Γ΄ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ IΙ. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας 2. Η συμβολή των Καππαδοκών Πατέρων
Την διέξοδο στο θέμα, την καίρια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα (που εξετάσαμε στο προηγούμενο μάθημα), την έδωσαν οι Καππαδόκες Πατέρες τον Δ΄ αιώνα με μια ριζική καινοτομία, – «καινοτομείν τα ονόματα», όπως έλεγαν. Έπρεπε τα ονόματα να καινοτομηθούν, να πάρουν άλλο νόημα. Και αυτό που έκαναν οι Καππαδόκες Πατέρες ήταν το εξής: Ενώ μέχρι τότε ο όρος «υπόσταση» ταυτιζόταν με τον όρο: «ουσία», (ο Μέγας Αθανάσιος λέει σαφώς ότι είναι το ίδιο πράγμα και τα δύο), οι Καππαδόκες κάνουν το βήμα, – βλέπετε τολμούσαν, – και λένε ότι εδώ θα ξεχωρίσουμε τις έννοιες αυτές. Η έννοια «ουσία» και η έννοια «υπόσταση» δεν σημαίνουν το ίδιο πράγμα και δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα. Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος αναθεματίζει αυτούς που δέχονται, που ομολογούν ότι ο Θεός είναι μία ουσία ή Υπόσταση. Γίνονται μετά διορθώσεις… Λένε οι Καππαδόκες το εξής: ότι «ο όρος ουσία είναι ταυτόσημος με τον όρο «φύση» και χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την ενότητα, τον Ένα Θεό». Ο Θεός είναι λοιπόν μία ουσία ή μία φύση. Συνεπώς ο όρος “substantia” ο λατινικός, μεταφράζεται πλέον στα Ελληνικά όχι ως υπόσταση, αλλά ως ουσία ή φύση. Απ’ την άλλη μεριά όμως ο όρος «υπόσταση» μεταφέρεται τώρα (προσέξτε αυτό το επαναστατικό στην ορολογία) για να εξισωθεί, να ταυτισθεί με τον όρο «πρόσωπο». Και ο όρος «πρόσωπο» κατ’ αυτόν τον τρόπο παύει πλέον να έχει την έννοια που του έδινε ο Σαβέλλιος. Διότι τρία πρόσωπα πλέον δεν σημαίνει τρεις μάσκες. Αφού το πρόσωπο ταυτίζεται με την υπόσταση σημαίνει πλέον τρία όντα. Έτσι αυτό από άποψη ιστορίας της φιλοσοφίας είναι καίριο, επαναστατικό και δεν το έχει επισημάνει η ιστορία της φιλοσοφίας, αν και είναι βασικό. Ένας όρος όπως η υπόσταση, που είναι οντολογικός, ταυτίζεται με έναν όρο, όπως το πρόσωπο, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ οντολογικός όρος, αλλά υπήρξε και δηλώνει πάντα μία σχέση την οποία προσθέτουμε στο ον. Ταυτίζουμε το ον. Εγώ είμαι ας πούμε, αυτός που είμαι, το είναι μου δεν εξαρτάται από τον ρόλο τον οποίο παίζω ή από το πρόσωπό μου. Το πρόσωπό μου κι εγώ είμαστε το ίδιο πράγμα. Δηλαδή όπως ο ηθοποιός διαδραματίζει έναν ρόλο, έχει ένα πρόσωπο, αλλά αυτό δεν είναι το «είναι» του. Έτσι με τον Σαβελλιανικό τρόπο και ο Θεός, στο είναι του είναι Ένας αλλά διαδραματίζει αυτούς τους ρόλους. Επομένως του Σαβελλίου του πήγαινε πολύ αυτή η χρήση του προσώπου, αλλά δεν πήγαινε όπως είπαμε στους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Και γι’ αυτό το λόγο ο Βασίλειος επιμένει και λέει ότι αυτή η έκφραση «ο Θεός είναι τρία πρόσωπα» για μας είναι απαράδεκτη αν δεν προστεθεί ο όρος υπόσταση, να δηλώνει ότι το πρόσωπο είναι υπόσταση. Δηλαδή τι γίνεται τότε; Το να λέω ότι είμαι πρόσωπο σημαίνει πλέον ότι έχω οντότητα δική μου, διαφορετική από την οντότητα κάποιου άλλου. Γίνεται έτσι οντολογική έννοια το πρόσωπο. Αλλά αυτά θα τα δούμε λεπτομερέστερα όταν θα ερμηνεύσουμε το δόγμα της Αγίας Τριάδος υπαρξιακά.
