ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ὅταν οἱ ἔνδοξοι μαθητές κατά τή διάρκεια τοῦ νιπτήρα λάμβαναν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ δυσσεβής Ἰούδας, καταληφθείς ἀπό τή φοβερή νόσο τῆς φιλαργυρίας, γέμιζε ἀπό τό σκοτάδι τῆς παρανομίας. Ἔτσι, σκοτισμένος, παρέδιδε σέ ἄνομους κριτές (νά δικαστεῖς) ἐσένα, τό δίκαιο Κριτή. Βλέπε, ἐσύ πού ἀγαπᾶς τά χρήματα, αὐτόν πού γιά χάρη τους, χρησιμοποίησε τήν ἀγχόνη (κρεμάστηκε)· ἀπόφευγε τήν ἀχόρταγη ψυχή, πού τόλμησε τέτοια πράγματα στό Διδάσκαλο. Σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού εἶσαι πρός ὅλους ἀγαθός, δόξα σοι.
Τό πρόσωπο τοῦ Ἰούδα κατέχει κεντρική θέση στήν ἱστόρηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ.
Ἤδη ἡ ὑμνογραφία τῶν προηγούμενων ἡμερῶν τῆς Μ. Ἑβδομάδας ἀσχολήθηκε ἀρκετά μέ τόν προδότη μαθητή. Τό τροπάριο ἐπανέρχεται στό ἴδιο θέμα, τόσο περισσότερο ὅσο ἡ προδοσία ἦταν ἐπί θύραις.
Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη. Τό ἑσπέρας ὁ Χριστός θέλησε μέ τούς μαθητές του νά φάγει τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του, στό ὁποῖο θά συνιστοῦσε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ μαθητές ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι σέ ὑπερῶο δωμάτιο στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὅλα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γιά τό πασχάλιο δεῖπνο. Μαζί τους ἦταν καί ὁ Ἰούδας.
Ἐνῶ ὅμως οἱ ἕντεκα μαθητές στίς κρίσιμες ἐκεῖνες ὧρες φωτίζονταν ἀπό τήν ἀκτινοβολία τοῦ θείου Διδασκάλου καί ὁ νοῦς τους ἀνοιγόταν στή Χάρη γιά νά δεχτεῖ τίς φωταύγειες τοῦ σωστικοῦ μυστηρίου, ὁ Ἰούδας ἦταν παραδομένος στό σκοτάδι τοῦ αἰώνιου θανάτου. Ἀσυγκίνητος στό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του ἀπουσίαζε ἀπό τήν οὐράνια μυσταγωγία, ἔτρεχε μακριά, πολύ μακριά, ἔφτανε στά ἔγκατα τοῦ ἅδη, στό ζοφερό σκοτάδι τῆς κολάσεως. Ἦταν κολλημένος στούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, πού ἤθελαν νά τόν θανατώσουν, καί σχεδίαζε νά τούς παραδώσει τόν ἐλευθερωτή τοῦ κόσμου. Μελετοῦσε τήν προδοσία!
Τρομερό τό κατάντημα τοῦ προδότη μαθητῆ! Ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου ἐπισύρει τήν προσοχή τοῦ ἀνθρώπου· Βλέπε, λέγει, ἐσύ πού ἀγαπᾶς εἴτε τό πολύτιμο μέταλλο, εἴτε τά χάρτινα τραπεζογραμμάτια, ἐσύ πού περιορίζεις τήν ψυχή καί τή ζωή σου στά χρήματα καί κάνεις τά πάντα γιά νά τά ἀποκτήσεις, ὁ ἀνάλγητος δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ὁ δεινός φιλάργυρος, βλέπε ἐκεῖνον, πού γιά τήν ἀγάπη τῶν χρημάτων βρῆκε θάνατο φρικτό καί ἐπώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ἕνα ἀφιλόξενο δέντρο! Ἀπόφευγε, φωνάζει, τήν ἀκόρεστη ψυχή, πού γιά τά χρήματα τόλμησε νά φτάσει στήν προδοσία τοῦ Διδασκάλου!
Ἐμεῖς, Κύριε, ἄφωνοι μπροστά στό μυστήριο τῆς θείας σου ἀγαθότητας πού περιπτύσσεται ὅλους ἀνεξαίρετα τούς ἀνθρώπους, τούς καλούς καί τούς κακούς, ὡς σιωπηλοί μπροστά στό σκοτεινό μυστήριο τοῦ προδότη, πού καπηλεύθηκε τή χάρη σου, σέ δοξάζουμε!