Ἡ ἄγνοια καὶ ἡ λήθη εἶναι οἱ χειρότεροι κίνδυνοι γιὰ τὸν ἄνθρωπο, οἱ πιὸ θανάσιμες παγίδες. Αὐτὲς ἐπιτυχῶς στήνονται ἀπὸ τὴν μεθοδευμένη παραπληροφόρηση, τὴν προπαγάνδα ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὰ Μέσα Γενικῆς Ἐνημερώσεως. Ὑπερβολή, διόγκωση, συσκίαση, σκόπιμη ἀπόκρυψη. Νὰ μερικὰ δοκιμασμένα ἐργαλεῖα. Μέσα στὴν ζάλη καὶ τὸν θόρυβο τῆς τρεχούσης ἐπικαιρότητος, ἂς στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ ἱστορίες ἀλήθειας καὶ γνώσεως.
Ἰδοὺ λοιπὸν μία τέτοια, ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες, βγαλμένη ἀπὸ τὴν μαύρη ἐποχὴ τῆς Λενινιστικῆς Σοβιετικῆς Ρωσίας, στὸ στόχαστρο τῆς ὁποίας βρέθηκαν τὰ «θλιβερὰ ἔντομα»: παπάδες, καλόγεροι, μητροπολίτες. Καὶ ὁ καθένας ἂς μετρηθεῖ μὲ τὸν ἑαυτό του. Συγκλονιστικὴ καὶ ἀβάστακτη γιὰ τὰ μέτρα μας εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ πολύτεκνου ἱερομάρτυρος Ἀλεξάνδρου Παρούσνικωφ.
Νυμφεύθηκε τὴν Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα καὶ ἔκαμαν 10 παιδιά. Μὲ τὰ παιδιὰ του ὁ ἱερέας ἦταν ἐπιεικής. Ποτὲ δὲν τὰ τιμωροῦσε μόνο τοὺς ἔλεγε: «Μὴ μαλώνετε, μὴ μαλώνετε». Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ τῆς σοβιετικῆς ἐξουσίας κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ οἰκογένειά τους ἄρχισε νὰ ζῆ πολὺ δύσκολα κι ἂν δὲν τοὺς βοηθοῦσαν οἱ γείτονες δύσκολα θὰ ἐπιζοῦσαν. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας του ἦσαν στερημένα πολιτικῶν δικαιωμάτων καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν δελτίο τροφίμων. Τὰ κρατικὰ καταστήματα ἦσαν κλειστὰ γι’ αὐτούς.
Κάποτε παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων στὸ σπίτι τους δὲν ὑπῆρχε οὔτε ψωμί. Ἡ πρεσβυτέρα καθόταν στὸ ἄδειο τραπέζι θλιμμένη. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ φωνάζει: «Παπαδιά, παπαδιά, πήγαινε ἐκεῖ!» Ἐκείνη βγαίνει καὶ βλέπει δυὸ σακκιὰ μὲ ψωμί, πατάτες καὶ σιμιγδάλι. «Νὰ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτή», τῆς λέει ὁ π. Ἀλέξανδρος.
Στὰ 1920 ἔκαναν κατάσχεση στὸ μισό τους σπίτι καὶ ἐγκατέστησαν ἐκεῖ τὸν ἀρχηγὸ τῆς τοπικῆς ἀστυνομίας Μιχαλένκο. Ὁ γιὸς του ἐργαζόταν στὴ NKBΔ, στὴ Λουμπιάνκα. Ὁ Μιχαλένκο ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ πέθανε. Συνήθιζε λοιπὸν νὰ πηγαίνει σὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τοῦ σπιτιοῦ ὅπου ζοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέως καὶ νὰ φτύνει. Ἡ παπαδιὰ ἔπεσε μπροστά του στὰ γόνατα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει αὐτό.
– Ἐμεῖς εἴμαστε φταῖχτες, ἀλλὰ λυπηθεῖτε τὰ παιδιά.
– Ἡ παπαδικὴ λέρα πρέπει νὰ σβήσει, ἀπαντοῦσε.