Τώρα ιστορικά καταλαβαίνετε ότι αυτή βέβαια η επανάσταση στην ορολογία δεν ήταν εντελώς αυθαίρετη. Διότι η λέξη «υπόσταση» είχε ορισμένες αποχρώσεις οι οποίες οπωσδήποτε έδιναν λαβή σ’ αυτή την εξέλιξη. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα με την θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων είναι ότι: Ο Θεός είναι Ένας ως προς την ουσία ή την φύση, και είναι Τρεις ως προς τα Πρόσωπα ή τις Υποστάσεις. Αυτά ως προς την ορολογία. Έτσι φθάσαμε στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδος την οποία έχουμε και σήμερα.
Τώρα το νόημα. Τι εννοούσαν με αυτό: Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι μία Ουσία και τρία Πρόσωπα, με τον όρο «Ουσία» αναφερόμαστε πάντοτε σε κάτι γενικό, που δηλώνει την ύπαρξη περισσοτέρων από ένα όντων. Δηλαδή όταν λέμε, ας πούμε, «η ανθρώπινη ουσία ή φύση», αυτό σημαίνει ότι ενώ όλοι εμείς είμαστε μία ουσία ή μία φύση, δηλαδή έχουμε την ανθρώπινη φύση, ο καθένας μας είναι πλήρης άνθρωπος, δηλαδή αυτή η φύση έχει πολλούς. Αυτούς τους πολλούς τους ονομάζουμε υποστάσεις ή πρόσωπα. Αυτή την αναλογία, αυτή την εικόνα, την χρησιμοποίησαν οι Πατέρες. Οι Καππαδόκες Πατέρες λένε: «κοιτάξτε, αυτό δεν είναι τόσο παράλογο που λέμε εμείς οι Θεολόγοι για τον Θεό, διότι όντως και στον άνθρωπο αν κοιτάξετε θα δείτε ότι γίνεται λόγος για μία ουσία, μία φύση και συγχρόνως για δύο, τρεις, τέσσερεις… υποστάσεις αυτής της φύσεως, τρόπους με τους οποίους αυτή η φύση υφίσταται. Αλλά αυτό αμέσως δημιουργεί τον κίνδυνο τώρα της τριθεϊας. Διότι εμείς οι πολλοί άνθρωποι έχουμε αμέσως πολλούς ανθρώπους, επομένως δεν έχουμε πολλούς θεούς; Εάν μεταφέρουμε στον Θεό το παράδειγμα, πώς αποφεύγουμε την τριθεϊα;
Και εδώ αρχίζει το πολύ δύσκολο έργο των Καππαδοκών Πατέρων. Θέτουν το ερώτημα: Γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολλοί και μπορεί να γίνει λόγος για πολλούς ανθρώπους, ενώ για τον Θεό δεν μπορεί να γίνει λόγος για πολλούς θεούς; Η απάντηση είναι ότι εμείς οι άνθρωποι επειδή είμαστε κτιστοί έχουμε την φύση μας, την ανθρώπινη φύση μας διηρημένη, δηλαδή εγώ και ο πατέρας μου είμαστε δύο άνθρωποι. Διότι μεσολαβεί μεταξύ εκείνου και εμού ο χρόνος (ή ο χώρος σε άλλες περιπτώσεις όταν ζει ακόμη), ο οποίος χώρος και χρόνος επιτρέπει στον καθένα από μας να νοηθεί αυτοτελώς σαν άτομο, π.χ. ο πατέρας μου δεν υπάρχει τώρα, αλλά εγώ υπάρχω. Δηλαδή ο χρόνος επέτρεψε τον ατομισμό. Επέτρεψε σ’ εμένα να νοούμαι ανεξάρτητα από τον πατέρα μου και μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται μία κατάτμηση της φύσεως και όταν γεννάται ο άνθρωπος πάντοτε εξατομικευόμενος, κατατέμνεται η φύση. Διότι ο κάθε ένας μπορεί να νοηθεί αυτοτελώς, μόνος του σαν άτομο. Γι’ αυτό τον λόγο έχουμε πολλούς ανθρώπους