Περιορίζομαι αναγκαστικά σε κάποιες γενικές επισημάνσεις, ενδεικτικές της αστασίαστης διασύνδεσης του Ησυχασμού με το Γένος των Ρωμηών, δηλαδή των Ορθοδόξων.
1. Ο Ησυχασμός συνιστά την πεμπτουσία της ρωμαϊκής (ορθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό, που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική παράδοση είναι αδιανόητη και ανύπαρκτη. Η ησυχαστική, εξ άλλου, πράξη είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» αποκτώνται τα «ουράνια χαρίσματα» στην ορθόδοξη παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνιστεί, ότι ο Ησυχασμός νοείται κυρίως ως πορεία προς τη θέωση και εμπειρία θεώσεως και δευτερευόντως ως (θεολογική) καταγραφή αυτής της μεθόδου εμπειρίας. Τα κείμενα, ως γνωστόν, στην Ορθοδοξία, την αυθεντική χριστιανικότητα, ακολουθούν την πράξη και την περιγράφουν, αλλά ποτέ δεν την υποκαθιστούν. Οι «διάδοχοι» του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά δεν βρίσκονται στην ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά στην ασκητική συνέχειά του.
«Ο Ησυχασμός, ως ασκητική θεραπευτική αγωγή, ήτο η καρδιά της Ορθοδοξίας από την εποχή των Αποστόλων (1) και εκυριάρχη εις όλην την Ρωμαϊκήν βασιλείαν, Ανατολήν και Δύσιν» (2). Αυτή είναι η υπεύθυνη διαπίστωση ενός εκ των εγκυροτέρων ερευνητών του Ησυχασμού και του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Στο πλαίσιο της εμψυχούμενης από τον Ησυχασμό παραδόσεως είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί έγκυρα η εθνική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική -ακόμη- ιστορία της Ρωμηοσύνης (3). Σ᾽αυτό, ακριβώς, το πλαίσιο μπορεί να αποτιμηθεί ορθά και η συμβολή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. «Αποτελών συνέχειαν των αρχαίων Πατέρων», της ενιαίας και αδιάτμητης πατερικής παραδόσεως, «εξέφρασε -κατά τον σεβαστόν Γέροντα π. Θεόκλητον Διονυσιάτην- το αιώνιον πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανανεώνων τας εμπειρίας της, τα βιώματά της, την διδασκαλίαν της και τας επαγγελίας της» (4). Συνέβαλε, έτσι αποφασιστικά στη διάσωση της καθόλου ταυτότητός της (5).
2. Είναι βέβαια, γεγονός, ότι οι συνέπειες των ιδεολογικών ερίδων του 14ου αιώνος, πνευματικών και κοινωνικών, αποδυνάμωσαν αισθητά την συρρικνωμένη ήδη από τον 13ο αιώνα αυτοκρατορία, αφήνοντάς την αθωράκιστη στις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων της και κυρίως των Οθωμανών. Το 1354 οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη, πατώντας σταθερά στην ευρωπαϊκή πλευρά της. Η αυτοκρατορία βάδιζε νομοτελειακά προς την δύση της, καταντώντας βαθμιαία θλιβερό λείψανο του παλαιού εαυτού της (6).
Ενώ όμως οι εμφύλιοι σπαραγμοί, τα κοινωνικά ρήγματα και οι εχθρικές προσβολές εξασθένιζαν προοδευτικά την αυτοκρατορία, οι πνευματικές δυνάμεις του Γένους, αναβαπτιζόμενες διαρκώς στην Ησυχαστική πατερική παράδοση, απέτρεψαν τον κίνδυνο να μεταβληθεί η Ρωμανία (Βυζάντιο) σε φράγκικο προτεκτοράτο, ενώ παράλληλα διέσωσαν την ανεξάντλητη πηγή των πνευματικών δυνάμεων, της ρωμαλαιότητας και του ψυχικού δυναμισμού της μέσα στην μακρόσυρτη δουλεία. Μετά την λατινική (1204) και την οθωμανική (1453) άλωση, αυτό που εθίγη ήταν, κυρίως, το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό. Απόλυτο κέντρο της Ρωμηοσύνης παρέμεινε ο θεούμενος, ο οποίος μπορεί να φθάσει στη θέωση «εις οποιανδήποτε εποχήν ή κατάστασιν, κρατικήν ή πολιτικήν» (7). Οι ´Αγιοι της περιόδου της δουλείας και τα ιερά λείψανα, όπως των Αγίων Γερασίμου και Διονυσίου, στις ενετοκρατούμενες μάλιστα περιοχές, είναι η ισχυροτέρα -και κατά τον Ευγένιο τον Βούλγαρη (8)- διαβεβαίωση, ότι η πνευματική ακμή του Γένους δεν έσβησε κατά την δουλεία, ούτε επιτεύχθηκε η αλλοτρίωσή του, και μάλιστα σε περιοχές πολύ ευνοϊκές προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως οι λατινοκρατούμενες. Η ησυχαστική πνευματικότητα με κέντρο το ´Αγιον Όρος (9) διαπότιζε τη συλλογική συνείδηση του Γένους, αφήνοντας εδώ και εκεί τους ευχύμους καρπούς της παρουσίας, λειτουργικότητας και δυνάμεώς της. «Η ησυχαστική πατερική παράδοσις παρέμεινεν […] η μεγαλύτερη πνευματική δύναμις του Γένους» (10).
