Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, Ἰωσὴφ
Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης,
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου
Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι στοὺς μεγάλους πειρασμοὺς γνώρισε χειροπιαστὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὸν πειρασμὸ ποὺ ὑπομένει κάποιος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται διὰ τὸν Θεὸν μὲ πολὺ καλὴ προαίρεση, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πειρασθεῖ ὑπεράνω τῶν δυνάμεών του. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ εἶναι ἀνάλογη.
Μᾶς τὸ λέει αὐτὸ κι ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Ὅταν κανεὶς περνάει μεγάλο πειρασμὸ καὶ παρακάλεσει τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει καὶ εἰσακουσθεῖ, ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ἀνάλογης χάρης, ὅσο ἦταν τὸ μέγεθος τοῦ πειρασμοῦ τὸν ὁποῖον τοῦ ἀφαίρεσε». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν χάρη τὸ πολύ, νὰ κάνει ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Μὲ πίστη κι ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κράτηση τὸ μέτωπο, κι ὁ Θεὸς εἶναι παρών.
Κάποτε ὁ Γέροντας περνοῦσε κάποιο μεγάλο πειρασμὸ ἐξωτερικά ἀλλὰ κοπίαζε πάρα πολὺ καὶ ψυχικά. Κατέφυγε λοιπὸν στὴν Εκκλησία καὶ ἔχυσε ὅλο τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς του μπροστὰ στὴν Παναγία, τὴν ὁποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ἔκλεισαν τὰ σωματικά του μάτια κι ἄνοιξαν τὰ ψυχικά. Εἶδε ὅτι ἡ Παναγία βγῆκε, ξεκόλλησε ἀπὸ τὸ τέμπλο κι ὁλοζώντανη στάθηκε μπροστά του ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ της τὸν Κύριο, βρέφος μικρό. «Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Κι ἁπλώνοντας τὸ βρέφος τὸ χεράκι Του τὸν θώπευε στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα γέμισε μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ἔρωτα Θεοῦ. Ἡ στενοχώρια ἔφυγε καὶ ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε πολὺ καλά.
Ἂν πεῖτε γιὰ τὴ σιωπή, λόγο δὲν ἔβγαζε χωρὶς ἀνάγκη. Ἰδιαιτέρως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, ὅταν ἦταν μόνοι τους μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, τηροῦσαν σιωπὴ ὅλη τὴν ἑβδομάδα. Μιλοῦσαν μόνο ἀπὸ τὸν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ ἀπόδειπνο τῆς Κυριακῆς καὶ μετὰ πάλι σιωπηλοὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα- μὲ νοήματα συνεννοοῦντο. Καὶ ἐπειδὴ πολλὴ ὠφέλεια εἶχε δεῖ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἀπαγόρευε καὶ σὲ μᾶς νὰ μιλοῦμε μεταξύ μας, μόνο γιὰ τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα ἔπρεπε νὰ χαλοῦμε τὴ σιωπή. Ὅταν μᾶς ἔστελνε ἔξω ἀπ’ τὸ ἡσυχαστήριό μας γιὰ κάποια διακονία, δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ μιλήσουμε μὲ κανένα. Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεφα, πάντοτε μοῦ ἔκαμε ἀκριβῆ ἐξέταση, ἂν ἐτήρησα ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Σὲ παράβαση δύο-τριῶν λέξεων ὁ πρῶτος μου κανόνας ἦταν διακόσιες μετάνοιες.
Ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, ὅταν ὁ Γέροντας ἤθελε κάπου νὰ πάει μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, σὲ κάποιο μοναστήρι φερ’ εἰπεῖν, ξεχώριζαν, κρατοῦσαν μία ἀπόσταση καθ’ ὁδὸν καὶ λέγανε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δὲν πηγαίνανε μαζί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς νικήσει ὁ διάβολος τῆς ἀργολογίας καὶ ἀπὸ τὴν ἀργολογία ξεκινήσει ἡ κατάκριση καὶ τόσα ἄλλα. Γιατί παίρνανε τὸ μέτρο αὐτό; Μὰ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν πειρασμό. Γιατί ὁ πειρασμὸς παίρνει τὴν εὐκαιρία καὶ προσπαθεῖ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία.
