμπεριφέρθηκε πάντως ἄγρια, μολονότι, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «καθάπερ λέγουσιν οἱ τοῦτον εἰδότες, οὗτος ἐστι τῶν ἀπηνῶν καὶ κατὰ Χριστιανῶν μεμηνότων τὰ πρῶτα»83.

Στὴ συνέχεια τοὺς ὁδήγησαν στὴν Νικομήδεια ἐνώπιον τοῦ ἰδίου τοῦ ἀμηρᾶ Ὀρχᾶν, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστιανοῦ γιατροῦ τοῦ Ταρωνείτη γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ρώτησε «Τὶς πότε καὶ οἶος ἐστιν ὁ καλόγηρος οὗτος;». Ὅταν τοῦ ἐξήγησε σχετικῶς ὁ ἰατρός, ὁ ἀμηρᾶς ἀπήντησε ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς σοφοὺς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι θὰ συζητήσουν μαζύ του. Ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε ἀμέσως τοὺς Χιόνες, ἐξισλαμισθέντες Χριστιανούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν εἶχαν μάθει ἀπὸ τὸν Σατανᾶ, ἀπὸ τὸ νὰ βλασφημοῦν καὶ νὰ ἀσεβοῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. «ἀνθρώπους μηδὲν ἄλλο μελετήσαντας καὶ παρὰ τοῦ Σατανᾶ διδαχθέντας ἢ βλασφημίαν καὶ ἀναισχυντίαν εἰς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν τοῦ Θεοῦ Υἱὸν»84. Τὴν ἴδια στάση τηροῦν ἀπέναντι τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ οἱ Μουσουλμάνοι ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ οἱ σημερινοὶ ποὺ μετέχουν στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους. έγραψε ὅμως ποτὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἰδικοὺς μας διαλεγομένους ὅτι ἡ πίστη τοὺς αὐτὴ εἶναι βλασφημία καὶ ἀναίδεια, διδαγμένη ἀπὸ τὸν Σατανᾶ;

Τὰ πρακτικὰ τῆς συζητήσεως μὲ τοὺς Χιόνες τὰ διέσωσε ὁ ἰατρὸς Ταρωνείτης. ο Ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἀναφέρει λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν συζήτηση αὐτὴ γράφοντας Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν. παραπέμπει στὴν ἀνάγνωση τῶν πρακτικῶν ποὺ διαδόθηκαν μὲ ἀντίγραφα. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεξάγει στὴν Νικομήδεια τὸν δεύτερο διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον μὲ τὸν Ἰσμαήλ. Εἶναι πάντως καὶ αὐτὸ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἰατρὸς Ταρωνείτης ποὺ διέσωσε αὐτὸν τὸν διάλογο, χαρακτηρίζει τοὺς Μουσουλμάνους ὡς «ἀθέους», δεῖγμα καὶ αὐτὸ τοῦ πόσο ταιριάζουν οἱ διάλογοι τῶν Ἁγίων μὲ τοὺς σημερινοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Θεό. εῖναι ἀδιανόητο στοὺς σημερινοὺς διαλόγους τῆς διαθρησκειακῆς διαπλοκῆς νὰ χαρακτηρισθοῦν οἱ Μουσουλμάνοι ὡς ἄθεοι. Ὅμως ὁ τίτλος τοῦ σχετικοῦ ἔργου γράφει. «Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας, συγγραφεῖσα παρὰ ἰατροῦ τοῦ Ταρωνείτου».

Κατὰ τὴ συζήτηση ἐδόθη ἐν πρώτοις ὁ λόγος στὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὁ ὁποῖος παρουσίασε τὰ βασικὰ θέματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, τονίζοντας ἐκεῖνα εἰς τὰ ὁποία διαφέρει ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸ Ἰσλάμ, τὴν διδασκαλία δηλαδὴ περὶ Ἁγίας Τριάδος καὶ περὶ τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαντῶν σὲ σχετικὲς ἐνστάσεις τῶν Μουσουλμάνων. Ὁ παριστάμενος στὴ θέση τοῦ ἀμηρᾶ ἄρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανῶς τὴν ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὸν Ἰσμαὴλ ὑπέβαλε τώρα τὴν ἴδια ἐρώτηση, συμπληρωμένη ὅμως μὲ κάποια διαπίστωση ἐλλείψεως ἀμοιβαιότητος καὶ ἀλληλοκατανοήσεως μὲ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τὸν Χριστό, τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀγαποῦν, ὅπως καὶ τὴν μητέρα του, δὲν πράττουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ. «Ὁ αὐθέντης ὁρίζει σὲ εἰπεῖν πῶς ἠμεῖς μὲν δεχόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ ἀγαπῶμεν καὶ τιμῶμεν καὶ λέγομεν αὐτὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ λόγον καὶ πνοήν, ἔχομεν δὲ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ πλησίον του Θεοῦ, ὑμεῖς οὐ δέχεσθε τὸν προφήτην ἠμῶν, οὐδὲ ἀγαπᾶτε αὐτόν;»85

Τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι συμπληρωμένη καὶ ὁλοκληρωμένη σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσμαήλ. Δὲν πιστεύουμε στὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ, «διὰ τοῦτο οὐκ ἀγαπῶμεν ἠμεῖς τὸν Μεχοῦμετ». Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε ὅτι θὰ ἔλθει πάλιν γιὰ νὰ κρίνει ὅλον τὸν κόσμον. και μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ δεχθοῦμε κανένα ἄλλον πρὸ τῆς δικῆς του παρουσίας. Ἔλεγε ἐπίσης πρὸς ὅσους δὲν ἐπίστευαν εἰς αὐτόν, ὅτι ἦλθεν ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν τὸν ἐδέχθησαν. εᾶν ἔλθει κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, αὐτὸν θὰ τὸν δεχθοῦν. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ὁ ὑπαινιγμὸς ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν αὐτόκλητος καὶ ὄχι θεοκλητός, ἀπόστολος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως τὸν ἐδέχθησαν οἱ Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ, ὅσα λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτας· «Καν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίσηται ὑμίν παρ’ ὁ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»86.

Ἐπιτυχέστατες εἶναι καὶ οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐρωτήματα γιατί δὲν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοὶ καὶ γιατί τιμοῦν τὶς Ἅγιες εἰκόνες, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπαγορεύει κάτι τέτοιο. Καὶ ἐνῶ οἱ ἄρχοντες μετὰ τὴ συζήτηση χαιρέτησαν μὲ σεβασμὸ τὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ ἀπεχώρησαν, ἕνας ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους Χιόνες «προσκαρτερήσας ὕβρισε τὸν μέγαν του Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καὶ ὀρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῶ πληγᾶς κατὰ κόρρης»87. Πόσες ὕβρεις καὶ πληγὲς δέχονται οἱ διεξάγοντες σήμερα τοὺς διαλόγους, ποῦ τολμοῦν νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι μιμοῦνται τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά;

Ἀπὸ τὴν Νικομήδεια μετέφεραν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο στὴν Νίκαια, τὴν ἱστορικὴ πόλη τῶν δύο οἰκουμενικῶν συνόδων, τῆς πρώτης (325) καὶ τῆς ἑβδόμης (787). Προβαίνει σὲ ἐνδιαφέρουσα σύντομη περιγραφὴ τῆς πόλεως. Ὁ ἴδιος κατευθύνθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὑακίνθου, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε μόνος, διότι ἤδη καὶ τὰ μέλη τῆς συνοδείας του, οἱ συναιχμάλωτοί του κληρικοὶ καὶ μοναχοί, εἶχαν κατορθώσει νὰ ἀπελευθερωθοῦν μὲ καταβολὴ λύτρων, τὰ ὁποία γι’ αὐτοὺς ἤσαν πολὺ λιγώτερα. Κάποια μέρα λοιπὸν ἐξῆλθε γιὰ περίπατο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη. Συνέπεσε τότε νὰ κηδεύουν οἱ Μουσουλμάνοι κάποιον ὁμόπιστό τους· ἐκ τοῦ μακρόθεν παρακολούθησε τὰ τελούμενα καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ὅταν ἐπέστρεφαν, κάθησαν μαζὶ μὲ ἕνα τασιμάνη, ἕνα Μουσουλμάνο κληρικὸ δηλαδή, στὸ μέρος ὅπου καθόταν καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ζήτησε κάποιον ποὺ νὰ γνωρίζει καὶ τὶς δύο γλῶσσες, μὲ δική του πρωτοβουλία ἄνοιξε συζήτηση μὲ τὸν τασιμάνη, πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Μὲ ἀφορμὴ τὰ τελεσθέντα κατὰ τὴν κηδεία ὁ διάλογος περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὴν σχετικὴ τελετουργία καὶ τὴν μέλλουσα κρίση. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρετήρησε ὅτι θὰ ἔπρεπε οἱ εὐχές τους, νὰ ἀναπέμπονται πρὸς τὸν Χριστό, ἐφ’ ὅσον ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι πιστεύουν, κριτὴς ὅλων θὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, ὅπως καὶ σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, δὲν εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα, ὅπως δὲν εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο τὸ ἡλιακὸ ἀπαύγασμα. Ὁ τασιμάνης φάνηκε νὰ δυσανασχετεῖ. Ἀνέπτυξε καὶ τὶς δικές του θέσεις, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξὺ συγκεντρώθηκαν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν συζήτηση. Εἶπε λοιπὸν ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται ὅλους τούς προφῆτες καὶ τὸν Χριστό, πιστεύουν δὲ ὅτι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀποκάλυψη, κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ. Στραφεῖς δὲ πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δὲ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδὲ πιστεύετε τῷ τούτου βιβλίω, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτὸ καταβάντι;»88