και η ενότητα του ανθρωπίνου γένους δεν εξασφαλίζεται, ή μάλλον συγκρούεται με την πολλαπλότητα των ανθρώπων των συγκεκριμένων. Για να απλοποιήσω αυτό το δύσκολο θέμα θα φέρω αμέσως την εφαρμογή αυτού του παραδείγματος στην περίπτωση του Θεού, την οποία κάνουν οι Καππαδόκες Πατέρες. Εάν υποθέσουμε, για να καταλάβουμε αυτή την εφαρμογή, ότι δεν μεσολαβεί χώρος και χρόνος μεταξύ μας, δεν κατατέμνεται η φύση με την γέννησή μας, τι θα συνέβαινε υπαρξιακά; Θα συνέβαινε ότι εγώ με τον πατέρα μου δεν θα χωρίζαμε ποτέ, θα ήταν αδιανόητο να μεσολαβήσει μεταξύ εκείνου και εμού ένα χάσμα… Αλλά αυτό τι σημαίνει; Ότι ενώ στην ουσία θα είμαστε δύο πρόσωπα, θα είμαστε πάντοτε δύο πρόσωπα διαφορετικά ο ένας από τον άλλον, επειδή δεν θα είμαστε ποτέ χωρισμένοι, θα είμασταν πάντοτε ένας. Επομένως η ενότητα εξασφαλίζεται με τι; Με την αδιάλειπτη κοινωνία – σχέση μεταξύ μας. Τώρα, αυτό που σπάει την κοινωνία και σχέση μεταξύ του πατέρα μου και εμού είναι ο χρόνος και ο χώρος. Ο χώρος και ο χρόνος είναι ιδιότητες του κτιστού. Εμφανίζονται ακριβώς με την δημιουργία. Είναι αδύνατον να γίνει λόγος για χώρο και χρόνο στον Θεό, χωρίς να δημιουργηθεί αμέσως το θέμα της αρχής του Θεού. Δηλαδή ότι κάποτε δεν υπήρχε ο Θεός. Για να διατηρηθεί το άναρχο του Θεού που είναι συναφές και συμφυές με την έννοια του Θεού, σαν διαφορά από το κτιστό, για να διατηρηθεί αυτό πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση της εισδοχής του χώρου και χρόνου μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Επομένως στην περίπτωση του Θεού έχουμε αυτή την υπόθεση, πλέον ως πραγματικότητα. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι η πολλαπλότητα δεν συγκρούεται με την ενότητα. Αυτό είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Μυστήριο μεν για την εμπειρία μας διότι για μας η πολλαπλότητα πάντα συγκρούεται με την ενότητα. Είναι μεν μυστήριο από πλευράς εμπειρίας μας, από την ώρα όμως που θα δεχθείτε τον Θεό ως Θεό άκτιστο και μη υποκείμενο στον χώρο και στον χρόνο, παύει να είναι μυστήριο. Τι γίνεται δηλαδή; Παίρνει κανείς για τον Θεό μια αναπόφευκτη θέση. Είναι μία θέση που αν δεν την πάρεις, χάνεις την έννοια του Θεού, κάνεις τον Θεό κτίσμα. Επαναλαμβάνω, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι απ’ την αρχή έχεις πάρει την απόφαση ότι δέχεσαι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Δεν θα το αποδείξεις γιατί ο Θεός είναι Τριάς, προσπαθείς ν’ αποδείξεις το πώς, το πώς θα μπορέσεις να συλλάβεις αυτό το μυστήριο. Με τι είδους στοχασμό και τι είδους σκέψη; Η οποία, όπως θα δούμε, δεν είναι απλώς σκέψη και στοχασμός, για να ικανοποιήσουμε κάποια περιέργεια του νου, αλλά έχει άμεσες συνέπειες. Η ζωή μας όλη αλλάζει εάν ο Θεός δεν είναι Τριαδικός.
