Δεν ήθελε να κρατά κανέναν κοντά του με το ζόρι.

1610814_731796516857678_6521599367882047797_n

Δε μιλούσε μόνο έγραφε μέχρι αργά το χάραμα.

Βουρκώσανε τα μάτια του

και μέσα στις κόρες μετέωρη εκείνη…

Πήγε στο μουράγιο και μπήκε στη βάρκα του.

Υπέροχο ταξίδι θα ξεκινούσε

και απελπιστικά επικίνδυνο,

χωρίς άγκυρα, χωρίς πυξίδα,

αλλά με συντροφιά του εκείνη!

Αυτή, φύλακας άγγελος,

η Παναγιά του πελάγου,

η σύντροφος στον αγώνα του

με τα θεριά- κύματα.

Την κοίταζε στα μάτια και ταξίδευαν.

Είχαν διανύσει μίλια και μίλια

με μόνο οδηγό τα μάτια της.

Στο βάθος ορίζοντας κανένας

μόνο η θάλασσα, μπλε, πράσινη και γκρίζα

κι ο ουρανός άγριος…

Βουρκώνει, θυμώνει, μαλώνει με τη θάλασσα,

που κλέβει το χρώμα των ματιών της…

Πέφτει σε άγριο μπουρίνι, αλλά δίνει τη μάχη του,

ματώνει η ψυχή του από λαχτάρα κι αγωνία

περιπλανιέται στα πέλαγα μάτια της,

πέφτει στη θάλασσα, βουλιάζει,

τον χτυπάνε αλύπητα κύματα.

Απλώνει το χέρι.

Κραυγή, σπάει τη βοή

…Είναι κάτι παράπονα μυστικά και απόλυτα.

Κανείς να μην τα ξέρει.

Είναι τα μικρά του όνειρα κι οράματα,

πράγματα ασήμαντα, μικρά,

ιερά μόνο για τον ίδιο,

που και την ύστατη στιγμή,

μόνο σ’ εκείνη τα αφήνει…

Απόσπασμα Σ.Μ.

'Δεν ήθελε να κρατά κανέναν κοντά του με το ζόρι.</p><br />
<p>Δε μιλούσε μόνο έγραφε μέχρι αργά το χάραμα.</p><br />
<p>Βουρκώσανε τα μάτια του</p><br />
<p>και μέσα στις κόρες μετέωρη εκείνη...</p><br />
<p>Πήγε στο μουράγιο και μπήκε στη βάρκα του.</p><br />
<p>Υπέροχο ταξίδι θα ξεκινούσε</p><br />
<p>και απελπιστικά επικίνδυνο,</p><br />
<p>χωρίς άγκυρα, χωρίς πυξίδα,</p><br />
<p>αλλά με συντροφιά του εκείνη!</p><br />
<p>Αυτή, φύλακας άγγελος,</p><br />
<p>η Παναγιά του πελάγου,</p><br />
<p>η σύντροφος στον αγώνα του</p><br />
<p>με τα θεριά- κύματα.</p><br />
<p>Την κοίταζε στα μάτια και ταξίδευαν.</p><br />
<p>Είχαν διανύσει μίλια και μίλια</p><br />
<p>με μόνο οδηγό τα μάτια της.</p><br />
<p>Στο βάθος ορίζοντας κανένας</p><br />
<p>μόνο η θάλασσα, μπλε, πράσινη και γκρίζα</p><br />
<p>κι ο ουρανός άγριος...</p><br />
<p>Βουρκώνει, θυμώνει, μαλώνει με τη θάλασσα,</p><br />
<p>που κλέβει το χρώμα των ματιών της...</p><br />
<p>Πέφτει σε άγριο μπουρίνι, αλλά δίνει τη μάχη του,</p><br />
<p>ματώνει η ψυχή του από λαχτάρα κι αγωνία</p><br />
<p>περιπλανιέται στα πέλαγα μάτια της,</p><br />
<p>πέφτει στη θάλασσα, βουλιάζει,</p><br />
<p>τον χτυπάνε αλύπητα κύματα.</p><br />
<p>Απλώνει το χέρι.</p><br />
<p>Κραυγή, σπάει τη βοή</p><br />
<p>...Είναι κάτι παράπονα μυστικά και απόλυτα.</p><br />
<p>Κανείς να μην τα ξέρει.</p><br />
<p>Είναι τα μικρά του όνειρα κι οράματα,</p><br />
<p>πράγματα ασήμαντα, μικρά,</p><br />
<p>ιερά μόνο για τον ίδιο,</p><br />
<p>που και την ύστατη στιγμή,</p><br />
<p>μόνο σ' εκείνη τα αφήνει...</p><br />
<p>                                                    Απόσπασμα Σ.Μ.'

 

Share Button