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι πλήρης, θαρραλέα καὶ ἀποφασιστική, ὅπως θὰ δοῦμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν πρὸ αὐτοῦ ἁγίων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι καὶ αὐτὸ ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο τῶν τότε διαθρησκειακῶν διαλόγων σὲ σχέση μὲ τοὺς σημερινούς. Τότε ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν τὴν προηγούμενη πατερικὴ Παράδοση· ἐστηρίζοντο στοὺς πρὸ αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες, δὲν μιλοῦσαν ἀπὸ κοιλίας, αὐτοσχεδιάζοντας καὶ αὐτοφωτιζόμενοι. Λέγει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀπαντώντας στὸν τασιμάνη, ὅτι εἶναι παλαιότατη συνήθεια νὰ μὴ δεχόμαστε τίποτε ὡς ἀληθές, ἂν δὲν ὑπάρχουν σχετικὲς μαρτυρίες. Οἱ μαρτυρίες εἶναι δύο εἰδῶν. Τὸ ἕνα εἶδος μαρτυρίας εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα, τὸ ἄλλο οἱ μαρτυρίες ἀπὸ ἀξιόπιστα πρόσωπα. Ἀναφέρεται στὸν Μωυσῆ καὶ στὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν γι’ αὐτὸν μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «μετὰ τῶν ἐξαισίων ὧν εἰργάσατο πολλῶν καὶ μεγάλων, καὶ παρ’ αὐτοῦ Μωσέως καὶ τῶν ἄλλων προφητῶν μαρτυρεῖται». Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος οὔτε μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς προφῆτες οὔτε ἔκανε κάποιο θαῦμα ἀξιόλογο· «Τὸν δὲ Μεχοῦμετ οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὐρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τί ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῶ οὐδὲ τῷ παρ’ αὐτοῦ βιβλίω»89.

Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτησε· ἀπολογήθηκε ὅμως προβάλλοντας τὸ ἐπιχείρημα ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν μαρτυρίες γιὰ τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ τὶς ἔσβησαν, τὶς ἐξαφάνισαν οἱ Χριστιανοί, καὶ ὅτι δεῖγμα τῆς θεϊκῆς εὐλογίας καὶ ἀποδοχῆς τοῦ Μωάμεθ εἶναι ὅτι διαρκῶς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση, σὲ ὅλη δηλαδὴ τὴν οἰκουμένη, ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει νίκες ἐναντίον τῶν ἄλλων ἐθνῶν. «Ἀλλὰ καὶ ἐξ ἄκρας ἀνατολῆς ἐξελθῶν ἡλίου, μέχρι καὶ τῆς αὐτοῦ δύσεως, ὡς ὁρᾶς, νικῶν κατήντησεν».