Εάν ο Θεός δεν είναι Τριαδικός, είναι άλλο πράγμα η ζωή του ανθρώπου. Αν ο Θεός είναι Τριαδικός, εάν όντως αυτό το μυστήριο είναι αληθινό, δηλαδή εάν αυτή η αντιστροφή που σας έκανα μεταξύ της δικής μας εμπειρίας στην οποία συγκρούεται η ενότητα με την πολλαπλότητα και της εμπειρίας του Θεού ή μάλλον της υπάρξεως του Θεού όπου δεν συγκρούεται, εάν δεν υπάρχει η ενότητα στην οποία η πολλαπλότητα να μην συγκρούεται, τότε πάρα πολλά διακυβεύονται στην ύπαρξή μας. Το δόγμα περί Αγίας Τριάδος είναι το πλουσιότερο υπαρξιακό μήνυμα που μπορεί να έχει μια θρησκεία ή μια φιλοσοφία. Ας επιμείνουμε τώρα στο ιστορικό αποτέλεσμα. Λένε, λοιπόν, οι Καππαδόκες Πατέρες ότι το παράδειγμα, η αναλογία της μιας ανθρώπινης φύσης και των πολλών ανθρώπων μπορεί να εφαρμοσθεί στον Θεό υπό τον όρο ότι δεν εισάγουμε χώρο και χρόνο, πράγμα που είναι, ούτως ή άλλως, αυτονόητο για την ύπαρξη του Θεού. Οπότε, αυτομάτως παύουμε να έχουμε πρόβλημα των τριών θεών μέσα στην Αγία Τριάδα.
Όταν εκφράζουν αυτή την ενότητα, τη μία ουσία, δηλαδή την ενότητα του Θεού με τον όρο ουσία, δημιουργούν αμέσως το εξής πρόβλημα. Εάν η ουσία αυτή προϋπάρχει, και μετά γίνεται κατά κάποιο τρόπο Τριάς, πράγμα που συμβαίνει σε μας τους ανθρώπους, και όπως το είχαν ήδη και οι Έλληνες φιλόσοφοι επισημάνει, λέγοντας ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι ερχόμεθα ως όντα χωριστά, διαφορετικά, στην ύπαρξη, από μα προϋπάρχουσα ουσία, μια προϋπάρχουσα φύση. Θα έλεγα η φύση σε μας προϋπάρχει και μετά έρχεται το πρόσωπο. Όταν εγώ ήλθα στον κόσμο δεν ήμουν εγώ που έφερα την ανθρώπινη ουσία, την ανθρώπινη φύση στην ύπαρξη. Η ανθρώπινη φύση προϋπήρχε εμού κι έτσι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι το είχαν προεκτείνει αυτό γενικά, για να πουν ότι αυτή η ουσία, το γενικό αυτό πράγμα, στο οποίο μετέχουν πολλοί, προϋπάρχει και κατόπιν έρχεται το ειδικό, το πρόσωπο. Και οι μεν Πλατωνικοί μιλούσαν για «γένος υπερκείμενον», οι δε αριστοτελικοί για «γένος υποκείμενον», εννοώντας ότι αυτό που ο καθένας μας είναι χωριστά, είναι σαν χωριστός άνθρωπος, έπεται της υπάρξεως. Για μεν τον Πλατωνισμό έπεται του ιδεώδους ανθρώπου στον οποίο όλοι μετέχουμε, για δε τον Αριστοτελισμό της φύσεως της ανθρώπινης, του είδους του ανθρώπινου απ’ το οποίο όλοι ξεπηδούν. Το ανθρώπινο είδος προηγείται των ανθρώπινων όντων και γι’ αυτό κατά τον Αριστοτέλη με τον θάνατο τα επί μέρους όντα εξαφανίζονται, επιβιώνει το είδος. Επομένως προηγείται σ’ εμάς η ουσία και έπεται το πρόσωπο. Θα δείτε τι υπαρξιακή σημασία έχει αυτό αργότερα.