«Οι ησυχαστές πατέρες -κατά τον ´Αγιον Ναυπάκτου- ήσαν Ρωμηοί και […] με τους αγώνες τους διεφύλαξαν την ουσία της Ρωμηοσύνης. Οι αντιησυχαστές ήταν ξένοι προς την Ρωμηοσύνη» (11). Συμφωνώ δε πλήρως μαζί του, όταν υποστηρίζει, ότι «η ησυχαστική συζήτηση (ενν. τον 14ο αι.) και η νίκη της ορθοδόξου παραδόσεως ήταν ευλογία Θεού για την ερχόμενη δουλεία του Γένους μας […]. Αυτός ο ησυχαστικός τρόπος ζωής κράτησε το Γένος με την εθνική και ορθόδοξη συνείδηση και ανέδειξε τους μάρτυρας (12) και ομολογητάς της πίστεως, αυτός δημιούργησε τις οργανωμένες κοινότητες και τους συνεταιρισμούς, αυτός διεφύλαξε την εσωτερική ψυχική ελευθερία και αυτός δημιούργησε την Επανάσταση του 1821. Είναι γνωστόν, όπως υποστηρίχθηκε από μελετητές, ότι όλοι οι ήρωες της Επαναστάσεως ήταν διαμορφωμένοι βάσει της Ρωμαϊκής παραδόσεως και δεν διαπνέονταν από τον δυτικό διαφωτισμό. Στην παράδοση του Γένους μας είχαμε δικό μας φωτισμό, τον φωτισμό του νοός, όπως τον είπε και τον εξέφρασε ο ´Αγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, ο Μακρυγιάννης κ.α.» (13).
Αφήσαμε να ακουστεί η φωνή του λόγιου Ιεράρχου και όχι του επαγγελματία ιστορικού, ο οποίος όμως ανεπιφύλακτα προσυπογράφει αυτές τις επισημάνσεις. Ο Ησυχασμός, ως υπαρκτή Ορθοδοξία, διαμόρφωσε τη συνείδηση του Γένους, το φρόνημά του, πραγματούμενο δημιουργικά σ᾽ όλη την ιστορική διάρκειά του.
Το Γένος επέζησε με τη διάσωση της πατερικής θεραπευτικής, που σωζόμενη στην πληρότητά της στα πρόσωπα των Αγίων, άρδευε ακατάπαυστα τη συλλογική συνείδηση στην πλατειά λαϊκή βάση, μέσω των συλλογικά αποδεκτών, έστω και πλημμελώς, πρακτικών της. Οι φυγόκεντρες τάσεις βέβαια συνεχίσθηκαν, εντοπιζόμενες κυρίως στο χώρο της επηρεαζόμενης από τη Δύση λογιοσύνης (14). Η τελευταία συνέβαλε στη βαθμιαία αλλοτρίωση της ορθοδόξου παραδόσεως, κάτι που κορυφώνεται στις ημέρες μας (15), με το καθημερινά διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πατερικότητας και ραγδαίας εισαγόμενης αντιπατερικότητας σ᾽ όλο το φάσμα του βίου (λ.χ. η δυτική αντίληψη περί «διπλής» πνευματικότητος, μοναστικής και κοσμικής).