Εἶναι συντριπτικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ τοῦ τασιμάνη. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποκόπηκε οὔτε τροποποιήθηκε τὸ παραμικρό. Ὑπάρχουν γι’ αὐτὸ φρικτὲς ἐντολές· ὅποιος τολμήσει νὰ ἀποκόψει κάτι ἢ νὰ τὸ ἀλλάξει ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Κανεὶς Χριστιανὸς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἀποκόψει ἢ νὰ ἀλλάξει τὰ θεοχάρακτα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε καὶ οἱ πολλὲς μεταφράσεις τοῦ Εὐαγγελίου μαρτυροῦν γι’ αὐτό. θα εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ὁποιαδήποτε παραχάραξη. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ αἱρετικοί, ποὺ συμφωνοῦν σὲ μερικὰ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, δὲν ἔχουν νὰ δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Εὐαγγέλιο. Στὸ Εὐαγγέλιο ἄλλωστε ὑπάρχουν ἐμφανῶς διδασκαλίες ἀντίθετες πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ· πῶς λοιπὸν θὰ μαρτυροῦσε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν Μωάμεθ; Ἐπὶ πλέον δὲν ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο τίποτε σχεδὸν ποὺ νὰ μὴν ἔχει προλεχθῆ ἀπὸ τοὺς προφῆτες· ἂν λοιπὸν ὑπῆρχε γραμμένο κάτι γιὰ τὸν Μωάμεθ, θὰ τὸ εἶχαν προείπει καὶ οἱ προφῆτες. Ἀντίθετα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει γραμμένο καὶ ὄχι σβησμένο ὅτι «ἐλεύσονται πολλοὶ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πολλοὺς πλανήσουσι». Γι’ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει: «Μὴ οὒν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν»90. Εἶναι βέβαια σωστὸ ὅτι ὁ Μωάμεθ προχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὴ Δύση νικώντας τοὺς ἄλλους λαούς. Πῶς τὸ κατόρθωσε ὅμως αὐτό; «Πολέμω καὶ μαχαίρα καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδραποδισμοῖς καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδὲν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστι, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δὲ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα». Καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Δύση καὶ κατέκτησε τὴν Ἀνατολή. Καὶ πολλοὶ ἄλλοι σὲ διάφορες ἐποχὲς μὲ τὰ στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα τῆς οἰκουμένης. Σὲ κανένα ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὶς ψυχές τους, ὅπως ἐσεῖς στὸν Μωάμεθ. Ἄλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ὁ Μωάμεθ τὴ βία καὶ κολάκευε τὶς ἡδονές, ἐν τούτοις δὲν κατέκτησε καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀντίθετα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀπομακρύνει ἀπ’ ὅλες τὶς ἡδονὲς τῆς ζωῆς, ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀλλὰ μᾶλλον νικώντας τὴν βία ποὺ ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐναντίον της, ὥστε πράγματι μόνον αὐτὴ νὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ νίκη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο. Εἶναι κλασικὸ ἀπολογητικὸ κείμενο καὶ ἀξίζει νὰ τὸ παραθέσουμε: «Τί δὲ καὶ Ἀλέξανδρος οὐκ ἐκ δύσεως κινήσας τὴν ἀνατολὴν ὑπηγάγετο πάσαν; Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἄλλοτε πολλάκις στρατευσάμενοι πολλοί της οἰκουμένης ἐπεκράτησαν πάσης. Οὐδενὶ δὲ τούτων οὐδὲν γένος τὰς ἑαυτῶν ἐνεπίστευσαν ψυχᾶς, ὡς ὑμεῖς τῷ Μεχοῦμετ. Καίτοι οὗτος, ὁμοὺ τὲ βίαν ἐπάγων καὶ τὰ καθ’ ἡδονὴν προτεινόμενος, οὐδὲ μέρος ἐν ὅλον της οἰκουμένης προσηταιρίσατο. η δὲ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία, καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδὸν ἁπάντων ἠδέων ἀπάγουσα, πάντα τὲ περιέσχε τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα καὶ μεταξὺ τῶν αὐτὴ πολεμούντων κρατεῖ, μηδεμίαν αὔτη βίαν ἐπάγουσα, νικώσα δὲ μᾶλλον τὴν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε, ὡς καὶ οὕτω ταύτην εἶναι τὴν νίκην τὴν τὸν κόσμον νικήσασαν»91.

Ἡ συντριπτικὴ αὐτὴ καὶ θαρραλέα ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐξόργισε τοὺς Τούρκους. Οἱ παρατυχόντες Χριστιανοὶ παρατήρησαν τὶς κακὲς διαθέσεις τους καὶ μὲ νοήματα προέτρεψαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο νὰ μετριάσει τοὺς λόγους, ὁ ὁποῖος πράγματι χαμογελώντας μὲ ἱλαρότητα εἶπε ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ διαφωνοῦμε, γιατί διαφορετικὰ θὰ εἴχαμε τὴν ἴδια πίστη92 .

Ἀνταποκρινόμενος στὴν τελευταία αὐτὴ ἐξ ἀνάγκης προκληθεῖσα συναινετικὴ ἀτμόσφαιρα κάποιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε καιρὸς ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξύ μας: «Ἔσται ποτὲ ὄτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Στὴν διαπίστωση αὐτὴ συνεφώνησε καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ’ οἰκονομίαν τόπο στὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ποτὲ νὰ πιστεύσει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνήσουμε Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι93.