Οι Καππαδόκες Πατέρες τέμνουν εδώ νέους δρόμους για την φιλοσοφία με αφορμή το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Ο Βασίλειος κάνει την εξής δήλωση σαν βάση, σαν αξίωμα της όλης του περαιτέρω επιχειρηματολογίας: Δεν υπάρχει ουσία «γυμνή» όπως λέγει. Μ’ αυτό εννοεί ότι δεν υπάρχει ανυπόστατος ουσία, ουσία που να μην έχει πραγματικές και συγκεκριμένες υποστάσεις. Επομένως είναι αδύνατο να προϋποθέσει την ανθρώπινη φύση, απ’ την οποίαν βγαίνουν τα συγκεκριμένα όντα. Πρέπει τα συγκεκριμένα όντα να τα θεωρήσεις εξ ίσου πρωταρχικά στην οντολογία, με την ουσία του ανθρώπου. Εφ’ όσον γυμνή ουσία δεν υπάρχει, δεν μπορεί να νοηθεί ουσία χωρίς τις συγκεκριμένες υποστάσεις.
Εάν τώρα αυτό το εφαρμόσετε στο ανθρώπινο γένος τι σημαίνει; Ότι η αρχή και η ενότητα, αυτό δηλαδή που εξασφαλίζει την ενότητα του ανθρωπίνου γένους, δεν έγκειται στην ουσία του ανθρώπου, διότι δεν υπήρξε ποτέ ουσία γυμνή. Επί παραδείγματι, ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ του ανθρώπου γενικά, – αυτή είναι η ουσία, – και του Καλλία ή του Σωκράτη που είναι τα πρόσωπα, οι υποστάσεις. Στην σκέψη των Καππαδοκών είναι αδύνατον να πεις τον όρο «ανθρώπινη ουσία» χωρίς να υπονοήσεις αυτομάτως τον Καλλία ή τον Σωκράτη ή τον Γιώργο ή τον Κώστα ή κάποιον. Είναι αδύνατον ν’ αναφερθείς στην ουσία καθ’ εαυτήν χωρίς τα συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν υπάρχει δηλαδή πρώτα αυτή η γενική ανθρωπότητα. Γίνεται πολλές φορές λόγος και σήμερα ιδιαιτέρως για την ανθρωπότητα. Η ανθρωπότητα είναι οι άνθρωποι οι συγκεκριμένοι. Και όλα αυτά βγαίνουν από το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, οι επιπτώσεις στην ανθρωπολογία είναι τεράστιες. Εφ’ όσον δεν υπάρχει γυμνή ουσία και δεν μπορούμε συνεπώς να προϋποθέσουμε σαν αρχή του ανθρωπίνου γένους την ανθρώπινη ουσία ή τον άνθρωπο τον Πλατωνικό τον ιδεώδη, ή την φύση, το είδος του Αριστοτέλη, τότε ποια είναι η αρχή και η αιτία, δηλαδή αυτό που κάνει τον άνθρωπο ένα, αν δεν είναι η ουσία του;