Καμιὰ φορὰ ὁ γέρο-Ἀρσένιος, εἴτε γιατί ἦταν παππούλης εἴτε γιατί ἦταν ἁπλός, πήγαινε νὰ πεῖ κανένα λόγο γιὰ κάποιον ἀδελφὸ ἐκτός τῆς συνοδείας ἢ ἐντὸς ἢ κάποιο νέο ποὺ ἔμαθε. Μόλις ἄρχιζε, μὲ τὶς πρῶτες λέξεις, ὁ Γέροντας σήκωνε τὸ χέρι του, τοῦ δινε μιὰ στὸ κεφάλι κι ἔλεγε: «Ἀρσένιε, πρόσεχε- μὴ κατακρίνεις, δὲν ἐπιτρέπεται- θὰ χάσεις τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ». «Ἔλα, τζάνεμ, τί εἶπα;», ἀπαντοῦσε. «Αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶναι εἰς θέσιν νὰ σοῦ στερήσει τὴν εὐλογία τῆς προσευχῆς. Τί ἄλλο θέλεις;». «Εὐλόγησον!». Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ νεότεροι ν’ ἀνοίξουμε τὸ στόμα νὰ μιλήσουμε, αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζαμε, ἢ νὰ μιλήσουμε μεταξύ μας καὶ νὰ ἀργολογήσουμε, δὲν τὸ εἴδαμε ποτέ.
Ἔμπαινε στὸ καράβι ὁ Γέροντας νὰ πάει π.χ. ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα στὴ Δάφνη: Τὸ κεφάλι κάτω καὶ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τί κάνετε, π. Ἰωσήφ, πῶς πάει ἡ συνοδεία;». «Καλά, καλά, εὐλογεῖτε. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…», τὸν ἔκοβε.
Ἐπιστατοῦσε πολὺ στὸ θέμα τῆς ἀργολογίας. Ἡ κατάκριση ἦταν ἀνύπαρκτη. Ὅταν ἐπιχειροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσει, καταπέλτης ὁ Γέροντας: «Ἐδῶ μέσα δὲν χωροῦν νέα καὶ εἰδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπὴ καὶ εὐχή! Τίποτ’ ἄλλο! Δὲν ἤρθαμε ἐδῶ νὰ περάσουμε τὸν καιρό μας. Ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ, ἄγρυπνει τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν λιοντάρι, ποιὸν νὰ βρεῖ σὲ ἀμέλεια, σὲ ραθυμία, σὲ ἀπρόσεκτη κατάσταση, νὰ τὸν ἁρπάξει. Πρέπει νὰ ‘χωμε τὸ νοῦ μας». Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα, γιὰ μᾶς τοὺς νεωτέρους, τοὺς νέους μοναχοὺς ποὺ ἤμεθα κοντὰ στὸ Γέροντα, ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος, τὸ βαθὺ θεμέλιο. Ἐὰν δὲν εἴχαμε αὐτὲς τὶς νουθεσίες τοῦ Γέροντος κι ἐμεῖς ἀπὸ πλευρᾶς μας δὲν τὶς ἐφαρμόζαμε καὶ δὲν τὶς ὑλοποιούσαμε δὲν θὰ γινόταν τίποτε ἀπολύτως.
Μόλις κάποιος νέος ἀδελφὸς προσετίθετο στὴν συνοδεία μας, ἡ πρώτη διδασκαλία ποὺ τοῦ ἔκανε ἦταν: «Παιδί μου, τὴν εὐχή, θέλω νὰ σὲ ἀκούω νὰ λὲς τὴν εὐχή!». Κι ὅταν μεγαλώσαμε καὶ γίναμε Ἱερεῖς καὶ ὅ,τι ἄλλο, συνέχεια τὴν εὐχή! Τοῦ ἔλεγα χαρακτηριστικὰ κάποτε: «Γέροντα, ἀπὸ τὴν εὐχὴ πονάει τὸ στόμα μου ἡ γλώσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου, δὲν μπορῶ νὰ ἀναπνεύσω- πονάει ἡ καρδιά μου». «Δὲν παθαίνεις τίποτα, ὑπομονή!» μοῦ ἀπάντησε. Καὶ πράγματι ἡ ὠφέλεια ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη.
Πολλὲς φορὲς ἐρχόταν τόση χάρις ἀπὸ τὴν προφορικὴ εὐχή, ποὺ ἔνιωθε κανεὶς μέσα του τόση θεία ἀγάπη, τόση ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ του. Καὶ πάνω στὸ διακόνημα κατὰ περίεργο τρόπο ὁ νοῦς δὲν ἦταν ἁπλῶς στὴν προσευχὴ ἀλλὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία — ἐν αἰσθήσει — τοῦ ἄλλου κόσμου.