Εἶναι μάλιστα εὐτύχημα ὅτι τὸ διευκρινίζει αὐτὸ στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ προλάβει τυχὸν παρανοήσεις, ὅπως πράγματι ἔγινε στὸν σύγχρονο διαθρησκειακὸ διάλογο, ὅπου ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, παρερμηνεύθηκε καὶ θεωρήθηκε ὅτι τάχα συνεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι «θὰ ἔλθη ποτὲ ὁ χρόνος καθ’ ὂν θὰ ἐπέλθη ἡ μεταξὺ αὐτῶν (Ὀρθοδόξων καὶ Ἰσλὰμ) ἀλληλοκατανόησις», πράγμα ποὺ εὐχήθηκε νὰ γίνει συντομα94. Με αὐτὴν τὴν παρερμηνεία οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων καθησυχάζουν τὴν συνείδησή τους, ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ἐποχὴ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καὶ ὅτι αὐτοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἀπὸ τὸ νὰ πραγματοποιοῦν αὐτὸ ποὺ εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.

Πλανῶνται ὅμως πλάνην οἰκτρᾶν, διότι στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ὅτι τὴν συμφωνία αὐτὴ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλὰμ τὴν βλέπει νὰ πραγματοποιεῖται ὄχι στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο, σὲ κάποια μελλοντικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ σὲ ὑπεριστορικὸ ἐπίπεδο, μετὰ τὴν δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχήθηκα, λέγει πράγματι νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ἐκεῖνος: «Συνεθέμην γὰρ μνησθεῖς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπὶ “τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πάσα γλώσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός”· τοῦτο δ’ ἔσται πάντως ἐν τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»95.

Ποιὰ σχέση λοιπὸν ἔχουν οἱ διάλογοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος αἰχμάλωτος καὶ ταλαιπωρημένος, ἐνώπιον ἀγρίων καὶ βαρβάρων συνομιλητῶν, δὲν ἐδίστασε νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ μαρτυρήσει ὅτι τὸ Ἰσλὰμ εἶναι παντελῶς ξένο πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁ προφήτης του, ὁ Μωάμεθ, ἕνας ἁπλὸς στρατιωτικὸς ἡγέτης ποὺ ἐπεβλήθη μὲ τὴ στρατιωτικὴ βία καὶ κολακεύοντας τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, μὲ τοὺς σημερινοὺς διαλόγους τῶν ὑποχωρήσεων, τῶν ἐξισώσεων, ὅπου λείπει παντελῶς ἡ διάθεση ὁμολογίας καὶ μαρτυρίας; Τουλάχιστον νὰ σεβόμαστε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μὴ διαστρέφουμε τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὅσα γίνονται στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους εἶναι ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων, ἰδιαίτερα τῶν Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων.

_____________________________

  1. Ἀστέριος Ἀργυρίου, «Κοράνιο καὶ χριστιανικὴ πίστη. Σκέψεις  πάνω στὸν ἰσλαμοχριστιανικὸ διάλογο χτὲς καὶ σήμερα», ἐν ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, τεῦχος 3, Σεπτ. – Δέκ. 1992, σέλ. 39. Τὸ ἴδιο συμπέρασμα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν παλαιότερη βασικὴ γιὰ τὸ θέμα μελέτη τοῦ Ε. Δ. Σδράκα, Ἡ κατὰ τοῦ Ἰσλὰμ πολεμικὴ τῶν Βυζαντινῶν Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961.
  2. Αὐτόθι, σέλ. 40.
  3. Ἐπιτάφιος εἰς Μ. Βασίλειον 25-27, ΕΠΕ 6, 174 ἐ.
  4. Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160-197.
  5. Ἐπιστολὴ ὄτε  ἑάλω, ΕΠΕ 7,198-209.
  6. Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας, ΕΠΕ 7, 210-225.
  7. Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.
  8. Ἃ’ Ἰω.5, 19.
  9. Προς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 8-9, ΕΠΕ 7, 166-168.
  10. Αὐτόθι 9, ΕΠΕ 7, 168.
  11. Αὐτόθι 14, ΕΠΕ 7, 172.
  12. Αὐτόθι 172-174.
  13. Αὐτόθι 15,ΕΠΕ 7, 174.
  14. Αὐτόθι 17,ΕΠΕ 7,176,
  15. Διαλέξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
  16. Αὐτόθι 13, ΕΠΕ 7, 222. Γάλ. 1,8.
  17. Αὐτόθι 16, ΕΠΕ 7, 224.
  18. Προς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
  19. Αὐτόθι 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
  20. Αὐτόθι 24-25, σέλ. 186.
  21. Αὐτόθι 28, σέλ. 188-190.
  22. Αὐτόθι.
  23. Αὐτόθι.
  24.   Βλ. Ἐπίσκεψις 510 (31. 10. 1994) σέλ. 7. Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ, Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος, 2000, σέλ. 20-21.
  25. Πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190

Ι.Μ. Παντοκράτορος καί ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ

Share Button