Το θέμα συζητείται και σε μια από τις επιστολές του Μεγ. Βασιλείου σε διάλογο με τον Αμφιλόχιο. Αυτές οι επιστολές ετέθησαν εν αμφιβόλω, αλλά μάλλον είναι γνήσιες, δεν υπάρχει λόγος σοβαρός να τις αμφισβητήσει κανείς. Εν πάση περιπτώσει είναι μέσα στις επιστολές του Μ. Βασιλείου. Σε μια απ’ αυτές τις επιστολές αναλύεται όλο αυτό το πρόβλημα και ο Βασίλειος συμφωνεί με την άποψη, ότι εφ’ όσον δεν υπάρχει ποτέ ουσία γυμνή ανθρώπινη ως αρχή του ανθρώπου, το πρωταρχικό οντολογικό κατηγόρημα του ανθρώπου δεν είναι η ουσία του. Αλλά πρέπει να είναι οπωσδήποτε ένα συγκεκριμένο ον και αυτό είναι ο Αδάμ. Δηλαδή ενώ οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι έλκουμε την καταγωγή μας, την ύπαρξή μας, ως επί μέρους όντα, από την κοινή φύση την ανθρώπινη, πρέπει ως Χριστιανοί να πούμε ότι έλκουμε την ύπαρξή μας ο καθένας από ένα πρόσωπο, τον Αδάμ. Η αιτία του «είναι» μας, δεν είναι η φύση μας, αλλά ένα πρόσωπο.
Εφαρμοζόμενο αυτό στον Θεό, προσέξτε τι συνέπειες έχει: Οι Καππαδόκες εισάγουν για πρώτη φορά στην θεολογία την έννοια του «αιτίου». Δηλαδή ότι ο ένας Θεός δεν είναι μια ουσία αλλά είναι ο Πατήρ και την ενότητα της Τριάδος την εκφράζει ο Πατήρ ως Πρόσωπο και όχι ως ουσία. Βεβαίως η έκφραση: «μία ουσία» εξακολουθεί να παραμένει, όχι όμως με την έννοια της αιτιότητος της ουσίας. Η ουσία δεν είναι αυτό που κάνει τον Θεό να είναι υποστάσεις.
Η ουσία λειτουργεί διαφορετικά πλέον. Αυτό που είναι το έσχατο και πρώτιστο σημείο αναφοράς στην ύπαρξη του Θεού δεν είναι η ουσία αλλά ο Πατήρ, που σημαίνει ότι δεν μπορείς να ξεκινήσεις από την ουσία του Θεού για να φθάσεις μετά στον Πατέρα. Αλλά ξεκινάς από τον Πατέρα, ο Οποίος επειδή δηλώνει Πρόσωπο και όχι ουσία, έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν νοείται μόνος. Ενώ η ουσία, μπορεί να νοηθεί και μόνη και φυσικά η ουσία είναι μία.
Ξεφεύγουμε έτσι από την πρωταρχικότητα της μονάδος και εισάγουμε μέσα στην οντολογία, στο είναι του Θεού, την πολλαπλότητα σαν κάτι πρωταρχικό. Διότι η έννοια «Πατήρ» δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να υπάρχει και ο Υιός τουλάχιστον. Τίνος Πατήρ θα μπορούσε να είναι, εάν ο Υιός δεν υπήρχε; Πρέπει τότε να πούμε ότι δεν ήταν πάντοτε Πατήρ. Αν ήταν πάντοτε Πατήρ, πάντα υπήρχε και ο Υιός. Δηλαδή αυτή η πολλαπλότητα, η αλληλεξάρτηση των προσώπων γίνεται πρωταρχικό οντολογικό κατηγόρημα, δηλαδή δεν μπορείς να πας πιο πέρα, πιο πίσω απ’ αυτό, ν’ αναζητήσεις κάτι το οποίο προηγείται και οδηγεί σ’ αυτό. Η μία Ουσία δεν προηγείται και δεν είναι «αιτία» του είναι του Θεού. Προηγείται ως αίτιο ο Πατήρ, ο οποίος όμως αυτομάτως βρίσκεται σε κοινωνία, δεν μπορεί να νοηθεί ως μονάς.