3. Η εμμονή όμως στην ησυχαστική παράδοση καθόρισε, περαιτέρω, τις στάσεις απέναντι στη χριστιανική, αλλ᾽ όχι πλέον ορθόδοξη, Δύση, αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα, ή μάλλον στα ανησυχητικά φαινόμενα μονιστικής στροφής σ᾽ αυτήν, ως αρχαιολατρίας. Μέσω τις αντιπαραβολής της ανατολικής παραδόσεως με την δυτική έγινε κατανοητό ότι η Δύση όχι μόνο δεν ήταν πλέον ομόψυχη της Ανατολής, αλλά απειλούσε και αυτή την ιστορική ύπαρξή της.
Τον 14ο αιώνα έλαβε χώρα η πρώτη σε βάθος αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσεως στο χώρο της εκκλησιαστικής-θεολογικής παραδόσεως. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, με την παρουσία ενός αυθεντικού «δυτικού» θεολόγου στην Ανατολή, φορέα της αυγουστίνειας θεολογικής παραδόσεως και μεθόδου (16), να τεκμηριωθεί η ριζική διαφοροποίησή τους και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Απεδείχθη, ότι είχε διαμορφωθεί στη Δύση μια αλλοτριωμένη χριστιανοσύνη, υποστασιούμενη ένα πολιτισμό στους αντίποδες της ρωμαϊκής Ανατολής. Η νοοτροπία, που ενσάρκωνε ο Βαρλαάμ, κορυφώθηκε στον ´Αγγλο ιστορικό Γίββωνα (1737-1794), που εξέφρασε με κλασικό τρόπο τη συνείδηση της Δύσεως για τη Ρωμαίικη Ανατολή και προετοίμασε, μαζί με τον ρασιοναλιστή εκκλησιαστικό ιστορικό Mosheim (18ος αι.) (17), τον Αδαμάντιο Κοραή ως πατριάρχη των δυτικιζόντων. Το εσωτερικό φως των Ησυχαστών ήταν για τον Γίββωνα «προϊόν μιας κακόγουστης ιδιοτροπίας, δημιουργία ενός κενού στομάχου και ενός κούφιου μυαλού». Ο Ησυχασμός είναι γι᾽ αυτόν η κορύφωση «των θρησκευτικών ανοησιών των Γραικών» (18). Αυτές οι προκαταλήψεις, παγιωμένες στην ευρωπαϊκή συλλογική συνείδηση μέσω της παιδείας, διαμορφώνουν έκτοτε τη δυτική στάση έναντι της Ορθόδοξης Ανατολής, και ιδιαίτερα έναντι του Ελληνισμού ως σήμερα. Η «έκπληξη», συνεπώς, για την σημερινή στάση των δυτικών Ηγεσιών έναντι της Ελλάδος και των βαλκανικών χωρών γενικότερα προδίδει πέρα των άλλων άγνοια της ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνικότητα, που ενσάρκωναν οι σχολαστικοί του «Βυζαντίου», όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς (διεκήρυττε απροκάλυπτα ότι είναι «Έλλην», διαφοροποιούταν διαμετρικά από την ελληνικότητα, όπως αυτή αφομοιώθηκε μέσα στην πατερικότητα και συνιστά την φυσική συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας, μέσα όμως από την πατερική σύνθεση ελληνικότητας και χριστιανικότητας, που οδήγησε στην πολιτιστική πραγματικότητα της Ρωμηοσύνης(19).
4. Ο Ησυχασμός θα διαδραματίσει, εξ άλλου, σημαντικό ενωτικό ρόλο στα ταραγμένα πολιτιστικά και διασπασμένα λόγω των περιπετειών τους τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Οι Ησυχαστές θα μετακινούνται ελεύθερα σ᾽ όλη την Ορθόδοξη Ανατολή, από τόπο σε τόπο, υπερβαίνοντας τις εθνικές διαφορές. Από τον μεγάλο αγιολόγο Fr. Halkin έγινε λόγος για μία «Διεθνή του Ησυχασμού». Όταν σήμερα γίνεται λόγος για «ορθόδοξο τόξο», ως προπύργιο κατά του μουσουλμανισμού, δεν πρέπει να παραθεωρείται η ησυχαστική πνευματικότητα, η μόνη, που μπορεί να εξασφαλίσει αληθινή ενότητα στα όρια της ρωμαϊκής υπερεθνικής και υπερφυλετικής ομοψυχίας. Στην ησυχαστική παράδοση θεμελιώνεται η διαβαλκανική ενότητά μας (19α).