Σύντομα ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἕνας γιός του, μετὰ ἄλλος γιός, μετὰ ἡ κόρη κι ὕστερα ἄλλη κόρη. Δὲν περνοῦσε χρόνος ποὺ νὰ μὴ κηδεύει κι ἕνα παιδί της ἡ Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα.
Κάποτε ὁ π. Ἀλέξανδρος πήγαινε στὸ δρόμο κρατώντας τὴν κόρη του ἀπὸ τὸ χέρι. Οἱ περαστικοὶ γύριζαν πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἔφτυναν. Τὸ κοριτσάκι σφίγγει δυνατὰ τὸ χέρι του καὶ σκέπτεται: «Κύριε, κι ὅμως εἶναι ὁ πιὸ καλός!». Ὁ πατέρας αἰσθανόμενος τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ του, τῆς λέει ἥσυχα: «Τάνια μου, δὲν εἶναι τίποτα! Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ τὸν κουμπαρά μας».
Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέα εἶχε μία ἀγελάδα, ἡ ὁποία, ὅπως σὲ ὅλες τὶς οἰκογένειες τότε, ἦταν ὁ τροφοδότης τους. Κάποτε οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐξουσίας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἦταν ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ ναό. Ἐπιστρέφοντας τοὺς βλέπει ὅλους συγχυσμένους καὶ ἐρωτᾶ τί συμβαίνει.
-Τὴ γελάδα μας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή.
-Πῆραν τὴν γελάδα. Ἐλᾶτε, γρήγορα ὅλα τὰ παιδιά, γονατίστε νὰ ψάλλουμε εὐχαριστήρια δοξολογία στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὸν θαυματουργό.
Ἡ παπαδιὰ τὸν κοίταξε μὲ ἀμηχανία.
– Παπά μου…
– Σάσενκα, ὁ Θεὸς ἔδωσε, ὁ Θεὸς πῆρε.Ἂς τὸν δοξολογήσουμε.
Ἀπὸ τότε ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιὰ γελάδα, κάθε μέρα στὴν ἐξώπορτα βρισκόταν ἕνα καλάθι μὲ μιὰ μποτίλια γάλα καὶ δυὸ καρβέλια ψωμί. Τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ γιὰ πολλὴ ὥρα κοιτοῦσαν στὸ παράθυρο, ἔβγαιναν στὴν ἐξώπορτα γιὰ νὰ μάθουν ποιὸς τοὺς φέρνει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ γάλα. Κάποιες φορὲς παρακολουθοῦσαν μέχρι τὴ βαθειὰ νύχτα, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ δοῦν τὸν εὐεργέτη τους. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ συνεχίστηκε γιὰ ἀρκετὰ μεγάλο χρόνο.
Τὶς νύχτες συχνὰ καλοῦσαν τὸν π. Ἀλέξανδρο στὴ NKBΔ, καὶ τοῦ ἔλεγαν:
– Φύγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἔχεις δέκα παιδιά, ἀλλὰ δὲν τὰ λυπᾶσαι.
– Ἐγὼ ὅλους τοὺς λυπᾶμαι, ἀλλὰ ἐγὼ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ θὰ παραμείνω μέχρι τέλους στὴν ἐκκλησία, ἀπαντοῦσε ὁ ἱερεύς.
Συνέβη πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα νὰ βρίσκεται στὴ NKBΔ, ἀλλὰ τὸ πρωὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ λειτουργήσει.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ὁ π. Ἀλέξανδρος Παρούσνικωφ καταδικάστηκε σὲ τυφεκισμὸ καὶ τυφεκίστηκε στὶς 27 Ἰουνίου 1938. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του ἔγραψε στὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του:
«Παιδιά μου σᾶς φιλῶ ὅλους καὶ δυνατά σᾶς σφίγγω μέσα στὴν καρδιά μου. Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ σέβεστε τοὺς μεγαλυτέρους, νὰ φροντίζετε τοὺς μικροτέρους. Μὲ ὅλες σας τὶς δυνάμεις νὰ προστατεύετε τὴ μητέρα σας. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογεῖ…»
«Ἀγαπημένη μου Σάσα! Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐτυχία πού μοῦ ἔδωσες. Γιὰ μένα μὴν κλαῖς. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».