Έτσι πρέπει να εννοήσουμε την έκφραση «ο Θεός αγάπη εστί». Στο σημείο αυτό, επειδή έχει άμεση σχέση με το δόγμα το τριαδικό, έγιναν πολλές διευκρινίσεις την εποχή των Καππαδοκών Πατέρων. Διότι ο Θεός είναι αγάπη, είναι κάτι το οποίο δεν το λέει πρώτη φορά ο Χριστιανισμός, το είχε πει ήδη ο Πλάτων. Αλλ’ ο Γρηγόριος απορρίπτει την άποψη ότι ο Θεός είναι αγάπη με την έννοια ότι η θεία φύση ξεχειλίζει από αγαθότητα (!) ως εκχύλισμα κρατήρος. Δηλαδή δεν είναι πλέον η αγάπη ένα συναίσθημα. Δεν είναι αυτό το νόημα της αγάπης. Ο Θεός είναι αγάπη, θα πει ότι ο Θεός συγκροτείται σαν ύπαρξη, υπάρχει, δια μέσου σχέσεων προσωπικών. Η κοινωνία είναι συστατικό πρωταρχικό της υπάρξεως του Θεού. Δεν είναι κάτι που ο Θεός το αποκτά εκ των υστέρων. Όπως μπορούμε να πούμε ότι εγώ υπάρχω και επί πλέον αγαπώ κάποιον. Πρέπει να φαντασθείτε μια περίπτωση που να μην μπορώ να πω ότι εγώ υπάρχω, παρά μόνον εάν όντως βρίσκομαι σε κοινωνία με κάποιον άλλο, αλλιώς χάνω την ταυτότητά μου, εξαφανίζομαι. Κι αυτό είναι το νόημα του ότι ο Θεός πρωταρχικά είναι Πατήρ, δηλαδή χάνει την ταυτότητα εντελώς αν δεν έχει τον Υιό. Και η αγάπη συνεπώς, δηλαδή η κοινωνία αυτή που μας κάνει να υπάρχουμε, δεν είναι συναίσθημα. Η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα, αλλά είναι μία σχέση που μας κάνει να υπάρχουμε. Τότε η αγάπη πραγματικά αποδεικνύεται αγάπη, όταν κοπεί το υπαρξιακό νήμα και αρχίσεις αμέσως να αιωρείσαι στο κενό. Με τον θάνατο π.χ. κόβεται το νήμα, καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχεις εάν δεν επανασυνδεθεί το νήμα. Διότι το άλλο πρόσωπο, η κοινωνία με το άλλο πρόσωπο δημιουργεί την βάση ολοκλήρου του είναι σου.