Η ενότητα του Γένους, στη βαλκανική διάθλασή της, απειλήθηκε, αλλά και περιστασιακά καταλύθηκε, από την παράταξη των αντιησυχαστών, «λατινελλήνων» (κατά τον ´Αγιο Γρηγόριο Παλαμά) και «γραικολατίνων» (κατά τον ´Αγιο Μάρκο Ευγενικό), οι οποίοι ταυτίστηκαν με τη φραγκολατινική μεταφυσική, συνεχίζοντας τον πνευματικό δυϊσμό της «βυζαντινής» λογιοσύνης, που ενσάρκωσαν προγραμματικά ο Ψελλός και ο Ιταλός. Οι δυτικίζοντες αντιησυχαστές θεωρούσαν παρακμή το γεγονός, ότι η Ανατολή δεν είχε σχολαστική θεολογία και εμερίμνησαν για την εισαγωγή της στη ζωή και την παιδεία του Γένους.
Η εγκατάλειψη του Ησυχασμού και η στροφή στη μεταφυσική θεολόγηση αλλοτρίωσε προοδευτικά την ταυτότητα του Γένους, το οποίο μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, απελευθερώθηκε μεν από τη δουλεία της «Τουρκίας», αλλά όχι και από εκείνη της «Φραγκιάς». Κατά τον π. Ρωμανίδη, «με την εκδίωξιν των ησυχαστών από την ιδεολογίαν του Νεοελληνισμού και την επικράτησιν του Κοραϊσμού, η κάθαρσις αντικατεστάθη με την ηθικήν και ο φωτισμός με την κατήχησιν. Έτσι, οι ησυχαστές πνευματικοί Πατέρες αντικατεστάθησαν από ηθικολογούντες οργανωτές κατηχητικών σχολείων, που εφόρτωσαν την νεολαίαν με ηθικόν σύστημα, που μόνον υποκριτής ημπορεί να δώση την εντύπωσιν ότι εφαρμοζεται. Έτσι, και οι βίοι των Αγίων κατήντησαν εν πολλοίς είδος μυθολογίας» (20). Ο Ησυχασμός εκτοπίσθηκε από τον μεταφυσικό στοχασμό και τον δογματισμό στο χώρο της θεολογήσεως, αλλά και από τον ευσεβισμό στο χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας. Τα μοναστήρια έχασαν, έτσι, το αληθινό θεραπευτικό νόημά τους, υποκαθιστάμενα από κοσμικά ιεραποστολικά σχήματα, με το αίτημα να μεταβληθούν και αυτά σε κέντρα δράσεως δια κοινωφελείς σκοπούς.
Η έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, υπό τη διεύθυνση του αειμνήστου καθηγητού κ. Παν. Χρήστου, και η επιστημονική αλλά και βαθύτατα παραδοσιακή προσέγγιση του Ησυχασμού από αγιορείτες, όπως ο σεβαστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης και θεολόγους, με πρωτοπόρο τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, συνέβαλαν στην επανακάλυψη της ησυχαστικής παραδόσεως, των πατερικών δηλαδή θεμελίων μας. «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, συνειδητοποιούμε τη μεγάλη αξία της Ρωμαϊκής-ησυχαστικής παραδόσεως» (21). Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί θεραπεία από τα ψυχολογικά και υπαρξιακά προβλήματά του. Η προσφορά, συνεπώς, μιας ιδεολογικοποιημένης ή θρησκειοποιημένης «Ορθοδοξίας» περιπλέκει μάλλον τα προβλήματα, αντί να τα επιλύει, καθιστώντας την Ορθοδοξία αποκρουστική και άχρηστη. Αυτό ζήσαμε πρόσφατα στις Η.Π.Α. ο ´Αγιος Ναυπάκτου και ο γράφων. Η ησυχαστική μας παράδοση θεραπεύει, αντίθετα «τον πυρήνα της υπάρξεως του ανθρώπου» (22). Καταλήγω, συνεπώς, ταυτιζόμενος και στο σημείο αυτό με τον ´Αγιο Ναυπάκτου: «Ο Ησυχασμός, όπως τον εξέφρασε ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τον διεφύλαξε ως κόρην οφθαλμού η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η ζωή του σύγχρονου κόσμου» (23) και η μόνη δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.