Λοιπόν «ο Θεός αγάπη εστί» σημαίνει ουσιαστικά ότι ο Θεός είναι Αγία Τριάς. Δεν είναι τίποτε άλλο. Ότι δηλαδή είναι η ουσία Του κοινωνία. Και τι θα πει: «είναι» κοινωνία; Θα πει ότι δεν μπορούμε να Τον εννοήσουμε ούτε κατ’ επίνοιαν ως Μόνον. Όπως δεν μπορείς να Εννοήσεις τον εαυτό σου στην πραγματική αγάπη μόνον, ποτέ. Εκτός αν αγαπάς τον εαυτό σου, κάτι που δεν είναι πραγματική αγάπη. Αν λοιπόν βγάλεις την Τριάδα από τη μέση και κάνεις τον Θεό μονάδα, τότε αυτομάτως δημιουργείται το πρόβλημα: «ποιον αγαπά ο Θεός». Δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός του Θεού, διότι αυτή είναι η έννοια του Θεού. Είναι άναρχος, προηγείται του κόσμου…
Πολλοί κάνουν αυτή την αφελή σκέψη, ότι ο Θεός είναι αγάπη διότι αγαπά τον κόσμο. Μα ο κόσμος δεν υπήρχε πάντοτε. Εξ’ ορισμού δεν μπορεί να εννοήσουμε τον κόσμο αιώνιο και τον Θεό αιώνιο, συναιώνιο. Εάν λοιπόν ο Θεός αγαπά τον κόσμο κι έτσι υπάρχει ως αγάπη, τότε δεν ήταν πάντα αγάπη, γίνεται αγάπη, δεν είναι αγάπη. Γίνεται όταν ο κόσμος έλθει στην ύπαρξη. Εκτός αν κάνεις το βήμα που κάνει ο Ωριγένης και διάφοροι άλλοι, να μεταφέρεις τον κόσμο στην αιωνιότητα. Δηλαδή να τον θεωρήσεις αιώνιο, ότι κατά κάποιο τρόπο υπήρχε πάντα ο κόσμος μέσα στη σκέψη του Θεού, αλλά τότε χάνεις την ελευθερία του Θεού. Διότι ο Θεός πλέον είναι υποχρεωμένος να έχει τον κόσμο, δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τον κόσμο. Εάν ο Θεός – και αυτό είναι Βιβλική απαίτηση – είναι απόλυτα υπερβατικός. Εάν ο Θεός είναι νοητός, και πρέπει να είναι νοητός χωρίς την ύπαρξη του κόσμου, τότε οπωσδήποτε ή α) δεν είναι αγάπη, ή β) αγαπά τον Εαυτό Του, που δεν είναι αγάπη, ή γ) είναι Τριάς.
Αυτή η έκφραση: «αγαπώ τον εαυτό μου» προϋποθέτει ένα υποκείμενο και ένα ρήμα. Αγαπά ο Πατήρ τον Υιόν, ο Υιός αγαπά τον Πατέρα, ο Πατήρ το Πνεύμα, το Πνεύμα τον Πατέρα και τον Υιόν… αγαπούν πάντοτε περισσότερα του ενός. Και μ’ αυτόν τον τρόπον ο Θεός δεν αγαπά τον εαυτό Του δηλ. ατομιστικά, αγαπά κάποιο πρόσωπο, αγαπά ως πρόσωπο διότι ο Θεός είναι Πατήρ, πρόσωπο. Η ουσία δεν αγαπά, το Πρόσωπο αγαπά.
Με τον Αυγουστίνο όλα αυτά που σας είπα ως τώρα διαγράφονται. Διότι, αρχίζει μετά εντελώς νέα τοποθέτηση απ’ την οποίαν εξαρτώνται πάρα πολλά πράγματα, όπως το Filioque και πολλά άλλα. Αλλά το Filioque είναι παρωνυχίδα μπροστά στην ουσία του προβλήματος, που συνοψίζεται στο εξής: «Εάν προηγείται η ουσία στο είναι του Θεού ή προηγείται το πρόσωπο. Διότι ο Αυγουστίνος δεν μπόρεσε να συλλάβει την σκέψη των Καππαδοκών στο σημείο αυτό και έκανε το λάθος να θεωρήσει την Ουσία του Θεού την μία Ουσία ως τον Ένα Θεό. Οπότε δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα. Και θα πρέπει στο επόμενο μάθημα πριν κλείσουμε την ιστορική αναδρομή να δούμε την θέση του Αυγουστίνου. Και μετά θα πάμε στην ερμηνεία την υπαρξιακή, δηλαδή να δούμε όλα αυτά τα πράγματα. Έχουν καμία σημασία, ή τα λέμε εμείς οι θεολόγοι απλώς για να τηρούμε την παράδοση; Μπορείς εξ’ άλλου να τα λες χωρίς να τα εξηγείς; Οι Πατέρες κουράστηκαν να τα εξηγήσουν διότι έβλεπαν τεράστιες υπαρξιακές συνέπειες στο περί Αγίας Τριάδος δόγμα.